ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΓΕΩΠΟΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΦΥΤΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ



Σχετικά έγγραφα
ΒΥΣΣΙΝΙΑ ΒΥΣΣΙΝΙΑ - ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ. Βοτανικοί Χαρακτήρες Φυλλοβόλο Μικρού µεγέθους, βλάστηση πλαγιόκλαδη. Καταγωγή: Κασπία

ΚΑΣΤΑΝΙΑ. Καταγωγή: Μ. Ασία Βοτανική ταξινόμηση:

ΚΕΡΑΣΙΑ ΚΕΡΑΣΙΑ - ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ. Βοτανικοί Χαρακτήρες Φυλλοβόλο Μεγάλου µεγέθους, βλάστηση ορθόκλαδη. Καταγωγή: Κασπία

ΒΕΡΙΚΟΚΙΑ ΒΕΡΙΚΟΚΙΑ - ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ. Βοτανικοί Χαρακτήρες Φυλλοβόλο Μετρίου έως µεγάλου µεγέθους, βλάστηση πλαγιόκλαδη

ΜΗΛΙΑ. Μηλιά. Καταγωγή: Νότια του Καυκάσου Βοτανική ταξινόµηση: Οικ.: Rosaceae Malus domestica

ΑΜΥΓ ΑΛΙΑ ΑΜΥΓ ΑΛΙΑ - ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ. Βοτανικοί Χαρακτήρες Φυλλοβόλο Μικρό έως µεγάλο µέγεθος. Καταγωγή: Ασία

Ζωικοί εχθροί της μηλιάς

Α Χ Λ Α Δ Ι Α Μ Η Λ Ι Α

ΣΥΚΙΑ ΣΥΚΙΑ - ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ

ΑΚΤΙΝΙ ΙΟ ΑΚΤΙΝΙ ΙΑ - ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ. Καταγωγή: Κίνα. Βοτανική ταξινόµηση: Οικ.: Actinidiaceae Actinidia chinensis var. hispida τύπου hispida L.

Α Χ Λ Α Δ Ι Α Μ Η Λ Ι Α

Α Χ Λ Α Δ Ι Α Μ Η Λ Ι Α

Για Ροδάκινα- Δαμάσκηνα - Βερίκοκα

Η δαμασκηνιά ανήκει στην Οικογένεια Rosaceae, ενώ το επιστημονικό της όνομα είναι Prunus domestica, Prunus salicina

ΛΗΘΑΡΓΟΣ. Οικολήθαργος (διάπαυση) Παραλήθαργος (κυριαρχία κορυφής) Ενδολήθαργος (κύριος λήθαργος) (ενδογενείς παρεμποδιστές)

ΥΠΑΙΘΡΙΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΠΙΠΕΡΙΑΣ. Δημήτρης Σάββας Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Εργαστήριο Κηπευτικών Καλλιεργειών

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΑΓΚΙΝΑΡΑ 1

ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ & ΕΧΘΡΟΙ ΠΥΡΗΝΟΚΑΡΠΩΝ

Α Χ Λ Α Ι Α Μ Η Λ Ι Α

Αρωματικά Φυτά στην Κουζίνα

ΚΑΡΥΔΙΑ. Οικ.: Juglandaceae Juglans nigra (μαύρη καρυδιά, Αμερική) J. hindsii (μαύρη καρυδιά Καλιφόρνιας) J. regia (καλλιεργουμενη καρυδιά)

Στοιχεία Φυσιολογίας 1

ΑΜΑΣΚΗΝΙΑ. αµασκηνιά - ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ. Βοτανικοί Χαρακτήρες P. domestica Φυλλοβόλο Μετρίου έως µεγάλου µεγέθους, βλάστηση πλαγιόκλαδη.

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΜΕΛΙΤΖΑΝΑΣ 1

Οικολογικό περιβάλλον της ελιάς Γεωγραφικό πλάτος

Α Χ Λ Α Δ Ι Α - Μ Η Λ Ι Α

ΦΙΣΤΙΚΙΑ. Καταγωγή: Κεντρική Ασία Βοτανική ταξινόμηση: Οικ.: Anacardiaceae Pistacia sp.

ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ & ΕΧΘΡΟΙ ΠΥΡΗΝΟΚΑΡΠΩΝ

Οδηγίες μακροσκοπικών ελέγχων για τον επιβλαβή οργανισμό. Grapholita molesta Busck. (Lepidoptera: Tortricidae) (κν.

ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΟΠΩΡΩΝΑ. Ύψος υδατικού ορίζοντα Ετήσια βροχόπτωση και αποθέματα νερού

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΕΔΑΦΟΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΟΥ

Μέρη Δένδρου. Υπόγειο. Επίγειο

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΟΜΑΤΑΣ 1

Α Χ Λ Α Δ Ι Α - Μ Η Λ Ι Α

ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑ ΕΔΑΦΟΥΣ ΑΡΔΕΥΣΗ

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΞΕΡΟΥ ΚΡΕΜΜΥΔΙΟΥ 1

ΑΡΧΕΣ ΛΙΠΑΝΣΗΣ ΑΜΠΕΛΩΝΑ

Τα μεγάλα και σοβαρά προβλήματα της παραδοσιακής

Παραγωγική Ανθοκομία. Ορτανσία. Εργαστήριο Παραγωγική Ανθοκομία. Γεώργιος Δημόκας. * Καθηγητής Εφαρμογών - Τ.Ε.Ι. Πελοποννήσου

Μεγάλη παραγωγή σε Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, Κίνα (5 εκατ. τόν.), ΗΠΑ (675 χιλ. τόν.). Υπάρχουν ποικιλίες Ευρωπαϊκές ( Prunus domestica

Μ27 Μ9 Μ26 ΜΜ106 ΜΜ111

Ο.Ε.Φ. Α.Σ. ΤΥΜΠΑΚΙΟΥ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΣ ΕΛΑΙΟΔΕΝΤΡΩΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗ 20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2016

ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΙΚΟ ΠΛΑΝΟ ΡΟΔΙΑΣ

ΑΧΛΑ ΙΑ ΑΧΛΑ ΙΑ - ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ. Καταγωγή: υτική Ασία και Βόρεια Ασία Βοτανική ταξινόµηση: Οικ.: Rosaceae Pyruscommunis L. P. pyrifolia, κ.ά.

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΜΕΛΙΤΖΑΝΑΣ 1

ΕίδηΚερασιάς SABRINA SUMN 314CH C.O.V

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΠΑΝΤΖΑΡΙΟΥ 1

Πρόκειται για τίτλο που δεν αφήνει να εννοηθεί καθαρά αυτό που στην. πραγματικότητα θα ήθελε να περιγράψει. Και αυτό επειδή

Το κλάδεμα καρποφορίας στα Μονόκλωνα δένδρα κερασιάς

Ολοκληρωμένη διαχείριση ζιζανίων

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΕΝΔΡΟΚΟΜΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ:

Πόσο λίπασμα θα ρίξουμε;

Η αχλαδιά αφού φυτευτεί στο χωράφι κλαδεύεται στα 70εκ-120εκ από το έδαφος. Έκτοτε αφήνουμε το δέντρο να αναπτυχθεί μέχρι την αρχή του 3 ου

Επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε καλλιέργειες φυλλοβόλων οπωροφόρων δένδρων Μέτρα αντιμετώπισης

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2007

Η λίπανση της ελιάς μπορεί να εφαρμοστεί είτε με ανόργανα λιπάσματα, είτε με οργανικά υλικά (ζωική κοπριά, κομπόστα ή χλωρή λίπανση).

Γιγαρτόκαρπα Μηλιά (Malus pumilla)

ΕΧΘΡΟΙ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ

Δενδροκομικές τεχνικές

ΜΗΛΟΕΙΔΗ Ν ο 4 /

ΣΥΚΙΑ. Γραμματικός Διονύσιος, Γεωπόνος, Msc Τμήμα Αμπέλου & Ξ. Κ. Δ/νση ΠΑΠ Δενδροκηπευτικής

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΠΙΠΕΡΙΑΣ 1

Ημερίδα Ροδακινιά: Ποικιλίες- Καλλιεργητικές φροντίδες- Ασθένειες, Αλεξάνδρεια Ημαθίας 26/01/2018

Ινστιτούτο ασικών Ερευνών. πολύτιµες ιδιότητες»

ΜΗΛΟΕΙΔΗ Ν ο 2 /

ΑΕΙΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΜΗΛΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΔΗΜΗΤΡΑΣ

ΡΟ ΑΚΙΝΙΑ ΡΟ ΑΚΙΝΙΑ - ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ. Βοτανικοί Χαρακτήρες Φυλλοβόλο Μετρίου µεγέθους αλλά ταχείας ανάπτυξης Βραχύβιο.

ISONET PF Η αποτελεσματική λύση για τον έλεγχο του ψευδόκοκκου Planococcus ficus σε αμπέλι (PLANFI)

ΚΑΡΠΟΦΟΡIΑ ΟΠΩΡΟΦΟΡΩΝ ΔΕΝΔΡΩΝ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

A Β C D E1 E2 F G A B C D E1 E2 F G A Β C D E1 E2 F G A Β C D E1 E2 F G

Η «πικρή» γεύση των μήλων σε Ελλάδα και Ευρώπη

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΙΝΩΔΩΝ ΦΥΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Ευθυμία ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ Τμήμα Βιομάζας ΚΑΠΕ

ΟΔΗΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 15 (ΟΕ-15) ΑΡΔΕΥΣΗ Κωδικός Έκδοση Έγκριση ΣΟΔ-Λ-ΕΓΧ 1 η /2016 ΟΕΦ-ΕΑΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ ΑΕ ΑΕΣ -ΕΟΠ

ΑΓΚΙΝΑΡΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ & ΟΠΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΕΧΘΡΩΝ - ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ

2 ο ΔΕΛΤΙΟ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΦΥΤΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΣΤΗ ΒΑΜΒΑΚΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ (ΠΕ) ΛΑΡΙΣΑΣ

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΡΑΠΑΝΙΟΥ 1

ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΑΚΤΙΝΙΔΙΩΝ

Παραγωγική Ανθοκομία. Γυψοφίλη. Εργαστήριο Παραγωγική Ανθοκομία. Γεώργιος Δημόκας. * Καθηγητής Εφαρμογών - Τ.Ε.Ι. Πελοποννήσου

Ο EΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΥΤΟΦΥΗΣ ΛΥΚΙΣΚΟΣ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΛΥΚΙΣΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Γενικά στοιχεία Φυτείες Δασικών Ειδών Μικρού Περίτροπου Χρόνου για παραγωγή βιομάζας & θερμικές χρήσεις

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2010

ΔΑΜΑΣΚΗΝΙΑ. Οικ.: Rosaceae Prunus domestica (Ευρωπαϊκή Δαμασκηνιά), P. salicina (Ιαπωνική Δαμασκηνιά), P. insitita (Κορομηλιά)

Στοιχεία φυσιολογίας αμπελιού. Αύξηση Αποθησαυρισμός Χειμέρια ανάπαυση Μεταφορά και διακίνηση αποθησαυριστικών ουσιών Αναπαραγωγική φάση

ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ ΒΕΡΙΚΟΚΙΑ. Καταγωγή: Κεντρική Ασία Βοτανική ταξινόμηση: Οικ.: Rosaceae Prunus armeniaca

ΑΜΠΕΛΙ Ν ο 7 /

ΚΥΔΩΝΙ. ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ Νίκης Κατσαμπάνη

ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΒΟΤΑΝΙΚΗ - ΖΙΖΑΝΙΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΣΟΡΓΟΥ ΚΑΙ ΚΕΝΑΦ ΓΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, ΒΙΟ-ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΖΩΟΤΡΟΦΩΝ. Ευθυμία ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ Τμήμα Βιομάζας ΚΑΠΕ

Βασικές Καλλιεργητικές Φροντίδες Ακτινιδίων

ΠΡΟΩΘΟΥΜΕΝΕΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ

1. ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: «ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΓΕΩΡΓΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ»

[ΟΔΗΓΙΕΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΦΥΛΛΩΝ] Για φυλλοδιαγνωστική ανάλυση

Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΤΟΜΑΤΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΗΛΕΙΑΣ

ΚΑΡΥ ΙΑ. Ινστιτούτο Φυλλοβόλων ένδρων ιεύθυνση Αγροτικής Έρευνας Ελληνικός Γεωργικός Οργανισµός ΗΜΗΤΡΑ, Νάουσα

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2014

Αμερικάνικα είδη αμπέλου: γνωστά ως ανθεκτικά στη ριζόβια μορφή φυλλοξήρας (α.ρ.μ.φ.) υποκείμενα

ΑΜΠΕΛΙ Ν ο 9 /

ΑΜΠΕΛΙ Ν ο 6 /

Σημασία των φύλλων. αναπνοή. Φωτοσύνθεση > αναπνοή. Διαθέτουν χαρακτηριστικά: φωτοσύνθεσης αναπνοής διαπνοής. Βιοσυνθέτουν:

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΓΕΩΠΟΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΦΥΤΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΜΕΘΟΔΩΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΕΧΘΡΩΝ ΣΕ ΜΗΛΕΩΝΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΑΓΙΑΣ ΛΑΡΙΣΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΧΡΗΣΤΟΣ Δ. ΓΕΡΟΦΩΤΗΣ ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΣ ΓΕΩΠΟΝΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ 4 ΠΕΡΙΛΗΨΗ 5 SUMMARY 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 9 1.1 Γενική εισαγωγή 9 1.2 Βοτανική ταξινόμηση και περιγραφή 10 1.3 Απαιτήσεις σε κλίμα, έδαφος, θρεπτικά στοιχεία και νερό 13 1.4 Τρόπος πολλαπλασιασμού και εγκατάσταση της καλλιέργειας 15 1.5 Τρόπος καλλιέργειας 17 1.6 Συγκομιδή - Χρήσεις του καρπού Συντήρηση 21 1.7 Παραγωγικότητα 23 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 24 2.1 Σύντομη ιστορία της Ολοκληρωμένης καταπολέμησης. 24 2.2 Σύγχρονος ορισμός της Ολοκληρωμένης Καταπολέμησης εχθρών (IPM) 26 2.3 Ολοκληρωμένη καταπολέμηση εχθρών μηλιάς 29 2.4 Παρούσα κατάσταση της ολοκληρωμένης καταπολέμησης εχθρών μηλιάς στην Ευρώπη 29 2.5 Έλεγχος των βασικών εχθρών στα πλαίσια της ολοκληρωμένης καταπολέμησης 30 2.6 Ολοκληρωμένη διαχείριση των φυτοφάγων ακάρεων 32 2.7 Λοιποί εχθροί και έλεγχος τους 33 2.8 Σκοπός της μελέτης 34 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 35 3.1 Γενικά 35 3.2 Περιγραφή του πειραματικού οπωρώνα 36 3.3 Ιστορικό του πειραματικού οπωρώνα ως προς τους εχθρούς και την αντιμετώπιση τους 39 1

3.4 Γενικός σχεδιασμός μελέτης 40 3.5 Καθορισμός κέντρων δειγματοληψίας και οπτικού ελέγχου 41 3.6 Καθορισμός Ορίων Ανεκτής Πυκνότητας 41 3.7 Φερομονικές παγίδες 43 3.8 Καταγραφή των καλλιεργητικών εργασιών και των φυτοπροστατευτικών επεμβάσεων 45 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 47 4.1.1 Παρακολούθηση της πτήσης των αρσενικών της καρπόκαψας Cydia pomonella με 47 φερομονικές παγίδες τα δυο έτη 2007, 2008 στον πειραματικό οπωρώνα (Α) και σε έναν οπωρώνα συμβατικής καταπολέμησης (Β) 4.1.1 Παρακολούθηση της πτήσης κατά το 2007 47 4.1.2 Παρακολούθηση της πτήσης κατά το 2008. 50 4.2 Παρακολούθηση της πτήσης των αρσενικών του Synanthedοn myopiformis με 52 φερομονικές παγίδες τα έτη 2007 και 2008. 4.2.1 Παρακολούθηση της πτήσης κατά το 2007 52 4.2.2 Παρακολούθηση της πτήσης κατά το 2008. 52 4.3 Παρακολούθηση της πτήσης των αρσενικών του Phyllonorycter blancardella με 55 φερομονικές παγίδες κατά τα έτη 2007 και 2008. 4.3.1 Παρακολούθηση της πτήσης κατά το 2007 55 4.3.2 Παρακολούθηση της κατά το 2008 56 4.4 Παρακολούθηση της πτήσης των αρσενικών του Phyllonorycter corylifoliella με 59 φερομονικές παγίδες κατά τα έτη 2007 και 2008. 4.4.1 Παρακολούθηση της πτήσης κατά το 2007. 59 4.4.2 Παρακολούθηση της πτήσης κατά το 2008. 60 4.5 Παρακολούθηση της πτήσης των αρσενικών του Adoxophyes orana με φερομονικές 62 παγίδες κατά τα έτη 2007 και 2008. 4.5.1 Παρακολούθηση της πτήσης κατά το 2007. 62 4.5.2 Παρακολούθηση της πτήσης κατά το 2008. 62 4.6 Εποχική διακύμανση των πληθυσμών αφίδων (Aphis pomi, Dysaphis plantaginea, 65 Eriosoma lanigerum) κατά τα έτη 2007, 2008 4.6.1 Έτος 2007 65 4.6.2 Έτος 2008 66 4.7 Παρακολούθηση των πληθυσμών των ακάρεων κατά τα έτη 2007 και 2008. 68 2

4.8 Χημικές επεμβάσεις 68 4.9 Έλεγχος προσβολής 72 5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 73 ΣΥΖΗΤΗΣΗ 73 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 78 3

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ευχαριστώ θερμά τον επιβλέποντα καθηγητή της μεταπτυχιακής μου διατριβής καθηγητή κ. Β. Ι. Κατσόγιαννο για την ανάθεση του θέματος, την καθοδήγηση και τις πολύτιμες συμβουλές του στο σχεδιασμό και εκτέλεση του πειραματικού μέρους καθώς και τις υποδείξεις και διορθώσεις κατά τη συγγραφή του κειμένου της διατριβής. Ευχαριστώ επίσης την καθηγήτρια κ. Δ. Αθανασιάδου-Προφήτου και τον καθηγητή κ. Δ. Σ. Κωβαίο για τη συμμετοχή τους στην εξεταστική επιτροπή. Τις ιδιαίτερες ευχαριστίες μου εκφράζω στον αναπληρωτή καθηγητή κ. Ν. Παπαδόπουλο και στον επίκουρο καθηγητή Ν. Κουλούση για τις επιστημονικές συζητήσεις σε θέματα εντομολογίας. Επίσης ιδιαίτερες ευχαριστίες εκφράζω στον υποψήφιο διδάκτορα Χαράλαμπο Ιωάννου, για την βοήθεια στην όλη προσπάθεια μου, τόσο σε επιστημονικά θέματα όσο και σε λεπτομέρειες τεχνικής φύσεως. Τέλος, ευχαριστώ τους γονείς μου και ιδιαίτερα τον πατέρα μου για την παραχώρηση του οπωρώνα και τον αδερφό μου για την αμέριστη ηθική και υλική συμπαράστασή τους κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών. 4

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στα πλαίσια της παρούσας διατριβής που αφορούσε την εφαρμογή πιλοτικού προκαταρτικού προγράμματος ολοκληρωμένης καταπολέμησης των εχθρών της μηλιάς μελετήθηκε κατά τα έτη 2007-2008 σε μηλεώνα της Αγιάς Λάρισσας η διακύμανση των πληθυσμών διαφόρων επιζήμιων εντόμων και ακάρεων που προσβάλουν αυτήν την καλλιέργεια, με την βοήθεια οπτικών ελέγχων και φερομονικών παγίδων. Εφόσον κρίθηκε αναγκαίο, εφαρμόσθηκαν εντομοκτόνοι ψεκασμοί εναντίον της καρπόκαψας και των αφίδων με χρήση ήπιων εντομοκτόνων. Το 2007 η πτήση της καρπόκαψας (Cydia pomonella) παρουσίασε τέσσερα μέγιστα (μέσα Μαΐου, τέλη Ιουνίου, αρχές Αυγούστου και τέλη Αυγούστου). ενώ το 2008 τρία μέγιστα (τέλη Μαίου, μέσα Ιουλίου και τέλη Αυγούστου). Το 2007 το ξυλοφάγο έντομο Synanthedon myopiformis παρουσίασε το μέγιστο της πτήσης περί τα τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου. Το 2008 το μέγιστο της πτήσης του παρατηρήθηκε στα τέλη Μαΐου. Για το φυλλορυκτικό είδος Phyllonorycter blancardella παρατηρήθηκαν τέσσερα μέγιστα στην πτήση του εντόμου και τα δύο έτη, με μεγαλύτερο αριθμό συλλήψεων στις φερομονικές παγίδες το 2008. Όσον αφορά το φυλλορύκτη Phyllonorycter corylifoliella παρατηρήσαμε τρία μέγιστα το 2007 και τέσσερα το 2008.Το μέγιστο της πτήσης και για τα δύο έτη για το φυλλοδέτη Adoxophyes orana παρατηρήθηκε στα τέλη Μαΐου, ενώ ένας μικρός αριθμός εντόμων παρατηρήθηκε και στις αρχές Ιουλίου. Πληθυσμοί των αφίδων Aphis pomi, Dysaphis plantaginea και Eriosoma lanigerum εμφανίσθηκαν από μέσα Απριλίου έως μέσα Ιουνίου για το 2007 ενώ το 2008 η εμφάνιση τους παρατηρήθηκε από αρχές Απριλίου και διήρκησε σχεδόν όλη την καλλιεργητική περίοδο. Το κυριότερο φυτοφάγο ακάρι που βρέθηκε στον πειραματικό οπωρώνα ήταν το Panonychus ulmi. Το 2007 η καρπόκαψα αντιμετωπίστηκε με πέντε ψεκασμούς, ενώ το 2008 απαιτήθηκαν τέσσερις εφαρμογές με χημικά σκευάσματα. Για την αντιμετώπιση των αφίδων χρειάστηκε να επέμβουμε μια φορά το 2007 και δύο το 2008. Ένας επιπλέον ψεκασμός με χημικό σκεύασμα πραγματοποιήθηκε το 2008 για την αντιμετώπιση του Panonychus ulmi. Τα σκευάσματα που χρησιμοποιήθηκαν και τα δύο έτη ήταν ήπια για το 5

περιβάλλον, κυρίως ρυθμιστές ανάπτυξης των εντόμων και νεονικοτινοειδή. Η προσβολή των καρπών από την καρπόκαψα και τις αφίδες κυμάνθηκε σε χαμηλά επίπεδα παρόμοια με αυτά που παρατηρήσαμε σε γειτονικό οπωρώνα συμβατικής καταπολέμησης, ο οποίος χρησίμευσε ως μάρτυρας και στον οποίο εφαρμόσθηκαν οχτώ και εννέα ψεκασμοί κατά το έτος 2007 και 2008 αντίστοιχα. Τα στοιχεία μας δείχνουν ότι με την χρήση οπτικών ελέγχων και φερομονικών παγίδων για την παρακολούθηση των πληθυσμών των εντόμων- εχθρών και την εφαρμογή συμβατών προς την ολοκληρωμένη καταπολέμηση εντομοκτόνων μόνον όταν αυτό κριθεί αναγκαίο, μπορεί να μειωθούν σημαντικά οι επεμβάσεις με συνέπεια την μείωση του κόστους και της ρύπανσης του περιβάλλοντος. 6

SUMMARY In the frame of the present thesis that concerned the application of a preliminary pilot program of integrated pest management in apples, the population fluctuation of various insects attacking this culture was studied in an apple orchard. The study was conducted during the years 2007-2008 in the region Agia Larisas, with the use of visual controls and pheromone traps. If necessary, insecticide sprayings against codling moth (Cydia pomonella) and aphids were applied, using selective insecticides. In 2007 the flight of the codling moth showed four peaks (middle May, late June, early and late August), while during the 2008 the same insect showed three peaks (late May, middle July and late August). In 2007 the captures of the wood borer Synanthedon myopiformis showed a peak of activity in late May to early June, while in 2008 the peak of the flight was observed only in late May. They were observed four peaks in the captures of the leaf miner Phyllonorycter blancardella during both years, but with a grater number of catches in the pheromone traps in 2008. Regarding the leaf miner Phyllonorycter corylifoliella we observed three peaks in 2007 and four in 2008. The peak of the catches for the leaf roller Adoxophyes orana was observed in late May for the two years of the study, while only a small number of adults was recorded in the beginnings of July. Populations of the aphids Aphis pomi, Dysaphis plantaginea and Eriosoma lanigerum developed from middle April to middle June for 2007, while in 2008 their appearance was observed from the beginning of April and lasted almost the entire season. The main phytophagous mite found in the experimental orchard was Panonychus ulmi. In 2007 codling moth was controlled with five sprays, and in 2008 with four application. Aphid control was performed with one spray in 2007 and two in 2008. An additional chemical spray was conducted in 2008 for the control of Panonychus ulmi. The formulations used both years were selective ones pesticides. Fruit damage from codling moth and aphids was at low levels, similar to those recorded in a conventional neighboring orchard, which served as a control and in which they were applied eight and nine sprayings in 2007 and 2008 respectively. The data show that with the use of visual controls and pheromone traps to monitor populations of insects pests and the application 7

of insecticides compatible to integrated pest management, only when it is necessary, we can significantly reduce the number of sprays, leading to a more economical fruit production and to less environmental pollution. 8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 1. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Μηλιά Malus pumila Mill Οικογένεια Rosaceae Υποοικογένεια Pomoideae Ονομασία, καταγωγή, εξάπλωση Η μηλιά Malus pumilla είναι ένα από τα πιο γνωστά οπωροφόρα δέντρα και καλλιεργείται σε όλα σχεδόν τα μέρη της γης για τους θρεπτικούς και εύγευστους καρπούς της. Ήταν γνωστή στους Αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους και μνημονεύεται από το Θεόφραστο κατά τον 3ο π.χ. αιώνα. Το κύριο κέντρο εξάπλωσης του γένους Malus φαίνεται πως βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην Ασία και δυτικά των επαρχιών της Κίνας (Janick et al., 1996, Juniper et al 1999 & 2001). Εκτάσεις άγριας μηλιάς Malus silvestris βρίσκονται ακόμη σε αυτήν την περιοχή (Roach,1985), άλλοτε φέροντας μικρούς και μη ελκυστικούς καρπούς και άλλοτε καρπούς που μοιάζουν με εκείνους των σημερινών καλλιεργούμενων ποικιλιών. Κέντρο καταγωγής της θεωρείται το Καζακστάν (Juniper et al., 2001), από όπου μετέπειτα διαδόθηκε από τον άνθρωπο σε όλα σχεδόν τα μέρη της υφηλίου, ακολουθώντας αρχικά τον δρόμο του μεταξιού. Η μηλιά παρουσιάζει υψηλή γενετική παραλλακτικότητα, που επέτρεψε την επιλογή τύπων προσαρμοσμένων σε διάφορα περιβάλλοντα. Η παγκόσμια τράπεζα συλλογής ποικιλιών μηλιάς αποτελεί μια αστείρευτη πηγή αντλήσεως επιθυμητών γονιδίων χρήσιμων σε προγράμματα βελτιώσεως της. Σήμερα καταβάλλονται προσπάθειες για την επιλογή και νέων τύπων με σκοπό την επέκταση της μηλοκαλλιέργειας σε ψυχρότερα μέρη της υφηλίου. Η μηλοκαλλιέργεια είναι διαδομένη στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στη Ν. Αμερική, την Αυστραλία, την Ασία, τον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία, τη Ν. Αφρική και την Ιαπωνία. Στην Ελλάδα, η μηλοκαλλιέργεια έχει διαδοθεί στις 9

ψυχρότερες περιοχές, αλλά σε μορφή συστηματικών οπωρώνων εντοπίζεται κυρίως στην κεντρική και δυτική Μακεδονία (Βέρμιο, Φλώρινα, Πιερία), στη Θεσσαλία και στην Πελοπόννησο.. Η μηλιά αντιπροσωπεύει σήμερα, κατά προσέγγιση, το 50% των φυλλοβόλων δένδρων παγκοσμίως. Η μεγαλύτερη παγκόσμια παραγωγή μήλων αποτελείται από ποικιλίες επιτραπέζιες και παρασκευής κομπόστας. Όμως, οι ποικιλίες διπλής χρήσεως αρχίζουν να κερδίζουν συνεχώς έδαφος. 1.2 Βοτανική ταξινόμηση και περιγραφή Η μηλιά Malus silvestris ανήκει στην οικογένεια Rosaceae (υποοικογένεια Pomoideae). Το γένος Malus περιλαμβάνει 25 με 30 είδη και πάρα πολλά υποείδη, τα περισσότερα των οποίων έχουν μόνον καλλωπιστική αξία. Οι περισσότερες από τις καλλιεργούμενες ποικιλίες μηλιάς είναι διπλοειδείς (2n= 34, n= 17), λίγες είναι τριπλοειδείς (3n= 51, n= 17) και ελάχιστες τετραπλοειδείς (4n= 68, n= 17). Η μηλιά είναι δένδρο φυλλοβόλο, μεγάλου μεγέθους, πλαγιόκλαδο ή ορθόκλαδο και μακρόβιο. Τα φύλλα είναι απλά, κατ' εναλλαγή, ωοειδή, οδοντωτά, με την κάτω επιφάνεια χνουδωτή (Εικόνα 1). Το μέγεθος και το πάχος των φύλλων επηρεάζεται από την ποικιλία, τις καλλιεργητικές συνθήκες και τη ζωηρότητα του δέντρου. Ο μίσχος των φύλλων φέρει μερικές φορές κοντά στη βάση δυο μικρά παράφυλλα. Οι οφθαλμοί είναι πεπλατυσμένοι, χνουδωτοί και εφάπτονται του βλαστού, χαρακτήρας που διακρίνει τη μηλιά από την αχλαδιά. Οι καρποφόροι οφθαλμοί είναι μικτοί (όταν εκπτύσσονται δίνουν βλάστηση μικρού μήκους 0,5-3 cm, που φέρει πλάγια φύλλα και επάκρια άνθη), και ο καθένας περικλείει 5-6 άνθη. Τα άνθη είναι μεγάλα, λευκά ή ελαφρώς ρόδινα. Παράγονται συγχρόνως με τα φύλλα από μικτούς οφθαλμούς κατά κόρυμβους. Κάθε άνθος αποτελείται από πέντε σέπαλα, πέντε πέταλα και 20-25 στήμονες, που φέρουν κίτρινους ανθήρες. Ο ύπερος αποτελείται από την ωοθήκη και πέντε στύλους συμφυείς στη βάση τους. Η ωοθήκη είναι υπόγυνη, πεντάχωρη, με δυο σπερματικές βλάστες κατά χώρο και με μέγιστο αριθμό σπόρων 10, 10

ορισμένες δε ποικιλίες μπορεί να έχουν μέχρι και 30 σπόρους (Janick et al., 1996). Η μηλιά ανθίζει την άνοιξη, περίπου μαζί με την αχλαδιά ή λίγο αργότερα. Ο καρπός της μηλιάς είναι ψευδής, έχει διαφορετικά σχήματα ανάλογα με την ποικιλία, σφαιρικό, κωνικό, κολουροκωνικό, σφαιρικό έως επίμηκες, με ή χωρίς μαστοειδείς αποφύσεις, σάρκα τραγανή ή αλευρώδη, εύχυμη, γλυκεία, όξινη ή υπόξινη και σπέρματα καφέ απόχρωσης (Εικόνα 1). Η μηλιά καρποφορεί επάκρια, κυρίως σε λογχοειδή βλάστηση, που σχηματίζεται σε βλαστούς ηλικίας δυο ή πιο πολλών χρόνων. Οι πιο πολλές ποικιλίες της μηλιάς είναι αυτόστειρες και χρειάζονται σταυρογονιμοποίηση. Γι' αυτό δεν είναι μόνο αναγκαία η μεταφορά της γύρης απλώς από ένα άνθος στο άλλο, αλλά από άνθος ποικιλίας, που πληρεί τις προϋποθέσεις για την ομαλή διαδικασία της βλαστήσεως των γυρεόκοκκων, της αναπτύξεως του γυρεοσωλήνα και γονιμοποιήσεως του ωαρίου. Η επικονίαση γίνεται με έντομα, κυρίως με μέλισσες κατά την αναζήτηση γύρης και νέκταρος, καθώς μετακινούνται από άνθος σε άνθος και από δένδρο σε δένδρο. Το άνθος της μηλιάς αποτελείται από πεντάχωρη ωοθήκη με δυο σπερματικές βλάστες σε κάθε χώρο. Με τη γονιμοποίηση κάθε ωάριο μετατρέπεται σε σπέρμα, που συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη των κυττάρων, που βρίσκονται γύρω από τις σπερματικές βλάστες, και στη διαμόρφωση του σαρκώδους μέρους των καρπών. Δεν είναι αναγκαίο να γονιμοποιηθούν και τα δέκα ωάρια, για να παραχθεί ανάλογος αριθμός σπερμάτων και επιτευχθεί κανονική ανάπτυξη του καρπού, αλλά η παρουσία όμως έστω και ελάχιστου αριθμού σπερμάτων είναι αναγκαία. Μερικές ποικιλίες έχουν την ιδιότητα να παράγουν μικρό ποσοστό άσπερμων καρπών. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως παρθενοκαρπία και παρατηρείται συχνά, όταν η άνθηση υποστεί ζημιές από τους παγετούς της άνοιξης. Οι παρθενοκαρπικοί καρποί συνήθως παρουσιάζουν διάφορα ασυνήθη σχήματα. Κατά την αυτογονιμοποίηση των ποικιλιών ο μέσος όρος των παραγομένων σπερμάτων κατά καρπό είναι 3 έως 5 ή λιγότεροι, ενώ κατά τη σταυρογονιμοποίηση είναι 5 έως 8 ή και περισσότεροι. Σε χρονιές υπερκαρποφορίας των δένδρων, οι καρποί με αριθμό σπερμάτων μικρότερο των 3 συνήθως αποπίπτουν. 11

Οι ποικιλίες της μηλιάς ανάλογα με τις ανάγκες επικονιάσεως ταξινομούνται σε: (α) Ποικιλίες συνήθως αυτογόνιμες: Οι ποικιλίες αυτές σε αμιγείς φυτείες δε δίνουν ικανοποιητικές σοδειές, αλλά μπορεί να αποδώσουν πολύ περισσότερο αν σταυρογονιμοποιηθούν. (β) Ποικιλίες μερικώς αυτογόνιμες: Στις ποικιλίες αυτές συνιστάται η σταυρογονιμοποίηση για να επιτευχθεί μια τακτική και ικανοποιητική παραγωγή. (γ) Ποικιλίες αυτόστειρες: Οι ποικιλίες αυτές πρέπει πάντοτε να συγκαλλιεργούνται με άλλες ποικιλίες για εξασφάλιση επαρκούς σταυρογονιμοποιήσεως. Εικόνα 1.Ανθοφόρες ταξιανθίες, βλαστοί, φύλλα, καρπός και σπέρματα της μηλιάς (Σχήμα από Wikipedia). 12

1.3 Απαιτήσεις σε κλίμα, έδαφος, θρεπτικά στοιχεία και νερό Η μηλιά είναι δένδρο των ψυχρών και υγρών περιοχών. Ευδοκιμεί εκεί που εξασφαλίζονται αρκετό χειμερινό ψύχος για τη διακοπή του λήθαργου των οφθαλμών και δροσερό καλοκαίρι (μέγιστη θερμοκρασία μέχρι 29 C). Απαντάται δε μέχρι υψόμετρου 1500 μέτρων. Οι περιοχές που γειτνιάζουν με υδάτινες επιφάνειες (θαλάσσης, λιμνών, ποταμών) προσφέρονται καλύτερα για την καλλιέργεια της μηλιάς, λόγω της μειώσεως του κινδύνου να προκληθούν ζημιές από παγετό, καθώς η υδάτινη επιφάνεια συντελεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας σε επιθυμητά επίπεδα, τη νυκτερινή, κατά την άνοιξη και φθινόπωρο και την ημερήσια και νυκτερινή, κατά το χειμώνα. Κατά δε τους θερινούς μήνες συντελεί η ημερήσια θερμοκρασία να είναι χαμηλότερη κοντά στις υδάτινες επιφάνειες. Στις παραθαλάσσιες όμως ανεμόπληκτες περιοχές μπορεί να προκληθούν ζημιές από τα σταγονίδια της θάλασσας στα φύλλα και στους καρπούς της. Η θερμοκρασία του καλοκαιριού επηρεάζει την εμφάνιση του κόκκινου χρώματος των καρπών και κατά συνέπεια την ποιότητα της παραγωγής σε χώρες, που το καταναλωτικό κοινό προτιμά τις κόκκινες ποικιλίες. Ως καταλληλότερη θεωρείται μια μέση θερμοκρασία 20-21 C κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο. Οι πολύ ψηλές θερμοκρασίες, όταν συνοδεύονται και από σημαντική έλλειψη εδαφικής υγρασίας, προξενούν σοβαρές ζημιές στην παραγωγή. Οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες (κάτω των -25 C) το χειμώνα μπορεί να προξενήσουν ζημιές στα δένδρα, κυρίως, όταν ήπιες καιρικές συνθήκες ακολουθούνται από πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Η ανθεκτικότητα των ποικιλιών της μηλιάς στις χαμηλές θερμοκρασίες και οι απαιτήσεις τους σε ήπιους χειμώνες και ζεστά καλοκαίρια εξαρτάται από την ποικιλία. Η μηλιά ευδοκιμεί σε περιοχές με ετήσιο ύψος βροχόπτωσης πάνω από 500 mm, που κατανέμεται σε όλη τη διάρκεια της βλαστικής της περιόδου. Σε περιοχές με λιγότερη βροχόπτωση χρειάζεται πότισμα. Η υψηλή σχετική υγρασία, κατά την περίοδο της καρποφορίας, αποτελεί περιοριστικό παράγοντα, λόγω προσβολών από ασθένειες, κυρίως της σκωρίασης. Επίσης, η ηλιακή ακτινοβολία είναι απαραίτητη, γιατί επηρεάζει 13

σημαντικά το χρώμα των καρπών, χαρακτηριστικό, που καμιά φορά, καθορίζει την ποιότητα των καρπών. Οι οπωρώνες μηλιάς όμως δεν πρέπει να είναι εκτεθειμένοι σε ισχυρούς ανέμους, γιατί τότε τα δένδρα διατρέχουν τον κίνδυνο να υποστούν σοβαρές ξηράνσεις. Η μηλιά έχει μεγαλύτερες ανάγκες σε ψύχος από οποιοδήποτε άλλο φυλλοβόλο καρποφόρο είδος (800-1700 ώρες χαμηλότερες από 7 C). Η ανάγκη αυτή αποτελεί περιοριστικό παράγοντα για την επιτυχή καλλιέργεια της σε θερμές περιοχές. Μετά από θερμούς χειμώνες, πολλοί οφθαλμοί δεν εκπτύσσονται, η βλάστηση είναι αδύνατη, η άνθηση χρονικά ανώμαλη, η καρποφορία περιορισμένη και η ωρίμαση των καρπών ασύγχρονη. Οι μη εκπτυσσόμενοι καρποφόροι οφθαλμοί, που βρίσκονται σε λήθαργο, δεν αποβάλλονται, όπως συμβαίνει στα πυρηνόκαρπα (βερικοκιά, ροδακινιά), αλλά περικλείουν άνθη (μερικά ή όλα) ατελή. Οι οπωρώνες που εγκαθίστανται σε επίπεδες τοποθεσίες, που περιβάλλονται από λόφους, δεν είναι εκτεθειμένοι μόνο στους παγετούς της άνοιξης, αλλά διατρέχουν τον κίνδυνο να υποστούν σοβαρές ζημιές και κατά το χειμώνα, όταν σημειωθούν πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Η επιλογή μιας κατηφορικής τοποθεσίας, που καταλήγει σε επίπεδη επιφάνεια, όπου τα ψυχρά ρεύματα διαφεύγουν εύκολα, αποτελεί τοποθεσία κατάλληλη για εγκατάσταση οπωρώνων. Η επιλογή τέτοιων τοποθεσιών δε μειώνει μόνον τον κίνδυνο ζημιών από όψιμους παγετούς, αλλά παρεμποδίζει και τη γρήγορη εξάπλωση των μυκητολογικών ασθενειών. Οι μεγαλύτερες αποδόσεις όμως λαμβάνονται στις πεδινές περιοχές, όπου υπάρχει δυνατότητα εντατικής εκμετάλλευσης και η καλύτερη ποιότητα στις ημιορεινές ή ορεινές λόγω πιο ευνοϊκού κλίματος. Έτσι έχει καθιερωθεί στις πεδινές περιοχές (γόνιμα εδάφη- κλίμα όχι άριστο) να καλλιεργούνται κίτρινα και πράσινα μήλα, ενώ στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές (εδάφη φτωχά- κλίμα όχι άριστο) να καλλιεργούνται κόκκινα μήλα υψηλής ποιότητας. Συνήθως η πυκνή φύτευση γίνεται σε πεδινές περιοχές όπου η κίνηση των μηχανημάτων είναι δυνατή και τα εδάφη είναι γόνιμα. Η μηλιά ευδοκιμεί σε εδάφη, που έχουν διάφορη σύσταση. Προτιμά όμως εδάφη γόνιμα, βαθειά, καλά στραγγιζόμενα και επαρκώς εφοδιασμένα με ασβέστιο. Σημαντικό είναι το υπέδαφος να αποστραγγίζεται καλά, γιατί οι ρίζες της μηλιάς είναι πολύ ευαίσθητες σε 14

περίσσεια νερού. Έτσι το συνεκτικό υπέδαφος περιορίζει την ανάπτυξη των ριζών και μειώνει τη ζωηρότητα και τη διάρκεια ζωής των δένδρων. Τα εδάφη με πολύ άργιλο ή με συνεκτικό υπέδαφος πρέπει να αποφεύγονται. Σαν καταλληλότερο έδαφος θεωρείται εκείνο που έχει σύσταση αμμοπηλώδη και βάθος δυο ή και περισσότερα μέτρα, αν και μερικοί οπωρώνες δίνουν ικανοποιητικές αποδόσεις και σε πιο αβαθή εδάφη. Το pη του εδάφους πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 6,5 έως 6,8. 1.4 Τρόπος πολλαπλασιασμού και εγκατάσταση της καλλιέργειας Η μηλιά πολλαπλασιάζεται με σπόρο ή με μοσχεύματα και καταβολάδες. Όταν όμως πολλαπλασιάζεται με σπόρο, τα σπορόφυτα που παράγονται διαφέρουν τόσον ως προς τους γονείς, όσον και μεταξύ τους. Επομένως οι ποικιλίες αναπαράγονται πιστά μόνο με αγενή πολλαπλασιασμό. Συνήθως η μηλιά είναι δένδρο δισυπόστατο και αποτελείται από το υποκείμενο και το εμβόλιο. Το υποκείμενο περιλαμβάνει το ριζικό σύστημα του δένδρου και τμήμα του κορμού του, ενώ το εμβόλιο την κόμη του δένδρου και το υπόλοιπο τμήμα του κορμού. Τα υποκείμενα της μηλιάς διακρίνονται σε υποκείμενα-σπορόφυτα και σε υποκείμενα-κλώνους. Τα υποκείμενα-σπορόφυτα παράγονται από σπόρο, ενώ τα υποκείμενα-κλώνοι παράγονται με αγενή πολλαπλασιασμό του κλώνου. Τα υποκείμενα της μηλιάς πολλαπλασιάζονται αγενώς κυρίως με μοσχεύματα σκληρού ξύλου και με καταβολάδα κατά σύμμανα ή κεφαλή ιτιάς. Το έδαφος, που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση του μηλεώνα, οργώνεται πριν από τη φύτευση σε βάθος 30-40 cm. Το όργωμα αποσκοπεί στην καταστροφή των πολυετών ζιζανίων και στην αφρατοποίηση του εδάφους, που είναι απαραίτητη για την καλύτερη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των δένδρων. Πριν από το όργωμα λαμβάνονται δείγματα εδάφους και γίνονται αναλύσεις και ανάλογα με τα αποτελέσματα της αναλύσεως καθορίζεται το είδος και η ποσότητα των χημικών λιπασμάτων, που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των μηλεοδένδρων. Αν στο έδαφος, που πρόκειται να εγκατασταθεί ο 15

οπωρώνας, υπήρχε οπωρώνας, τότε το έδαφος αφήνεται για μια τετραετία σε αγρανάπαυση ή σπέρνεται με αγρωστώδες για αυτό το χρονικό διάστημα με σκοπό την για εξάλειψη των ασθενειών. Πριν από τη φύτευση επισημαίνονται οι θέσεις φυτεύσεως των δένδρων, διανοίγονται οι λάκκοι, διαστάσεων 45x45 cm και ακολουθεί η φύτευση των δένδρων. Κατά τη φύτευση τοποθετούνται και οι πάσσαλοι στηρίξεως των δένδρων, αν το χρησιμοποιούμενο υποκείμενο χρειάζεται στήριξη. Κατά τη φύτευση τα δενδρύλλια φυτεύονται στο ίδιο βάθος, που ήταν στο φυτώριο, το δε επιφανειακό χώμα ρίχνεται στη βάση του ριζικού συστήματος των δενδρυλλίων. Κατά την προσθήκη του χώματος πιέζεται ελαφρά αυτό μέχρι της πλήρους πληρώσεως των λάκκων, αποφεύγοντας να προξενηθεί ζημιά στο ριζικό σύστημα. Μετά τη φύτευση ακολουθεί το πότισμα των δενδρυλλίων. Οι περισσότερες ποικιλίες είναι μερικώς ή πλήρως αυτόστειρες, όταν όμως αυτογονιμοποιηθούν δίνουν πολύ μικρή παραγωγή ή και καθόλου και γι' αυτό είναι απαραίτητη η σταυρογονιμοποίηση προκειμένου να επιτευχθεί ικανοποιητική παραγωγή. Έτσι σε επιχειρηματικούς οπωρώνες οι επικονιάστριες ποικιλίες είναι απαραίτητες. Οι ποικιλίες αυτές πρέπει να ανθίζουν κανονικά κάθε χρόνο, να παράγουν υψηλό ποσοστό ζωτικής γύρης, να είναι συμβιβαστές και να ανθίζουν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με την κύρια καλλιεργούμενη ποικιλία. Επίσης πρέπει να είναι και εμπορεύσιμες ποικιλίες. Οι επικονιάστριες ποικιλίες πρέπει να τοποθετούνται κατά διαστήματα και όχι μακρύτερα της διπλάσιας αποστάσεως φυτεύσεως των δένδρων από την επικονιαζόμενη ποικιλία. Στην πράξη φυτεύονται τέσσερις γραμμές της κύριας ποικιλίας, εναλλάξ με δύο έως τέσσερις γραμμές της επικονιάστριας. Αν δε φυτευτούν σε πλήρεις σειρές, τότε οι επικονιάστριες μπορεί να τοποθετηθούν σε κάθε τρίτο ή τέταρτο δένδρο κάθε τρίτης ή τέταρτης σειράς. Μια τέτοια διάταξη όμως παρουσιάζει προβλήματα κατά τη συγκομιδή, γιατί, αν οι ποικιλίες δεν ωριμάζουν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, οι διάσπαρτες επικονιάστριες πρέπει να συγκομιστούν και να συσκευαστούν ξεχωριστά. Αν όμως οι ποικιλίες ωριμάζουν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και μοιάζουν στο χρώμα, τότε οι συλλέκτες μπορεί εύκολα 16

να τις αναμείξουν κατά την τοποθέτηση των καρπών στα δοχεία συλλογής μέσα στον οπωρώνα. Κατά τη διάταξη των επικονιαστριών ποικιλιών σε ένα οπωρώνα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η τεχνική του εμβολιασμού της επικονιάστριας πάνω στην καλλιεργούμενη ποικιλία, οπότε έχουμε κατά δένδρο ή κάθε τρίτο δένδρο, ένα κλάδο, που θα χρησιμεύει ως επικονιαστής. Στις ανεμόπληκτες περιοχές συνίσταται η εγκατάσταση ανεμοφραχτών που δεν παρέχει μόνον προστασία, αλλά συμβάλλει και στη μείωση της ταχύτητας του ανέμου στην προστατευμένη περιοχή. Η προστασία αυτή μειώνει τις απώλειες των δένδρων σε υγρασία από εξάτμιση, τις ζημιές, που προξενούνται στα δένδρα και στους καρπούς σε περιπτώσεις ανεμοθύελλας και μερικές φορές τον κίνδυνο ζημιών από παγετό. Η δημιουργία εστιών παγετού από τους φυτοφράχτες, αποφεύγεται με την αφαίρεση των κλάδων εκείνων των δένδρων, που βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους και μέχρι ύψους 1,5 m. ή με την τοποθέτηση των ανεμοφραχτών σε απόσταση 15-20 m μακριά από την πρώτη σειρά των δένδρων του οπωρώνα. Για το σχηματισμό ανεμοφραχτών θα πρέπει να προτιμούνται φυτά, που δε φιλοξενούν επιζήμιους φυτικούς ή ζωικούς εχθρούς. 1.5 Τρόπος καλλιέργειας Η καλλιέργεια του εδάφους του μηλεώνα αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του σε χούμο, στην αποθήκευση νερού και παρεμπόδιση της διάβρωσης του, στη διατήρηση της γονιμότητας του και στην ποσοτική και ποιοτική αύξηση της παραγωγής. Διενεργείται δε με μηχανικά ή χημικά μέσα. Τα ζιζανιοκτόνα, που χρησιμοποιούνται σε μηλεώνες, χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: (α) προφυτρωτικά (προστίθενται στο έδαφος προτού φυτρώσουν τα ζιζάνια) και (β) μεταφυτρωτικά (παρέχονται στο φύλλωμα των ζιζανίων). Τα συστήματα φυτεύσεως, που εφαρμόζονται στη μηλοκαλλιέργεια, διαφέρουν μερικές φορές όχι μόνο μεταξύ των χωρών, αλλά και στην ίδια χώρα από περιοχή σε περιοχή. Τα διάφορα αυτά συστήματα φυτεύσεως διακρίνονται σε εκτατικά (7x5 m), ημιεκτατικά (5x3 m), πυκνής 17

φυτεύσεως (1,2-3x0,5-1,25 m) και πολύ πυκνής φυτεύσεως (0,45x0,30 m). Οι παράγοντες, που καθορίζουν την εφαρμογή του καθενός απ' αυτά σχετίζονται με την παραγωγική τους ικανότητα, με τις εδαφοκλιματικές και δενδροκομικές συνθήκες της περιοχής. Τα νάνα υποκείμενα, που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή κάποιου συστήματος πυκνής ή πολύ πυκνής φυτεύσεως, μερικές φορές δε μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε χώρες ή περιοχές, όπου σημειώνονται συχνά παγετοί και το έδαφος δεν είναι αρκετά γόνιμο. Στην περίπτωση που ο στόχος των παραγωγών είναι η υψηλότερη παραγωγικότητα των οπωρώνων τους κατά μονάδα επιφανείας σε συντομότερο χρονικό διάστημα προτιμώνται τα συστήματα πυκνής φυτεύσεως. Οι πρώτοι οπωρώνες υπέρπυκνης φύτευσης αναπτύχθηκαν στην περιοχή Bodensee της Γερμανίας προς το τέλος της δεκαετίας του '80. Αυτό το σύστημα χρησιμοποιεί μεγάλες πυκνότητες δέντρων για να εξασφαλίσει γρήγορη παραγωγή μεγάλων αποδόσεων, με λιγότερη χειρωνακτική εργασία, μικρότερες εισροές χημικών με συνέπεια το χαμηλό κόστος παραγωγής και τη δυνατότητα να εισαχθούν γρήγορα νέες πολύτιμες ποικιλίες στην αγορά. Η οικονομική ανάλυση αυτών των συστημάτων πυκνής φύτευσης έδειξε ότι παρά τον ουσιαστικό υψηλότερο επενδυτικό την εποχή της εγκατάστασης του οπωρώνα, αυτό αντισταθμίζεται με το γεγονός ότι το εισόδημα για τον παραγωγό ξεκινά από τον 2 ο κιόλας χρόνο. Ακόμη το κέρδος για τον παραγωγό είναι μεγαλύτερο σε σχέση με τα παραδοσιακά συστήματα καλλιέργειας λόγω των σαφώς υψηλότερων αποδόσεων, του μειωμένου κόστους συγκομιδής λόγω νανισμού και του χαμηλότερου κόστους διαχείρισης του οπωρώνα. Σε τέτοια συστήματα έχουμε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των ψεκασμών λόγω της ομοιόμορφης κατανομής του ψεκαστικού υγρού καθώς και μειωμένο κόστος εργασιών για αραιώμα και κλάδεμα. To σύστημα αυτό είναι ευρέως διαδεδομένο σε όλη την Ευρώπη, και στηρίζεται στην πολύ μεγάλη πυκνότητα δένδρων και στη χρήση ρυθμιστών ανάπτυξης κατά την βλαστική περίοδο. Ένα τέτοιο σύστημα καλλιέργειας έχει αρκετές προοπτικές και η εγκατάσταση του στον ελλαδικό χώρο κρίνεται απαραίτητη τόσο για την αξιοποίηση της ελληνικής υπαίθρου όσο και την αύξηση του γεωργικού εισοδήματος. 18

Το πρόγραμμα ποτίσματος του οπωρώνα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με την τοποθεσία, τον τύπο του εδάφους και τις κλιματικές συνθήκες της περιοχής. Για παράδειγμα τα αμμώδη εδάφη, που έχουν μικρότερη ικανότητα συγκρατήσεως του νερού, χρειάζονται πιο συχνά πότισμα συγκριτικά με τα βαριά αργιλλώδη. Αν κατά την περίοδο της άνθησης των δένδρων και αμέσως μετά την απάνθησή τους, τα εδαφικά αποθέματα σε νερό είναι ανεπαρκή για να καλύψουν τις ανάγκες των δένδρων, τότε το ποσοστό της καρπόδεσης τους είναι αρκετά μειωμένο. Η αύξηση του μεγέθους των καρπών της μηλιάς, η περιεκτικότητα τους σε σάκχαρα, ο χρωματισμός τους και η ποιότητα τους κατά τη συντήρηση επηρεάζονται ευνοϊκά από την παροχή νερού κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου, κυρίως δε από το Μάιο μέχρι τον Αύγουστο. Σε επίπεδα εδάφη το πότισμα μπορεί να γίνει με κατάκλιση, με διπλές κυκλικές λεκάνες, με αυλάκια και με τεχνητή βροχή. Σε πλαγιαστά όμως εδάφη ενδείκνυται η τεχνητή βροχή, λόγω καλύτερης διανομής του νερού. Οι μεγάλες σοδειές επηρεάζουν την ποσότητα των μακροστοιχείων, ενώ έχουν μικρή επίδραση στα μικροστοιχεία. Ακόμα, οι κλιματικές συνθήκες και οι διάφορες καλλιεργητικές φροντίδες επηρεάζουν τις συγκεντρώσεις των διαφόρων θρεπτικών στοιχείων. Έτσι, η ανάλυση των φύλλων μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην μηλιά για να διαπιστώσουμε τη θρεπτική της κατάσταση, να διαγνώσουμε τυχόν τροφοπενία ή περίσσεια θρεπτικών στοιχείων και σε συνδυασμό με τις αναλύσεις εδάφους, τις καλλιεργητικές εργασίες και τις επικρατούσες καλλιεργητικές συνθήκες του μηλεώνα, να προγραμματίσουμε και καθορίσουμε τη λίπανση εκείνη που θα αποσκοπεί τελικά στην αύξηση της παραγωγικότητας της. Βάσει της ανάλυσης αυτής γίνονται κυρίως οι εφαρμογές ιχνοστοιχείων για διόρθωση τροφοπενιών. Το χρώμα των φύλλων και η αύξηση της βλάστησης στα περισσότερα οπωροφόρα δένδρα αποτελούν περιορισμένης σημασίας Ν-δείκτες. Επομένως η ανάλυση φύλλων, κάθε χρόνο, αποτελεί αξιόπιστο δείκτη διατηρήσεως του αζώτου στο επιθυμητό επίπεδο. Όταν τα δέντρα παρουσιάσουν συμπτώματα τροφοπενίας αζώτου, τότε οι προστιθέμενες ποσότητες αζώτου πρέπει να αυξηθούν. Το άζωτο δίνεται είτε υπό 19

αμμωνιακή είτε υπό νιτρική μορφή. Συνήθως το άζωτο προστίθεται από τα τέλη του χειμώνα μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού (1-3 δόσεις). Η τροφοπενία καλίου μπορεί να θεραπευτεί με την προσθήκη θειικού καλίου. Η χορήγηση των καλιούχων λιπασμάτων γίνεται συνήθως σε μια δόση το χειμώνα με προσθήκη 250 kgr θειικού καλίου ανά στρέμμα, σε βάθος 15-20 cm σε μια ή δύο λωρίδες κατά μήκος της γραμμής φυτεύσεως των δέντρων. Γενικά στα οπωροφόρα δέντρα τροφοπενία φωσφόρου παρατηρείται πολύ σπάνια. Μπορεί όμως να εκδηλωθεί σε μηλιές που αναπτύσσονται σε εδάφη όπου η περιεκτικότητα τους σε διαθέσιμο φώσφορο είναι πολύ χαμηλή. Σε τέτοιες περιπτώσεις συστήνεται η επιφανειακή εφαρμογή Ρ 2 Ο 5, αν και καλύτερα αποτελέσματα λαμβάνονται με την ενσωμάτωση του λιπάσματος σε βάθος 15-20 cm κυκλικά στο δέντρο. Η φωσφορική λίπανση γίνεται είτε με απλά υπερφωσφορικά ή με φωσφορική αμμωνία. Τροφοπενία μαγνησίου παρατηρείται κάπως σπάνια στη μηλιά. Αν εκδηλωθεί συνίστανται διαφυλλικοί ψεκασμοί, με διάλυμα νιτρικού μαγνησίου στα βαριά εδάφη, ή προσθήκη στο έδαφος δολοματικού ασβεστίου στα όξινα εδάφη. Όσον αφορά τα μικροστοιχεία, αν διαπιστωθεί τροφοπενία συνήθως γίνονται διαφυλλικοί ψεκασμοί. Η τροφοπενία ψευδάργυρου στη μηλιά είναι μακροσκοπικά αναγνωρίσιμη με το σύμπτωμα σχηματισμού ροζέτας και θεραπεύεται με διαφυλλικούς ψεκασμούς, με διάλυμα θειικού ψευδαργύρου ή οξείδιο του ψευδάργυρου, κατά τη βλαστική περίοδο των δένδρων (άνοιξη ή φθινόπωρο). Η τροφοπενία μαγγανίου θεραπεύεται με διαφυλλικούς ψεκασμούς, με διάλυμα θειικού μαγγανίου κατά το μήνα Απρίλιο. Η τροφοπενία χαλκού θεραπεύεται με διαφυλλικούς ψεκασμούς με διάλυμα CuEDΤΑ. Η τροφοπενία βορίου θεραπεύεται με διαφυλλικούς ψεκασμούς ή με την προσθήκη στο έδαφος βόρακα. Μια άλλη καλλιεργητική πρακτική στη μηλιά είναι το αραίωμα των καρπών που αποσκοπεί στην αύξηση του μεγέθους των καρπών της, στην εξάλειψη της ανομοιομορφίας τους, στη βελτίωση της ποιότητας τους, στην εξασφάλιση επετειοφορίας στα δένδρα, στη διατήρηση της ζωηρότητας των δένδρων 20

Το αραίωμα των καρπών μπορεί να γίνει με τα χέρια, μετά την καρπόπτωση του Μαΐου, όταν οι καρποί αποκτήσουν το μέγεθος καρυδιού, με κλάδεμα κατά τη ληθαργική περίοδο και με χημικά μέσα. Όταν το αραίωμα γίνεται με τα χέρια συνήθως αφήνουμε έναν καρπό σε κάθε ταξικαρπία και σε απόσταση 15-20 cm τον έναν καρπό από τον άλλο, όμως δε συνιστάται, γιατί επιβαρύνει πάρα πολύ οικονομικά το κόστος παραγωγής. Το κλάδεμα εφαρμόζεται, όταν τα δένδρα έχουν σχηματίσει πολλούς καρποφόρους οφθαλμούς. Συνήθως το αραίωμα των καρπών γίνεται με το χέρι αν και στοιχίζει ακριβότερα από το χημικό. Σκοπός του κλαδέματος διαμόρφωσης των δένδρων είναι να κατευθύνουμε τη βλάστηση κατά τρόπο, που επιβάλλει το επιδιωκόμενο σχήμα διαμορφώσεως τους και η καλή δομή τους. Στη μηλοκαλλιέργεια τα πιο επικρατέστερα σχήματα διαμορφώσης των δένδρων είναι ο αυτό της ελεύθερης παλμέτας και το ατρακτοειδές (Βασιλακάκης 2004). Με βάση τον τρόπο καρποφορίας της μηλιάς το κλάδεμα καρποφορίας πρέπει να αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στη διατήρηση της λογχοειδούς βλάστησης σε καλή κατάσταση από πλευράς υγείας και ζωηρότητας, στην έκθεση του εσωτερικού μέρους της κόμης σε άφθονο φως και επαρκή αερισμό, στην εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής παραγωγής και στη δημιουργία επαρκούς νέας βλάστησης. Δένδρα με ζωηρή ετήσια βλάστηση κλαδεύονται ελαφρά, ενώ εκείνα που έχουν αδύνατη βλάστηση, λόγω ελλείψεως νερού και κακής διατροφής ή υπερκαρποφορίας, κλαδεύονται αυστηρά. Το ελαφρό κλάδεμα συνίσταται αφ' ενός μεν σε μέτριο αραίωμα με ολοκληρωτική αφαίρεση βλαστών ή κοπής σε κάποιο πλάγιο βλαστό και αφ' ετέρου σε ελαφρά επιβράχυνση των βλαστών με μεγάλο μήκος, ενώ το αυστηρό κλάδεμα σε αυστηρότερο αραίωμα και αυστηρότερη επιβράχυνση της αδύνατης ετήσιας βλάστησης. 1.6 Συγκομιδή - Χρήσεις του καρπού Συντήρηση Τα μήλα πρέπει να συγκομίζονται στο κατάλληλο στάδιο της ωριμότητας τους. Όταν συγκομίζονται άγουρα, είναι υποβαθμισμένης ποιότητας, στερούνται γεύσεως, τείνουν να ζαρώσουν κατά τη συντήρηση, υπόκεινται σε αλλοιώσεις και μπορεί να στερούνται εμφανίσεως. Ο 21

καθορισμός του κατάλληλου σταδίου ωριμότητας επιτυγχάνεται καλύτερα με συνδυασμό των κριτηρίων ωριμότητας των καρπών, παρά με το καθένα χωριστά. Για τον καθορισμό του κατάλληλου βαθμού ωριμότητας των καρπών κατά τη συγκομιδή, χρησιμοποιούνται τα ακόλουθα κριτήρια ωριμότητας: το χρώμα των σπόρων, το μέγεθος καρπών, το χρώμα φλοιού, ο βαθμός συνεκτικότητας της σάρκας στην πίεση, ο αριθμός των ημερών από την πλήρη άνθηση, η απόσπαση του καρπού από το λογχοειδές, το ιωδιούχο τεστ αμύλου και η περιεκτικότητα σε διαλυτά στερεά. Ως ελάχιστη τιμή διαλυτών στερεών κατά τη συγκομιδή, για την επίτευξη καλύτερης ποιότητας, θεωρείται το ποσοστό 12%. Η συγκομιδή των μήλων γίνεται με τα χέρια και οι καρποί τοποθετούνται σε κιβώτια ξύλινα ή πλαστικά. Στη συνέχεια οι καρποί μεταφέρονται στο συσκευαστήριο. Τα χρησιμοποιούμενα μέσα και ο τρόπος συσκευασίας καθορίζονται από τον προορισμό του προϊόντος για κατανάλωση σε αγορές του εσωτερικού ή εξωτερικού. Τα μήλα, που προορίζονται για την εσωτερική κατανάλωση, συσκευάζονται σε ξύλινα τελάρα σε μια ή δύο στρώσεις. Αν τα μήλα προορίζονται για εξαγωγή, τότε συσκευάζονται σε ειδικά χάρτινα κιβώτια, που φέρουν εσωτερικά, κατά στρώσεις, χάρτινες υποδοχές για κάθε καρπό. Τα μήλα, όταν συγκομίζονται στο κατάλληλο στάδιο ωριμότητας τους, μπορεί να συντηρηθούν αρκετούς μήνες, αν αποθηκευτούν σε ψυκτικούς χώρους αμέσως μετά τη συγκομιδή σε θερμοκρασία 0 C και σχετική υγρασία 90% και κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες (CΟ 2 0.3-3%, Ο 2 1-3%, θερμοκρασία -0.5-0 C) διατηρούνται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (Βασιλακάκης, 2004). Η μηλιά είναι δέντρο με πάρα πολλές φαρμακευτικές ιδιότητες. Οι καρποί της είναι πλούσιοι σε βιταμίνες, σάκχαρα και ένζυμα απαραίτητα για την ισορροπία του σώματος. Η φλούδα του φρούτου περιέχει τις περισσότερες από τις ουσίες του. Ο φλοιός του φυτού είναι τονωτικός και αντιπυρετικός. Τα φύλλα και τα λουλούδια του είναι καλά σαν διουρητικά και χρησιμοποιούνται ακόμη για περιπτώσεις ουρόλιθων ή ασθενειών της κύστης. 22

1.7 Παραγωγικότητα Η παραγωγικότητα των οπωρώνων μηλιάς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που σχετίζονται με την ποικιλία, το υποκείμενο, το έδαφος, τη λίπανση, την άρδευση, το κλάδεμα, τους ψεκασμούς και άλλους παράγοντες. Η έναρξη της καρποφορίας καθώς και η είσοδος του δέντρου σε πλήρη καρποφορία εξαρτάται βασικά από το υποκείμενο και την ποικιλία αν όλοι οι άλλοι παράγοντες είναι ευνοϊκοί. Γενικά, η μηλιά εισέρχεται σε αξιόλογη καρποφορία από το 2 o -6 ο χρόνο της ηλικίας της ανάλογα με την ποικιλία και το υποκείμενο. Τα νάνα κλωνικά υποκείμενα, τα οποία εγκαθίστανται με το σύστημα της πυκνής φύτευσης, όπως αυτά που χρησιμοποιήθηκαν στους πιλοτικούς αγρούς, επιταχύνουν την είσοδο των δένδρων σε καρποφορία, η οποία γίνεται το 2 o -3 ο χρόνο. Επιπλέον ενώ σε μηλιές επί σποροφύτου η παραγωγικότητα αυξάνεται μέχρι το 20 ο χρόνο, σε μηλεώνες με νάνα κλωνικά υποκείμενα η μέγιστη απόδοση επιτυγχάνεται πολύ νωρίτερα, τον 6 ο 8 ο χρόνο από την εγκατάσταση. Γενικά η πυκνή φύτευση νάνων υποκειμένων έχει υψηλό κόστος εγκατάστασης της καλλιέργειας, η ταχεία όμως είσοδος στη καρποφορία οδηγεί γρήγορα στην απόσβεση του κεφαλαίου που χρησιμοποιήθηκε. Επιπλέον, η μηχανοποίηση της καλλιέργειας εξασφαλίζει χαμηλό κόστος παραγωγής. Ενώ, η σχετικά βραχεία παραγωγική ζωή της φυτείας παρέχει τη δυνατότητα στον παραγωγό αλλαγής της καλλιέργειας σχετικά γρήγορα. 23

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 2.1 Σύντομη ιστορία της ολοκληρωμένης καταπολέμησης Οι βασικές αρχές της ολοκληρωμένης καταπολέμησης επιβλαβών οργανισμών είχαν προταθεί πολύ πριν την επινόηση του όρου (Jones, 1973, Smith et all., 1973). Σε όλη την διάρκεια του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα, εξαιτίας της απουσίας ισχυρών εντομοκτόνων, για την προστασία των καλλιεργειών οι ειδικοί στηρίχτηκαν στην γνώση της βιολογίας των εχθρών και στις καλλιεργητικές τεχνικές. Οι αρχές αυτές αποτέλεσαν τις πρόδρομες δομές των σύγχρονων συστημάτων ολοκληρωμένης καταπολέμησης επιβλαβών οργανισμών. Στις αρχές του εικοστού αιώνα ο όρος καταπολέμηση εχθρών, αφορούσε το σύνολο των δράσεων που αναλαμβάνονται για την αποφυγή, εξασθένηση, ή καθυστέρηση των δυσμενών επιδράσεων των εχθρών στις καλλιέργειες. Αυτή η άποψη άλλαξε στην δεκαετία του 1940 με την ανακάλυψη των οργανοφωσφορικών εντομοκτόνων (Pimentel & Perkins, 1980), επικεντρώνοντας αυτήν την φορά το ενδιαφέρον των ειδικών στην αποτελεσματικότητα των χημικών σκευασμάτων και αδιαφορώντας για την μελέτη της οικολογίας των εχθρών και την χρησιμοποίηση εναλλακτικών μέτρων αντιμετώπισης τους. Η περίοδος αυτή από την δεκαετία του 1940 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960, είναι γνωστή και ως τα σκοτεινά χρόνια του ελέγχου των εχθρών (Newsom, 1980). Ωστόσο προειδοποιήσεις από τους κινδύνους της ευρείας χρήσης των εντομοκτόνων είχαν αρχίσει να ακούγονται ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Η ανησυχία είχε προκύψει κυρίως από τα παραδοσιακά κέντρα βιολογικού ελέγχου στη Αμερική, Καναδά και Ευρώπη, τα οποία είχαν ανιχνεύσει τα πρώτα σημάδια της καταστροφικής επίδρασης των εντομοκτόνων. Η ιδέα της Ολοκληρωμένης καταπολέμησης εμφανίζεται για πρώτη φορά σε μια εργασία του Hoskins (Hoskins et all., 1939 ), όπως αναφέρεται από τον Smith (Smith,1974) ως «ο συνδυασμός βιολογικού και χημικού ελέγχου, με την χρήση των εντομοκτόνων στον ελάχιστο βαθμό και όταν αυτή κρίνεται 24

αναγκαία». Ο όρος ολοκληρωμένη καταπολέμηση πρέπει να αποδοθεί στους Michelbacher & Bacon (Michelbacher & Bacon, 1952) Ωστόσο, μια σειρά εργασιών του Smith & Allen (Smith et Allen, 1954) καθιέρωσαν τον ολοκληρωμένη καταπολέμηση σαν μια νέα τάση τηςφυτοπροστασίας, με αποτέλεσμα από το τέλος της δεκαετίας του 1960, ο όρος ολοκληρωμένη καταπολέμηση να είναι πολύ καλά εδραιωμένος στην επιστημονική κοινότητα αλλά και στην γεωργική πρακτική (Rabb, 1962, Smith, 1962, Smith & Hagen, 1959, van de Bosch & Stern, 1962). Οι ιδιότητες των οργανοφωσφορικών και άλλων κλασικών εντομοκτόνων όπως η ανάπτυξη ανθεκτικότητας των εντόμων, η αναζωπύρωση δευτερευόντων εχθρών, η παρουσία υπολειμμάτων στα γεωργικά προϊόντα και η μόλυνση του περιβάλλοντος, αποτέλεσαν πρωταρχικούς παράγοντες για την αρχική διαμόρφωση και στην συνέχεια για την αυξανόμενη δημοτικότητα της έννοιας της ολοκληρωμένης καταπολέμησης. Γρήγορα η επιθυμία να συνδυαστεί η χρήση των εντομοκτόνων με βιολογικό έλεγχο, εξαπλώθηκε σε όλη την υφήλιο. Αναμφισβήτητα, η δημοσίευση της «Σιωπηλής Άνοιξης» (Carson, 1962) συντέλεσε στην διάδοση και την ταχεία αποδοχή της έννοιας της ολοκληρωμένης καταπολέμησης (van Emden & Peakall, 1996). Στην αρχική της διατύπωση η έννοια της ολοκληρωμένης καταπολέμησης ήταν ευρεία. Σύμφωνα με τους Smith & Allen (Smith & Allen, 1954), η ολοκληρωμένη καταπολέμηση θα χρησιμοποιήσει όλους τους πόρους της οικολογίας και θα μας δώσει τον πιο μόνιμο, ικανοποιητικό και οικονομικά συμφέροντα τρόπο ελέγχου των εχθρών. Ωστόσο επικράτησε τελικά ο όρος ολοκληρωμένη διαχείριση των εχθρών (Intergrated Pest Management) που είχε προταθεί από τους Αυστραλούς εντομολόγους, έναντι του Αμερικανικού ολοκληρωμένου ελέγχου ως πιο δόκιμος, αφού ο όρος καταπολέμησηδιαχείριση προϋποθέτει τη ανθρώπινη παρέμβαση, σε αντίθεση με τον έλεγχο που εξαρτάται κυρίως από βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες (Kogan M, 1998). Αν και η παράθεση νέων ορισμών συνεχίστηκε έως το 1980, η λύση είχε ήδη δοθεί από τον Smith & Van de Bosch (Smith et van de Bosch, 1967) που είχαν γράψει σε κείμενα τους ότι, «ο συνολικός αριθμός των εντόμων ενός αγροοικοσυστήματος εξαρτάται από όλους τους παράγοντες που αλληλεπιδρούν μέσα σε αυτό και πως για ολοκληρωμένη καταπολέμησηδιαχείριση αυτών των εχθρών απαιτείται καλή γνώση των στοιχείων που 25

συγκροτούν το συγκεκριμένο οικοσύστημα». Μέσα λοιπόν από τις συνεχείς διαμάχες και αναζητήσεις για τον ακριβή ορισμό, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπήρξε συμφωνία οτι: 1) Ο όρος ολοκληρωμένη σήμαινε την αρμονική χρήση πολλαπλών μεθόδων για τον έλεγχο των παρασίτων. 2) Η λέξη εχθρός σήμαινε κάθε ζωικό οργανισμό που ήταν επιζήμιος για τον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένου των ασπόνδυλων και σπονδυλωτών ζώων, παθογόνων και ζιζανίων. 3) Η ολοκληρωμένη διαχείριση εχθρών ήταν μια διεπιστημονική προσπάθεια. 4) Η λέξη καταπολέμηση-διαχείριση αναφερόταν σε ένα σύνολο αποφάσεων και πράξεων που βασίζονται σε οικολογικές αρχές, οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους. 2.2 Σύγχρονος ορισμός της ολοκληρωμένης καταπολέμησης εχθρών (Intergated Pest Management -IPM) Έχοντας υπόψη τα παραπάνω υιοθετήθηκε ο ορισμός του Stern και των συνεργατών (Stern et all., 1959). για τον όρο ολοκληρωμένη καταπολέμηση εχθρών σύμφωνα με τον οποίο: Ολοκληρωμένη καταπολέμηση ή αντιμετώπιση είναι ένα σύστημα οικολογικά προσανατολισμένης διαχείρισης ή χειρισμού των πληθυσμών των βλαβερών για τα φυτά οργανισμών (εντόμων, ακάρεων, μυκήτων, ιών, ζιζανίων κλπ.) που χρησιμοποιεί όλες τις κατάλληλες τεχνικές και μεθόδους με ένα συνδυασμένο τρόπο, ώστε η πυκνότητα του πληθυσμού τους να συγκρατείται σε επίπεδα κατώτερα από εκείνα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οικονομική ζημιά στην καλλιέργεια. Βασική επιδίωξη ο περιορισμός της χρήσης φυτοπροστατευτικών ουσιών επικίνδυνων για το περιβάλλον, την οικολογική ισορροπία και τον άνθρωπο και η μεγιστοποίηση της χρήσης εναλλακτικών προς την χημική μεθόδων καταπολέμησης. Χρήση εκλεκτικών εντομοκτόνων γίνεται μόνο όταν δεν υπάρχουν ή αποτυγχάνουν άλλες εναλλακτικές μέθοδοι καταπολέμησης και το ύψος του πληθυσμού του βλαβερούς εντόμου πλησιάζει τα όρια ανεκτής πυκνότητας (Κατσόγιαννος και Κωβαίος., 1996, 1998, Τζανακάκης 26

και Κατσόγιαννος., 1998). Βασικό στοιχείο της ολοκληρωμένης καταπολέμησης εχθρών ενός γεωργικού συστήματος αποτελούσαν και αποτελούν τα Όρια Ανεκτής Πυκνότητας (Higley & Pedigo., 1996, Pedigo all., 1986). Στην ολοκληρωμένη καταπολέμηση εισάγονται και χρησιμοποιούνται τα όρια ανεκτής πυκνότητας (Ο.Α.Π.) του πληθυσμού του βλαβερού είδους, καθώς και τα όρια επέμβασης (Ο.Ε.). Το Ο.Α.Π. είναι εκείνη η πυκνότητα πληθυσμού του βλαβερού είδους κατά την οποία θα πρέπει να ληφθούν μέτρα αντιμετώπισης του, ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω αύξηση του πληθυσμού που θα είχε ως συνέπεια την πρόκληση οικονομικής ζημιάς (Stern, 1973). Τα Ο.Ε. συνήθως ορίζονται λίγο χαμηλότερα από τα Ο.Α.Π.. Με βάση την συχνότητα με την οποία οι πληθυσμοί ενός εντόμου φτάνουν ή και ξεπερνούν τα Ο.Α.Π. οι εχθροί μιας καλλιέργειας κατατάσσονται σε δυνητικούς (προς το παρών αβλαβείς), σποραδικούς ή περιστασιακούς (Εικόνα 2), περιοδικούς και μόνιμους-σοβαρούς ή εχθρούς-κλειδιά (Εικόνα 3). Στην ολοκληρωμένη καταπολέμηση καθορίζονται Ο.Α.Π. και Ο.Ε. για κάθε εχθρό μιας καλλιέργειας και όταν, παρά την χρησιμοποίηση άλλων εναλλακτικών προς την χημική μεθόδων, οι πληθυσμοί φτάσουν στο Ο.Ε., ως έσχατη λύση αποτελεί η εφαρμογή επεμβάσεων με το κατά δυνατόν εκλεκτικά παρασιτοκτόνα. Για την αντιμετώπιση των σοβαρών εχθρών των οποίων η πυκνότητα πληθυσμού χωρίς την λήψη μέτρων αντιμετώπισης συνήθως κυμαίνεται πάνω από τα ανεκτά όρια, αρχικά εφαρμόζονται μη χημικά, προληπτικά μέτρα αντιμετώπισης και μόνο όταν αυτά είναι ανεπαρκή ή αποτυγχάνουν, εφαρμόζονται θεραπευτικά μέτρα (Εικόνα 3), (Κατσόγιαννος και Κωβαίος., 1998 ) 27

Εικόνα 2. Πορεία πυκνότητας πληθυσμού, όρια ανεκτής πυκνότητας και επέμβασης ενός σποραδικού-περιστασιακού εχθρού. ( από Pedigo 1989 τροποποιημένο ) Εικόνα 3. Πορεία πυκνότητας πληθυσμού, μόνιμου-σοβαρού εχθρού, πριν και μετά την λήψη προστατευτικών και θεραπευτικών μέτρων. 28

2.3 Ολοκληρωμένη καταπολέμηση εχθρών μηλιάς Η ολοκληρωμένη καταπολέμηση εχθρών και ασθενειών στους οπωρώνες μήλων, αποτελεί μια διεπιστημονική, οικολογική προσέγγιση στην διαχείριση των πληθυσμών παρασίτων, η οποία ενσωματώνει σε ένα σύστημα μια πληθώρα μεθόδων ελέγχου των εχθρών συμβατών μεταξύ τους. Το σύστημα αυτό είναι αρκετές φορές πολύ δύσκολο να περιγραφτεί ως ένα γενικά εφαρμόσιμο σύστημα. Ο κυριότερος λόγος είναι η μεγάλη πολυπλοκότητα και η γεωγραφική παραλλακτικότητα των οπωρώνων μηλιάς (Gruys, 1982, Prokopy, 1990, Wildolz, 1992, Τζανακάκης, 1995) 2.4 Παρούσα κατάσταση της ολοκληρωμένης καταπολέμησης εχθρών μηλιάς στην Ευρώπη Ο σύγχρονος καλλιεργητής μήλων στην Ευρώπη, είναι ένας πλήρους απασχόλησης γεωργός, που καλλιεργεί σχετικά μεγάλες εκτάσεις και που είναι ικανός να συντηρηθεί οικονομικά από την παραγωγή μήλων. Δέντρα μηλιάς εμβολιασμένα σε νάνα υποκείμενα, με πυκνότητα φύτευσης 2000 δέντρα/στρέμμα και περισσότερα, επιτρέπουν στον καλλιεργητή να επιτελέσει εργασίες όπως το κλάδεμα, η λίπανση και ο ψεκασμός πιο εύκολα και με μικρότερο κόστος. Ωστόσο τέτοιου είδους φυτεύσεις χρειάζονται μεγάλη φροντίδα και καθημερινή προσοχή συμπεριλαμβανομένου και του χημικού ελέγχου για να αποτραπεί η απώλεια προϊόντων. Η προώθηση της ολοκληρωμένης διαχείρισης υπό την ευρύτερη έννοια ως εναλλακτική λύση του χημικού ελέγχου, αποτελεί και την γενικότερη προοπτική του σύγχρονου αγροτικού κόσμου. Τα τοπικά μέσα εντούτοις διαφέρουν. Εκτός από τις διαφορές στο κλίμα και την πανίδα, οι καλλιεργητές στις διαφορετικές χώρες της Ευρώπης δεν έχουν πρόσβαση στα ίδια φυτοφάρμακα ή τις παρόμοιες υπηρεσίες παροχής συμβουλών και καθοδήγησης. Η διαθεσιμότητα περισσοτέρων εξειδικευμένων μεθόδων ελέγχου των εχθρών, είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη στην προαγωγή της ολοκληρωμένης καταπολέμησης και από αυτήν την άποψη η ολοκληρωμένη καταπολέμηση των εχθρών της μηλιάς στην Ευρώπη βρίσκεται σε καλό δρόμο. 29

Δεδομένου ότι η ωφέλιμη πανίδα στους οπωρώνες μήλων περιλαμβάνει έναν αριθμό εξειδικευμένων αλλά και γενικότερων ωφέλιμων εντόμων, κύριο μέλημα στην ανάπτυξη ενός συστήματος ολοκληρωμένης καταπολέμησης στην μηλιά αποτελεί ο εκλεκτικός έλεγχος των βασικών εχθρών όπως η καρπόκαψα Cydia pomonellla Linnaeus, οι αφίδες και τα φυτοφάγα ακάρεα (Gruys et all., 1980, Croft & Hoyt, 1983) Προς αυτήν την κατεύθυνση βοήθησε η εφαρμογή ορίων ανεκτής πυκνότητας και η συνεπακόλουθη μείωση του ευρέως φάσματος εντομοκτόνων Πιο κάτω αναφέρονται οι κυριότερες μέθοδοι που εφαρμόζονται για κάθε εχθρό, στα πλαίσια προγραμμάτων ολοκληρωμένης καταπολέμησης μηλιάς στις διάφορες χώρες της Ευρώπης. 2.5 Έλεγχος των βασικών εχθρών στα πλαίσια της ολοκληρωμένης καταπολέμησης Τα έντομα της Οικογένειας.Tortricidae (καρπόκαψα, φυλλοδέτες, φυλλορύκτες) καθώς και οι αφίδες είναι οι πιο κοινοί γενικοί-εχθροί στους οπωρώνες μήλων της Ευρώπης. Για την προστασία της καλλιέργειας από τις δυο αυτές ομάδες εντόμων, απαιτείται συστηματική και ετήσια αντιμετώπιση και συνήθως αποσπούν περισσότερα μέτρα ελέγχου από όλους τους υπόλοιπους εχθρούς μαζί (de Reede et all., 1985, Audemand, 1991) Η ομάδα των εντόμων της Οικογένειας.Tortricidae, περιλαμβάνει εκτός απο την καρπόκαψα των μήλων Cydia pomonella Linnaeus, αρκετά είδη φυλλοδετών όπως Adoxophyes orana Fischer von Rosslerstamm, Archips podana Scopoli, Pandemis heparana Schiff και Agryotaenia pulchellana Haworth. Ο πιο σημαντικός από αυτούς, εκτός της καρπόκαψας, είναι ο φυλλοδέτης της μηλιάς Adoxophyes orana, όπου εξελίχθηκε σε κύριο εχθρό μετά την δεκαετία του 1950 στην κεντρική Ευρώπη και σήμερα αποτελεί στόχο στις μελέτες προγραμμάτων ολοκληρωμένης καταπολέμησης. Η αντιμετώπιση αυτής της ομάδας εχθρών βασίζεται κυρίως στις παρακάτω μεθόδους καταπολέμησης : 1) Στην παρακολούθηση του πληθυσμού του κάθε εχθρού με φερομονικές παγίδες και άλλες μεθόδους (van der Geest & Evenhuis, 1991 Kneifl, 1992, Morgan,1992,) 30

2) Στην εφαρμογή χημικών σκευασμάτων, 3) στην βιολογική καταπολέμηση και εφαρμογή βιοτεχνικών μεθόδων και 4) στον φυσικό έλεγχο του κάθε εχθρού. Ο εκλεκτικός χημικός έλεγχος των εντόμων της οικ. Tortricidae επιτυγχάνεται με την εφαρμογή ρυθμιστών ανάπτυξης (IGRs), κυρίως fenoxycarb, diflubenzuron, teflubenzuron και flufenoxuron. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χρήση του fenoxycarb την άνοιξη εναντίον της καρπόκαψας αλλά και των φυλλοδετών της μηλιάς. Η συχνότητα και οι δόσεις εφαρμογής, εντούτοις δεν ακολουθούν κάποια πρωτόκολλα. Η τακτική ελέγχου των εντόμων ολοκληρωμένης καταπολέμησης της Οικ.Tortricidae είναι πιο περίπλοκη στις θερμότερες χώρες, Ιταλία, Ισπανία, νότιος Γαλλία και Ελλάδα, επειδή τα έντομα έχουν περισσότερες γενεές και η λήψη επιπρόσθετων μέτρων κρίνεται απαραίτητη. Σε αυτές τις περιπτώσεις η εφαρμογή οργανοφωσφορικών και άλλων εκλεκτικών εντομοκτόνων σε συνδυασμό με ορίων ανεκτής πυκνότητας για το κάθε είδος αποτελεί μια εξίσου καλή μέθοδο καταπολέμησης (Gendrier et all., 1989, Audemard et all., 1992, Albajes et all., 2003). Εξειδικευμένες μέθοδοι ελέγχου έχουν αντικαταστήσει σε αρκετές περιπτώσεις τον εκλεκτικό χημικό έλεγχο των εντόμων της οικ. Tortricidae τα τελευταία χρόνια (Charmillot, 1991, Chamillot et all., 2007, Witzgall et all., 2008). Αυτές περιλαμβάνουν τον μικροβιακό έλεγχο με την εφαρμογή βιολογικών σκευασμάτων (π.χ ιός της γρανουλόζης) και τεχνικές όπως η παρεμπόδιση σύζευξης και η προσέλκυση από φερομόνες και θανάτωση των αρσενικών (Charmillot et all.,1997). Αν και η αξία αυτών των νέων μεθόδων είναι πολύ μεγάλη, εντούτοις η εφαρμογή τους είναι ακόμη περιορισμένη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μέθοδος παρεμπόδισης της σύζευξης που για τη επιτυχή εφαρμογή της πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, όπως μεταξύ άλλων η μεγάλη έκταση και η απομόνωση της καλλιέργειας (Chamillot et all., 2007, Witzgall et all., 2008). Ο φυσικός έλεγχος και η παρακολούθηση του πληθυσμού του κάθε είδους κερδίζουν συνεχώς έδαφος στην εκπόνηση νέων προγραμμάτων ολοκληρωμένης καταπολέμησης μήλων. 31