ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 13 Πρόλογος Η κρίση που μαστίζει σήμερα την παγκόσμια κοινότητα έχει τις ρίζες της στις πολιτικές άκρατου φιλελευθερισμού που προωθήθηκαν, κυρίως από την ηγεμονική δύναμη των ΗΠΑ, πριν από την κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και του σοσιαλισμού γενικότερα. Στο βιβλίο μου Παγκόσμια Διακυβέρνηση ή Ηγεμονική Παγκοσμιοποίηση, που εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Λιβάνη το 2002, είχα κάνει ορισμένες επισημάνσεις που είναι ακόμα και σήμερα επίκαιρες. Αντί προλόγου λοιπόν, θα ήθελα να επαναλάβω τα βασικά συμπεράσματα στα οποία είχα καταλήξει τότε, τα οποία και θα προσπαθήσω να εμβαθύνω ακόμα περισσότερο στο βιβλίο μου αυτό: «Η φιλελεύθερη εξέλιξη των δυτικών κοινωνιών τα τελευταία χρόνια οδήγησε στον ουσιαστικό περιορισμό του παρεμβατικού και ρυθμιστικού ρόλου του κράτους, με το πρόσχημα ότι ένας τέτοιος ρόλος καθίσταται όχι μόνο επιζήμιος αλλά και ανέφικτος στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, η απελευθέρωση των αγορών, του διεθνούς εμπορίου, της κίνησης των κεφαλαίων και της οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, γενικότερα, αποτέλεσε την αδιαμφισβήτητη κυρίαρχη πολιτική σχεδόν σε παγκόσμια κλίμακα.»οι Διεθνείς Οργανισμοί και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, υπό καθοδήγηση από τις ισχυρές δυνάμεις της αγοράς και τις κυβερνήσεις που προωθούν τα συμφέροντα των δυνάμεων αυτών, κατάφεραν να πείσουν τη διεθνή κοινή γνώμη ότι η φιλελεύθερη προσέγγιση αποτελεί τη μόνη διέξοδο για τις σύγχρονες και ελεύθερες κοινωνίες. Και αυτό επειδή, με την κατάρρευση του σοσιαλιστικού πειράματος στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και την αλληλεξάρτηση των οικονομιών λόγω της παγκοσμιοποίησης, οι επιλογές των διαφόρων χωρών όσον αφορά την άσκηση οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής είναι περιορισμένες.»η οικονομική και κοινωνική πρόοδος εξασφαλίζεται, όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί της φιλελεύθερης προσέγγισης, μόνο μέσα από την προώθηση νεοφιλε-
14 ΠΡΟΣ ΕΝΑΝ ΠΟΛΥΠΟΛΙΚΟ ΚΟΣΜΟ λεύθερων πολιτικών, ενώ η μη εφαρμογή των πολιτικών αυτών οδηγεί σε οικονομική και κοινωνική περιθωριοποίηση. Έτσι, η πολιτική υπακούει στην αναγκαιότητα της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, με αποτέλεσμα να καθίστανται δυσδιάκριτες οι πολιτικές διαφορές μεταξύ των πολιτικών κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία.»μπορεί η απελευθέρωση των αγορών και η παγκοσμιοποίηση να δημιουργούν κερδισμένους, αλλά ταυτόχρονα περιθωριοποιούν ακόμη περισσότερο τις φτωχές χώρες και καταδικάζουν μεγάλες ομάδες πληθυσμού, μέσα στις ίδιες τις αναπτυγμένες χώρες, σε κοινωνικό αποκλεισμό, σε μεγάλες εισοδηματικές ανισότητες και φτώχεια. Συγκεκριμένα, ο παγκόσμιος πλούτος συγκεντρώνεται όλο και πιο πολύ στις ήδη αναπτυγμένες χώρες, καθώς επίσης σε μικρό αριθμό αναδυόμενων χωρών και σε ένα μικρό ποσοστό πλουσίων, ενώ, ταυτόχρονα, η ανεργία, η υποαπασχόληση, η συρρίκνωση του εισοδήματος και η φτώχεια των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων αφορούν όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού.»η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και η άκρατη απελευθέρωση των αγορών δεν αποτέλεσαν μόνο διέξοδο στην κρίση του καπιταλισμού αλλά και εμπόδιο για την επίλυση μιας σειράς προβλημάτων που προκάλεσαν σε παγκόσμια κλίμακα. Οι παγκόσμιες νομισματικές κρίσεις, η κερδοσκοπία, η κατάργηση των απαραίτητων ελέγχων στις κεφαλαιαγορές κ.ά. προκαλούν μεγάλες ζημιές σε πολλές χώρες και καταδικάζουν μεγάλη μερίδα του παγκόσμιου πληθυσμού σε πείνα, φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό. Η ελευθερία της αγοράς ταυτίζεται πλέον με την ανοχή ανεπιθύμητων και παράνομων, πολλές φορές, οικονομικών δραστηριοτήτων, οι οποίες διευκολύνουν την παγκόσμια εγκληματικότητα, ακόμη και την τρομοκρατία, λόγω και των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι σύγχρονες τεχνολογίες στους φορείς των εγκληματικών αυτών δραστηριοτήτων.»η αποφυγή εντάσεων και συγκρούσεων στον κόσμο μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την αναζήτηση μιας νέας κατεύθυνσης και διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης. Η παγκόσμια διακυβέρνηση οφείλει να προωθήσει λύσεις στα προβλήματα που δημιούργησε η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.»πρώτον, είναι απαραίτητο να αποκατασταθεί ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους και των διεθνών μηχανισμών και οργανισμών όσον αφορά στον έλεγχο των επιζήμιων δραστηριοτήτων από την ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση, όπως η κερδοσκοπία, το ξέπλυμα χρήματος, η εγκληματικότητα κ.ά.»δεύτερον, οι πλούσιες χώρες πρέπει να αναθεωρήσουν ριζικά τις πολιτικές τους απέναντι στις φτωχές χώρες. Η αναθεώρηση των πολιτικών διαρθρωτικών
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 15 προσαρμογών των Διεθνών Οργανισμών, η διαγραφή του χρέους των αναπτυσσόμενων χωρών, η δυνατότητα προστασίας των αγορών των χωρών αυτών από εισαγωγές και η προτιμησιακή προώθηση των εξαγωγών τους αποτελούν προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και την επανένταξη των χωρών αυτών στην παγκόσμια οικονομία.»τρίτον, το κράτος πρέπει να επαναδραστηριοποιηθεί, ώστε να αποκατασταθούν οι κοινωνικές ισορροπίες στις ίδιες τις αναπτυγμένες χώρες. Η επανένταξη των κοινωνικά αποκλεισμένων στον κοινωνικό ιστό των χωρών αυτών αποτελεί προϋπόθεση για μια ομαλή και δίκαιη κοινωνική πορεία.»τέταρτον, η παγκόσμια διακυβέρνηση θα πρέπει να ενισχυθεί σε μια σειρά από θέματα, όπως: η προστασία του περιβάλλοντος, η εξέλιξη του παγκόσμιου πληθυσμού, η κάλυψη των διατροφικών αναγκών στον πλανήτη μας και η εξασφάλιση νερού.»πέμπτον, οι παρεμβάσεις της διεθνούς κοινότητας για την προάσπιση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας πρέπει να γίνονται με διαφανή και οικουμενικά κριτήρια, στο πλαίσιο της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των αναπτυσσόμενων χωρών, η διαφύλαξη της πολυπολιτισμικότητας και της αλληλεγγύης στον κόσμο, όπως και ο ειλικρινής σεβασμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων θα βοηθήσουν στην εξομάλυνση των διεθνών σχέσεων και θα καταπολεμήσουν το εγκληματικό έργο των παράνομων και τρομοκρατικών οργανώσεων.»τέλος, τα κράτη θα πρέπει να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, ώστε η παγκοσμιοποίηση να λειτουργήσει προς όφελος των ανθρώπων και όχι μόνο των αγορών και των κερδισμένων από αυτή. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει την αποκατάσταση του ρόλου της πολιτικής και την αναγνώριση του παγκόσμιου κοινωνικού κινήματος.»οι προτάσεις αυτές ίσως ακούγονται ιδιαίτερα αισιόδοξες, αν λάβει κανείς υπόψη του τη σημερινή πραγματικότητα: επικράτηση της φιλελεύθερης ιδεολογίας, κυριαρχία των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων, έλεγχος των μέσων μαζικής ενημέρωσης από τις δυνάμεις της αγοράς, επιδείνωση της οικονομικής θέσης των ασθενέστερων οικονομικά χωρών και κοινωνικά ομάδων πληθυσμού, πολλαπλασιασμός των εθνικιστικών και θρησκευτικών εντάσεων και συγκρούσεων, ενίσχυση των εξοπλιστικών προγραμμάτων και των αμυντικών δαπανών κ.ά.»από ιστορική άποψη, οι πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις και αλλαγές που προκαλεί η επέκταση της παγκοσμιοποίησης, τόσο στο εσωτερικό των διαφόρων κρατών όσο και στο κέντρο και την περιφέρεια του παγκόσμιου συστήμα-
16 ΠΡΟΣ ΕΝΑΝ ΠΟΛΥΠΟΛΙΚΟ ΚΟΣΜΟ τος, έχουν πολλές φορές ως επακόλουθο κοινωνικές συγκρούσεις, εμφύλιους και εξωτερικούς πολέμους. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η επέκταση της παγκοσμιοποίησης στο μέλλον θα πραγματοποιηθεί στη βάση της ιστορικής αυτής πορείας ή μιας συναινετικής παγκόσμιας διακυβέρνησης, προς αποφυγή εντάσεων και συγκρούσεων. Οι λύσεις και οι διέξοδοι για μια ομαλή εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης υπάρχουν. Η πολιτική βούληση των ισχυρών δυνάμεων του πλανήτη μας για την επίτευξη του στόχου αυτού δεν είναι ακόμη δεδομένη. Αυτό αποτελεί μια ιστορική πρόκληση για ολόκληρη την ανθρωπότητα». Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τόσο τους μεταπτυχιακούς φοιτητές μου στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού Ι της Σορβόνης και στην École Normale Supérieure, όπου είχα την τιμή να διδάξω ως επισκέπτης καθηγητής κατά την περίοδο 2008/2009, όσο και τους φοιτητές του μεταπτυχιακού προγράμματος του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πάντειου Πανεπιστημίου για τις πολύ εποικοδομητικές συζητήσεις που είχαμε πάνω στα διάφορα θέματα τα οποία εξετάζει το βιβλίο αυτό. Επίσης, επιθυμώ να ευχαριστήσω και πάλι όλους εκείνους που με βοήθησαν και μου συμπαραστάθηκαν κατά τη διάρκεια της συγγραφής του: το φίλο μου Γεράσιμο Κουτροκόη, ο οποίος επιμελήθηκε σε μεγάλο βαθμό το πρώτο χειρόγραφο του βιβλίου τον Παναγιώτη Ανδρεασάκη, ο οποίος με βοήθησε να συγκεντρώσω πολύτιμα στοιχεία και βιβλιογραφία σχετικά με το θέμα που εξετάζω στην εργασία μου αυτή τις Εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη, που για μία ακόμα φορά στήριξαν τη συγγραφική μου προσπάθεια την οικογένειά μου, που με ανέχεται στις δύσκολες και αμέτρητες ώρες της συγγραφικής εργασίας. Τέλος, χωρίς την προτροπή των συναδέλφων μου καθηγητών (με αλφαβητική σειρά) Κ. Αρβανιτόπουλου, Π. Ηφαίστου, Δ. Κώνστα και Α. Πλατιά να αναπροσανατολίσω την έρευνά μου προς την κατεύθυνση της διεθνούς πολιτικής οικονομίας, η συγγραφή του βιβλίου αυτού δε θα ήταν δυνατή.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 17 Εισαγωγή Σήμερα ο κόσμος μας βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, που ξέσπασε τον Αύγουστο του 2008 στις ΗΠΑ και προκάλεσε γενικευμένη παγκόσμια οικονομική κρίση, είναι μία μόνο διάσταση της κρίσης που πλήττει τον κόσμο μας. Η κρίση δεν έχει μόνο οικονομικό χαρακτήρα. Η κρίση είναι συστημική, δηλαδή έχει σχέση με το σύστημα βάσει του οποίου λειτουργεί η παγκοσμιοποίηση, τόσο από ιδεολογικοπολιτική όσο και από οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική και ενεργειακή άποψη. Η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η οποία προωθήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο από την ηγεμονική δύναμη των ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αμφισβητείται από ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού, που έχει διαφορετικές αξίες από εκείνες των ΗΠΑ και των δυτικών χωρών γενικότερα. Η προσπάθεια επιβολής του δυτικού φιλελεύθερου δημοκρατικού μοντέλου έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις στο μουσουλμανικό κόσμο. Η αποτυχία των ΗΠΑ και των συμμαχικών τους χωρών να επιβάλουν από τα πάνω προς τα κάτω τη δημοκρατία στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Σομαλία, καθώς και στον αραβικό κόσμο, αποτελεί ένα μόνο παράδειγμα της κρίσης της ηγεμονικής παγκοσμιοποίησης και του φιλελευθερισμού. Πολλοί αναλυτές (π.χ., Huntington) υπογραμμίζουν το ρόλο των διαφορετικών αξιών των διαφόρων πολιτισμών στις σημερινές αλλά και στις αυριανές συγκρούσεις στον κόσμο. Η σύγκλιση των πολιτισμών (που είχε αρχικά προβλέψει ο Fukuyama) αποδείχτηκε ότι δεν αποτελεί σήμερα μια εφικτή διαδικασία. Αντίθετα, οι συγκρούσεις στον κόσμο προσλαμβάνουν όλο και περισσότερο ιδεολογικοπολιτικό και θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως εκδηλώνονται: 1) μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, 2) μεταξύ δημοκρατίας και τρομοκρατίας, 3) μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών (π.χ., σε σχέση με το εξωτερικό χρέος και την εκμετάλλευση των τελευταίων από τις πρώτες), 4) μεταξύ αναπτυγμένων και αναδυόμενων χωρών (π.χ., στο πλαίσιο των διεθνών οικονομικών οργανισμών).
18 ΠΡΟΣ ΕΝΑΝ ΠΟΛΥΠΟΛΙΚΟ ΚΟΣΜΟ Η κρίση της ηγεμονικής παγκοσμιοποίησης αφορά επίσης την αμφισβήτηση του ηγεμονικού ρόλου των ΗΠΑ στον κόσμο από μεγάλη μερίδα του παγκόσμιου πληθυσμού. Μπορεί η χώρα αυτή να διαθέτει ακόμα στρατιωτική υπεροχή, αλλά οι αποτυχίες της στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στη Σομαλία, καθώς και η ολοένα μικρότερη ιδεολογικοπολιτική επιρροή της και η έλλειψη νομιμοποίησης των περισσότερων επεμβάσεών της στο εξωτερικό, την καθιστούν στόχο αμφισβήτησης από αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες στον κόσμο. Ο ρόλος των ΗΠΑ στους διεθνείς οργανισμούς αμφισβητείται από ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό χωρών, αναγκάζοντας την υπερδύναμη να προχωρά σε μονομερείς δράσεις (όπως στην περίπτωση του πολέμου στο Ιράκ). Ταυτόχρονα, οι αναδυόμενες χώρες (π.χ., Κίνα, Ινδία, Βραζιλία) επιδιώκουν να διαδραματίσουν σημαντικότερο ρόλο στους οργανισμούς αυτούς (π.χ., με την απόκτηση μιας μόνιμης θέσης στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, μαζί με την Ιαπωνία, τη Γερμανία και μια αφρικανική χώρα). Η αποτυχία των νεοσυντηρητικών να προωθήσουν το σχέδιό τους για μονομερείς δράσεις ώστε να ισχυροποιηθούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ στον κόσμο, λόγω της αδυναμίας της χώρας αυτής να τερματίσει νικηφόρα τον πόλεμο στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και να διαμορφώσει νέους δημοκρατικούς θεσμούς στον αραβικό κόσμο, αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της περιορισμένης πλέον ισχύος των ΗΠΑ να επηρεάζουν αποφασιστικά τις διεθνείς καταστάσεις. Το θέμα τώρα αφορά τη δυνατότητα του νέου Προέδρου των ΗΠΑ B. Obama να αναπροσανατολίσει την εξωτερική πολιτική της χώρας του, ώστε η μονομερής και ηγεμονική προσέγγιση να υποκατασταθεί από μια περισσότερο συναινετική και πολυμερή πολιτική. Ωστόσο ο νέος Πρόεδρος έσπευσε να δηλώσει πριν αναλάβει τα νέα του καθήκοντα ότι βασικός του στόχος είναι η οικονομική ισχυροποίηση της χώρας του, ώστε να μπορέσει να διαδραματίσει και πάλι ηγετικό γεωστρατηγικό ρόλο (leadership) στον κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι ο νέος Πρόεδρος δύσκολα θα αποδεχτεί πολιτικές που δε θα εξυπηρετούν τα στενά εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ, δηλαδή τη διατήρηση και την επέκταση της επιρροής τους στον κόσμο. Το ερώτημα είναι αν η προώθηση των συμφερόντων των ΗΠΑ θα λαμβάνει ή όχι υπόψη τα συμφέροντα της Ευρώπης και των νέων αναδυόμενων χωρών, στο πλαίσιο ενός πολυπολικού συστήματος όπου οι τελευταίες θα διεκδικούν όλο και ευρύτερο ρόλο στο παγκόσμιο σκηνικό. Αυτό θα φανεί άμεσα, από τις επιλογές που θα κάνει ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ όσον αφορά τις σχέσεις με τη Ρωσία (σχετικά με την ασφάλεια στον Καύκασο και στην Ευρώπη γενικότερα), την Κίνα (σχε-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 19 τικά με το ρόλο της στη Νοτιοανατολική Ασία) και τη Μέση Ανατολή (κυρίως σχετικά με την ουσιαστική εμπλοκή των ΗΠΑ στην επίλυση της ισραηλοπαλαιστινιακής διένεξης και το πρόβλημα των σχέσεων με το Ιράν). Η εξωτερική πολιτική που εφάρμοζαν μέχρι πρόσφατα οι ΗΠΑ είχε ως αποτέλεσμα να διευρυνθεί το χάσμα μεταξύ αφενός της αδιαμφισβήτητης οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος τους και αφετέρου του οικουμενικού χαρακτήρα που επιχειρεί να προσδώσει η χώρα αυτή σε συγκεκριμένες πολιτικές (π.χ., πόλεμος στο Ιράκ), προκειμένου να εξασφαλίσει ή να επιβάλει την απαραίτητη διεθνή συναίνεση που η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης απαιτεί. Το έλλειμμα νομιμοποίησης όχι μόνο προκαλεί αντιαμερικανισμό αλλά και οδηγεί σε αμφισβήτηση του ίδιου του παγκοσμιοποιημένου συστήματος (π.χ., αντιδράσεις του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ). Η δε χρήση βίας, ακόμα και νόμιμης, θα διευρύνει ενδεχομένως ακόμα περισσότερο το έλλειμμα νομιμοποίησης, φέρνοντας τις ΗΠΑ αλλά και τους συμμάχους τους αντιμέτωπους με καινούρια προβλήματα ασφάλειας. Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε την ανάδειξη μιας νέας υπερδύναμης ικανής να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ, τουλάχιστον για τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια, παρά το γεγονός ότι η χώρα αυτή προωθεί στρατηγικές και πολιτικές που προκαλούν αντιδράσεις παγκοσμίως. Ο πόλεμος στο Ιράκ όχι μόνο δε βρήκε στήριξη από το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινότητας αλλά και προκάλεσε, έστω και με καθυστέρηση, σοβαρές αντιδράσεις και μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ. Οι υποσχέσεις του τότε Προέδρου G. Bush για αποκατάσταση της δημοκρατίας και καταπολέμηση της τρομοκρατίας δεν επαληθεύτηκαν στην πράξη. Παρά την παρουσία 140.000-170.000 Αμερικανών στρατιωτών και πλούσιου στρατιωτικού εξοπλισμού στο Ιράκ, ο πόλεμος είχε μέχρι σήμερα περισσότερα από 100.000 θύματα, κυρίως Ιρακινούς πολίτες, ενώ βομβιστικές επιθέσεις συγκλονίζουν ακόμα σε καθημερινή βάση τη χώρα αυτή. Όπως εύστοχα τονίζει ο Τ. de Montbrial, «το πρόβλημα δεν είναι να ζητάμε συνέχεια ελεύθερες εκλογές, αλλά κάτι άλλο, δυσκολότερο, που αφορά τη μεταρρύθμιση των θεσμών και την αναζήτηση τρόπων ενσωμάτωσης των ισλαμικών δυνάμεων στο δημοκρατικό παιχνίδι» (De Montbrial, 2005). Η αμερικανική πολιτική της «επέκτασης της ελευθερίας» (extension of freedom) έχει σαφέστατο ιδεολογικό χαρακτήρα, που δύσκολα μπορεί να προωθηθεί στην «ευρύτερη Μέση Ανατολή», όπως παραδέχτηκαν το 2004 οι ΗΠΑ. Η επιτάχυνση και η βίαιη εφαρμογή της πολιτικής αυτής μπορεί να έχουν ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα του εκδημοκρατισμού. Στο παρελθόν η διενέργεια
20 ΠΡΟΣ ΕΝΑΝ ΠΟΛΥΠΟΛΙΚΟ ΚΟΣΜΟ «ελεύθερων» εκλογών στην Αλγερία (αλλά και, πρόσφατα, στην Παλαιστίνη, με τη νίκη των ισλαμιστών της Χαμάς στις εκλογές) ανέδειξε ισλαμικά κόμματα στην εξουσία, πράγμα που ανάγκασε τη στρατιωτική ηγεσία της χώρας να μπλοκάρει μια τέτοια εξέλιξη για να διατηρήσει τον έλεγχο των πολιτικών πραγμάτων. Πρόσφατα οι ΗΠΑ στήριξαν τις εγκληματικές επιθέσεις του Ισραήλ στη Γάζα προκειμένου να εξουδετερωθεί η νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση της Χαμάς στην Παλαιστίνη. Παράλληλα, δεν αντέδρασαν στον αποκλεισμό της Γάζας από τα ισραηλινά στρατεύματα, που αποσκοπούσε επίσης στην αποδυνάμωση της Χαμάς. Ωστόσο η κατάσταση αυτή δεν εμποδίζει τις ΗΠΑ να επενδύουν και να ενδυναμώνουν τους οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς τους με την Αλγερία και με άλλα «μη δημοκρατικά» (με τη δυτική έννοια του όρου) καθεστώτα στη Μέση Ανατολή, όπως την Αίγυπτο, το Μαρόκο, τη Σαουδική Αραβία. Το αποκορύφωμα της αντιφατικής αυτής πολιτικής των ΗΠΑ είναι η συναίνεσή τους για την επανένταξη της Λιβύης του Gaddafi στη διεθνή κοινότητα, με αντάλλαγμα τη δέσμευση της χώρας να θέσει εκτός λειτουργίας τους μηχανισμούς παραγωγής όπλων μαζικής καταστροφής. Ενώ οι ΗΠΑ, σε συνεργασία με τη Μ. Βρετανία, επέλεξαν τη διπλωματική οδό για να διαπραγματευτούν το πρόβλημα με τη Λιβύη, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και το Ισραήλ δε φαίνεται να έχουν αποκλείσει τη χρήση βίας έστω και με «χειρουργικές» αεροπορικές επεμβάσεις προκειμένου να καταστρέψουν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, ώστε να παρεμποδιστεί η απόκτηση πυρηνικών όπλων από τη χώρα αυτή. Ωστόσο το Ιράν επικαλείται το αναφαίρετο δικαίωμά του να προχωρήσει στην προώθηση των πυρηνικών διαδικασιών με μοναδικό στόχο την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ ταυτόχρονα καταγγέλλει, από κοινού με χώρες της Μέσης Ανατολής, την υποκρισία των ΗΠΑ όταν ανέχονται το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ, που δεν έχει υπογράψει τη συμφωνία της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας του ΟΗΕ σχετικά με τους πυρηνικούς εξοπλισμούς. Πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε στο σημείο αυτό ότι οι ΗΠΑ αποδέχτηκαν τη διαμεσολάβηση της ΕΕ προκειμένου να διαπραγματευτεί με το Ιράν το συγκεκριμένο θέμα. Δεν αποκλείουν, επίσης, την ένταξη της μελλοντικής τους στάσης απέναντι στο Ιράν στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπως και στην περίπτωση του πολέμου στο Αφγανιστάν (πρόσφατα ο νέος Πρόεδρος B. Obama δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο διαλόγου με το Ιράν, αλλά πάντα υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα αυτή θα εγκαταλείψει το πρόγραμμα πυρηνικού της εξοπλισμού). Στις 20 Μαρτίου 2009 ο Αμερικανός Πρόεδρος B. Obama κάλεσε το Ιράν σε διάλογο, ώστε να
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 21 ομαλοποιηθούν οι διμερείς σχέσεις των δύο χωρών. Είχε προηγηθεί η πρόσκληση προς το Ιράν να εκπροσωπηθεί στη Διεθνή Διάσκεψη για την Ασφάλεια στο Αφγανιστάν, που πραγματοποιήθηκε στα τέλη Μαρτίου 2009 στη Χάγη. Το Ιράν εκπροσωπήθηκε στη διάσκεψη αυτή από τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών, του οποίου η στάση ήταν θετική. Ως γνωστόν, στην περίπτωση του Ιράκ οι ΗΠΑ προχώρησαν σε μονομερή (δηλαδή, χωρίς εντολή του ΟΗΕ) πολεμική ενέργεια ενάντια στη χώρα αυτή. Όμως μια πολεμική διένεξη (τύπου Ιράκ) με το Ιράν καθίσταται δύσκολο εγχείρημα λόγω της εμπλοκής των ΗΠΑ στο Ιράκ και των δυνατοτήτων αντιπερισπασμού του Ιράν όσον αφορά τη διασφάλιση του εφοδιασμού με πετρέλαιο της παγκόσμιας αγοράς, καθώς και του κινδύνου εμπλοκής του Ιράν στον πόλεμο του Ιράκ. Η διεθνής κοινότητα οφείλει, ασφαλώς, να εγγυηθεί τη μη επέκταση των πυρηνικών όπλων. Αλλά ο έλεγχος αυτός πρέπει να πραγματοποιείται με βάση οικουμενικά κριτήρια. Κυρίως πρέπει να διασφαλιστούν η διαδικασία αφοπλισμού και η αποτροπή της απόκτησης όπλων μαζικής καταστροφής από τρομοκρατικές ομάδες, οι οποίες θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν για να πλήξουν το παγκοσμιοποιημένο σύστημα. Η πολιτική της διεύρυνσης των ζωνών επιρροής των ΗΠΑ προς τις Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης έχει δυσχεράνει, επίσης, τις σχέσεις τους με τη Ρωσία. Οι παρεμβάσεις αμερικανικών μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ) (κυρίως του μεγαλοεπιχειρηματία Soros) στις εκλογές στην Ουκρανία, όπως και στη Γεωργία παλαιότερα, η εμμονή των ΗΠΑ για γρήγορη ένταξη των χωρών αυτών στο ΝΑΤΟ, η παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων σε χώρες του Καυκάσου, καθώς και η κατασκευή του αγωγού πετρελαίου που συνδέει το Μπακού με την τουρκική πόλη Τσεϊχάν μέσω Γεωργίας οδηγούν τους Ρώσους στην πεποίθηση ότι υπάρχει αντιρωσική στρατηγική εκ μέρους των ΗΠΑ. Γι αυτό και αναγκάστηκαν να εισβάλουν στη Γεωργία τον Αύγουστο του 2008, προκειμένου να προασπίσουν την ανεξαρτησία της Νότιας Οσετίας. Αντίθετα, πολλές ευρωπαϊκές χώρες (π.χ., Γερμανία, Γαλλία) επιθυμούν σταθερότητα στις σχέσεις τους με τη Ρωσία, η οποία αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο προμηθευτή πετρελαίου και τον πρώτο προμηθευτή φυσικού αερίου στον κόσμο, και αποτρέπουν βιαστικές κινήσεις ενσωμάτωσης της Ουκρανίας και της Γεωργίας στις διατλαντικές δομές, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη διάσπαση της πρώτης και απρόβλεπτες κρίσεις, με σοβαρές συνέπειες για την ΕΕ (ενδεικτικά, μέσα από το έδαφος της Ουκρανίας περνά ο κύριος αγωγός από τον οποίο προμηθεύεται η ΕΕ το ρωσικό φυσικό αέριο). Έτσι, η Ευρώπη επιδιώκει μια πιο
22 ΠΡΟΣ ΕΝΑΝ ΠΟΛΥΠΟΛΙΚΟ ΚΟΣΜΟ εξισορροπημένη σχέση της Ουκρανίας με τη Ρωσία, καθώς και μια στενότερη συνεργασία μαζί της. Η αμερικανική στρατηγική απέναντι στη Ρωσία οδηγεί την τελευταία στην αναζήτηση νέων στρατηγικών ερεισμάτων τόσο στον Καύκασο (π.χ., με το Ουζμπεκιστάν) όσο και στην Κίνα (στο πλαίσιο της Οργάνωσης για τη Συνεργασία της Σανγκάης και της Collective Security Treaty Organization). Απέναντι στην Κίνα οι ΗΠΑ ακολουθούν μια πολιτική διγλωσσίας. Υποστηρίζουν τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα αυτή, προωθούν τις διμερείς και πολυμερείς οικονομικές της σχέσεις (π.χ., υποστήριξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου), ενώ ταυτόχρονα παρεμβαίνουν για τη μη επανένωση της Κίνας με την Ταϊβάν. Επίσης, έχουν προωθήσει συμφωνία συνεργασίας με την Ινδία στον πυρηνικό τομέα, ώστε να αντισταθμίσουν το βάρος της Κίνας στην περιοχή. Αλλά η Κίνα βλέπει με καχυποψία την προσέγγιση αυτή. Το ερώτημα είναι πώς θα καταφέρουν οι ΗΠΑ, εφαρμόζοντας μια τέτοια πολιτική διγλωσσίας, να αποτρέψουν την ανάδειξη της Κίνας σε μεγάλη οικονομική και στρατιωτική δύναμη. Όπως προκύπτει από την προηγούμενη ανάλυση, η μονομερής προσέγγιση των διεθνών προβλημάτων από τις ΗΠΑ βρίσκει αντίθετες πολλές χώρες, αλλά και τους ίδιους τους συμμάχους τους. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (με εξαίρεση κυρίως το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία, την Ισπανία και την Πολωνία) δεν υποστήριξαν την αμερικανική απόφαση για τον πόλεμο στο Ιράκ, ούτε συμμετείχαν με στρατεύματα σε αυτές τις πολεμικές ενέργειες. Η στάση τους στηρίχτηκε στη βασική τους θέση ότι τέτοιες ενέργειες πρέπει να εγκρίνονται προηγουμένως από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, δηλαδή οι αποφάσεις να λαμβάνονται στο πλαίσιο ενός πολυμερούς συστήματος λήψης αποφάσεων, ώστε να νομιμοποιούνται από τη διεθνή κοινότητα. Η θέση αυτή των ευρωπαϊκών χωρών εξόργισε τον πρώην υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ D. Rumsfeld, που έκανε αναφορά στη δήθεν «παλαιά Ευρώπη» και τη «νέα Ευρώπη», δηλαδή εκείνη που διαφοροποιείται και εκείνη που υποστηρίζει τις ΗΠΑ. Εξάλλου, ενώ με βάση τις επίσημες διακηρύξεις τους οι ΗΠΑ υποστηρίζουν μια δυνατή Ευρώπη (κυρίως πιέζοντας την ΕΕ να αυξήσει τις δαπάνες της για αμυντικούς εξοπλισμούς), ήταν πάντα σαφές ότι η ενδυνάμωση της Γηραιάς Ηπείρου δε θα πρέπει να ξεπεράσει ποτέ μια κόκκινη γραμμή. Δηλαδή, οι ΗΠΑ δε θα ανεχτούν ποτέ μια Ευρώπη που θα αποτελέσει στρατιωτικό αντίβαρο στη μοναδική σήμερα υπερδύναμη (De Montbrial, 2005, σ. 19). Η έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής βούλησης και η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής