Σεισµική διακινδύνευση πόλεων. Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης Seismic risk assessment of cities. The case of Thessaloniki ΡΗΓΑ, Ε.. Πολιτικός Μηχανικός, Υπ. ιδάκτωρ, Α.Π.Θ. ΚΑΡΑΤΖΕΤΖΟΥ, Α.X. Πολιτικός Μηχανικός, Υπ. ιδάκτωρ, Α.Π.Θ. ΠΙΤΙΛΑΚΗΣ, Κ.. Πολιτικός Μηχανικός, Καθηγητής, Α.Π.Θ. ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Η εκτίµηση της διακινδύνευσης µεγάλων πόλεων έναντι ισχυρών σεισµών είναι ιδιαίτερα σηµαντική καθώς παρέχει στην Πολιτεία τις απαραίτητες πληροφορίες για τη λήψη αποφάσεων σχετικών µε τον περιορισµό των δυσµενών συνεπειών ενός καταστροφικού σεισµού. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται, µε συνοπτικό τρόπο, τα διάφορα στάδια της µεθοδολογίας εκτίµησης της σεισµικής διακινδύνευσης πόλεων µέσω της εφαρµογής της στην πόλη της Θεσσαλονίκης και συζητούνται οι διάφορες πηγές αβεβαιοτήτων που ενέχονται στα διαφορετικά στάδια. Τα αποτελέσµατα περιλαµβάνουν τα ποσοστά δοµηµένης επιφάνειας ανά επίπεδο βλάβης και τις συνολικές εκτιµώµενες οικονοµικές απώλειες. ABSTRACT : Seismic risk assessment of big cities is crucial, as it provides to the state and the authorities all the information which is necessary for limiting the consequences of a destructive earthquake. In the present study we present the methodology for the seismic risk assessment of cities through an application to the city of Thessaloniki, Greece. We also discuss some of the uncertainties involved in the different stages of the proposed methodology. The results include the estimated percentages of damaged floor area per damage state (physical losses), as well as the economic losses. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η εκτίµηση της σεισµικής διακινδύνευσης (δηλαδή των αναµενόµενων απωλειών για ένα δεδοµένο σεισµικό σενάριο) µιας µεγάλης πόλης είναι ιδιαίτερα σηµαντική για τη λήψη αποφάσεων από την Πολιτεία και την κοινωνία γενικότερα, ώστε να περιοριστούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι δυσµενείς συνέπειες ενός πιθανού καταστροφικού σεισµού. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζεται αναγκαστικά συνοπτικά µια ολοκληρωµένη µεθοδολογία εκτίµησης της σεισµικής διακινδύνευσης πόλεων µε παράδειγµα εφαρµογής την πόλη της Θεσσαλονίκης, η οποία έχει µεγάλο ιστορικό καταστροφικών σεισµών, µε τον πιο πρόσφατο στις 20 Ιουνίου 1978 (M6.5, R=25km). Η περιοχή µελέτης περιλαµβάνει 20 υποπεριοχές (Sub-City Districts - SCD, όπως ορίζονται από το πρόγραµµα «Αστικός Έλεγχος - Urban Audit» της Eurostat), που συνιστούν τον ήµο της Θεσσαλονίκης. Για τη µελέτη χρησιµοποιούνται: (i) τα φάσµατα απόκρισης επιτάχυνσης που παράχθηκαν στο Ευρωπαϊκό Πρόγραµµα SHARE (http://www.share-eu.org/) για το σενάριο µε περίοδο επαναφοράς ίση µε 475 έτη, (ii) οι ισχύοντες συντελεστές εδαφικής ενίσχυσης του Ευρωκώδικα 8 (ΕΚ8, CEN 2004), καθώς και οι βελτιωµένες τιµές αυτών όπως έχουν προταθεί από τους Pitilakis et al. (2012), σε συνδυασµό µε τον χάρτη εδαφικής κατηγοριοποίησης της πόλης, (iii) η βάση δεδοµένων του κτιριακού αποθέµατος της πόλης, (iv) η µέθοδος φασµάτων απαίτησης και αντοχής (Capacity Spectrum Method), (v) κατάλληλες καµπύλες τρωτότητας για τις διαφορετικές τυπολογίες κτιρίων για τέσσερα επίπεδα βλάβης (µικρές, µέτριες, σοβαρές, πλήρεις) και (vi) σχέσεις εκτίµησης των αναµενόµενων οικονοµικών απωλειών. Τα
αποτελέσµατα περιλαµβάνουν τα ποσοστά δοµηµένης επιφάνειας ανά επίπεδο βλάβης και τις συνολικές εκτιµώµενες οικονοµικές απώλειες. Στα διαφορετικά στάδια της χρησιµοποιούµενης µεθοδολογίας ενέχονται διάφορες πηγές αβεβαιοτήτων, η επιρροή των οποίων στις εκτιµώµενες απώλειες αποτελεί επίσης αντικείµενο της παρούσας εργασίας. 2. ΣΕΙΣΜΙΚΗ ΕΠΙΚΙΝ ΥΝΟΤΗΤΑ Η σεισµική επικινδυνότητα για συνθήκες βράχου εκφράζεται µέσω του Φάσµατος Οµοιόµορφης Επικινδυνότητας (Uniform Hazard Spectrum - UHS), το οποίο προέκυψε για τη Θεσσαλονίκη από το πιθανολογικό µοντέλο σεισµικής επικινδυνότητας του Ευρωπαϊκού Προγράµµατος SHARE για το σενάριο µε περίοδο επαναφοράς 475 έτη, δηλαδή για σεισµική δράση µε πιθανότητα υπέρβασης 10% στα 50 έτη. Οι τοπικές εδαφικές συνθήκες λαµβάνονται υπόψη µέσω των συντελεστών εδαφικής ενίσχυσης που προτείνονται στον Ευρωκώδικα 8 (Σχήµα 1α), καθώς και των βελτιωµένων τιµών αυτών όπως έχουν προταθεί από τους Pitilakis et al. (2012) (Σχήµα 1β). Τα UHS του SHARE για τη Θεσσαλονίκη για περίοδο επαναφοράς 475 ετών για (α) συνθήκες βράχου και (β) κατηγορίες B και C κατά ΕΚ8 δίνονται στα Σχήµατα 2α και 2β αντίστοιχα. Σχήµα 1. (α) Ισχύοντες, (β) βελτιωµένοι συντελεστές εδαφικής ενίσχυσης του Ευρωκώδικα 8. Figure 1. (a) Current and (b) improved soil amplification factors for Eurocode 8. Σχήµα 2. UHS για τη Θεσσαλονίκη για περίοδο επαναφοράς 475 ετών: (α) για συνθήκες βράχου (σε σύγκριση µε το φάσµα του ΕΚ8), (β) για κατηγορίες B και C του EK8. Figure 2. UHS for Thessaloniki, for a return period of 475 years: (a) for rock site conditions (compared to EC8-Type 1 spectrum), (b) for EC8 soil classes B and C.
Η κατηγοριοποίηση της περιοχής µελέτης βάσει του Ευρωκώδικα 8 δίνεται στο Σχήµα 3. Σχήµα 3. Χάρτης εδαφικής κατηγοριοποίησης της Θεσσαλονίκης κατά Ευρωκώδικα 8. Figure 3. Map of EC8 soil classes for Thessaloniki. 3. ΚΤΙΡΙΑΚΟ ΑΠΟΘΕΜΑ Χρησιµοποιήθηκε η λεπτοµερής βάση δεδοµένων του κτιριακού αποθέµατος της πόλης που έχει δηµιουργηθεί για την πόλη της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο των ερευνητικών προγραµµάτων RISK-UE (2001-2004) και SYNER-G (2009-2012, www.syner-g.eu). Η εφαρµογή περιορίστηκε στα κτίρια από οπλισµένο σκυρόδεµα (Ο/Σ), τα οποία αποτελούν τη µεγάλη πλειοψηφία των κτιρίων της περιοχής µελέτης (92%). Η κατηγοριοποίηση των κτιρίων από Ο/Σ στη βάση δεδοµένων ακολουθεί το µητρώο τυπολογίας των Kappos et al. (2006), σύµφωνα µε το οποίο οι κατηγορίες κτιρίων Ο/Σ ορίζονται µε βάση τα παρακάτω κύρια χαρακτηριστικά: Στατικό σύστηµα: πλαισιακό ή µικτό (πλαισίων τοιχωµάτων) Ύψος κτιρίου: χαµηλά (1-3 όροφοι), µέσου ύψους (4-7 όροφοι), ψηλά (8 ή και περισσότεροι όροφοι) ιάταξη τοιχοπληρώσεων: χωρίς τοιχοπληρώσεις, οµοιόµορφη διάταξη, ύπαρξη πιλοτής Αντισεισµικός κανονισµός: Βασιλικό ιάταγµα 1959, Πρόσθετα Άρθρα 1984, (Ν)ΕΑΚ Στη Θεσσαλονίκη τα περισσότερα κτίρια Ο/Σ είναι µικτά συστήµατα, µέσου ύψους, µε ή χωρίς πιλοτή, κατασκευασµένα πριν το 1980. 4. ΤΡΩΤΟΤΗΤΑ Οι καµπύλες τρωτότητας εκφράζουν την πιθανότητα εµφάνισης µια συγκεκριµένης στάθµης βλάβης για δεδοµένη σεισµική ένταση. Για την παρούσα εφαρµογή χρησιµοποιήθηκαν οι καµπύλες τρωτότητας που ανέπτυξε η οµάδα του Εργαστηρίου Κατασκευών Οπλισµένου Σκυροδέµατος και Φέρουσας Τοιχοποιίας (Ε.Κ.Ο.Σ.Φ.Τ.) του Α.Π.Θ. στο πλαίσιο του Ερευνητικού Προγράµµατος PAGER (D' Ayala et al. 2012) χρησιµοποιώντας µια καθαρά αναλυτική προσέγγιση. Ορίζονται πέντε επίπεδα βλάβης (DS1-µικρές, DS2-µέτριες, DS3- σοβαρές, DS4-πολύ σοβαρές και DS5-κατάρρευση), τα οποία εκφράζονται σε όρους φασµατικής µετακίνησης. Στο Σχήµα 4 απεικονίζονται οι καµπύλες τρωτότητας για την συχνότερα εµφανιζόµενη κατηγορία κτιρίων (µικτά συστήµατα, µέσου ύψους, χωρίς πιλοτή, κατασκευασµένα πριν το 1980). Για την εφαρµογή, τα δύο επίπεδα βλάβης DS4 και DS5
συγχωνεύτηκαν σε ένα, που αντιστοιχεί σε πλήρεις βλάβες, καθώς το λογισµικό που χρησιµοποιήθηκε χρησιµοποιεί τέσσερα επίπεδα βλάβης (βλ. και παράγραφο 5). P(ds>=dsi) Σχήµα 4. Καµπύλες τρωτότητας για µικτά συστήµατα µέσου ύψους χωρίς πιλοτή, κατασκευασµένα πριν το 1980. Figure 4. Fragility curves for mid-rise regularly infilled dual R/C systems, for low code design. 5 ΣΕΙΣΜΙΚΗ ΙΑΚΙΝ ΥΝΕΥΣΗ Για την εκτίµηση των αναµενόµενων βλαβών χρησιµοποιήθηκε η µέθοδος φασµάτων απαίτησης και αντοχής (Capacity Spectrum Method, Freeman 1998, Fajfar and Gapsersic 1996), στην οποία γίνεται σύγκριση της αντοχής της κατασκευής, της ικανότητάς της δηλαδή να αντισταθεί σε οριζόντιες δυνάµεις, µε την απαίτηση που προκύπτει από µια ή και περισσότερες σεισµικές διεγέρσεις. Η µεθοδολογία λαµβάνει υπόψη την ανελαστική συµπεριφορά της κατασκευής. Ύστερα, από τη γραφική απεικόνιση της καµπύλης αντίστασης σε όρους επιτάχυνσης µετακίνησης (Capacity Diagram Σχήµα 5), η οποία προκύπτει συνήθως από µια ανελαστική στατική ανάλυση (Pushover), και του φάσµατος απαίτησης για δεδοµένη σεισµική ένταση, προκύπτει µέσω της τοµής των δύο καµπυλών το σηµείο επιτελεστικότητας της κατασκευής (Performance Point - Σχήµα 5). Μια λεπτοµερής περιγραφή της µεθόδου είναι διαθέσιµη στις οδηγίες της ATC-40 (1996). Για την εφαρµογή της µεθόδου χρησιµοποιήθηκε το λογισµικό EQRM (http://sourceforge.net/projects/eqrm), µε το οποίο υπολογίστηκαν σε επίπεδο οικοδοµικού τετραγώνου για κάθε τύπο κτιρίου το σηµείο επιτελεστικότητας (performance point), και οι πιθανότητες υπέρβασης για κάθε επίπεδο βλάβης (ελαφρές, µέτριες, σοβαρές και πλήρεις βλάβες). Στη συνέχεια υπολογίστηκαν οι πιθανότητες να υποστεί κάθε τύπος κτιρίου κάθε επίπεδο βλάβης, και αυτές πολλαπλασιάστηκαν µε τη συνολική για το κάθε οικοδοµικό τετράγωνο δοµηµένη επιφάνεια ανά τύπο κτιρίου, ώστε να προκύψει η δοµηµένη επιφάνεια ανά τύπο κτιρίου και ανά επίπεδο βλάβης. Για την εκτίµηση των οικονοµικών απωλειών χρησιµοποιήθηκε ο µέσος λόγος βλάβης (Mean Damage Ratio MDR), ο οποίος εκφράζει το συνολικό κόστος αποκατάστασης των βλαβών ως προς το κόστος επανακατασκευής και υπολογίζεται ως εξής: MDR=[D1] 0.005+[D2] 0.05+[D3] 0.2+[D5] 0.8 (1) όπου [D1], [D2], [D3] και [D5] είναι τα ποσοστά δοµηµένης επιφάνειας που αντιστοιχούν σε ελαφρές, µέτριες, σοβαρές και πλήρεις βλάβες αντίστοιχα. Οι συνολικές οικονοµικές απώλειες υπολογίζονται πολλαπλασιάζοντας το MDR µε το κόστος επανακατασκευής.
Σχήµα 5. Σχηµατική περιγραφή της µεθόδου φασµάτων απαίτησης και αντοχής. Figure 5. Illustration of Capacity Spectrum Method (Krawinkler and Miranda, 2004). 6 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Η κατανοµή των ποσοστών δοµηµένης επιφάνειας ανά επίπεδο βλάβης σε επίπεδο υποπεριοχής SCD για την περίπτωση (α) των συντελεστών εδαφικής ενίσχυσης που προτείνονται στον Ευρωκώδικα 8 (CEN 2004) και (β) και των βελτιωµένων τιµών αυτών όπως έχουν προταθεί από τους Pitilakis et al. (2012) δίνεται στο Σχήµα 6α και 6β αντίστοιχα. Τα συνολικά ποσοστά για ολόκληρη την περιοχή µελέτης δίνονται στον Πίνακα 1. Εισάγοντας τα ποσοστά του Πίνακα 1 στην εξίσωση (1) υπολογίζεται ο µέσος λόγος βλάβης MDR (Πίνακας 2). Θεωρώντας ένα µέσο κόστος ανακατασκευής ίσο µε 1000 /m 2, µπορούµε να εκτιµήσουµε τις αναµενόµενες οικονοµικές απώλειες (Πίνακας 3). Σχήµα 6. Σεισµική διακινδύνευση της Θεσσαλονίκης για περίοδο επαναφοράς 475 ετών: Ποσοστά δοµηµένης επιφάνειας ανά επίπεδο βλάβης µε χρήση (α) των ισχυόντων και (β) των βελτιωµένων συντελεστών εδαφικής ενίσχυσης του Ευρωκώδικα 8. Figure 6. Seismic risk of Thessaloniki for a return period of 475 years: Percentages of damaged floor area per damage state using (a) the current and (b) the improved soil amplification factors for Eurocode 8. Παρατηρούµε πως η χρήση των βελτιωµένων συντελεστών εδαφικής ενίσχυσης για τον EK8 οδηγεί σε αύξηση των εκτιµώµενων βλαβών και συνεπώς των οικονοµικών απωλειών. Με χρήση των ισχυόντων συντελεστών εκτιµάται πως το 20% των κτιρίων από Ο/Σ της πόλης θα υποστεί σοβαρές ή πλήρεις βλάβες, ενώ µε χρήση των βελτιωµένων συντελεστών αυτό το ποσοστό αγγίζει το 37%. Τα αποτελέσµατα αυτά είναι ιδιαίτερα δυσµενή, αν σκεφτεί κανείς πως στον σεισµό του 1978 το 4.5% των κτιρίων είχαν χαρακτηριστεί ως κόκκινα
(Πενέλης, 2008). Βέβαια αυτό έχει να κάνει και µε το πώς εκτιµάται το κάθε επίπεδο βλάβης το οποίο είναι ένα θέµα που έχει σηµαντικές αβεβαιότητες. Αντίστοιχα, οι εκτιµώµενες οικονοµικές βλάβες είναι υπερδιπλάσιες για τους βελτιωµένους συντελεστές. Οι διαφορές αυτές οφείλονται µεταξύ άλλων στη διαφοροποίηση που επιφέρει η χρήση διαφορετικών συντελεστών εδαφικής ενίσχυσης στη σεισµική επικινδυνότητα (Σχήµα 2β). Οι βελτιωµένοι συντελεστές εδαφικής ενίσχυσης οδηγούν σε αύξηση των τετµηµένων του ελαστικού και εποµένως του ανελαστικού φάσµατος απαίτησης, και συνεπώς σε σηµεία επιτελεστικότητας µε µεγαλύτερες φασµατικές µετακινήσεις, που µε τη σειρά τους δίνουν µεγαλύτερες πιθανότητες βλάβης (Σχήµα 7). Πλήθος αβεβαιοτήτων και καθοριστικής σηµασίας υποθέσεων εµπλέκονται σε όλες τις φάσεις υπολογισµού των παραπάνω αποτελεσµάτων. Μια διεξοδική συζήτηση και αξιολόγηση γίνεται στην δηµοσίευση; Pitilakis, K. "Seismic risk assessment: certitudes, fallacies, incertitudes and the quest of soundness", Keynote Lecture in 2ECEES, Istanbul, August 2014. Πίνακας 1. Ποσοστά δοµηµένης επιφάνειας ανά επίπεδο βλάβης για περίοδο επαναφοράς 475 ετών. Table 1. Percentages of floor area per damage state, for a return period of 475 years Επίπεδο βλάβης Ισχύοντες συντελεστές Βελτιωµένοι συντελεστές εδαφικής ενίσχυσης ΕΚ8 εδαφικής ενίσχυσης ΕΚ8 Καθόλου [D1] 7.4% 6.4% Μικρές [D2] 17.6% 12.9% Μέτριες[D3] 54.4% 43.9% Σοβαρές [D4] 18.9% 22.4% Πλήρεις[D5] 1.7% 14.4% Εισάγοντας τα ποσοστά του Πίνακα 1 στην εξίσωση (1) υπολογίζεται ο µέσος λόγος βλάβης MDR (Πίνακας 2). Πίνακας 2. Μέσος λόγος βλάβης (MDR) για περίοδο επαναφοράς 475 ετών. Table 2. Mean Damage Ratio for a return period of 475 years Ισχύοντες συντελεστές εδαφικής ενίσχυσης ΕΚ8 Βελτιωµένοι συντελεστές εδαφικής ενίσχυσης ΕΚ8 MDR 7.94% 18.28% Θεωρώντας ένα µέσο κόστος ανακατασκευής ίσο µε 1000 /m 2, µπορούµε να εκτιµήσουµε τις αναµενόµενες οικονοµικές απώλειες (Πίνακας 3). Πίνακας 3. Εκτιµώµενες οικονοµικές απώλειες για περίοδο επαναφοράς 475 ετών. Table 3. Estimated economic losses for a return period of 475 years Ισχύοντες συντελεστές εδαφικής ενίσχυσης ΕΚ8 Βελτιωµένοι συντελεστές εδαφικής ενίσχυσης ΕΚ8 Οικονοµικές απώλειες ( ) 2.7 δις 6.2 δις 7 ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑΣ Τα αποτελέσµατα των προηγούµενων παραγράφων προέκυψαν µε τη χρήση της µεθόδου των φασµάτων απαίτησης και αντοχής. Η µεθοδολογία αποτελείται από ορισµένα βήµατα, καθένα από τα οποία ενέχει έναν αριθµό αβεβαιοτήτων. Τις πιο σηµαντικές πηγές αβεβαιότητας αποτελούν: (α) Οι σχέσεις υπολογισµού των συντελεστών µείωσης του ελαστικού φάσµατος ώστε να ληφθεί υπόψη η υστερητική απόσβεση λόγω ανελαστικής συµπεριφοράς του συστήµατος. Στην παρούσα εργασία χρησιµοποιήθηκαν οι σχέσεις των Newmark and Hall (1982). Με τις σχέσεις αυτές προκύπτουν σύµφωνα µε τους Casarotti et al. (2009) µεγαλύτερες τιµές µετακινήσεων για αποσβέσεις της τάξης του 10%-30%, σε σύγκριση µε τη χρήση άλλων
συντελεστών. Για την ποσοτικοποίηση της επιρροής της µεθόδου µείωσης των ελαστικών φασµάτων συγκρίθηκαν τα ποσοστά ανά επίπεδο βλάβης που προέκυψαν µε τη χρήση τεσσάρων διαφορετικών µεθοδολογιών (HAZUS, Newmark and Hall, 1982, Krawinkler and Nassar, 1992, Vidic et al., 1994, Miranda and Bertero, 1994) και προέκυψε ότι οι διαφορές αγγίζουν το 60% για πλήρεις βλάβες, το 25% για σοβαρές, το 80% για µέτριες, ενώ για καθόλου και µικρές βλάβες οι διαφορές φτάνουν µόλις το 10%. (β) Ο τρόπος µε τον οποίο λαµβάνεται υπόψη η διάρκεια του σεισµικού κραδασµού, η οποία επηρεάζει την υστερητική απόσβεση. Όσο µικρότερη είναι η διάρκεια τόσο µεγαλύτερη είναι η απόσβεση. Στην παρούσα εργασία η διάρκεια θεωρήθηκε µεσαίας τάξης µεγέθους (µεθοδολογία HAZUS). Εφαρµόστηκε παρόλα αυτά ολόκληρη η µεθοδολογία τόσο για µικρής όσο και µεγάλης διάρκειας σεισµούς και προέκυψε ότι, ιδιαίτερα για τα µεγάλα επίπεδα βλάβης, οι διαφορές είναι σηµαντικές. Πιο συγκεκριµένα, σε όρους ποσοστών ανά επίπεδο βλάβης, προέκυψε ότι οι διαφορές είναι της τάξης του 40% για πλήρεις και σοβαρές βλάβες, ενώ για µέτριες, µικρές και καθόλου βλάβες οι διαφορές δεν είναι σηµαντικές. (γ) Η επιλογή των καµπυλών αντίστασης και τρωτότητας, όπως και των φασµάτων απαίτησης. Σχήµα 7. Ελαστικά και ανελαστικά φάσµατα απαίτησης για την κατηγορία C του ΕΚ8, καµπύλες αντίστασης για τον συχνότερο τύπο κτιρίων και εκτίµηση του σηµείου επιτελεστικότητας µε χρήση: (α) των ισχυόντων και (β) των βελτιωµένων συντελεστών εδαφικής ενίσχυσης του ΕΚ8. Figure 7. Elastic and inelastic demand spectra for EC8 soil class C, capacity curves for the most common building type and calculation of performance point, using (a) the current and (b) the improved soil factors for EC8. 8. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Στην παρούσα εργασία παρουσιάστηκε συνοπτικά η µεθοδολογία εκτίµησης της σεισµικής διακινδύνευσης πόλεων και έγινε εφαρµογή της στην πόλη της Θεσσαλονίκης µε χρήση των ισχυόντων και των βελτιωµένων συντελεστών εδαφικής ενίσχυσης του ΕΚ8. Οι εκτιµώµενες βλάβες και οικονοµικές απώλειες είναι µεγαλύτερες µε τη χρήση των βελτιωµένων τιµών, καθώς αυτές αυξάνουν τη σεισµική επικινδυνότητα. Στα διαφορετικά στάδια της προτεινόµενης µεθοδολογίας ενέχονται διάφορες πηγές αβεβαιοτήτων, οι οποίες πρέπει να λαµβάνονται σοβαρά υπόψη ειδικά από µη έµπειρους χρήστες. 9. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Η παρούσα εργασία πραγµατοποιήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράµµατος Seismic Hazard Harmonization in Europe Network of European Research Infrastructures for Earthquake Risk Assessment and Mitigation (http://share-eu.org/), το οποίο χρηµατοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Grant agreement no: 226967). 10. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Πενέλης, Γ. (2008) "Σεισµός της Θεσσαλονίκης 1978: Καµπή στην αντισεισµική προστασία της χώρας". 30 χρόνια µετά το σεισµό της Θεσσαλονίκης. Μνήµες και προοπτική. Πολυτεχνική Σχολή Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη, Μάιος, σελ. 7-17 ATC-40 (1996). "Seismic evaluation and retrofit of concrete buildings". Applied Technology Council, Redwood City, California. Casarotti, C., Monteiro, R. and Pinho, R. (2009) "Verification of spectral reduction factors for seismic assessment of bridges". Bulletin of the New Zealand Society for Earthquake Engineering, Vol. 42, pp. 111-121. CEN (European Committee for Standardization) (2004). "Eurocode 8: Design of structures for earthquake resistance, Part 1: General rules, seismic actions and rules for buildings". EN 1998-1:2004. Brussels, Belgium. D'Ayala, D., Kappos, A., Crowley, H., Antoniadis, P., Colombi, M., Kishali, E., Panagopoulos, G. and Silva, V. (2012). "Providing building vulnerability data and analytical fragility functions for PAGER". Final Technical Report. Fajfar, P,. and Gaspersic, P. (1996). "The N2 method for the seismic damage analysis for RC buildings". Earthquake Engineering & Structural Dynamics, Vol. 25, pp. 23 67. FEMA & NIBS (1999). Earthquake loss estimation methodology HAZUS 99. Federal Emergency Management Agency and National Institute of Buildings Sciences, Washington DC. Freeman, S.A. (1998). "The capacity spectrum method as a tool for seismic design". In: Proceedings of the 11th European Conference on Earthquake Engineering, Paris, France. Kappos, A.J., Panagopoulos, G., Panagiotopoulos, C. and Penelis, G. (2006). "A hybrid method for the vulnerability assessment of R/C and URM buildings". Bulletin of Earthquake Engineering, Vol. 4, pp. 391-413. doi 10.1007/s10518-006-9023-0. Krawinkler, H., and Miranda, E. (2004) "Chapter 9: Performance Based earthquake Engineering. Earthquake Engineering: From Engineering Seismology to Performance- Based Engineering, Bozorgnia, Y. Bertero, V. V. Eds. CRC Press, Florida. Krawinkler, H., and Nassar, A.A. (1992). "Seismic design based on ductility and cumulative damage demands and capacities". In: Nonlinear seismic analysis and design of reinforced concrete buildings. Edited by H. Krawinkler and P. Fajfar. Elsevier Applied Science, UK. pp. 95 104. Miranda, E. and Bertero, V. (1994). "Evaluation of Strength Reduction Factors for Earthquake-Resistant Design". Earthquake Spectra, Vol. 10, pp. 357-379. Newmark, N.M. and Hall W.J. (1982). "Earthquake Spectra and Design". Earthquake Engineering Research Institute, EERI, Berkeley, California. Pitilakis, K. (2014). "Seismic risk assessment: certitudes, fallacies, incertitudes and the quest of soundness", Keynote Lecture in 2ECEES, Istanbul, August 2014. Pitilakis, K., Riga, E. and Anastasiadis, A. (2012). "Design spectra and amplification factors for Eurocode 8". Bulletin of Earthquake Engineering, Vol. 10, pp. 1377-1400. doi: 10.1007/s10518-012-9367-6. RISK-UE (2001-2004). "An advanced approach to earthquake risk scenarios, with applications to different European cities". Research Project, European Commission, Project No: EVK4-CT-2000-00014, coordinator P. Mouroux. SYNER-G (2009-2012). "Systemic Seismic Vulnerability and Risk Analysis for Buildings, Lifeline Networks and Infrastructures Safety Gain". FP7 Research Project, European Commission, Project No: 244061, coordinator K. Pitilakis. Vidic, T., Fajfar P., Fischinger, M. (1994). "Consistent Inelastic Design Spectra: Strength and Displacement". Earthquake Engineering and Structural Dynamics, Vol. 23, pp. 507-521.