ΟΙ ΠΑΓΙΩΜΕΝΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ, ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΙΚΟΤΗΤΑ

Σχετικά έγγραφα
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΩΣ ΞΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΩΣ ΔΕΥΤΕΡΗ/ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πρόλογος της γαλλικής έκδοσης

Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ

ヤ Διδασκαλία της Γλώσσας στις τάξεις Γ & Δ

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΓΛΩΣΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ:

Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. Μαρία-Ανδρονίκη Τραυλού

2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΝΓ

Φροντιστήρια "ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ" 1. Οδηγίες για την αξιολόγηση των φιλολογικών μαθημάτων στο Γυμνάσιο

Για την εξέταση των Αρχαίων Ελληνικών ως μαθήματος Προσανατολισμού, ισχύουν τα εξής:

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΑΛ 102 Προφορικός λόγος 6 ΓΑΛ 103 Γραπτός λόγος I 6 ΓΑΛ 170 e-french 6 ΓΑΛ Μάθημα περιορισμένης επιλογής 6

Κεφάλαιο Ένα Επίπεδο 1 Στόχοι και Περιεχόμενο

3ο Νηπ/γείο Κορδελιού Τμήμα Ένταξης

ΦΟΡΜΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. 1) Στάση του μαθητή/τριας κατά τη διάρκεια του μαθήματος: Δεν την κατέχει. Την κατέχει μερικώς. επαρκώς

Ψηφίδες για τη Νεοελληνική Γλώσσα

Η περίληψη δεν είναι ξεχωριστό γραμματειακό είδος αλλά ένας τρόπος συνοπτικής απόδοσης προϋπάρχοντος κειμένου δια της οποίας επιδιώκεται:

ヤ Διδασκαλία της Γλώσσας στη Δ τάξη

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου

Μοντέλα γλωσσικής επεξεργασίας: σύνταξη

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Γ ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Λεξικός δανεισμός και ειδικά λεξιλόγια Πρόταση για διαθεματική διδασκαλία

Γιούλη Χρονοπούλου Μάιος Αξιολόγηση περίληψης

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

710 -Μάθηση - Απόδοση. Κινητικής Συμπεριφοράς: Προετοιμασία

Δρ Άντρη Καμένου ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ ΥΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΠΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΥΛΥΚΟ - ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΟΥΜΕ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

Εκπαιδευτική παρέμβαση στον αφηγηματικό λόγο νηπίου με γλωσσική διαταραχή

ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2007 ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΥΠΟΤΡΟΦΩΝ ΚΑΘΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΑΤΑΛΑ Α ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Χρήστος Μαναριώτης Σχολικός Σύμβουλος 4 ης Περιφέρειας Ν. Αχαϊας Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ ΣΤΗΝ Α ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

παράγραφος Εκταση Περιεχόμενο Δομή Εξωτερικά στοιχεία 8-10 σειρές Ολοκληρωμένο νόημα Οργανωμένη και λογική Εμφανή και ευδιάκριτα

Δ Φάση Επιμόρφωσης. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γραφείο Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων. 15 Δεκεμβρίου 2010

Οι γλώσσες αλλάζουν (5540)

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ

ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΔΙΑΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΤΕΧΝΟΓΛΩΣΣΙΑ VII»

Γλωσσική επιμέλεια: επιλογή ή αναγκαιότητα; Άννα Ιορδανίδου

Αξιότιμοι κυρίες και κύριοι, Αγαπητοί μου

«Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου σε τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά ηλικίας 6 8 ετών»

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

Φυλλάδιο Εργασίας 1. Ενδεικτικές Απαντήσεις. Αξιολόγηση Διδακτικών Δραστηριοτήτων από τα διδακτικά εγχειρίδια

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 5

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ & ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΛΟΓΟΥ Το Διαδικαστικό Μοντέλο

Εναλλακτικές στρατηγικές, Πρακτικές και Προσεγγίσεις για κατάκτηση πυρηνικών γνώσεων και ορολογίας

Καλές και κακές πρακτικές στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας. Άννα Ιορδανίδου ΠΤΔΕ Παν/μίου Πατρών

Διαφοροποίηση στα φύλλα εργασίας

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

Στάδια Ανάπτυξης Λόγου και Οµιλίας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΣΕ Π ΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΙΚΟ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

Να επιλύουμε και να διερευνούμε γραμμικά συστήματα. Να ορίζουμε την έννοια του συμβιβαστού και ομογενούς συστήματος.

Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΓΕΝΝΗΣΗ 6 ΕΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Δ.Π.Μ.Σ.)

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

ΕΙΔΗ ΔΕΥΤΕΡΕΥOΥΣΩΝ ΠΡOΤΑΣΕΩΝ Τη θεωρία της ύλης θα τη βρείτε: Βιβλίο μαθητή σελ και Βιβλίο Γραμματικής σελ

Μέθοδος-Προσέγγιση- Διδακτικός σχεδιασμός. A. Xατζηδάκη, Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μιο Κρήτης

Οδηγίες διδασκαλίας για τη Νέα Ελληνική Γλώσσα Α και Β τάξεις Ημερήσιου ΓΕΛ Α Β Γ τάξεις Εσπερινού ΓΕΛ

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΙΩΑΝΝΑ ΚΟΥΜΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2016

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ -ΕΚΠΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

Πιστοποίηση επάρκειας της ελληνομάθειας. Οδηγίες για την ανάπτυξη εξεταστικών ερωτημάτων

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ Ή ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

Σχετικά με τη διδακτική προσέγγιση του γλωσσικού δανεισμού

5.4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΜΕ ΡΗΤΟΥΣ ΑΡΙΘΜΟΥΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ. Μάθημα 1 ο : Εισαγωγή στην γλωσσική τεχνολογία. Γεώργιος Πετάσης. Ακαδημαϊκό Έτος:

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ΑΝΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΗΜΑΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Β ΤΑΞΗ (Σ. Καρύπη, Μ. Χατζοπούλου) Ι.Ε.Π. 2018

Συγγραφή Τεχνικών Κειμένων

Mία πρόταση για το μάθημα των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο

Ιδανικός Ομιλητής. Δοκιμασία Αξιολόγησης Α Λυκείου. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd Εκπαιδευτήρια «Νέα Παιδεία» 22 Μαΐου 2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ -ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΙΑ ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

ΠΡΟΣ : ΚΟΙΝ.: Ι. ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

Μελέτη περίπτωσης εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης - MultiBlog. Ισπανική γλώσσα. 33 φοιτητές (ενήλικες > 25 ετών) και 2 εκπαιδευτικοί

Το Μάθημα της Γλώσσας στο Δημοτικό του Κολλεγίου Αθηνών

Δυσλεξία και Ξένη Γλώσσα

Ανάλυση των δραστηριοτήτων κατά γνωστική απαίτηση

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

Γνωστική Ψυχολογία ΙΙ (ΨΧ 05) Γλώσσα (1)

ΕΝΤΑΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ (Ε.Χαραλάμπους)

Ενότητες Α και Β (Α' Μέρος). Από τη γραμμικότητα στη συστατικότητα. Δομή και συστατικότητα. Δομικοί κανόνες.

Αιτία παραποµπής Ε Ω ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΤΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΤΟΥ ΠΑΙ ΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ.

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

Διδάσκοντας την ελληνική ως δεύτερη γλώσσα στη Δημοτική Εκπαίδευση

«Η ελληνική γλώσσα στην ανώτατη. και στην τεχνολογία Εθνική και διεθνής διάσταση» Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΟΙ ΠΑΓΙΩΜΕΝΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ, ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΙΚΟΤΗΤΑ ΧΙΩΤΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Τριμελής Επιτροπή Χ. Συμεωνίδης (επόπτης) Β. Κατσαρός Α. Αναστασιάδη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010

2 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελ 0. ΕΙΣΑΓΩΓΗ.... 7 1. ΠΑΓΙΩΜΕΝΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ... 12 1.1. Γενικά...... 10 1.2. Ορολογία... 15 1.2.1. Οι όροι έκφραση, φρασεολογία, φράση και ιδιωτισμός στα ελληνικά λεξικά.. 18 1.2.2. Ορισμοί που έχουν προταθεί για τις παγιωμένες εκφράσεις 21 1.2.3. Πώς ορίζουμε τις παγιωμένες εκφράσεις στην παρούσα εργασία 22 1.2.4. Οριοθέτηση της έρευνας... 27 1.3. Οι λεξιλογικές συνάψεις... 32 1.4. Παγιωμένες εκφράσεις και παροιμίες... 36 2. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΠΑΓΙΩΜΕΝΩΝ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ..... 41 2.1. Γενικά.. 41 2.1.1. Η μη συνθετικότητα.. 44 2.1.2. Η μη ανάλυση... 50 2.1.3. Η αδιαφάνεια.... 52 2.1.4. Το μεταφορικό νόημα... 55 2.1.5. Η συμβατικότητα και η καθιέρωση...... 57 2.1.6. Η λεξικοποίηση και η απομνημόνευση... 58 2.1.7. Μη επικαιροποίηση των συστατικών στοιχείων.... 59 2.1.8. Η σημαδεμένη σύνταξη...... 60 2.1.9. Ετυμολογία... 61 2.1.10. Βαθμός παγίωσης.... 61 2.1.10.1. Η κλίμακα του Fraser....... 63 2.2. Περιορισμοί των παγιωμένων εκφράσεων...... 64 2.2.1. Περιορισμοί ως προς το λεξιλόγιο των παγιωμένων εκφράσεων..... 65 2.2.1.1. Λέξεις που απαντούν στις παγιωμένες εκφράσεις.... 65 2.2.1.2. Το λεξικό μπλοκάρισμα.... 69 2.2.2. Περιορισμοί ως προς τη γραμματική... 72 2.2.2.1. Ο αριθμός και το γένος στις παγιωμένες εκφράσεις.. 72 2.2.2.2. Περιορισμοί ως προς το χρόνο και το πρόσωπο 73

3 2.2.2.3. Περιορισμοί ως προς τις τροπικότητες.. 75 2.2.2.4. Περιορισμοί ως προς τη φωνή.. 79 2.2.2.5. Ο ρόλος του άρθρου στις παγιωμένες εκφράσεις..... 80 2.2.2.6. Οι αντωνυμίες στις παγιωμένες εκφράσεις... 85 2.2.3. Η συντακτική ακαμψία. 87 2.2.3.1. Περιορισμοί ως προς τη διάταξη των όρων... 88 2.2.3.2. Έλλειψη δυνατότητας συντακτικών μετασχηματισμών... 89 2.2.3.2.1. Παθητικοποίηση..... 91 2.2.3.2.2. Αντωνυμιοποίηση, ονοματοποίηση..... 93 2.2.3.2.3. Εγκλιτικοποίηση, ανύψωση, αναφορικοποίηση, ερώτηση 94 2.2.3.3. Περιορισμοί στους προσδιορισμούς... 94 2.2.3.4. H αδυναμία παράλειψης λέξεων στις παγιωμένες εκφράσεις... 95 2.2.4. Ο προφορικός χαρακτήρας των παγιωμένων εκφράσεων... 97 2.2.5. Τροποποιήσεις των παγιωμένων εκφράσεων: Η αποπαγίωση. 99 2.2.6. Αλλαγή και κινητικότητα των στοιχείων που αποτελούν μια έκφραση.. 104 2.2.7. Ποικιλίες και συνώνυμες παγιωμένες εκφράσεις. 105 2.2.8. Αντώνυμες παγιωμένες εκφράσεις...... 107 2.2.9. Η πολυσημία και η ομωνυμία στις παγιωμένες εκφράσεις... 108 2.2.10. Σχήματα λόγου... 110 2.2.10.1. Επαναλήψεις 2.2.10.2. Παγιωμένες εκφράσεις και μεταφορά. 111 113 2.2.10.3. Μετωνυμία... 124 2.3. Η χρήση των παγιωμένων εκφράσεων 125 3. Η ΕΚΜΑΘΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΓΙΩΜΕΝΩΝ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ... 129 3.1. Μοντέλα κατανόησης των παγιωμένων εκφράσεων... 129 3.1.1. Μη συνθετικά μοντέλα... 130 3.1.2. Συνθετικά μοντέλα 138 3.1.3. Συνδυασμοί συνθετικών και μη συνθετικών μοντέλων... 140 3.2. Η κατανόηση των παγιωμένων εκφράσεων από τα παιδιά..... 142 3.3. Η διδασκαλία των παγιωμένων εκφράσεων μιας ξένης γλώσσας 146 3.4. Παγιωμένες εκφράσεις και λεξικογραφία 152 4. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ... 163 4.1. Γενικά..... 163

4 4.2. Πηγές άντλησης των παγιωμένων εκφράσεων. 163 4.3. Η προέλευση των παγιωμένων εκφράσεων της νέας ελληνικής από χρονολογική άποψη.... 168 4.3.1. Παγιωμένες εκφράσεις από τα αρχαία ελληνικά... 169 4.3.2. Παγιωμένες εκφράσεις από τα λατινικά... 171 4.3.3. Παγιωμένες εκφράσεις που απαντούν και σε βυζαντινά κείμενα 172 4.3.4. Παγιωμένες εκφράσεις από τη γλώσσα της εκκλησίας 173 4.3.5. Παγιωμένες εκφράσεις από την καθαρεύουσα. 176 4.3.6. Παγιωμένες εκφράσεις από τα τουρκικά... 177 4.3.7. Παγιωμένες εκφράσεις από την αγγλική και γαλλική γλώσσα 179 4.4. Οι παγιωμένες εκφράσεις και οι σχέσεις μεταξύ των γλωσσών. 179 5. ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ... 186 5.1. Γενικά... 186 5.2. Ταξινόμηση των παγιωμένων εκφράσεων με βάση λεξιλογικά και σημασιολογικά κριτήρια..... 191 5.2.1. Η επεξεργασία του υλικού μας.... 192 5.2.2. Παγιωμένες εκφράσεις με αριθμητικά..... 194 5.2.3. Τα υποκοριστικά στις παγιωμένες εκφράσεις...... 196 5.2.4. Τα κύρια ονόματα στις παγιωμένες εκφράσεις.... 197 5.2.5. Τα ζώα στις παγιωμένες εκφράσεις. 200 5.2.6. Παγιωμένες εκφράσεις με φυτά.... 204 5.2.7. Οι αφηρημένες έννοιες στις παγιωμένες εκφράσεις 207 5.2.8. Αντικείμενα του υλικού πολιτισμού στις παγιωμένες εκφράσεις... 208 5.2.9. Παγιωμένες εκφράσεις με μέρη του σώματος......... 210 5.2.10 Παγιωμένες εκφράσεις με χρώματα.... 216 5.2.11. Παγιωμένες εκφράσεις με ηχοποιητικά..... 217 5.2.12. Παγιωμένες εκφράσεις με άσεμνες λέξεις...... 218 5.2.13. Οι στερεότυπες παρομοιώσεις... 219 5.2.14. Παγιωμένες εκφράσεις από τμήματα παροιμιών........ 226 5.2.15. Το άτομο στις παγιωμένες εκφράσεις. 227 5.2.16. Αρνητική και θετική διάσταση των παγιωμένων εκφράσεων.... 228 5.2.17. Υποκατηγορίες της θετικής και αρνητικής διάστασης των παγιωμένων εκφράσεων... 229

5 5.2.18. Παγιωμένες εκφράσεις με υπερβολή... 243 5.2.19. Παγιωμένες εκφράσεις με ειρωνεία. 243 6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 245 7. ΕΠΙΛΟΓΟΣ 251 8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 256 9. ΠΕΡΙΛΗΨΗ..... 280 10. RÉSUMÉ... 281 11. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ... 282

6 Ευχαριστίες Ευχαριστώ θερμά όλους όσους βοήθησαν, με το δικό του τρόπο ο καθένας, στην ολοκλήρωση της παρούσας διατριβής. Βαθιά είναι η ευγνωμοσύνη μου προς τον καθηγητή της Ιστορικής Γλωσσολογίας κ. Χαράλαμπο Συμεωνίδη, Ομότιμο καθηγητή σήμερα του Τμήματος Φιλολογίας, γιατί με παρακίνησε να ασχοληθώ με την ελληνική φρασεολογία, καθώς και για τις κατευθύνσεις έρευνας που μου πρόσφερε και την πολύτιμη επιστημονική του καθοδήγηση κατά την εκπόνηση της διατριβής. Σημαντική ήταν η συμβολή της καθηγήτριας της Γλωσσολογίας κ. Άννας Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, μέλους της τριμελούς επιτροπής. Mου πρόσφερε κατευθύνσεις έρευνας και έθεσε στη διάθεσή μου πολύτιμη βιβλιογραφία, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην ολοκλήρωση της παρούσας διατριβής. Επίσης, διόρθωσε τις διαδοχικές μορφές του κειμένου προσφέροντας πολυτιμότατες παρατηρήσεις και υποδείξεις. Πέρα από το επιστημονικό κομμάτι σημαντική ήταν και η ηθική συμπαράσταση, καθώς με ενίσχυσε ψυχολογικά και με ενθάρρυνε να συνεχίσω όταν αντιμετώπιζα δυσκολίες. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τον κ. Κατσαρό, καθηγητή της Μεσαιωνικής Ελληνικής Φιλολογίας και μέλος της τριμελούς επιτροπής, για τις υποδείξεις του όσον αφορά το ερευνητικό μέρος και τις λεπτομερείς παρατηρήσεις σχετικά με το περιεχόμενο και τη δομή της εργασίας. Ευχαριστώ ακόμη την κ. Ευθυμίου, επίκουρη καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης ΔΠΘ., την κ. Κουτίτα-Καϊμάκη, επίκουρη καθηγήτρια της Γλωσσολογίας, την κ. Ματθαιουδάκη, επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας και την κ. Τίτα-Κυριακοπούλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, μέλη της επταμελούς επιτροπής, για τα επικοδομητικά τους σχόλια και τις καίριες υποδείξεις τους.

7 0. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η φρασεολογία ήταν ένα αντικείμενο το οποίο αγνοούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα η ευρωπαϊκή και αμερικανική γλωσσολογία. Η μελέτη της, όπως και των παγιωμένων εκφράσεων, ξεκίνησε στην πρώην Σοβιετική Ένωση 1 και μεταλαμπαδεύτηκε στον δυτικό κόσμο μέσω των δίγλωσσων ερευνητών της πρώην Ανατολικής Γερμανίας (Συμεωνίδης, 2000: 11). 2 Ωστόσο από το 1970 και εξής οι έρευνες είναι πολυάριθμες σε όλο τον κόσμο. Μάλιστα το σχετικό ενδιαφέρον αποτυπώνεται στον αριθμό των δημοσιεύσεων και των συνεδρίων που είναι αφιερωμένα σ αυτή από το 1981 και μετά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα διεθνή συνέδρια με το όνομα EUROPHRAS. Ο όρος φρασεολογία έχει δύο χρήσεις: μία για να δηλώσει τον γλωσσολογικό τομέα που ασχολείται με τους φρασεολογισμούς μιας γλώσσας και μια δεύτερη για να εκφράσει το σύνολο των φρασεολογισμών μιας γλώσσας (Burger, 1998: 11). Φρασεολογισμοί ονομάζονται οι εκφράσεις που αποτελούνται από δύο ή περισσότερες λέξεις χωρίς να αποτελούν υποχρεωτικά πλήρη πρόταση (πολυλεξικότητα) και οι λέξεις αυτές δημιουργούν ένα συνδυασμό που δεν υπάρχει για μία μόνο φορά, αλλά βρίσκεται στο νοητικό λεξικό των ομιλητών της γλώσσας όπως ακριβώς και οι μεμονωμένες λέξεις (σταθερότητα) (βλ. Burger, 1998: 11, Fleischer, 1982: 12-13, Hoerler, 2003: 14). Αν στα δύο αυτά χαρακτηριστικά των φρασεολογισμών, δηλαδή την πολυλεξικότητα και τη σημασιολογική-συντακτική σταθερότητα προσθέσουμε και το χαρακτηριστικό της ιδιωματικότητας (το συνολικό νόημα δεν προκύπτει από τη σημασία των ξεχωριστών συστατικών σύμφωνα με τους συντακτικούς και σημασιολογικούς κανόνες της σύνδεσης), θα έχουμε μια ιδιαίτερη ομάδα των φρασεολογισμών, τις παγιωμένες εκφράσεις. Πρόκειται για φρασεολογισμούς των οποίων το συνολικό νόημα δεν μεταφράζεται ομαλά, δηλαδή η σημασία τους δεν είναι ο συνδυασμός της σημασίας των χωριστών συστατικών τους, π.χ. έβγαλε όνομα, δάγκωσε τη λαμαρίνα, αγοράζει γουρούνι στο σακί, φάγαμε ψωμί κι αλάτι, έμεινε στους πέντε δρόμους, δεν ιδρώνει τ αφτί του, είναι διαβόλου κάλτσα 3 (Burger, 1998: 14-15, Συμεωνίδης, 2000: 27-52, Schönpos, 2008: 13-16, 1 Η φρασεολογία ιδρύθηκε ως αυτόνομος τομέας στη σοβιετική γλωσσική επιστήμη με την εργασία του V. Vinogradov (1946). Για τις θεωρίες των Vinogradov και Amosova βλ. Cowie (1998). 2 Σήμερα στην πρώην σοβιετική ένωση η φρασεολογική έρευνα εξετάζεται ως αυτόνομος γλωσσολογικός κλάδος δίπλα στην λεξικολογία, ενώ στους γερμανόφωνους η φρασεολογία θεωρείται κλάδος της λεξικολογίας (Fleischer, 1982: 15-16). 3 Τα παραδείγματα είναι από τον Συμεωνίδη (2000: 19).

8 Tomenendalová, 2006: 7). Κάποιοι μιλάνε στην περίπτωση αυτή για φρασεολογία με στενότερο νόημα. Στη φρασεολογία υπό ευρεία έννοια περιλαμβάνονται οι παροιμίες (και οι αντιπαροιμίες), οι ρήσεις, οι βελερισμοί, τα γνωμικά και τα έπεα πτερόεντα, των οποίων χαρακτηριστικά είναι η πολυλεξικότητα και η σταθερότητα. Ωστόσο στη νεότερη έρευνα δείχτηκε ότι ο ευρύτερος και ο στενότερος τομέας της φρασεολογίας δεν διαχωρίζονται τόσο ξεκάθαρα μεταξύ τους και ότι μια πιο αυστηρή οριοθέτηση δεν είναι επιθυμητή (Burger, 1998: 11). Να επισημάνουμε ακόμη ότι η φρασεολογία δεν περιλαμβάνει μόνο φράσεις (σταθερές συνδέσεις λέξεων με τη γραμματική σύνταξη μιας πρότασης), αλλά και φρασήματα, δηλαδή σταθερές συνδέσεις λέξεων με τη γραμματική σύνταξη μιας ομάδας λέξεων (Fleischer, 1982:15, Συμεωνίδης, 2000: 18). Το αντικείμενο της σύγχρονης έρευνας όσον αφορά τη φρασεολογία έχει επεκταθεί περισσότερο σε σχέση με τα πρώτα χρόνια καθώς τα τελευταία χρόνια η έρευνα πήρε μια νέα κατεύθυνση. Συγκεκριμένα, από τη μια πλευρά εφαρμόζει μεθόδους άλλων κλάδων στην φρασεολογική έρευνα και από την άλλη πλευρά ξεπερνά τα σύνορα της παραδοσιακής φρασεολογίας, επιχειρώντας να ορίσει νέα. Ένα σημαντικό βήμα που έγινε εδώ και μερικά χρόνια είναι η χρήση του υπολογιστή ως βοήθημα και εργαλείο της φρασεολογίας. Έτσι τα ηλεκτρονικά σώματα δεδομένων δημιουργούν τα εμπειρικά θεμέλια για έρευνες στη χρήση του λόγου και προμηθεύουν τη βάση για τη συγγραφή λεξικών και βοηθημάτων μάθησης. Επιπλέον οι αναλύσεις των γλωσσικών στοιχείων τόσο από σώματα δεδομένων όσο και από ερωτηματολόγια γίνονται αυτόματα με τον υπολογιστή. Τέλος το διαδίκτυο ως μέσο επικοινωνίας δίνει τη δυνατότητα διεθνούς συνεργασίας και δημοσίευσης των εργασιών και των αποτελεσμάτων (Hallsteinsdóttir & Farø, 2006). Παρόλα αυτά, η φρασεολογία στην Ελλάδα, αν εξαιρέσουμε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις, αποτελούσε για πολλά χρόνια ένα αντικείμενο άγνωστο. Το αυξημένο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια εκδηλώνεται με τη συγγραφή λεξικών, άρθρων και μελετών. Σ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η προσπάθεια του Συμεωνίδη (2000) με την συγγραφή ενός εισαγωγικού εγχειριδίου στην ελληνική φρασεολογία. Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι ένα κομμάτι της φρασεολογίας, οι παγιωμένες εκφράσεις της ελληνικής γλώσσας, και σκοπός της είναι να παρουσιαστούν τα χαρακτηριστικά των παγιωμένων εκφράσεων της ελληνικής, να γίνει μια πρώτη προσπάθεια σύνδεσης των παγιωμένων εκφράσεων μέσα στο χρόνο

9 και τέλος να ταξινομηθούν. Τα θέματα στα οποία υπάρχει συνήθως διαφωνία, όχι μόνο στα ελληνικά αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, αφορούν την ορολογία, την ταξινόμηση και τα κριτήρια που καθορίζουν το τι περιλαμβάνεται στις παγιωμένες εκφράσεις. Οι τρεις αυτοί τομείς είναι αλληλοεξαρτώμενοι: τα κριτήρια καθορισμού προΐστανται της ταξινόμησης, η οποία με τη σειρά της καθορίζει την ορολογία (Schapira, 1999: 4). Έτσι, ένα πρώτο ερώτημα είναι τι θα περιλαμβάνουμε όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «παγιωμένες εκφράσεις». Αρχικά λοιπόν θα οριστούν οι «παγιωμένες εκφράσεις» και θα αναφερθούν τα προβλήματα που δημιουργούνται από μια τέτοια προσπάθεια. Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται είναι αν οι παγιωμένες εκφράσεις έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά που τις κάνουν να ξεχωρίζουν και αν αποτελούν ενιαίο σύνολο. Για το λόγο αυτό θα παρουσιαστούν τα στοιχεία που τις χαρακτηρίζουν, επιδιώκοντας να εντοπιστούν κοινά χαρακτηριστικά. Θα μας απασχολήσει ακόμη το πώς και σε ποια ηλικία μαθαίνουν οι φυσικοί ομιλητές τις παγιωμένες εκφράσεις, αλλά και το πώς μπορούν να διδαχτούν σε ξενόγλωσσους. Αυτό θα γίνει παρουσιάζοντας τις θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί όσον αφορά τον τρόπο μάθησης των παγιωμένων εκφράσεων από τους φυσικούς ομιλητές μιας γλώσσας και από τους ξένους που προσπαθούν να μάθουν μια άλλη γλώσσα. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε ιστορικά την παρουσία των παγιωμένων εκφράσεων στην ελληνική γλώσσα αναζητώντας την παρουσία τους σε διάφορες περιόδους της ελληνικής ξεκινώντας από τα αρχαία ελληνικά. Το ερώτημα στο οποίο θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε είναι αν υπάρχει επίδραση των ξένων γλωσσών και κυρίως των γειτονικών στις παγιωμένες εκφράσεις μιας γλώσσας και ειδικότερα της τουρκικής στην ελληνική. Τέλος θα επιδιώξουμε να ταξινομήσουμε τις παγιωμένες εκφράσεις του corpus μας με βάση σημασιολογικά και λεξιλογικά χαρακτηριστικά και μέσω της ταξινόμησης αυτής θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε συγκεκριμένα ερωτήματα. Θα εξετάσουμε αν κάποιες λέξεις ή κατηγορίες λέξεων και εννοιών έχουν συχνή παρουσία στις παγιωμένες εκφράσεις της ελληνικής. Θα διερευνήσουμε ποιες είναι αυτές και θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε την παρουσία τους και τη συχνότητα εμφάνισής τους. Πιο συγκεκριμένα, θα διερευνήσουμε την συχνότητα εμφάνισης στις παγιωμένες εκφράσεις των αριθμητικών, των υποκοριστικών, των κύριων ονομάτων, των ζώων και των φυτών, των αντικειμένων του υλικού πολιτισμού, των αφηρημένων εννοιών, των μερών του σώματος, των χρωμάτων, των ηχοποιητικών και των άσεμνων λέξεων. Θα εξετάσουμε ακόμη τις στερεότυπες παρομοιώσεις και τις παγιωμένες εκφράσεις που

10 αποτελούν τμήματα παροιμιών. Επιπλέον θα διερευνήσουμε τη σημασία των παγιωμένων εκφράσεων σε σχέση με το άτομο. Δηλαδή θα εξετάσουμε πόσες από τις παγιωμένες εκφράσεις που μελετήσαμε αναφέρονται στο ίδιο το άτομο και τον εσωτερικό του κόσμο, πόσες αφορούν τις σχέσεις του με άλλα άτομα και πόσες αφορούν καταστάσεις. Επίσης, ένα ερώτημα στο οποίο θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε είναι το κατά πόσο οι παγιωμένες εκφράσεις έχουν θετική ή αρνητική διάσταση και ποιες υποκατηγορίες θετικής και αρνητικής διάστασης εμφανίζουν την μεγαλύτερη συχνότητα. Τέλος, θα εξετάσουμε την πρακτική ωφέλεια μιας τέτοιας ταξινόμησης όσον αφορά τη μελέτη και τη διδασκαλία των παγιωμένων εκφράσεων της νέας ελληνικής. Η εργασία αυτή στηρίχθηκε σε ένα σώμα 10.000 φρασεολογισμών της νέας ελληνικής που προέρχονται από το πρόγραμμα με την ονομασία «Ελληνική Φρασεολογία», το οποίο εκπονήθηκε με επιχορήγηση της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας. Βραχυπρόθεσμος στόχος του προγράμματος αυτού ήταν η εκπόνηση ενός εισαγωγικού εγχειριδίου για τη νεοελληνική φρασεολογία και μακροπρόθεσμος στόχος η σύνταξη φρασεολογικού λεξικού της νέας ελληνικής. Από το corpus αυτό διατηρήθηκαν όσες εκφράσεις συμφωνούσαν με τα κριτήρια που ορίζουμε στη συνέχεια για τις παγιωμένες εκφράσεις (βλ. κεφ. 1.2.3.), ενώ παράλληλα διευρύνθηκε με τη βοήθεια φρασεολογικών λεξικών (βλ. βιβλιογραφία), την προσωπική μας εμπειρία και την καταγραφή παγιωμένων εκφράσεων από εφημερίδες και περιοδικά. Το αποτέλεσμα ήταν να προκύψει ένα σύνολο 4798 εκφράσεων που αποτέλεσαν το σώμα δεδομένων της παρούσας έρευνας. Από τις εκφράσεις αυτές 1822 παρατίθενται ως παραδείγματα στην παρούσα διατριβή και καταγράφονται σε παράρτημα στο τέλος της διατριβής με παράλληλη αναγραφή της σελίδας του κειμένου όπου απαντούν. Πιστεύουμε ότι με την παρούσα εργασία θα συμβάλουμε στη μελέτη την ελληνικών παγιωμένων εκφράσεων δίνοντας ένα θεωρητικό αλλά και πρακτικό υπόβαθρο για τη συγγραφή ειδικών λεξικών και τη δημιουργία ειδικών προγραμμάτων σε υπολογιστές καθώς και για τη διδασκαλία των παγιωμένων εκφράσεων τόσο σε ξένους που μαθαίνουν τα ελληνικά, όσο και σε όσους έχουν τα ελληνικά μητρική γλώσσα. Επιπλέον η ταξινόμηση που προτείνουμε μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για περαιτέρω έρευνα των παγιωμένων εκφράσεων, επειδή η κατηγοριοποίηση με βάση σημασιολογικά και λεξιλογικά χαρακτηριστικά που επιχειρούμε κάνει πιο εύκολη τη μελέτη τους και τον εντοπισμό των εξαιρέσεων.

11 Φυσικά με την εργασία αυτή δεν έχουν εξαντληθεί όλα τα θέματα που αφορούν τις παγιωμένες εκφράσεις, καθώς κάθε επιμέρους επίπεδο της γλωσσικής ανάλυσης προσφέρει πληθώρα θεμάτων για ξεχωριστή και περαιτέρω μελέτη. Στην εργασία αυτή δίνεται το γενικό πλαίσιο, μια βάση που πιστεύουμε ότι ανοίγει το δρόμο για περισσότερες και ειδικότερες μελέτες όσον αφορά τις παγιωμένες εκφράσεις.

12 1. ΠΑΓΙΩΜΕΝΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ 1.1. Γενικά Στο κεφάλαιο αυτό θα εξετάσουμε την ορολογία που χρησιμοποιείται για τις παγιωμένες εκφράσεις, θα παρουσιάσουμε τους ορισμούς που έχουν προταθεί γι αυτές και θα δώσουμε τον ορισμό που δεχόμαστε εμείς οριοθετώντας την έρευνά μας. Ακόμη θα εξετάσουμε τη θέση των παγιωμένων εκφράσεων στο ευρύτερο πλαίσιο της φρασεολογίας και θα τις διακρίνουμε από τις λεξιλογικές συνάψεις και τις παροιμίες. Ο Saussure (1979:164) αναφέρει ότι το κύριο χαρακτηριστικό της ομιλίας είναι η ελευθερία των συνδυασμών. Όμως όλα τα συντάγματα δεν είναι το ίδιο ελεύθερα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Saussure «Συναντάμε πρώτα πρώτα ένα μεγάλο αριθμό εκφράσεων που ανήκουν στη γλώσσα είναι οι στερεότυπες φράσεις, 4 στις οποίες η χρήση απαγορεύει κάθε αλλαγή, κι αν ακόμη μπορούμε να ξεχωρίσουμε σ αυτές, με τη σκέψη, μέρη δηλωτικά σημασίας». Ο Saussure κάνει λόγο για ένα μεγάλο αριθμό εκφράσεων. Πραγματικά οι παγιωμένες εκφράσεις είναι πολυάριθμες και, ενώ αρχικά θεωρήθηκαν περιθωριακό φαινόμενο, μια εξαίρεση στη γλώσσα, τα τελευταία χρόνια η άποψη αυτή έχει αλλάξει και θεωρούνται σημαντικό στοιχείο του λεξικού. Αρχικά ο M. Gross (1985) διατύπωσε την άποψη ότι οι παγιωμένες εκφράσεις είναι το ίδιο σημαντικές με τις ελεύθερες ακολουθίες. Μάλιστα οι μελέτες του πάνω σε σώματα κειμένων έδειξαν ότι οι παγιωμένες ακολουθίες καλύπτουν ως το 20% των αναλυμένων κειμένων. Στη συνέχεια άλλοι, όπως οι Fillmore, Kay και O Konnor (1988) και ο Jackendoff (1995) υποστήριξαν ότι η παγίωση δεν είναι ένα περιφερειακό φαινόμενο της γλώσσας, καθώς οι παγιωμένες εκφράσεις είναι πάρα πολλές. Αργότερα ο Gaatone (1997: 168) μιλώντας για τις παγιωμένες εκφράσεις αναφέρει ότι «αυτό που θεωρούνταν πολύ καιρό περιθωριακό φαινόμενο, κάτι σαν σειρά από εξαιρέσεις, αποκαλύπτεται ότι πράγματι είναι χαρακτηριστικό των ανθρώπινων φυσικών γλωσσών». Οι Erman και Warren (2000: 29) επισημαίνουν ότι υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό προκατασκευασμένης γλώσσας τόσο στα γραπτά όσο και στα προφορικά κείμενα (κατά μέσο όρο γύρω στο μισό των κειμένων), που κάνει αδύνατο να θεωρήσουμε τις παγιωμένες εκφράσεις και άλλους πολυλεξικούς συνδυασμούς ως περιθωριακά φαινόμενα. Το ότι η παγίωση απέχει πολύ από το να είναι ένα περιθωριακό 4 Στη μελέτη αυτή θα χρησιμοποιήσουμε τον όρο «παγιωμένες εκφράσεις», ή για λόγους συντομίας απλώς «εκφράσεις». Για το θέμα της ορολογίας βλ. κεφ. 1.2.

13 φαινόμενο, το επιβεβαιώνουν ακόμη όλες οι μελέτες που έχουν γίνει, π.χ. οι εργασίες του LADL (πρόκειται για το Laboratoire d Automatique Documentaire et Linguistique). Όσον αφορά το θέμα της απαγόρευσης κάθε αλλαγής, όπως θα δούμε σε επόμενα κεφάλαια (κεφ. 2.2.5., 2.2.6.), αυτό δεν ισχύει για όλες τις παγιωμένες εκφράσεις ούτε σε κάθε περίπτωση. Τέλος η τοποθέτηση του Saussure ότι μπορεί στις παγιωμένες εκφράσεις να υπάρχουν μέρη που με τη σκέψη μας είναι δηλωτικά σημασίας, αποτελεί αντικείμενο που απασχολεί τους σύγχρονους μελετητές. Η παγίωση είναι η διαδικασία με την οποία μια ομάδα λέξεων της οποίας τα στοιχεία είναι ελεύθερα γίνονται μία έκφραση της οποίας τα στοιχεία δεν διαχωρίζονται (indissociables). Χαρακτηρίζεται δηλαδή από την απώλεια του ιδιαίτερου νοήματος των στοιχείων που αποτελούν την ομάδα των λέξεων, η οποία εμφανίζεται έτσι ως μια καινούρια λεξική ενότητα, αυτόνομη και με ολοκληρωμένο νόημα, ανεξάρτητο από τα συστατικά της (Dubois, Giacomo, Guespin, Marcellesi, Marcellesi & Mével, 1994 2 : 202). Σε αντίθεση επομένως με τις ελεύθερες προτάσεις, οι παγιωμένες εκφράσεις είναι λεξικοποιημένες, δηλαδή υπάρχουν ως ενότητες στο νοητικό λεξικό του ομιλητή και αναπαράγονται στη χρήση του λόγου. Επειδή όμως οι παγιωμένες εκφράσεις κατά κανόνα δεν αναγνωρίζονται από την εξωτερική τους μορφή ως λεξικοποιημένες ενότητες, καθώς μόνο σπάνια υπάρχει κάποια διαφορά (π.χ. μορφοσυντακτικές αποκλίσεις) σε σχέση με τις ελεύθερες προτάσεις, δεν είναι εύκολος ο εντοπισμός τους. Η δυσκολία επιτείνεται από το γεγονός ότι κάποιες παγιωμένες εκφράσεις μπορεί να λειτουργούν και ως ελεύθεροι συνδυασμοί ανάλογα με τα συμφραζόμενα (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη & Ευθυμίου, 2006: 12, Baptista, Correia, & Graça, 2004). Για παράδειγμα, η ακολουθία άνοιξε τα μάτια του αποτελεί ελεύθερο συνδυασμό λέξεων στο εκφώνημα άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε γεμάτος απορία τον κόσμο γύρω του, αλλά αποτελεί παγιωμένη έκφραση στο εκφώνημα ο Γιάννης άνοιξε επιτέλους τα μάτια του και κατάλαβε με τι άνθρωπο είχε να κάνει. Επιπλέον, προβλήματα στην αναγνώριση των παγιωμένων εκφράσεων προκύπτουν και επειδή τα στοιχεία τους μπορούν να εμφανιστούν χωρίς συνέχεια (κάθεται όλη μέρα κλεισμένος ολομόναχος μέσα σε τέσσερις τοίχους) ή να έχουν κάποια ποικιλία ως προς τη μορφή, παρόλο που οι παγιωμένες εκφράσεις είναι πολυλεξικές ενότητες που λειτουργούν ως ενότητες νοηματικές και αναγνωρίζονται ως σύνολο. Είναι γεγονός όμως ότι η παγίωση είναι συναφής με τις φυσικές γλώσσες, καθώς κάθε γλώσσα που χρησιμοποιείται από μια κοινότητα παράγει αναπόφευκτα

14 παγιωμένες ακολουθίες. Όσον αφορά τη διαδικασία σχηματισμού πολυλεξικών ενοτήτων, οι παγιωμένες εκφράσεις ανήκουν σε όλα τα μέρη του λόγου (Mejri, 2000), ενώ από συντακτική άποψη μπορεί να ισχύουν για τις παγιωμένες εκφράσεις οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν για τις ελεύθερες (Gross M., 1988b: 68, Mejri, 2003a). Γενικά στο λόγο μας χρησιμοποιούμε συνδυασμούς λέξεων που οι μεταξύ τους σχέσεις διαφέρουν. Η εξέλιξη ελεύθερων συνδυασμών λέξεων σε παγιωμένες εκφράσεις είναι μια διαδικασία με μεταβατικά στάδια, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι μια ελεύθερη ακολουθία θα γίνει σταδιακά παγιωμένη. Συγκεκριμένα, ο Bally (1909) κάνει τη διάκριση, που ακόμα προκαλεί συζητήσεις, σε séries phraséologiques (σταθερούς συνδυασμούς λέξεων χωρίς ιδιωτισμοποίηση) και unités phraséologiques (συνδυασμούς λέξεων με ιδιωτισμοποίηση). Με άλλα λόγια, όταν οι σχέσεις των λέξεων μεταξύ τους δεν είναι τόσο στενές ώστε να αλλάζει η σημασία τους, μιλάμε για μη ιδιωτισμοποιημένα ζευγάρια λέξεων, π.χ. μέρα και νύχτα (όλο το 24ωρο), πρωί και βράδυ (όλη τη μέρα). Άλλοτε πάλι είναι τόσο στενές που δε μπορούν να καταχωρηθούν ως λήμματα του λεξικού σε κάποια σταθερά δομημένη βασική μορφή παρά μόνο στην εκάστοτε χρησιμοποιούμενη μορφή της γλωσσικής πράξης, π.χ. Βούλωσέ το! Να τα χιλιάσεις! Ωστόσο η διάκριση δεν μπορεί να γίνει πάντα εύκολα, καθώς σε γενικές γραμμές τα όρια ανάμεσα στους ιδιωτισμοποιημένους και μη ιδιωτισμοποιημένους όρους είναι ρευστά (Συμεωνίδης, 2000: 48, 51). Όταν μια έκφραση περνάει από την κατηγορία των ελεύθερων συνδυασμών λέξεων και εγκαθίσταται στο νοητικό λεξικό ως παγιωμένη, συνεπάγεται ότι ο μέσος χρήστης της έκφρασης την αναγνωρίζει στις περισσότερες περιπτώσεις χωρίς όμως να γνωρίζει αναγκαστικά τη σημασία της σε όλες τις περιπτώσεις (Συμεωνίδης, 2000: 51). Πρόκειται επομένως για συγκεκριμένο συνδυασμό λέξεων που λειτουργούν στο λόγο ως ένα ενιαίο, αδιάσπαστο σύνολο, το οποίο δεν κατασκευάζεται από τον ομιλητή κατά τη χρήση του συστήματος. Ο όρος «παγιωμένη» δηλώνει το γεγονός ότι η έκφραση απομνημονεύεται από τους ομιλητές της γλώσσας. Με άλλα λόγια, οι ομιλητές γνωρίζουν ότι οι λέξεις εμφανίζονται μαζί σε αυτή ή στην άλλη σύνταξη και ότι η χρήση της έκφρασης είναι συμφωνημένη με σύμβαση και μοιράζεται από την πλειονότητα των ομιλητών. Επομένως στις παγιωμένες εκφράσεις ο ρόλος του ομιλητή παρουσιάζεται μειωμένος σε σύγκριση με τα ελεύθερα συντάγματα, καθώς η ελευθερία του είναι περιορισμένη, αν όχι ανύπαρκτη, αφού οι παγιωμένες εκφράσεις

15 δεν δημιουργούνται κάθε φορά εκ νέου ως στοιχεία της ομιλίας ή του κειμένου, αλλά βρίσκονται στη διάθεση του ομιλητή ως έτοιμες μονάδες. Επειδή μάλιστα είναι πρωτότυπο δημιούργημα κάθε γλώσσας, συνήθως δε μεταφράζονται κατά λέξη από τη μια γλώσσα στην άλλη, ούτε υπάρχει πάντα αντίστοιχο ισοδύναμο, εκτός από τις περιπτώσεις αμοιβαίας γλωσσικής επίδρασης, όπως για παράδειγμα συμβαίνει ανάμεσα στις παγιωμένες εκφράσεις της ελληνικής και της τουρκικής (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη & Ευθυμίου, 2006: 9). Αυτό βέβαια δε σημαίνει απαραίτητα ότι οι παγιωμένες εκφράσεις είναι σταθερές σε μία γλώσσα, ούτε όσον αφορά τη σύνταξη, ούτε όσον αφορά τη σημασία (G. Gross, 1996: 6). Απλά επειδή οι παγιωμένες εκφράσεις είναι ιδιαίτερες σε κάθε γλώσσα, οι ξένοι πρέπει να τις μαθαίνουν απ έξω. Με άλλα λόγια, αν κάποιος γνωρίζει τη γραμματική και το λεξιλόγιο μιας γλώσσας δεν μπορεί, μόνο με αυτή τη γνώση, να ξέρει όσον αφορά μια παγιωμένη έκφραση 1) πώς να την πει ή 2) τι σημαίνει ή 3) αν μπορεί να την πει σε μια συγκεκριμένη περίσταση. Επομένως, μια παγιωμένη έκφραση είναι κάτι που ένας χρήστης της γλώσσας μπορεί να μην το γνωρίζει, ενώ γνωρίζει όλα τα άλλα μέσα στη γλώσσα (Fillmore, Kay, & O Connor, 1988: 504). Είναι όμως αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι παγιωμένες εκφράσεις χρησιμοποιούνται ευρέως στον προφορικό λόγο. Αντανακλούν τα πιο κοινά πράγματα, πράξεις και αξίες της καθημερινής ζωής. Γι αυτό τα περισσότερα ουσιαστικά, ρήματα, επίθετα, επιρρήματα που τις σχηματίζουν ανήκουν στο βασικό λεξιλόγιο (Lloshi, 1992: 125). 5 Όπως μάλιστα επισημαίνει ο Mejri (2002), οι παγιωμένες εκφράσεις είναι ένας τομέας προνομιακός για να μελετήσει κανείς τη συλλογική μνήμη, καθώς αποτελούν το καταφύγιο πολλαπλών και ποικίλων μεταφορών από τον έναν τομέα στον άλλο προδίδοντας έναν ιδιαίτερο τεμαχισμό του κόσμου μέσα από το πρίσμα της ονομασίας των πραγμάτων και των ιδεών. Ωστόσο οι παγιωμένες εκφράσεις είναι και ένα κομμάτι φευγαλέο πολλές είναι εφήμερες, άλλες συγχέονται με τις παροιμίες και στα λεξικά δεν είναι πάντοτε εύκολος ο εντοπισμός τους (Σαραντάκος, 1997: 7). 1.2. Ορολογία Για τις παγιωμένες εκφράσεις χρησιμοποιούνται σήμερα στην ελληνική βιβλιογραφία διάφοροι όροι. Πολύ συχνή είναι η χρήση του όρου ιδιωτισμοί 5 Τις εξαιρέσεις θα τις εξετάσουμε στη συνέχεια στα κεφ. 2.2.1, 2.2.1.1.

16 (Μότσιου, 1987) ή ιδιωματισμοί. Ο Τριανταφυλλίδης (1996: 198, 449) επισημαίνει ότι «η λέξη ιδιωτισμός δεν πρέπει να μπερδεύεται με τη λέξη ιδιωματισμός. Οι ιδιωτισμοί είναι στοιχεία εκφραστικά και αναντικατάστατα, που πλουτίζουν την κοινή γλώσσα. Οι ιδιωματισμοί είναι στοιχεία διαλεκτικά, που συνηθίζονται σε διάφορα ιδιώματα, είναι όμως άγνωστα στην κοινή». Αναφέρονται ακόμη και ως ιδιωτισμικές εκφράσεις (Μουστάκη, 1992β). Ένας άλλος όρος, που χρησιμοποιείται κυρίως στη ρωσική βιβλιογραφία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μέσω της πρώην Ανατολικής Γερμανίας (Συμεωνίδης, 2000: 16), είναι ο όρος φρασεολογισμοί (Μότσιου, 1987). 6 Ακόμη αναφέρονται ως τυποποιημένες ή στερεότυπες εκφράσεις (Μουστάκη, 1992α, Φωτοπούλου, 1989) ή φράσεις. Άλλοι όροι που απαντούν είναι συνδυασμός λέξεων, ένωση λέξεων, ιδιόσημες φράσεις, κλισέ, παροιμιακές φράσεις. 7 Στην αγγλική βιβλιογραφία ο πιο συνηθισμένος όρος είναι το idiom (Burger, 1998: 37). Γενικά στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία ο όρος idiom (ιδιωτισμός, ιδιωτισμική έκφραση), επειδή θεωρείται η αντιπροσωπευτικότερη κατηγορία των φρασεολογισμών, χρησιμοποιείται συχνά ως υπερώνυμο για τις φρασεολογικές μονάδες κάθε είδους (π.β. Glucksberg, 1993: 4), ως συνώνυμο δηλαδή του φρασεολογισμού. Αντίθετα, στις δημοκρατίες της πρώην σοβιετικής ένωσης χρησιμοποιείται ο φρασεολογισμός ως υπερώνυμο και ως υπώνυμο το idiom (Μυτούλα, 2006: 87). Άλλοι όροι που απαντούν είναι τα pure idiom (καθαρός ιδιωτισμός) και frozen expressions (παγιωμένες εκφράσεις). Ο τελευταίος συνήθως ταυτίζεται με τον όρο fixed expressions (σταθερές εκφράσεις), όπου ανήκει κάθε έκφραση που προσφέρει έναν έτοιμο τρόπο να πεις κάτι (Matthews, 1997: 130), ενώ κανονικά θα έπρεπε να περιορίζεται σε μια έκφραση με έναν απολιθωμένο (fossilized) τύπο που απαντά μόνο σε αυτό το συνδυασμό, π.χ. spick and span, go berserk (Matthews, 1997: 137). Άλλοι όροι που απαντούν στην αγγλική βιβλιογραφία είναι: bound expressions (δεσμευμένες εκφράσεις), set expressions (τυποποιημένες εκφράσεις), prefabricated expressions (προκατασκευασμένες εκφράσεις), stereotyped expressions (στερεότυπες εκφράσεις), phraseological units (φρασεολογικές ενότητες), phraseologisms (φρασεολογισμοί), lexicalised phrases (λεξικοποιημένες φράσεις), fixed phrases (σταθερές φράσεις), catch phrases (φράσεις που μένουν). Ακόμη παντά ο όρος speech formulas (φόρμουλες ομιλίας), όπου formula είναι ένας 6 Εμείς θεωρούμε τον όρο «φρασεολογισμοί» ως γενικότερο που περιλαμβάνει όχι μόνο τις παγιωμένες εκφράσεις αλλά και τις παροιμίες, τα κλισέ, τις λεξιλογικές συνάψεις κτλ. 7 Τα κλισέ και τις παροιμιακές φράσεις τα θεωρούμε υποκατηγορίες των φρασεολογισμών.

17 ειδικός σχηματισμός λέξεων με σταθερή μορφή που χρησιμοποιείται σε ειδικό συγκείμενο (σε τελετουργικά του χριστιανικού δόγματος ή σε δραστηριότητες όπως η αγορά ενός εισιτηρίου τρένου, π.χ. Return to Manchester, please) (Matthews, 1997: 134). Τέλος ο όρος stereotypes (στερεότυπα) είναι πιο γενικός, καθώς περιγράφει μια ακολουθία λέξεων που μοιάζει με γραμματικά παραγωγική δομή, αλλά τη μαθαίνουμε ως απλή μονάδα και έχει μικρή ή λίγη παραγωγικότητα. Στη γαλλική βιβλιογραφία απαντούν οι όροι phrases idiomatiques (ιδιωματικές φράσεις), expressions idiomatiques (ιδιωματικές εκφράσεις), idiomes (ιδιωτισμοί), mots composés (σύνθετες λέξεις), locutions (εκφράσεις). Η Schapira (1999: 16-23) παρουσιάζει κριτήρια διάκρισης των locutions grammaticales (γραμματικές εκφράσεις) και locutions stereotypes (στερεότυπες εκφράσεις). Ο Gaatone (1993: 39), που επηρεάστηκε από τον M. Gross, θεωρεί τις locutions verbales (ρηματικές εκφράσεις) υποομάδα των expressions figées (παγιωμένες εκφράσεις). Αποτελούνται από ένα ρήμα και ένα όνομα με ή χωρίς προσδιορισμό ή με έναν παγιωμένο προσδιορισμό. Και οι δύο κατηγορίες θεωρούνται συχνά ισοδύναμες με μία λέξη, δηλαδή δε μπορούν να αναλυθούν στα στοιχεία τους. Σύμφωνα με τον Gaatone (1993: 39), το γεγονός ότι δε μπορούν να αναλυθούν ούτε συντακτικά ούτε σημασιολογικά δεν αποτελεί κανόνα για τις παγιωμένες εκφράσεις, γεγονός που επιβεβαιώθηκε στην έρευνά του. Ένας άλλος όρος που χρησιμοποιείται συχνά στη γαλλική βιβλιογραφία είναι ο idiotismes (ιδιωτισμοί), ο οποίος αρκετές φορές αντικαθίσταται από όρους που αναφέρονται στη γλώσσα προσδιορισμού π.χ. gallicismes (γαλλισμοί), anglicismes (αγγλισμοί) κτλ. (βλ. και Misri, 1987). Οι Rey και Chantreau (2003: ix) θεωρούν λάθος τη χρήση του όρου γαλλισμός (gallicism), γιατί κατ αναλογία θα έπρεπε να μιλάμε για αγγλισμό, γερμανισμό κτλ. Άλλοι όροι που χρησιμοποιούνται στα γαλλικά είναι οι: phrases figées (παγιωμένες φράσεις), locutions figées (παγιωμένες εκφράσεις), expressions phraséologiques (φρασεολογικές εκφράσεις). 8 Ο Mejri (2004) παρατηρεί ότι ακόμα και οι ορισμοί που παρουσιάζονται σε ειδικά κείμενα όπως στο λεξικό Dubois (1994 2 ) δεν ξεφεύγουν από την αοριστία. Στα τρία λήμματα idiomatique, idiome και idiotisme με ειδικό χαρακτήρα, οι συγγραφείς εμφανίζουν τη σημασιολογική διάσταση επικαλούμενοι τη μη συνθετικότητα των 8 Για μια χρονολογική παρουσίαση των βασικών τάσεων στη γαλλική γλωσσολογία όσον αφορά τις παγιωμένες εκφράσεις καθώς και για την αντίστοιχη ορολογία που χρησιμοποιήθηκε βλ. Misri (1987). Στη γαλλική ορολογία κάνει αναφορά και ο Martins-Baltar (1997: 23-24).

18 ακολουθιών και τη δοκιμασία της μετάφρασης που επιτρέπει να επαληθεύσουμε αν ο ιδιωτισμός που μας αφορά «διαθέτει ένα συντακτικό αντίστοιχο σε κάποια άλλη γλώσσα». Επιπλέον επισημαίνει ότι η ιδιωματικότητα (idiomaticité) φαίνεται να περιγράφει ένα γενικό φαινόμενο που αναφέρεται στις γλώσσες και παρουσιάζει αυτό που θεωρείται ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ειδικό ή, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, αποκλειστικό σε μια γλώσσα. Πολύ συχνά απαντά με επιθετική μορφή: «ιδιωματική έκφραση» (expression idiomatique) και δηλώνει το ιδιαίτερο σε ένα ιδίωμα, χωρίς ο ορισμός αυτός να μεταφέρει καμία πληροφορία που μπορεί να ξεχωρίσει το ιδιαίτερο από το κοινό. Ο όρος παγίωση (figement) παραπέμπει σε ένα γλωσσολογικό φαινόμενο που γίνεται αντιληπτό πολύ πιο γενικά ως διαδικασία που εγκλείει όλο το σύστημα της γλώσσας. Τέλος, ο Mejri (2004) κάνει τη γενική παρατήρηση ότι, όσον αφορά την ορολογία, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η φρασεολογία (phraséologie) είναι πολύ πιο συχνή στη γερμανική και ρωσική βιβλιογραφία, ότι η ιδιωματικότητα (idiomaticité) είναι πιο γενικής χρήσης και η παγίωση (figement) πρόσφατη. Στη γερμανική βιβλιογραφία χρησιμοποιούνται οι όροι Phraseologie, Phraseologismus, Idiom, Idiomatik, Idiomatismus και η δανεισμένη τον 17 ο αιώνα από τα γαλλικά λέξη Phrase. Η λέξη Idiom εμφανίζεται στα γερμανικά από το τέλος του 17 ου αιώνα με τη σημασία «ιδιόρρυθμη διάλεκτος». Η λέξη Idiomatizität ως χαρακτηρισμός μιας ορισμένης ιδιότητας ενός τμήματος της σταθερής έκφρασης στα γερμανικά εμφανίστηκε πιθανόν για πρώτη φορά τη δεκαετία του 50 κατά το πρότυπο του ρωσικού idiomatičnost και του αγγλικού idiomaticity. Ακόμη, κάτω από την επίδραση ανάλογων εκφράσεων ξένων γλωσσών δημιουργήθηκαν οι λέξεις Redensart (κατά το γαλλικό façon de parler) και Redewendung (αναπαράγει το ξένο phrase) (Fleischer, 1982: 9). Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι άλλοτε υπάρχουν διαφοροποιήσεις μεταξύ των όρων που χρησιμοποιούνται, με τον κάθε όρο να δηλώνει κάτι διαφορετικό, άλλοτε όμως οι διαφοροποιήσεις αυτές δεν είναι τόσο αισθητές, με αποτέλεσμα οι όροι να ταυτίζονται και πολλές φορές να χρησιμοποιούνται αδιάκριτα πότε ο ένας και πότε ο άλλος. 1.2.1. Οι όροι έκφραση, φρασεολογία, φράση και ιδιωτισμός στα ελληνικά λεξικά Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής αναζητήθηκαν οι ορισμοί των λέξεων έκφραση, φρασεολογία, φράση και ιδιωτισμός σε τρία νεοελληνικά λεξικά: στο Λεξικό της

19 Κοινής Νεοελληνικής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Α.Π.Θ. (1998) (στο εξής ΛΚΝ), στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής του Γ. Μπαμπινιώτη (1998) (στο εξής ΛΝΕ) και στο Νέο Ελληνικό Λεξικό της Σύγχρονης Δημοτικής Γλώσσας του Ε. Κριαρά (1995) (στο εξής ΝΕΛ). Σκοπός αυτής της διερεύνησης ήταν να διαπιστωθεί πόσο πλήρης μπορεί να είναι η ενημέρωση του ατόμου που ανατρέχει σε ένα λεξικό προκειμένου να διακρίνει τους όρους αυτούς. Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι δεν περιλαμβάνονται και στα τρία λεξικά όλοι οι όροι. Όταν, λοιπόν, στη συνέχεια εξετάζουμε τους όρους και δεν γίνεται αναφορά σε κάποιο λεξικό, αυτό σημαίνει ότι δεν απαντά το αντίστοιχο λήμμα στο συγκεκριμένο λεξικό. Να επισημάνουμε ακόμη ότι στη συνέχεια διατηρούμε τη στίξη και την ορθογραφία του κάθε λεξικού. Στο ΛΚΝ στο λήμμα έκφραση αναφέρεται: «εκφράσεις = στερεότυπες ενώσεις που απλώς έχουν τυποποιηθεί, αλλά παραμένουν κοντά στην κυριολεκτική σημασία των λέξεων που τις συναποτελούν π.χ. (έκφρ) είναι στα τελευταία του, πεθαίνει. Έκφραση (ειδικότ.) λεκτικό σύνολο που εμφανίζεται με στερεότυπο τρόπο και η σημασία του δεν ταυτίζεται απόλυτα με τη σημασία των λέξεων που το αποτελούν αλλά είναι δυνατόν να προβλεφθεί». Το ΛΝΕ γράφει στο αντίστοιχο λήμμα: «λόγος (φράση ή λέξη) με συγκεκριμένη, συνήθ. μεταφορική, σημασία ή συγκεκριμένο ύφος». Διαπιστώνουμε ότι το ΛΝΕ εστιάζει στη μεταφορική σημασία, ενώ το ΛΚΝ αναφέρεται στην στερεοτυπικότητα. Στο λήμμα φρασεολογία στο ΛΚΝ αναφέρεται: «Στη γλώσσα συνηθίζονται πολλοί φρασεολογισμοί (ιδιωτισμοί, τυποποιημένες φράσεις, εκφράσεις, παροιμίες κτλ.), που έχουν ξεχωριστή σημασία, είναι στοιχεία ιδιαίτερα εκφραστικά που εμπλουτίζουν την κοινή νεοελληνική». Και ακόμη: «Το σύνολο των (τυπικών) τρόπων με τους οποίους συνδέονται οι λέξεις, συντίθενται οι φράσεις ή διαπλέκονται οι προτάσεις στο λόγο ο τρόπος της έκφρασης, της διατύπωσης του λόγου». Στο ΝΕΛ αναφέρεται: «η, ουσ, εκφραστικό σύστημα, σύνολο λέξεων και φράσεων που επιλέγει κανείς (πβ. ορολογία) και ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο τις συνθέτει, ώστε να ταιριάζουν σε ορισμένη χρήση ή εποχή, σε ορισμένο περιβάλλον, κ.ά: - κοινοβουλευτική/νομική/ποιητική -λιτή/σεμνή (π.β. ύφος)». Από τη σύγκριση των δύο λημμάτων προκύπτει ότι το ΝΕΛ αναφέρεται μόνο στη φρασεολογία ως τρόπο σύνθεσης των λέξεων και όχι ως υπερώνυμο των παροιμιών, των ιδιωτισμών κτλ. Στο λήμμα φράση βρίσκουμε στο ΛΚΝ: «Φράσεις: στερεότυπες ενώσεις που η σημασία τους έχει απομακρυνθεί εντελώς από την κυριολεξία και παύει να έχει οποιαδήποτε κυριολεκτική σχέση με τις λέξεις από τις οποίες αποτελούνται,

20 παραπέμποντας κατευθείαν σε μεταφορά π.χ. ΦΡ η τελευταία τρύπα του ζουρνά, για άνθρωπο που τον θεωρούμε υποδεέστερο και δεν τον υπολογίζουμε (ειδικότ.) για λεκτικό σύνολο που εμφανίζεται με στερεότυπο τρόπο και η σημασία του δεν είναι προβλέψιμη με βάση τη σημασία των λέξεων που το αποτελούν». Στο ΛΝΕ στο αντίστοιχο λήμμα βλέπουμε: «οι φράσεις, ως παγιωμένες εκφράσεις, διαφέρουν από τις πολλές και περιστασιακές λεξιλογικές συνάψεις μιας λέξης, διαθέτοντας δική τους σημασία. Οι φράσεις αυτές προέρχονται από λεξιλογικές συνάψεις (π.χ. ανώτατη εκπαίδευση, αντίστροφη μέτρηση) είτε από (περι)φραστικές λέξεις (π.χ. φακοί επαφής, λέξη-κλειδί) είτε από παροιμίες (π.χ. και την πίτα σωστή και τον σκύλο χορτάτο, άνθρακες ο θησαυρός κτλ.) είτε από ιδιωτισμούς (του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι, βγάζει τα κάστανα από τη φωτιά) είτε από την επιστημονική ορολογία (π.χ. αντιποίηση αρχής, αναγκαστική εκτέλεση, λειτουργικός αναλφαβητισμός κτλ.) και έχουν δικές τους σημασίες. -Ο σταθερός συνδυασμός λέξεων, συνήθ. με χαρακτήρα ιδιωτισμού, το περιεχόμενο του οποίου είναι διαφορετικό από αυτό που θα προέκυπτε κανονικά από τον συνδυασμό των σημασιών των λέξεων αυτών (π.χ. «φαύλος κύκλος», «λευκός θάνατος», «σπάω πλάκα» κτλ.)». Παρατηρούμε ότι και τα δύο λεξικά αναφέρουν ότι η σημασία της φράσης δεν είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού της σημασίας των λέξεων που την αποτελούν. Στο λήμμα ιδιωτισμός βρίσκουμε στο ΛΚΝ: «έκφραση με ιδιαίτερη σημασία ή σύνταξη που λέγεται σε μια γλώσσα π.χ. «μαλλιά κουβάρια», «φωτιά και λάβρα», «άρον άρον»: Λαϊκοί /λόγιοι ιδιωτισμοί. Οι ιδιωτισμοί είναι στοιχεία εκφραστικά και αναντικατάστατα, που πλουτίζουν την κοινή γλώσσα (διαφορετικό από το ιδιωματισμός)». Στο ΛΝΕ διαβάζουμε: «ιδιωτισμός (ο) έκφραση της οποίας η σημασία δεν προκύπτει από τον συνδυασμό των σημασιών των λέξεων που την αποτελούν, π.χ. σιγά τα λάχανα! //μου πήρες τ αφτιά! μου έκανες την καρδιά περιβόλι! ΣΧΟΛΙΟ λ. ιδιωματισμός». Πηγαίνοντας στο λήμμα ιδιωματισμός διαπιστώνουμε ότι ακολουθεί μέσα σε πλαίσιο η διάκριση: «ιδιωματισμός ιδιωτισμός. Είναι καλό να γίνεται διάκριση ανάμεσα στο ιδιωματισμός και το ιδιωτισμός. Ιδιωματισμός είναι κάθε γλωσσικό στοιχείο (φωνητικό, γραμματικό, συντακτικό, λεξιλογικό) που αναφέρεται σε γλωσσικό ιδίωμα ή διάλεκτο της Ελληνικής π.χ. με δίνει (συντακτικός ιδιωματισμός των βορείων ιδιωμάτων της Ελληνικής) αντί του κοινού μου δίνει κένωσε στο πιάτο «άδειασε, σερβίρισε, βάλε στο πιάτο» (λεξιλογικός ιδιωματισμός) πιδί (=παιδί φωνητικός ιδιωματισμός) κ.ο.κ. Αντίθετα, ιδιωτισμός είναι κάθε λεξιλογική φράση της κοινής Ελληνικής, που αποτελεί ιδιαίτερη έκφραση με

21 μεταφορική συνήθως σημασία π.χ. το βαλε στα πόδια, τα τσουγκρίσαμε, πήρε επάνω του, τρώει ξύλο κ.τ.ό. Στο ΝΕΛ στο αντίστοιχο λήμμα διαβάζουμε: «ιδιωτισμός ο, ουσ., (ασυνίζ.), έκφραση ή σχήμα συντακτικό που συναντάται σε κάποια γλώσσα και που δεν έχει αντίστοιχο ισοδύναμο σε κάποια άλλη: οι οί της αγγλικής/γαλλικής γλώσσας». Διαπιστώνουμε ότι και στην περίπτωση του ιδιωτισμού τα λεξικά αναφέρονται σε διαφορετικά χαρακτηριστικά: το ΛΚΝ επισημαίνει την ιδιαίτερη σημασία και σύνταξη του ιδιωτισμού, κάνοντας και το σχόλιο ότι «είναι αναντικατάστατοι». Ακόμη κάνει τη διάκριση ιδιωτισμού-ιδιωματισμού προκειμένου να αποφευχθεί η σύγχυση των δύο όρων. Το ΛΝΕ αναφέρεται μόνο στην κοινή Ελληνική και τη μεταφορική του σημασία. Τέλος, το ΝΕΛ τονίζει την έλλειψη αντίστοιχου ισοδύναμου σε άλλη γλώσσα. Το συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάγνωση των παραπάνω ορισμών είναι ότι δε δίνουν μια ξεκάθαρη γνώση στον αναγνώστη για το τι δηλώνει ο κάθε όρος. Κάθε ορισμός αναφέρεται σε διαφορετικά χαρακτηριστικά των παγιωμένων εκφράσεων με τελικό αποτέλεσμα να μη μπορεί κανείς να κατανοήσει αν πρόκειται για συνώνυμους, παραπλήσιους ή διαφορετικούς όρους. 1.2.2. Ορισμοί που έχουν προταθεί για τις παγιωμένες εκφράσεις Ήδη έχει επισημανθεί ότι ο ορισμός των παγιωμένων εκφράσεων είναι ένα από τα ζητήματα που απασχολούν τους μελετητές, επειδή οι παγιωμένες εκφράσεις δεν αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο με κοινά χαρακτηριστικά. Η Cacciari (1993: 27-28) αναφέρει ότι ένας από τους λόγους που ο ορισμός είναι δύσκολος είναι επειδή η παγίωση είναι μια διαδικασία. Μια δεδομένη σύνταξη δεν είναι παγιωμένη μια για πάντα, αλλά αποκτά την παγίωση σταδιακά. Έτσι οι παγιωμένες εκφράσεις δεν είναι όλες ισοδύναμες, καθώς υπάρχουν οι μερικώς παγιωμένες αλλά και οι εντελώς παγιωμένες εκφράσεις. Επιπλέον ενώ η συνολική σημασία μιας παγιωμένης έκφρασης δεν προκύπτει από τη σημασία των λέξεων που την αποτελούν, τα άτομα έχουν για τις περισσότερες παγιωμένες εκφράσεις έντονη διαίσθηση όσον αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στη σημασία των λέξεων και τη σημασία της έκφρασης. Ο Fraser (1970: 22) θεωρεί την παγιωμένη έκφραση (idiom) ως συστατικό ή σειρά συστατικών που η σημασιολογική ερμηνεία της δεν είναι μια συνθετική λειτουργία των τύπων από τους οποίους αποτελείται. Για το λόγο αυτό δεν θεωρεί παγιωμένες εκφράσεις τις συχνά χρησιμοποιούμενες συνάψεις (familiar collocations) here and there, bacon and eggs, αφού η ερμηνεία τους καθορίζεται από την ερμηνεία

22 των συστατικών τους. Επειδή και κάποιες λέξεις (παράγωγες ή σύνθετες) μπορούν να θεωρηθούν παγιωμένες, καθώς πληρούν τους παραπάνω όρους, ο Fraser επέλεξε να διακρίνει δύο είδη παγιωμένων εκφράσεων. Αποκαλεί λεξικούς ιδιωτισμούς (lexical idioms) τις σύνθετες λέξεις όπως: knucklehead, overturn, και φραστικούς ιδιωτισμούς (phrasal idioms) τους ιδιωτισμούς με πιο σύνθετες παγιωμένες συντάξεις, π.χ. Has the cat got your tongue? (= σου έφαγε η γάτα τη γλώσσα;). Οι Swinney και Cutler (1979: 523) υποστηρίζουν ότι στην πιο απλή της μορφή μια παγιωμένη έκφραση είναι μια σειρά από δύο ή περισσότερες λέξεις της οποίας το νόημα δεν προκύπτει από το νόημα των λέξεων που τη συγκροτούν. Με τον τρόπο αυτό οι παγιωμένες εκφράσεις αψηφούν τις παραδοσιακές έννοιες της συντακτικής και σημασιολογικής ανάλυσης, δημιουργώντας έτσι προβλήματα στην παρουσίαση και στα γλωσσολογικά μοντέλα. Μάλιστα οι Swinney και Cutler υποστηρίζουν ότι οι περισσότερες παγιωμένες εκφράσεις είναι αμφίσημες, επειδή όσες σχηματίζονται σωστά γραμματικά έχουν ένα αποδεκτό κυριολεκτικό νόημα που προκύπτει από την παραδοσιακή συντακτική/σημασιολογική ανάλυση, καθώς και μια παγιωμένη ανάγνωση που δεν προκύπτει από μια τέτοια ανάλυση. Ο Reagan (1987: 418) ορίζει την παγιωμένη έκφραση ως συλλογή (collection) λέξεων και όχι ως σειρά (string), γιατί κάποιες παγιωμένες εκφράσεις είναι διακεκομμένες, π.χ. πουλάει σε κάποιον αγριάδα. Για το λόγο αυτό κάποιες φορές είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς ποιες λέξεις αποτελούν μια παγιωμένη έκφραση. Προτείνει, λοιπόν, δύο κριτήρια: αν μια λέξη μπορεί να μετακινηθεί ή να αντικατασταθεί χωρίς να καταστρέψει το παγιωμένο νόημα, είναι πιθανό να μην αποτελεί τμήμα της παγιωμένης έκφρασης, π.χ. πουλάει στον Γιάννη/Τάκη αγριάδα. Το άλλο κριτήριο αφορά το συνδυασμό με διάφορους τρόπους των συστατικών της παγιωμένης έκφρασης. Συγκεκριμένα, οι αλλαγές που δεν γίνονται δεκτές αποτελούν ένδειξη παγίωσης. Βέβαια, σε γενικές γραμμές όλες οι παγιωμένες εκφράσεις αποδέχονται κάποιες μετατροπές, καθώς είναι ελάχιστες αυτές που δε δέχονται καμία. Έτσι, ενώ σημασιολογικά οι παγιωμένες εκφράσεις λειτουργούν ως σύνολο, συντακτικά είναι σαν να αποτελούνται από τμήματα το καθένα από τα οποία έχει διαφορετικό βαθμό παγίωσης.

23 Ο Misri (1987: 72) καταλήγει στον ακόλουθο ορισμό της παγίωσης: «Παγιωμένη είναι κάθε ομάδα μονημάτων 9 που παρουσιάζει ένα ολοκληρωτικό ή σχεδόν ολοκληρωτικό μπλοκάρισμα του παραδειγματικού και συνταγματικού άξονα, δηλαδή είναι αδύνατη ή σημαντικά μειωμένη η δυνατότητα αλλαγής ή τμηματικής επέκτασης των όρων». Και η Gläser (1998: 125) μιλάει για σταθερή δομή, καθώς ορίζει την παγιωμένη έκφραση ως έναν λεξικοποιημένο αναπαραγώγιμο (reproducible) συνδυασμό λέξεων που έχει συντακτική και σημασιολογική σταθερότητα, μπορεί να φέρει συνυποδηλώσεις και η σημασία του δε συνάγεται από τη σημασία των συστατικών του. Σύμφωνα με τον Mel čuk (1998: 29) (βλ. και Αναστασιάδη-Συμεωνίδη & Ευθυμίου, 2006: 26, Θώμου 2004), μια παγιωμένη έκφραση (full phraseme/idiom) έχει ένα σημαινόμενο Ψ, το οποίο δεν είναι συνάρτηση των σημαινομένων Α + Β. Πιο συγκεκριμένα, δεν περιλαμβάνει ούτε το σημαινόμενο Α ούτε το σημαινόμενο Β. Στον ορισμό αυτό, όπως διαπιστώνουμε, τονίζεται η σημασιολογική αδιαφάνεια των παγιωμένων εκφράσεων και η μη συνθετικότητα της σημασίας τους. Οι Grant και Bauer (2004: 38) υποστηρίζουν ότι ένας γενικός ορισμός για τις παγιωμένες εκφράσεις είναι ότι πρόκειται για ένα είδος πολυλεξικών μονάδων (multiword units), δηλαδή παγιωμένες και επαναλαμβανόμενες μορφές λεξικού υλικού επικυρωμένες από τη χρήση. Οι πιο αυστηρές πολυλεξικές μονάδες είναι οι εντελώς παγιωμένες εκφράσεις, ενώ στην άλλη άκρη έχουμε τις συνάψεις, δηλαδή λέξεις που συνήθως απαντούν μαζί ή λέξεις που μπορεί να προβλεφθεί ότι συνδυάζονται η μία με την άλλη και ανάλογα με την περίπτωση υπάρχει και η δυνατότητα αντικατάστασης της μίας ή και των δύο. Όσον αφορά την ελληνική γλώσσα, αξίζει να αναφέρουμε τις έρευνες της Φωτοπούλου (1989, 1993) και των Διακογιώργη και Φωτοπούλου (2002) που εξετάζουν τις παγιωμένες προτάσεις στα ελληνικά. Σύμφωνα με τη Φωτοπούλου (1989: 224), παγιωμένες προτάσεις είναι αυτές που η σημασία τους δεν αντανακλά τη σημασία των λέξεων από τις οποίες απαρτίζονται και επιπλέον, δύο τουλάχιστον όροι τους είναι αμετάβλητοι. Δεν υπάρχει, δηλαδή, μεγάλη δυνατότητα ελεύθερης κατανομής (distribution) ή η δυνατότητα αυτή είναι περιορισμένη. Αυτό σημαίνει ότι ενώ στις ελεύθερες ακολουθίες έχουμε: παίρνει αέρα παίρνει καθαρό αέρα παίρνει τον αέρα του, η παγιωμένη έκφραση απαντά μόνο με τη μορφή παίρνει αέρα (= 9 Στη θεωρία του Martinet ο όρος αντιστοιχεί στο «μόρφημα».

24 παίρνει θάρρος). Ακόμη στο στη μόδα το ουσιαστικό μόδα δε μπορεί να πάρει κανέναν άλλο προσδιορισμό εκτός από το στη: Η Μαρία είναι στη /*σ εκείνη τη/*σ αυτή τη μόδα. Στις ακολουθίες αυτές τα στοιχεία δε μπορούν να αλλάξουν μορφή (G. Gross, 1996: 15). Η πιο απλή περίπτωση είναι όταν το σύνολο της ακολουθίας είναι παγιωμένο (ολική παγίωση). Όμως αυτή η κατάσταση δεν είναι η πιο συχνή γιατί, αν εξαιρέσουμε τις παροιμίες, οι εντελώς παγιωμένες φράσεις είναι μειονότητα σε σχέση με εκείνες που είναι μερικώς παγιωμένες. 10 Σε νεότερό της ορισμό η Φωτοπούλου (1993: 274) δέχεται ότι παγιωμένες προτάσεις είναι αυτές που ένας ή περισσότεροι όροι συνδέονται αμεταβλήτως με το ρήμα. Εκτός όμως απ αυτόν τον ορισμό, βασικό διακριτικό στοιχείο αυτών των προτάσεων είναι ότι η σημασία των λέξεων (ξεχωριστά) δεν αντανακλά τη σημασία της πρότασης. Τα δύο αυτά κριτήρια (σημασιολογικό και δομικό) δέχονται και οι Διακογιώργη και Φωτοπούλου (2002: 182). 1.2.3. Πώς ορίζουμε τις παγιωμένες εκφράσεις στην παρούσα εργασία Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ένα από τα προβλήματα όσον αφορά τις παγιωμένες εκφράσεις είναι το τι περιλαμβάνει ο όρος και πόσο διευρυμένος είναι σε σχέση με τη φρασεολογία. Στην ενότητα αυτή, λοιπόν, θα επιχειρηθεί να δοθεί ένας ορισμός του όρου παγιωμένες εκφράσεις ώστε στη συνέχεια να οριοθετηθεί η έρευνά μας. Στα νέα ελληνικά η λέξη έκφραση έχει τη σημασία της τυποποιημένης ένωσης δύο ή περισσότερων λέξεων με αυτόνομη ύπαρξη, δηλαδή γλωσσικών μονάδων με σημαίνον και σημαινόμενο. Αποκλείεται με άλλα λόγια η σύναψη προθήματος ή επιθήματος και βάσης, γιατί σ αυτή την περίπτωση έχουμε παραγωγή (βλ. και G. Gross, 1996: 9). Ακόμη, η παγιωμένη έκφραση μπορεί να είναι πλήρης πρόταση, χωρίς όμως αυτό να είναι απαραίτητο. Επιπλέον, η σημασία των ενώσεων αυτών δεν ταυτίζεται απόλυτα με τη σημασία των λέξεων που τις αποτελούν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις η σημασία είναι αδύνατον να προβλεφθεί. Τέλος μια παγιωμένη έκφραση είναι πιθανόν να έχει διαφορετική συντακτική δομή από τη συνήθη, ενώ από γραμματική άποψη συμπεριφέρεται ως ένα μέρος του λόγου και μπορεί να ισοδυναμεί με όλα τα μέρη του λόγου εκτός από το άρθρο. 10 Βλ. και Baptista και συνεργάτες (2004).

25 Η ελάχιστη δομή μιας παγιωμένης έκφρασης αποτελείται από δύο λεξήματα, καθώς πρόκειται για συνδυασμό λέξεων. Κάθε συστατικό μιας παγιωμένης έκφρασης, ανάλογα με την κατηγορία λέξεων στην οποία ανήκει, χαρακτηρίζεται ως αυτοσημαντικό ή συσσημαντικό. Στα αυτοσημαντικά περιλαμβάνονται όλες οι λέξεις που ανήκουν σε κύρια κατηγορία, δηλαδή τα ουσιαστικά, τα επίθετα, τα ρήματα, τα επιρρήματα και τα αριθμητικά. Είναι, επομένως, λέξεις με λεξική σημασία. Τα συσσημαντικά είναι οι γραμματικές λέξεις, όπως οι αντωνυμίες, οι προθέσεις, οι σύνδεσμοι και το άρθρο. Επιτελούν ιδίως τη λειτουργία των γραμματικών συνδέσεων στην πρόταση και έχουν περιορισμένη δική τους σημασία (Συμεωνίδης, 2000: 31). Για να έχουμε παγιωμένη έκφραση είναι απαραίτητο τουλάχιστον ένα αυτοσημαντικό. Καθώς οι παγιωμένες εκφράσεις αποτελούνται από δύο τουλάχιστον λέξεις, δεχόμαστε ως ελάχιστη δομή μιας παγιωμένης έκφρασης τη δομή αυτοσημαντικό + συσσημαντικό (π.χ. τα έχασε). Ο Burger (1998: 16) ονομάζει εκφράσεις, όπως για παράδειγμα το im Nu (= στο άψε σβήσε) «minimale Phraseologismen». Αποφεύγει, όμως, να ορίσει ένα ανώτερο όριο όσον αφορά το σύνολο των λέξεων που απαρτίζουν έναν φρασεολογισμό, καθώς, όπως επισημαίνει, η μεγαλύτερη έκταση ενός φρασεολογισμού δεν καθορίζεται συνήθως λεξιλογικά αλλά συντακτικά: η πρόταση ισχύει ως το ανώτερο σύνορο των φρασεολογικών λεξικών συνδέσεων. Ο Fleischer (1982: 88) υποστηρίζει ότι είναι σπάνιες οι παγιωμένες εκφράσεις με περισσότερα από τρία, το πολύ τέσσερα αυτοσημαντικά. Η Μότσιου (1987) επισημαίνει ότι στις παγιωμένες εκφράσεις υπάρχουν διάφοροι περιορισμοί, ενώ στον μη παγιωμένο λόγο υπάρχει δημιουργικότητα και ελευθερία του ομιλητή σε διάφορους, βέβαια, βαθμούς. Και οι Διακογιώργη και Φωτοπούλου (2002: 181) τονίζουν ότι στις παγιωμένες εκφράσεις δεν υπάρχει η ίδια ελευθερία (ή, καλύτερα, παραγωγικότητα) στην κατανομή των στοιχείων που τις αποτελούν, όπως υπάρχει στον ελεύθερο λόγο, αν υποτεθεί, βέβαια, ότι υπάρχει ελευθερία στον μη παγιωμένο λόγο. Γιατί, αν θυμηθούμε τους διάφορους σημασιοσυντακτικούς περιορισμούς που διέπουν π.χ. τη λειτουργία των ρημάτων, θα δούμε ότι ακόμη και στον μη παγιωμένο λόγο αυτή η ελευθερία είναι σχετική. Οι παγιωμένες εκφράσεις είναι επομένως σταθεροί συνδυασμοί δύο ή περισσότερων λέξεων στους οποίους δεν υπάρχει η ελευθερία που διαθέτουν οι γλώσσες να αντικαθιστούν λέξεις με τη συνώνυμή τους ή μια δομή με μιαν άλλη, και που η σημασία τους δεν είναι γενικά προβλέψιμη, δεν είναι συνθετική, δηλαδή δεν ισούται με το άθροισμα των σημασιών των συστατικών που τους απαρτίζουν. Έχουμε