ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Π.Μ.Σ.) «ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ» Κατεύθυνση: ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: Γ. ΚΟΥΚΗΣ Ν. ΣΑΜΠΑΤΑΚΑΚΗΣ ΠΑΤΡΑ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2008
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Με την ολοκλήρωση της μεταπτυχιακής αυτής εργασίας, θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου σε όλους εκείνους που συνέβαλαν ποικιλότροπα στην πραγματοποίησή της και ιδιαίτερα: Τους επιβλέποντες καθηγητές κ. Γ. Κούκη, και κ. Ν. Σαμπατακάκη για την ανάθεση του θέματος, το συνεχές ενδιαφέρον τους για την ολοκλήρωση της και τις καθοριστικές συμβουλές τους και υποδείξεις τους σε όλα τα στάδια της εργασίας. Τον καθηγητή κ. Ν. Λαμπράκη για την συμμετοχή του στην εξεταστική επιτροπή. Το συνάδερφο Γεωλόγο Υποψήφιο Διδάκτορα Σπύρο Λαϊνά για την πολύτιμη και ουσιαστική συμβολή του σε όλη την διάρκεια της εργασίας και τις χρήσιμες συμβουλές του. Τέλος θα ήθελα να εκφράσω την απέραντη ευγνωμοσύνη μου στους γονείς μου, τα αδέρφια μου και τους φίλους τους για την ηθική στήριξη τους και για την υπομονή και συμπαράστασή τους σε όλη την διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών μου.
Β Ρ Ο Χ Ο Μ Ε Τ Ρ Ι Κ Α Δ Ε Δ Ο Μ Ε Ν Α Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ο Σ 1 9 7 5 1 9 9 7
Β Ρ Ο Χ Ο Μ Ε Τ Ρ Ι Κ Α Δ Ε Δ Ο Μ Ε Ν Α Μ Ε Τ Ε Ω Ρ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ω Ν Σ Τ Α Θ Μ Ω Ν Ν Ο Μ Ο Υ Κ Ο Ρ Ι Ν Θ Ι Α Σ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 2.1. ΝΟΜΟΣ ΑΧΑΪΑΣ 2.2. ΝΟΜΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ 3. ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 3.1 ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΔΟΜΗ ΝΟΜΟΥ ΑΧΑΪΑΣ 3.2. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΔΟΜΗ ΝΟΜΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ 4. ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ 4.1. ΝΟΜΟΣ ΑΧΑΪΑΣ 4.2. ΝΟΜΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ 5. ΥΔΡΟΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 5.1. ΚΛΙΜΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 6. ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΙΣ 6.1 ΓΕΝΙΚΑ 6.2. ΤΥΠΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΗΜΕΙΑΚΗΣ ΒΡΟΧΟΜΕΤΡΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ 6.3. ΒΡΟΧΟΜΕΤΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΑΧΑΪΑΣ 6.4. ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ 6.5. ΒΡΟΧΟΒΑΘΜΙΔΑ 6.6. ΒΡΟΧΟΜΕΤΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ 6.7. ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ 6.8. ΒΡΟΧΟΒΑΘΜΙΔΑ 7. ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ 7.1. ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΝΟΜΟΥ ΑΧΑΙΑΣ 7.2. ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΝΟΜΟΥ ΚΟΡΙΘΙΑΣ 8. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελ. 1 2 2 3 4 4 13 21 21 22 23 23 25 25 28 34 55 58 62 83 76 87 88 96 103
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η εργασία αυτή έγινε στα πλαίσια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών «Εφαρμοσμένη και Περιβαλλοντική Γεωλογία» του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών και έχει ως σκοπό την διερεύνηση και στατιστική επεξεργασία των βροχομετρικών δεδομένων για την περιοχή της Βόρειας Πελοποννήσου προκειμένου να γίνει ανάλυση και συσχέτιση τους με τις κατολισθήσεις της περιοχής. Η περιοχή μελέτης περιλαμβάνει τους Νομούς Αχαΐας και Κορινθίας. Πρόκειται για μια περιοχή που δέχεται σχετικά μεγάλα ποσοστά βροχόπτωσης και στην οποία έχει παρατηρηθεί σημαντικός αριθμός κατολισθήσεων. Γίνεται συστηματική καταγραφή, επεξεργασία και αξιολόγηση των διαθέσιμων βροχομετρικών δεδομένων από μετεωρολογικούς σταθμούς που υπάρχουν στις περιοχές αυτές για την εκτίμηση των μέσων ετήσιων τιμών και στη συνέχεια γίνεται εκτίμηση της χωρικής κατανομής αυτών. Η συγκριτική θεώρηση του αριθμού των κατολισθήσεων που έγιναν την αντίστοιχη περίοδο δείχνει ότι υπάρχει μια ποιοτική συσχέτιση με τις βροχοπτώσεις. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αποτελέσει την βάση για την ποιοτική έκφραση μιας τυπικής σχέσης στα πλαίσια περαιτέρω και συστηματικότερης διερεύνησης του φαινόμενου. 1
2. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 2.1. ΝΟΜΟΣ ΑΧΑΪΑΣ Ο Νομός Αχαΐας έχει συνολική έκταση 3.274 τετραγωνικά χιλιόμετρα και βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα της Πελοποννήσου. Βόρεια βρέχεται από τον Πατραϊκό και Κορινθιακό κόλπο, οι οποίοι διαχωρίζονται από τον στενό Ρίου - Αντιρίου, ενώ δυτικά βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος (Κόλπος Κυλλήνης). Παρά την άμεση γειτνίαση του με τη θάλασσα ο Νομός Αχαΐας θεωρείται ημιορεινή ορεινή περιοχή καθώς το 60% της συνολικής του έκτασης είναι ορεινό. Οι κύριοι ορεινοί όγκοι είναι το Παναχαϊκό, στο βόρειο και κεντρικό τμήμα με μέγιστο υψόμετρο 1926m, ο Ερύμανθος ή Ωλονός νότια του Παναχαϊκού με μέγιστο υψόμετρο 2224m και τα Αοράνια ή Χελμός στο ανατολικό τμήμα (μέγιστο υψόμετρο 2341m).Οι παραπάνω ορεινοί όγκοι, με διεύθυνση ΒΔ ΝΑ/κή, δημιουργήθηκαν κατά τις Αλπικές πτυχώσεις και αποτελούν συνέχεια των ορεινών όγκων της Κεντρικής Ελλάδας. Το κύριο υδρογραφικό δίκτυο του νομού αναπτύσσεται στα Πλειο- Πλειστοκαινικά και Πλειστοκαινικά ιζήματα του νομού και αποτελείται από τις λεκάνες απορροής των ποταμών Πείρου, Γλαύκου, Φοίνικα, Σελινούντα, Βουραϊκού και Κράθι. Οι ποταμοί αυτοί διαρρέουν μια περιοχή που βρίσκεται σε γεωδυναμική εξέλιξη, λόγω έντονης νεοτεκτονικής δραστηριότητας και μεταφέρουν σημαντική ποσότητα ιζημάτων στις βόρειες ακτές, διαβρώνοντας τα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα και σε αρκετές περιπτώσεις νεότερους σχηματισμούς. 2
2.2. ΝΟΜΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ Ο Νομός Κορινθίας βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα της Πελοποννήσου και καλύπτει συνολική έκταση 2.290 Km 2. Μορφολογικά ποσοστό 18,3% ανήκει στην πεδινή ζώνη, το 22,5% στην ημιορεινή ζώνη και το υπόλοιπο 59,2% στην ορεινή ζώνη. Τα δάση καλύπτουν το 53,6% δηλαδή μια έκταση 1.256.470 στρεμμάτων, οι γεωργικές καλλιέργειες το 39% περίπου 913.910 στρέμματα και τα νερά και έλη ένα μικρό ποσοστό 0,05% δηλαδή 850 περίπου στρέμματα. Επίσης, στο ποσοστό τον υδάτων θα πρέπει να προστεθούν οι λίμνες και τα έλη. Πιο συγκεκριμένα, στον Νομό Κορινθίας έχουμε την λίμνη Στυμφαλία 3.650 στρεμμάτων, η οποία κατά τις περιόδους με χαμηλή βροχόπτωση 1977-78 και 1989-90 ξηράνθηκε, την λίμνη φράγματος Δόξα 475 στρεμμάτων και την λίμνη Δασίου Τρικάλων 100 στρεμμάτων. Τα έλη στην περιοχή καλύπτουν μια έκταση 505 στρεμμάτων περίπου και πρόκειται για το έλος αρχαίου λιμανιού Λεχαίου και το έλος Κόρφου. Ο κυριότερος ορεινός όγκος είναι αυτός της Κυλλήνης (Ζήριας) στην Δυτική Κορινθία, ο οποίος αναπτύσσεται σε υψόμετρα από 500m έως 2.374m. O Oλίγυρτος απαντάται στα σύνορα Κορινθίας, Αρκαδίας, Αργολίδος, με υψηλότερη κορυφή 1934m. Τα όρη Όνεια καλύπτουν το Ανατολικό μέρος του νομού και η υψηλότερη κορυφή τους είναι 564m. 3
3. ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 3.1. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΔΟΜΗ ΝΟΜΟΥ ΑΧΑΪΑΣ Οι Ελληνίδες οροσειρές διαιρούνται σε ισοπικές ζώνες με βάση το δυαδικό σύστημα αυλάκων ράχεων, όπως διαμορφώθηκε στην θεωρία του Αλπικού γεωσύγκλινου από τον Aubouin (1959). Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή το ελληνικό γεωσύγκλινο που άρχισε να λειτουργεί από το Τριαδικό σαν τμήμα του αλπικού γεωσύγκλινου, είχε στον πυθμένα του μικρές και μεγάλες υποθαλάσσιες ράχεις που διαχώριζαν βαθιές και βαθύτερες αύλακες. Ο Brunn (1960) διέκρινε τις γεωτεχνικές ζώνες σε δυο κύριες ομάδες με γενική διάταξη ΒΒΔ ΝΝΑ, τις εξωτερικές και τις εσωτερικές, καθώς στις πρώτες εκδηλώθηκε μία μόνο κύρια ορογένεση (Αλπική), ενώ στις δεύτερες εκδηλώθηκαν και παλαιότερες ορογενέσεις (Ερκύνεια). Στο Νομό Αχαΐας εντοπίζονται από τα Δυτικά προς τα Ανατολικά τρεις γεωτεκτονικές ζώνες: (α) Ιόνιος, (β) Γαβρόβου- Τρίπολης και (γ) Ωλονού Πίνδου. Η στρωματογραφική διάρθρωση των ζωνών αυτών περιγράφεται συνοπτικά παρακάτω, σύμφωνα με τους γεωλογικούς χάρτες κλίμακας 1:50.000 του ΙΓΜΕ που αναφέρονται στην περιοχή και τις υφιστάμενες διατριβές (Ρόζος 1989, Πουλημένος 1991, Βουδούρης 1995,Νίκας 2003). Οι σχηματισμοί της Ιόνιας ζώνης εμφανίζονται στο βορειοδυτικό τμήμα του Νομού Αχαΐας στην περιοχή Ακρωτηρίου Άραξου. Η επιφανειακή εξάπλωση τους είναι σχετικά μικρή λόγω της κάλυψής τους από νεογενείς και τεταρτογενείς αποθέσεις. Παλαιογεωγραφικά η ζώνη αυτή αποτελούσε αύλακα μέχρι και το μέσο Ηώκαινο. Η ζώνη Γαβρόβου Τρίπολης συναντάται στο δυτικό τμήμα του Νομού Αχαΐας ανατολικότερα από την Ιόνια ζώνη και εφιππεύεται από την ζώνη της Πίνδου. Η ζώνη αυτή αποτελούσε ένα τεράστιο υποθαλάσσιο ύβωμα ανάμεσα στις δύο θαλάσσιες αύλακες, την Ιόνια και την Πινδική (μέχρι το μέσο Ηώκαινο), που καταλάμβανε τόσο το χώρο της άλλοτε ζώνης του Γαβρόβου (δυτικό τμήμα) όσο και το χώρο της υποζώνης της Τρίπολης (ανατολικό τμήμα). Μεταξύ των τμημάτων αυτών υπάρχουν μικρές μόνο διαφορές ως προς τη 4
στρωματογραφική παλαιογεωγραφική και τεκτονική τους εξέλιξη, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν τη διάκριση των τμημάτων αυτών σε δύο χωριστές και ανεξάρτητες παλαιογεωγραφικές ενότητες. Η ζώνη Ωλονού Πίνδου ήταν μια βαθιά αύλακα μεταξύ του υβώματος της ζώνης Γαβρόβου Τριπόλεως (δυτικά) και του υβώματος της Πελαγονικής ζώνης στα δυτικά μέχρι το Μαιστρίχτιο ή το Κ. Ηώκαινο ή σύμφωνα με τις νεότερες απόψεις του υβώματος του Κόζιακα Τρίλοφου Πενταορίων Γερανείων Τραπεζώνας. Το όνομά της το πήρε από τον Philipson (1982) από το βουνό Ωλονός (Ερύμανθος) της Πελοποννήσου και την οροσειρά της Πίνδου. Από τεκτονική άποψη αποτελεί επωθησιγενές κάλυμμα πάνω στα ιζήματα της ζώνης Γαβρόβου Τρίπολης, της οποίας καλύπτει ένα μεγάλο τμήμα. Τα επάλληλα τεκτονικά λέπια, κυρίως στην μετωπική περιοχή του καλύμματος, τα οποία προκαλούνται εξαιτίας της έντονης τεκτονικής δράσης, χαρακτηρίζουν από πλευρά τεκτονικής την ζώνη αυτή. Η ιζηματογενής σειρά της ζώνης αυτής, που είναι συνεχής, από το Άνω Τριαδικό μέχρι το Ηώκαινο, έχει μεγάλη εξάπλωση στο ανατολικό τμήμα του Νομού. ΙΟΝΙΟΣ ΖΩΝΗ Η λιθοστρωματογραφική διάρθρωση της ζώνης περιγράφεται με βάση τον Γεωλογικό χάρτη φύλλο «Νέα Μανωλάς» κλίμακας 1:50.000 του Ι.Γ.M.Ε ως εξής: Ασβεστόλιθοι «Βίγλας»: Πρόκειται για πλακώδεις ασβεστόλιθους, με ισχυρή δολομιτίωση, σε εναλλαγές με λεπτές διαστρώσεις πυριτολίθων. Το ορατό πάχος τους είναι 30m (Ανώτ. Ιουρασικό Κατ. Κρητιδικό) Πελαγικοί Ασβεστόλιθοι που εξελίσσονται προς τα πάνω σε ωολιθικούς με τρηματοφόρα. Στη συνέχεια, προς τα πάνω εξελίσσονται σε πελαγικούς ασβεστόλιθους με ακτινόζωα για να καταλήξουν σε μικρολατυποπαγείς ασβεστόλιθους με θραύσματα ρουδιστών. Το συνολικό πάχος τους είναι 350m (Ανωτ. Κρητιδικό). 5
Ασβεστόλιθοι με ενστρώσεις πυριτολίθων. Το πάχος του σχηματισμού εκτιμάται ότι είναι 150m ( Παλαιόκαινο Κάτων Ηώκαινο). Φλύσχης αποτελούμενος από λεπτές εναλλαγές αργίλων, μαργών και ψαμμιτών (Αν. Ηώκαινο Ολιγόκαινο) που εξελίσσονται στους ανώτερους ορίζοντες σε μαργαϊκά και αργιλικά στρώματα (Κατ. Μειόκαινο) και τελικά σε σχεδόν μολασική φάση. ΖΩΝΗ ΓΑΒΡΟΒΟΥ - ΤΡΙΠΟΛΗΣ Η λιθοστρωματογραφική διάρθρωση της ζώνης περιγράφεται με βάση τους Γεωλογικούς χάρτες φύλλο «Γούμερον», «Νέα Μανωλάς», «Πάτραι», «Χαλανδρίτσα», «Δάφνη» και «Κάνδηλα» κλίμακας 1:50.000 του Ι.Γ.M.Ε ως εξής: Ασβεστόλιθοι, γύψοι και σπηλαιώδεις δολομιτικοί ασβεστόλιθοι που συνήθως εμφανίζονται διερρηγμένοι και λατυποποιημένοι. Μαύροι, τεφροί ή πρασινωποί σερικιτικοί σχιστόλιθοι, ψαμμίτες και κροκαλοπαγή. Λάβες πράσινου χρώματος συχνά σε σχιτώδη όψη και φακοί ασβεστολίθων και σχιστολίθων (Πέρμιο). Δολομίτες, με εναλλαγές νηριτικών ασβεστόλιθων, με πάχος πολλές εκατοντάδες μέτρα (Αν. Τριαδικό Κατ. Κρητιδικό). Λεπτοστρωματώδεις δολομίτες και παχυστρωματώδεις ασβεστόλιθοι με φακούς ασβεστόλιθων με ρουδιστές. Το πάχος του σχηματισμού είναι πολλές εκατοντάδες μέτρα (Άνω Κρητιδικό). Νηριτικοί ασβεστόλιθοι συχνά ωολοθικοί συνήθως μεγάλου πάχους με ορίζοντες δολομιτών, οι οποίοι προς τους ανώτερους ορίζοντες μεταπίπτουν σε ασβεστόλιθους με κροκαλοπαγή και ασβεστομαργαϊκά υλικά, που αποτελούν τη ζώνη μετάβασης στο φλύσχη. Το πάχος τους είναι περίπου 100 μέτρα (Παλαιόκαινο Αν. Ηώκαινο). 6
Φλύσχης : Ο σχηματισμός του Φλύσχη αναπτύσσεται ασύμφωνα πάνω στην ανθρακική σειρά της ζώνης της Τρίπολης και αποτελεί μια τυπική τουρβιδιτική ακολουθία ιζημάτων (Ολιγόκαινο). Η λεπτομερής φάση του φλύσχη συνίσταται από λεπτά στρώματα κυανών ιλυολίθων και αργιλικών μαργαϊκών σχιστόλιθων με αραιές παρεμβολές ψαμμιτικών τραπεζών και τεφρών μαργών. Στα ανώτερα στρώματα της φάσης αυτής παρουσιάζονται φακοειδής τράπεζες ή και ορίζοντες κροκαλοπαγών ενώ αυξάνεται ο αριθμός και το πάχος των ψαμμιτικών στρωμάτων. Πάνω στη λεπτομερή φάση του φλύσχη βρίσκονται σε ασυμφωνία ορίζοντες κροκαλοπαγών. Αποτελούν ένα πολύ συνεκτικό, πολύμικτο κλαστικό σχηματισμό, που δομείται από καλά συγκολλημένες κροκάλες και λατύπες κυρίως ασβεστολιθικής, κερατολιθικής και ψαμμιτικής σύστασης που προέρχονται κυρίως από τους ασβεστολιθικούς και κερατολιθικούς σχηματισμούς της ζώνης Πίνδου. Η ιζηματογενής οροσειρά της ζώνης Γαβρόβου - Τρίπολης επικάθεται του ημιμεταμορφωμένου υποβάθρου άλλοτε ως επωθημένη ή εφιππευμένη και άλλοτε με κανονική μετάβαση πλευρική ή κατακόρυφη (στρώματα Τυρού). ΖΩΝΗ ΩΛΟΝΟΥ ΠΙΝΔΟΥ Η ιζηματογενής αυτή σειρά είναι συνεχής από το Άνω Τριαδικό μέχρι το Ηώκαινο. Οι γεωλογικοί σχηματισμοί της ζώνης Ωλονού Πίνδου που εμφανίζονται στην Αχαΐα είναι οι παρακάτω: Ασβεστόλιθοι Δρυμού: Πρόκειται για ασβεστόλιθους με ενστρώσεις ιλυολιθικών ασβεστολίθων και ιλυολίθων. Στο κατώτερο τμήμα της σειράς παρουσιάζονται εναλλαγές ασβεστόλιθων με πράσινους ιλυόλιθους, ενώ κατά θέσεις επικρατούν ιάσπιδες πάχους 5 10 μέτρων και πυριτικοί ορίζοντες, καθώς και ηφαιστειακοί τόφφοι. (Το κατώτερο τμήμα της σειράς δεν παρουσιάζεται στον Νομό Αχαΐας). Το πάχος του σχηματισμού είναι 150m (Ανωτ. Τριαδικό Λιάσιο). 7
Ραδιολαρίτες και ιλυόλιθοι: Οι ραδιολαρίτες αποτελούνται από ιάσπιδες με ενστρώσεις ιλυολίθων, ηφαιστειακών τόφφων και παρεμβολές στην κορυφή λατυποπαγών ασβεστόλιθων που εξελίσσονται σε στιφρούς ασβεστόλιθους με πυριτόλιθους. Οι ιλυόλιθοι αρχίζουν με εναλλαγή ιλυολίθων και ασβεστόλιθων και προοδευτικά μεταπίπτουν σε ιλυόλιθους με φακούς ασβεστόλιθων. Το πάχος του σχηματισμού είναι 120m (Ανωτ. Ιουρασικό). «Πρώτος» φλύσχης: Αποτελείται από ιλυολίθους, ψαμμίτες και μικρο λατυποπαγείς ασβεστόλιθους. Το πάχος του σχηματισμού είναι 20 40m (Κάτω Κρητιδικό). Πλακώδεις ασβεστόλιθοι με ενστρώσεις αργιλικών ιάσπιδων. Εμφανίζονται επίσης λατυποπαγείς ασβεστόλιθοι με θραύσματα ρουδιστών. Το πάχος του σχηματισμού είναι 100 250m (Ανωτ. Κρητιδικό). Στρώματα μετάβασης αποτελούμενα από εναλλαγές πλακωδών ασβεστόλιθων, ασβεστομαργαϊκών υλικών, ψαμμιτών και λατυποπαγών ασβεστόλιθων, με ορίζοντα μαύρου πυριτόλιθου. Το πάχος του σχηματισμού είναι περίπου 50m (Μαιστρίχτιο Παλαιόκαινο). Φλύσχης που συνίσταται από εναλλαγές παχέων στρωμάτων ψαμμιτών και ψαμμιτικών ιλυολίθων. Στη βάση της σειράς απαντούν μαργαϊκοί ασβεστόλιθοι. Το συνολικό ορατό πάχος του σχηματισμού είναι 500m (Μαιστρίχτιο). Μεταξύ των σειρών Γαβρόβου Τριπόλεως και Ωλονού Πίνδου εντοπίζεται σχηματισμός που αποτελεί τεκτονοϊζηματογενές σύμπλεγμα. Πρόκειται για ετερομορφικό σχηματισμό από ασβεστολιθικά τεμάχη με κροκάλες και ογκόλιθους διαφόρων οριζόντων του καλύμματος των ζωνών Ωλονού Πίνδου και Γαβρόβου Τρίπολης, καθώς και εκρηξιγενών πετρωμάτων με ψαμμιτοϊλυολιθικό συνδετικό υλικό. Το πάχος σχηματισμού είναι 1 150m. 8
ΠΛΕΙΟΚΑΙΝΙΚΟΙ ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΕΙΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ Τα πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα και οι αλλουβιακές αποθέσεις αναπτύσσονται επιφανειακά σε μεγάλο τμήμα του νομού Αχαΐας. Τα πρώτα αποτελούνται από θαλάσσια, λιμνοθαλάσσια, λιμναία ή και χερσαία ιζήματα ενώ οι αλλουβιακές αποθέσεις αποτελούν προϊόντα αποσάθρωσης των προϋπάρχονταν σχηματισμών. Τους τελευταίους δύο αιώνες πολλοί ερευνητές έχουν ασχοληθεί με την μελέτη των πλειολπειστοκαινικών ιζημάτων, με πρώτους τους Boblaye et.al. (1833).Στη συνέχεια ο Phillipson (1892) στη μονογραφία του περί της Πελοποννήσου, διαιρεί τα νεογενή ιζήματα σε δύο βαθμίδες. Την κατώτερη που αποτελείται από μάργες, αργίλους, άμμους και ασβεστιτικούς ψαμμίτες πάχους 600 μέτρων και στην ανώτερη που αποτελείται από κροκαλοπαγή πάχους 800 μέτρων, χωρίς όμως να προσδιορίσει ακριβώς την ηλικία τους. Ο Deperet (1913) υποστηρίζει ότι οι Νεογενείς σχηματισμοί της Βορείου Πελοποννήσου είναι Ανωπλειοκαινικής ηλικίας. Ο Μητσόπουλος (1940) με την επεξεργασία πυρήνων γεωτρήσεων που έγιναν για την έρευνα πετρελαίου στην Ηλεία περιγράφει εναλλαγές θαλάσσιων, υφάλμυρων και λιμναίων οριζόντων και αποδίδει σε αυτούς Κάτω Πλειοκαινική ηλικία. Επίσης ο Χαραλαμπάκης (1951) δέχεται Κάτω Πλειοκαινική ηλικία για τους νεογενείς σχηματισμούς της Αχαΐας, ενώ ο Ψαριανός (1951) δέχεται για μεν τους μαργαϊκούς σχηματισμούς Κάτω Πλειοκαινική ηλικία, για δε τα υπερκείμενα κροκαλοπαγή Καλάβρια ηλικία. Ο Decourt (1964) διαπιστώνει ότι τα κροκαλοπαγή που εμφανίζονται μεταξύ Παναχαϊκού και του Ερύμανθου έχουν ηπειρωτική προέλευση με πολύ σπάνιες λιμνοθαλάσσιες παρεμβολές Πλειοκαινικής ηλικίας. Ο Τσόφλιας (1970) προτείνει των διαχωρισμό των Νεογενών ιζημάτων σε δύο φάσεις: με την κατώτερη να αποτελείται από μαργαϊκά ιζήματα θαλάσσια προέλευση, τα οποία διαδέχονται λιμνοθαλάσσιες αποθέσεις, ενώ τα ανώτερα μέλη της σειράς είναι ηπειρωτικά κροκαλοπαγή. 9
Οι Kelletat et. al. (1976) προτείνουν υφάλμυρη έως λιμναία προέλευση για τις μάργες του Νεογενούς. Όσον αφορά τα υπερκείμενα κροκαλοπαγή θεωρούν ότι βρίσκονται σε ασυμφωνία με τις υποκείμενες μάργες, με το οποίο συμφωνεί και ο Sebrier (1977). Ο Κοντόπουλος και Δούτσος (1985) διακρίνουν στην περιοχή του Αντιρίου πέντε κύριες λιθοφάσεις Μέσο Ανωπλειοκαινικής ηλικίας. Η βαθύτερη είναι θαλάσσιας προέλευσης, οι δύο ενδιάμεσες λιμναίας και λιμνοθαλάσσιας προέλευσης, ενώ οι δύο ανώτερες είναι χερσαίας προέλευσης. Οι Μαριολάκος κ.α. (1985) διαπιστώνουν την απουσία του Μειοκαίνου από τη βόρεια Πελοπόννησο, ενώ ο Φρυδάς (1987) με βιοχρονοστρωματογραφικές μεθόδους απέδειξε ότι τα παλαιότερα ιζήματα της Αχαΐας αποτέθηκαν κατά το Άνω Πλειόκαινο. Οι Δούτσος κ.ά. (1987) αναφέρουν τα χερσαία κροκαλοπαγή σαν αποθέσεις ανώτερου και κατώτερου δικτυωτού ποταμού και σε αλλουβιακές ριπιδιακές αποθέσεις με μέγιστο πάχος της ενότητας αυτής 500m. Οι Ζεληλίδης κ.ά. (1988) διαχωρίζουν τα ιζήματα της λεκάνης του Πατραϊκού σε πέντε ενότητες από τις οποίες η Λιθοφάση Α είναι θαλάσσιας προέλευσης, η Λιθοφάση Β είναι λιμναία, η Λιθοφάση C είναι ποταμοχερσαίας προέλευσης, η Λιθοφάση D είναι αποθέσεις αλλουβιακών ριπιδίων ενώ η Λιθοφάση Ε αποτελείται από χερσαίες, ποτάμιες αποθέσεις. Οι Δούτσος κ.ά. (1988) διακρίνουν δύο ιζηματολογικές φάσεις για τα ιζήματα της δυτικής Κορινθιακού τάφρου. Η πρώτη, Άνω Πλειστοκαινικής ηλικίας, συνίσταται από εναλλαγές αμμούχων πηλών και αργίλων, με πάχος, όπως προέκυψε από ερευνητική γεώτρηση στον Πατραϊκό κόλπο, 1800m. Η δεύτερη συνίσταται από κροκαλοπαγή που καλύπτουν ασύμφωνα τους υποκείμενους ορίζοντες με πάχος περισσότερο από 200m. Οι Κοντόπουλος & Ζεληλίδης (1992) αναφέρουν ότι η τάφρος του Ρίου συνίσταται από θαλάσσια Άνω Πλειοκαινικά ιζήματα τα οποία καλύπτονται από λιμναία ιζήματα σημαντικού πάχους. Τα ιζήματα αυτά καλύπτονται ασύμφωνα από θαλάσσιες ιλύες Κάτω Πλειστοκαινικής ηλικίας οι οποίες μεταπίπτουν 10
πλευρικά και επικαλύπτονται από αποθέσεις δικτυωτού ποταμού και αλλουβιακές ριπιδιακές αποθέσεις. Οι αποθέσεις αυτές είναι Κάτω Πλειστοκαινικής ηλικίας. Οι ίδιοι ερευνητές αναφέρουν ότι η τάφρος του Ρίου συνίσταται από λιμναία, χερσαία και λιμνοθαλάσσια ιζήματα Πλειστοκαινικής ηλικίας πάχους εκατοντάδων μέτρων. Ο Ζεληλίδης (2000) διέκρινε τις λεκάνες απορροής των ποταμών Β. Πελοποννήσου σε τέσσερις διαφορετικούς τύπους, όπου κάθε τύπος αντανακλά την επίδραση του προϋπάρχοντος τοπογραφικού ανάγλυφου, της τεκτονικής, της λιθολογίας του υποβάθρου και της απόστασης των λεκανών από την πηγή τροφοδοσίας. Οι Zεληλίδης κ.α. (2001) αναφέρουν ότι οι Πλειο Πλειστοκαινίκες αποθέσεις της υδρολογικής λεκάνης του ποταμού Σελινούντα που αναπτύσσονται στις ιζηματολογικές λεκάνες του Λεοντίου και του Αιγίου είναι επτά διαφορετικών περιβαλλόντων ιζηματογένεσης (λιμναίες, ποταμολιμναίες, δικτυωτού ποταμού, αλλουβιακών ριπιδίων Α, δελταϊκών ριπιδίων, αλλουβιακών ριπιδίων Β και σύγχρονες ποτάμιες αποθέσεις). Οι παραπάνω ερευνητές διαχωρίζουν τα ιζήματα σε λιθοστρωματογραφικές ενότητες με κριτήρια κυρίως ιζηματολογικά, στρωματογραφικά και παλαιοντολογικά. Ο Ρόζος (1989) και οι Κούκης και Ρόζος (1990, 1993) υποδιαιρούν το χώρο ανάπτυξης των Πλειο- Πλεστοκαινικών ιζημάτων του Νομού Αχαΐας σε τρεις υποπεριοχές (λεκάνες):του Πατραϊκού, του Κορινθιακού και του Λεοντίου. Ο διαχωρισμός αυτός στηρίζεται σε τεχνικογεωλογικές κυρίως παρατηρήσεις χωρίς όμως να παραβλέπει τη στρωματογραφία και την ιζηματολογία. Η λεκάνη ιζηματογένεσης του Κορινθιακού εκτείνεται από τα ανατολικά όρια του Νομού μέχρι την περιοχή του Άνω Καστριτσίου Ρίου προς τα δυτικά και από τα δυτικά και από τις ακτές του Κορινθιακού μέχρι το νοητό όριο Περιθωρίου Καλαβρύτων Δροσάτου προς νότο. Τα Πλειο-Πλειστοκαινικά και Πλειστοκαινικά ιζήματα αναπτύσσονται μέχρι τα 1800m (ύψωμα Ξηρόκαμπος στα νότια περιθώρια της λεκάνης, στην περιοχή του Χελμού) και παρουσιάζουν μεγάλο πάχος, που εκτιμάται ότι ξεπερνάει τα 1000m. Από λιθοστρωματογραφικής πλευράς διακρίνονται δυο κύριες ενότητες, που 11
παρουσιάζουν συμφωνία στην απόθεση, με γενική διεύθυνση ΒΑ/κη έως ΑΝΑ/κη (40 0-120 0 ) και κλίση ΝΑ/κη έως ΝΝΔ/κη (15 0-35 0 ). Στην κατώτερη ενότητα επικρατούν λεπτομερή ιζήματα, όπως άργιλοι, μάργες και άμμοι σε εναλλαγές και με ποικίλο βαθμό διαγένεσης ή και ορίζοντες από μικτές φάσεις αυτών, ενώ προς τα πάνω συμμετέχουν αραιά χαλίκια και τελικά μεταβαίνουν σε κροκαλοπαγείς ενστρώσεις ποικίλου πάχους. Η ανώτερη ενότητα αποτελείται από κροκαλοπαγή μεγάλου πάχους με ισχυρή έως μέτρια συνεκτικότητα. Η λεκάνη ιζηματογένεσης του Πατραϊκού κόλπου αρχίζει από τους δυτικούς πρόποδες του Παναχαϊκού και φτάνει προς τα δυτικά σχεδόν μέχρι τις ακτές του Ιονίου, ενώ προς νότο περιορίζεται από τις εμφανίσεις των σχηματισμών του φλύσχη της ζώνης Γαβρόβου Τρίπολης, που αποτελούν σχεδόν αποκλειστικά το αλπικό της υπόβαθρο. Οι εμφανίσεις των Πλειο- Πλειστοκαινικών και Πλειστοκαινικών ιζημάτων περιορίζονται λόγω της παρουσίας παλαιών τεταρτογενών αποθέσεων και διακρίνονται σε δυο ορίζοντες. Ο κατώτερος ορίζοντας με πάχος μεγαλύτερο από 110 μέτρα αποτελείται από ιλυώδεις αργίλους, αργιλοϊλύες και αμμοϊλύες σε εναλλαγές, ενώ ο ανώτερος ορίζοντας με μέγιστο πάχος 100 περίπου μέτρα, αποτελείται από εναλλαγές αργιλομαργών με άμμο, κροκαλολατυπών με άμμο και αργιλοϊλύων με λεπτούς φακούς συνεκτικού ψηφιτοκροκαλοπαγούς με επικράτηση κροκαλοπαγών με άμμο και αργιλοϊλύ. Η λεκάνη ιζηματογένεσης του Λεοντίου καταλαμβάνει το χώρο ανάμεσα στο Παναχαϊκό και στον Ερύμανθο και εκτείνεται από τη Χαλανδρίτσα μέχρι τον Μανεσαίικο ποταμό προς τα ανατολικά. Τα ιζήματα της λεκάνης αυτής είναι ηπειρωτικού χαρακτήρα με επικράτηση χονδροκλαστικών ιζημάτων. 12
3.2. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΔΟΜΗ ΝΟΜΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ Ο Κορινθιακός κόλπος γεωλογικά όπως γνωρίζουμε αποτελεί ένα ευρύ τεκτονικό βύθισμα με υψηλούς ρυθμούς απομάκρυνσης, μεταξύ των δυο τεμαχών, της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας. Το μήκος του είναι περίπου 100 Km και το μέγιστο πλάτος 40 Km, χωρίζοντας την ηπειρωτική Ελλάδα από την Πελοπόννησο (Doutsos, 1990). Στο ανατολικό τμήμα του κόλπου τα Καινοζωικά ιζήματα επικάθονται πάνω στο Προνεογενές υπόβαθρο της Πελοποννήσου (Poulimenos, 1993). Αυτό αποτελείται από τις γεωλογικές ζώνες της Γαβρόβου - Τρίπολης, της Ωλονού - Πίνδου και της Υποπελαγονικής. ΖΩΝΗ ΓΑΒΡΟΒΟΥ - ΤΡΙΠΟΛΗΣ Η ζώνη της Τρίπολης αποτελεί την αυτόχθονη ενότητα στο δυτικό τμήμα της περιοχής πάνω στις οποία επωθήθηκε η ζώνη της Πίνδου ως αλλόχθονη ενότητα. Στο ανατολικό τμήμα της περιοχής έρευνας επί του παλαιοζωϊκού υποβάθρου αναπτύσσονται τεμάχη της Πελαγονικής ζώνης ή σύμφωνα με άλλους ερευνητές (Ξυπολιάς, 2000) τεμάχη μίας αλλόχθονης σειράς μεταβατικού χαρακτήρα, μεταξύ της ζώνης Πίνδου και της Πελαγονικής και ενδεχομένως της Νότιας απολήξεως Παρνασσού. Έχει καθοριστεί σαν ύβωμα που είχε συνεχή νηριτική ιζηματογένεση κατά τους αλπικούς χρόνους και έδωσε μια σειρά ανθρακικών πετρωμάτων συνολικού πάχους μεγαλύτερου από 2.000 m. Αυτά αποτελούνται από Άνω Τριαδικούς δολομίτες και μεσοζωικούς ασβεστόλιθους που επικαλύπτονται από ένα φλύσχη κυρίως ψαμμιτο-μαργαϊκό. Πιο συγκεκριμένα έχουμε: Δολομίτες (Ανώτερο Τριαδικό - Κατώτερο Κρητιδικό): Μεταπίπτουν σε δολομίτες υφαλώδους τύπου με φύκη και στη συνέχεια σε εναλλαγές λευκών και μαύρων δολομιτών και νηριτικών ασβεστολίθων. Ασβεστόλιθοι (Κρητιδικό αδιαίρετο): Παχυστρωματώδεις ασβεστόλιθοι και λεπτοστρωματώδεις δολομίτες και δολομιτικοί ασβεστόλιθοι. Ασβεστόλιθοι (Παλαιόκαινο - Ανώτερο Ηώκαινο): νηριτικοί, συχνά ωολιθικοί ασβεστόλιθοι, με ορίζοντες δολομιτών, οι οποίοι προς τα πάνω 13
μεταπίπτουν σε ασβεστόλιθους με κροκαλοπαγή και ασβεστομαργαΐκά υλικά, που αποτελούν τη ζώνη μετάβασης στο φλύσχη. Στρώματα μετάβασης (Ανώτερο Ηώκαινο-Ολιγόκαινο): Στρώματα μεταβάσεως σε φλύσχη και Φλύσχης αποτελούμενος από ιλυολίθoυς και πηλίτες με λεπτές ενστρώσεις ιλυούχων ψαμμιτών και κροκαλοπαγών καθώς και βιοκλαστικούς ασβεστόλιθους και κροκαλοπαγή. Η επιφανειακή εμφάνιση της ζώνης στην περιοχή του Νομού Κορινθίας περιορίζεται στο νοτιοδυτικό άκρο νοτίως του Γαλατά και δυτικά του Λεοντίου. ΖΩΝΗ ΩΛΟΝΟΥ - ΠΙΝΔΟΥ Η ζώνη Ωλονού - Πίνδου αποτελείται από ασβεστόλιθους και Δολομίτες του Τριαδικού, την σχιστοκερατολιθική διάπλαση του Ιουρασικού, τον Κάτω Τριαδικό φλύσχη, τους Άνω - Κρητιδικούς πελαγικούς ασβεστόλιθους και τέλος από τον Ηωκαινικό φλύσχη. Πιο συγκεκριμένα έχουμε: Πλακώδεις ασβεστόλιθους (Ανώτερο Κρητιδικό): Στη βάση τους επικρατούν ενστρώσεις αργιλικών ιάσπιδων. Στην όλη την ενότητα συμμετέχουν λατυποπαγείς ασβεστόλιθοι με θραύσματα ρουδιστών, ενώ οι ιλυολιθικές ενστρώσεις είναι σπάνιες. Μεταβατικά στρώματα (Μαιστρίχτιο Παλαιόκαινο) : Στρώματα μεταβατικά προς φλύσχη, εναλλαγές πλακωδών ασβεστόλιθων, ασβεστομαργαϊκών υλικών, ψαμμιτών και λατυποπαγών ασβεστόλιθων, με ορίζοντα μαύρων πυριτόλιθων πάχους 10-12μ. Φλύσχης (Ηώκαινο) : Πρόκειται για εναλλαγές παχέων στρωμάτων ψαμμιτών και ψαμμιτικών ιλυολίθων. Στη βάση της σειράς απαντούν μαργαϊκοί ασβεστόλιθοι πάχους 50 μ. περίπου. Από τους σχηματισμούς αυτούς στην περιοχή μελέτης παρουσιάζουν επιφανειακή εμφάνιση οι Άνω - Κρητιδικοί ασβεστόλθοι και ο Ηωκαινικός φλύσχης σε μικρή περιοχή στο ΝΔ άκρο της περιοχής πέριξ και νοτιοανατολικά του Λεοντίου. 14
Η ΥΠΟΠΕΛΑΓΟΝΙΚΗ ΖΩΝΗ Η Υποπελαγονική ζώνη ή ζώνη ανατολικής Ελλάδας στην περιοχή έρευνας αντιπροσωπεύεται από μια σειρά ασβεστολίθων Κάτω-Τριαδικής έως Κάτω- Ιουρασικής ηλικίας και μια σειρά ασβεστολίθων Μέσο-Ιουρασικής ηλικίας εντός των οποίων παρεμβάλλονται μια σχιστοκερατολιθική ενότητα και σώματα οφιολίθων. Πιο συγκεκριμένα υπάρχουν: Ασβεστόλιθοι (Μέσο Τριαδικό Κάτω Ιουρασικό) : Ασβεστόλιθοι λευκοί έως λευκότεφροι παχυστρωματώδεις ωολιθικοί και ενίοτε κρυσταλλικοί. Ασβεστόλιθοι (Μέσο Ιουρασικό): Ασβεστόλιθοι υπολιθογραφικοί παχυστρωματώδεις έως λεπτοστρωματώδεις κατά θέσεις δολομιτοποιημένοι με ενστρώσεις και βολβούς πυριτολίθων. Σχιστοκερατολιθική διάπλαση (Μέσο Ιουρασικό): Ψαμμίτες, άργιλοι και φαιές έως πράσινες μάργες με διαστρώσεις κερατολίθων εντός των οποίων φιλοξενούνται οφιολιθικά σώματα. Στην περιοχή του Νομού Κορινθίας η ζώνη αυτή εμφανίζεται επιφανειακά σε διάσπαρτα τεμάχη που αποτελούν κατά κανόνα τεκτονικά κέρατα (Ακροκόρινθος, Ξυλοκέριζα, Αθίκια, Κουταλάς) καθώς και σε ένα εκτενές τμήμα στο ΝΑ άκρο της Κλένιας. περιοχής μελέτης, νοτίως του Αγίου Βασιλείου και της ΠΛΕΙΟΚΑΙΝΙΚΟΙ ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΕΙΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ Οι σχηματισμοί με την μεγαλύτερη εξάπλωση στην περιοχή είναι αυτοί του Πλειο - Πλειστοκαίνου, γι αυτό παρακάτω, αναφέρεται συνοπτικά η τεκτονικόγεωλογική τους εξέλιξη. Η λεκάνη του Κορινθιακού κατά τη διάρκεια του Κάτω Πλειόκαινου στο σύνολο της χαρακτηρίζεται από λιμνοθαλάσσιες αποθέσεις. Μέχρι και το Άνω Πλειόκαινο η Κορινθιακή τάφρος ήταν μία ομοιόμορφη λεκάνη σε πλάτος και σε βάθος, στην οποία αναπτύχθηκαν λιμνοθαλάσσια περιβάλλοντα ιζηματογένεσης. 15
Η λεκάνη αυτή ελεγχόταν από ΑΒΑ διεύθυνσης κανονικά ρήγματα και από ρήγματα μετασχηματισμού (transfer faults) με διεύθυνση ΒΒΔ.. Στο Κατώτερο Πλειστόκαινο έχουμε αλλαγή της γεωμετρίας της λεκάνης. Τα κύρια ρήγματα που ελέγχουν τότε την λεκάνη είναι κανονικά, λιστρικά με ΔΒΔ διεύθυνση ενώ τα μετασχηματισμού που την τροποποιούν έχουν διεύθυνση ΒΒΑ. Επιπλέον, σύγχρονα με τα παραπάνω υπάρχει και μία ζώνη μετασχηματισμού με κανονικά ρήγματα ΒΑ διεύθυνσης. Η δράση της ζώνης μετασχηματισμού είχε σαν αποτέλεσμα την υποδιαίρεση της κύριας αυτής Κορινθιακής λεκάνης σε τρεις υπολεκάνες: α) στην κύρια υπολεκάνη της Κορίνθου η οποία είχε μεγάλο βάθος και πλάτος, β) στη δευτερεύουσα υπολεκάνη της Πάτρας με μικρό βάθος και πλάτος και γ) στην υπολεκάνη του Ρίου η οποία ήταν στενή και ρηχή. Κατά μήκος της υπολεκάνης της Κορίνθου στη διάρκεια του Πλειστόκαινου παρατηρείται ασύμμετρη τεκτονική βύθιση με μέγιστη τιμή στα ανατολικά. Έτσι αναπτύσσονται τρία διαφορετικά περιβάλλοντα ιζηματογένεσης, το ένα δυτικά, στο Αίγιο, το δεύτερο πιο κεντρικά στην περιοχή της Εβροστίνης και το τρίτο Ανατολικά, στην Κόρινθο. Το τεκτονικό καθεστώς που επικρατούσε στην υπολεκάνη της Κορίνθου είναι πιο ασθενές σε σχέση με τις υπολεκάνες του Αιγίου και της Εβροστίνης. Στο Κατώτερο Πλειστόκαινο οι συνθήκες ήταν παρόμοιες με αυτές του Άνω Πλειόκαινου, οπότε είχαμε την απόθεση λιμνοθαλάσσιων μαργών. Κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο όμως οι συνθήκες ιζηματογένεσης άλλαξαν και έτσι πάνω από τις μάργες αποτέθηκαν κροκαλοπαγή Καλάβριας ηλικίας (Dercourt, 1964), τα οποία στο νότιο τμήμα της περιοχής έρευνας αποτέθηκαν με την μορφή χερσαίων αλουβιακών ριπιδίων ενώ στο βόρειο τμήμα με την μορφή δελταϊκών ριπιδίων τύπου Gilbert σε εναλλαγές με λεπτομερείς φάσεις. Την απόθεση των κροκαλοπαγών ακολούθησε η απόθεση θαλάσσιων αναβαθμίδων (terraces) του Τυρρήνιας ηλικίας. 16
Οι θαλάσσιες αυτές αναβαθμίδες παρουσιάζουν επιφανειακή εμφάνιση κυρίως νοτίως και παραπλεύρως της εθνικής οδού Κορίνθου-Πατρών και διακρίνονται σε πέντε διαφορετικές φάσεις: α) Συμπαγή κροκαλοπαγή β) Πηλός με ελασματώσεις και βιοαναμοχλεύσεις γ) Ωολιθικοί ψαμμίτες δ) Εγκάρσιοι αμμόλοφοι ε) Λιμνοθαλάσσιες μάργες Η αναλυτική στρωματογραφία των μεταλπικών σχηματισμών στην περιοχή μελέτης αναπτύσσεται παρακάτω: Σειρά μαργών, οι οποίες αποτελούν αποθέσεις υφάλμυρης έως λιμναίας φάσης πλειο- πλειστοκαινικής ηλικίας με επικράτηση της λιμναίας φάσης στα ανώτερα τμήματα της σειράς (Zelilidis, 2000). Σύμφωνα με τις γεωλογικές τομές των γεωτρήσεων που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή κατά το παρελθόν ο σχηματισμός αυτός αποτελείται από υποκίτρινες έως λευκές, ενίοτε ανοικτότεφρες ή κυανίζουσες μάργες με παρεμβολές κατά περιοχές ψαμμιτών, ψηφιτοπαγών, κροκαλοπαγών και μαργαϊκών ασβεστολίθων. Απαντώνται σε ολόκληρη τη λοφώδη περιοχή και επεκτείνονται και προς τα βόρεια αποτελώντας το υπόβαθρο των προσχωματικών και νεότερων αποθέσεων της παραλιακής πεδινής ζώνης μεταξύ Κορίνθου και Κιάτου. Καλάβρια κροκαλοπαγή αλουβιακών ριπιδίων που είναι συνεκτικά κροκαλοπαγή με ευρύ κοκκομετρικό φάσμα και πτωχή διαβάθμιση αποτελούμενα κυρίως από ασβεστολιθικές κροκάλες αλλά και γωνιώδη τεμάχη διαφόρων μεγεθών. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά τους φανερώνουν ότι αποτέθηκαν σε αλουβιακό περιβάλλον υψηλής ενέργειας. 17
Καλάβρια κροκαλοπαγή δελταϊκών ριπιδίων. Πρόκειται για συνεκτικά κροκαλοπαγή με απόστρογγυλωμένες κροκάλες μεγέθους μέχρι 4 εκατοστά με χαρακτηριστική διασταυρούμενη στρώση και ενστρώσεις άμμων και αργίλων. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι αποτέθηκαν σε δελταϊκό περιβάλλον με χαρακτηριστικά δελταϊκών Gilbert. ριπιδίων τύπου Τυρρήνιες αναβαθμίδες που αποτελούνται από συνεκτικές αποθέσεις, κυρίως θαλάσσιες και παράκτιες, δηλαδή από κροκαλοπαγή, κροκάλες, λατύπες, άμμους και ψηφίδες, με κατά τόπους ενδιαστρώσεις μαργών. Το πάχος τους κυμαίνεται από 5 έως 20 μ., τα υλικά είναι τοποθετημένα σε οριζόντια στρώματα και εμφανίζονται επιφανειακά κατά μήκος ζωνών με διεύθυνση Α-Δ, αμέσως νότια της εθνικής οδού Κορίνθου-Πατρών. Αυτοί οι σχηματισμοί υπέρκεινται των πλειστοκαινικών μαργών. Η σημερινή μορφολογία τους και η τοποθέτησή τους στο χώρο αποδίδεται σε σύστημα κλιμακωτών ρηγμάτων με γενική διεύθυνση Α-Δ η οποία προς τα ανατολικά σταδιακά μεταπίπτει σε ΒΔ- ΝΑ. Έτσι εμφανίζονται βόρεια εκατέρωθεν των ρηγμάτων ενώ στις περιοχές νότια των ρηγμάτων δεν εμφανίζονται αφού αυτά έχουν διαβρωθεί. Οι τυρρήνιες αναβαθμίδες κατά περιοχές καλύπτονται από κολουβιακές αποθέσεις και από προσχώσεις σημαντικού πάχους στην παραλιακή πεδινή ζώνη. Οι κολουβιακοί σχηματισμοί που αποτελούνται από κοκκινοχώματα, αργιλούχα υλικά, πηλούς και ιλυοαμμούχους πηλούς που προέρχονται από την εξαλλοίωση των σχηματισμών του Τυρρήνιου και του Πλειόκαινου. Εμφανίζονται κατά μήκος της γραμμής που ορίζει η επιφανειακή ανάπτυξη των Τυρρήνιων αναβαθμίδων και των Πλειοκαινικών σχηματισμών καλύπτοντας τις επιφάνειες επιπέδωσης που δημιουργούνται στη ζώνη νότια των αναβαθμίδων. Ερυθρά αργιλομιγής άμμος. Πρόκειται για υλικό που υπέρκειται των τυρρήνιων σχηματισμών και πιθανά αποτελεί παλαιές παράκτιες 18
αποθέσεις διότι περιέχει μικρά θαλάσσια απολιθώματα. Έχει πάχος 5-10 μ. και αναπτύσσεται νότια και ανατολικά της Κορίνθου και βόρεια του Λεχαίου όπου παρουσιάζεται επιφανειακά αποσαθρωμένο σχηματίζοντας ελεύθερη άμμο. Σύγχρονες αλουβιακές αποθέσεις πεδινών περιοχών. Τα υλικά αποσάθρωσης και εξαλλοίωσης παλαιότερων σχηματισμών έχουν μεταφερθεί από μικρή σχετικά απόσταση. Πρόκειται για χαλαρά έως ελαφρά συνδεδεμένα υλικά αποτελούμενα συνήθως από άμμους, αργίλους, πηλούς και κροκάλες σε μίγματα επί το πλείστον ποικίλων αναλογιών. Καλύπτουν σχεδόν όλη την πεδινή περιοχή από το Λέχαιο έως το Κιάτο σε ζώνη που εκτείνεται από την παραλία έως περίπου τον άξονα της εθνικής οδού Κορίνθου-Πατρών αλλά και όλη την έκταση των πεδινών περιοχών Νεμέας και Αγίου Βασιλείου-Σπαθοβουνίου. Παλαιοί και νέοι κώνοι κορημάτων και πλευρικά κορήματα. Αυτά συντίθενται από χαλαρές έως συνεκτικές και καλά συγκολλημένες αποθέσεις, αποτελούμενες κυρίως από άμμους, χάλικες, κροκάλες και λατύπες. Σύγχρονοι παράκτιοι σχηματισμοί, οι οποίοι αποτελούνται από χαλαρούς και ασύνδετους άμμους και κροκάλες ενώ κατά θέσεις τα υλικά αυτά είναι καλά συγκολλημένα. Εμφανίζονται σε όλη την παραλιακή έκταση από το Λέχαιο έως τις εκβολές του Ασωπού σε ζώνη πλάτους 5-10μ. Σύγχρονες αποθέσεις κοίτης. Πρόκειται για αποθέσεις χειμάρρων που αποτελούνται από πολύμικτα αδρομερή υλικά κυρίως άμμους, κροκάλες και λατύπες. Τα υλικά αυτά είναι συνήθως χαλαρά έως ελαφρά συνδεδεμένα και αναπτύσσονται εντός και εκτός της κοίτης των κυριοτέρων χειμάρρων της περιοχής, σχηματίζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις αναβαθμίδες μικρού πάχους. Η γεωγραφική οριοθέτηση των γεωλογικών σχηματισμών για τους Νομούς Αχαΐας και Κορινθίας φαίνονται στον χάρτη 1 που ακολουθεί. 19
Χάρτης 1.Γεωλογικός χάρτης περιοχής μελέτης. 20
4. ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ 4.1. ΝΟΜΟΣ ΑΧΑΙΑΣ Τα ποτάμια του νομού, μικρά και χειμαρρώδη, προκαλούν ζημιές σε περιόδους βροχών, ιδίως στην παραλιακή ζώνη, καθώς και διαβρώσεις και κατολισθήσεις. Στον Κορινθιακό χύνονται ο Βουραϊκός στην περιοχή Διακοπτού που έχει ανασκάψει μια βαθιά κοίτη- φαράγγι, ο Σελινούντας ανατολικά του Αιγίου, ο Κράθις στην παραλία Ποροβίτσης, ο Κριός στην Αιγείρα και ο Φοίνικας στην παραλία του Λαμπιρίου. Στον Πατραϊκό χύνεται ο Πείρος στην Παραλία Κάτω Αχαΐας, ο Γλαύκος δυτικά της Πάτρας και ο Βελιτσιάνικος δυτικά του Ρίου. Στα όρια του νομού Αχαΐας με τον νομό Ηλείας ρέει ο Λαρισσός, που αποτελούσε και κατά την αρχαιότητα το όριο μεταξύ Ηλείας και Αχαΐας. Στο νότιο τμήμα του νομού βρίσκονται οι πηγές και ο Αροάνιος ποταμός, ο οποίος συνεχίζει το ρου του στην Αρκαδία μετονομαζόμενος σε Λάδωνα. Οι ποταμοί δε και οι χείμαρροι του ΒΔ/κού τμήματος του νομού Αχαΐας (Γλαύκος, Πείρος) παρουσιάζουν εποχικά κυμαινόμενη μεταφορική ικανότητα και διαβρώνουν τα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα στα βόρεια του νομού σχηματίζοντας εύφορες προσχωσιγενείς πεδιάδες. Μεγάλο μέρος των ομβρίων υδάτων κατεισδύει σε ασβεστόλιθους και ρέει υπογείως δια μέσου καρστικών αγωγών. Συγκρίνοντας τους ποταμοχειμάρρους που εκβάλλουν στον Κορινθιακό με εκείνους που εκβάλλουν στον Πατραϊκό παρατηρείται ότι όλοι οι ποταμοχείμαρροι του Κορινθιακού σχηματίζουν δέλτα με την μορφή κώνων ριπιδίων, ενώ αντιθέτως οι Γλαύκος και Πείρος δεν σχηματίζουν δέλτα. Αυτό οφείλεται στο συσχετισμό προσφοράς κλαστικών υλικών, διασποράς αυτών από θαλάσσια ρεύματα αλλά κυρίως στην ταχύτητα των ανοδικών ή καθοδικών κινήσεων που επικρατούν στις περιοχές εκβολής. 21
4.2. ΝΟΜΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ Ο Νομός Κορινθίας διασχίζεται από μεγάλο αριθμό ποταμοχειμάρρων παροδικής ροής: Φόνισσα, Σκουπέϊκος, Σύθας Ελισσώνας, Ασωπός, Ράχιανης, Ζαπάντης, Ξηριάς κ.α. που εκβάλλουν στον Κορινθιακό κόλπο. Ο ποταμός Ασωπός είναι ο μόνος με συνεχή παροχή και βασική πηγή αρδευτικού ύδατος και εμπλουτισμού του υπόγειου υδροφορέα της παράκτιας ζώνης. Κατά την θερινή όμως περίοδο δεν δύναται να καλύψει τις αρδευτικές ανάγκες λόγω μειωμένης παροχής. Ο Ασωπός ποταμός έχει συνολικό μήκος 40Km πηγάζει από τα όρη Φαρμακά και Τραχύ του Νομού Αργολίδας και εκβάλλει στην περιοχή μεταξύ Βέλλου και Κιάτου. Η μέση παροχή του κατά την χειμερινή περίοδο είναι 3.800m 3 /h με μέγιστη τιμή 6.500m 3 /h ενώ τη θερινή περίοδο η παροχή ανέρχεται σε 650 m 3 /h. Τη θερινή περίοδο (Ιούνιος- Οκτώβριος) η παροχή ανέρχεται σε 650 m 3 /h. Από παλαιότερες μετρήσεις στον Ασωπό ποταμό στη γέφυρα Μπότσικα προκύπτει ότι η μέση ετήσια απορροή κατά τα έτη 1951 1956 ήταν 50χ10 6 m 3 νερού. Στο Νομό Κορινθίας υπάρχουν και πολλές καρστικές πηγές. Οι παράκτιες και υποθαλάσσιες καρστικές πηγές (Ωραίας Ελένης, Αλμυρής, Κόρφου, Σελόντας) είναι υφάλμυρες (περιεκτικότητα χλωριόντων > 7000 mgr/lit). Οι πιο αξιόλογες πηγές γλυκού νερού εντοπίζονται στην ορεινή κυρίως Κορινθία. 22
5. ΥΔΡΟΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 5.1. ΚΛΙΜΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Οι βασικότεροι παράγοντες που συντελούν στην διαμόρφωση του κλίματος είναι: το ανάγλυφο, η απόσταση από την θάλασσα, το υψόμετρο και τα ατμοσφαιρικά συστήματα (Η Ελλάδα βρίσκεται υπό την επίδραση δυο αντικυκλωνικών συστημάτων του Ατλαντικού και του Σιβηρικού). Το κλίμα επιδρά στην εξέλιξη των εδαφών, καθώς και στην πανίδα και χλωρίδα μιας περιοχής. Σχετίζεται επίσης με τον τρόπο ζωής του ανθρώπου τα ήθη και έθιμα του, την κουλτούρα του, την υγεία του. Στην περίπτωση του Νομού Αχαΐας τόσο η θέση του όσο και η ποικιλία μορφολογικού αναγλύφου που τον χαρακτηρίζει, δημιουργούν ιδιόμορφες κλιματολογικές συνθήκες. Το κλίμα της Αχαΐας χαρακτηρίζεται ως μεσογειακό, με ήπιους χειμώνες στα πεδινά και θερμά και ξηρά καλοκαίρια. Μέση θερμοκρασία Πατρών 18,1 C και Αιγίου 17,7 C βροχοπτώσεις, αντίστοιχα, 707 χιλιοστά και 564 χιλιοστά. Ο Καρράς (1974) σύμφωνα με την κλιματική ταξινόμηση της Ελλάδας κατά Thornthwaite, διακρίνει στο μεγαλύτερο τμήμα του νομού πέντε κατηγορίες υγρών κλιμάτων και μόνο στην παράκτια περιοχή του Ρίου Ακράτας δέχεται ξηρό κλίμα. Εξάλλου για τη ΒΔ Πελοπόννησο, συνεπώς και για τον Νομό Αχαΐας, ο Ηλίας (1978) αναφέρει ότι το κλίμα χαρακτηρίζεται Μεσογειακό εύκρατο με ήπιους χειμώνες, άφθονες βροχοπτώσεις, σχετικά μικρή νέφωση και μεγάλη ηλιοφάνεια. Στο Νομό Κορινθίας επικρατεί ο μεσογειακός τύπος κλίματος που χαρακτηρίζεται από βροχές την ψυχρή περίοδο και ανομβρία με υψηλές θερμοκρασίες τους θερινούς μήνες. Οι βροχοπτώσεις είναι μεγαλύτερες στο ορεινό δυτικό τμήμα, 600 χιλιοστά, ελαττώνονται όμως στο ανατολικό, (Κόρινθος) 405 χιλιοστά. Η 23
Η διαμόρφωση του κλιματικού αυτού τύπου οφείλεται στην κατανομή της ατμοσφαιρικής πίεσης στην επιφάνεια της γης και στην παρουσία της Μεσογείου. Τα κλιματικά στοιχεία μιας περιοχής αποτελούν ουσιαστικούς παράγοντες διαμόρφωσης του υδρολογικού κύκλου και κατά συνέπεια του υδρολογικού ισοζυγίου αυτής. Η γνώση δε των παραμέτρων του υδρολογικού ισοζυγίου συμβάλλει στην βελτιστοποίηση της διαχείρισης των υδατικών πόρων της περιοχής αυτής. 24
6. ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΙΣ 6.1. ΓΕΝΙΚΑ Τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα είναι το σύνολο του μετεωρικού νερού που φθάνει στην επιφάνεια της γης με οποιαδήποτε μορφή (βροχή, χιόνι, χαλάζι, δροσιά κ.ά) ως συνέπεια της υγροποίησης των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Ο κύριος όγκος των κατακρημνισμάτων αποτελείται από το νερό των βροχοπτώσεων, το οποίο υπερέχει ποσοτικά των άλλων μορφών και δημιουργεί τα σημαντικότερα φαινόμενα επιφανειακής απορροής. Οι μετρήσεις των βροχοπτώσεων γίνονται με βροχόμετρα ή βροχογράφους με τα οποία μετράται το ύψος βροχής σε mm. Το μέγεθος και η κατανομή των βροχοπτώσεων σε μία περιοχή επηρεάζεται άμεσα από το τοπογραφικό ανάγλυφο, το γεωγραφικό πλάτος, τη γειτνίαση με τη θάλασσα, τη μέση θερμοκρασία, την υγρασία, τη διεύθυνση των ανέμων και τη φυτοκάλυψη της περιοχής. Η βροχή είναι αποτέλεσμα είτε συμπύκνωσης υδρατμών σε υδροσταγονίδια, είτε συνένωσης πολύ λεπτών σταγονιδίων σε μεγαλύτερες υδροσταγόνες. Πριν από την εμφάνιση του φαινόμενου της βροχής συμβαίνουν διάφορες διεργασίες: 1. η φάση του κόρου: Ο υγρός αέρας, για να κορεστεί σε υδρατμούς πρέπει καθώς ψύχεται να φτάσει στη θερμοκρασία του δρόσου. Η ψύξη του αέρα γίνεται με ακτινοβολία ή με ανάμειξη μαζών αέρα διαφορετικής θερμοκρασίας ή με μεταφορά μιας αέριας μάζας σε ψυχρότερη περιοχή ή τέλος με αδιαβατική εκτόνωση που προκαλείται από ανοδικά ρεύματα. 2. Η φάση της συμπύκνωσης: Όταν ο υγρός αέρας κορεστεί, οι πλεονάζοντες υδρατμοί συμπυκνώνονται και σχηματίζουν λεπτότατα υδροσταγονίδια διαμέτρου 1-20mm. Όταν η θερμοκρασία συμπύκνωσης είναι μικρότερη από 0 ο C σχηματίζουν λεπτότατους παγοκρυστάλλους. Για να μεταβεί όμως ο υδρατμός από την αέρια στην στερεά κατάσταση δεν αρκεί μόνο να κατέβει η θερμοκρασία κάτω από την θερμοκρασία δρόσου πρέπει να υπάρχουν και οι κατάλληλοι πυρήνες συμπύκνωσης. Τέτοιοι πυρήνες είναι τα μεγάλα ιόντα, 25
διάφορα σωματίδια με πολύ μικρές διαστάσεις που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα και ιδίως μόρια χλωριούχου νατρίου, τα οποία είναι και υδροσκοπικα. Σμήνη τέτοιων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων συνιστούν τα νέφη, μέσα στα οποία αιωρούνται λόγω των μικρών τους διαστάσεων (κολλοειδείς αιωρήσεις). 3. Η φάση του χωρισμού: Κατά την φάση αυτή, η κολλοειδής ισορροπία του νέφους καταστρέφεται και πολλά από τα υδροσταγονίδια προσλαμβάνουν διαστάσεις τέτοιες (από 0-2,5mm) ώστε τα ανοδικά ρεύματα να μην μπορούν να τα συγκρατήσουν. Τότε εγκαταλείπουν το νέφος, φτάνουν στη επιφάνεια του εδάφους και δημιουργούν το φαινόμενο της βροχής. Το νέφος σ αυτήν την περίπτωση παίζει τον ρόλο του καταλύτη. Οι υδρατμοί που βρίσκονται κάτω από το νέφος, παρασύρονται προς τα πάνω ανασυγκροτούν το νέφος και παρέχουν έτσι νερό που απαιτείται για την δημιουργία της βροχής. Το γενικό όμως πρόβλημα της βροχής είναι στο πώς τα λεπτότατα υδρασταγονίδια από τα οποία συνιστώνται τα νέφη, ενώνονται μεταξύ τους για να αποτελέσουν μεγαλύτερες υδροσταγόνες. Για την εξήγηση του προβλήματος προτάθηκαν κατά καιρούς διάφορες θεωρίες, από τις οποίες δύο είναι οι επικρατέστερες. Σύμφωνα με την πρώτη, που προτάθηκε και μελετήθηκε από τους Bergeron και Findeisen, εξηγείται ικανοποιητικά ο σχηματισμός βροχής από νέφη στα οποία συνυπάρχουν υδροσταγονίδια και στα ανώτερα τμήματά νεφών. Αν συμβαίνει αυτό τότε επειδή, η μέγιστη τάση των υδρατμών είναι μεγαλύτερη γύρω από τα υδροσταγονίδια ή τους παγοκρύσταλλους, συμβαίνει κάποια μεταπήδηση νερού προς τους παγοκρυστάλλους, που έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση των παγοκρυστάλλων, σε βάρος των υδροσταγονιδίων. Οι παγοκρύσταλλοι που σχηματίζονται με αυτόν τον τρόπο πέφτουν μέσα στο νέφος, περνούν από περιοχή όπου η θερμοκρασία είναι μεγαλύτερη από 0 0 C, τήκονται και σχηματίζουν τις υδροσταγόνες της βροχής. Η θεωρία αυτή επιβεβαιώθηκε με τα πείραμα της βροχής. Σύμφωνα με την δεύτερη θεωρία, η συνένωση των υδροσταγόνων του νέφους κι ο σχηματισμός των μεγαλύτερων υδροσταγόνων οφείλονται σε 26
ισχυρά ανοδικά ρεύματα μέσα στη μάζα του νέφους. Επειδή οι πυρήνες συμπύκνωσης είναι διαφόρων διαστάσεων τα υδροσταγονίδια που σχηματίζονται γύρω τους θα είναι και αυτά διαφόρων διαστάσεων και τότε υπό την επήρεια των ισχυρών ρευμάτων τα μικρότερα που κινούνται γρηγορότερα από τα μεγαλύτερα θα τα φτάσουν και θα ενωθούν μαζί τους. Η δεύτερη θεωρία εξηγεί τον σχηματισμό της βροχής από νέφη θερμά στα οποία δεν υπάρχουν καθόλου παγοκρύσταλλοι. Από τα παραπάνω συνεπάγεται σαφώς ο ουσιαστικός ρόλος ισχυρών ανοδικών ρευμάτων στον σχηματισμό της βροχής. Οι ανοδικές κινήσεις οφείλονται ή στην υπερθέρμανση εδάφους και στη θερμική ή στις μετωπικές επιφάνειες, ή τέλος στο ανάγλυφο του εδάφους. Γι αυτό και οι βροχές, ανάλογα με τον τρόπο δημιουργίας της ανοδικής κίνησης για τη συμπύκνωση των υδρατμών και τον σχηματισμό μεγαλύτερων υδροσταγόνων διαιρούνται σε τρεις κατηγορίες: μεταφοράς, υφεσιακές και σε βροχές αναγλύφου (ορογραφικές). των Συνεπώς, η συχνότητα των υφέσεων και το ανάγλυφο όπου προσφέρεται είναι οι κύριοι συντελεστές των βροχοπτώσεων. Επίσης η θερμοκρασία και η υγρασία των αερίων μαζών συντελούν στο σχηματισμό της βροχής. Οι ωκεάνιες π.χ. μάζες που περιέχουν πολλούς υδρατμούς προκαλούν άφθονες βροχές. Η κατανομή των βροχών πάνω στη γήινη επιφάνεια μπορεί να απεικονιστεί σχηματικά σ ένα γεωγραφικό χάρτη με τις ισοϋετείς καμπύλες, γραμμές οι οποίες συνδέουν τους τόπους που έχουν το ίδιο ύψος βροχής. 27
6.2. ΤΥΠΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΗΜΕΙΑΚΗΣ ΒΡΟΧΟΜΕΤΡΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ Συμπλήρωση ελλείψεων βροχομετρικών δεδομένων Τόσο στον Νομό Αχαΐας όσο και στον Νομό Κορινθίας παρατηρήθηκαν κενά στα δεδομένα των σταθμών. Το πρόβλημα της σποραδικής έλλειψης μετρήσεων σε συστηματικά βροχομετρικά δείγματα είναι πολύ συχνό και οφείλεται πρωτίστως σε βλάβες οργάνων και αμέλειες ή κωλύματα παρατηρήσεων. Η συμπλήρωση των ελλείψεων γίνεται με βάση τα δεδομένα γειτονικών βροχομετρικών σταθμών. Οι μέθοδοι συμπλήρωσης υπάγονται σε δύο γενικές κατηγορίες, τις εμπειρικές και τις στατιστικές. Οι εμπειρικές μέθοδοι χρησιμοποιούνται στην περίπτωση που οι ελλείψεις είναι σποραδικές και αφορούν μικρές περιόδους. Διακρίνονται δε στις ακόλουθες τρεις απλές μεθόδους: α) του αριθμητικού μέσου, β) των κανονικών λόγων και γ) της μέθοδου της αντίστροφης απόστασης. Η εμπειρική μέθοδος του αριθμητικού μέσου είναι η απλούστερη δυνατή μέθοδος σύμφωνα με την οποία η τιμή του ύψους βροχής του σταθμού Υ που λείπει, h Y (π.χ. ημερήσια ή μηνιαία) εκτιμάται ως ο μέσος όρος των αντίστοιχων υψών τριών γειτονικών σταθμών ή και περισσότερων κανονικά διατεταγμένων γύρω από τον Υ δηλαδή h Y =1/k k i=1 Σh i.όπου k το πλήθος των γειτονικών σταθμών και h i το ύψος βροχής καθενός από αυτούς. Η μέθοδος εφαρμόζεται με την προϋπόθεση ότι οι μέσες ετήσιες βροχοπτώσεις των γειτονικών σταθμών δεν διαφέρουν πάνω από 10% από την αντίστοιχη του σταθμού Υ. Διαφορετικά χρησιμοποιείται η μέθοδος των κανονικών λόγων. Η μέθοδος των κανονικών λόγων είναι μια γενίκευση της μεθόδου του αριθμητικού μέσου, στην οποία τα ύψη βροχής των γειτονικών σταθμών σταθμίζονται με βάση τις αναλογίες των μέσων ετήσιων βροχοπτώσεων, με βάση τον τύπο h Y =1/k k i=1 Σ H Y /H i h i όπου H Y και H i οι μέσες ετήσιες βροχοπτώσεις (αποκαλούμενες και κανονικές βροχοπτώσεις εξ ου και η ονομασία της μεθόδου) του σταθμού Υ και του γειτονικού σταθμού i, αντίστοιχα. 28
Όπως η μέθοδος των κανονικών λόγων έτσι και η μέθοδος της αντίστροφης απόστασης αποτελεί μια γενίκευση της μεθόδου του αριθμητικού μέσου, με τη διαφορά ότι εδώ λαμβάνονται υπόψη για τη στάθμιση των επιμέρους υψών βροχής τα αντίστροφα των αποστάσεων των σταθμών, υψωμένα σε κατάλληλη δύναμη. Συνήθως χρησιμοποιούνται τέσσερις ή περισσότεροι γειτονικοί σταθμοί και το ύψος βροχής του σταθμού Υ υπολογίζεται από την σχέση h Y = k i=1 Σ w i h i όπου ο συντελεστής βάρους w i δίνεται από την σχέση w i =d i -b / k j=1 Σ d i -b. Στην εξίσωση αυτή d i είναι η απόσταση του σταθμού i από τον σταθμό Υ και b είναι σταθερά, που κατά κανόνα λαμβάνεται ίση με 2, χωρίς να αποκλείονται και άλλες τιμές της π.χ. 1. Στην κατηγορία δε των στατιστικών μεθόδων υπάγονται μια σειρά από μεθόδους, οι οποίες όπως και οι εμπειρικές μέθοδοι, αξιοποιούν δεδομένα ενός ή περισσότερων γειτονικών σταθμών, αλλά σε αντίθεση με αυτές, παίρνουν υπόψη τις πλήρεις σειρές μετρήσεων στον υπό συμπλήρωση σταθμό και τους γειτονικούς, και εκτιμούν την κάθε τιμή με τρόπο ώστε να ελαχιστοποιήσουν το σφάλμα εκτίμησης. Από τις μεθόδους αυτής της κατηγορίας θα περιγράψουμε εδώ την απλούστερη μέθοδο της απλής γραμμικής παλιδρόμησης. Σύμφωνα με αυτή, η προς συμπλήρωση τιμή y= h y εκτιμάται από την αντίστοιχη τιμή x= h x του γειτονικού σταθμού Χ (για την περίοδο όπου σημειώνεται η έλλειψη στο σταθμό Υ) με βάση τη γραμμική σχέση: y= a+bx όπου a και b παράμετροι που εκτιμώνται σε τρόπο ώστε να ελαχιστοποιηθεί το τετραγωνικό σφάλμα της εκτίμησης. Ο βαθμός καταλληλότητας της μεθόδου για τα συγκεκριμένα δεδομένα αποδίδεται από το μέγεθος r. Το μέγεθος αυτό είναι γνωστό στη στατιστική ως συντελεστής (γραμμικής) συσχέτισης και οι τιμές του κυμαίνονται στο διάστημα [-1,1]. Όσο πιο κοντά στα όρια του διαστήματος αυτού βρίσκεται η τιμή του συντελεστή συσχέτισης τόσο ισχυρότερη είναι η συσχέτιση, ενώ μηδενική τιμή του συντελεστή συσχέτισης εκφράζει ανυπαρξία συσχέτισης. Για να είναι στατιστικά σημαντική η συσχέτιση θα πρέπει ο συντελεστής r που υπολογίζεται να είναι σε απόλυτη τιμή μεγαλύτερος από την κρίσιμη τιμή (r c =0.7) 29
Θετική τιμή του συντελεστή συσχέτισης δείχνει ότι η αύξηση στην τιμή του x συνδέεται με αύξηση στην τιμή του y. Αντίθετα, αρνητική τιμή του συντελεστή συσχέτισης δείχνει ότι η αύξηση στην τιμή του x συνδέεται με μείωση στην τιμή του y. Όσο μεγαλύτερη, κοντά στο +1 είναι η τιμή του r, τόσο ισχυρότερη είναι η συσχέτιση των υψών βροχής των δύο σταθμών και αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιλογή του σταθμού X που θα χρησιμοποιηθεί για την συμπλήρωση του σταθμού Y. Η μέθοδος της γραμμικής παλινδρόμησης είναι κατάλληλη κατ αρχήν για τη συμπλήρωση ετήσιων υψών βροχής με την προϋπόθεση μεγάλης τιμής του r. Μπορεί ακόμα να χρησιμοποιηθεί και για τη συμπλήρωση μηνιαίων τιμών ύψους βροχής με την ίδια προϋπόθεση. Βεβαίως, στην περίπτωση αυτή οι τιμές των x και y αναφέρονται στον ίδιο μήνα του έτους οπότε και οι τιμές a, b και r αναφέρονται στο συγκεκριμένο αυτό μήνα. Για χρονικές περιόδους μικρότερες του μήνα, η μέθοδος κατά κανόνα δεν είναι κατάλληλη, αφού συνήθως ο συντελεστής συσχέτισης παίρνει αρκετά χαμηλές τιμές. Έλεγχος και αποκατάσταση συνέπειας Ο έλεγχος συνέπειας ή ομογένειας μιας χρονοσειράς μετρήσεως βροχής αποσκοπεί στον εντοπισμό τεχνητών αλλαγών στις συνθήκες μέτρησης, οι οποίες επηρεάζουν το αποτέλεσμα της μέτρησης. Σε περίπτωση που εντοπιστούν τέτοιες αλλαγές η αποκατάσταση της συνέπειας, γνωστή και ως ανόρθωση, αποσκοπεί στην τροποποίηση των μετρήσεων σε τρόπο ώστε να αρθούν τα αποτελέσματα των αλλαγών των συνθηκών. Οι πηγές των ασυνεπειών στις σειρές συστηματικών μετρήσεων ενός βροχομετρικού σταθμού είναι πολλές. Ορισμένες είναι επιβεβλημένες και αναπόφευκτες, όπως η αλλαγή του τύπου του μετρητικού οργάνου, σε περίπτωση βλάβης του παλιού ή τεχνολογικής εξέλιξης, αλλαγή της θέσης του βροχομετρικού σταθμού σε περίπτωση που η παλιά θέση αποδείχτηκε προβληματική και η νέα πιο πρόσφορη κτλ. Άλλες οφείλονται σε επιδράσεις αλλαγής στο περιβάλλον όπως το μεγάλωμα ενός δέντρο ή το κτίσιμο ενός κτηρίου κοντά στον σταθμό, επιδράσεις που αν δεν αναστρέψιμες αποτελούν λόγω μετάθεσης του σταθμού. 30
Τέλος άλλες οφείλονται σε ανθρώπινους παράγοντες όπως στην κακή εκπαίδευση των παρατηρητών, ή στην ελλιπή συντήρηση των σταθμών. Οι περισσότερες από τις ασυνέπειες αναφέρονται σε μακρές περιόδους οπότε συνδυάζονται με συστηματικά σφάλματα μέτρησης χωρίς να είναι σπάνια και η περίπτωση μεμονωμένων σφαλμάτων. Η πιο διαδεδομένη τεχνική για τον έλεγχο της συνέπειας βροχομετρικών δεδομένων βασίζεται στη διπλή αθροιστική καμπύλη. Πρόκειται για μια εύχρηστη ημιεμπειρική μέθοδο με ατελή στατιστική τεκμηρίωση, η οποία εφαρμόζεται για τα ετήσια ύψη βροχής με γραφικό τρόπο. Διπλή αθροιστική καμπύλη είναι η απεικόνιση, σε διαγράμματα με άξονες κοινής αριθμητικής διαβάθμισης, της σημειοσειράς που προκύπτει από τα διαδοχικά ύψη βροχής δύο σταθμών, αφού τα τελευταία μετατραπούν σε αθροιστικές σειρές. Ειδικότερα ο ένας άξονας, έστω των τετμημένων Σ χ, αναφέρεται στο αθροιστικό ύψος ενός βροχομετρικού σταθμού βάσης ή και μέσου όρου περισσότερων βροχομετρικών σταθμών με διαπιστωμένη συνέπεια μετρήσεων. Ο άλλος άξονας, έστω των τεταγμένων, Σ y αναφέρεται στο αθροιστικό ύψος του υπό έλεγχο βροχομετρικού σταθμού. Σε περίπτωση που οι μετρήσεις του υπό έλεγχο σταθμού είναι συνεπείς η σειρά των σημείων (Σ χi, Σ yi ), όπου ο δείκτης i αναφέρεται στο έτος, θα σχηματίζει μια ευθυγραμμία που περνά από την αρχή των αξόνων. Αυτή η παρατήρηση χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της συνέπειας. Αποκλίσεις από την ευθυγραμμία ερμηνεύονται ως ασυνέπειες μετρήσεων και συγκεκριμένα: 1.Η θλάση στη σημειοσειρά, δηλαδή ο σχηματισμός δυο ευθειών με διαφορετικές κλίσεις m και m, ερμηνεύονται ως συστηματική ασυνέπεια που καλύπτει τη μία από τις δύο περιόδους διαφορετικών κλίσεων. 2.Το άλμα στη σημειοσειρά, δηλαδή ο σχηματισμός δυο παράλληλων ευθειών, ερμηνεύεται ως μεμονωμένο σφάλμα για το έτος στο οποίο αντιστοιχεί το άλμα. Την ίδια ερμηνεία έχει και η περίπτωση που σχηματίζεται μια ευθεία, η οποία όμως δεν διέρχεται από την αρχή των αξόνων. 31
Είναι δυνατόν να εμφανίζονται σε μια διπλή αθροιστική καμπύλη περισσότερες της μιας θλάσεις ή άλματα ή συνδυασμός των δυο, πράγμα που ισοδυναμεί με διαφορετικές πηγές σφαλμάτων σε διαφορετικές περιόδους. Αν εντοπιστούν ασυνέπειες τότε αυτές θα πρέπει να εξηγηθούν και να αρθούν. Η καλύτερη μέθοδος για την εξήγηση συνίσταται στην αναδρομή στα πρωτογενή αρχεία των υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για να διαπιστώσει η αιτία της ασυνέπειας π.χ. αν άλλαξε η θέση του σταθμού, ο παρατηρητής, το όργανο κλπ. Ενδιαφέρουσες πληροφορίες μπορούν ακόμα να αντληθούν από επίσκεψη στο σταθμό και από συνεντεύξεις με τους κατοίκους της περιοχής. Οι δυσκολίες που συναντά η αιτιολόγηση μιας διαπιστωμένης ασυνέπειας συχνά έχουν συνέπεια την παράλειψη του σταδίου της εξήγησης. Για την άρση των ασυνεπειών που εμφανίζονται στη διπλή αθροιστική καμπύλη με τη μορφή της θλάσης θα πρέπει πρώτα να επιλεγεί η μία από τις δύο υποπεριόδους, της οποίας τα δεδομένα θα θεωρηθούν ορθά και θα αναχθούν τα δεδομένα της άλλης υποπερίοδου. Συνήθως τα δεδομένα της νεότερης περιόδου θεωρούνται πιο ορθά Η αναγωγή γίνεται με πολλαπλασιασμό (ή διαίρεση κατά περίπτωση) των ετησίων υψών βροχής με το συντελεστή λ=m/m όπου m είναι η κλίση της νεότερης περιόδου και m είναι η κλίση της παλιότερης περιόδου. Με αυτό τον τρόπο προκύπτει δείγμα συνεπές για όλη την περίοδο μετρήσεων. Η μέθοδος διατυπώθηκε παραπάνω με την προϋπόθεση ότι ο ένας από τους δύο σταθμούς, ο σταθμός βάσης έχει συνεπή δεδομένα. Στην πραγματικότητα αυτή η προϋπόθεση δεν μπορεί να τεκμηριωθεί παρά μόνο αν ελεγχθεί η συνέπεια του σταθμού βάσης. Ευνοϊκές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της μεθόδου είναι η κλιματική ομογένεια των βροχομετρικών σταθμών που συγκρίνονται και η ισχυρή συσχέτιση των υψών βροχής τους. Η τήρηση των προϋποθέσεων αυτών ελέγχεται τόσο εμπειρικά όσο και στατιστικά. Ο εμπειρικός έλεγχος συνιστάται στην επιλογή των ζευγών σταθμών που συγκρίνονται, σε τρόπο ώστε να 32
βρίσκονται σε κοντινές αποστάσεις μεταξύ τους και σε παρόμοιες τοπογραφικές και μικροκλιματικές συνθήκες. Ο στατιστικός έλεγχος γίνεται με βάση το συντελεστή γραμμικής συσχέτισης r μεταξύ των ετήσιων υψών βροχής των δυο σταθμών. Για να είναι στατιστικά σημαντική η συσχέτιση θα πρέπει ο συντελεστής r που υπολογίζεται να είναι μεγαλύτερος από την αντίστοιχη κρίσιμη τιμή (r=0.7). Όσο μεγαλύτερη είναι η τιμή του r τόσο ισχυρότερη είναι η συσχέτιση των υψών βροχής των δύο σταθμών και αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιλογή των ζευγών σταθμών που θα συγκριθούν. Πάντως η ύπαρξη ασυνεπειών μειώνει το συντελεστή συσχέτισης. Υπολογισμός του συντελεστή συσχέτισης μετά την αναγωγή αναμένεται να είναι μεγαλύτερος. Η παραπάνω τεχνική αποσκοπεί βέβαια στον εντοπισμό και την άρση των μετρητικών σφαλμάτων και όχι στην άρση τυχόν ανομειογενών που οφείλονται σε κλιματικές μεταβολές. Γενικά, αν δύο σταθμοί βρίσκονται σε κλιματικά ομογενή περιοχή, τυχόν κλιματική μεταβολή θα εκδηλώνεται και στους δυο σταθμούς παρόμοιο τρόπο, οπότε η μέθοδος είναι κατάλληλη, ακόμη και σε αυτό το ενδεχόμενο. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει διάκριση της περίπτωσης που ένας από τους δύο σταθμούς επηρεάζεται από μικροκλιματικές μεταβολές τοπικού χαρακτήρα χωρίς να συμβαίνει το ίδιο με τον άλλον σταθμό. Σε αυτή την περίπτωση η μέθοδος της διπλής αθροιστικής καμπύλης παρέχει τη δυνατότητα ανίχνευσης και επισήμανσης της μικροκλιματικής μεταβολής, αλλά η αναγωγή δεν θα πρέπει να εφαρμοστεί στα δεδομένα του σταθμού. 33
6.3. ΒΡΟΧΟΜΕΤΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΑΧΑΪΑΣ Η Αχαΐα δέχεται γενικά μεγάλο ύψος ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, που κατανέμονται άνισα στις διάφορες περιοχές. Για την ευρύτερη περιοχή ο Καραπιπέρης (1974) αναφέρει ότι το ετήσιο ύψος βροχής είναι αρκετά υψηλό στο Ιόνιο και τις παράκτιες περιοχές της δυτικής Ελλάδας ενώ αυξάνει συνεχώς όσο προχωρούμε προς το εσωτερικό και παίρνει τις μεγαλύτερες τιμές στις ορεινές περιοχές. Τα διαθέσιμα στοιχεία για της βροχοπτώσεις προέρχονται από τις παρατηρήσεις των μετεωρολογικών σταθμών που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή. Από τους σταθμούς αυτούς αποκλίσθηκαν μερικοί είτε γιατί έχουμε ελλιπείς παρατηρήσεις είτε γιατί οι παρατηρήσεις τους δεν συμπίπτουν χρονολογικά. Για την εκτίμηση των μέσων τιμών βροχόπτωσης στο Νομό Αχαΐας, την κατανομή τους στο χρόνο και το χώρο, χρησιμοποιήθηκαν τα δεδομένα από 27 βροχομετρικούς σταθμούς. Οι σταθμοί αυτοί παρουσιάζονται στον πίνακα 1 ενώ η γεωγραφική θέση τους φαίνεται στον χάρτη 2 που ακολουθεί. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η πυκνότητα είκοσι επτά σταθμών για συνολική έκταση 3.274 Km 2 είναι ικανοποιητική, ένας σταθμός ανά 121 Km 2, (WMO,1976) δεδομένου ότι για τις μεσογειακές χώρες θεωρείται ως ελάχιστη ικανοποιητική πυκνότητα ένας σταθμός ανά 600 850 Km 2 για τις πεδινές περιοχές και ένας σταθμός ανά 100 250 Km 2 για τις ορεινές περιοχές. 34
ΠΙΝΑΚΑΣ 1 ΒΡΟΧΟΜΕΤΡΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΝΟΜΟΥ ΑΧΑΪΑΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ ΥΨΟΜΕΤΡΟ Α/Α ΣΤΑΘΜΟΣ ΦΟΡΕΑΣ Φ λ (m) ΔΕΔΟΜΕΝΑ 1 Αίγιον ΕΜΥ 22,08 38,10 64 1964-1999 2 Αίγιον (Αγ. Αθαν.) ΥΠΕΧΩΔΕ 22,05 38,15 16 1975-1991 3 Ακράτα ΥΠΕΧΩΔΕ 22,19 38,09 160 1964-1999 4 Ανδραβίδα ΕΜΥ - - 16 1975-1999 5 Αραξος ΕΜΥ 21,40 38,10 15 1964-1999 6 Αστέρι ΥΠΕΧΩΔΕ 21,43 38,04 160 1964-1999 7 Γλαύκος (ΥΗΣ) ΔΕΗ 21,47 38,12 370 1975-1991 8 Γλαύκος (Φράγμα) ΔΕΗ 21,48 38,11 370 1975-1991 9 Δάφνη ΥΠΕΧΩΔΕ 22,01 37,49 580 1975-1991 10 Δροσάτο ΥΠΕΧΩΔΕ 22,02 38,04 864 1964-1999 11 Κ. Βλασία ΔΕΗ 24,55 38,00 800 1964-1999 12 Κλειτορία ΥΠ.ΓΕΩΡΓΙΑΣ 22,08 37,54 750 1975-1991 13 Καλάβρυτα ΕΜΥ 22,07 37,02 731 1964-1999 14 Καστέλιο ΥΠΕΧΩΔΕ 22,03 37,05 817 1964-1999 15 Κερπινή ΔΕΗ 22,06 38,05 1100 1964-1999 16 Κούτελη ΔΕΗ 22,01 38,00 890 1964-1999 17 Κρήνη ΔΕΗ - - - 1975-1991 18 Κρυσταλλόβρυση ΔΕΗ 21,47 38,08 750 1975-1991 19 Λαγοβούνιον ΔΕΗ 22,04 37,58 880 1964-1999 20 Λεόντιο ΔΕΗ 21,56 38,07 740 1964-1999 21 Λουσικά ΥΠ.ΓΕΩΡΓΙΑΣ - - 60 1975-1991 22 Μελίσσια ΔΕΗ 22,04 38,11 290 1964-1999 23 Μοίρα ΔΕΗ 21,57 38,09 840 1975-1991 24 Πάτρα ΕΜΥ 21,44 38,15 1 1964-1999 25 Περιθώριον ΔΕΗ 22,21 38,02 940 1964-1999 26 Τριπόταμα ΥΠΕΧΩΔΕ 22,00 37,52 550 1964-1999 27 Χαλανδρίτσα ΥΠ.ΓΕΩΡΓΙΑΣ - - 380 1975-1991 35
Χάρτης 2. Θέσεις βροχομετρικών σταθμών Νομού Αχαΐας 36
Η αναγκαιότητα να χρησιμοποιηθεί μια πολυτελής χρονοσειρά για μια κοινή περίοδο, ώστε να είναι συγκρίσιμα τα αποτελέσματα και για να υπολογισθεί αξιόπιστα η βροχοβαθμίδα, οδήγησε στην επιλογή δύο περιόδων: α) περίοδος 1964 1999 κατά την διάρκεια της οποίας έχουμε σχεδόν πλήρεις παρατηρήσεις για τους σταθμούς Αίγιον, Ακράτα, Άραξος, Αστέρι, Δροσάτο, Κάτω Βλασία, Καλάβρυτα, Καστέλιο, Κερπινή, Κούτελη, Λαγοβούνιο, Λεόντιο, Μελίσσια, Πάτρα, Περιθώριο και Τριπόταμα και β) περίοδος 1975 1991 κατά την διάρκεια της οποίας έχουμε σχεδόν πλήρεις παρατηρήσεις για τους σταθμούς Αγ. Αθανάσιο, Ανδραβίδα, Γλαύκος (ΥΗΣ) Γλαύκος ( Φράγμα), Δάφνη, Κλειτορία, Κρήνη, Κρυσταλλόβρυση, Λουσικά, Μοίρα και Χαλανδρίτσα. ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1964 1999 Όπως ήδη αναφέρθηκε κατά την περίοδο αυτή έχουμε σχεδόν πλήρεις παρατηρήσεις για τους σταθμούς Αίγιον, Ακράτα, Άραξος, Αστέρι, Δροσάτο, Κάτω Βλασία, Καλάβρυτα, Καστέλιο, Κερπινή, Κούτελη, Λαγοβούνιο, Λεόντιο, Μελίσσια, Πάτρα, Περιθώριο και Τριπόταμα. Οι ελλιπείς παρατηρήσεις συμπληρώνονται με βάση ταυτόχρονες παρατηρήσεις των γειτονικών σταθμών που βρίσκονται στην ίδια βροχομετρική ζώνη. Για τον έλεγχο της ομοιογένειας χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της καμπύλης διπλής μάζας. Όπως ήδη αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο η μέθοδος αυτή συνίσταται στην σύγκριση των αθροιστικών ετήσιων τιμών βροχόπτωσης ενός σταθμού με τη σύγχρονη μέση αθροιστική βροχόπτωση μιας ομάδας γειτονικών σταθμών. Αλλαγή οφειλόμενη σε μετεωρολογικά αίτια θα επιδρούσε ομοιότροπα σε όλους τους σταθμούς και το διάγραμμα θα ήταν ευθεία γραμμή. Αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή της μεθόδου είναι η υψηλή συσχέτιση του σταθμού που ελέγχεται με τους σταθμούς βάσης. Προκειμένου να δούμε την συσχέτιση μεταξύ των σταθμών, μετά την συμπλήρωση των ελλειπουσών τιμών έτσι ώστε να προχωρήσουμε στον έλεγχο της ομοιογένειας, έγινε πάλι εφαρμογή της παραγοντικής ανάλυσης (FACTOR ANALYSIS) χρησιμοποιώντας τα ετήσια ύψη βροχής μετά την συμπλήρωση. Από αυτή την εφαρμογή προέκυψε ο παρακάτω πίνακας συντελεστών συσχέτισης. 37
ΑΙΓΙΟ ΑΚΡΑΤΑ ΑΡΑΞΟΣ ΑΣΤΕΡΙ ΔΡΟΣΑΤΟ ΚΑΤΩ ΒΛΑΣΙΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΚΑΣΤΕΛΙΟ ΚΕΡΠΙΝΗ ΚΟΥΤΕΛΗ ΛΑΓΟΒΟΥΝΙ ΛΕΟΝΤΙΟ ΜΕΛΙΣΣΙΑ ΠΑΤΡΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΑΙΓΙΟ ΑΚΡΑΤΑ ΑΡΑΞΟΣ ΑΣΤΕΡΙ ΔΡΟΣΑΤΟ 1,000,233 1,000,667,321 1,000,276,381,618 1,000,552,389,643,561 1,000 ΚΑΤΩ ΒΛΑΣΙΑ,570,567,670,562,844 1,000,174,714,310,560,512,662 1,000,480,483,751,700,723,819,626 1,000 ΠΙΝΑΚΑΣ 2 ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ Ν. ΑΧΑΪΑΣ 1964-1999 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ,567,564,614,593,791,894,741,825 1,000,401,428,647,637,786,853,634,866,879 1,000 ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΚΑΣΤΕΛΙΟ ΚΕΡΠΙΝΗ ΚΟΥΤΕΛΗ ΛΑΓΟΒΟΥΝΙ ΛΕΟΝΤΙΟ ΜΕΛΙΣΣΙΑ ΠΑΤΡΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΤΡΙΠΟΤΑΜΑ,567,493,655,564,690,832,645,833,855,795 1,000,758,213,824,458,700,697,175,654,574,559,568 1,000,636,139,768,345,523,504,083,526,419,440,359,821 1,000,466,504,676,562,790,854,619,823,848,866,795,567,367 1,000,426,580,508,539,598,671,568,538,722,567,572,325,315,683 1,000 ΤΡΙΠΟΤΑΜΑ,103,781,240,416,462,652,794,627,705,584,687,161 -,019,667,575 1,000 38
Με βάση των παραπάνω πίνακα 2 συντελεστών συσχέτισης οι δέκα έξη σταθμοί της περιόδου 1964 1999 χωρίσθηκαν στις εξής ομάδες: α) Αίγιο, Άραξος, Λεόντιο, Μελίσσια β) Ακράτα, Καλάβρυτα, Τριπόταμα γ) Αστέρι, Καστέλιο, Πάτρα δ) Δροσάτο, Κάτω Βλασία, Κερπινή, Κούτελη, Λαγοβούνιο, Περιθώριο Από την εφαρμογή της μεθόδου της αθροιστικής καμπύλης για όλες τις ομάδες προκύπτει ότι τα δεδομένα των σταθμών είναι ομοιογενή. 39
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΛΕΟΝΤΙΟ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΜΕΛΙΣΣΙΑ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΙΓΙΟ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΡΑΞΟΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 30.000,0 1964 30.000,0 1964 25.000,0 25.000,0 20.000,0 20.000,0 15.000,0 15.000,0 10.000,0 10.000,0 5.000,0 1999 0,0 0,0 5.000,0 10.000,0 15.000,0 20.000,0 25.000,0 30.000,0 35.000,0 40.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΡΑΞΟΣ + ΛΕΟΝΤΙΟ + ΜΕΛΙΣΣΙΑ 5.000,0 1999 0,0 0,0 5.000,0 10.000,0 15.000,0 20.000,0 25.000,0 30.000,0 35.000,0 40.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΙΓΙΟ + ΛΕΟΝΤΙΟ + ΜΕΛΙΣΣΙΑ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 50.000,0 1964 45.000,0 40.000,0 35.000,0 30.000,0 25.000,0 20.000,0 15.000,0 10.000,0 1999 5.000,0 0,0 0,0 5.000,0 10.000,0 15.000,0 20.000,0 25.000,0 30.000,0 35.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΙΓΙΟ + ΑΡΑΞΟΣ + ΜΕΛΙΣΣΙΑ 40.000,0 1964 35.000,0 30.000,0 25.000,0 20.000,0 15.000,0 10.000,0 5.000,0 1999 0,0 0,0 5.000,0 10.000,0 15.000,0 20.000,0 25.000,0 30.000,0 35.000,0 40.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΙΓΙΟ + ΑΡΑΞΟΣ + ΛΕΟΝΤΙΟ Σχήμα 6.3.1. Αθροιστικές καμπύλες για τον έλεγχο της ομοιογένειας των σταθμών (περίοδος 1964 1999) (ομοιογενείς σταθμοί). 40
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΤΡΙΠΟΤΑΜΑ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΚΡΑΤΑ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 25.000,0 1964 20.000,0 15.000,0 10.000,0 5.000,0 1999 0,0 0,0 5.000,0 10.000,0 15.000,0 20.000,0 25.000,0 30.000,0 35.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ + ΤΡΙΠΟΤΑΜΑ 35.000,0 1964 30.000,0 25.000,0 20.000,0 15.000,0 10.000,0 5.000,0 1999 0,0 0,0 5.000,0 10.000,0 15.000,0 20.000,0 25.000,0 30.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΚΡΑΤΑ + ΤΡΙΠΟΤΑΜΑ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 30.000,0 25.000,0 1964 20.000,0 15.000,0 10.000,0 5.000,0 1999 0,0 0,0 5.000,0 10.000,0 15.000,0 20.000,0 25.000,0 30.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΚΡΑΤΑ + ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ Σχήμα 6.3.2. Αθροιστικές καμπύλες για τον έλεγχο της ομοιογένειας των σταθμών (περίοδος 1964 1999) (ομοιογενείς σταθμοί). 41
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΠΑΤΡΑ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΣΤΕΡΙ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΣΤΕΛΙΟ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 25.000,0 1964 20.000,0 15.000,0 10.000,0 5.000,0 1999 0,0 0,0 5.000,0 10.000,0 15.000,0 20.000,0 25.000,0 30.000,0 35.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΣΤΕΛΙΟ + ΠΑΤΡΑ 45.000,0 40.000,0 35.000,0 30.000,0 25.000,0 20.000,0 15.000,0 10.000,0 5.000,0 1999 0,0 0,0 5.000,0 10.000,0 15.000,0 20.000,0 25.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΣΤΕΡΙ + ΠΑΤΡΑ 1964 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 30.000,0 25.000,0 1964 20.000,0 15.000,0 10.000,0 5.000,0 1999 0,0 0,0 5.000,0 10.000,0 15.000,0 20.000,0 25.000,0 30.000,0 35.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΣΤΕΡΙ + ΚΑΣΤΕΛΙΟ Σχήμα 6.3.3. Αθροιστικές καμπύλες για τον έλεγχο της ομοιογένειας των σταθμών (περίοδος 1964 1999) (ομοιογενείς σταθμοί). 42
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΕΡΠΙΝΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΔΡΟΣΑΤΟ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΩ ΒΛΑΣΙΑ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 35.000,0 30.000,0 25.000,0 20.000,0 15.000,0 10.000,0 5.000,0 0,0 1999 0,0 5.000,0 10.000, 0 15.000, 0 20.000, 0 25.000, 0 30.000, 0 35.000, 0 1964 40.000, 0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΩ ΒΛΑΣΙΑ + ΚΕΡΠΙΝΗ + ΚΟΥΤΕΛΗ + ΛΑΓΟΒΟΥΝΙΟ + ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ 45.000, 0 60.000,0 50.000,0 40.000,0 30.000,0 20.000,0 10.000,0 1999 0,0 0,0 5.000,0 10.000,0 15.000,0 20.000,0 25.000,0 30.000,0 35.000,0 40.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΔΡΟΣΑΤΟ + ΚΕΡΠΙΝΗ + ΚΟΥΤΕΛΗ + ΛΑΓΟΒΟΥΝΙΟ + ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ 1964 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 40.000,0 35.000,0 30.000,0 25.000,0 20.000,0 15.000,0 10.000,0 5.000,0 1999 0,0 0,0 5.000,0 10.000,0 15.000,0 20.000,0 25.000,0 30.000,0 35.000,0 40.000,0 1964 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΔΡΟΣΑΤΟ + ΚΑΤΩ ΒΛΑΣΙΑ + ΚΟΥΤΕΛΗ + ΛΑΓΟΒΟΥΝΙΟ + ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ 6.3.4. Αθροιστικές καμπύλες για τον έλεγχο της ομοιογένειας των σταθμών (περίοδος 1964 1999) (ομοιογενείς σταθμοί). 43
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΟΥΤΕΛΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΛΑΓΟΒΟΥΝΙΟ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 40.000,0 35.000,0 30.000,0 25.000,0 20.000,0 15.000,0 10.000,0 5.000,0 1999 0,0 0,0 5.000,0 10.000,0 15.000,0 20.000,0 25.000,0 30.000,0 35.000,0 40.000,0 1964 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΔΡΟΣΑΤΟ + ΚΑΤΩ ΒΛΑΣΙΑ + ΚΕΡΠΙΝΗ + ΛΑΓΟΒΟΥΝΙΟ + ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ 45.000,0 1964 40.000,0 35.000,0 30.000,0 25.000,0 20.000,0 15.000,0 10.000,0 1999 5.000,0 0,0 0,0 5.000,0 10.000,0 15.000,0 20.000,0 25.000,0 30.000,0 35.000,0 40.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΔΡΟΣΑΤΟ + ΚΑΤΩ ΒΛΑΣΙΑ+ ΚΕΡΠΙΝΗ + ΚΟΥΤΕΛΗ + ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 35.000,0 30.000,0 25.000,0 20.000,0 15.000,0 10.000,0 5.000,0 0,0 1999 0,0 5.000,0 10.000,0 15.000,0 20.000,0 25.000,0 30.000,0 35.000,0 40.000,0 45.000,0 1964 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΔΡΟΣΑΤΟ + ΚΑΤΩ ΒΛΑΣΙΑ + ΚΕΡΠΙΝΗ + ΚΟΥΤΕΛΗ + ΛΑΓΟΒΟΥΝΙΟ Σχήμα 6.3.5. Αθροιστικές καμπύλες για τον έλεγχο της ομοιογένειας των σταθμών (περίοδος 1964 1999) (ομοιογενείς σταθμοί). 44
Στον πίνακα 3 που ακολουθεί παρουσιάζονται οι μέσες μηνιαίες τιμές βροχόπτωσης, καθώς και οι μέσες ετήσιες τιμές των 16 σταθμών που επελέγησαν για την κοινή περίοδο 1964 1999 μετά την συμπλήρωση και ομοιογενοποίηση. 45
ΠΙΝΑΚΑΣ 3 ΜΕΣΕΣ ΜΗΝΙΑΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΕΣ ΕΤΗΣΙΕΣ ΤΙΜΕΣ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΧΑΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1964-1999 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΑΘΜΟΣ Ιαν. Φεβ. Μαρ. Απρ. Μαϊ. Ιουν. Ιουλ. Αυγ. Σεπ. Οκτ. Νοε. Δεκ. ΕΤΗΣΙΟ ΑΙΓΙΟ 110,5 92,9 77,8 54,6 29,6 12,3 4,2 8,2 21,0 79,1 133,6 125,4 749,1 ΑΚΡΑΤΑ 94,0 83,7 72,5 52,8 25,4 9,6 3,4 6,1 15,6 58,4 82,9 94,2 598,6 ΑΡΑΞΟΣ 104,6 91,7 71,1 49,8 28,2 13,4 7,5 7,0 30,9 83,7 160,2 139,6 787,6 ΑΣΤΕΡΙ 72,1 76,3 72,2 51,5 38,2 10,9 10,2 6,1 24,6 64,1 102,7 116,2 645,0 ΔΡΟΣΑΤΟ 100,5 92,0 84,5 65,4 38,8 16,6 9,8 17,3 29,9 76,4 123,7 137,3 791,9 ΚΑΤΩ ΒΛΑΣΙΑ 193,7 168,7 126,5 96,3 57,8 20,4 22,8 25,9 44,5 106,2 200,4 235,1 1.298,2 ΚΑΛΒΡΥΤΑ 134,2 110,3 80,9 80,1 33,2 16,4 17,4 16,2 28,1 91,6 114,9 147,3 870,7 ΚΑΣΤΕΛΙΟ 162,2 151,6 109,5 85,4 49,6 30,3 27,8 18,6 36,9 87,7 173,0 214,7 1.147,2 ΚΕΡΠΙΝΗ 163,1 131,2 106,7 73,3 43,6 18,8 11,5 16,1 38,0 82,8 146,5 191,0 1.022,5 ΚΟΥΤΕΛΗ 164,1 133,8 109,8 73,9 45,6 19,8 15,2 19,1 32,1 71,8 152,3 175,6 1.013,3 ΛΑΓΟΒΟΥΝΙ 173,1 162,3 114,1 81,3 53,1 21,1 17,8 18,5 37,2 85,3 163,0 213,0 1.139,8 ΛΕΟΝΤΙΟ 166,7 162,3 116,7 113,6 65,0 23,5 11,2 15,5 42,4 113,8 202,4 238,4 1.271,4 ΜΕΛΙΣΣΙΑ 141,5 133,0 121,2 77,3 37,9 10,9 10,4 6,5 32,9 88,6 149,0 167,1 976,3 ΠΑΤΡΑ 84,3 81,8 63,5 46,4 28,3 9,0 7,4 6,8 26,0 69,6 118,9 119,5 661,4 ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ 142,0 122,0 99,5 59,8 38,1 17,0 12,0 14,8 33,3 90,1 129,2 151,9 909,7 ΤΡΙΠΟΤΑΜΑ 107,4 98,7 77,7 57,0 31,6 17,2 10,3 12,8 24,6 62,2 108,4 148,2 756,3 46
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1975 1991 Όπως ήδη αναφέρθηκε κατά την περίοδο αυτή έχουμε σχεδόν πλήρεις παρατηρήσεις για τους σταθμούς Αγ. Αθανάσιο, Ανδραβίδα, Γλαύκος (ΥΗΣ), Γλαύκος (Φράγμα), Δάφνη, Κλειτορία, Κρήνη, Κρυσταλλόβρυση, Λουσικά, Μοίρα και Χαλανδρίτσα. Οι ελλιπείς παρατηρήσεις συμπληρώνονται με βάση ταυτόχρονες παρατηρήσεις των γειτονικών σταθμών που βρίσκονται στην ίδια βροχομετρική ζώνη. Για τον έλεγχο της ομοιογένειας χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της καμπύλης διπλής μάζας. Όπως ήδη αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο η μέθοδος αυτή συνίσταται στην σύγκριση των αθροιστικών ετήσιων τιμών βροχόπτωσης ενός σταθμού με τη σύγχρονη μέση αθροιστική βροχόπτωση μιας ομάδας γειτονικών σταθμών. Αλλαγή οφειλόμενη σε μετεωρολογικά αίτια θα επιδρούσε ομοιότροπα σε όλους τους σταθμούς και το διάγραμμα θα ήταν ευθεία γραμμή. Αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή της μεθόδου είναι η υψηλή συσχέτιση του σταθμού που ελέγχεται με τους σταθμούς βάσης. Προκειμένου να δούμε την συσχέτιση μεταξύ των σταθμών, μετά την συμπλήρωση των ελλειπουσών τιμών έτσι ώστε να προχωρήσουμε στον έλεγχο της ομοιογένειας, έγινε πάλι εφαρμογή της παραγοντικής ανάλυσης (FACTOR ANALYSIS) χρησιμοποιώντας τα ετήσια ύψη βροχής μετά την συμπλήρωση. Από αυτή την εφαρμογή προέκυψε ο παρακάτω πίνακας συντελεστών συσχέτισης. 47
ΠΙΝΑΚΑΣ 4 ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ Ν ΑΧΑΪΑΣ 1975-1991 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΝΔΡΑΒΙΔΑ ΓΛΑΥΚΟΣ (ΑΙΓΙΟ) (ΥΗΣ) ΓΛΑΥΚΟΣ (ΦΡΑΓΜΑ) ΔΑΦΝΗ ΚΛΕΙΤΟΡΙΑ ΚΡΗΝΗ ΚΥΣΤΑΛΛΟΒΡΥΣΗ ΛΟΥΣΙΚΑ ΜΟΙΡΑ ΧΑΛΑΝΔΡΙΤΣΑ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ (ΑΙΓΙΟ) ΑΝΔΡΑΒΙΔΑ 1,000,498 1,000 ΓΛΑΥΚΟΣ(ΥΗΣ),901,493 1,000 ΓΛΑΥΚΟΣ (ΦΡΑΓΜΑ),854,511,954 1,000 ΔΑΦΝΗ,843,423,882,850 1,000 ΚΛΕΙΤΟΡΙΑ,701,426,825,808,848 1,000 ΚΡΗΝΗ,714,370,819,760,653,534 1,000 ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΒΡΥΣΗ,772,252,772,750,758,738,550 1,000 ΛΟΥΣΙΚΑ ΜΟΙΡΑ ΧΑΛΑΝΔΡΙΤΣΑ,823,568,761,753,750,597,598,648 1,000,850,289,914,897,891,833,746,870,783 1,000, 670,614,707,640,658,720,514,484,808,642 1,000 48
Με βάση των παραπάνω πίνακα 4 συντελεστών συσχέτισης οι έντεκα σταθμοί της περιόδου 1975-1991 χωρίσθηκαν στις εξής ομάδες: α) Αγ. Αθανάσιος, Γλαύκος (ΥΗΣ), Γλαύκος (Φράγμα), Κρυσταλλόβρυση, Κλειτορία, Κρήνη και Χαλανδρίτσα β) Δάφνη, Μοίρα, Λουσικά Ο σταθμός Ανδραβίδα δεν έχει καλή συσχέτιση με κανένα από τους άλλους σταθμούς της περιόδου, γι αυτό ο έλεγχος της ομοιογένειας του θα γίνει με βάση τον πιο κοντινό σε αυτόν σταθμό, τα Λουσικά. Από την εφαρμογή της μεθόδου της αθροιστικής καμπύλης για όλες τις ομάδες προκύπτει ότι τα δεδομένα των σταθμών είναι ομοιογενή. 49
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΓΛΑΥΚΟΣ ( ΦΡΑΓΜΑ) ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΓΛΑΥΚΟΣ (ΥΗΣ) ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ 12.000,0 10.000,0 8.000,0 6.000,0 4.000,0 2.000,0 1991 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 0,0 0,0 2.000,0 4.000,0 6.000,0 8.000,0 10.000,0 12.000,0 14.000,0 16.000,0 18.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΓΛΑΥΚΟΣ (ΥΗΣ) + ΓΛΑΥΚΟΣ (ΦΡΑΓΜΑ) + ΚΛΕΙΤΟΡΙΑ + ΚΡΗΝΗ + ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΒΡΥΣΗ + ΧΑΛΑΝΔΡΙΤΣΑ 1975 16.000,0 14.000,0 12.000,0 10.000,0 8.000,0 6.000,0 4.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 2.000,0 1991 0,0 0,0 2.000,0 4.000,0 6.000,0 8.000,0 10.000,0 12.000,0 14.000,0 16.000,0 18.000,0 1975 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ + ΓΛΑΥΚΟΣ(ΦΡΑΓΜΑ) + ΚΛΕΙΤΟΡΙΑ + ΚΡΗΝΗ + ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΒΡΥΣΗ + ΧΑΛΑΝΔΡΙΤΣΑ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 20.000,0 15.000,0 1975 10.000,0 5.000,0 1991 0,0 0,0 2.000,0 4.000,0 6.000,0 8.000,0 10.000,0 12.000,0 14.000,0 16.000,0 18.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ + ΓΛΑΥΚΟΣ (ΥΗΣ)+ ΚΛΕΙΤΟΡΙΑ + ΚΡΗΝΗ + ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΒΡΥΣΗ + ΧΑΛΑΝΔΡΙΤΣΑ Σχήμα 6.3.7 Αθροιστικές καμπύλες για τον έλεγχο της ομοιογένειας των σταθμών (περίοδος 1975 1991) (ομοιογενείς σταθμοί). 50
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΒΡΥΣΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙΤΣΑ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΛΕΙΤΟΡΙΑ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΡΗΝΗ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ 16.000,0 14.000,0 12.000,0 10.000,0 8.000,0 6.000,0 4.000,0 2.000,0 1991 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 0,0 0,0 2.000,0 4.000,0 6.000,0 8.000,0 10.000,0 12.000,0 14.000,0 16.000,0 18.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ + ΓΛΑΥΚΟΣ (ΥΗΣ)+ ΓΛΑΥΚΟΣ (ΦΡΑΓΜΑ) + ΚΡΗΝΗ + ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΒΡΥΣΗ + ΧΑΛΑΝΔΡΙΤΣΑ 1975 25.000,0 20.000,0 15.000,0 10.000,0 5.000,0 1991 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 0,0 0,0 2.000,0 4.000,0 6.000,0 8.000,0 10.000,0 12.000,0 14.000,0 16.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ + ΓΛΑΥΚΟΣ (ΥΗΣ) + ΓΛΑΥΚΟΣ (ΦΡΑΓΜΑ)+ ΚΛΕΙΤΟΡΙΑ + ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΒΡΥΣΗ + ΧΑΛΑΝΔΡΙΤΣΑ 1975 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 20.000,0 1975 18.000,0 16.000,0 14.000,0 12.000,0 10.000,0 8.000,0 6.000,0 4.000,0 1991 2.000,0 0,0 0,0 2.000,0 4.000,0 6.000,0 8.000,0 10.000,0 12.000,0 14.000,0 16.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ + ΓΛΑΥΚΟΣ (ΥΗΣ) + ΓΛΑΥΚΟΣ (ΦΡΑΓΜΑ) + ΚΛΕΙΤΟΡΙΑ + ΚΡΗΝΗ + ΧΑΛΑΝΔΡΙΤΣΑ 18.000,0 1975 16.000,0 14.000,0 12.000,0 10.000,0 8.000,0 6.000,0 4.000,0 1991 2.000,0 0,0 0,0 2.000,0 4.000,0 6.000,0 8.000,0 10.000,0 12.000,0 14.000,0 16.000,0 18.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ + ΓΛΑΥΚΟΣ (ΥΗΣ) + ΓΛΑΥΚΟΣ (ΦΡΑΓΜΑ) + ΚΛΕΙΤΟΡΙΑ + ΚΡΗΝΗ + ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΒΡΥΣΗ Σχήμα 6.3.8 Αθροιστικές καμπύλες για τον έλεγχο της ομοιογένειας των σταθμών (περίοδος 1975 1991) (ομοιογενείς σταθμοί). 51
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΜΟΙΡΑ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΔΑΦΝΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΛΟΥΣΙΚΑ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 25.000,0 1975 20.000,0 15.000,0 10.000,0 5.000,0 1991 0,0 0,0 2.000,0 4.000,0 6.000,0 8.000,0 10.000,0 12.000,0 14.000,0 16.000,0 18.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΛΟΥΣΙΚΑ + ΜΟΙΡΑ 14.000,0 12.000,0 1975 10.000,0 8.000,0 6.000,0 4.000,0 1991 2.000,0 0,0 0,0 5.000,0 10.000,0 15.000,0 20.000,0 25.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΔΑΦΝΗ + ΜΟΙΡΑ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 25.000,0 20.000,0 1975 15.000,0 10.000,0 5.000,0 1991 0,0 0,0 2.000,0 4.000,0 6.000,0 8.000,0 10.000,0 12.000,0 14.000,0 16.000,0 18.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΔΑΦΝΗ + ΛΟΥΣΙΚΑ Σχήμα 6.3.9. Αθροιστικές καμπύλες για τον έλεγχο της ομοιογένειας των σταθμών (περίοδος 1975 1991) (ομοιογενείς σταθμοί). 52
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΑΝΔΡΑΒΙΔΑ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 14.000,0 12.000,0 10.000,0 8.000,0 6.000,0 4.000,0 1975 2.000,0 0,0 1991 0,0 2.000,0 4.000,0 6.000,0 8.000,0 10.000,0 12.000,0 14.000,0 16.000,0 18.000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΛΟΥΣΙΚΑ Σχήμα 6.3.10 Αθροιστικές καμπύλες για τον έλεγχο της ομοιογένειας των σταθμών (περίοδος 1975 1991) (ομοιογενείς σταθμοί). Στον πίνακα 5 που ακολουθεί παρουσιάζονται οι μέσες μηνιαίες τιμές βροχόπτωσεις, καθώς και οι μέσες ετήσιες τιμές των 11 σταθμών που επελέγησαν για την κοινή περίοδο 1975 1991 μετά την συμπλήρωση και ομοιογενοποίηση 53
ΠΙΝΑΚΑΣ 5 ΜΕΣΕΣ ΜΗΝΙΑΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΕΣ ΕΤΗΣΙΕΣ ΤΙΜΕΣ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΧΑΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1975-1991 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΑΘΜΟΣ Ιαν. Φεβ. Μαρ. Απρ. Μαϊ. Ιουν. Ιουλ. Αυγ. Σεπ. Οκτ. Νοε. Δεκ. ΕΤΗΣΙΟ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ 93,3 81,2 60,8 53,0 22,3 8,1 4,7 8,8 12,9 95,1 108,8 112,0 661,1 ΑΝΔΡΑΒΙΔΑ 122,1 95,4 80,0 100,0 27,7 8,3 9,5 14,6 20,8 123,0 193,3 155,2 949,9 ΓΛΑΥΚΟΣ (ΥΗΣ) 103,9 91,2 70,6 72,2 34,5 14,2 7,4 8,4 21,9 83,9 156,4 140,7 805,2 ΓΛΑΥΚΟΣ (ΦΡΑΓΜΑ) 120,1 97,4 77,4 82,8 32,6 15,7 7,2 8,5 25,4 86,1 167,7 170,4 891,3 ΔΑΦΝΗ 163,7 135,3 98,2 101,4 49,6 24,3 17,5 18,9 29,1 103,9 213,9 201,8 1.157,7 ΚΛΕΙΤΟΡΙΑ 102,6 97,0 73,6 66,8 48,5 26,9 23,2 20,7 24,5 76,0 127,6 142,4 829,8 ΚΡΗΝΗ 183,4 138,0 105,4 95,0 42,5 6,2 10,9 7,2 30,1 116,0 199,0 240,0 1.173,8 ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΒΡΥΣΗ 147,9 125,0 95,2 95,8 46,7 18,4 15,7 11,0 34,4 90,6 197,3 158,7 1.036,6 ΛΟΥΣΙΚΑ 80,0 83,6 54,1 58,4 31,6 24,2 5,5 3,8 18,4 62,0 149,5 105,2 676,2 ΜΟΙΡΑ 174,3 143,4 115,9 118,7 61,3 29,2 18,9 9,1 27,9 107,3 219,4 227,9 1.253,4 ΧΑΛΑΝΔΡΙΤΣΑ 136,3 101,8 60,8 63,1 87,4 19,1 8,8 22,2 17,2 119,3 178,7 149,9 964,7 54
ΑΙΓΙΟ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΚΡΑΤΑ ΑΝΔΡΑΒΙΔΑ ΑΡΑΞΟΣ ΑΣΤΕΡΙ ΓΛΑΥΚΟΣ (ΥΗΣ) ΓΛΑΥΚΟΣ ΔΑΦΝΗ ΔΡΟΣΑΤΟ ΚΑΤΩ ΒΛΑΣΙΑ ΚΛΕΙΤΟΡΙΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΚΑΣΤΕΛΙΟ ΚΕΡΠΙΝΗ ΚΟΥΤΕΛΗ ΚΡΗΝΗ ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΒΡ ΛΑΓΟΒΟΥΝΙΟ ΛΕΟΝΤΙΟ ΛΟΥΣΙΚΑ ΜΕΛΙΣΣΙΑ ΜΟΙΡΑ ΠΑΤΡΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΤΡΙΠΟΤΑΜΑ ΧΑΛΑΝΔΡΙΤΣΑ ΜΕΣΟ ΕΤΗΣΙΟ ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ (mm) ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ 6.4. ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ Όπως ήδη αναφέρθηκε χωρίσαμε τους βροχομετρικούς σταθμούς του Νομού Αχαΐας σε δυο περιόδους, 1964 1999 και 1975 1991, βάση των διαθέσιμων στοιχείων βροχόπτωσης. Προκειμένου να μελετήσουμε την κατανομή των βροχοπτώσεων στο νομό θα δουλέψουμε για την περίοδο 1964-1999 με βάση το γεγονός ότι την περίοδο 1975-1991 έχουμε δεδομένα από όλους τους μετεωρολογικούς σταθμούς. Στη συνέχεια ακολουθούν τα σχήματα 6.4.1 και 6.4.2 στα οποία απεικονίζεται η διακύμανση των μέσων ετήσιων υψών βροχής ανά σταθμό και ανά υδρολογικό έτος αντίστοιχα. 1.400,0 1.200,0 1.000,0 800,0 600,0 400,0 200,0 0,0 ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ Ν. ΑΧΑΙΑΣ Σχήμα 6.4.1. Διάγραμμα κατανομής των μέσων ετήσιων βροχοπτώσεων για τους μετεωρολογικούς σταθμούς της περιοχής ενδιαφέροντος. 55
1964 1965 1966 1967 1968 1969 1970 1971 1972 1973 1974 1975 1976 1977 1978 1979 1980 1981 1982 1983 1984 1985 1986 1987 1988 1989 1990 1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 ΜΕΣΟ ΕΤΗΣΙΟ ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ (mm) ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ 1.500,0 1.400,0 1.300,0 1.200,0 1.100,0 1.000,0 900,0 800,0 700,0 600,0 500,0 400,0 300,0 200,0 100,0 0,0 ΜΕΣΗ ΤΙΜΗ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ 927mm ΕΤΟΣ Σχήμα 6.4.2. Διάγραμμα κατανομής των μέσων ετήσιων βροχοπτώσεων. Από το διάγραμμα κατανομής των μέσων ετήσιων βροχοπτώσεων παρατηρείται ότι στη χρονική περίοδο 1978-1981 εμφανίζονται περισσότερα υδρολογικά έτη με έντονη βροχόπτωση και λιγότερα με ήπια, σε σχέση με τη χρονική περίοδο 1988-1998, στην οποία γίνεται έντονη η εμφάνιση υδρολογικών ετών με ετήσιο ύψος βροχής κάτω από την μέση τιμή βροχόπτωσης. Επίσης κατά τα υδρολογικά έτη 1966 και 1968 έχουμε έντονη βροχόπτωση σε αντίθεση με την περίοδο 1969 1977 όπου παρατηρούνται σχετικά χαμηλές τιμές. Στο σχήμα 6.4.3 που ακολουθεί απεικονίζεται η εποχική κατανομή της βροχόπτωσης σε κάθε έτος από το 1964 έως το 1999. 56
1964 1965 1966 1967 1968 1969 1970 1971 1972 1973 1974 1975 1976 1977 1978 1979 1980 1981 1982 1983 1984 1985 1986 1987 1988 1989 1990 1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 ΕΠΟΧΙΑΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ 900,0 800,0 700,0 600,0 500,0 400,0 300,0 200,0 100,0 0,0 ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΑΝΟΙΞΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΕΤΟΣ Σχήμα 6.4.3. Διάγραμμα εποχικής κατανομής βροχόπτωσης κάθε έτους (1964-1999). 57
6.5. ΒΡΟΧΟΒΑΘΜΙΔΑ Η κατανομή των βροχοπτώσεων καθορίζεται από διάφορους παράγοντες, καθοριστικότερος των οποίων είναι το υψόμετρο της περιοχής. Έτσι χωρίς σοβαρές παραδοχές μπορούμε να πούμε ότι οι δυο παράμετροι συνδέονται με μια γραμμική μαθηματική σχέση. Σε τοπική κλίμακα είναι δυνατόν βέβαια να παρατηρηθούν διαφοροποιήσεις που έχουν να κάνουν με δευτερεύοντες παράγοντες που επηρεάζουν την κατανομή των βροχοπτώσεων, όπως π.χ. το ανάγλυφο, που όμως σε γενικές γραμμές δεν επηρεάζουν την γενική εικόνα. Η μαθηματική σχέση που συνδέει τα δύο αυτά μεγέθη είναι μία εξίσωση πρώτου βαθμού, της μορφής y = ax + b, με ανεξάρτητη μεταβλητή το απόλυτο υψόμετρο των σταθμών και εξαρτημένη μεταβλητή το μέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης. Η σχέση αυτή ονομάζεται εξίσωση της βροχοβαθμίδας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του βροχομετρικού χάρτη μιας περιοχής. Ο έλεγχος της αξιοπιστίας της σχέσης αυτής γίνεται με τον υπολογισμό του συντελεστή προσαρμογής R των δύο μεγεθών, εφαρμόζοντας τη μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων. Η σχέση αυτή θεωρείται ικανοποιητική εφόσον ο συντελεστής προσαρμογής (R 2 ) είναι μεγαλύτερος από 0.7. Για το υπολογισμό της εξίσωσης της βροχοβαθμίδας για τον Νομό Αχαΐας επιλέξαμε μια κοινή περίοδο δεδομένων για όλους τους μετεωρολογικούς σταθμούς (1975 1991). Επίσης προκειμένου να έχουμε την καλύτερη δυνατή εξίσωση βροχοβαθμίδας για τον Νομό επιλέξαμε τους δώδεκα από τους είκοσι επτά σταθμούς. Στο διάγραμμα του σχήματος 6.5.1 δίνεται η ευθεία παλινδρόμησης της μεταβολής των βροχοπτώσεων (σε mm ύψους βροχής) σε συνάρτηση με το απόλυτο υψόμετρο των σταθμών (σε m) που χρησιμοποιήθηκαν. Δίνεται η εξίσωση της ευθείας της παλινδρόμησης (y = 0,45x + 680). 58
ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ (mm) ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ 1.400,0 1.200,0 1.000,0 800,0 600,0 400,0 200,0 0,0 y = 0,45x + 680 R 2 = 0,741 0 200 400 600 800 1000 1200 ΥΨΟΜΕΤΡΟ ( m ) Σχήμα 6.5.1 Σχέση ύψους βροχής - υψομέτρου των σταθμών της ευρύτερης περιοχής μελέτης για την περίοδο 1975-1991. Η βροχομετρική βαθμίδα, δηλαδή η ανά μονάδα υψομέτρου αύξηση του ύψους βροχής σε mm, είναι 0,45. Από την επίλυση της εξίσωσης y = 0,45x + 680 προκύπτει ότι η ανά 45mm αύξηση του ύψους βροχόπτωσης αντιστοιχεί στα εξής υψόμετρα: 59
Ύψος βροχής (mm) Υψόμετρο (m) 725 100 770 200 815 300 860 400 905 500 945 600 995 700 1040 800 1085 900 1130 1000 1175 1100 1220 1200 1265 1300 1310 1400 1355 1500 Με βάση τα παραπάνω στοιχεία χαράχτηκαν οι ισοΰέτιες καμπύλες και κατασκευάσθηκε ο βροχομετρικός χάρτης που ακολουθεί. 60
Βροχομετρικός χάρτης Νομού Αχαΐας 61
6.6. ΒΡΟΧΟΜΕΤΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ Οι βροχοπτώσεις στον Νομό Κορινθίας προκαλούνται κατά κύριο λόγο από τη μηχανική ανύψωση και αδιαβατική ψύξη του αέρα υγρών δυτικών ανέμων από τους ορεινούς όγκους που παρεμβάλλονται στη διεύθυνση της κίνησης τους (ορογραφικές βροχές). Τα διαθέσιμα στοιχεία για της βροχοπτώσεις προέρχονται από τις παρατηρήσεις των βροχομετρικών σταθμών που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή. Από τους σταθμούς αυτούς αποκλίσθηκαν μερικοί είτε γιατί έχουμε ελλιπείς παρατηρήσεις είτε γιατί οι παρατηρήσεις τους δεν συμπίπτουν χρονολογικά. Για την εκτίμηση των μέσων τιμών βροχόπτωσης στο Νομό Κορινθίας, την κατανομή τους στο χρόνο και το χώρο, χρησιμοποιήθηκαν τα δεδομένα από 18 βροχομετρικούς σταθμούς. Οι σταθμοί αυτοί παρουσιάζονται στον πίνακα 6 και η γεωγραφική θέση τους φαίνεται στον χάρτη 3 που ακολουθεί. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η πυκνότητα δεκαοκτώ σταθμών για συνολική έκταση 2.290 Km 2 είναι ικανοποιητική, ένας σταθμός ανά 127 Km 2, (WMO,1976) δεδομένου ότι για τις μεσογειακές χώρες θεωρείται ως ελάχιστη ικανοποιητική πυκνότητα ένας σταθμός ανά 600 850 Km 2 για τις πεδινές περιοχές και ένας σταθμός ανά 100 250 Km 2 για τις ορεινές περιοχές. 62
ΠΙΝΑΚΑΣ 6 ΒΡΟΧΟΜΕΤΡΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΝΟΜΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ Α/Α ΣΤΑΘΜΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ Φ λ ΥΨΟΜΕΤΡΟ (m) ΔΕΔΟΜΕΝΑ 1 Δερβενάκια ΥΠΕΧΩΔΕ 1953-37 47 22 44 264 1965-1991 2 Δριζα ΥΠΕΧΩΔΕ 1953-37 52 22 28 631 1975-1997 3 Καλλιθέα ΥΠΕΧΩΔΕ 1972-38 07 22 27 90 1975-1997 4 Καλύβια ΔΕΗ 1964-37 55 22 18 850 1965-1991 5 Καμάριο ΥΠΕΧΩΔΕ 1972-38 06 22 34 10 1975-1997 6 Καστανιά ΥΠΕΧΩΔΕ 1971-1997 37 49 22 21 989 1975-1997 7 Κάτω Ταρσός ΥΠΕΧΩΔΕ 1964-38 00 22 21 1130 1975-1997 8 Κεφαλάρι ΥΠΕΧΩΔΕ 1989-1997 37 56 22 31 760 1975-1997 9 Κοντοσταβλος ΥΠΕΧΩΔΕ 1964-37 50 22 45 300 1975-1997 10 Λαυκα ΥΠΕΧΩΔΕ 1944-37 50 22 23 700 1965-1991 11 Λεόντιο ΥΠΕΧΩΔΕ 1964-37 48 22 36 320 1975-1997 12 Μπούζι ΥΠΕΧΩΔΕ 1964-37 54 22 28 1000 1965-1991 13 Νεμέα ΥΠΕΧΩΔΕ 1951-37 50 22 40 289 1975-1997 14 Πέτριο ΥΠΕΧΩΔΕ 1954-37 51 22 36 250 1965-1991 15 Πύργος ΥΠΕΧΩΔΕ 1964-38 05 22 26 645 1975-1997 16 Σπαθοβούνι ΥΠΕΧΩΔΕ 1964-37 51 22 48 140 1975-1997 17 Χάλκειο ΥΠΕΧΩΔΕ 1964-37 53 22 44 250 1975-1997 18 Ψάρι ΥΠΕΧΩΔΕ 1951-37 52 22 32 1821 1975-1997 63
Χάρτης 3. Θέσεις βροχομετρικών σταθμών Νομού Κορινθίας 58
Η αναγκαιότητα να χρησιμοποιηθεί μια πολυτελής χρονοσειρά για μια κοινή περίοδο, ώστε να είναι συγκρίσιμα τα αποτελέσματα και για να υπολογισθεί αξιόπιστα η βροχοβαθμίδα, οδήγησε στην επιλογή δύο περιόδων: α) περίοδος 1965 1991 κατά την διάρκεια της οποίας έχουμε σχεδόν πλήρεις παρατηρήσεις για τους σταθμούς Δερβενάκια, Καλύβια, Λαύκα, Μπούζι και Πέτριο και β) περίοδος 1975 1997 κατά την διάρκεια της οποίας έχουμε σχεδόν πλήρεις παρατηρήσεις για τους σταθμούς Δρίζα, Καλλιθέα, Καμάριο, Καστανιά, Κάτω Τάρσος, Κεφαλάρι, Κοντόσταβλος, Λεόντιο, Νεμέα, Πύργος, Σπαθοβούνι, Χάλκειο και Ψάρι. ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1965 1991 Όπως ήδη αναφέρθηκε κατά την περίοδο αυτή έχουμε σχεδόν πλήρεις παρατηρήσεις για τους σταθμούς Δερβενάκια, Καλύβια, Λαύκα, Μπούζι και Πέτριο. Η συμπλήρωση των ελλειπουσών παρατηρήσεων για τους σταθμούς Δερβενάκια, Καλύβια, Λαύκα και Πέτριο θα γίνει με την εφαρμογή της μέθοδο της απλής γραμμικής παλινδρόμησης (στατιστική μέθοδος) ενώ για τον σταθμό Μπούζι θα εφαρμόσουμε την μέθοδο των κανονικών λόγων (εμπειρική μέθοδος). Για τον έλεγχο της ομοιογένειας χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της καμπύλης διπλής μάζας. Όπως ήδη αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο η μέθοδος αυτή συνίσταται στην σύγκριση των αθροιστικών ετήσιων τιμών βροχόπτωσης ενός σταθμού με τη σύγχρονη μέση αθροιστική βροχόπτωση μιας ομάδας γειτονικών σταθμών. Αλλαγή οφειλόμενη σε μετεωρολογικά αίτια θα επιδρούσε ομοιότροπα σε όλους τους σταθμούς και το διάγραμμα θα ήταν ευθεία γραμμή. Αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή της μεθόδου είναι η υψηλή συσχέτιση του σταθμού που ελέγχεται με τους σταθμούς βάσης. Προκειμένου να δούμε την συσχέτιση μεταξύ των σταθμών, μετά την συμπλήρωση των ελλειπουσών τιμών έτσι ώστε να προχωρήσουμε στον έλεγχο της ομοιογένειας, έγινε πάλι εφαρμογή της παραγοντικής ανάλυσης (FACTOR ANALYSIS) χρησιμοποιώντας τα ετήσια ύψη βροχής μετά την 58
συμπλήρωση. Από αυτή την εφαρμογή προέκυψε ο παρακάτω πίνακας 7 συντελεστών συσχέτισης. ΠΙΝΑΚΑΣ 7 ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ Ν ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ 1965-1991 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΔΕΡΒΕΝΑΚΙΑ ΚΑΛΥΒΙΑ ΛΑΥΚΑ ΜΠΟΥΖΙ ΠΕΤΡΙΟ ΔΕΡΒΕΝΑΚΙΑ 1,000 ΚΑΛΥΒΙΑ,438 1,000 ΛΑΥΚΑ,600,800 1,000 ΜΠΟΥΖΙ,357,144,266 1,000 ΠΕΤΡΙΟ,822,483,656,290 1,000 Με βάση των παραπάνω πίνακα 7 συντελεστών συσχέτισης οι πέντε σταθμοί της περιόδου 1965 1991 χωρίσθηκαν στις εξής ομάδες: α) Δερβενάκια, Πέτριο β) Καλύβια, Λαύκα Από την εφαρμογή της μεθόδου της αθροιστικής καμπύλης τόσο για την μία ομάδα όσο και για την άλλη προκύπτει ότι τα δεδομένα των σταθμών είναι ομογενής σχήμα. Σχετικά με τα δεδομένα του σταθμού Μπούζι ο έλεγχος της ομοιογένειας τους θα γίνει με βάση τους γειτονικούς σταθμούς Καλύβια και Λαύκα οι οποίοι είναι ομοιογενείς και ανήκουν και στην ίδια περίοδο δεδομένων. Για τον σταθμό Μπούζι το διάγραμμα εμφανίζεται από το έτος 1981 με ευθεία διαφορετικής κλίσης σχήμα 6.6.2. Διακρίνονται δύο ευθείες με κλίσεις m = 0,839 (1981 1965) και m= 0.974 (1991 1982) αντίστοιχα. Ο σταθμός χρειάζεται διόρθωση ώστε οι παρατηρήσεις του να καταστούν ομοιογενείς. Αυτό 59
επετεύχθη με πολλαπλασιασμό των ανομοιογενών παρατηρήσεων επί το λόγο m/m των κλίσεων των δύο ευθύγραμμων τμημάτων της αθροιστικής καμπύλης. 60
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΙΟ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΛΑΥΚΑ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 18000 16000 1965 35000,0 30000,0 1965 14000 12000 10000 25000,0 20000,0 8000 15000,0 6000 10000,0 4000 2000 0 1991 0 2000 4000 6000 8000 10000 12000 14000 16000 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΔΕΡΒΕΝΑΚΙΑ 5000,0 1991 0,0 0 5000 10000 15000 20000 25000 30000 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΛΥΒΙΑ Σχήμα 6.6.1 Αθροιστικές καμπύλες για τον έλεγχο της ομοιογένειας των σταθμών (περίοδος 1965 1991) (ομοιογενείς σταθμοί). 61
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΜΠΟΥΖΙ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ 30000 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 25000 1965 20000 15000 10000 5000 0 1981 1982 1991 0 5000 10000 15000 20000 25000 30000 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΛΥΒΙΑ-ΛΑΥΚΑ Σχήμα 6.6.2 Αθροιστική καμπύλη για τον έλεγχο της ομοιογένειας σταθμού (περίοδος 1965 1991) (ανομοιογενής σταθμός). Στον πίνακα 8 παρουσιάζονται οι μέσες μηνιαίες τιμές βροχόπτωσης και οι μέσες ετήσιες τιμές των πέντε σταθμών που επελέγησαν για την κοινή περίοδο 1965 1991 μετά την συμπλήρωση και ομοιογενοποίηση τους. 62
ΠΙΝΑΚΑΣ 8 ΜΕΣΕΣ ΜΗΝΙΑΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΕΣ ΕΤΗΣΙΕΣ ΤΙΜΕΣ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1965-1991 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΑΘΜΟΣ Ιαν. Φεβ. Μαρ. Απρ. Μαϊ. Ιουν. Ιουλ. Αυγ. Σεπ. Οκτ. Νοε. Δεκ. ΕΤΗΣΙΟ Δερβενάκια 84,8 74,6 64,2 42,4 22,5 9,8 6,3 13,4 12,7 70,0 73,5 87,6 561,9 Καλύβια 136,8 110,8 77,0 64,6 45,3 22,3 22,5 27,4 28,2 77,4 123,7 177,7 913,5 Λαυκα 188,2 149,5 114,1 83,9 56,1 24,7 22,6 23,6 33,3 109,1 164,3 214,4 1.183,8 Μπούζι 144,6 128,7 87,5 76,8 44,3 22,5 15,3 21,7 26,0 107,6 126,6 168,4 969,9 Πέτριο 98,8 77,9 66,1 45,6 24,7 9,8 8,7 14,1 14,5 74,9 86,2 110,0 631,4 63
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1975 1997 Όπως ήδη αναφέρθηκε κατά την περίοδο αυτή έχουμε σχεδόν πλήρεις παρατηρήσεις για τους σταθμούς Δρίζα, Καλλιθέα, Καμάριο, Καστανιά, Κάτω Τάρσος, Κεφαλάρι, Κοντόσταβλος, Λεόντιο, Νεμέα, Πύργος, Σπαθοβούνι, Χάλκειο και Ψάρι. Από το παραπάνω πίνακα συντελεστών συσχέτισης βλέπουμε ότι οι σταθμοί δεν έχουν πολύ καλή συσχέτιση μεταξύ τους. Η συμπλήρωση των ελλειπουσών παρατηρήσεων τους έγινε με βάση ταυτόχρονες παρατηρήσεις τριών γειτονικών σταθμών χρησιμοποιώντας τόσο την μέθοδο των κανονικών λόγων όσο και τη μέθοδο του αριθμητικού μέσου (εμπειρικές μέθοδοι). Για τον έλεγχο δε της ομοιογένειας χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της καμπύλης διπλής μάζας. Αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή της μεθόδου είναι η υψηλή συσχέτιση του σταθμού που ελέγχεται με τους σταθμούς βάσης. Προκειμένου να δούμε την συσχέτιση μεταξύ των σταθμών, μετά την συμπλήρωση των ελλειπουσών τιμών ώστε να προχωρήσουμε στον έλεγχο της ομοιογένειας, έγινε πάλι εφαρμογή της παραγοντικής ανάλυσης (FACTOR ANALYSIS) χρησιμοποιώντας τα ετήσια ύψη βροχής μετά την συμπλήρωση. Από αυτή την εφαρμογή προέκυψε ο παρακάτω πίνακας συντελεστών συσχέτισης. 64
ΔΡΙΖΑ 1.000 ΠΙΝΑΚΑΣ 9 ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ Ν ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ 1975-1997 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΔΡΙΖΑ ΚΑΛΛΙΘΕΑ ΚΑΜΑΡΙΟ ΚΑΣΤΑΝΙΑ ΚΑΤΩ ΚΕΦΑΛΑΡΙ ΚΟΝΤΟΣΤΑΒΛΟΣ ΛΕΟΝΤΙΟ ΝΕΜΕΑ ΠΥΡΓΟΣ ΣΠΑΘΟΒΟΥΝΙ ΧΑΛΚΙΟ ΨΑΡΙ ΤΑΡΣΟΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑ.453 1.000 ΚΑΜΑΡΙΟ.573.836 1.000 ΚΑΣΤΑΝΙΑ.361.475.457 1.000 ΚΑΤΩ ΤΑΡΣΟΣ.441.350.231.362 1.000 ΚΕΦΑΛΑΡΙ.760.690.777.381.228 1.000 ΚΟΝΤΟΣΤΑΒΛΟΣ.517.575.577.346.193.814 1.000 ΛΕΟΝΤΙΟ.576.537.568.053 -.006.732.567 1.000 ΝΕΜΕΑ.434.458.586.312.068.608.693.406 1.000 ΠΥΡΓΟΣ.652.656.694.220.150.745.469.562.437 1.000 ΣΠΑΘΟΒΟΥΝΙ.602.524.623.346.223.511.523.596.555.411 1.000 ΧΑΛΚΙΟ.669.546.711.299.124.676.522.494.718.585.612 1.000 ΨΑΡΙ.805.724.755.450.404.929.728.758.526.643.578.609 1.000 65
Με βάση των παραπάνω πίνακα 4 συντελεστών συσχέτισης οι πέντε σταθμοί της περιόδου 1975 1997 χωρίσθηκαν στις εξής ομάδες: α) Δρίζα, Ψάρι β) Καλλιθέα, Καμάριο γ) Κεφαλάρι, Κοντόσταβλος, Λεόντιο, Πύργος δ) Νεμέα, Χάλκειο Από την εφαρμογή της μεθόδου της αθροιστικής καμπύλης προκύπτει ότι τα δεδομένα των σταθμών Δρίζα, Ψάρι, Καλλιθέα, Καμάριο, Κεφαλάρι, Κοντόσταβλος, Λεόντιο, Πύργος, Νεμέα, Χάλκειο είναι ομοιογενή. Ενώ για τους σταθμούς Καστανία, Κάτω Τάρσος και Σπαθοβούνι που δεν παρουσιάζουν συσχέτιση με κανέναν από τους υπόλοιπους σταθμούς ο έλεγχος της ομοιογένειας τους θα γίνει με βάση τους γειτονικούς σε αυτούς σταθμούς. Έτσι για τον σταθμό Κάτω Τάρσος ο έλεγχος έγινε με βάση τους γειτονικούς σταθμούς Δρίζα και Κεφαλάρι ενώ για το Σπαθοβούνι με βάση τους γειτονικούς σταθμούς Κοντόσταβλος, Νεμέα και Χάλκειο Οι σταθμοί βάσης και στις δύο περιπτώσεις είναι ομογενείς και ανήκουν και στην ίδια περίοδο δεδομένων με τους υπο έλεγχο σταθμούς. Μετά την εφαρμογή της μεθόδου της αθροιστικής καμπύλης προκύπτει ότι τα δεδομένα των σταθμών είναι ομοιογενή. Σχετικά με τα δεδομένα του σταθμού Καστανιά ο έλεγχος της ομοιογένειας τους θα γίνει με βάση τους γειτονικούς σταθμούς Δρίζα και Ψάρι οι οποίοι είναι ομοιογενείς και ανήκουν και στην ίδια περίοδο δεδομένων. Για τον σταθμό Καστανία το διάγραμμα εμφανίζεται από το έτος 1979 με ευθεία διαφορετικής κλίσης σχήμα 6.6.7. Διακρίνονται δύο ευθείες με κλίσεις m = 0,580 (1979 1975) και m= 1,657 (1997 1980) αντίστοιχα. Ο σταθμός χρειάζεται διόρθωση ώστε οι παρατηρήσεις του να καταστούν ομοιογενείς. Αυτό επετεύχθη με πολλαπλασιασμό των ανομοιογενών παρατηρήσεων επί το λόγο m/m των κλίσεων των δύο ευθύγραμμων τμημάτων της αθροιστικής καμπύλης. 66
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΑΡΙ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΨΑΡΙ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 12000,0 10000,0 1975 18000,0 16000,0 14000,0 1975 8000,0 6000,0 4000,0 2000,0 1997 0,0 0,0 2000,0 4000,0 6000,0 8000,0 10000,0 12000,0 14000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΘΕΑ 12000,0 10000,0 8000,0 6000,0 4000,0 2000,0 1997 0,0 0,0 2000,0 4000,0 6000,0 8000,0 10000,0 12000,0 14000,0 16000,0 18000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΔΡΙΖΑ Σχήμα 6.6.3. Αθροιστικές καμπύλες για τον έλεγχο της ομοιογένειας των σταθμών (περίοδος 1975-1997) (ομοιογενείς σταθμοί). 67
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΧΑΛΚΕΙΟ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΡΙ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 14000,0 12000,0 10000,0 1975 25000 20000 1975 8000,0 15000 6000,0 10000 4000,0 2000,0 5000 1997 0,0 0,0 2000,0 4000,0 6000,0 8000,0 10000,0 12000,0 14000,0 16000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΝΕΜΕΑ 1997 0 0,0 2000,0 4000,0 6000,0 8000,0 10000,0 12000,0 14000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΟΝΤΟΣΤΑΒΛΟΣ+ΛΕΟΝΤΙΟ+ΠΥΡΓΟΣ Σχήμα 6.6.4 Αθροιστικές καμπύλες για τον έλεγχο της ομοιογένειας των σταθμών (περίοδος 1975-1997) (ομοιογενείς σταθμοί). 68
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΟΝΤΟΣΤΑΒΛΟΣ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΛΕΟΝΤΙΟ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 14000,0 12000,0 10000,0 8000,0 6000,0 1975 18000,0 16000,0 14000,0 12000,0 10000,0 8000,0 4000,0 2000,0 1997 0,0 0,0 2000,0 4000,0 6000,0 8000,0 10000,0 12000,0 14000,0 16000,0 18000,0 20000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΡΙ+ΛΕΟΝΤΙΟ+ΠΥΡΓΟΣ 6000,0 4000,0 2000,0 0,0 0,0 2000,0 4000,0 6000,0 8000,0 10000,0 12000,0 14000,0 16000,0 18000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΡΙ+ΚΟΝΤΟΣΤΑΒΛΟΣ+ΠΥΡΓΟΣ Σχήμα 6.6.5 Αθροιστικές καμπύλες για τον έλεγχο της ομοιογένειας των σταθμών (περίοδος 1975-1997) (ομοιογενείς σταθμοί). 69
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΠΥΡΓΟΣ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΩ ΤΑΡΣΟΣ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΣΠΑΘΟΒΟΥΝΙ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 20000 1975 18000 16000 14000 12000 10000 8000 6000 4000 2000 1997 0 0 2000 4000 6000 8000 10000 12000 14000 16000 18000 20000 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΔΡΙΖΑ + ΚΕΦΑΛΑΡΙ 12000,0 10000,0 1975 8000,0 6000,0 4000,0 2000,0 1997 0,0 0,0 2000,0 4000,0 6000,0 8000,0 10000,0 12000,0 14000,0 16000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΟΝΤΟΣΤΑΒΛΟΣ+ΝΕΜΕΑ+ΧΑΛΚΕΙΟ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 18000,0 16000,0 14000,0 12000,0 10000,0 8000,0 6000,0 4000,0 2000,0 0,0 0,0 2000,0 4000,0 6000,0 8000,0 10000,0 12000,0 14000,0 16000,0 18000,0 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΡΙ+ΚΟΝΤΟΣΤΑΒΛΟΣ+ΛΕΟΝΤΙΟ Σχήμα 6.6.6 Αθροιστικές καμπύλης για τον έλεγχο της ομοιογένειας των σταθμών (περίοδος 1975-1997) (ομοιογενείς σταθμοί). 70
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΣΤΑΝΙΑ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 25000 20000 1975 15000 10000 5000 0 1997 0 2000 4000 6000 8000 10000 12000 14000 16000 18000 ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ ΔΡΙΖΑ+ΨΑΡΙ Σχήμα 6.6.7 Αθροιστική καμπύλη για τον έλεγχο της ομοιογένειας σταθμού (περίοδος 1975-1997) (ανομοιογενής σταθμός) Στον πίνακα 10 παρουσιάζονται οι μέσες μηνιαίες τιμές βροχόπτωσης και οι μέσες ετήσιες τιμές των δεκατριών σταθμών που επελέγησαν για την κοινή περίοδο 1975 1997 μετά την συμπλήρωση και ομοιογενοποίηση. 71
ΠΙΝΑΚΑΣ 10 ΜΕΣΕΣ ΜΗΝΙΑΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΕΣ ΕΤΗΣΙΕΣ ΤΙΜΕΣ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1975-1997 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΑΘΜΟΣ Ιαν. Φεβ. Μαρ. Απρ. Μαϊ. Ιουν. Ιουλ. Αυγ. Σεπ. Οκτ. Νοε. Δεκ. ΕΤΗΣΙΟ Δριζα 96,2 81,9 69,8 52,1 35,1 17,2 13,7 23,0 16,2 69,3 91,7 102,8 668,9 Καλλιθέα 85,7 75,1 52,9 42,7 20,4 10,0 3,2 13,3 10,8 65,9 85,5 85,1 550,7 Καμάριο 76,0 58,9 49,3 38,0 18,1 9,7 2,5 7,9 10,9 56,6 76,5 72,3 476,7 Καστανιά 154,7 130,4 113,1 96,5 68,8 29,9 44,0 39,5 28,3 115,9 191,2 186,4 1.198,6 Κάτω Ταρσός 100,3 80,4 72,4 59,8 38,6 17,6 15,2 24,4 22,5 81,2 132,6 147,2 792,3 Κεφαλάρι 129,9 117,4 107,5 74,1 32,8 29,5 12,5 28,1 20,6 97,7 133,4 131,9 915,6 Κοντοσταβλος 76,6 78,7 61,3 30,0 25,6 14,0 2,6 13,2 15,1 59,1 91,0 96,9 563,9 Λεόντιο 99,3 81,5 67,7 53,4 32,7 13,2 9,5 18,4 15,3 72,8 109,7 104,0 677,4 Νεμέα 100,5 75,3 70,7 42,9 28,6 15,6 7,6 17,3 14,1 58,6 96,5 90,6 618,4 Πύργος 98,2 91,4 81,5 48,9 29,1 15,3 8,2 8,3 11,4 80,4 98,6 101,9 673,2 Σπαθοβούνι 51,3 47,3 46,5 28,2 15,9 14,2 5,5 10,4 15,2 52,3 66,3 72,5 425,5 Χάλκειο 89,1 68,5 60,4 38,5 24,6 10,0 5,7 11,8 14,4 58,2 83,4 95,6 560,2 Ψάρι 91,6 75,1 66,8 54,0 32,9 15,2 11,6 23,5 14,0 76,5 112,6 109,0 682,6 72
ΜΕΣΟ ΕΤΗΣΙΟ ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ (mm) ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ 6.7. ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ Όπως ήδη αναφέρθηκε χωρίσαμε τους βροχομετρικούς σταθμούς του Νομού Κορινθίας σε δυο περιόδους, 1965 1991 και 1975 1997, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων βροχόπτωσης. Προκειμένου να μελετήσουμε την κατανομή των βροχοπτώσεων στο νομό θα δουλέψουμε για την περίοδο 1965-1997 με βάση το γεγονός ότι την περίοδο 1975-1991 έχουμε δεδομένα από όλους τους μετεωρολογικούς σταθμούς. Στη συνέχεια ακολουθούν τα σχήματα 6.7.1 και 6.7.2 στα οποία απεικονίζεται η διακύμανση των μέσων ετήσιων υψών βροχής ανά σταθμό και ανά υδρολογικό έτος αντίστοιχα. 1.400,0 1.200,0 1.000,0 800,0 600,0 400,0 200,0 0,0 Δερβενάκια Δριζα Καλλιθέα Καλύβια Καμάριο Καστανιά Κάτω Ταρσός Κεφαλάρι Κοντοσταβλος Λαυκα Λεόντιο Μπούζι Νεμέα Πέτριο Πύργος ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΝΟΜΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ Σχήμα 6.7.1. Διάγραμμα κατανομής των μέσων ετήσιων βροχοπτώσεων για τους μετεωρολογικούς σταθμούς της περιοχής ενδιαφέροντος. Σπαθοβούνι Χάλκειο Ψάρι 73
1965 1966 1967 1968 1969 1970 1971 1972 1973 1974 1975 1976 1977 1978 1979 1980 1981 1982 1983 1984 1985 1986 1987 1988 1989 1990 1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997 ΜΕΣΟ ΕΤΗΣΙΟ ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ (mm) ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ 1.400,0 1.300,0 1.200,0 1.100,0 1.000,0 900,0 800,0 700,0 600,0 500,0 400,0 300,0 200,0 100,0 0,0 ΜΕΣΗ ΤΙΜΗ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ 760mm ΕΤΟΣ Σχήμα 6.7.2. Διάγραμμα κατανομής των μέσων ετήσιων βροχοπτώσεων. Από το διάγραμμα κατανομής των μέσων ετήσιων βροχοπτώσεων παρατηρείται ότι τα υδρολογικά έτη με έντονη βροχόπτωση είναι το 1968 και το 1979 ενώ για τις υπόλοιπες χρονικές περιόδους παρατηρούνται σχετικά χαμηλές τιμές βροχόπτωσης. 74
1965 1966 1967 1968 1969 1970 1971 1972 1973 1974 1975 1976 1977 1978 1979 1980 1981 1982 1983 1984 1985 1986 1987 1988 1989 1990 1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997 ΕΠΟΧΙΑΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ Στο σχήμα 6.7.3 που ακολουθεί απεικονίζεται η εποχική κατανομή της βροχόπτωσης σε κάθε έτος από το 1965 έως το 1997. 900,0 800,0 700,0 600,0 500,0 400,0 300,0 200,0 100,0 0,0 ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΑΝΟΙΞΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΕΤΟΣ Σχήμα 6.7.3 Διάγραμμα εποχικής κατανομής βροχόπτωσης κάθε έτους (1965-1997). 75
6.8. ΒΡΟΧΟΒΑΘΜΙΔΑ Η κατανομή των βροχοπτώσεων καθορίζεται από διάφορους παράγοντες, καθοριστικότερος των οποίων είναι το υψόμετρο της περιοχής. Έτσι χωρίς σοβαρές παραδοχές μπορούμε να πούμε ότι οι δυο παράμετροι συνδέονται με μια γραμμική μαθηματική σχέση. Σε τοπική κλίμακα είναι δυνατόν βέβαια να παρατηρηθούν διαφοροποιήσεις που έχουν να κάνουν με δευτερεύοντες παράγοντες που επηρεάζουν την κατανομή των βροχοπτώσεων, όπως π.χ. το ανάγλυφο, που όμως σε γενικές γραμμές δεν επηρεάζουν τη γενική εικόνα. Η μαθηματική σχέση που συνδέει τα δύο αυτά μεγέθη είναι μία εξίσωση πρώτου βαθμού, της μορφής y = ax + b, με ανεξάρτητη μεταβλητή το απόλυτο υψόμετρο των σταθμών και εξαρτημένη μεταβλητή το μέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης. Η σχέση αυτή ονομάζεται εξίσωση της βροχοβαθμίδας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του βροχομετρικού χάρτη μιας περιοχής. Ο έλεγχος της αξιοπιστίας της σχέσης αυτής γίνεται με τον υπολογισμό του συντελεστή προσαρμογής R των δύο μεγεθών, εφαρμόζοντας τη μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων. Η σχέση αυτή θεωρείται ικανοποιητική εφόσον ο συντελεστής προσαρμογής (R 2 ) είναι μεγαλύτερος από 0.7. Για το υπολογισμό της εξίσωσης της βροχοβαθμίδας για τον Νομό Κορινθίας επιλέξαμε μια κοινή περίοδο δεδομένων για όλους τους μετεωρολογικούς σταθμούς (1975 1991). Επίσης προκειμένου να έχουμε την καλύτερη δυνατή εξίσωση βροχοβαθμίδας για τον Νομό επιλέξαμε τους έντεκα από τους δεκαοκτώ σταθμούς. Στο διάγραμμα του σχήματος 6.9.1 δίνεται η ευθεία παλινδρόμησης της μεταβολής των βροχοπτώσεων (σε mm ύψους βροχής) σε συνάρτηση το απόλυτο υψόμετρο των σταθμών (σε m) που χρησιμοποιήθηκαν. Δίνεται η εξίσωση της ευθείας της παλινδρόμησης (y = 0,35x + 475). 76
ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ (mm) ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ 1.000,0 900,0 800,0 700,0 600,0 500,0 400,0 300,0 200,0 y = 0,35x + 475 R 2 = 0,899 100,0 0,0 0 200 400 600 800 1000 1200 ΥΨΟΜΕΤΡΟ (m) Σχήμα 6.8.1 Σχέση ύψους βροχής - υψομέτρου των σταθμών της ευρύτερης περιοχής μελέτης για την περίοδο 1975-1991. Η βροχομετρική βαθμίδα, δηλαδή η ανά μονάδα υψομέτρου αύξηση του ύψους βροχής σε mm, είναι 0,35. Από την επίλυση της εξίσωσης y = 0,35x + 475 προκύπτει ότι η ανά 35mm αύξηση του ύψους βροχόπτωσης αντιστοιχεί στα εξής υψόμετρα: 77
Ύψος βροχής (mm) Υψόμετρο (m) 510 100 545 200 580 300 615 400 650 500 685 600 720 700 755 800 790 900 825 1000 860 1100 895 1200 930 1300 965 1400 1000 1500 Με βάση τα παραπάνω στοιχεία χαράχτηκαν οι ισοΰέτιες καμπύλες κατασκευάσθηκε ο βροχομετρικός χάρτης για τον Νομό Κορινθίας. 78
Βροχομετρικός Χάρτης Νομού Κορινθίας 79
7. ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ Οι κατολισθητικές κινήσεις στον Ελλαδικό χώρο, που χαρακτηρίζεται από την πολυσύνθετη δομή των γεωλογικών σχηματισμών, αποτελούν το σοβαρότερο από τα καταστροφικά γεωλογικά φαινόμενα. Τα αποτελέσματα τους έχουν σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, όπως η βιωσιμότητα πολλών οικισμών, οι επισφαλείς συνθήκες θεμελίωσης τεχνικών έργων και ιδιαίτερα οι συχνές καταστροφές στο οδικό δίκτυο, η ακαταλληλότητα πολλών περιοχών για διάφορες χρήσεις ή και η συνεχής απώλεια πολύτιμης γης. Οι παράγοντες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εκδήλωση κατολισθήσεων είναι η διάβρωση λόγω υδρορρευμάτων, η αύξηση του νερού των πόρων, η αποσάθρωση, η εναλλαγή στρωμάτων διαφορετικής λιθολογικής σύστασης και οι βροχοπτώσεις. Επίσης αυτά που συνδέονται με το έναυσμα της κίνησης είναι οι παρατεταμένες βροχοπτώσεις και η υποσκαφή στη βάση των πρανών με την κατασκευή διαφόρων έργων ή λόγω διάβρωσης. Από τους παραπάνω παράγοντες όσον αφορά τις βροχοπτώσεις παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εκδήλωση κατολισθήσεων με τον κορεσμό και φόρτιση των υλικών, τη δημιουργία υδροστατικών πιέσεων, την αυξομείωση της πίεσης των πόρων, την εσωτερική διάβρωση, τις υποσκαφές, τις διαβρωτικέςαποσαθρωτικές διεργασίες, τη χαλάρωση του πετρώματος κατά μήκος των επιφανειών ασυνέχειας. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις οι ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως οι παρατεταμένες αρδεύσεις κλιτύων με μεγάλες κλίσεις, οι διαρροές στα δίκτυα ύδρευσης άρδευσης, η αποψίλωση πρανών είναι δυνατόν να προκαλέσουν σοβαρές ενεργοποιήσεις στα πρανή. Εξίσου σοβαρές αστοχίες στα πρανή μπορούν να δημιουργήσουν οι αυξομειώσεις των υδροφόρων και ιδιαίτερα στην περίπτωση που αυτές επηρεάζουν τη ζώνη θεμελίωσης κτισμάτων και τεχνικών έργων, καθώς και οι διακυμάνσεις του νερού των ταμιευτήρων καθώς και λιμνών, τεχνητών και φυσικών. 80
7.1. ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΝΟΜΟΥ ΑΧΑΙΑΣ Από την βάση δεδομένων κατολισθήσεων που διαθέτει το Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας, ανακτήθηκαν 96 περιπτώσεις κατολισθήσεων που έχουν καταγραφεί μέχρι το 1990. Από αυτές μόνο 55 περιπτώσεις αναφέρονται σε συγκεκριμένη χρονολογία εκδήλωσής τους. Στον πίνακα 11 που ακολουθεί φαίνονται τα χαρακτηριστικά των κατολισθήσεων. Με βάση το έτος εκδήλωσης κάθε κατολίσθησης και των βροχομετρικών δεδομένων από τους μετεωρολογικόυς σταθμούς του Νομού Αχαΐας έγινε στατιστική επεξεργασία προκειμένου να δούμε την μεταξύ τους συσχέτιση. Στον χάρτη 4 που ακολουθεί παρουσιάζονται οι θέσεις των κατολισθήσεων ενώ στον χάρτη 5 έχουμε τις κατολισθήσεις σε σχέση με τον βροχομετρικό χάρτη του Νομού Αχαΐας. 81
Α/Α ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΗ ΕΤΟΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΠΟΧΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΠΙΝΑΚΑΣ 11 ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΝΟΜΟΥ ΑΧΑΪΑΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ φ λ ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ 1 232 1981 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 22.27 38.13 450 ΝΕΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΗΜΙΥΓΡΟ Δ. ΑΚΡΑΤΑΣ 2 233 1979 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 21.95 38.20 650 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΞΗΡΟ Δ. ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑΣ 3 234 1980 21.98 38.20 450 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΞΗΡΟ Δ. ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑΣ 4 238 1981 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 22.26 38.14 500 ΝΕΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΗΜΙΥΓΡΟ Δ. ΑΚΡΑΤΑΣ 5 244 1981 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 22.06 38.18 220 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΗΜΙΥΓΡΟ Δ. ΑΙΓΙΟΥ 6 245 1980 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 22.35 38.07 650 ΝΕΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΥΓΡΟ Δ. ΑΙΓΕΙΡΑΣ 7 246 1980 22.01 38.26 50 ΝΕΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΞΗΡΟ Δ. ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑΣ 8 247 1980 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 22.33 38.08 450 ΝΕΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΥΓΡΟ Δ. ΑΙΓΕΙΡΑΣ 9 249 1968 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 22.33 38.03 940 ΕΝΑΛΛΑΓΕΣ ΚΕΡΑΤΟΛΙΘΩΝ ΥΓΡΟ Δ. ΑΙΓΕΙΡΑΣ ΑΡΓΙΛΙΚΩΝ ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΩΝ 10 251 1980 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 22.07 38.20 400 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΞΗΡΟ Δ. ΑΙΓΙΟΥ 11 252 1981 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 22.12 38.17 240 ΦΛΥΣΧΗΣ ΗΜΙΥΓΡΟ Δ. ΑΙΓΙΟΥ 12 258 1981 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 22.13 37.94 850 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΠΟΛΎ ΥΓΡΟ Δ. ΛΕΥΚΑΣΙΟΥ 13 262 1981 21.9 37.92 860 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΠΟΛΎ ΥΓΡΟ Δ. ΑΟΡΑΝΙΑΣ 14 265 1980 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 22.04 38.1 900 ΝΕΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΥΓΡΟ Δ. ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ 15 266 1979 ΧΕΙΜΩΝΑΣ 22.03 37.93 900 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΠΟΛΎ ΥΓΡΟ Δ. ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ 16 267 1980 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 21.94 37.85 600 ΦΛΥΣΧΗΣ ΠΟΛΎ ΥΓΡΟ Δ. ΑΡΟΑΝΙΑΣ 17 270 1981 21.74 38.25 50 ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΗ ΧΑΛΑΡΑ ΕΩΣ ΜΕΤΡΙΑ ΣΥΝΕΚΤΙΚΑ ΗΜΙΥΓΡΟ Δ. ΠΑΤΡΕΩΝ 18 ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΗ ΧΑΛΑΡΑ 272 1976 21.74 38.23 250 ΕΩΣ ΜΕΤΡΙΑ ΣΥΝΕΚΤΙΚΑ ΗΜΙΥΓΡΟ Δ. ΠΑΤΡΕΩΝ 19 273 1979 21.75 38.23 150 ΝΕΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΗΜΙΥΓΡΟ Δ. ΠΑΤΡΕΩΝ ΚΛΙΜΑ ΟΤΑ 82
ΠΙΝΑΚΑΣ 11 ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΝΟΜΟΥ ΑΧΑΪΑΣ Α/Α ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΗ ΕΤΟΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΠΟΧΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ φ λ ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΛΙΜΑ ΟΤΑ 20 276 1985 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 21.86 38.28 440 ΦΛΥΣΧΗΣ ΞΗΡΟ Δ. ΡΙΟΥ 21 277 1964 21.99 38.26 400 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΞΗΡΟ Δ. ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΝΕΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ ΗΜΙΥΓΡΟ ΠΡΟΣ 22 1985 21.8 38.21 400 Δ. ΠΑΤΡΕΩΝ 278 ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΗΜΙΞΗΡΟ 23 280 1970 21.75 37.98 600 ΦΛΥΣΧΗΣ ΥΓΡΟ Δ. ΤΡΙΤΑΙΑΣ 24 282 1970 21.82 38.08 560 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΥΓΡΟ Δ. ΦΑΡΡΩΝ 25 283 1966 21.76 37.94 920 ΦΛΥΣΧΗΣ ΥΓΡΟ Κ. ΚΑΛΕΝΤΖΙΟΥ 26 285 1986 21.75 38.18 150 ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΗ ΧΑΛΑΡΑ ΕΩΣ ΜΕΤΡΙΑ ΣΥΝΕΚΤΙΚΑ ΗΜΙΥΓΡΟ ΠΡΟΣ ΗΜΙΞΗΡΟ Δ. ΜΕΣΣΑΤΙΔΟΣ 27 289 1970 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 21.68 38.05 300 ΦΛΥΣΧΗΣ ΥΓΡΟ Δ. ΩΛΕΝΙΑΣ 28 290 1980 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 21.85 38.15 850 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΗΜΙΥΓΡΟ Δ. ΠΑΤΡΕΩΝ 29 291 1967 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 21.95 38.24 600 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΞΗΡΟ Δ. ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑΣ 30 296 1978 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 21.87 38.31 50 31 730 1984 22.32 38.14 150 32 731 1978 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 22.22 38.17 150 ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΗ ΧΑΛΑΡΑ ΕΩΣ ΜΕΤΡΙΑ ΣΥΝΕΚΤΙΚΑ ΝΕΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΝΕΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΞΗΡΟ ΗΜΙΥΓΡΟ ΞΗΡΟ Δ. ΡΙΟΥ Δ. ΑΚΡΑΤΑΣ Δ. ΔΙΑΚΟΠΤΟΥ 33 732 1986 21.65 38.00 20 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΥΓΡΟ Δ. ΤΡΙΤΑΙΑΣ 34 733 1978 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 21.88 38.28 500 35 793 1978 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 21.96 38.28 200 ΝΕΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΝΕΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΞΗΡΟ ΞΗΡΟ Δ. ΡΙΟΥ Δ. ΕΡΙΝΕΟΥ 36 925 1989 21.81 38.1 550 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΗΜΙΥΓΡΟ Δ. ΦΑΡΡΩΝ 37 926 1979 21.95 38.2 200 ΦΛΥΣΧΗΣ ΞΗΡΟ Δ. ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑΣ 38 927 1988 21.95 38.23 600 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΞΗΡΟ Δ. ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑΣ 39 928 1988 21.95 38.23 600 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΞΗΡΟ Δ. ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑΣ 40 929 1968 21.98 38.23 680 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΞΗΡΟ Δ. ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑΣ 83
ΠΙΝΑΚΑΣ 11 ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΝΟΜΟΥ ΑΧΑΪΑΣ Α/Α ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΗ ΕΤΟΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΠΟΧΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ φ λ ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΛΙΜΑ ΟΤΑ 41 930 1988 21.96 38.23 400 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΞΗΡΟ Δ. ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑΣ 42 931 1986 21.55 38.15 50 ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΗ ΧΑΛΑΡΑ ΕΩΣ ΜΕΤΡΙΑ ΣΥΝΕΚΤΙΚΑ ΗΜΙΥΓΡΟ ΠΡΟΣ ΗΜΙΞΗΡΟ Δ. ΔΥΜΗΣ 43 932 1981 21.73 38.25 100 ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΗ ΧΑΛΑΡΑ ΕΩΣ ΜΕΤΡΙΑ ΣΥΝΕΚΤΙΚΑ ΗΜΙΥΓΡΟ ΠΡΟΣ ΗΜΙΞΗΡΟ Δ. ΠΑΤΡΕΩΝ 44 933 1990 ΧΕΙΜΩΝΑΣ 21.73 38.25 170 45 934 1990 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 21.73 38.25 71 46 935 1987 ΧΕΙΜΩΝΑΣ 21.73 38.25 100 ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΗ ΧΑΛΑΡΑ ΕΩΣ ΜΕΤΡΙΑ ΣΥΝΕΚΤΙΚΑ ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΗ ΧΑΛΑΡΑ ΕΩΣ ΜΕΤΡΙΑ ΣΥΝΕΚΤΙΚΑ ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΗ ΧΑΛΑΡΑ ΕΩΣ ΜΕΤΡΙΑ ΣΥΝΕΚΤΙΚΑ ΗΜΙΥΓΡΟ ΠΡΟΣ ΗΜΙΞΗΡΟ ΗΜΙΥΓΡΟ ΠΡΟΣ ΗΜΙΞΗΡΟ ΗΜΙΥΓΡΟ ΠΡΟΣ ΗΜΙΞΗΡΟ Δ. ΠΑΤΡΕΩΝ Δ. ΠΑΤΡΕΩΝ Δ. ΠΑΤΡΕΩΝ 47 939 1988 ΧΕΙΜΩΝΑΣ 21.96 37.95 600 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΠΟΛΎ ΥΓΡΟ Δ. ΑΡΟΑΝΙΑΣ 48 982 1989 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 22.03 38.08 800 49 983 1989 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 22.03 38.23 300 50 984 1989 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 22.31 38.16 400 51 985 1987 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 21.98 38.3 140 ΝΕΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΗ ΧΑΛΑΡΑ ΕΩΣ ΜΕΤΡΙΑ ΣΥΝΕΚΤΙΚΑ ΠΟΛΎ ΥΓΡΟ ΞΗΡΟ Δ. ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ Δ. ΑΙΓΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΗ ΧΑΛΑΡΑ ΕΩΣ ΜΕΤΡΙΑ ΣΥΝΕΚΤΙΚΑ ΞΗΡΟ Δ. ΑΚΡΑΤΑΣ ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΗ ΧΑΛΑΡΑ ΕΩΣ ΜΕΤΡΙΑ ΣΥΝΕΚΤΙΚΑ ΞΗΡΟ Δ. ΕΡΙΝΕΟΥ 52 986 1988 22.08 38.16 800 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΗΜΙΥΓΡΟ Δ. ΑΙΓΙΟΥ 53 989 1989 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 21.98 38.23 300 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ ΞΗΡΟ Δ. ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑΣ 54 990 1989 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 22.21 38.13 400 ΝΕΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΥΓΡΟ Δ. ΔΙΑΚΟΠΤΟΥ 55 1102 1980 21.81 38.31 20 ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΗ ΧΑΛΑΡΑ ΕΩΣ ΜΕΤΡΙΑ ΣΥΝΕΚΤΙΚΑ ΞΗΡΟ Δ. ΡΙΟΥ 84
Χάρτης 4. θέσεις κατολισθήσεων Νομού Αχαΐας. 85
Χάρτης 5. Βροχομετρικός χάρτης Νομού Αχαΐας και θέσεις κατολισθήσεων. 86