μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου
Τρία
Ταξιδεύαμε όλο το απόγευμα, και το βραδάκι φτάσαμε στις συντεταγμένες όπου ένα μικρό ψαροκάικο είχε αναφέρει ότι είδε το πλάσμα. Η νύχτα ήταν ιδιαίτερα σκοτεινή, χωρίς φεγγάρι κι αστέρια. Και ως συνήθως, δεν εντοπίσαμε κανένα ίχνος του κήτους. Μέχρι που το είδαμε. Ένας ναύτης στο παρατηρητήριο ούρλιαξε δυνατά τα νέα: «Καπετάνιε! Κάτι υπάρχει ακριβώς μπροστά μας!». Ολόκληρο το πλήρωμα του σκάφους έτρεξε στην πλώρη. Ο πλοίαρχος, οι αξιωματικοί, οι μηχανικοί, ναύτες και καμαρότοι, ακόμα και οι θερμαστές από το μηχανοστάσιο. Συγκεντρώθηκαν όλοι και κοιτούσαν επίμονα το σκοτάδι, προσπαθώντας να δουν αυτό που έβλεπε ο καμακιστής. Ο πλοίαρχος επικοινώνησε με την αίθουσα ελέγχου του πλοίου. «Είδατε κάτι στο ραντάρ;» «Αρνητικό» απάντησε ο χειριστής του ραντάρ. Ό,τι κι αν ήταν αυτό το πράγμα, δε φαινόταν πουθενά. Κοιτούσαμε όλοι τη σκοτεινή θάλασσα, ψάχνοντας κάποια αμυδρή κίνηση. Το σκοτάδι 29
ήταν απόλυτο. Έμοιαζε αδύνατο να διακρίνει κανείς κάτι, όσο μεγάλο κι αν ήταν, μέσα σε τέτοια μαυρίλα. Αλλά τότε το είδα, επειδή άρχισε να εκπέμπει φως. Μια θαμπή λάμψη εμφανίστηκε κάτω από το νερό, μετά απλώθηκε στην επιφάνεια της θάλασσας σαν κουβέρτα από φως. Η μελί φεγγοβολιά αποκάλυψε το σχήμα του πλάσματος: ένας τεράστιος ωοειδής όγκος εξήντα μέτρα το λιγότερο. Ήταν γύρω στα εκατόν πενήντα μέτρα μπροστά μας, και έμοιαζε να κατευθύνεται προς το Αβραάμ Λίνκολν σαν πύραυλος. «Τι θα κάνουμε;» ρώτησε ένα από τα μέλη του πληρώματος. Ο Φάρραγκουτ είχε μείνει άναυδος. «Εγώ ξέρω τι θα κάνω» είπε ο Νεντ Λαντ «θα πιάσω το ρουκετοβόλο και θα ξετρυπώσω τούτο το πράγμα απ το νερό». «Όχι» είπε ο Φάρραγκουτ. «Περίμενε τουλάχιστον να δούμε πώς κινείται». Δε χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ. Λες και είχε ακούσει την υπόδειξη του Φάρραγκουτ, το τέρας επιτάχυνε ξαφνικά με στόχο το πλοίο μας. Ανέπτυξε ταχύτητα μέχρι που έφτασε τα πενήντα μίλια την ώρα. Έμοιαζε αναπόφευκτο ότι θα μας χτυπούσε. Κι αν μας χτυπούσε, θα 30
βουλιάζαμε. Έριξα μια ματιά πίσω από την πλάτη μου, αναζητώντας την πλησιέστερη ναυαγοσωστική λέμβο. Αλλά εκεί που ήταν έτοιμο να μας χτυπήσει, δεν το έκανε. Σαν το πιο ευκίνητο ψάρι του ωκεανού, έκανε έναν απότομο ελιγμό δίπλα μας και σε χιλιοστά του δευτερολέπτου προσπέρασε το πλοίο, όπως ένα κλαδί μέσα σε χείμαρρο που περνάει ξυστά δίπλα από έναν βράχο. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήταν ταχύτερο απ οτιδήποτε είχα δει στον ωκεανό. Το μοναδικό ψάρι που μπορούσε να συγκριθεί μαζί του ήταν ο ξιφίας. Ξεπερνούσε σε ταχύτητα κάθε είδος καρχαρία ή μπαρακούντα. Τώρα πια ήταν αρκετά μακριά μας, γύρω στο ένα μίλι περίπου, παρ ότι μπορούσαμε ακόμα να το δούμε. Πίσω του, στη θάλασσα, είχε αφήσει ένα φωσφορίζον ίχνος. Τότε, σαν να ήθελε να μας αφήσει να το προφτάσουμε, σταμάτησε. Το πλοίο μας επιτάχυνε και το έστρωσε στο κυνήγι. Η καταδίωξη κράτησε τις επόμενες δεκατέσσερις ώρες, και το πλοίο μας διένυσε μια απόσταση τριακόσια μίλια περίπου. Το κυνηγούσαμε στους τριάντα κόμβους, και στους είκοσι κόμβους και στους δεκαπέντε. Το παρακολουθούσαμε να απομακρύνεται από 32
μας με ταχύτητες πολύ μεγαλύτερες απ αυτές που μπορούσαμε να αναπτύξουμε, και μετά να επιβραδύνει σαν να δοκίμαζε την ταχύτητά μας, και μόλις έβλεπε τα όριά μας, μας άφηνε να το προφτάσουμε. Το παρακολουθούσαμε να εξαφανίζεται κάτω από την επιφάνεια του νερού, για να εμφανιστεί ξανά δέκα λεπτά αργότερα, τινάζοντας έναν υδάτινο πίδακα τριάντα μέτρα στον αέρα. Το κυνηγήσαμε εκείνη την πρώτη νύχτα και όλο το επόμενο πρωί και απόγευμα. Θα μπορούσαμε να απολαμβάνουμε τη συγκίνηση της καταδίωξης και τη χαρά που προκαλεί η παρατήρηση ενός παιχνιδιάρικου ζώου, αν δεν ξέραμε ότι ανά πάσα στιγμή το τέρας μπορεί να στρεφόταν εναντίον μας για να μας επιτεθεί. Τι περίμενε, λοιπόν; Το ανακαλύψαμε αρκετά σύντομα. Ο ήλιος είχε δύσει κι εμείς ήμασταν κάπου στη μέση του Ατλαντικού. Η φεγγοβολιά του πλάσματος απλώθηκε πάλι στην επιφάνεια του νερού. Αν είχα λίγο παραπάνω μυαλό, θα είχα καταλάβει ότι το τέρας δεν ήθελε να το δούμε από κοντά στο φως της μέρας, όπως δεν είχε θελήσει να εμφανιστεί πολύ κοντά στο Ντακάρ. Τώρα όμως που το σκοτάδι της νύχτας πύκνωνε, το τέρας μας άφηνε πάλι να το προφτάσουμε. Ταξίδευε 33
προς νότο στους δεκαπέντε κόμβους περίπου, και το πλησιάζαμε σταθερά. Με κάθε λεύγα που κερδίζαμε, ο Νεντ ενθουσιαζόταν πιο πολύ. Είχε πάρει θέση πίσω από το τεράστιο καμάκι, ένα κανόνι που μπορούσε να εκτοξεύσει αλιευτικό καμάκι με την ταχύτητα σφαίρας και με πολύ πιο καταστροφικά αποτελέσματα. «Άντε!» κραύγαζε. «Λίγο πιο κοντά!» Τελικά βρεθήκαμε σε ακτίνα βολής. «Ναι!» κραύγασε ο Νεντ, εξαπολύοντας το πρώτο καμάκι. Το καμάκι εκτοξεύτηκε από το πλοίο με την ισχύ πυραύλου και πέτυχε τον στόχο. Χτύπησε το πλάσμα ακριβώς στο κέντρο της πλάτης. Μέσα στους αφρούς των κυμάτων δεν κατάφερα να 34
δω αμέσως τι είχε συμβεί, άκουσα όμως έναν δυνατό υπόκωφο χτύπο. Ήμουν σίγουρος ότι είχε πετύχει το κήτος, και πρέπει να του είχε τρυπήσει το δέρμα. Ο ήχος ήταν φρικτός, σαν σύγκρουση αυτοκινήτων, ένας ήχος που θύμιζε θάνατο. Αλλά όταν τα κύματα καταλάγιασαν, το καμάκι δε φαινόταν πουθενά. Μόνο το σκοινί του κρεμόταν αξιοθρήνητα στον ωκεανό, παρασυρμένο από τα κύματα. «Τι έγινε;» ρώτησα. «Έκανε γκελ και χάθηκε» είπε ο Φάρραγκουτ. «Δεν μπορεί» είπε ο Νεντ. «Πρόσω ολοταχώς». Ο Φάρραγκουτ διέταξε το πλοίο να κυνηγήσει πάλι το κήτος και σύντομα βρεθήκαμε ξανά σε ακτίνα βολής. Και πάλι ο 35
Νεντ εξαπέλυσε το καμάκι του με αεροπλανική ταχύτητα, κατευθείαν στο τέρας. Και πάλι, όταν το κύμα καταλάγιασε, είδαμε ότι το καμάκι δεν είχε κάνει καμία ζημιά. Δεν υπήρχε ούτε γρατζουνιά στην επιφάνειά του. Όλοι όσοι ήμασταν στο πλοίο, μείναμε αποσβολωμένοι. Κοιταζόμασταν μεταξύ μας, διερωτώμενοι ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση. Μια τορπίλη, μήπως; Ή ένα μπαζούκας; Ωστόσο, δεν είχαμε τον χρόνο να το σκεφτούμε πολύ, επειδή τότε ακριβώς το κήτος έκανε στροφή, γοργό σαν δελφίνι, και πριν προλάβουμε να φωνάξουμε «Προσοχή!», εμβόλισε το πλοίο μας. Ήταν σαν να αναποδογύρισε ο άξονας του κόσμου. Άρχισα να γλιστράω προς τα πίσω στο κατάστρωμα, χτυπώντας πάνω σε σκοινιά, καρέκλες, έναν αεραγωγό. Τα μέλη του πληρώματος προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους, με σπασμωδικές κινήσεις. Από παντού ακούγονταν αναφορές και διαταγές. «Έσπασε το πηδάλιο!» «Η μηχανή έπαθε βλάβη!» Μικρές φωτιές είχαν ξεσπάσει σε διάφορα σημεία. Το πλοίο τρανταζόταν και κλυδωνιζόταν βίαια, και όταν ισορρόπησε προς στιγμή, εκσφενδονίστηκα από το κατάστρωμα στη θάλασσα. 36