Αυτή την προειδοποίηση του Λούκατς για το ίδιο του το έργο φαίνεται πως παραβλέπει ο Άξελ Χόννετ στο πρόσφατο δοκίμιό του για την Πραγμοποίηση (2005). Μια προσπάθεια που έχει ασφαλώς το πλεονέκτημα ότι επανάφερε στο προσκήνιο το όνομα του Λούκατς, η οποία θυσιάζει όμως ταυτόχρονα το πλέον γόνιμο στοιχείο του βιβλίου του Λούκατς, προσπαθώντας να παράσχει μια γενική αρχή του ανθρώπινου όντος ως όντος που αναγνωρίζει, και τη λήθη αυτής της αρχής ως πηγή της πραγμοποίησης. Η προσπάθεια αυτή είναι φανερή εξ αρχής όταν ορίζει την πραγμοποίηση ως «μία γνωστική συνθήκη, κατά την οποία κάτι το οποίο δεν κατέχει καθαυτό χαρακτηριστικά πράγματος (π.χ. κάτι το ανθρώπινο), φτάνει να θεωρείται ως πράγμα» (Honneth 2007: 21), όμως η πρόθεσή του δεν είναι τόσο να διερευνήσει τις γνωστικές συνθήκες της απώλειας της αναγνώρισης, όσο να την τοποθετήσει ως την πηγή κάθε κανονιστικής αρχής. Γι αυτό το λόγο αποδίδει στον Λούκατς μια έννοια πραγμοποίησης ως απώλειας μιας πρωταρχικής εμπλοκής με τον κόσμο (Honneth 2007: 29, 41-43), επαναφέροντας μέσα σε αυτό το πλαίσιο την παλιά σύνδεση με τον Χάιντεγκερ, όπου η απώλεια της πρωταρχικής εμπλοκής σημαίνει για τον πρώτο πραγμοποίηση και για τον δεύτερο αναυθεντικότητα. Το γεγονός ότι θεωρεί δυνατή μια αντικατάσταση της χαϊντεγκεριανής έννοιας της μέριμνας με την εγελιανή έννοια της αναγνώρισης (Honneth 2007: 44) επιβεβαιώνει ότι η αναγνώριση γίνεται γι αυτόν μια προ-κοινωνική, προ-γλωσσική, προ-εννοιακή κατάσταση, παραπέμποντας εντέλει σε μια έστω διυποκειμενική θεμελιακή οντολογία. Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΞΙΑΚΗ ΜΟΡΦΗ: ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ 1. του Μιχάλη Σκομβούλη «Οι μορφές σκέψεις και οι μορφές κοινωνίας έχουν ένα κοινό σημείο. Είναι και οι δύο μορφές» Άλφρεντ Zον-Ρέτελ 1. Εισαγωγή Η έννοια της πραγμοποίησης εισήχθη από τον Λούκατς στο μαρξισμό και έκτοτε αποτέλεσε μια μόνιμη πηγή αντιπαράθεσης στο εσωτερικό του έχοντας πολλαπλές συνέπειες και αποτελώντας παραδειγματική περίπτωση του εγγενούς σχισματικού χαρακτήρα της μαρξιστικής θεωρίας. Ασφαλώς κεντρική θέση κατέχει εδώ η αντίθεση του Λουί Αλτουσέρ στην έννοια αυτή, κυρίως μέσα από την κριτική του στο φετιχισμό του εμπορεύματος 2 (Αλτουσέρ 1999), και την προσπάθειά του να εντοπίσει την παραγωγή της ιδεολογίας στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους. Η προσπάθεια αυτή στο βαθμό που συλλαμβάνει τους θεσμικούς όρους της αντικειμενικής διάστασης της ιδεολογίας διατηρεί ακέραια την αξία της. Η τάση όμως του Αλτουσέρ να εξαλείψει πλήρως την προβληματική της πραγμοποίησης έχει δυνητικά ως προβληματικό αποτέλεσμα την υποτίμηση της σχετικής αυτονομίας της καπιταλιστικής αγοράς και της δυνατότητάς της να παράγει ενδοφυώς ιδεολογικά αποτελέσματα μέσω της πραγμοποίησης των μορφών της. 3 Στο παρόν κείμενο εκκινούμε από μια αντιπαράθεση με την πρόσφατη επανατοποθέτηση της έννοιας της πραγμοποίησης, εντός της διυποκειμενικής προβληματικής της νέας «κριτικής θεωρίας», και τη μετατροπή της σε στοιχείο μιας κανονιστικής θεμελιώδους οντολογίας. Κατά την αντιπαράθεση αυτή αναδεικνύονται στοιχεία της λουκατσιανής θεωρίας της πραγμοποίησης απωθημένα τόσο από τους υποστηρικτές της όσο και από τους αντιπάλους της, και τα οποία αφορούν την ιδιαίτερη σύνδεση της με τη θεωρία της αξιακής μορφής. Παρ όλα αυτά η εμμονή του Λούκατς να σκέφτεται με όρους ψευδούς/ αληθούς συνείδησης τον οδηγεί σε μια αντίληψη του Υποκειμένου που υπερκαλύπτει τους αντικειμενικούς όρους της θεωρίας του για την πραγμοποίηση. Το πρόβλημα αυτό μας κάνει να αναζητήσουμε επανεπικαιροποιήσεις της πραγμοποίησης σε σύγχρονες θεωρίες που τη συνδέουν κυρίως με τη λακανικής προέλευσης έννοια του φαντασιακού και της δίνουν μια αντικειμενική διάσταση, πέραν της συνείδησης, στην έννοια του κοινωνικού φαντασιακού. Εξαιτίας τής και εδώ διατήρησης εντόνων οντολογικών επιχειρημάτων περί ενός προσυμβολικού ριζικού φαντασιακού, υποστηρίζουμε ότι μόνο η σύνδεση του κοινωνικού φαντασιακού με τη θεωρία της αξιακής μορφής μπορεί να παράσχει μια λύση ριζικής κριτικής της οντολογίας και μια κοινωνική θεωρία της πραγμοποίησης των μορφών του κεφαλαίου. Ενώ παράλληλα η υλικότητα της έννοιας του κοινωνικού φαντασιακού προσφέρει τη δυνατότητα γείωσης των τάσεων της θεωρίας της αξιακής μορφής προς ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί ιδεαλισμό των μορφών του κεφαλαίου. Τέλος διαπιστώνουμε ότι η ανακατασκευή αυτή μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες ως προς την αντίληψη της πολιτικής πρακτικής που θα μπορούσε να έρθει σε ρήξη με την πραγμοποίηση του κεφαλαίου. 2. Πραγμοποίηση και Οντολογία Ι: Από το Χόννετ στον Λούκατς ως θεωρητικό της αξιακής μορφής Στο διάσημο πρόλογο του 1967, όπου ο Λούκατς απορρίπτει το Ιστορία και ταξική συνείδηση ως μια ανώριμη στιγμή της σκέψης του, υπάρχει ένα σημείο όπου παρ όλα αυτά το υπερασπίζεται (GK, 25-26, HCC:xxiv). 4 Απορρίπτοντας ή το λιγότερο υποβαθμίζοντας σ ένα επιμέρους φιλοσοφικό ζήτημα, τη συσχέτιση του κειμένου με το Χάϊντεγγερ, 5 γράφει ότι η προσπάθειά του ερμηνεύθηκε διαφορετικά από τη δικιά του πρόθεση η οποία απέβλεπε εντελώς αλλού και μάλιστα σε αντίθετη κατεύθυνση (Entgegengesetztes intentionierte). Προφανώς διότι η πρόθεσή του δεν ήταν να παράγει μια γενική άποψη της «condition humaine» και της αλλοτρίωσης απ αυτή παρότι το ύστερο έργο του κλείνει σε μια τέτοια κατεύθυνση. Ο ίδιος δείχνει ότι στο Ιστορία και Ταξική Συνείδηση το κύριο μέλημά του ήταν να θεωρήσει την πραγμοποίηση ως τον ιδιαίτερο μηχανισμό διαμόρφωσης και ταυτόχρονης απόκρυψης των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής εντός οιονεί αντικειμενικών μορφών, 6 οι οποίες μάλιστα χαρακτηρίζονται από μια ιδιαίτερη δυναμική επέκτασης, αντιπροσωπεύοντας έτσι τη δυναμική του κεφαλαίου και φανερώνοντας την ιδιαιτερότητα των νεωτερικών καπιταλιστικών κοινωνιών. Σελίδα 1 / 5
Ασφαλώς κάποιος μπορεί να αντιτείνει ότι σκοπός του Χόννετ δεν είναι να ακολουθήσει την προβληματική του Λούκατς, αλλά να την ενσωματώσει προκειμένου να δείξει τη γονιμότητα και το εύρος του παραδείγματος της αναγνώρισης. Όμως ακριβώς πάνω σ αυτή τη βάση θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε μήπως τα προβλήματα αυτής της οικειοποίησης δεν φανερώνουν και ένα ευρύτερο πρόβλημα της θεωρίας της αναγνώρισης, δηλαδή την προσπάθεια ανέγερσης μιας κανονιστικής κοινωνικής φιλοσοφίας πάνω σε μια ηθική ψυχολογία (Frazer 2003: 202-206). Στα τελευταία κείμενα του Χόννετ, ο αναγωγισμός σε μια τέτοια κανονιστικά προσανατολισμένη ψυχολογία παραμένει εξίσου ισχυρός, αντιμετωπίζοντας μάλιστα τη διαμεσολάβηση των θεσμών ως την κύρια πηγή ιδεολογικής διαστρέβλωσης της αυθεντικής αναγνώρισης του «βιωμένου κόσμου» των υποκειμένων (Honneth 2007: 335-336). Στα περισσότερο καθ ύλιν κείμενά του (Honneth 2003) γίνεται φανερό ποιο είναι το πολιτικό ισοδύναμο αυτού του κανονιστικού ιδανικού: Ένα «κοινωνικό» κράτος και μια «ελεύθερη» αγορά που θα σέβονται τα υποκειμενικά δικαιώματα μιας κοινωνίας «αυθεντικά» αναγνωριζόμενων υποκειμένων. 7 Η τάση αυτή είναι ήδη ξεκάθαρη από το έργο του για τον Αγώνα για Αναγνώριση (1992) όπου η ύπαρξη μιας κοινής δομής αναγνώρισης ορίζει την κανονιστικότητα των διαφορετικών κοινωνικών σφαιρών, θεμελιώνοντας και πάλι μια αρχική πηγή αυτής της κανονιστικότητας (Honneth 2000: 132, βλ. επίσης 143). Ο Χόννετ επιδιώκει να βρει την ιδέα αυτή στα πολιτικοκοινωνικά κείμενα της Ιένας του Χέγκελ, θεωρώντας ότι εκεί βρίσκεται η έμπνευση μιας πρωταρχικής-φυσικής διυποκειμενικής κοινότητας (Honneth 2000: 42). Με τον τρόπο αυτό υποβαθμίζει το γεγονός ότι ακριβώς στα κείμενα αυτά είναι όπου ο Χέγκελ, μέσα από την επαφή του με την πολιτική οικονομία, αναπτύσσει μια εξαιρετικά πλούσια θεώρηση της νεωτερικής αστικής κοινωνίας, όπου κάθε επιμέρους σχέση αποκτάει νόημα μόνο εντασσόμενη στη διαφοροποιημένη-σύνθετη ολότητα. Ως εκ τούτου αυτήν την περίοδο φτάνει και σε ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της διαλεκτικής του: κάθε επιμέρους έννοια αποκτάει νόημα μόνο όταν εντάσσεται σ ένα σύνθετο πλέγμα σχέσεων, 8 γι αυτό και για τον Χέγκελ μια πρωταρχική φυσική διυποκειμενική κοινότητα, ακόμη και αν υπήρξε, θα ήταν το πλέον φτωχό και ασήμαντο. 9 Ο Λούκατς ισχυρά επηρεασμένος από την εγελιανή διαλεκτική φαίνεται ότι ακολουθεί μια παρόμοια γραμμή ανάλυσης. Ξεκινάει από την πραγμοποιητική μορφή του εμπορεύματος, για να την αναδείξει όχι ως ένα εν γένει ανθρώπινο πρόβλημα αλλά ως το ειδικό ζήτημα αναπαράστασης της δομής των καπιταλιστικών κοινωνιών 10 (GK,171/ HCC, 84). Κάτι που σημαίνει ότι αφετηρία της ανάλυσής του δεν είναι απλώς ο φετιχισμός που προκύπτει από τη γενίκευση της εμπορευματικής ανταλλαγής υπέρ της αστικής τάξης όπως του ασκεί κριτική ο Χόννετ (2007: 40, 112) ακολουθώντας εδώ τον Χάμπερμας (1984:360) 11 αλλά ότι αυτή η γενίκευση πραγματοποιείται σ ένα όλο ήδη δομημένο από το κεφάλαιο. Πρόκειται για θέση που επανέρχεται σταθερά στο δοκίμιο για την «πραγμοποίηση και τη συνείδηση του προλεταριάτου», και ένα απόσπασμα από το τρίτο μέρος του δοκιμίου το καθιστά σαφές: «Στην καπιταλιστική κοινωνία το παρελθόν κυριαρχεί επί του παρόντος. Αυτό όμως απλά σημαίνει ότι η ανταγωνιστική διαδικασία, η οποία δεν καθοδηγείται από καμία συνείδηση, παρά μόνο από τη δικιά της εμμενή και τυφλή δυναμική, αποκαλύπτεται σ όλες τις άμεσες μορφές εμφάνισής (Erscheinungsformen ) της ως κυριαρχία του παρελθόντος επί του παρόντος, ως κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας» (GK 314/HCC, 181- έμφαση δική μας. Βλ. όμως επίσης και GK 144/HCC, 68). Αυτή η δυναμική κυριαρχία του κεφαλαίου, και όχι μια αφηρημένη à la Βέμπερ αρχή ορθολογικοποίησης, συγκροτεί επομένως και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ολοένα και περισσότερο ορθολογικής κυριαρχίας αφηρημένων μορφών στη νεωτερικότητα (GK 174,177/HCC, 86, 88). Και πάνω απ όλα της κυριαρχίας μιας αφηρημένης καπιταλιστικής οργάνωσης του χρόνου ο Λούκατς μιλάει για την ομογενοποίηση του χρόνου ως ένα Kontinuum που καθιστά δυνατό το χώρο της παραγωγής ανταλλακτικών αξιών, προϋποθέτοντας και εδώ ότι η προηγούμενη υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο είναι η καθοριστική διαμεσολάβηση για την παραγωγή εμπορευμάτων - ανταλλακτικών αξιών ως συμπυκνώσεων ποσοτικοποιημένων μονάδων αφηρημένου χρόνου της καπιταλιστικά καταμερισμένης εργασίας (GK180/ HCC, 90-91). Το γεγονός δε ότι στο κείμενο συνδέεται ρητά η διαδικασία της πραγμοποίησης όχι με μια γραμμική γενίκευση της ανταλλαγής, αλλά με την ύπαρξη του χρηματιστικού κεφαλαίου ως την καθαρότερη πραγμοποιημένη μορφή (GK, 185-186/HCC, 94-95), καθιστά σαφές ότι η πραγμοποίηση προϋποθέτει το χρηματικό κύκλωμα του κεφαλαίου ως δομημένη ολότητα που τείνει προς την αυτοπραγμάτωση, την αυτοποίηση της, σχετίζοντας εδώ την ανάλυση με το ζήτημα που είχε ήδη θεματοποιήσει Γκρουντρίσε ο Μαρξ (Marx στα 1990: 340) και τον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, ως κεφάλαιο εν γένει. 14 15 αλλά ότι παρέχει μια ιδιαιτέρως πρωτότυπη οπτική για την ενοποιητική προϋπόθεση (τον «υπερβατολογικό όρο» με την έννοια που του έδωσε ο Zον-Ρέτελ Shon-Rethel 1972: 21) αυτής ακριβώς της αυτονόμησής τους (GK 193/ HCC, 100). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του δικαίου, το οποίο στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες γίνεται ένα κλειστό υπολογιστικό σύστημα τυποποιημένων μορφών, που δεν αναφέρεται ποτέ άμεσα στα περιεχόμενα συμφέροντα, αλλά στους τυπικά ελεύθερους συμβαλλόμενους του αστικού δικαίου. Μ αυτό τον τρόπο το λουκατσιανό επιχείρημα δείχνει, προκαταλαμβάνοντας αυτό του Πασουκάνις, ότι οι μορφές της ανταλλακτικής αξίας, δηλαδή του κεφαλαίου, αντικατοπτρίζονται μόνο έμμεσα στις μορφές του δικαίου, και γι αυτό παρουσιάζονται αδιαμεσολάβητες-αυτόνομες στους αποδέκτες τους κάνοντας το περιεχόμενο των νόμων ένα εξωτερικό μυστήριο (GK, 206-207/HCC, 108-109). Εντός αυτού του πλαισίου το ενδιαφέρον και το κεντρικό για την προσέγγιση του Λούκατς δεν είναι ότι τα αυτόνομα συστήματα ανάγονται στην «οικονομία», 18 16 Όπως είναι γνωστό ο Λούκατς θα επιλέξει εδώ ένα υψηλά αφηρημένο-εκτατικό επίπεδο, αναπτύσσοντας τη σχέση μεταξύ του τυπικού συστήματος των κατηγοριών και του εξωτερικού περιεχομένου ως την κεντρική αντίφαση της νεωτερικής φιλοσοφίας, και βρίσκοντας στην ανακάλυψη από τον Χέγκελ της ιστορικής διαλεκτικής της αστικής κοινωνίας, τη δυνατότητα λύσης και την ταυτόχρονη κορύφωση αυτής της αντίφασης. Ο Χέγκελ προσπαθεί να τη λύσει τοποθετώντας την ιστορία ως την αληθινή βάση γένεσης του υποκειμένου, όμως εντέλει την αναπαράγει στο ανώτατό της επίπεδο (GK, 83, 263-267/ HCC, 17, 146-149). Διαπίστωση που οδηγεί τον Λούκατς στη θεώρηση του προλεταριάτου ως του πραγματικού υποκειμένου-αντικείμενου, ως την «αλήθεια» του γερμανικού ιδεαλισμού. Η πλειονότητα των κριτικών 17 βρίσκει εδώ το σημείο όπου καθίσταται πλέον φανερός ο κίνδυνος αυτής της υψηλά θεωρητικής οπτικής του Λούκατς, να προσλάβει δηλαδή τη ενοποιημένη νεωτερική ολότητα καπιταλιστική, που διατρέχεται κοινωνία πέραν ως μια ως πέραν από την πραγμοποίηση. Ίσως αυτή η οπτική κάνει ακόμη πιο προβληματική την προσπάθειά του να εντοπίσει άμεσα στο προλεταριάτο μια ολική αντι-ταυτότητα στην ολική ταυτότητα του κεφαλαίου, Το γεγονός ότι παραπέμποντας ο Λούκατς δεν θεωρεί ποτέ αυτή σε την ολοποίηση μια ολοποιητική ως δεδομένη αλλά ως εικόνα τάση από την της πλευρά απελευθέρωσης. του κεφαλαίου (GK 189/ HCC, 96), όσο και ως πρόθεση ( Intention auf die Totalität) από την πλευρά του προλεταριάτου (GK, 303/ HCC, 174) δεν εξαλείφει το πρόβλημα, απλώς το καθιστά πιο σύνθετο, κάνοντας την επικαιροποίηση της σκέψης του ένα ανοικτό διακύβευμα. 3. Πραγμοποίηση και Οντολογία ΙΙ: Η περίπτωση των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών Αναζητώντας το πλαίσιο για μια τέτοια επικαιροποίηση δεν μπορούμε παρά να σταματήσουμε στο βιβλίο του Σλαβόι Ζίζεκ Το Yψηλό αντικείμενο της Ιδεολογίας, όπου στο πρώτο κεφάλαιο συνδέει ρητά τη μαρξική θεωρία της αξιακής μορφής με μία θεωρία της ιδεολογίας η οποία θα έπρεπε να ανακατασκευασθεί μέσα από τη λακανική ψυχαναλυτική θεωρία. Σκοπός του Ζίζεκ είναι, υπερακοντίζοντας από τα αριστερά την αλτουσεριανή έννοια της ιδεολογίας, να αναδείξει τη συγγένεια μεταξύ της αξιακής μορφής και της λακανικής θεώρησης του φαντασιακού ως αντικειμενικώνόρων συγκρότησης της πραγματικότητας και όχι ως μορφών «ψευδούς συνείδησης». Όμως από τη σκοπιά που μας ενδιαφέρει εδώ μια άλλη προσέγγιση που συνέδεσε τη θεωρία της πραγμοποίησης με τη λακανικής προέλευσης ψυχανάλυση είναι ίσως περισσότερο κατάλληλη, αφού η διυποκειμενική «κριτική θεωρία» επιμένει να την χρησιμοποιεί ως θεωρητικό της πόρο, αγνοώντας τη σύνδεσή της με την καπιταλιστική πραγμοποίηση: Η θεωρία των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών που ανέπτυξε ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Μια τέτοια σύνδεση είναι δυνατή Φαντασιακή καταρχάς Θέσμιση διότι ο ίδιος της (ΦΘΚ): Κοινωνίας ο Καστοριάδης 196-197, 209-210, την κάνει, 235]. θεωρώντας Επιπλέον σε το πολλά μοντέλο σημεία του τον Καστοριαδη φετιχισμό παρουσιάζει του Μαρξ και το την πλεονέκτημα πραγμοποίηση σε σχέση του με Λούκατς το «διυποκειμενικό ως χαρακτηριστική αντικειμενική παράδειγμα» στιγμή περίπτωση που ότι θεωρεί ανακάλυψης υπερβαίνει το κοινωνικό και του συγκροτεί ρόλου ως μία των τα θεμελιωδώς φαντασιακών άτομα (ΦΘΚ, 160-163). σημασιών Σύμφωνα [ με τον Καστοριάδη κάθε άτομο είναι αναγκασμένο να αντιμετωπίσει/ αναγνωρίσει όχι απλώς ένα άλλο υποκείμενο, αλλά την κοινωνία ως έναν κόσμο ήδη θεσμισμένων φαντασιακών σημασιών και να αναγνωρίσει τον εαυτό του μέσα σ αυτές εάν θέλει να υπάρξει (ΦΘΚ, 180, 214-216). 12 Η θεώρηση του εμπορεύματος ως ταυτότητας αυτών των καταμετρούμενων μονάδων συνιστά εξάλλου τον όρο δυνατότητας κάθε «οικονομικής επιστήμης», κλασικής, νεοκλασικής ή «μαρξιστικής» (GK, 200-202 /HCC 104-105). Η αναφορά του Λούκατς λοιπόν στη θεωρησιακή/ενατενιστική kontemplativen στάση ( Haltung) (GK 179, 194/ HCC, 89,100) ως παραδειγματικό πρότυπο συμπεριφοράς εντός αυτών των συνθηκών, δεν αναφέρεται στην απώλεια μιας πρωταρχικής εμπλοκής με τον κόσμο, αλλά στην τάση ανάπτυξης από την πλευρά των υποκειμένων αυθόρμητου ενός εμπειρισμού, που τα κάνει να αποδέχονται και απλώς να παρατηρούν τις πραγμοποιημένες μορφές του κεφαλαίου ως εμπειρικά δεδομένα, συγκροτώντας τα ως φορείς Träger) ( αυτών των μορφών. 13 Αυτό είναι το νόημα της πραγμοποίησης στο Ιστορία και Ταξική Συνείδηση και η κατανόησή του βρίσκεται σε στενή συσχέτιση, όχι με μια εν γένει αντί-θεωρητική στάση, αλλά με την πλούσια επιστημολογική κριτική που αναπτύσσει ο Λούκατς για την αιώρηση των κοινωνικών επιστημών της εποχής του μεταξύ εμπειρισμού και ιστορικιστικού ανορθολογισμού (GK 109-110, 223-224/ HCC 38, 120). Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Σελίδα 2 / 5
Σελίδα 3 / 5
Σελίδα 4 / 5
Σελίδα 5 / 5