Η εκμετάλλευση των φυτικών πηγών κατά τους γεωμετρικούς και ελληνιστικούς χρόνους στη Δρήρο, Λασίθι Μονιάκη Κ., Aρχαιολόγος Aρχαιοβοτανολόγος, Ζωγραφάκη Β., Aρχαιολόγος ΚΔ ΕΠΚΑ, Farnaux Α., Kaθηγητής, Paris IV Sorbonne / Διευθυντής της Γαλλικής Σχολής Αθηνών Περίληψη: Κατά τη διάρκεια των πρόσφατων ελληνογαλλικών ανασκαφών στη Δρήρο, κατά τις οποίες ερευνήθηκαν ιδιωτικές οικίες, δημόσιοι χώροι και κτίρια, που χρονολογούνται από την γεωμετρική περίοδο έως τους ελληνιστικούς χρόνους, συλλέχθηκε συστηματικά αρχαιοβοτανικό υλικό. Η παρουσία των φυτικών καταλοίπων, παρότι φτωχή, παρέχει στοιχεία για την εκμετάλλευση των φυτών από τους κατοίκους του οικισμού διαχρονικά φωτίζοντας έτσι κάποιες πτυχές της καθημερινής ζωής. Επειδή μάλιστα τα διαθέσιμα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα από οικισμούς και ιερά των ιστορικών χρόνων της ευρύτερης περιοχής είναι περιορισμένα, τα νέα δεδομένα από τη Δρήρο μας επιτρέπουν να ερευνήσουμε την οικονομία ενός μεγάλου οικισμού της ανατολικής Κρήτης. Η μελέτη των φυτικών καταλοίπων που προέρχονται από τις οικίες της Δρήρου και ο συσχετισμός τους με τα αντικείμενα επεξεργασίας, αποθήκευσης και προετοιμασίας της τροφής, συμβάλει στον εμπλουτισμό των γνώσεών μας για την τροφοπαρασκευαστική διαδικασία των Δρήριων. Επιπρόσθετα ο εντοπισμός φυτικών καταλοίπων σε χώρους, όπου αποδεδειγμένα ασκούνταν τελετουργίες, επιβεβαιώνει το σημαντικό ρόλο των φυτών στη λατρεία. Η Δρήρος παρέχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την εκμετάλλευση των φυτικών καταλοίπων στον ίδιο οικισμό, από τον 8ο έως τον 2ο αι. π.χ., αλλά και να συγκρίνουμε τα φυτικά κατάλοιπα από αντίστοιχες θέσεις. Μέσα από τη διερεύνηση της εκμετάλλευσης των φυτών, μπορούμε να εξετάσουμε αν η «παράδοση» των μινωικών χρόνων αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο και στη διατροφή. Την τυχαία ανακάλυψη στα μέσα του 19 ου αι. κοντά στη σημερινή Νεάπολη του νομού Λασιθίου του ενεπίγραφου λίθου, που κατέγραφε τον όρκο εκατόν ογδόντα Δρηρίων, μελών της αγέλης (Guarducci 1935: 83 88, van Effenterre 1937), δίνοντας το στίγμα της θέσης της αρχαίας Δρήρου, ακολούθησαν οι ανασκαφές των αρχών του 20 ου αι. που διενεργήθηκαν πρώτα από το Στ. Ξανθουδίδη και αργότερα από το Σπ. Μαρινάτο, τον P. Demargne και τον H. van Effenterre (Ξανθουδίδης 1918: 23 30, Μαρινάτος 1935α: 203 212, id. 1935β: 478 489, id. 1936: 214 285, Demargne & van Effenterre 1937a:5 32, id. 1937b: 333 348, van Effenterre 1948, Van Effenterre et al. 2009). Αν και μικρής κλίμακας, οι έρευνες έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα κυρίως της γεωμετρικής και αρχαϊκής, αλλά και της ελληνιστικής περιόδου. Η Δρήρος, χτισμένη στις πλαγιές και στο διάσελο δύο λόφων, κατείχε μια προνομιακή, φυσικά οχυρή θέση με δυνατότητα ελέγχου των σημαντικότερων περασμάτων από και προς την ανατολική Κρήτη. Δυο εύφορες κοιλάδες στους πρόποδες των λόφων 1
παρείχαν καλλιεργήσιμα εδάφη, ενώ τα γύρω βουνά διευκόλυναν την ενασχόληση με την κτηνοτροφία. Συνεπώς η ανάπτυξή της και η διάρκεια της κατοίκησης για πολλούς αιώνες είναι αναμενόμενη. Το 2009 η ΚΔ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με τη Γαλλική Σχολή Αθηνών προχώρησαν στην επανέναρξη των ερευνητικών εργασιών στην Δρήρο (Zographaki and Farnoux 2010: 593 600). Παρόλο που η ανασκαφική έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη, αξίζει να παρουσιαστούν προκαταρκτικά τα δεδομένα από τη μέχρι σήμερα μελέτη των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων, τα οποία προέρχονται από την επεξεργασία δειγμάτων χώματος με τη μέθοδο της επίπλευσης (French 1971). Στην κορυφή του δυτικού λόφου ο Ξανθουδίδης είχε ανασκάψει ένα μεγάλο κτίριο της αρχαϊκής περιόδου και το είχε ταυτίσει με το Δελφίνιο ν του όρκου (Ξανθουδίδης 1918: 25). Ο Μαρινάτος, αντίθετα, είχε διατυπώσει λίγα χρόνια αργότερα την άποψη πως επρόκειτο πιθανώς για ανδρείον (Μαρινάτος 1936: 253 4). Με τον πρόσφατο καθαρισμό του ανεσκαμμένου χώρου τεκμηριώθηκε ότι τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που είναι σήμερα ορατά ανήκουν σε διάφορες χρονικές φάσεις. Σε ένα αρχικό μικρότερο κτίριο, απ όπου προέρχονται αρκετά χάλκινα αντικείμενα, κυρίως αμυντικός οπλισμός (μίτρες, κράνη κ.λ.π.), προστέθηκε κατ επέκταση προς τα ανατολικά ένας ακόμη χώρος, δωμάτιο ή περίβολος ο αναφερόμενος από τον Ξανθουδίδη ως πρόναος ενώ και άλλες επεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν στο οικοδόμημα μέχρι και την ελληνιστική περίοδο. Τα νέα κινητά ευρήματα αποδεικνύουν τη χρήση του κτιρίου της κορυφής της δυτικής ακρόπολης της Δρήρου ως λατρευτικού σε όλες του τις φάσεις. Η έρευνα επίσης ενός μικρού αποθέτη στο εσωτερικό του απέδωσε ακριβή τεκμήρια για τελετουργίες στο τέλος του 8 ου αι. και στις αρχές του 7 ου αι. π. Χ. Στα ευρήματα του αποθέτη αυτού περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων, κάλαθοι, τμήματα μεγάλων κοίλων τροχήλατων και μερικών μικρότερων χειροποίητων ειδωλίων ζώων, ταύρων ή βοδιών, καθώς και καμένα ή μη οστά ζώων (Farnoux et al. 2012: 179 184, Farnoux and Zographaki υπό έκδοση, Lefèvre Novaro et al. 2013: 16 20). Από το κατώτερο αυτό στρώμα, διαστάσεων 2Χ2 μ. περίπου, συλλέχθηκαν δείγματα χώματος, τα οποία παρότι φτωχά σε αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα, παρουσιάζουν μία ποικιλία σε είδη: σιτηρά, όσπρια και ελαιοδοτικά φυτά. Τα σιτηρά αντιπροσωπεύονται από σπόρους δίκοκκου σιτάριου και ντυμένου κριθαριού. Η διάκριση σε δίστοιχο ή εξάστοιχο δεν είναι δυνατή λόγω της κατάστασης διατήρησης τους. Τα ντυμένα σιτηρά κριθάρι και δίκοκκο σιτάρι, απαιτούν την απομάκρυνση των αγάνων και εσωτερικών λεπύρων ή των εξωτερικών λεπύρων αντίστοιχα πριν την κατανάλωση. Αυτή η διαδικασία ανήκει στις καθημερινές δραστηριότητες της προετοιμασίας της τροφής (Hillman 1985). Μία από τις διαδικασίες που συντελείται πριν την απομάκρυνση των λεπύρων είναι για παράδειγμα το καψάλισμα του σπόρου, με αυτό τον τρόπο τα εξωτερικά λέπυρα σκάνε και αφαιρούνται με το κοπάνισμα. Έτσι διευκολύνεται η πέψη και ο σπόρος γίνεται πιο ευχάριστος στη γεύση. Παράλληλα αποφεύγεται το φύτρωμα του σπόρου μέσα στο στομάχι (Γιαλούρη 1994: 55 6, Hillman 1985: 12). Όσον αφορά το κριθάρι, πριν καταναλωθεί θα πρέπει να απομακρυνθούν οι βάσεις των αγάνων καθώς είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες για το στομάχι. Τα εσωτερικά λέπυρα δεν χρειάζεται να αφαιρεθούν εάν ο σπόρος καταναλώνεται καψαλισμένος ή έχει κοπανιστεί σε ωμή μορφή (Hillman 1985: 20). Η αποφλοίωση των σιτηρών δεν ήταν απαραίτητή αν οι σπόροι προορίζονταν για τα ζώα, καθώς έχουν την ιδιότητα να πραγματοποιούν το διαχωρισμό στο στομάχι τους και να 2
αποβάλλουν το σπόρο διαχωρισμένο από το περίβλημα (Anderson and Ertug Yaras 1998: 102, Charles 1998: 112). Στην Δρήρο, τα εξωτερικά λέπυρα του σιταριού απουσιάζουν, γεγονός που μπορεί να οφείλεται είτε σε λόγους διατήρησης (Wilson 1984) ευαισθησία στις υψηλές θερμοκρασίες είτε οι σπόροι είχαν υποστεί επεξεργασία πριν την απανθράκωση. Το κριθάρι διατηρεί τα εσωτερικά λέπυρα, ενώ τα άγανα φαίνεται να είχαν απομακρυνθεί πριν την απανθράκωση. Τα όσπρια που αναγνωρίστηκαν ήταν η ρόβη ( Vicia ervilia), το λαθούρι ( Lathyrus sativus) και το ρεβίθι ( Cicer arietinum ), ενώ η παρουσία της ελιάς (Olea europea) ήταν αναμενόμενη. Τα όσπρια αποτελούν πλούσια πηγή πρωτεϊνών, είναι ανθεκτικά στη ξηρασία και επαναφέρουν το άζωτο στο έδαφος (Sarpaki 1992). Ωστόσο, περιέχουν τοξίνες, επιβλαβείς για τον άνθρωπο και τα ζώα αν δεν απομακρυνθούν πριν την κατανάλωση. Στις πηγές, η ρόβη αναφέρεται ως δυσάρεστη ή δηλητηριώδης, κατά συνέπεια ακατάλληλη για κατανάλωση (Scarborough 1991: 158, Flint Hamilton 1999: 378 379). Συνήθως προορίζεται για ζωοτροφή ή λίπασμα (Bellindo 1994: 238), αν και σε περιόδους πείνας καταναλώνεται από τους ανθρώπους (Brumfield 1991: 20). Για παράδειγμα, την περίοδο του Δεκελεικού πολέμου (413 404 π.χ.), οι Αθηναίοι έφτασαν στο σημείο να αγοράζουν τη ρόβη για δική τους τροφή, γεγονός που καταδικάζει ο Δημοσθένης (Δημοσθένης 22.15). Το λαθούρι γνωστό κυρίως στις μέρες μας από τη «φάβα» προκαλεί την ασθένεια λαθυρισμό που έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια του ελέγχου των μυών, την παράλυση των κάτω άκρων και σε κάποιες περιπτώσεις το θάνατο. Η ασθένεια ήταν γνωστή από την εποχή του Ιπποκράτη (Aykroyd and Doughty 1964: 62 63). Παρά τις παρενέργειες, το λαθούρι χρησιμοποιείται από τη Νεολιθική εποχή μέχρι σήμερα (Peña Chocarro and Zapata Peña 1999). Σε κάθε περίπτωση, εφόσον απομακρυνθούν οι τοξίνες μπορεί να καταναλωθεί με ασφάλεια. Το ρεβίθι είναι σπάνιο στα αρχαιοβοτανικά σύνολα, αλλά αναφέρεται συχνά στις αρχαίες πηγές. Ο Πλίνιος επισημαίνει ότι καταστρέφει το χώμα και σχολιάζει την ιδιαίτερη αλμυρότητα των σπόρων του (HN 17.56, 18.124). Οι σπόροι των οσπρίων που αναγνωρίστηκαν στη Δρήρο, δεν φαίνεται να έχουν υποστεί κάποια επεξεργασία όπως μούλιασμα ή βράσιμο, σύμφωνα με πρόσφατη πειραματική έρευνα κατά την οποία ερευνήθηκαν διαφορετικοί τρόποι επεξεργασίας των οσπρίων και συγκεκριμένα της ρόβης (Μονιάκη και Βαλαμώτη 2008, Valamoti et al. 2011). Ο καρπός αποτελεί το τελικό προϊόν που καταναλώνεται από τους ανθρώπους. Ωστόσο, για να φτάσει ένας καρπός στο στάδιο της κατανάλωσης απαιτείται μία σειρά από διαφορετικά στάδια επεξεργασίας. Κάθε στάδιο χαρακτηρίζεται από την παρουσία κάποιων προϊόντων και υπό προϊόντων σπόρους, άχυρο, ζιζάνια κτλ βάση των οποίων μπορεί να αναγνωριστεί. Για παράδειγμα, τα ζιζάνια απομακρύνονται από τη σοδειά σε διαφορετικά στάδια, δηλαδή κάποια απομακρύνονται στο χωράφι κατά το ξεβοτάνισμα, κάποια απομακρύνονται με το λίχνισμα, άλλα απομακρύνονται με το χέρι. Είναι εμφανές ότι με βάση την αντιπροσώπευση των προϊόντων και των υποπροϊόντων, μπορούμε να ταυτίσουμε το στάδιο της επεξεργασίας. Βέβαια, οι σπόροι των ζιζάνιων αποτελούν ένα τμήμα του συνόλου της χλωρίδας που φύονταν με την καλλιέργεια, και είναι πιθανό κάποια να ανήκουν στη βλάστηση της γύρω περιοχής (Hillman 1984: 144 145, Jones 1992: 134 5). Η σύσταση των δειγμάτων από το συγκεκριμένο σύνολο απαρτίζεται από καθαρό καρπό, τα άγρια είδη ζιζάνια και τα τμήματα του φυτού απουσιάζουν, υποδηλώνοντας ότι τα παραπάνω στάδια επεξεργασίας είχαν πραγματοποιηθεί πριν την απανθράκωση. 3
Λαμβάνοντας υπόψη συνολικά τα ευρήματα τελετουργικά αγγεία, ειδώλια, οστά ζώων που αποτελούν σαφή ένδειξη τελετουργικής δραστηριότητας στην κορυφή του λόφου, είναι πιθανόν τα φυτικά κατάλοιπα να αντιπροσωπεύουν τα υπολείμματα από προσφορές ή άλλες τελετουργίες που έλαβαν χώρα στο συγκεκριμένο μέρος. Είναι γνωστό ότι κατά τη διάρκεια των τελετουργιών προσφέρονταν οι «απαρχές» στους θεούς δηλαδή η προσφορά των πρώτων καρπών, οι οποίοι αντιπροσώπευαν τη μερίδα των θεών από την εκάστοτε συγκομιδή. Οι προσφορές συνήθως αποτελούνταν από σιτηρά, όσπρια, ψωμί, ελιές, σταφύλια, φρούτα, τυρί, κομμάτια κρέας, μαλλί, λάδι και κρασί (Rouse 1902: 53 54, Prent 2005: 24). Φυσικά η διατήρηση τους είναι σπάνια στα αρχαιολογικά δεδομένα. Η χρήση των φυτών στις τελετουργίες είναι γνωστή από τις γραπτές πηγές, μολονότι μέχρι πρόσφατα απουσίαζαν τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα. Τα φυτά που απαντούν στις προσφορές αντιπροσωπεύουν τα είδη που καλλιεργούνταν και καταναλώνονταν σε καθημερινή βάση. Η εξέχουσα θέση των φυτών στη θρησκεία και τη μυθολογία αποδεικνύει το σημαντικό ρόλο που κατείχαν στον υλικό και πνευματικό κόσμο του παρελθόντος, αλλά και τη βαθιά ριζωμένη σχέση τους με τους ανθρώπους. Σε υπαίθρια ιερά της ίδιας περιόδου φαίνεται πως οι τελετουργίες περιελάμβαναν πυρές, θυσίες ζώων και πλούσιες φυτικές προσφορές (Megaloudi 2005, Prent 2005: 556). Στο Λασίθι έχουν έρθει στο φως ανάλογα ευρήματα προσφορών/θυσιών σε δύο βωμούς της αρχαϊκής περιόδου στον Αζοριά (Haggis et al. 2011:11 12, 35). Τα ευρήματα σπόροι, οστά, ειδώλια και αγγεία φαίνεται ότι αποτέθηκαν δευτερογενώς (Miksicek 1987: 230 233, Fuller et al. in press), δηλαδή συλλέχθηκαν από την αρχική περιοχή της προσφοράς και τοποθετήθηκαν στο κοίλωμα. Συνηθίζεται άλλωστε η πρακτική του τελετουργικού καθαρμού των «καταλοίπων των θυσιών» μέσω της απόρριψής τους σε λάκκους (Ekroth 2007: 395). Ας προχωρήσουμε τώρα στη ελληνιστική φάση του οικισμού της Δρήρου. Τα ορατά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στους δύο λόφους ανήκουν στον ελληνιστικό οικισμό, που είναι εκτεταμένος, ενώ η μέχρι σήμερα ανασκαφική έρευνα σε κτίρια του οικισμού έχει αποδείξει ότι ήταν και εξαιρετικά ακμαίος. Στην κατωφέρεια του ανατολικού λόφου, αρκετά κοντά στην αγορά, ανασκάπτεται ένα μεγάλο ελληνιστικό κτίριο, τμήμα του οποίου είναι κατειλημμένο από ένα νεώτερο καμίνι. Τα μέχρι σήμερα κινητά ευρήματά του σε συνδυασμό με την επιμελή κατασκευή του, καθώς και το ασυνήθιστα μεγάλο μέγεθός του αποτελούν ενδείξεις για την ευμάρεια των Δρηρίων κατά τους χρόνους αυτούς (Farnoux και Ζωγραφάκη υπό έκδοση). Το κυρίως κτίριο εγκαταλείφθηκε βιαστικά ή καταστράφηκε (Gaignerot Driessen in press) στα τέλη του 3 ου αι. π. Χ. την περίοδο δηλ. που καταλήφθηκε η πόλη από τους Λυττίους (Κριτζάς 2011). Σε επιμήκη χώρο που ταυτίστηκε με αποθήκη ήρθαν στο φως πολλοί θραυσμένοι πίθοι. Οι περισσότεροι από αυτούς χρονολογούνται στην ελληνιστική περίοδο εκτός από δύο αρχαϊκούς. Η αποθήκη περιείχε ακόμη πολλά μικρότερα αγγεία, όπως αμφορείς, πινάκια, κύπελλα κ.α., καθώς και αρκετά υφαντικά βάρη, νομίσματα, περόνες, μια μικρή μυλόπετρα, που βρέθηκε στη βορειοδυτική γωνία, καθώς και έναν τριπτήρα. Μέχρι στιγμής, τα αρχαιοβοτανικά ευρήματα από την αποθήκη είναι πενιχρά, αξιοσημείωτη όμως είναι η αυξημένη παρουσία περιττωμάτων τρωκτικών ποντίκια τα οποία απαντούν συχνά σε αποθήκες σιτηρών (Willcox 2012: 174, Willcox and Stordeur 2012: 111 2). Είναι ίσως ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι σε ένα άλλο ελληνιστικό κτίριο της Δρήρου στον ανατολικό λόφο ήρθε στο φως ένα μικρό χάλκινο ποντίκι της ελληνιστικής περιόδου. Σε 4
ένα από τα πιθάρια εντοπίστηκε ρόβη, ενώ είναι πιθανό κάποια από τα πιθάρια να περιείχαν υγρά όπως λάδι ή κρασί. Η μελέτη των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων και η ανασκαφή του ευμεγέθους κτιρίου βρίσκεται σε εξέλιξη. Ενδεχομένως η μελλοντική έρευνα να δώσει αρχαιοβοτανικά στοιχεία που να υποδεικνύουν την εποχή του χρόνου που έλαβε χώρα η καταστροφή ή εγκατάλειψη του κτιρίου. Περαιτέρω τα δεδομένα για την ελληνιστική φάση της Δρήρου αναμένεται να εμπλουτιστούν, καθώς ανασκάπτονται η αγορά και τα κτίσματα γύρω απ αυτήν, καθώς και ένα ακόμα μεγάλου μεγέθους κτίριο σε άνδηρο του δυτικού λόφου με ιερό με βωμό και έναν μεγάλο φούρνο. Συνοψίζοντας, τα είδη που ήρθαν στο φως δεν υποδεικνύουν διαφοροποίηση από τη Νεολιθική και την εποχή του Χαλκού. Αντίθετα, παρατηρείται μια συνέχεια στις προτιμήσεις του μινωικού παρελθόντος με ιδιαίτερη έμφαση στη μεσογειακή τετράδα. Η εμμονή άλλωστε των Δρηρίων στο παρελθόν τους δεν περιορίζεται στις διατροφικές προτιμήσεις αλλά και σε κάθε τομέα της ζωής τους. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Anderson, S. and S. Ertug Yaras. (1998). Fuel fodder and faeces: an ethnographic and botanical study of dung fuel use in central Anatolia. In Charles M., Halstead P., Jones G. (eds.) Fodder: archaeological, historical and ethnographic studies. Environmental Archaeology 1: 99 109. Bellindo, L. L. (1994). Grain legumes for animal feed. In J.E. Hernando Bermejo and J. Leon (eds.) Neglected crops: 1492 from a different perspective. Plant Production and Protection Series No. 26. FAO. Rome, Italy, 273 288. Brumfield, A. (1981). The Attic Festivals of Demeter and Their Relation to the Agricultural Year. New York. Charles, M. (1998). Fodder from dung: the recognition and interpretation of dung derived plant material from archaeological sites. In: Charles M., Halstead P., Jones G. (eds.) Fodder: archaeological, historical and ethnographic studies. Environmental Archaeology 1: 111 122. Γιαλούρη, Ε. (1994). Η μεταποίηση των σιτηρών κατά τη Νεολιθική και την εποχή του Χαλκού: Πειραματικές προσεγγίσεις. Στο Ο «άρτος ημών» από το σιτάρι στο ψωμί. Αθήνα, εκδόσεις ΕΤΒΑ, 55 71. Demargne, P. and H. van Effenterre. (1937a). Recherches à Dréros. BCH 61: 5 32. Demargne, P. and H. van Effenterre. (1937b). Recherches à Dréros II. Les incriptions archaϊques. BCH 61: 333 348. 5
Δημοσθένης, Κατά Ανδροτίωνος, 355 π.χ. Farnoux, A., Kyriakidis, N. and Zographaki V. (2012). Nouvelles recherches à Dréros. RA : 179 184. Farnoux, A. και Ζωγραφάκη B. Υπό έκδοση. Δρήρος: νέες έρευνες 2009 2011. Πεπραγμένα ΙΑ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου. Ρέθυμνο, Ιστορική και Λαογραφική εταιρεία Ρεθύμνης. Farnoux, A. and Zographaki V. In press. Dreros: Cité et sanctuaries. In Driessen J. and Fl. Gaignerot Driessen (eds.) The birth of the Cretan cities. Luvain, Presses Universitaires de Louvain. Flint Hamilton, K. B. (1999). Legumes in Ancient Greece and Rome: Food, Medicine, or Poison? Hesperia 68.3: 371 385. French, D. H. (1971). An Experiment in Water Sieving. Anatolian Studies 21: 59 64. Fuller, D. Q., Stevens, C. and M. McClatchie. In press. Routine Activities, Tertiary Refuse and Labor Organization: Social Inference from Everyday Archaeobotany. In M. Madella and M. Savard (eds.) Ancient Plants and People. Contemporary Trends in Archaeobotany. University of Arizona Press, Tucson. Gaignerot Driessen, Fl. In press. Le meurtre de la cité: la destruction par abandon force. In J. Driessen (ed.) Destruction. Perspectives archéologiques, philologiques et historiques, Actes de la Table ronde international. Louvain. Guarducci, M. (1935). Inscriptiones Creticae I, opera et consilio Friderici Halbherr collectae. Tituli Cretae mediae praeter Gortynios. Roma, Libreria dello Stato. Haggis, D. C., Mook M. S., Fitzsimons R. D, Scarry C. M., Snyder L. M. and West W. C. (2011). Excavations in the archaic civic buildings at Azoria in 2005 2006. Hesperia 80: 1 70. Hillman, G. (1984). Traditional husbandry and processing of archaic cereals in recent times: the operations, products, and equipment which might feature in Sumerian texts, part I: the glume wheats. Bulletin of Sumerian Agriculture 1: 114 152. Hillman, G. (1985). Traditional husbandry and processing of archaic cereals in recent times: the operations, products, and equipment which might feature in Sumerian texts, part II: the free threshing cereals. Bulletin of Sumerian Agriculture 2: 1 31. Ιπποκράτης, 460 377 π.χ. Περί δίαιτης οξέων. Jones, G. (1992). Weed phytosociology and crop husbandry: Identifying a contrast between ancient and modern practice. Review of Palaeobotany and Palynology 73: 133 143. Κριτζάς, Χ. (2011). Συνθήκη Λυττίων και Ολουντίων. Πεπραγμένα του Ι Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου. Τόμο ς A 5. Χανιά, Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», 141 154 Lefèvre Novaro, D., Pautasso, A., Rizza, S. and J. Lamaze. (2013). Dréros e Priniàs: nuovi dati e prospettive di ricerca sulla polis a Creta. Thiasos 2.2: 3 20. Μαρινάτος, Σ. (1935α). Ανασκαφαί εν Κρήτη. Β. Δρήρος. ΠAE: 203 212. 6
Marinatos, S. (1935β). Le temple et les statuettes archaiques en bronze de Dréros. CRAI : 478 89. Marinatos, S. (1936). Le temple géométrique de Dréros. BCH 60: 214 85. Megaloudi, F. (2005). Burnt sacrificial offerings at Hellenistic Times: An archaeobotanical case study from Messene, Peloponnese, Greece. Vegetation History and Archaeobotany 14: 329 340. Miksicek, C. H. (1987). Formation processes of the archaeobotanical record. In M. B. Schiffer (ed.) Advances in Archaeological method and theory, vol. 10. San Diego, Academic Press, 211 247. Μονιάκη, Α. και Βαλαμώτη Σ. Μ. (2008). Ερευνώντας το ρόλο της ρόβης στην προϊστορική διατροφή. Πειραματικές προσεγγίσεις. Περίληψη στο 5ο Συμπόσιο Αρχαιομετρίας της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας, Αθήνα. Peña Chocarro, L. and L. Zapata Peña. (1999). History and traditional cultivation of Lathyrus sativus L. and Lathyrus cicera L. in the Iberian peninsula. Vegetation History Archaeobotany 8: 49 52. Pliny, Naturalis Historiae V. Prent, M. (2005). Cretan Sanctuaries and Cults Continuity and Change from Late Minoan IIIC to the Archaic Period. 154. Leiden Boston, Brill Academic Publishing. Rouse, W. (1902). Greek votives offerings. An essay in the history of Greek religion. Cambridge, Cambridge University press. Sarpaki, A. (1992). The palaeoethnobotanical approach. The Mediterranean triad or is it a quartet? In B. Wells (ed.) Agriculture in Ancient Greece. Stockholm, Swedish Institute in Athens, 61 76. Scarborough, J. (1991). The pharmacology of Sacred plants, herbs and roots. In Faraone C. A. and D. Obbink (eds.) Magika Hiera: Ancient Greek Religion. Oxford, Oxford University Press, 138 174. Valamoti, S. M., Moniaki, A. and A. Karathanou. (2011). An investigation of processing and consumption of pulses among prehistoric societies: archaeobotanical, experimental and ethnographic evidence from Greece. Vegetation history and archaeobotany 20.5: 381 396. Van Effenterre, H. (1937). À propos du serment des Drériens. BCH 61: 327 332. Van Effenterre, H. 1948. Nécropoles du Mirabello. Paris, Etudes Crétoises VIII. Van Effenterre, H., Perna, M., Pomadere, M., Zurbach, J., De Sactis, F. and Mulliez D. (2009). La nécropole de Dréros. Athens Naples, Etudes Crétoises VIII/2. Willcox, G. (2012). Chapter Nine. The Beginnings of Cereal Cultivation and Domestication in Southwest Asia. In D. T. Potts (ed.) A Companion to the Archaeology of the Ancient Near East. Volume I. Blackwell Publishing Ltd, 163 180. 7
Willcox, G. and D. Stordeur. (2012). Large scale cereal processing before domestication during the tenth millennium cal BC in northern Syria. Antiquity 86: 99 114. Wilson, D. G. (1984). The carbonization of weed seeds and their representation in macrofossil assemblages. In W. van Zeist and W. A. Casparie (eds.) Plants and ancient man: Studies in Palaeoethnobotany. Rotterdam, A.A. Balkema, 199 206. Ξανθουδίδης, Στ. (1918). Η Αρχαιολογική περιφέρεια. Παράρτημα Ι. ΑΔ 4: 23 30. Zographaki, V. and A. Farnoux. (2010). Rapports. Mission franco hellenique de Dréros. BCH 134.2: 593 600. 8
Eικόνα 1. Χάρτης της Κρήτης όπου σημειώνεται η θέση της Δρήρου και του Αζοριά. Εικόνα 2. Το νοτιοδυτικό τμήμα του ναού της δυτικής ακρόπολης της Δρήρου. 9
Εικόνα 3. Έμμεσες ενδείξεις ότι η επεξεργασία των φυτικών πηγών λάμβανε χώρα στη Δρήρο κατά την ελληνιστική περίοδο. 10
The exploitation of plants from the Geometric until the Hellenistic period at Dreros, Lasithi. Moniaki Κ., Archaeologist Archaeobotanist (presenter), Zographaki V., Archaeologist KD EPCA, Farnoux A., Professor Paris IV Sorbonne / Director, French School at Athens During the recent Gallo Hellenic excavations at Dreros, when individual houses were researched, public places and buildings which are dated from the Geometric period until the Hellenistic times, archaeobotanical material was collected. The presence of botanical remains, although poor, still provides evidence of the diachronic use of plants by the inhabitants of the settlement, by enlightening aspects of daily life. As archaeobotanical material from settlements and sacred areas of the historical periods in the general area are rare, the new data from Dreros allow us to research the economy of a major settlement of eastern Crete. Study of the botanical remains from houses of Dreros and their contextual relation with the artefacts related to their processing, storage and food preparation, contributes to enriching our knowledge regarding the food processing activities of the inhabitants of Dreros. Moreover, the botanical finds in areas which are admittedly ritual, reinforces the important role of plants related to cult. Dreros provides an opportunity to follow the use of plants in the same settlement from the 8th until the 2nd century BC, and to compare plant remains from similar time jones. Through the study of the use of plants, we could examine whether tradition of the Minoan period dominates diet. 2nd Symposium of Greek Gastronomy: Food, Memory & Identity in Greece & the Greek Diaspora 11