ΑΣ9 Page 1 γιαουρτάς Τρίτη, 31 Δεκεμβρίου 2013 10:35 μμ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ Το γιαούρτι το αποθήκευαν σε τσανάκες (1) που κατόπιν αναρτούσαν σε ένα ανάφορον (2) που ακουμπούσε στους ώμους του γιαουρτά. Για να Κρατίνε λογαριασμό χρησιμοποιούσαν τα ραβάσια (3). Το γιαούρτι λέγονταν γιαούρτι Συληβρίας. Τα 1950 άρχισε πια να εκλείπει. Εκτοπίστηκε από το γιαούρτι σε κεσεδες (4) των 100, 200 δραμιών. http://users.auth.gr/~marrep/lessons/ergastiri/new_technology/images/51.jpg ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΣ Η διανομή γίνονταν στο σπίτι από τον γιαουρτά σε εγγεγραμμένους συνδρομητές. Ο γιαουρτάς άφηνε το κεσεδακι(4) και έπαιρνε το χθεσινό πίσω πλυμένο. Δεν διαλαλούσε αλλά διένειμε και πουλούσε. Στην Κυψέλη δυο διάσημοι γιαουρτάδες : Οι Αφοί Τσίγκινοι. Θανάσης και Κώστας, ξεχωριστές επιχειρήσεις. Τα αδέλφια δεν μιλιόντουσαν (5) είχε ο καθένας τους πελάτες του. Αρχικά η διανομή από πεζοπόρους γιαουρτάδες που μετέφεραν τα πήλινα κεσεδάκια σε μεταλλικά βαλιτσάκια με ράφια. Μετά οι γιαουρτάδες έγιναν εποχούμενοι σε τρίτροχο ποδήλατο και σε αυτοκίνητο επαγγελματικό.
ΑΣ9 Page 2 Υποσημειώσεις (1) τσανάκα ή τσανάκι Από το τουρκικό τσανάκ (ҫanak) πιάτο, πήλινη γαβάθα, δοχείο. Από εδώ μεταφορικώς ο τσανακογλύφτης = παράσιτος, κόλακας, μικροπρεπής. 281.99 Αλλά και ο υποτελής, το υποχειρίων, ο υποτακτικός, το όργανον κάποιου (συνήθως πολίτικου) (2) ανάφορον ΣΟΥΙΔΑ 2.1
ΑΣ9 Page 3 Στα σχόλια στους Βατράχους του Αριστοφάνη διαβάζουμε: 2.2 ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙ ΑΜΦΟΡΕΙΣ ΜΕ ΑΝΑΦΟΡΟΝ 2323.15 2.3
ΑΣ9 Page 4 2.3 ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ ΤΕΧΝΙΤΗΣ ΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΤΟΥΒΛΑ ΑΠΟ ΠΗΛΟ. ΕΝΑΣ ΆΛΛΟΣ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙ ΤΑ ΕΤΟΙΜΑ ΤΟΥΒΛΑ ΜΕ ΑΝΑΦΟΡΟΝ 2323.20 2.4 2.4 ΤΟ ΑΝΑΦΟΡΟΝ ΕΧΕΙ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΛΟΓΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΜΕΤΑΦΟΡΕΑ (3) ραβάσιον ραβάσιον < πιθανόν από το < ραβδάτσιον (με τσιτακισμό) < ραβδάκ ιον υποκοριστικό του ράβδος. Τα ραβασια (πήγαιναν ζευγάρι) ήταν ραβδάκια που χρησίμευαν σαν πιστοποιητικά δοσοληψιών. Ο οφειλέτης και ο δανειστής (ο αγοραστής και ο πωλητής) κρατούσαν ο καθένας το ραβασι του. Όταν γίνονταν μια πώληση τοποθετούσαν τα ραβάσια δίπλα δίπλα και τραβούσαν μια χαράκια με ένα μαχαίρι. Μετά έπαιρνε ο καθένας πίσω το ραβάσι του. Κανένας από τους δυο δεν μπορούσε να προσθέσει μονός του ή να αφαιρέσει μια χαρακιά, αφού απαιτείτο η συνύπαρξη 2 ραβασιων. Τα διαδεχτήκαν σημειώματα: ΤΑ ΡΑΒΑΣΑΚΙΑ. Είναι υποκοριστικό του υποκοριστικού! Πχ. Το ραβασάκι της εφορίας και τα ραβασάκια των ερωτευμένων.
ΑΣ9 Page 5 ραβασάκι της εφορίας και τα ραβασάκια των ερωτευμένων. Κάτι ανάλογο ήταν αι λισπαι που αναφέρονται στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, το LSJ το ερμηνεύει ως ξυλάρα κομμένα στα δύο από τους φίλους, καθένας από τους οποίους κρατούσε το μισό ως απόδειξη dice cut in two by friends (ξένοι), each of whom kept half as a tally, Προκειται για το αγγλικο tally tally (v.) mid-15c., "keep an account by tally," from Medieval Latin talliare "to tax," from tallia (see tally (n.)). Meaning "correspond, agree" is from 1705; sports sense of "to score" is from 1867. Related: Tallied; tallying. Hence tally-sheet (1889); tallyman "one who keeps account (of anything)" (1857). tally (n.) mid-15c., "stick marked with notches to indicate amount owed or paid," from Anglo-French tallie (early 14c., Old French taille "notch in a piece of wood signifying a debt"), Anglo-Latin talea (late 12c.), from Medieval Latin tallia, from Latin talea "a cutting, rod, stick" (see tailor (n.), and cf. sense history of score). Meaning "a thing that matches another" first recorded 1650s, from practice of splitting a tally lengthwise across the notches, debtor and creditor each retaining one of the halves; the usual method of keeping accounts before writing became general (the size of the notches varied with the amount). Sports sense of "a total score" is from 1856. Also in 19c. British provincial verbal expression live tally, make a tally bargain "live as husband and wife without marrying." Πβλ. Και την επιτυχια του Χαρυ Μπελαφόντε "The Banana Boat" Come, Mister tally man, tally me banana Daylight come and me wan' go home (4) κεσές Τουρκικο αντιδανειο. Οι γαλλοι το πηραν από το αρχαίο ελληνικό κυάθιον = κυπελο. Εγινε cyathe πρφ. Κυάτ. Οι Τουρκοι κυατέ> κιασέ> κεσέ και επανηλθε ως ο κεσές στην ομιλουμένη. Με την αιωνία τάση μας για υποκορισμούς ακούγεται συνήθως το κεσεδάκι αντί του κεσέ. Δυσκολευε το γιαουρτωμα λόγῳ του βαρους του. Το γιαουρτωμα ως μεθοδος διαπομπευσης πρωτοεμφανισθηκε επι Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1958 όπως και ο νόμος 4000 που καθόριζε την τιμωρια των νεαρών γιαουρτωτών (τεντυ-μπόηδες).