Αντώνης Γαβαλάς. Λευκό Χαρτί. Μυθιστόρημα



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Το παραμύθι της αγάπης

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Το κορίτσι με τα πορτοκάλια. Εργασία Χριστουγέννων στο μάθημα της Λογοτεχνίας. [Σεμίραμις Αμπατζόγλου] [Γ'1 Γυμνασίου]

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

Μανώλης Ισχάκης - Πνευματικά δικαιώματα - για περισσότερη εκπαίδευση

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

«Το κορίτσι με τα πορτοκάλια»

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΒΒΑΔΙΑ Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

Μανώλης Ισχάκης - Πνευματικά δικαιώματα - για περισσότερη εκπαίδευση

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

σα μας είπε από κοντά η αγαπημένη ψυχολόγος Θέκλα Πετρίδου!

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Τίτσα Πιπίνου: «Οι ζωές μας είναι πολλές φορές σαν τα ξενοδοχεία..»

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Εισαγωγή. Ειρήνη Σταματούδη, LL.M., Ph.D. Διευθύντρια Ο.Π.Ι.

Πένυ Παπαδάκη: «Οι άνθρωποι που αγαπούν το βιβλίο δεν επηρεάζονται από την κρίση» ΘΑΝΑΣΗΣ ΞΑΝΘΟΣ 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

Πάει τόσος καιρός από το χωρισμό σας, που δε θυμάσαι καν πότε ήταν η τελευταία φορά

Ανδρέας Αρματάς Φραντσέσκα Ασσιρέλλι

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Αναστασία Μπούτρου. Εργασία για το βιβλίο «Παπούτσια με φτερά»

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Χάρτινη αγκαλιά. Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου

Τίτλος Πρωτοτύπου: Son smeshnovo cheloveka by Fyodor Dostoyevsky. Russia, ISBN:

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Modern Greek Beginners

«ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ»

Όταν φεύγουν τα σύννεφα μένει το καθαρό

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΔΑΣ. Ένας λογοτεχνικός μπουφές... για όλες τις ορέξεις

Μανώλης Ισχάκης - Πνευματικά δικαιώματα - για περισσότερη εκπαίδευση

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Naoki HigasHida. Γιατί χοροπηδώ. Ένα αγόρι σπάει τη σιωπή του αυτισμού. david MiTCHELL. Εισαγωγή:

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Μανώλης Ισχάκης - Πνευματικά δικαιώματα - για περισσότερη εκπαίδευση

Πρώτα διάβασε και κατανόησε τις δηλώσεις και μετά κύκλωσε την απάντηση που πιστεύεις ότι ταιριάζει καλύτερα σε εσένα

Λένα Μαντά: «Την πιο σκληρή κριτική στην μητέρα μου, την άσκησα όταν έγινα εγώ μάνα»

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Εισαγγελέας: Δευτέρα 03/10/2011, η ημέρα της δολοφονίας της Souzan Anders. Παρατηρήσατε κάτι περίεργο στην συμπεριφορά του κατηγορούμενου;

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Ιόλη. Πως σας ήρθε η ιδέα;

Καταγραφή Εντυπώσεων από τη Συμμετοχή μου. στο Πρόγραμμα Erasmus/Socrates

σόκ. Σιώπησε και έφυγε μετανιωμένος χωρίς να πει τίποτα, ούτε μια λέξη.» Σίμος Κάρμιος Λύκειο Λειβαδιών Σεπτέμβριος 2013

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Transcript:

Λευκό Χαρτί Μυθιστόρημα

Αντώνης Γαβαλάς Αθήνα, 2012

Ο Αντώνης Γαβαλάς γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κερατσίνι. Σπούδασε μάρκετινγκ και μάνατζμεντ, σε Ελλάδα και Σκωτία και δημοσιεύει τα άρθρα του γύρω από την ομαδική εργασία και την εργασιακή συμπεριφορά στην ιστοσελίδα «Ο Καλός Συνάδελφος» που δημιούργησε ο ίδιος, με τη βοήθεια των φίλων και συνεργατών του. Έμπνευσή του είναι οι ιδέες κι οι αξίες, εντελέχεια της γραφής του είναι το συναίσθημα. Από αυτό αντλεί ενέργεια και γράφει για κόσμους δικούς του, όπως εκείνος φαντάζεται ότι θα πρέπει να είναι. Γράφει για να ξεφύγει από έναν κόσμο στον οποίο νιώθει ξένος, στις γωνιές του θυμικού να βρει ελπίδα και συντρόφους αδελφικούς. Η αναζήτηση είναι μια, η απόλυτη αλήθεια, αυτό για το οποίο αξίζει κανείς να ζει.

Τίτλος: Είδος: Μυθιστόρημα Συγγραφέας: Αντώνης Γαβαλάς Δημιουργία κι Επιμέλεια εξωφύλλου: Αντώνης Γαβαλάς Επιμέλεια κειμένου κι έκδοσης: Αντώνης Γαβαλάς ISBN: 978-618-80420-0-1 Copyright Αντώνης Γαβαλάς, 2012 1 η έκδοση Δεκέμβριος 2012 Αντώνης Γαβαλάς Τηλ. 693 61 73 103 Email: gavalasresearch@yahoo.com Σελίδα facebook: (Δημιουργός εικονιδίου Graphics Vibe) Το μυθιστόρημα του δημιουργού Αντώνη Γαβαλά διανέμεται ελεύθερα στο Διαδίκτυο σε μορφή ψηφιακού βιβλίου με άδεια Creative Commons. [ Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα ]

Για έναν κόσμο ειρηνικό Για κάθε σελίδα, για κάθε παράγραφο, για κάθε πρόταση, για κάθε λέξη που έγραψα, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Ευχαριστώ την οικογένειά μου που με ανέθρεψε, ευχαριστώ όλους τους δασκάλους και τους καθηγητές που με δίδαξαν, ευχαριστώ τους συγγραφείς όλων των βιβλίων που διάβασα, ευχαριστώ όλους τους ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου. Όλοι αυτοί με δίδαξαν για τη ζωή και μου προσέφεραν όλη τη γνώση και την εμπειρία που κατέχω, όση κατέχω. Τους ευχαριστώ Αντώνης Γαβαλάς 1

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ο κυρ Αριστοτέλης, στα ογδόντα του χρόνια πλέον, κάνει έναν απολογισμό της ζωής που έζησε. Θυμάται τις στιγμές που υπήρξαν σημαντικές για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και που τον βοήθησαν στο να βρει αυτό που αναζητούσε. Δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι η ζωή του ήταν δύσκολή, αλλά πίστευε πως η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι μια προσωπική οδύσσεια, με τις φουρτούνες της και τις αναποδιές της. Είναι ένα ταξίδι, στο οποίο ο καθένας έχει το δικό του προορισμό, το δικό του τελικό σκοπό. Ο δικός του σκοπός ήταν να βρει την απόλυτη αλήθεια. Ήθελε ν ανακαλύψει ποια είναι αυτή η αξία, η οποία μένει αναλλοίωτη στο χρόνο και για την οποία αξίζει ν αγωνιζόμαστε. Έτσι, ξεκίνησε κι εκείνος το δικό του ταξίδι και γνώρισε τόπους, γνώρισε ανθρώπους, ένιωσε έντονα συναισθήματα και μάζεψε γνώσεις κι εμπειρίες. Και τώρα τα θυμάται.. Κι έφτασε, πλέον, στο τέρμα, όπου βρήκε αυτό που αναζητούσε κι ένιωσε ικανοποιημένος για τη ζωή που έζησε. Βρήκε αυτό που έψαχνε και δεν τον ένοιαζε αν τελικά ανακάλυψε την απόλυτη αλήθεια. Σημασία έχει ότι άξιζε στα δικά του τα μάτια ν αγωνίζεται γι αυτήν. Δεν ήταν όμως άνθρωπος που εξωτερίκευε τα συναισθήματα και τις σκέψεις του και δεν είπε ποτέ σε κανέναν αυτά που έζησε, όπως εκείνος τα έζησε. Γι αυτό τώρα τα γράφει. 2

Αν δεν πάθεις δε θα μάθεις; ή Μάθε για να μην πάθεις; 3

Κάποτε ήταν ένα λευκό χαρτί, κάτι κενό, χωρίς ουσία. Άρχισα να γράφω λέξεις που γίνονταν προτάσεις. Δεν ήξερα τι έγραφα ούτε τι ήθελα να γράψω, δεν ήξερα καν αν ήθελα να γράψω. Κι όμως, κατά ένα περίεργο τρόπο έβγαινε νόημα, σαν μια εσωτερική φωνή να έδινε το πρόσταγμα και το χέρι απλά να υπάκουγε. Όλες αυτές οι σκέψεις, οι ανησυχίες, τα άδηλα συναισθήματα, πρόβαλαν σαν χείμαρρος. Ένας χείμαρρος που απελευθέρωσε μια αδήριτη ανάγκη έκφρασης. Όλος αυτός ο ενδόμυχος συναισθηματισμός, που για χρόνια συσσωρευόταν, βρισκόταν σε αδράνεια, δημιουργώντας ένα απόστημα που προκαλούσε άλγος ψυχικό. Δεν μπόρεσε, όμως, ν απαλυνθεί μέσα από το λόγο κι ο πόνος αυτός μεγάλωνε, μέχρι που βρήκε δρόμο διαφυγής μέσα από μια πένα. Κάθε σκέψη, κάθε προβληματισμός, ξεχύθηκαν μέσα από το μελάνι σε αυτό εδώ το χαρτί. Κι όμως, αυτό κάποτε ήταν ένα λευκό χαρτί. Τώρα έχει ψυχή. Τη δική μου ψυχή!!! Ογδόντα ετών πλέον, θυμάμαι την πρώτη άσπρη τρίχα που βρήκα στα μαλλιά μου, ένα πρωινό που κοιταζόμουν στον καθρέπτη. Με τον καιρό έβρισκα κι άλλη, κι άλλη. Είναι τα σημάδια του χρόνου που αγγίζουν τη φύση μας και βρίσκονται εκεί για να μας θυμίζουν τη φθαρτότητα και την παροδικότητα της ύπαρξής μας. Όμως εγώ ποτέ δε στενοχωρήθηκα. Το θεωρούσα, μάλιστα, ευχή το γεγονός ότι ωρίμαζα. Μπορεί να έχανα μέρα με τη μέρα τη νιότη και τα ευχάριστα που αυτή προσφέρει, κέρδιζα όμως τη γνώση. Κάθε φορά που κοίταζα το πρόσωπό μου στον καθρέπτη και διαπίστωνα ότι γερνούσα, χαμογελούσα γιατί 4

ήξερα ότι είχα τις απαντήσεις γι ακόμα περισσότερα ερωτήματα. Ερωτήματα που αν απαντηθούν προκαλούν μια ευχαρίστηση, μια ψυχική ηδονή που διαρκεί και που δε σβήνει την αμέσως επόμενη στιγμή. Πράγματι, όταν είσαι νέος κυνηγάς περισσότερο τις σαρκικές απολαύσεις. Μεγαλώνοντας, όμως, αναζητάς την αταραξία της ψυχής, γιατί γνωρίζεις ότι οι πρώτες διαρκούν όσο διαρκεί η κατανάλωση τους, ενώ η δεύτερη διαρκεί περισσότερο ή ίσως και για πάντα. Ποτέ δεν κοίταξα πίσω μου. Το παρελθόν το είχα στο νου μου ως δίδαγμα για το μέλλον. Πάντα ήθελα να προχωρώ μπροστά, αρνούμενος τα πισωγυρίσματα. Μπορεί να έριχνα κλεφτές ματιές στο παρελθόν, αλλά δε γύριζα ποτέ σε αυτό είτε ήταν καλό είτε κακό. Το θεωρούσα καθυστέρηση στην πρόοδο της ζωής μου. Τώρα όμως, για πρώτη και τελευταία φορά, θα γυρίσω με τη σκέψη μου εκεί που έζησα, που πόνεσα, που χάρηκα, που αγάπησα. Θέλω να νιώσω για τελευταία φορά αυτά που δεν άφηνα να με αγγίξουν και να μ επηρεάσουν, να νιώσω όλες εκείνες τις στιγμές και τις καταστάσεις που με την παρουσία τους ή με την απουσία τους συντέλεσαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου και στην καθοδήγηση των πράξεών μου. Όλα όσα δηλαδή μ έκαναν αυτό που είμαι και για όσο ακόμα θα είμαι!! Θα μπορούσε να ήταν ένα μυθιστόρημα ή ένα όνειρο, κάτι το φανταστικό. Θα μπορούσε να ήταν ακόμα κι ένα δοκίμιο που θα νουθετούσε για τη ζωή. Είναι όμως η ζωή που έζησα και η ζωή παύει να είναι φαντασία και γίνεται πραγματικότητα, παύει να είναι θεωρία και γίνεται πράξη. 5

Όσο πιο πολλά μαθαίνεις, τόσο πιο λίγα γνωρίζεις 6

Το γέρικό του χέρι έτεινε προς τον ξάστερο ουρανό, κατευθύνοντας το βλέμμα μου σ ένα συγκεκριμένο αστέρι. «Αριστοτέλη, ξέρεις πώς το λένε αυτό το αστέρι;» «Όχι, παππού, πώς το λένε;» «Σείριο. Για πες μου τώρα, πόσα αστέρια βλέπεις;» «Μα, ένα παππού!!» «Κι όμως, παιδί μου, είναι δύο. Είναι ένα διπλό αστρικό σύστημα που ονομάζονται Σείριος Α και Β. Είναι λογικό όμως να μην τα ξεχωρίζεις, διότι δε φαίνονται με γυμνό μάτι. Μόνο με τη βοήθεια τηλεσκοπίου μπορείς να τα διακρίνεις. Κι όμως, υπήρχε μια φυλή που ζούσε νότια της Αιγύπτου, η οποία γνώριζε για την ύπαρξή τους από την αρχαιότητα». Ήμουν οκτώ ετών και πραγματικά δυσκολευόμουν να κατανοήσω το σκοπό εκείνου του μαθήματος αστρολογίας. Ο παππούς μου, κατάλαβε την άρρητη απορία μου, πιθανώς και την ανία που μου προκαλούσε η όλη κουβέντα και θέλησε να προσδιορίσει το νόημα της διδαχής του. «Αυτό που θέλω να τονίσω είναι πως το γεγονός ότι δε βλέπουμε κάτι δε συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει. Δυστυχώς, είμαστε αιχμάλωτοι των αισθήσεών μας. Αν και χωρίς αυτές δε θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τον κόσμο μας, παρ όλα αυτά μας περιορίζουν εντός κάποιων ορίων. Τον κόσμο που βλέπουμε κι αισθανόμαστε, θα μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις συμβατικό και όχι απόλυτα πραγματικό, διότι συμβιβάζεται η αντίληψή μας γι αυτόν με τις δυνατότητες των αισθήσεών μας.»επιπλέον, θέλω να σου επιστήσω την προσοχή και σε κάτι άλλο πολύ σημαντικό. Θ αναρωτιέσαι, φυσικά, πώς μια αρχαία φυλή, δίχως τεχνητά μέσα, γνώριζε για το Σείριο. Υπήρχε μήπως κάποιος ανεπτυγμένος πολιτισμός για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτε! Μήπως ήρθαν άνθρωποι από άλλους πλανήτες και τους το είπαν! Μήπως, πάλι, οι πρόγονοί 7

τους κατάγονταν από το Σείριο! Κανείς δεν ξέρει πραγματικά. Είναι πολλά τα μυστήρια που καλύπτουν την ιστορία της ανθρωπότητας.»το μόνο που μας μένει, λοιπόν, είναι να ερευνούμε συνεχώς. Αυτό που ισχύει σήμερα, αύριο μπορεί ν αλλάξει από μια νέα ανακάλυψη. Δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί ούτε να πιστεύουμε αναντίρρητα μια άποψη, μια θεωρία, ούτε μάλλον να την υποστηρίζουμε φανατικά. Αντιθέτως, πρέπει να είμαστε ανοιχτόμυαλοι και δεκτικοί σε νέες προτάσεις. Είναι μονόδρομος η πρακτική αυτή για την πρόοδο και την ευημερία μας». Δεν είχα καταλάβει και πολλά απ όσα είχε πει, αλλά τα συγκράτησα στη μνήμη μου και κάτι από τα λεγόμενά του χαράχτηκε βαθιά στο λογικό μου. Να ερευνούμε συνεχώς, ήταν η φράση που θα καθόριζε τη ζωή μου. Ήταν σοφός άνθρωπος ο παππούς μου. Είχε ένα μειλίχιο παρουσιαστικό και μια ηρεμία που πολλοί τον χαρακτήριζαν στωικό. Δεν ήταν όμως! Νοιαζόταν για όλους και για όλα, απλά, είχε ένα δικό του τρόπο ν αντιμετωπίζει τις καταστάσεις. Να ερευνούμε συνεχώς Μετά από εκείνη τη νύχτα που καθόμασταν σ ένα παγκάκι κάτω απ την Ακρόπολη, όπου ο παππούς συνήθιζε να με πηγαίνει για περίπατο και διδάχτηκα τις συμβουλές του, η πρώτη φορά που ανακλήθηκε από τη μνήμη μου αυτή η φράση ήταν στα δεκαπέντε μου, όταν κάναμε στο σχολείο ένα μάθημα για το ηλιακό μας σύστημα. Τόλμησαν κάποιοι να ισχυριστούν ότι η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο. Ποιος είδε την ιερά εξέταση και δεν τη φοβήθηκε! Φαντάζομαι πως αν 8

κάποιος ισχυριζόταν το δέκατο τρίτο αιώνα ότι υπήρχε κι άλλη ήπειρος, κι εννοώ την Αμερική, θα τον έλεγαν τρελό ή, στην καλύτερη περίπτωση, αγράμματο. Τελικά, σε κάθε εποχή, με το όποιο επίπεδο πολιτισμού έχει αναπτυχθεί σε αυτήν, ζούμε μέσα σε μια άγνοια που παραδόξως προκαλεί η ίδια μας η γνώση. Αυτό είναι το αποτέλεσμα του δογματισμού και της έλλειψης αναζήτησης. Αποκτάμε μια γνώση και θεωρούμε ότι ολοκληρωθήκαμε, ότι τα μάθαμε όλα. Υπάρχουν όμως τόσα πολλά ακόμα που περιμένουν να τ ανακαλύψουμε. Είχε δίκιο ο παππούς και τότε πραγματικά άρχισα να καταλαβαίνω τι εννοούσε. Είχα πάρει πλέον την απόφασή μου. Ό, τι κι αν έκανα στη ζωή μου θα καταπιανόμουν και με την έρευνα, την αναζήτηση της αλήθειας. Της αλήθειας που θα μας κάνει όλους να ζούμε καλύτερα, πιο ειρηνικά. Τι ωραία που είναι στην εφηβεία! Κάνεις τόσα όνειρα και τόσα σχέδια για τη ζωή. Μ ένα κλείσιμο των βλεφάρων, χτίζεις τη ζωή σου σαν ένα έπος ηρωικό γεμάτο δράση κι επιτεύγματα. Όλες οι μέρες είναι γεμάτες νόημα και σκοπό. Ξαφνικά όμως ανοίγεις τα μάτια κι έχουν περάσει πέντε χρόνια. Η λογική της επιβίωσης έχει πάρει τη θέση των ονείρων. Δέσμιος της καθημερινότητας, ακολουθείς το πλήθος σε μια ουρά χιλιομέτρων, περιμένοντας να έρθει η σειρά σου. Κι όταν έρθει, δίνεις ένα κομμάτι της ψυχής σου, της ζωής σου της ίδιας για λίγη τροφή και νερό και ξανά πάλι στο τέλος της ουράς. Κι αν κάνεις πως παρεκκλίνεις σε περιθωριοποιούνε και σε στιγματίζουν ως ανίκανο, ως τεμπέλη, ως αναρχικό και με χίλιους άλλους ακόμη χαρακτηρισμούς. Πολλοί, όμως, από αυτούς που βγήκαν από την ουρά αναγνωρίστηκαν μετά από χρόνια ευεργέτες της προόδου ή ακόμα και σοφοί. Είκοσι ετών κι η πραγματικότητα με βρήκε στο λιμάνι να εργάζομαι ως αχθοφόρος. Με είχε πάρει μαζί του ένας θείος μου, θαλασσόλυκος πραγματικός παρόλο που δεν είχε 9

ταξιδέψει ποτέ του. Η μούρη του ήταν ζαρωμένη και το βλέμμα του βλοσυρό. Δεν τον θυμάμαι ποτέ να είχε χαμογελάσει. Το μαυριδερό του δέρμα είχε ποτιστεί με την αλμύρα της θάλασσας, γι αυτό του είχα κολλήσει το παρατσούκλι Τσιπούρας, αν και ποτέ δεν είχα τολμήσει να το ξεστομίσω μπροστά του. Ήταν αδελφός της μάνας μου κι έμενε δίπλα μας, στον Αϊ Διονύση κοντά, εκεί στον Πειραιά. Δεν ήμασταν πλούσια οικογένεια, αλλά τα βασικά αγαθά δε μας έλειπαν. Ο πατέρας μου διατηρούσε ένα μικρό μπακάλικο, δύο τετράγωνα μακριά από το σταθμό του τρένου στο λιμάνι. Αυτή ήταν κι η μεγάλη μας διαφωνία. Εκείνος με πίεζε ν ακολουθήσω το επάγγελμά του, όμως εγώ δεν το επιθυμούσα καθόλου. Γι αυτό όταν τελείωσα τη στρατιωτική μου θητεία, την ίδια κιόλας μέρα, ο θείος ήρθε στο σπίτι κι αφού με επεξεργάστηκε με τα μάτια του μου είπε: «Είσαι γερό σκαρί. Τώρα που υπηρέτησες την πατρίδα, θα σε πάρω μαζί μου στο λιμάνι να γίνεις άντρας πραγματικός». Δεν πέταξα από τη χαρά μου, αλλά προκειμένου να γλιτώσω το.. μισό κιλό μπακαλιάρο κι ένα τέταρτο γραβιέρα θα δούλευα ακόμη και σκαπανέας. Άλλωστε, θα ήμουν και δίπλα στη θάλασσα, τη μεγάλη μου αγάπη. Η θέα της με ηρεμούσε, ο ήχος της με ταξίδευε στα πέρατα της φαντασίας μου και μου ξυπνούσε επιθυμίες τολμηρές για περιπέτεια. Ίσως να ήταν αυτή η ενδόμυχη υπόσχεση για έρευνα που είχα δώσει στον εαυτό μου όταν ήμουν έφηβος και που δεν τολμούσα να εξωτερικεύσω. Είχε περάσει ένας χρόνος κι οι οικονομίες μου αυξάνονταν συνεχώς, αφού δεν ξόδευα και πολλά. Δεν είχα αποφασίσει πώς θα τις διέθετα, αλλά δε με απασχολούσε ιδιαίτερα. Ήταν κάποιο ζεστό Αυγουστιάτικο μεσημέρι, όταν σταματήσαμε για φαγητό. Βρήκα σκιά κάτω από ένα υπόστεγο που τοποθετούσαν εμπορεύματα έτοιμα προς φόρτωση κι άρχισα να κολατσίζω λίγο ψωμί με τυρί κι ελιές. Όταν 10

τελείωσα, έγειρα την πλάτη μου κι ακούμπησα σ ένα ξύλινο κιβώτιο. Το βλέμμα μου έπεσε τυχαία σ ένα εμπορικό πλοίο, το Ίσις. Ήταν ένα Αιγυπτιακό πλοίο κι απ ό,τι είχα ακούσει θα έφευγε εκείνη τη μέρα για το Κάιρο. Είχα διαβάσει για την αρχαία Αίγυπτο και τις πυραμίδες κι ομολογώ πως είχα ενθουσιαστεί. Η φαντασία μου έπλαθε χίλια δυο σενάρια για το πώς θα ήταν αυτός ο τόπος κι ήθελα πολύ να τον παρατηρήσω από κοντά. Ήταν μια θεότρελη ιδέα, αλλά πώς! Δεν είχα παρά λίγα χρήματα στη τσέπη μου και δεν είχα ούτε διαβατήριο. Πώς θα περνούσα απαρατήρητος! Αλλά κι αν τα κατάφερνα, πώς θα ζούσα και πώς θα συνεννοούμουν που η μόνη ξένη γλώσσα που μιλούσα ήταν κάποια κουτσαμένα αγγλικά του λιμανιού! Κι αν με έπιαναν! Ούτε που θυμάμαι πια τρελή δύναμη με σήκωσε από εκεί που αναπαυόμουν και με δυο σάλτους τρύπωσα στο καράβι. Κρύφτηκα κατ ευθείαν στο αμπάρι, ανάμεσα στις στοίβες από κιβώτια. Η καρδία μου χτυπούσε τόσο δυνατά που συναγωνιζόταν σε ένταση τις μηχανές του πλοίου. Ήταν μεγάλη απερισκεψία, δεν ήξερα καν τι θα έτρωγα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Άκουσα το πλοίο να σφυρίζει δυο φορές, το θόρυβο της άγκυρας που τραβιέται από το βυθό και τις μηχανές ν ανεβάζουν τις στροφές τους, δίνοντας κίνηση στις προπέλες. Αυτό ήταν, το Ίσις είχε ξεκινήσει και μαζί του κι εγώ για την πρώτη μου περιπέτεια. Μη έχοντας τι καλύτερο να κάνω, σκέφτηκα να πάρω έναν υπνάκο για να μειώσω λίγο τη διάρκεια του ταξιδιού και για να μη θυμηθώ ότι έπρεπε να φάω. Μια κλωτσιά στα πλευρά με τάραξε από το λήθαργο που είχα πέσει. «Ξύπνα τεμπέλαρε!» 11

Μόλις καθάρισε το βλέμμα μου, διαπίστωσα πως αυτός που με κλώτσησε ήταν ο θείος μου ο Τσιπούρας. «Μα πώς είναι δυνατόν», σκέφτηκα. Ανασηκώθηκα ελαφρά και κοίταξα γύρω μου, με το ζαβλακωμένο βλέμμα που έχουμε όταν ξυπνάμε. Ήμουν στο λιμάνι του Πειραιά. Το Ίσις είχε φύγει, μόνο που εγώ δεν ήμουν μαζί του. Απογοητεύτηκα λίγο που εκείνη η περιπέτεια ήταν ένα είδωλο της φαντασίας μου, άλλα χάρηκα κιόλας γιατί δεν το είχα σχεδιάσει σωστά και το μόνο που θα μου έφερνε θα ήταν βάσανα και ταλαιπωρία. Αυτό το όνειρο, όμως, ήρθε να μου ταρακουνήσει τη ζωή. Κατάλαβα ότι είχα εγκαταλείψει τα όνειρά μου για έρευνα κι αναζήτηση, για χάρη Αλήθεια, για χάρη τίνος τα έκανα όλα αυτά! Ούτε που ήξερα, έτσι απλά κι ασυνείδητα ακολούθησα κι εγώ το πλήθος, χωρίς να ξέρω που πάμε και γιατί. Έγινα κι εγώ ένας κρίκος της αλυσίδας που λέγεται ρουτίνα και καθημερινότητα. Είχε έρθει όμως ο καιρός ν αποκοπώ από αυτήν την αλυσίδα και να τολμήσω το άγνωστο, το κατακριτέο. Άλλωστε, ακόμα κι αν έκανα λάθος ή αν δεν τα κατάφερνα, δε θα χαλούσε κι ο κόσμος. Η αλυσίδα θα υπήρχε και χωρίς εμένα. Αν όμως κάτι πετύχαινα, θα γινόμουν ο κρίκος για μια νέα. Πάλι, δηλαδή, θα υπήρχε αλυσίδα, αλλά θα ήταν ανώτερη, καλύτερη από την προηγούμενη, μέχρι να έρθει ένας άλλος παράτολμος κρίκος που θ αποσπόταν και θα έφτιαχνε τη δική του καλύτερη αλυσίδα. Πάντα θα υπάρχει κάποια αλυσίδα που θα δηλώνει τη διαδοχικότητα και τη συνοχή της καθημερινότητας και του συνόλου. Η αλυσίδα όμως αυτή θα πρέπει συνεχώς να γίνεται κοντύτερη και συνεπώς βραχύβια, μέσω των αποσπώμενων κρίκων. Έτσι επέρχεται η πρόοδος κι είναι η ύστατη ελπίδα για ευημερία και καλύτερη ζωή. Είναι η τόλμη για κάτι νέο ενάντια στο κατεστημένο. 12

Την επόμενη μέρα κιόλας είπα στους γονείς μου ότι θα σπούδαζα φιλοσοφία. Αν και δεν είχαν ιδιαίτερη μόρφωση, έτρεφαν αγάπη κι εκτίμηση για τη γνώση και τη μάθηση. Ο πατέρας μου θα με στήριζε, ηθικά και οικονομικά, σε ό,τι είχα αποφασίσει. Έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη φιλοσοφική σχολή Αθηνών. Ήταν η αρχή της περιπέτειας και της αναζήτησής μου. Δε χρειάζεται να ταξιδέψεις μόνο σε τόπους μακρινούς και μαγεμένους για να τη ζήσεις. Μπορείς και μέσα στον ίδιο σου τον τόπο, με ανθρώπους της καθημερινότητάς σου, να ζήσεις έντονες στιγμές δράσης και συγκινησιακών καταστάσεων. Οι μέρες κυλούσαν όμορφα και γαλήνια. Τα πρωινά πήγαινα στη σχολή, τ απογεύματα λίγες ώρες στο λιμάνι για να βγάζω τα λιγοστά προσωπικά μου έξοδα και τα Σαββατοκύριακα επιδιδόμουν, με ιδιαίτερο ζήλο, στη μελέτη φιλοσοφικών συγγραμμάτων. Τον ελεύθερο χρόνο μου τον μοίραζα ανάμεσα σε βόλτες με τους φίλους μου και σε ασκήσεις γυμναστικής. Ήμουν στο τρίτο έτος των σπουδών μου, όταν ήρθε ο θάνατος του πατέρα μου να ταράξει το τέλμα στο οποίο είχε βρεθεί η ζωή μου γι άλλη μια φορά. Είναι αλήθεια ότι είχα βυθιστεί τόσο πολύ στις σπουδές και στη μελέτη μου, με αποτέλεσμα να έχω περιέλθει σε μια κατάσταση αδράνειας. Το μόνο που με απασχολούσε, πέρα από το διάβασμα, ήταν να περνάω καλά. Βέβαια, τι άλλο θα μπορούσα να κάνω! Αυτό δεν είναι που έχει, τελικά, νόημα στη ζωή, να περνάς ευχάριστα! Μπορεί για κάποιους άλλους να είναι έτσι τα πράγματα, θυμήθηκα όμως πως για μένα δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Οι ανησυχίες μου με οδηγούσαν στο να θέσω άλλους στόχους, με ανώτερες αξίες κι ιδανικά. 13

Γύριζα απ το πανεπιστήμιο εκείνο το μεσημέρι της Παρασκευής, όταν είδα κόσμο μαζεμένο στο σπίτι μου. Ένιωσα ένα τσίμπημα στην καρδιά. Ήξερα, κατά βάθος, τι είχε συμβεί. Ο Τσιπούρας, μόλις με είδε βημάτισε γοργά προς την εξώπορτα για να με προϊδεάσει. Ακούμπησε απαλά το αριστερό του χέρι στο δεξί μου μπράτσο, έχοντας ένα ύφος λύπης και συμπόνιας. «Κουράγιο, παιδί μου.» «Ο μπαμπάς!» «Ναι» «Πώς έγινε;» «Καρδιά, ανακοπή καρδιάς. Ήταν στο μαγαζί όταν τον έπιασε. Όταν ήρθε ο γιατρός, ήταν ήδη αργά.» Δεν είχα δει ποτέ τον Τσιπούρα να εκδηλώνει κάποιο συναίσθημα είτε χαράς είτε λύπης. Θα ορκιζόμουν ότι είδα κι ένα δάκρυ να κυλάει από το δεξί του μάτι. Προχώρησα αργά προς το σαλόνι. Στη μέση ήταν το φέρετρο που θα φιλοξενούσε το άψυχο κορμί του πατέρα μου, ένα κομμάτι ξύλο ψυχρό κι άτεγκτο χωρίς συμπόνια. Η μητέρα μου καθόταν δίπλα του περίλυπη, με μάτια βαριά από το κλάμα, παρ όλα αυτά ήσυχη δίχως να ξεστομίζει μοιρολόγια και σπαραγμούς. Ήταν δυνατή γυναίκα κι υπέροχη μητέρα. Γύρω της ήταν μαζεμένο όλο το συγγενολόι. Δεν τους έδωσα ιδιαίτερη σημασία, προχώρησα κι έσκυψα να φιλήσω τον πατέρα μου. Περίεργο, η τελευταία φορά που θυμάμαι να τον είχα φιλήσει ήταν τρία χρόνια νωρίτερα, όταν τον είχα βρει στο μαγαζί να ξεφορτώνει εμπορεύματα, που ήμουν γεμάτος χαρά για την επιτυχή εισαγωγή μου στη σχολή. Μάρτυς μου ο θεός, ευχόμουν να τον είχα φιλήσει πολλές φορές από τότε! Κάθε μέρα αν γινόταν κι όχι να περίμενα εκείνη τη μακάβρια στιγμή που ήταν κρύος κι ακίνητος, ανήμπορος να νιώσει τη ζεστασιά του φιλιού μου, να νιώσει την αγάπη και την 14

ευγνωμοσύνη που ένιωθα για εκείνον και πάνω απ όλα ανήμπορος να μου το ανταποδώσει. Η ταφή του έγινε την ίδια μέρα χωρίς ιδιαίτερες φασαρίες. Είχαν φύγει κι οι τελευταίοι συγγενείς από το σπίτι κι είχα μείνει μόνος με τη μητέρα μου. Καθόταν στον καναπέ κι εγώ απέναντί της σε μια αναπαυτική πολυθρόνα. Ήταν κατάκοπη από την όλη ταλαιπωρία και συντετριμμένη από την απώλεια του άντρα της. Υπήρξαν πολύ αγαπημένο ζευγάρι και για τη μητέρα μου ήταν ο πρώτος της έρωτας. Τον κοιτούσε στα μάτια όταν μιλούσε και δεν του είχε φέρει ποτέ αντίρρηση σε ό,τι επιθυμούσε. Κι εκείνος όμως την αγαπούσε και τη φρόντιζε, καλύτερα κι από τον εαυτό του, προσπαθώντας να μην της λείπει τίποτε. Έμοιαζε πολύ δύσκολο για εκείνη να μείνει μόνη. Το βλέμμα της συναντήθηκε με το δικό μου. Δε μίλησε, κατάλαβα όμως ότι όλες οι ελπίδες της ήταν βασισμένες σ εμένα. Ήμουν μοναχοπαίδι κι ο μόνος άνθρωπος να στηριχτεί. Ένιωσα την ανάγκη της να την αγκαλιάσω και να την καθησυχάσω ότι εγώ θα ήμουν το στήριγμά της για την υπόλοιπη ζωή της. Αν κι είχα μετανιώσει που δεν είχα εκδηλώσει νωρίτερα τα συναισθήματά μου στον πατέρα μου, έκανα το ίδιο λάθος για δεύτερη φορά και μάλιστα την ίδια μέρα που το είχα διαπιστώσει. Σηκώθηκα από την πολυθρόνα και κατευθύνθηκα προς τη μητέρα μου. Το μόνο που έκανα ήταν να σκύψω προς το μέρος της και να πάρω το χέρι της στην παλάμη μου, λες κι ήμουν έτοιμος να φιλήσω το χέρι ενός δεσπότη. «Μη στενοχωριέσαι μάνα. Τώρα είμαστε οι δυο μας και θα τα καταφέρουμε.» «Το ξέρω παιδί μου.» Έβλεπε στα μάτια μου την αγάπη που ένιωθα για εκείνην κι ότι θα ήμουν πάντα δίπλα της, παρόλο που δεν έλεγα και πολλά λόγια. 15

«Με το μαγαζί τι θα κάνουμε;» «Θα το αναλάβω εγώ μάνα, μη σε σκοτίζει». «Και με τις σπουδές σου τι θα γίνει;» «Θα πηγαίνω λιγότερες ώρες. Δεν πειράζει να τελειώσω και κάνα χρόνο αργότερα! Ούτε ο πρώτος θα είμαι ούτε ο τελευταίος. Τις ώρες που θα λείπω θα πηγαίνεις εσύ. Άλλωστε, πήγαινες και βοηθούσες τον πατέρα κάπου-κάπου και ξέρεις τη δουλειά. Ξέρω ότι έχω έξυπνη μάνα και δεν ανησυχώ. Να δεις που θα τα καταφέρουμε». Χαμογέλασε κι έδειχνε ευχαριστημένη που ήμουν αισιόδοξος και δυνατός. Ο θάνατος του πατέρα μου, αν και με στενοχωρούσε το γεγονός ότι δε θα τον ξανάβλεπα, δεν είχε αρνητική επίδραση στη συμπεριφορά μου ούτε αντέδρασα μελοδραματικά. Ίσως η φιλοσοφική αναζήτηση όλα εκείνα τα χρόνια, αν και δεν ήταν πολλά, με είχε κάνει να διαμορφώσω μια άλλη αντίληψη περί ζωής και θανάτου, ακόμα κι αν αυτός ο θάνατος έρχεται ξαφνικά κι ίσως κάπως άδικα. Ήξερα πως ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος για τη ζωή που είχε δημιουργήσει και περήφανος για την οικογένειά του. Ήταν σωστός επαγγελματίας και μ εκείνα που μας είχε αφήσει, δηλαδή το σπίτι και το μαγαζί, ήταν σαν να μας φρόντιζε ακόμα. Αν υπάρχει τελικά το επέκεινα, η άλλη ζωή, τότε είμαι σίγουρος ότι μας κοιτούσε από κάπου ψηλά και χαμογελούσε ευτυχισμένος. Όλη αυτή η συναισθηματική φόρτιση του χαμού του με ταρακούνησε, ένιωσα να με βάζει πάλι στο μονοπάτι που ήθελα να χαράξω στη ζωή μου και ν αφιερωθώ στο σκοπό μου. Δε βιαζόμουν να τον πετύχω, ήξερα ότι ήθελε πολύ κόπο και χρόνο, αλλά δεν ανησυχούσα, είχα μια ζωή μπροστά μου για να εκπληρώσω το στόχο μου. Ήθελα να βρω την αλήθεια της ζωής και του κόσμου ή, τουλάχιστον, τον τρόπο που μπορούμε να φθάσουμε σε αυτήν την αλήθεια. 16

Έβαλα, λοιπόν, τα θεμέλια της αναζήτησής μου κι άρχισα να γράφω ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο που αποτελούσε μελέτη για την αλήθεια και τη ζωή κι έμελλε να ολοκληρωθεί μετά από πολλά χρόνια, καταλήγοντας σ ένα συμπέρασμα που θα μπορούσε να διατυπωθεί ακόμα και μέσα σε μια γραμμή. Τα χρόνια πέρασαν κι έφτασα στην ηλικία των τριάντα ετών. Δυο χρόνια πριν, είχα τελειώσει με τις σπουδές μου και περίμενα το διορισμό μου σε κάποιο σχολείο. Εν τω μεταξύ, εργαζόμουν στο μπακάλικο. Ομολογώ πως τα είχα καταφέρει καλύτερα απ όσο πίστευα. Είχα μάθει το εμπόριο για τα καλά κι οι δουλειές πήγαιναν περίφημα. Όταν πήρα το πτυχίο νοίκιασα το διπλανό μαγαζί κι επέκτεινα, έτσι, την επιχείρηση. Οι σχέσεις μου με τους πελάτες και τους προμηθευτές ήταν άριστες, σχεδόν φιλικές. Μάλιστα, με πείραζαν και μου έλεγαν ότι το θεωρούσαν τιμή τους να συνεργάζονται μ έναν πτυχιούχο της φιλοσοφικής. Μου είχαν κολλήσει και παρατσούκλι, πάμε στο φιλόσοφο να ψωνίσουμε, έλεγαν. Δυστυχώς, όμως, η μητέρα δεν ήταν μαζί μου πια. Είχε εγκαταλείψει τον κόσμο τούτο, είχε πάει να συναντήσει τον πατέρα. Είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν, λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Κατά βάθος, πιστεύω πως η λύπη της για το χαμό του πατέρα μου ήταν αυτό που σιγά-σιγά την έφθειρε και τελικά της στέρησε τη θέληση για ζωή, αν και ποτέ δεν το εξέφρασε με τα λόγια ή τις πράξεις της. Στο μαγαζί, είχα μαζί μου τον ξάδερφό μου το Σωτήρη, το γιο του Τσιπούρα. Ο θείος ζούσε ακόμα, ο σκύλος, και παρέμενε ίδιος κι απαράλλαχτος. Αν και συνταξιούχος προ πολλού, κατέβαινε ακόμα στο λιμάνι κι έβριζε τους νεαρούς αχθοφόρους που κωλυσιεργούσαν, λες κι ήταν ακόμα υπεύθυνος για τη διακίνηση των αποσκευών και των εμπορευμάτων. Ο Σωτήρης ήταν καλός στη δουλειά του κι 17

αποτελούσε μεγάλη βοήθεια για μένα. Πάνω απ όλα ήταν έμπιστος και γι αυτό ένα χρόνο αργότερα, όταν ήρθε κι ο διορισμός μου σ ένα γυμνάσιο του Πειραιά, του ανέθεσα τη λειτουργία του μαγαζιού μ έναν πολύ καλύτερο, φυσικά, μισθό. Παρεμπιπτόντως, ήταν ο μόνος που του είχα εκμυστηρευτεί το παρατσούκλι που είχα κολλήσει στον πατέρα του και για να τον πειράζω τον έλεγα Τσιπουράκι. Όλα αυτά τα χρόνια δεν είχα εγκαταλείψει την έρευνά μου, για την αλήθεια που πρέπει να καθορίζει τη ζωή μας. Όμως, κάτι μου έλειπε. Ένιωθα ότι κάτι απουσίαζε από τη ζωή μου, αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι ήταν αυτό. Κάτι θα έπρεπε να κάνω, προφανώς, για να προσθέσω λίγη δράση στη ζωή μου. Αυτό ήταν! Θ άρχιζα να ταξιδεύω, να γνωρίζω τόπους νέους και να γράφω, ίσως, την ιστορία τους ή τις εμπειρίες που θα ζούσα. Το εισόδημά μου από το σχολείο και το μπακάλικο ήταν αρκετό για να μου δώσει, με κάποιο μέτρο φυσικά, αυτήν τη δυνατότητα. Είχα κάνει και τον προγραμματισμό μου! Όποια Σαββατοκύριακα μπορούσα θα ταξίδευα σε μέρη της Ελλάδας και κατά τη διάρκεια των θερινών μου διακοπών θα ταξίδευα λίγες μέρες εκτός Ελλάδας, σπαταλώντας τα χρήματα που θα εξοικονομούσα όλο το χρόνο για το σκοπό αυτό. Τα ταξίδια αυτά θα διεύρυναν τους ορίζοντες της σκέψης μου. Θα γνώριζα καινούριους τόπους, καινούρια ήθη κι έθιμα, άλλους πολιτισμούς, κυρίως όμως θα γνώριζα καινούριους ανθρώπους, εμπειρίες πολύτιμες που θα με βοηθούσαν στην ολοκλήρωση της έρευνάς μου. 18

Άραγε, πώς θα ήταν ένας κόσμος ειρηνικός κι αγαπημένος; Θα πρέπει να είναι πολύ τρομακτικός, αφού τον αποφεύγουμε!! 19

Έστεκε αγέρωχο κι επιβλητικό πάνω απ το κεφάλι μου. Τα εννιακόσια ενενήντα εννέα σκαλιά που μας χώριζαν έμοιαζαν ατελείωτα. Στα εκατό πρώτα είχα κιόλας απογοητευτεί κι είχα αρχίσει να σκέφτομαι την κατιούσα πορεία, αλλά δεν ήμουν άνθρωπος που το έβαζε εύκολα κάτω. Άλλωστε, αν δεν μπορούσα να κατακτήσω εκείνον τον απλό για τις σωματικές μου δυνατότητες στόχο, πώς θα τολμούσα να επιδιώξω στόχους δυσκολότερους κι ανώτερους από πνευματικής πλευράς. Έφτασα στη κορυφή και το θέαμα ήταν μια μεγάλη ανταμοιβή για την προσπάθεια που είχα καταβάλει. Το Ναύπλιο έμοιαζε σαν ζωγραφιά, παρατηρώντας το από το Παλαμήδι. Μια ζωγραφιά βγαλμένη από εποχές περασμένες, ένδοξες και ρομαντικές. Δεν μπορείς να μη φέρεις στο νου σου ότι ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας, μετά από την επανάσταση του 21. Εκεί πάρθηκαν σημαντικές αποφάσεις για τη πορεία του γένους, εκεί έγιναν κι οι διάφορες μηχανορραφίες που μόνο βλάβη προκαλούσαν στο νεογέννητο κράτος. Εκεί έθεσαν τέρμα και στη ζωή του Καποδίστρια οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Αλήθεια, αναρωτιέμαι τι είδους άνθρωποι είμαστε εμείς οι Έλληνες, αυτή η παράξενη φυλή. Τη μια στιγμή σαν ένα σώμα αντιστεκόμαστε εναντίον κατακτητών αριθμητικά ανώτερων κι ισχυρότερων κι αφού κερδίσουμε την ελευθερία μας, την αμέσως επόμενη στιγμή στρεφόμαστε ο ένας εναντίον του άλλου. Κι όλα αυτά γιατί! Για την εξουσία, για το ποιος θ αναλάβει τα ηνία της διακυβέρνησης. Σαν να μην έφτανε το αίμα που χύθηκε στη διάρκεια του αγώνα μας, έπρεπε να χαθούν στη συνέχεια κι άλλες ζωές και μάλιστα από χέρια αδελφικά. Λες και μας περίσσευε το έμψυχο υλικό κι έπρεπε να λιγοστέψουμε. Και δεν πρόκειται για φαινόμενο μεμονωμένο. Ας θυμηθούμε τον πόλεμο μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, αφότου εκδίωξαν τους Πέρσες, τις διαμάχες, γενικότερα, των ξενόφιλων κομμάτων μετά την 20

απελευθέρωση από τους Τούρκους, τον εμφύλιο πόλεμο μετά το τέλος της κατοχής από τα γερμανικά στρατεύματα. Το Μπούρτζι στεκόταν πάνω σ ένα βράχο στη μέση της θάλασσας, λίγο πιο έξω από το λιμάνι κι είχα την εντύπωση ότι, από στιγμή σε στιγμή, θα παρασυρόταν από το ρεύμα, ξεκινώντας ένα ταξίδι στο Αιγαίο. Το Ναύπλιο ήταν το πρώτο μέρος που επισκέφτηκα, από τότε που πήρα την απόφαση να ξεκινήσω το οδοιπορικό μου στα μέρη της Ελλάδας και το οποίο έμελλε να μείνει βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μου. Ήταν μεσημεράκι, καθώς βάδιζα στην κεντρική πλατεία. Ο ανοιξιάτικος ήλιος βρισκόταν σε απόλυτη ισορροπία μ ένα ελαφρά δροσερό αεράκι, δημιουργώντας συνθήκες ιδανικές για χαλάρωση κι ευεξία. Είχα ταξιδέψει μόνος γιατί ήθελα να συγκροτήσω τις σκέψεις μου και να συγκεντρώσω όλη μου την ενέργεια στο σκοπό της αναζήτησής μου. Βρήκα ένα γραφικό καφενεδάκι, σ ένα στενό δρόμο αμέσως μόλις τελείωνε η πλατεία, απέναντι από μια μικρή εκκλησία. Ένας πλάτανος άπλωνε τα φύλλα του ακριβώς πάνω από τα τραπέζια, προσφέροντας απλόχερα τη δροσιά του. «Ωραία!», είπα. «Το μέρος είναι ό,τι πρέπει για περισυλλογή». Οι μόνοι πελάτες, εκτός από εμένα, ήταν δυο μπαρμπάδες που παίζανε τάβλι και κομπορρημονούσαν για τις ικανότητές τους στο εθνικό αυτό μας άθλημα. Κάπου-κάπου άνοιγαν και καμιά θεωρητική συζήτηση, αγγίζοντας θέματα επί παντός επιστητού, η οποία, βέβαια, συζήτηση κατέληγε σε φιλικό καβγαδάκι. Τι ελάττωμα κι αυτό με τις κουβέντες τύπου καφενείου. Όλοι έχουν δίκιο κι υποστηρίζουν την άποψή τους σε βαθμό που καταντάει μισαλλοδοξία. Το αστείο είναι 21

ότι, κατά πάσα πιθανότητα, μιλάνε για το ίδιο πράγμα, εκφραζόμενο ή τεκμηριωμένο με διαφορετικό τρόπο. Είχε περάσει καμιά ώρα κι εγώ είχα απορροφηθεί για τα καλά στην καταγραφή των σκέψεών μου. Ένα δυνατό ράπισμα στο πρόσωπο ενός νεαρού ήρθε να με βγάλει από την απομόνωση στην οποία είχα θέσει το πνεύμα μου και τις αισθήσεις μου από το γύρω περιβάλλον. Εν τω μεταξύ, είχαν μαζευτεί κι άλλοι πελάτες και τα τραπεζάκια είχαν σχεδόν γεμίσει, χωρίς καν να το έχω προσέξει. Γύρισα το κεφάλι μου προς τ αριστερά και διαπίστωσα ότι ήταν ο νεαρός από το ζευγάρι που καθόταν στο διπλανό τραπέζι, εκείνος που είχε δεχθεί το δυνατό χαστούκι. Ήταν τόσο δυνατό που αντανακλαστικά έπιασα το μάγουλό μου. Λίγο ακόμα και θα ένιωθα και τον πόνο. Όλοι οι θαμώνες κι οι περαστικοί γύρισαν με μια συγχρονισμένη κίνηση και κοίταξαν τον άτυχο νεαρό. Ειλικρινά, δεν ήξερα αν το κοκκινισμένο του μάγουλο ήταν αποτέλεσμα του χτυπήματος ή της ντροπής. Το επακόλουθο ήταν, φυσικά, ο τσακωμός ανάμεσά τους, κατά τον οποίο, θέλοντας και μη, άκουγα μέχρι και την τελευταία λέξη. Το πρόβλημα, ως συνήθως, ήταν η ζήλια. Η νεαρά κατηγορούσε το σύντροφό της ότι κοιτούσε πονηρά άλλες κοπέλες. Η κατάληξη ήταν να σηκωθεί εκνευρισμένος και ν αποχωρήσει με βήμα γοργό. Η αφεντιά της πάλι, αφού τον στόλισε μ ένα κοσμητικό επίθετο, συνέχισε ατάραχη να πίνει τον καφέ της, ψελλίζοντας πού και πού κατάρες εναντίον του. «Σκέφτηκες μήπως φταις εσύ;» Θεέ μου, δεν το πίστευα! Πώς άφησα το στόμα μου ν ανοίξει και ν αρθρώσει τέτοιο λόγο! Το είχα ως αρχή μου να μην ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις. Πώς τα κατάφερα να κάνω κάτι αντίθετο με τις αρχές μου! 22

«Ορίστε;» Αυτό το ορίστε ακούστηκε κάπως αγριεμένο, συνοδευόμενο από ένα ύφος που ήταν φανερό δείγμα ενόχλησης. «Ώρα είναι», σκέφτηκα, «να μου καταφέρει κι εμένα καμιά σφαλιάρα». «Σε μένα μιλήσατε;» Γύρισα με το ύφος νηπίου που μόλις είχε κάνει ζημιά. «Χίλια συγνώμη! Απλά σκέφτηκα δυνατά». Κοιτάζοντάς με έτσι, σαν βρεγμένη γάτα, άφησε ένα νευρικό χαμόγελο να χαραχτεί στο πρόσωπό της. Αμέσως πήρε ένα μειλίχιο βλέμμα και γύρισε την καρέκλα της προς το μέρος μου, σέρνοντάς την και λίγο πιο κοντά σ εμένα. «Όχι, παρακαλώ! Είμαι διαλεκτικός άνθρωπος και δέχομαι τις απόψεις των άλλων. Αν έχετε κάτι να προτείνετε, είμαι πρόθυμη να το ακούσω». Η αλήθεια είναι ότι ο κρύος ιδρώτας, που με είχε κυριεύσει από την αμηχανία, άρχισε να υποχωρεί κι αναθαρρώντας έστρεψα ελαφρά και τη δική μου καρέκλα, αντιγράφοντας τις κινήσεις της. Μου φάνηκε λίγο περίεργη η αντίδρασή της. Ήταν μόλις είκοσι δύο ετών, απ ότι έμαθα αργότερα, και συνήθως σε αυτές τις ηλικίες όλοι γινόμαστε αρκετά εκρηκτικοί στις αντιδράσεις μας και, κυρίως, αρνητικοί κι αδιάλλακτοι στις συμβουλές των μεγαλυτέρων. «Λοιπόν, σας ακούω!» «Να, σκεφτόμουν ότι το πρόβλημα μπορεί να μην υπάρχει καν εκεί που το βλέπουμε, αλλά το τοποθετούμε μόνοι μας, δίνοντάς του μεγάλες διαστάσεις με τη στάση και τη συμπεριφορά μας.» «Τη δική μου περίπτωση, όμως, δεν τη γνωρίζετε!» «Έχεις δίκιο, αλλά δεν είναι αυτό που εξετάζω. Απλά, αναφέρομαι στο γεγονός ότι είμαστε καμιά φορά τόσο αρνητικοί απέναντι στους άλλους που, τελικά, εμείς οι ίδιοι 23

προκαλούμε την επίσης αρνητική αντίδραση από τη μεριά τους. Για παράδειγμα, ο φίλος σου μπορεί να μην κοίταξε ποτέ άλλη γυναίκα κι ούτε να το έχει σκοπό, αλλά και μόνο που εσύ το θεωρείς δεδομένο, ότι θα πράξει τοιουτοτρόπως, τον προκαλείς να το κάνει.»η αλήθεια είναι ότι ενέχεται στη φύση μας η καχυποψία. Ίσως να είναι κάποιο αρχέγονο ένστικτο επιβίωσης. Ό,τι κι αν είναι πάντως, το προβάλλουμε σε πολλές πτυχές της ζωής μας κι όχι μόνο στις ερωτικές μας σχέσεις. Αυτό που πιστεύω γενικότερα, χωρίς ν αποτελεί νόμο ή αξίωμα, είναι πως όταν αντιμετωπίζεις κάποιον θετικά, αυτό που θα λάβεις σαν ανταπόκριση θα είναι είτε θετικό είτε αρνητικό, διότι δυστυχώς υπάρχουν κι οι εκ πεποιθήσεως κακοπροαίρετοι άνθρωποι, με περισσότερες πιθανότητες για το πρώτο. Όταν όμως είσαι αρνητικός, αυτό που θα λάβεις θα είναι σίγουρα αρνητικό». Η κοπέλα με κοίταζε με βλέμμα απλανές, καθώς ανέλυε, προφανώς, τα προειρημένα. Ξαφνικά, πετάχτηκε σαν ελατήριο από το κάθισμά της, άφησε το αντίτιμο των καφέδων πάνω στο τραπέζι κι έκανε να μιλήσει, αλλά τη διέκοψα με μια απότομη κίνηση, ανασηκώνοντας το χέρι μου. «Μην πεις τίποτα. Δεν είμαι παρά η φωνή του υποσυνείδητού σου, μια τρίτη δύναμη που ανέσυρε στην επιφάνεια αυτό που ήδη γνώριζες. Πήγαινε εκεί που πρέπει να πάς και μην ταράζεις την ψυχή σου με πράγματα ανούσια, με αποκυήματα της φαντασίας. Θα νιώσεις πραγματικά πιο ήρεμη». Χαμογέλασε κι ακολούθησε τα βήματα του αγαπημένου της. Όλη αυτή η περιπέτεια μ έκανε να συνειδητοποιήσω κάτι που τόσο καιρό δεν είχα προσέξει. Μου άρεσε να κάθομαι και να παρατηρώ τους ανθρώπους. Τώρα που το σκέφτομαι, φέρνω στη μνήμη μου κι άλλες φορές που είχα πιάσει τον εαυτό μου να πράττει ομοίως. Όχι από αδιακρισία, αλλά 24

αρεσκόμουν στο να εξετάζω τις αντιδράσεις τους σε ερεθίσματα λύπης, χαράς, θυμού, απελπισίας, αμηχανίας και γενικά καταστάσεις του θυμικού που ταράσσουν την ψυχική τους ηρεμία. «Το κάνεις συχνά αυτό;» Μια φωνή γλυκιά, σχεδόν θεϊκή, με απέσπασε από το συλλογισμό μου. Ήταν μια φωνή γυναικεία που ερχόταν από το πίσω τραπεζάκι. Γύρισα προς τα πίσω για να εντοπίσω την πηγή της παρενόχλησής μου. Έμεινα αποσβολωμένος, άγαλμα σωστό. Αυτή τη στιγμή που το σκέφτομαι, διαπιστώνω ότι δεν ήταν ένα απλό γύρισμα στη θέση του σώματός μου, αλλά ένα γύρισμα σελίδας στη ζωή μου. Έγινε εκεί, στο Ναύπλιο, χωρίς να το έχω σχεδιάσει, χωρίς να το περιμένω. Δεν ήταν μόνο η φωνή της θεϊκή, αλλά ολόκληρη η παρουσία της έμοιαζε βγαλμένη σαν από μύθο αρχαιοελληνικό. Μαύρα ίσια μαλλιά ριγμένα μέχρι τους ώμους, καταπράσινα μάτια και χείλη σαρκώδη που η μόνη σκέψη που προκαλούσαν στο μυαλό ήταν να γευτείς το νέκταρ τους. Το κορμί της ήταν καλλίγραμμο και καλογυμνασμένο. Η κοντή της φούστα, που έφτανε μέχρι λίγο πάνω από το γόνατο, άφηνε σε κοινή θέα ένα ικανό δείγμα των θέλγητρών της. «Λοιπόν, το κάνεις συχνά αυτό;» «Εεε.εγώ» «Τι έγινε, κατάπιες τη γλώσσα σου; Τόση ώρα πήγαινε ροδάνι». Δεν ήταν πάνω από εικοσιτεσσάρων ετών κι όμως έδειχνε να έχει θάρρος, αλλά και θράσος μαζί. Έπρεπε ν απαλλαγώ αμέσως από εκείνον τον κόμπο που είχε δέσει τη γλώσσα μου. «Τι εννοείς, ότι κάνω συχνά;» 25

«Να δίνεις συμβουλές σε αγνώστους και να παραδίδεις μαθήματα φιλοσοφικού περιεχομένου σαν να είσαι κάποιος φιλόσοφος». Ξαφνιάστηκα λιγάκι με τα λόγια της και σκέφτηκα μήπως ήταν κάποια γνωστή μου από το μπακάλικο που μου έκανε πλάκα με το παρατσούκλι μου. «Αποκλείεται», σκέφτηκα. Διέγραψα αμέσως αυτήν την εκδοχή, διότι ένα τόσο όμορφο πλασματάκι σίγουρα θα το θυμόμουν. «Όχι, η αλήθεια είναι ότι δεν το συνηθίζω. Μάλιστα, δεν το έχω κάνει ποτέ μέχρι σήμερα». «Α, μάλιστα! Κρίμα, διότι θα μου ήταν χρήσιμες μερικές συμβουλές». Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Είχε πάλι καταφέρει να με φέρει σε δύσκολη θέση. Φαινόταν πως σε ό,τι κι αν έλεγα θα προέβαλε έναν αντίλογο, για να βγει κερδισμένη σ ένα διαλεκτικό παιχνίδι που είχε ξεκινήσει, αλλά και έπαιζε μόνη της, μ εμένα να αποτελώ έρμαιο στην υπηρεσία της δικής της διασκέδασης. Έπρεπε να βρω κάτι πραγματικά έξυπνο για να την αποστομώσω. Τι το ήθελα όμως! Εκείνη τη στιγμή μου ταίριαζε γάντι η παροιμία παίζει ο λύκος με τ αρνί. «Δε νομίζω ότι χρειάζεσαι τη βοήθειά μου. Έχεις σταθεί ήδη τόσο τυχερή στη ζωή σου, ώστε κάθε είδους συμβουλή, από τον οποιονδήποτε, θα ήταν περιττή». «Μπα, και ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο στάθηκα τυχερή;» «Μα, το γεγονός ότι δε γεννήθηκες στην αρχαιότητα». Κατάφερα να δημιουργήσω μια έκφραση απορίας στο πρόσωπό της και πίστεψα πως είχα κερδίσει κι εγώ έναν πόντο σ εκείνο το άτυπο παιχνίδι μας. Βιάστηκα όμως να χαρώ για τη μικρή μου νίκη. «Και γιατί το θεωρείς αυτό τύχη;» 26

«Μα, αστειεύεσαι! Έτσι κι έβλεπε η Αφροδίτη ότι είσαι ομορφότερη από εκείνη θα σε μεταμόρφωνε σε κάμπια». Δεν είναι υπερβολή, το γέλιο της ακούστηκε μέχρι σήμερα. Ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε λίγη ώρα που είχα νιώσει ντροπιασμένος. Τι ήθελα και μίλησα! Δεν το βούλωνα καλύτερα! Φυσικά, τι καλύτερο θα μπορούσα να περιμένω σαν αντίδραση. Σηκώθηκε με μια κίνηση όλο θηλυκότητα, κρέμασε το μαύρο τσαντάκι της στον ώμο και, μη έχοντας σταματήσει να γελά, έκανε να φύγει. «Πάντως, ομολογώ πως καλύτερη ατάκα φιλοφρόνησης δεν έχω ξανακούσει». Σωστή παρηγοριά ήταν τα λόγια της. Ήταν περίεργο πλάσμα όμως, από τη μία μ έκανε να νιώσω άσχημα κι από την άλλη κατάφερε με λίγες λέξεις ν αναπτερώσει το κατακερματισμένο μου ηθικό. Καθώς απομακρυνόταν, ο ήχος των τακουνιών που χτυπούσαν στο πλακόστρωτο δρομάκι αντηχούσε στ αυτιά μου σαν κάλεσμα να την ακολουθήσω. Ήταν αδιανόητο! Γι άλλη μία φορά πήγαινα ενάντια στις αντιλήψεις μου και στις αρχές μου. Ούτε που ήξερα πόσο ακόμα θα έριχνα την περηφάνια μου, πόσο θα πλήγωνα τον εγωισμό μου. Όσο κι αν το λογικό πάλευε, εκείνη τη φορά δεν μπορούσε να νικήσει το συναίσθημα. Ήμουν ήδη στο κατόπι της, χωρίς να έχω κάποιο σχέδιο, δίχως να γνωρίζω αν είχα το θάρρος να της μιλήσω. Έστριψε σ ένα στενό που οδηγούσε στο λιμάνι κι εγώ, σωστός ντετέκτιβ, άνοιξα το βήμα μου για να μην τη χάσω. Καθώς έστριβα στα χνάρια της, η καρδιά μου κόντεψε να εκραγεί σαν βόμβα χιλιάδων μεγατόνων από τη λαχτάρα που πήρα. Πετάχτηκε μπροστά μου σε απόσταση λίγων εκατοστών, τόσο κοντά που ένιωσα την ανάσα της να χαϊδεύει το πρόσωπό μου. Χλόμιασα από την έκπληξη, λες κι είχα δει κάποιο φάντασμα. 27

«Με παρακολουθείς;» «Ναι, δηλαδή..» «Πάλι κατάπιες τη γλωσσίτσα σου; Ξέρω, θα μου πεις πάλι ότι δεν το συνηθίζεις και πως είναι η πρώτη φορά που το κάνεις». Ήταν τόσο χαριτωμένη καθώς μου μιλούσε! Ένιωθα να την ποθώ όπως δεν είχα ποθήσει ποτέ άλλη γυναίκα. «Συγχώρεσέ με! Απλά, προηγουμένως στο καφενείο μ έκανες να νιώσω αμήχανα και δεν πρόλαβα να σε ρωτήσω τ όνομά σου». Δεν ήταν κι ιδιαίτερα ευφυής η δικαιολογία μου, αλλά ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή. Τουλάχιστον, ολοκλήρωσα τη φράση μου χωρίς να κομπιάσω. «Κι έκανες τόσο κόπο γι αυτό! Πραγματικά με κολακεύεις». Με λένε Σοφία, ήταν οι τελευταίες λέξεις που βγήκαν από το στόμα της, καθώς έβαζε τα μαύρα της γυαλιά κι έπειτα χάθηκε πίσω από τη γωνία, τόσο απλά και γρήγορα όπως είχε εμφανιστεί. Έμεινα ακίνητος με το κεφάλι σκυφτό. Η γη δεν υπήρχε πλέον κάτω από τα πόδια μου. Με δυσκολία ανασήκωσα το βλέμμα μου κι έριξα μια περιστροφική ματιά γύρω μου. Δεν υπήρχε κανείς ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζα. Ένα σμήνος περιστεριών απογειώθηκε απότομα από το έδαφος με μια κίνηση συγχρονισμένη, λες και κάποια τουφεκιά κυνηγού τα είχε τρομάξει. Και μετά το φτερούγισμα σιωπή, σιγή νεκρική. Ήμουν μόνος, χωρίς να έχω κάποιον δίπλα μου. Δε θυμάμαι άλλη στιγμή στη ζωή μου να ένιωσα τόσο φοβισμένος. Είχα ξεκινήσει εκείνο το ταξίδι με σκοπό να μελετήσω τόπους κι ανθρώπους, να βρω απάντηση σε αυτό που ζητούσα. Δεν ήταν λανθασμένη η τακτική που είχα διαλέξει ν ακολουθήσω ούτε, όμως, ήταν και το κομμάτι εκείνο που θα 28

συμπλήρωνε το κενό που είχα νιώσει μέσα μου. Δεν ήταν η δράση αυτό που μου έλλειπε, όπως αρχικά είχα εκτιμήσει. Όλα πλέον φάνηκαν ξεκάθαρα. Το σύννεφο, που βρισκόταν πλάι στον ήλιο που έδυε, πήρε χρώμα και μορφή. Έγινε βαθυκόκκινο κι έγραφε Σοφία. Ήμουν μόνος στη ζωή κι αυτό που χρειαζόμουν ήταν η συντροφιά. Είχα την ανάγκη ν αγαπήσω και ν αγαπηθώ, είχα την ανάγκη να νιώσω. Κι ήρθε η στιγμή, χωρίς να ξέρω ποιες δυνάμεις το κατάφεραν και ποιοι νόμοι το επέβαλαν, που αντίκρισα τα μάτια της. Είχα γνωρίσει αρκετές γυναίκες στη ζωή μου, αν και ποτέ δε μιλούσα γι αυτές, ήταν όμως σχέσεις εφήμερες, χωρίς νόημα. Δεν τις εκμεταλλεύτηκα προς τέρψη των ορμών μου, πάντα τις σεβόμουν. Καμιά όμως δεν είχε καταφέρει ν αγγίξει κάποιο βαθύτερο συναίσθημα στην ψυχή μου. Σοφία! Δεν είμαι άνθρωπος που ενθουσιάζεται εύκολα και πάντα έδινα προτεραιότητα στη λογική. Ήμουν, όμως, σίγουρος ότι αυτό το κορίτσι ήταν η δύναμη που θα ενεργοποιούσε όλο μου τον ερωτισμό. Όσο απίστευτο κι αν μου φαινόταν, ήμουν ερωτευμένος με μια γυναίκα που την ήξερα μόλις για δεκαπέντε λεπτά. Το μόνο που είχα προλάβει να μάθω γι αυτήν ήταν τ όνομά της κι είχε πια φύγει. Δεν ήθελα να τη χάσω, ήθελα να την ξαναδώ και να της εκφράσω όλα αυτά που ένιωθα και σκεπτόμουν, χωρίς εκείνη τη φορά να κομπιάσω ή να χάσω τα λόγια μου. Το έδαφος διαρκώς υποχωρούσε κάτω από τα πόδια μου, τα δέντρα, τα παγκάκια, τα σπίτια και κάθε ίχνος της πολιτισμένης κοινωνίας μας άρχισαν να ξεθωριάζουν στο βλέμμα μου. Το σκοτάδι σκέπαζε όλο και περισσότερο το φως κι εγώ ένιωθα ακόμα πιο μόνος. «Λοιπόν, τι θα γίνει, θα έρθεις;» Όλα επέστρεψαν στην αρχική τους κατάσταση, το φως, ο κόσμος, τα σπίτια και κυρίως το έδαφος το οποίο χρειαζόταν 29

απαραίτητα για να με στηρίξει και να μη σωριαστώ στο άκουσμα της φωνής της. «Πού να έρθω;» «Μαζί μου, να περπατήσουμε, ή μήπως δε θέλεις;» Εξακολουθούσε να παίζει μαζί μου κι εγώ πειθήνιος υπάκουγα στα προστάγματά της. Δεν είχα άλλη επιλογή ούτε άφησα τον εαυτό μου να έχει και δεύτερη. Ήθελα να την ακολουθήσω. Βρέθηκα, λοιπόν, πλάι της να περπατάμε στο λιμάνι του Ναυπλίου. «Αλήθεια, δε μου είπες! Εσένα πώς σε λένε;» «Αριστοτέλη». «Ωραίο όνομα! Αριστοκρατικό και με φιλοσοφικό υπόβαθρο. Έτσι εξηγείται» Κατάλαβα ότι αναφερόταν στο περιστατικό του καφενείου. Σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα να κάνω πως δεν είχα ακούσει, κατευθύνοντας τη συζήτηση σε άλλο θέμα. «Μόνη έχεις έρθει;» «Είχα έρθει με μια φίλη μου, αλλά της συνέβη κάτι προσωπικό και χρειάστηκε να φύγει σήμερα το πρωί. Εγώ είπα να καθίσω, μιας κι είχαμε προπληρώσει το ξενοδοχείο. Εσύ, μόνος;». «Ναι, είχα ανάγκη από ηρεμία κι αυτοσυγκέντρωση. Βέβαια, για να είμαι απολύτως ειλικρινής, δεν προθυμοποιήθηκε και κανένας φίλος να μου κάνει παρέα, γιατί είχαν όλοι τους ανειλημμένες υποχρεώσεις.»δεν πειράζει όμως! Χάρηκα που ήρθα έστω και μόνος. Το γεγονός και μόνο ότι σε γνώρισα, άξιζε τον κόπο να κάνω αυτό το ταξίδι». Χαμογέλασε και με κοίταξε μ ένα γλυκό βλέμμα, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι της στο πλάι, όπως κάνουμε όταν ακούμε κάτι ενδιαφέρον που έλκει την προσοχή μας. Με οδήγησε σ 30

ένα παγκάκι, κάτω από ένα φοίνικα και καθίσαμε. Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας, εκείνη είχε τα ηνία των πρωτοβουλιών κι εγώ απλά ακολουθούσα. «Με τιμάει αυτό που είπες, αλλά δε νομίζεις ότι βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα;» «Μπορεί, αλλά δεν είναι κάτι που με απασχολεί. Έχω μάθει να παίρνω ρίσκα στη ζωή μου και τις εμπειρίες που βιώνω, είτε είναι καλές είτε κακές, τις χρησιμοποιώ προς όφελός μου. Κοιτάζω πάντα τη θετική πλευρά, το γεγονός δηλαδή ότι συγκεντρώνω εμπειρίες και γνώση. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι εσύ δεν είσαι αυτό που φαίνεσαι ή, τουλάχιστον, αυτό που θα ήθελα να είσαι. Ήκιστα με νοιάζει.»τούτη τη στιγμή είσαι εδώ, δίπλα μου, καθόμαστε σ ένα παγκάκι κι εγώ νιώθω ευτυχισμένος για τη συνάντησή μας. Αυτό είναι που έχει σημασία για μένα, τούτη η ώρα. Είναι γεγονός ότι αυτές οι μικρές στιγμές είναι που δίνουν κάποιο νόημα στην κατά τ άλλα ανιαρή ζωή μας. Δε χρειάζεται, συνέχεια και για όλα τα πράγματα, να εξετάζουμε και το τι μέλλει γενέσθαι.»ύστερα πάλι, χωρίς να εννοώ ότι πρέπει να εθελοτυφλούμε, πρέπει να δείχνουμε εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. Είναι ανάγκη να πράττουμε έτσι, αν θέλουμε να είμαστε ενταγμένοι σ ένα κοινωνικό σύνολο. Διαφορετικά, θα πρέπει να κλειστούμε σε καμιά σπηλιά και να ζούμε μόνοι μας μαζί με τις ανασφάλειές μας. Άλλωστε, όπως φαντάζομαι ότι θ άκουσες και στη συζήτηση του καφενείου, δεν πρέπει να εκπέμπουμε αρνητικότητα στο συνάνθρωπό μας». Ήταν το πρώτο έξυπνο πράγμα που είχα πει κι ήμουν περήφανος που είχα ξεπεράσει εκείνο το κόμπιασμα που μ έκανε να νιώθω σαν μαθητούδι σε πρώτο ραντεβού. Ολοφάνερα, είχα καταφέρει να τη γοητεύσω μ εκείνα μου τα λόγια. 31

Για δέκα λεπτά επικράτησε η σιωπή. Το μόνο που κάναμε ήταν ν αγναντεύουμε τη θάλασσα. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και τα πρώτα φώτα άρχισαν να φέγγουν, όταν έσπασα εκείνη τη σιγή. «Θέλω να σε ξαναδώ». «Κοίτα, Αρίστο, είσαι αξιόλογος άνθρωπος κι ομολογώ ότι δε μου είσαι καθόλου αδιάφορος σαν άντρας, αλλά δε μου αρέσει να βάζω τη ζωή μου σε κανάλι. Είπες κάτι προηγουμένως στο οποίο συμφωνώ, ότι πρέπει να ζούμε τις στιγμές ευτυχίας, οι οποίες σπάνια μας παρουσιάζονται.»έχασα τους γονείς μου σ ένα αεροπορικό δυστύχημα, όταν ήμουν ακόμη μικρή. Μεγάλωσα με τη γιαγιά μου και ζούσα μαζί της μέχρι πέρυσι, οπότε ήρθε κι εκείνης η ώρα να διασχίσει το ποτάμι της λήθης. Ένιωσα έντονα τον πόνο και τη μοναξιά, γι αυτό έχω πάψει προ πολλού να κάνω προγραμματισμούς για τα προσωπικά μου, αφήνοντας τη μοίρα να γνέθει τα νήματα της ζωής μου. Άσε καλύτερα τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους. Αν είναι γραφτό, που λένε, να γίνει» Ένιωσα κάθε κύτταρο του σώματός μου ν αποκολλάται από τα διπλανά του και περίλυπο και σκυθρωπό, το καθένα σαν ξεχωριστός ζωντανός οργανισμός, να σωριάζεται στο έδαφος. «Δε σου κρύβω ότι με απογοητεύει λίγο η απάντησή σου. Αφού όμως έτσι το θέλεις, δε θα επιμείνω. Αν και δεν είμαι ένθερμος υποστηριχτής του παράγοντα της τύχης, δε μου αρέσει, από την άλλη, να πιέζω τους ανθρώπους και να εκβιάζω τις καταστάσεις. Δε ξέρω αν είναι καλό ή κακό για μένα, αλλά όταν προσπαθώ να πετύχω κάτι και η ροή των πραγμάτων δεν έρχεται όπως τη θέλω, δεν πάω κόντρα στο ρεύμα. Αλλά, βέβαια, ούτε χάνω και την επαφή μου με το στόχο που έχω θέσει, απλά αλλάζω σχεδιασμό και κατεύθυνση. Μ εσένα, αν και ξέρω ότι θα το μετανιώσω, θ αναγκαστώ να συμβιβαστώ με τη θέλησή σου». 32

«Θέλω να με συγχωρέσεις Αρίστο, αλλά έτσι έχω μάθει να ενεργώ. Εύχομαι όμως, κατά βάθος, να τα φέρει έτσι η τύχη ώστε να σε ξαναδώ». Ομολογώ πως δε μπορούσα να την καταλάβω. Δύο πράγματα μπορούσαν να συμβαίνουν, ή έπαιζε μαζί μου ή ήταν τελείως ανισόρροπη. Το τι είδους συλλογισμοί, τι σκέψεις τρομερές σε πλήθος και πλοκή γινόντουσαν μέσα σ εκείνο το χαριτωμένο κατά τ άλλα κεφαλάκι, μόνο ένας θεός μπορούσε να ξέρει. «Γι αυτό, λοιπόν, άκουσε τι θα γίνει. Αυτό το δαχτυλίδι ήταν της γιαγιάς μου..» Έβγαλε από το δάχτυλό της ένα δαχτυλίδι ασημένιο κι έτεινε το χέρι της να το βάλει στην παλάμη μου. Τράβηξα απότομα το χέρι μου, δείχνοντας μ εκείνη μου την κίνηση ότι δεν μπορούσα να δεχθώ κάτι τέτοιο, ιδίως κάτι που πιθανόν αποτελούσε οικογενειακό κειμήλιο. Εκείνη χαμογέλασε και μου έπιασε το χέρι, κλείνοντας το δαχτυλίδι στη χούφτα μου. «Μην ανησυχείς! Δεν έχει κάποια συναισθηματική αξία για μένα και το κόστος του δεν είναι παρά λίγες δραχμές. Το είχα αγοράσει πριν τρία χρόνια από έναν πλανόδιο μικροπωλητή για τη γιαγιά μου κι απλά όταν πέθανε το κράτησα, αυτό είναι όλο. Λένε ότι τ αντικείμενα τα περιβάλλει η ενέργεια του κατόχου τους. Το φοράω αρκετό καιρό κι έχει, συνεπώς, κάτι από εμένα. Ας γίνει αυτό το αντικείμενο ο σύνδεσμος μεταξύ μας, ας γίνει η δύναμη που σαν μαγνήτης θα ενώσει τους δρόμους μας σ έναν άλλον τόπο, σ έναν άλλο χρόνο». Μου ακούγονταν λίγο μεταφυσικά όλα αυτά κι είχα πλέον μπερδευτεί ολοκληρωτικά. Οι σκέψεις μου έγιναν ένας κόμπος που μετατράπηκε σε γόρδιο δεσμό κι επειδή, όπως είχε πει κάποτε κι ένας φίλος μου λιμενικός, ο Γιώργος, οι γόρδιοι δεσμοί δε λύνονται αλλά κόβονται, αποφάσισα να μη βασανίσω άλλο το μυαλό μου και να δώσω ένα τέλος στη 33

συνάντησή μας. Ήταν κι η μόνη πρωτοβουλία που είχα πάρει σε όλη τη διάρκεια της μέχρι τότε γνωριμίας μας. Την έλεγαν Σοφία, ήταν εικοσιτεσσάρων ετών, νηπιαγωγός στο επάγγελμα κι όπως έδειχναν τα πράγματα δε θα την ξανάβλεπα. Το τρένο είχε πια ξεκινήσει με κατεύθυνση για την Αθήνα κι εγώ είχα μείνει ακουμπισμένος στο παράθυρο, με μόνη συντροφιά την ανάμνηση του Σαββατοκύριακου που μόλις είχε περάσει. Είχα ξανακάνει κι άλλες φορές την ίδια διαδρομή, με διαφορετικούς τελικούς προορισμούς κάθε φορά, και πάντα μου άρεσε πολύ να χαζεύω τα δέντρα, τα σπίτια και τα χωράφια που έτρεχαν με ταχύτητα προς την αντίθετη κατεύθυνση, σαν να ήθελαν να πάνε πίσω στον τόπο που μόλις είχα αφήσει. Ήταν μια διαδρομή που την απολάμβανα ιδιαίτερα, όπως, επίσης, απολάμβανα και το χαρακτηριστικό ήχο του τρένου καθώς γλιστρούσε στις ράγες. Εκείνη τη φορά, όμως, ούτε έβλεπα ούτε άκουγα, μόνο σκεφτόμουν και κατά διαστήματα χαμογελούσα, συμπληρώνοντας το αποχαυνωμένο βλέμμα μου. Είμαι σίγουρος ότι οι συνεπιβάτες μου, που θα με παρατηρούσαν, στην καλύτερη περίπτωση θα με χαρακτήρισαν κυκλοθυμικό και στη χειρότερη βλαμμένο. Ό,τι κι αν ήταν πάντως, θα πέρασαν ευχάριστα κοιτάζοντας τη φάτσα μου και χαίρομαι που τους φάνηκα χρήσιμος, στο να σκοτώσουν την ώρα τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ούτε που κατάλαβα το πώς έφυγε ο χρόνος. Περνούσαμε κιόλας την Ελευσίνα κι ήδη είχα αρχίσει να ονειρεύομαι τη θαλπωρή του σπιτιού μου. Ένα ζεστό μπάνιο ήταν ότι έπρεπε για να χαλαρώσω και ν αποβάλω την ένταση του ταξιδιού. Έβαλα ένα ποτήρι κονιάκ και κάθισα αναπαυτικά στον καναπέ του σαλονιού, σκεφτόμενος πάλι τα γεγονότα του διημέρου. Αφού ήπια και την τελευταία σταγόνα, κάθισα στο γραφείο για να σημειώσω 34

τις εμπειρίες μου και τα συμπεράσματα που τυχόν θα με βοηθούσαν στην αναζήτησή μου. Όταν τελείωσα, ένα χασμουρητό, σαν του λιονταριού, λίγο έλειψε να μου ξεκολλήσει το σαγόνι. Χωρίς δεύτερη σκέψη, δέχτηκα μετά χαράς την πρόσκληση του κρεβατιού μου που με φώναζε να χωθώ στην αγκαλιά του Μορφέα. Καθώς πήγα να σβήσω το πορτατίφ στο διπλανό κομοδίνο, το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο δαχτυλίδι της Σοφίας. Το έπιασα με το αριστερό μου χέρι και βγάζοντας έναν αναστεναγμό θλίψης το έβαλα στο συρτάρι. Ήταν ένα ενθύμιο της γνωριμίας μου μ εκείνο το παράξενο κορίτσι. Δεν πίστευα ότι θα την ξανάβλεπα και το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να τη βγάλω απ το μυαλό μου. Πάντως, ουδέν κακόν αμιγές καλού λένε κι έχουν δίκιο. Η Σοφία, ήταν για μένα η αφορμή να γράψω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Το θέμα του, φυσικά, μιλούσε για τον έρωτα και ο τίτλος του. Σοφία. 35