670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο

Σχετικά έγγραφα
Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

141j/2019 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Άρειος Πάγος Β1 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 310/2011

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 12η Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαΐου 2012, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει μεταξύ:

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

Άρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1745/2007

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

2417/2015. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei. Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην

Αυτόματη μετάφραση Automatic translation (Google translate) << Επιστροφή. Αριθμός 272/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγίου.

1 of 6 18/4/2017 2:30 μμ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Όταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην οικία του εργοδότη, χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί.

Απόφαση 137 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 137/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Άρειος Πάγος Β2' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 93/2009

ΑΠ 686/2017 Μη μείωση αποζημίωσης απόλυσης λόγω συνταξιοδότησ

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

Πρακτικό της µε αριθµό 32ης/2013 συνεδρίασης της Οικονοµικής Επιτροπής του

Άρειος Πάγος Αριθμός αποφάσεως 67/2004 Γ' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Άρειος Πάγος 175/2013 Εργασία και έκτη ημέρα την εβδομάδα σε επιχειρήσεις με καθεστώς πενθήμερης εργασίας

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 3501/2013 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

Published on TaxExperts (

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1-4, 4 παρ. 1 α, 6 παρ. 1, 12παρ.1, 13 παρ. 1, 2 και 3,

Περίληψη ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Άρειος Πάγος /06/ Σύμβαση μελέτης. προϋπολογισμού δαπανών έργου. Καθορισμός του ύψους του προϋπολογισμού.

Άρειος Πάγος Β1 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 873/2009

Άρειος Πάγος Αποχώρηση λόγω συνταξιοδότησης και ύψος αποζημίωσης.

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Αριθμός 1419/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1 Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 24/2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1 Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Άρειος Πάγος Β2 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1370/2010

Απόφαση 162 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 162/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

Πηγή: ΕΕΔ Τόμος 73/2014, Σελ. 460

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου,

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Άρειος Πάγος Β1 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1722/2010

Written by Administrator Thursday, 19 January :11 - Last Updated Thursday, 19 January :20

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Άρειος Πάγος ΥΠΕΡΩΡΙΑ & ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ 945 / 2009 (Αριθ. καταθ. κλήσεως 1381/ ). (Αριθ. καταθ. αιτήσεως 701/ ). ΤΟ ΝΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Άρειος Πάγος Τακτική Ολομέλεια Αριθμός 23/2007 (Δημοσίευση ΝοΒ 2007 σελ. 1852)

Αρ. Απόφασης 5679/2015 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ _ *

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΤΑΚΤΙΚΉ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 278/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΙΙΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

Αριθµός 1321/2004 ΤΟ ΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. ` Πολιτικό Τµήµα

Της αναιρεσείουσας: Μ. Α. του Σ., κατοίκου... Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ρήγο.

Άρειος Πάγος B1` Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 463/2010

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/5/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών.

ΤΜΗΜΑ VII. ακόλουθη σύνθεση: Γεωργία Μαραγκού, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης και

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Πηγή: RS1Z276QLISKBX1JD3U&apof=1244_2014

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

Αριθμός Απόφασης ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Αριθμός Απόφασης 3424/2018 Αριθμός κατάθεσης αίτησης: 25529/2627/2018 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Άρειος Πάγος /06/ Σε περίπτωση ατυχήματος που έγιν. κατά την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή εξ αφορμής αυτής.

ΣτΕ 2292/1991 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ'.

Αριθμός 287/2011 (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: /ΕΜ / ) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

Του αναιρεσείοντος:..., κατοίκου..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Έλλη Ρούσσου.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει μεταξύ:

Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την απόρριψη του παραπεμφθέντος λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως αβάσιμου.

Χαρακτηρισμός εργασίας ως εξαρτημένης. Προϋποθέσεις - Μίσθωση έργου και έλλειψη εξαρτήσεων από τον κύριο του έργου.

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Αριθμός 665/2015 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Αριθμός 63/2013 ΑσΜ 482/2012 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

7/2009 ΑΠ ( ) Αριθμός 7/2009 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1` Πολιτικό Τμήμα

Σε περίπτωση ατυχήµατος που έγινε έπειτα από βίαιο συµβάν κατά την παροχή εξαρτηµένης

Αριθμός απόφασης : 153/2019

ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

Αρείου Πάγου 798/2014 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Πηγή: ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. B2' Πολιτικό Τμήμα

ΣτΕ 1865/2002. του... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κ. Μπουρνόζο (Α.Μ. 151), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

Της αναιρεσίβλητης: Ψ, συζ. Ν, βοηθού μικροβιολόγου - παρασκευάστριας, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αναστασία Νταραντάνη.

ΣτΕ 2294/1991 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ'

Published on TaxExperts (

Transcript:

Άρειος Πάγος Απόφαση 670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασί Άρειος Πάγος Απόφαση 670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται... Ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 3 και 87 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (ΟλΑΠ 18/2006). Απόφαση 670 / 2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη και Νικόλαο Τρούσα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2012, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ: 1 / 6

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Κωνσταντίνα Χριστοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Α. του Ν., 2) Λ. Λ. του Π., κατοίκων..., οι οποίες δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/1/2001 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και άλλων προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 184/2003 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 2388/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 22/6/2005 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 1939/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία ανέβαλε την συζήτηση της υποθέσεως. Την υπόθεση επανέφεραν για συζήτηση οι ως άνω αναιρεσίβλητοι με την από 28/12/2009 κλήση τους. Εκδόθηκε η 440/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε την συζήτηση απαράδεκτη. Την υπόθεση επανέφερε προς συζήτηση το αναιρεσείον με την από 16/8/2011 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μουστάκας ανέγνωσε την από 10/4/2009 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αιτήσεως για αναίρεση της υπ' αριθμ 2388/2005 οριστικής αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις υπ' αριθμ. 4533/13-10-2011 και 4535/13-10-2011 εκθέσεις της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Λαμίας..., προκύπτει ότι αντίγραφο της πράξης ορισμού δικασίμου, με κλήση για συζήτηση της ένδικης αίτησης, κατά την παρούσα δικάσιμο, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στις αναιρεσίβλητες. Επομένως, εφόσον αυτές δεν εμφανίσθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά την νόμιμη, από τη σειρά του οικείου πινακίου εκφώνηση της υπόθεσης, πρέπει να δικασθούν ερήμην, να 2 / 6

συζητηθεί, όμως, η υπόθεση, σαν να ήταν και αυτές παρούσες (άρθρο 576 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή τη επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθ. 669 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 3 και 87 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (ΟλΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής), η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2-4-2003 και 19-7-2004, αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ. 8 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της 3 / 6

σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΟλΑΠ 7/2001),χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (ΟλΑΠ 18/2006). Συνάγεται περαιτέρω από τα προαναφερθέντα ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α' 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις. Τούτο δε διότι αυτές οι συμβάσεις εργασίας είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενο της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου κατ" ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψης τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (πρβλ. Α.Π.Ολ. 7/2011, Α.Π. 123/2012, Α.Π. 16/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε, ανέλεγκτα, τα εξής: Ότι, με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας, οι ενάγουσες (και ήδη αναιρεσίβλητες), προσλήφθηκαν από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, προκειμένου να εργασθούν και εργάσθηκαν, ως ακολούθως: α) Η πρώτη από αυτές (Α. Κ.), η οποία είναι πτυχιούχος δασολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης προσλήφθηκε, αρχικά και εργάσθηκε στη Δ/νση Δασών Αργολίδας, ως εργάτρια στις αναδασώσεις, κατά τους μήνες Οκτώβριο και Δεκέμβριο 1988, ενώ, στη συνέχεια, εργάσθηκε διαδοχικά, ως δασολόγος, στο Δασαρχείο Βυτίνας, κατά τους μήνες Ιούνιο έως Δεκέμβριο 1989, Ιανουάριο έως Μάιο 1990, Μάιο έως Οκτώβριο 1991, στο Δασαρχείο Λαμίας, κατά τους μήνες Οκτώβριο έως Δεκέμβριο 1994, Ιούλιο έως Δεκέμβριο 1995 και Αύγουστο έως Δεκέμβριο 1996, στο Δασαρχείο Σπερχειάδας, κατά τους μήνες Ιούλιο έως 4 / 6

Δεκέμβριο 1997, στο Δασαρχείο Λαμίας κατά τους μήνες Ιούνιο 1998 - Φεβρουάριο 1999, Ιούλιο 1999- Φεβρουάριο 2000 και Αύγουστο 2000 έως Μάρτιο 2001, β) η δεύτερη ( Λ. Λ.): Εργάσθηκε ως δακτυλογράφος στο ν.π.δ.δ., με την επωνυμία "Πανελλήνιος Έκθεσις Λαμίας", μικρά χρονικά διαστήματα των ετών 1995 (10 ημερομίσθια), 1996 (8 ημερομίσθια) και 1997 (8 ημερομίσθια), στα Ελληνικά Ταχυδρομεία, κατά τους μήνες Ιούλιο-Νοέμβριο 1995 και στο Δασαρχείο Λαμίας, κατά τους μήνες Αύγουστο -Δεκέμβριο 1996, Ιούνιο - Δεκέμβριο 1997, Ιούλιο 1999 - Φεβρουάριο 2000 και Ιούλιο 2000 - Φεβρουάριο 2001. Περαιτέρω, το Εφετείο, δέχεται τα εξής: Ότι οι ενάγουσες, από τότε που προσλήφθηκαν από το Δασαρχείο Λαμίας και μέχρι της ασκήσεως της αγωγής, εργάζονταν καθ' όλες τις εργάσιμες ημέρες του μήνα συνεχώς, χωρίς διακοπή και με πλήρη απασχόληση, καλύπτοντας, η πρώτη από τον μήνα Ιούλιο 1995 και η δεύτερη από τον μήνα Αύγουστο 1996, ανάγκες της ως άνω υπηρεσίας του εναγομένου, οι οποίες δεν ήταν προσωρινές, απρόβλεπτες ή έκτακτες, αλλά πάγιες και διαρκείς. Ο χρονικός περιορισμός της διάρκειας των αλλεπάλληλων διαδοχικών συμβάσεων, που προαναφέρθηκαν, δεν εδικαιολογείτο από λόγους αντικειμενικούς ούτε από τη φύση των υπηρεσιών, που παρείχαν οι δύο ενάγουσες ούτε από τη φύση και το είδος των καλυπτόμενων από την εργασία τους αναγκών της εναγομένης ούτε και υπαγορεύτηκε από κάποιο ειδικό λόγο, αναγόμενο στις συνθήκες λειτουργίας των υπηρεσιών του εναγομένου". Με βάση τις παραδοχές αυτές, στη συνέχεια, το Εφετείο αναγνώρισε ότι οι ενάγουσες συνδέονται με το εναγόμενο με σύμβαση εργασίας αορίστου (και όχι ορισμένου) χρόνου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, που δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι οι επίδικες εργασιακές συμβάσεις υπέκρυπταν στην πραγματικότητα μία, ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, καθόσον ο καθορισμός τους ως ορισμένου χρόνου δεν εδικαιολογείτο από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εναγουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων, δεν παρεβίασε τις ως άνω περί συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου και ορισμένου χρόνου διατάξεις, όπως αυτές προπαρατέθηκαν και ειδικότερα αυτή του άρθρου 9 παρ. 3 του Ν. 2112/ 1920, που ήταν, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, αφού οι επίδικες εργασιακές συμβάσεις είχαν συναφθεί και λειτουργήσει πριν από την, κατά τα άνω, με την Ζ' Αναθεωρητική Βουλή αναθεώρηση του Συντάγματος και ειδικότερα του άρθρου 103 αυτού, η ισχύς των διατάξεων που προστέθηκαν του οποίου αρχίζει από 17-4-2001 καθώς και πριν την έναρξη της ως άνω Κοινοτικής Οδηγίας. Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, από το αρθρ. 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδονται οι αιτιάσεις ότι το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις α) του άρθ. 8 3 ν. 2112/1920, που εφάρμοσε, αν και δεν ήταν εφαρμοστέες, β) των άρθ. 103 7 και 8 του Συντάγματος, 21 ν. 2190/1994 και 81 παρ. 3 ν. 1958/1991, που απαγορεύουν τον χαρακτήρα των συμβάσεων αυτών ως αορίστου χρόνου, και γ) 5, 7 και 11 ΠΔ 164/2004, τις οποίες δεν εφάρμοσε, αν και ήταν εφαρμοστέες, ενώ η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης του άρθ. 8 3 ν. 2112/1920, δεν επιβαλλόταν ούτε από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 5 / 6

Απορρίπτει την από 22-6-2005 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2388)2005 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2012. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 24 Απριλίου 2012. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 6 / 6