Ιωάννα Γαλανάκη Αραδήν Publibook
http://www.publibook.gr Αυτό το κείμενο που δημοσιεύεται από τις εκδόσεις Publibook, προστατεύεται από τους διεθνείς νόμους και τις διεθνείς συνθήκες που αφορούν τα συγγραφικά δικαιώματα. Η εκτύπωση του σε χαρτί, προορίζεται αποκλειστικά για τον αγοραστή και περιορίζεται στην προσωπική του χρήση. Κάθε άλλη αναπαραγωγή ή αντιγραφή, από όποιον και να προέρχεται, θα αποτελεί απομίμηση και θα υπόκειται στις προβλεπόμενες κυρώσεις από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας και από τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες για την προστασία των συγγραφικών δικαιωμάτων. Διεύθυνση στην Ελλάδα : Εκδόσεις Publibook οδός Αριστείδου 8, T.K. 105 59, Αθήνα Έδρα : Editions Publibook 14, rue des Volontaires 75015 PARIS France IDDN.FR.010.0114752.000.R.P.2010.030.40000 Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Publibook, 2010
«ένα τοπίο δεν είναι, όπως το αντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο απλώς σύνολο γης, φυτών και υδάτων. Είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη». Οδυσσέας Ελύτης, Τα δημόσια και τα ιδιωτικά (Ίκαρος 2007, σελ. 8).
Αραδήν Αραδήν, ραδινή πληγή του βράχου, κόκκινα σπίτια στο φρύδι σου χορεύουν πάνω στην πέτρα που γλιστρά η οπλή του αλόγου. Τώρα ο ήλιος τρέφεται από σένα και χορταίνει στραγγίζοντάς σε τις αχτίδες του. Ερημωμένη. Ο όρκος μου ο νέος να σε συναντήσω, να πιάσω την κορφή στο μυστικό χορό σου. Αραδήν, χάλκινο λιοντάρι κάρφωσε τα νύχια στο βυθό σου και ύστερα βρυχήθηκε στολίζοντάς σε ανέχεια σκόνη. Βράχους ιερούς τον Αϊστράτηγο και πέτρα μεσημέρι να ομόσει ο ίξαλος κλέφτης. Τα βήματά του σταθερά κατεβαίνουν ύστερα ανεβαίνουν καλντερίμι πριν κάποιο ψέμα τα στοιχειώσει. Ήταν η νοσταλγία των κυπαρισσιών, η χάρη μιας θείας αγάπης σε θαμπόφεγγα άλση τελούμενης που σ έκανε ν αφήνεις τα τριανταοχτώ σου σπίτια να σπαράζουν; Αραδήν, στη σκοτεινιά του βράχου σου, εκεί που ανθίζει με διάκριση ένα λευκό κυκλάμινο φοβάται μην το δουν και κοκκινίσει εκεί, εσύ ξαπλώνεις τον ουρανό σου και τον σφάζεις, υπνωτισμένη απ το αρχαίο συνήθειο. 9
Απαίσιο τρόπαιο που επιδεικνύεις χωρίς να ξέρεις Ώσπου είδες υπερήφανα τα δέντρα με τις Βάκχες Μαρμαρωμένο φύσημα του βράχου γλίστρησε στο φεγγαρένιο ασήμι σου μια χαμένη σταγόνα και πνίγηκε στη θάλασσα. Μετά ο αέρας τη δρόσισε απ την αλμύρα της. Αραδήν, δέκα ποτάμια πλοκαμούς μιας κυπαρίσσιας κόρης σου που αγάπησε τον Αύγουστο κι όλα ήταν στερεμένα, την άρνησή σου στεφανώθηκε πικράδα της κανέλλας και μαβί της αγριοβιολέτας, σ ωραία θλίψη επιτάφια ενωμένα. Τα βουνά σου έπεσαν στη θάλασσα για να πλυθούν και ο πάγος τους απαλύνει το κατακαλόκαιρο με θέρμη. Τα λουλούδια τους ανθίζουν μια φορά στους δέκα χρόνους πριν πεθάνουν πάνω στην ίδια πέτρα που τα γέννησε. Μήπως αυτά τής έδωσαν τον ατιμωτικό θάνατο για μια αμαρτία που δεν έπραξε; Τώρα εκείνη αγκαλιάζει τις κορφές τους χωρίς το πνεύμα της αγάπης που δεν έμαθε. Αραδήν στον Στρατηγό σου όρκο θα πάρω πως το φαράγγι θα διαβώ στα δυο φεγγάρια ώσπου να βρω τη σκιά του βράχου που ανθίζει το κρυμμένο κυκλάμινο του Απρίλη ώσπου να κατηφορίσουν οι μυρτιές να πιουν στου Άγιου Παύλου την πηγή ώσπου να οργώσει το θαλασσινό νερό τον βράχο με το αλάτι του και να τον σπείρει καλοκαίρια. 10
Γόρτυνα Οριζόντιοι πέτρινοι κίονες επιπλέουν στο χωράφι με τις κίτρινες μαργαρίτες, στη Γόρτυνα του Απρίλη. Φυτρώνουν μέσα στον κορμό μιας ελιάς και τη διχάζουν. Και στην κοιλάδα του Ωδείου το ποτάμι χαράσσει τον ήχο του με τα γράμματα του αρχαίου Νόμου. Φλογερισμοί των μουσικών αγωνισμάτων, πέτρα που κροταλίζει στο νερό, αυγή της άνοιξης, γλιστρά μες στον ιδρώτα των βουνών. Η Δωδεκάδελτος μιας κόκκινης παπαρούνας υψώνει το μίσχο της στο κλίτος του θόλου των βημάτων. Βήματα που ξαναγύρισαν να περπατήσουν εδώ. Χωρίς αρχή και τέλος είδαν μιαν άσφαλτο να ξεχωρίζει το τοπίο. Το ίδιο χωράφι με το σωρό των οστράκων από τη μια και την αρχαία βασιλική από την άλλη, κρυμμένη τριμερής αντίθεση. Το μπλε από το ανοιγμένο λουλούδι του μανδραγόρα σκεπάζει έγχρωμο το Πραιτόριο με το στητό ακέφαλο άγαλμα. Η πυξίδα του στο νότο, σε επικράτεια της Κυρηναϊκής «Θα θελα αυτήν την μνήμη να την πω Μα έτσι εσβύσθη πια» * να λέει εντός του. * Κ. Καβάφης, Μακρυά, στ. 1-2. 11
Ηττημένη εικόνα με γεύση αλαζονείας φαίνεται σαν να έμεινε έτσι άγρυπνος από κείνη την νύχτα περιπλανώμενος, ορφναίος. Ανήσυχη η κλίνη του χωρίς την προσδοκία καταφυγής ή κάποιας ίσως θεραπείας το ξημέρωμα. Και με τον αίνο των στρατιωτών με το κοντάρι να εξορκίζουν στον άνεμο το εύρος του καμπυλόγραμμου τυμπάνου και την σκοτία στην βάση ενός κίονα. Ενώ αυτός αναρωτιέται πώς να διοικεί με συνετό για εκείνον τρόπο τα ερείπια ακόμη αντιστέκονται στο αίμα ενός ξένου που ανθίζει αναστημένο. 12
Συνάντηση Ταξιδεύοντας στο σώμα της βροχής, στην ερειπωμένη χώρα του Δάντη. Πώς να απομυθεύσω τα λευκά, σκιερά χαμόγελα του έρωτα στην Κρήτη; Εκεί στη μέση της θάλασσας (Το σαλάχι του Λιβυκού χαϊδεύει το βυθό να μη φοβάται μόνος του στα σκοτεινά.) Δεν είχε περάσει από το πρόσωπό μου θαλασσινό αγέρι κανένα εδώ και χρόνια στην κόψη του ηφαιστείου και στην καλντέρα της καταποντισμένης ηπείρου. Όταν κατέβηκα στη χώρα των Κυκλώπων είχα στερέψει τις πηγές μου στη λίμνη με τις αρχαίες μνήμες. Ύστερα το φεγγάρι βυθίστηκε στο παραγάδι των σκιών. Εκεί, στη νοτιά του περιφρονημένου Φραγκοκάστελλου με τις πολεμίστρες, στους ζωγραφιστούς τοίχους του Αγίου Μάρκου που δεν φαίνονται, ανάμεσα στις δροσερές σκιές των σκοτωμένων και τη μαρμαρωμένη αμεριμνησία των κρίνων Αναφέρεται στους στίχους: «Καταμεσής της θάλασσας στέκει μια χώρα ερειπωμένη» είπε αυτός, «που τήνε λένε Κρήτη», Δάντης, Κόλαση XIV, 94-95. 13
συνάντησα τον έφιππο άντρα με το φτερούγισμα του αετού απλωμένο στην όψη του. Στο τέντωμα της ματιάς του είδα για λίγο να ζυγιάζονται πάθη του Δον Κιχώτη και υγρό γέλιο του δελφινιού. Μια ξάστερη χαρά γεμάτη θάρρος, πνοή από εκείνο το Μάη. Προσκυνητής μεγαλείων ή πληγών, ποιος ξέρει; Μιας χώρας που τα βουνά επιστρέφουν στη θάλασσα και το θυμάρι θυσιάζεται ακόμα γενναιόδωρα με αρώματα που υφαίνουν οι μέλισσες στην ανίσκιωτη πέτρα, ωδή στην ξεραΐλα που κραυγάζει και βουητό στην αιχμαλωσία του αέρα. Φαράγγι που όργωσε η ομορφιά με το βαθύ αλέτρι της και με το βελόνι του το κέντισε ο ήλιος. Τα πέταλα του αστεριού η θάλασσά του μεσημέρι. Το φως χύθηκε στη φοβερή σχισμή του και την τύφλωσε με απλότητα πριν το σκοτάδι της να καταλάβει τι του έμελλε. Έτσι χάθηκε το μυστήριο των αργυρών βράχων και τότε ήρθε δυο φορές ο σκοτεινός Αύγουστος με το λιμό. Και η μητέρα κατασπάραξε τα παιδιά της από φθόνο. Απαράλλαχτα όπως στους παλιούς χρόνους ένας καταχανάς στον Άγιο Ιωάννη χάραξε τη λευκή νύφη στο κρεβάτι της σε θάνατο αταίριαστο. Τώρα στην Ορθή Άμμο στάζω λόγια-χαλίκια, στεγνώνει το στόμα μου βαραίνει ο κόσμος. Θαλασσοξεπλύνεται μια σκέψη μου και το άλλο πρωί την απλώνει κάποια ακτή της Αφρικής. Δεν σε βλέπω αλλά το κρόσσι του μετώπου σου με ξύπνησε στο όνειρο. Κόκκινη θήλασα μια φλέβα. Στην επιστροφή της η ζωή πόνεσε με ειλικρίνεια. 14