ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ» Η αντισυμβατική πνευματικη φωνή του μεταπολέμου ΖΕΜΠΙΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ κ. ΛΑΜΠΡΟΣ ΒΑΡΕΛΑΣ ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Λάμπρος Βαρελάς, Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Μάρθα Βασιλειάδη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ.4-6 ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ..7-8 Μέρος Πρώτο Η έκδοση, το πρόγραμμα και οι συντελεστές Κεφ. 1. Οι εκδοτικές συνθήκες και οι προγραμματικές αρχές...10 Α) Η οδυνηρή περίοδος 1945-1967. Η λογοτεχνία και η κριτική στη δίνη της ιδεολογικής πόλωσης και των κοινωνικών αναταραχών.10-21 Β) Οι προγραμματικές αρχές και ο χαρακτήρας των Νέων Ελληνικών....22-28 Γ) Η κυκλοφορία και η υποδοχή..... 29-39 Κεφ. 2. Οι συντελεστές και η ύλη....40 Α) Οι εκδότες...40-47 Β) Οι συνεργάτες. 48-51 Γ) Η ύλη: συνοπτική παρουσίαση....52-56 Μέρος Δεύτερο Τα λογοτεχνικά κείμενα Κεφ. 3. Τα ποιητικά και τα πεζά αφηγηματικά κείμενα... 58-64 Μέρος Τρίτο Τα κριτικά κείμενα Κεφ. 4. Κριτικές και ζητήματα λογοτεχνίας.....66-80 Κεφ. 5. Θέματα φιλοσοφίας........81 Α) Ζητήματα επιστημολογίας......81-84 Β) Ζητήματα γνωσιολογίας και το ιδεώδες της Αναρχίας....85-88 2
Γ) Προβλήματα πολιτικής..89-92 Μέρος Τέταρτο Η καλλιτεχνική επικαιρότητα Κεφ. 6. Πνευματική και καλλιτεχνική επικαιρότητα - κριτική στο πνευματικό κατεστημένο. 94-105 Κεφ. 7. Κριτική του θεάτρου. 106-110 Μέρος Πέμπτο Άλλα ζητήματα της επικαιρότητας Κεφ. 8. Κοινωνικοπολιτική επικαιρότητα - κριτική στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα......112-117 Κεφ. 9. Ζητήματα Παιδείας........118-122 Κεφ. 10. Κριτική του Τύπου και της δημοσιογραφίας.. 123-126 Κεφ. 11. Επετειακά άρθρα.....127-128 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ....... 129-134 Αρχές της ευρετηρίασης.....135-136 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΕΥΧΗ.....137-167 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ.. 168-179 ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΑΝ ΕΝΤΟΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ...179-190 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...191-194 3
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η μελέτη των περιοδικών λόγου και τέχνης αποτελεί τα τελευταία χρόνια μια ιδιαίτερα προσφιλή ενασχόληση της φιλολογικής επιστήμης. Τα λογοτεχνικά κείμενα, οι λογοτεχνικές κριτικές και οι θεωρητικές μελέτες πάνω στα ζητήματα που αφορούν την τέχνη του λόγου η παρακολούθηση και ο σχολιασμός της πνευματικής και καλλιτεχνικής επικαιρότητας, και ο διάλογος που συντελείται πάνω στα πνευματικά ή άλλα ζητήματα, καθιστούν τα περιοδικά ένα είδος ιστορικού τεκμηρίου μέσω του οποίου αποκτούμε σαφέστερη εικόνα του πνευματικού κλίματος της εκάστοτε εποχής, εμπλουτίζοντας παράλληλα με πολύτιμα στοιχεία την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Για το λόγο αυτό, οι έρευνες που έχουν ως αντικείμενο περιοδικά λόγου και τέχνης συμπεριλαμβανομένης και της παρούσας κινούνται πάνω σε δύο βασικούς άξονες: πρώτον στην προσπάθεια αναδείξης της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του περιοδικού μέσα από τη μελέτη των βασικών θεμάτων, τη σύνθεση των κοινών ιδεών που διέπουν τα άρθρα που φιλοξενεί, και την ανάδειξη της στάσης του απέναντι στη σύγχρονη πολιτική και πνευματική ζωή, και δεύτερον στη σκιαγράφηση της γενικότερης πολιτικής, πνευματικής και κριτικής περιρρέουσας ατμόσφαιρας έτσι ώστε να καθίσταται δυνατός ο εντοπισμός του τρόπου με τον οποίο το περιοδικό συνδιαλέγεται με τον εποχή του. Το ερέθισμα που με οδήγησε στην επιλογή των Νέων Ελληνικών ως θέμα της διπλωματικής μου εργασίας, δεν προήλθε από κάποιο προϋπάρχον ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μεταπολεμική λογοτεχνική και κριτική παραγωγή, ούτε από σχετική προηγούμενη ενασχόληση με τα περιοδικά λόγου και τέχνης, αλλά από την εκτίμηση που τρέφω για την πνευματική και λογοτεχνική παρουσία του Ρένου Αποστολίδη. Η εκτίμηση αυτή πυροδότησε το ερευνητικό ενδιαφέρον σχετικά με τις καταβολές, τις ιδέες, την κριτική, και τη συνολική δράση του αντισυμβατικού αυτού φορέα της μεταπολεμικής πνευματικής ζωής, και τα Νέα Ελληνικά περιοδικό που όπως θα φανεί ταυτίστηκε με το όνομα και τη στάση του Ρένου Αποστολίδη ήταν το πιο πρόσφορο έδαφος. Με αυτό το έντυπο, ο Ρένος ίδρυσε με τη συνέργεια, την υποστήριξη και τη συνδιεύθυνση του πατέρα του Ηρακλή Αποστολίδη το προσωπικό του δημόσιο βήμα, απ όπου, αρχής γενομένης το 1952 (Ιανουάριος-Ιούλιος, 8 τεύχη), υφίσταντο έλεγχο και στηλιτεύονταν σε μηνιαία βάση όλα τα κακώς κείμενα της πνευματικής ζωής, ασκούνταν με τη συμβολή ορισμένων συνεργατών κριτική στην εγχώρια και στην ξένη λογοτεχνία, και ανθολογούνταν, από τον Ηρακλή Αποστολίδη, ποίηση και διηγήματα. Δεδομένων των πολλών συγκρούσεων που προκάλεσε η μαχητική στάση του περιοδικού και παρά την εξαιρετικά επιτυχημένη του κυκλοφορία, η επανέκδοση που επιχειρήθηκε το 1957 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος, 2 τεύχη) δε στέφθηκε με επιτυχία, ενώ η διατήρηση της δομής και, σε μεγάλο βαθμό, του περιεχομένου, μας υποβάλλουν 4
πολλές φορές να συνεξετάζεται με τη χρονικά εγγύτερη εκδοτική παρουσία του 1952, ως πρώτη περίοδος. Τα Νέα Ελληνικά κυκλοφόρησαν 16 ακόμα τεύχη από τον Ιανουάριο του 1966 έως τον Απρίλιο του 1967 (δεύτερη περίοδος), αυτή τη φορά, όμως, με σαφώς διευρυμένο τον κύκλο των ενδιαφερόντων προς την κοινωνικοπολιτική επικαιρότητα, και σε ζητήματα φιλοσοφίας, πολιτικής και επιστήμης, χωρίς παράλληλα να απωλέσουν τη λογοτεχνική τους ταυτότητα. Η εργασία είναι αρθρωμένη σε έντεκα κεφάλαια που κατανέμονται σε πέντε μέρη. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται τα εξής: η περιρρέουσα πολιτική, κοινωνική και λογοτεχνική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία γεννήθηκαν τα Νέα Ελληνικά, ο χαρακτήρας, οι ιδέες, και οι προγραμματικές αρχές του περιοδικού, η κυκλοφορία και η υποδοχή του (κεφ. 1), στοιχεία για τη ζωή και γενικότερη πνευματική προσφορά των εκδοτών και των τακτικών συνεργατών καθώς και ανάδειξη της παρουσίας που είχε ο καθένας στο περιοδικό, και, τέλος, συνοπτική παρουσίαση της ύλης και των κύριων θεμάτων του περιοδικού (κεφ. 2). Το δεύτερο μέρος αφιερώνεται αποκλειστικά στα λογοτεχνικά κείμενα, όπου με τη βοήθεια στατιστικών δεδομένων έγινε προσπάθεια να προσδιοριστεί η λογοτεχνική ύλη του περιοδικού και να εξακριβωθεί ποιοι συγγραφείς είχαν την ισχυρότερη παρουσία. Το τρίτο μέρος προσανατολίζεται στα κριτικά και τα θεωρητικά κείμενα του περιοδικού. Πιο συγκεκριμένα, εδώ επιχειρείται η μελέτη και η συνεξέταση των λογοτεχνικών κριτικών (κεφ. 4) και των άρθρων που καταπιάνονται με ζητήματα φιλοσοφίας (κεφ. 5), τα οποία διαχωρίζονται σε τρεις τομείς: επιστημολογία (5α), γνωσιολογία και Αναρχία (5β) και ζητήματα πολιτικής (5γ). Το τέταρτο και το πέμπτο μέρος αγγίζουν όλο το φάσμα της επικαιρότητας, η οποία δεν έλλειψε ποτέ από το κριτικό στόχαστρο των Νέων Ελληνικών. Το τέταρτο μέρος επικεντρώνεται στην καλλιτεχνική επικαιρότητα, όπως αυτή παρουσιάστηκε μέσα από το συνεχή έλεγχο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής (κεφ. 6), και στην κριτική του θεάτρου, που επίσης δεν έλλειψε σχεδόν ποτέ από τις σελίδες του περιοδικού (κεφ. 7). Τέλος, στο πέμπτο μέρος συσσωματώνονται όλα τα υπόλοιπα ζητήματα της επικαιρότητας: από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα (κεφ. 8) και την κατάσταση της σύγχρονης Εκπαίδευσης (κεφ. 9), μέχρι την κριτική που ασκήθηκε στον Τύπο και στους δημοσιογράφους (κεφ. 10), και τα επετειακά άρθρα που δημοσιεύτηκαν με αφορμή σημαντικές επετείους (κεφ. 11). Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω, πριν απ όλους, τον Ήρκο Αποστολίδη, που δίχως τη φιλότιμη και καλοδιάθετη συμβολή του θα ήταν αδύνατη η εκπόνηση της εργασίας. Δεν υπάρχει ολόκληρο το σώμα του περιοδικού σε κάποια απ τις βιβλιοθήκες της Θεσσαλονίκης και τα αποθέματα των συγκεντρωτικών επανεκδόσεων έχουν εξαντληθεί. Για το λόγο αυτό, ενήργησε μέσω της κ. Βάσως Δανέζη (την οποία ευχαριστώ επίσης) έτσι ώστε να αποκτήσω τα τεύχη του 1966-1967, και φρόντισε να μου σταλούν σε ψηφιακή μορφή τα τεύχη του 1952/1957. Επίσης, τον ευχαριστώ θερμά για τις πολύωρες και ουσιαστικές συζητήσεις μας σχετικά με το περιοδικό, και για το γεγονός ότι μου παρείχε καθοδήγηση στην περιπλάνησή μου στο ογκωδέστατο προσωπικό Αρχείο του Ρένου Αποστολίδη, όπου μου επετράπη η πρόσβαση, η μελέτη, 5
και η φωτογράφηση. Φωτογραφημένο υλικό μου παρείχε με την ίδια προθυμία και ο Στάντης Αποστολίδης, τον οποίο ευχαριστώ εξίσου. Τέλος, στη βοήθεια και στην εμπειρία του καθηγητή κ. Μιχάλη Μπακογιάννη χρωστάω τη λύση ορισμένων μεθοδολογικών ζητημάτων και προβλημάτων δομής, ενώ ευχαριστώ θερμά, επίσης, τον κ. Λάμπρο Βαρελά για τη σωτήρια συμπαράσταση και την ουσιαστική βοήθειά του στα τελευταία στάδια της εργασίας. 6
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΙΤΛΟΣ ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΥΠΟΤΙΤΛΟΣ Λογοτεχνικό περιοδικό Ηρ. και Ρ. Αποστολίδη (τχ. 1, 1952-τχ. 2, 1957) // Διευθυντής: Ρένος Ηρ. Αποστολίδης (τχ. 1, 1966- τχ. 16, 1967) ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Ρένος Αποστολίδης ΣΥΝΥΠΕΥΘΥΝΟΣ Ηρακλής Αποστολίδης ΤΟΠΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ Αθήνα, Τήνου 16 (τχ. 1-τχ. 7, 1952) // Αθήνα, Σπετσών 20 (τχ. 1-τχ. 2, 1957) // Αθήνα, Μηθύμνης 43 (τχ. 1, 1966-τχ. 16, 1967) ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ Αθήνα, τυπογραφείο Μ. Μπετσάκου, Σόλωνος 100 (τχ. 1, 1952) // Αθήνα, τυπογραφείο Αφών Γ. Ρόδη, Κεραμεικού 42 (τχ. 2- τχ.7, 1952) και Άμπλιανης 31 (τχ. 1-τχ. 2, 1957) // Αθήνα, τυπογραφείο Χρήστος Μανουσαρίδης, Μενάκη/Σόλωνος 122 (τχ. 1-τχ. 2, 1966) και Κωλέττη 24 (τχ. 3, 1966-τχ. 16, 1967) ΔΙΑΡΚΕΙΑ Ιανουάριος - Ιούνιος 1952 // Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 1957 Ιανουάριος 1966 - Απρίλιος 1967 ΜΕΓΕΘΟΣ 1952: τχ. 1-7, σ. 1-552 // 1957: τχ. 1-2, σ. 1-136 // 1966-1967: τχ. 1-16, σ. 1-1.280 (Κυκλοφόρησαν επίσης το έκτακτο τεύχος 6 α ) (15 Μαΐου 1952, σ. 457-480), και το τεύχος «διακύρηξη» 17 (Μάιος 1969, σ. 1.281-1.286) ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ 1952-1957: 14,2 x 20,2 // 1966-1967: 17 x 24 ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΤΗΤΑ Μηνιαίο ΤΙΜΗ ΤΕΥΧΟΥΣ 5.000 δρχ. (1952) // 10 δρχ. (1957) // 15 δρχ. (1966-1967) ΣΥΝΔΡΟΜΗ Μόνο ετήσιες. Εσωτερικού: 60.000 δρχ. (1952), 180 δρχ. (1966-1967) // Εξωτερικού: 1952: 4 λίρ. (Αγγλία), 3 λίρ. (Αίγυπτος), 8 δολ. (Αμερική), 2.000 φρ. (Γαλλία), 4 λίρ. (Ιταλία), 7 δολ. (Καναδάς), 5 λίρ. (Ν. Αφρική), 14 λίρ. (Τουρκία). [Απ το τχ. 3 κ.ε. πέφτουν οι τιμές στην Αγγλία (λίρ. 2), στην Αίγυπτο (λίρ. 2), και στην Τουρκία (λίρ. 12)]. 1966-1967: 250 δρχ. [Στο τχ. 1 ήταν 230 δρχ.]. 7
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Λεξικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας: πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 1.533. Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμ. 44, Αθήνα 1981, σ. 409. Ελισάβετ Αρσενίου, Νοσταλγοί και πλαστουργοί: έντυπα, κείμενα και κινήματα, στη μεταπολεμική λογοτεχνία, Τυπωθήτω, Αθήνα 2003, σ. 97-103. Ευριπίδης Γαραντούδης, «Τα μεταπολεμικά λογοτεχνικά περιοδικά. Λογοτεχνία, κριτική, ιδεολογία», Νέα Εστία, τόμ 151, τχ. 1.746 (Ιούνιος 2002), σ. 1.040. Αντώνης Καρτσάκης, Μεταπολεμική κριτική και ποίηση. Ζητήματα αισθητικής και ιδεολογίας, Εστία, Αθήνα 2009, σ. 100-101. Δημήτρης Τζιόβας, Ο μύθος της γενιάς του Τριάντα. Νεοτερικότητα, ελληνικότητα και πολιτισμική ιδεολογία, Πόλις, Αθήνα 2011, σ. 492-494. 8
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΕΚΔΟΣΗ, ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Οι εκδοτικές συνθήκες και οι προγραμματικές αρχές Α) Η οδυνηρή περίοδος 1945-1967. Η λογοτεχνία και η κριτική στη δίνη της ιδεολογικής πόλωσης και των κοινωνικών αναταραχών - Ιστορικό και κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο Από την έκδοση του πρώτου (1952) μέχρι την έκδοση του τελευταίου τεύχους των Νέων Ελληνικών (1967) μεσολάβησαν δεκαπέντε χρόνια. Το διάστημα αυτό εμπίπτει στη λεγόμενη μεταπολεμική περίοδο (1944-1967) κατά την οποία όπως υποδηλώνει και ο χαρακτηρισμός της η τροπή που πήραν οι πολιτικές και οι πνευματικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο είχε ως αφετηρία και σημείο αναφοράς την αιματηρότερη σύγκρουση που βίωσε η ανθρωπότητα, το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεδομένου ότι τα Νέα Ελληνικά ειδικά κατά την δεύτερη περίοδο ήταν άμεσα συναρτημένα με την πολιτική σκηνή, και σε όλη την περίοδο της κυκλοφορίας τους σε συνεχή διάλογο με τη λογοτεχνία και την εγχώρια λογοτεχνική επικαιρότητα, σκόπιμη είναι, στο σημείο αυτό, μια παρουσίαση του ιστορικού και του λογοτεχνικού ορίζοντα για τη βαθύτερη κατανόηση των συνθηκών που πλαισιώνουν το περιοδικό. Μετά τη λήξη Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η συντριπτική στρατιωτική και οικονομική υπεροχή των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ διαχώριζε σταδιακά τον κόσμο σε δύο αντίπαλα ιδεολογικά και οικονομικά στρατόπεδα και διαμόρφωνε ένα νέο πλαίσιο διεθνών συγκρούσεων που έμεινε γνωστό ως Ψυχρός Πόλεμος. Οι Αμερικάνοι, με την προώθηση του Σχεδίου Μάρσαλ (1948-1952) στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, έθεταν τη βάση για την εγκαθίδρυση ενός διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος ελεύθερης αγοράς και εμπορίου, ενώ οι Σοβιετικοί προσπαθούσαν να επιβάλουν και να διατηρήσουν καθεστώτα κομμουνιστικά στις ανατολικές χώρες της Ευρώπης. Πρόκειται για μια περίοδο κατά την οποία η εκατέρωθεν ραγδαία ανάπτυξη του πυρηνικού οπλοστασίου καθιστούσε εκ των πραγμάτων εξασφαλισμένη την αμοιβαία αλληλοεξόντωση των αντιπάλων, διαμορφώνοντας μια παράδοξη «ισορροπία του τρόμου». Παράλληλα, με την επιτάχυνση της «αποαποικιοποίησης» στις αρχές του 60, ο παγκόσμιος πολιτικός χάρτης άλλαξε ριζικά εξαιτίας της ανάδυσης ενός μεγάλου αριθμού οικονομικά αδύναμων κρατών στις περιοχές της Ν. Ασίας, της Μ. Ανατολής και της Αφρικής που έμειναν γνωστά ως «Τρίτος Κόσμος». Καθώς οι ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία) έχαναν τις αποικίες τους, είχε ήδη ξεκινήσει στο πλαίσιο της διαχείρισης της αμερικανικής οικονομικής βοήθειας η 10
σταδιακή προσχώρηση των οικονομιών των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών σε υπερεθνικούς θεσμούς με απώτερο σκοπό την πολιτική ενοποίηση της ηπείρου. 1 Η Ελλάδα, με χαίνουσες ακόμη τις πληγές από την ιταλογερμανική εισβολή και Κατοχή (1940-1944), μετατράπηκε σε πεδίο εμφύλιας σύρραξης (1946-1949) ανάμεσα στις ενισχυμένες κατά τη διάρκεια της Αντίστασης κομμουνιστικές δυνάμεις (ΕΑΜ/ΚΚΕ) και τα φιλοβασιλικά κυβερνητικά στρατεύματα («Λαϊκό Κόμμα»). 2 Οι καταστάσεις αυτές διαμόρφωσαν μια Ελλάδα ερειπωμένη, εξανδραποδισμένη, οικονομικά κατεστραμμένη, με αποδιοργανωμένους δημοκρατικούς θεσμούς, και κληροδότησαν ένα αγεφύρωτο ιδεολογικοπολιτικό χάσμα ανάμεσα στη νικήτρια εθνικόφρονα Δεξιά παράταξη και στις αντιφρονούσες κομμουνιστικές ή προοδευτικές δυνάμεις. 3 Υπό αυτές τις συνθήκες, η χώρα πέρασε από τη σφαίρα της αγγλικής στη σφαίρα της αμερικανικής οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής επιρροής (Δόγμα Truman 1947, ένταξη στο ΝΑΤΟ 1952). Ο αμερικανικός παράγοντας, ανασυντάσσοντας το πολιτικό προφίλ της Δεξιάς και ρυθμίζοντας τις προϋποθέσεις για την επιτυχία της στις εκλογές του 1952 (νίκη «Ελληνικού Συναγερμού»), 4 προσπάθησε να προωθήσει την παγίωση ενός ισχυρού αντικομμουνιστικού καθεστώτος, κατάλληλου να διαχειριστεί τα αμερικανικά κονδύλια και πρόθυμου να δρομολογήσει την ένταξη της χώρας στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Τέθηκε, έτσι, η βάση για τη μακροχρόνια διακυβέρνηση της Δεξιάς (1952-1963) με σημαντικούς συμμάχους στη διατήρηση της επιβολής της: το Βασιλιά, το στρατό, την οικονομική ολιγαρχία, το διατηρηθέν νομοθετικό πλαίσιο του εμφυλίου πολέμου, 5 και τα όργανα επιβολής φόβου και βίας (αστυνομία, εθνοφυλακή, χωροφυλακή, μυστικές υπηρεσίες). Ο παντοδύναμος κρατικός μηχανισμός, με το πρόσχημα της «εθνικοφροσύνης», υιοθετεί τη διαχωριστική ιδεολογική γραμμή «πας μη εθνικόφρων είναι κομμουνιστής», 6 διώκοντας και φιμώνοντας τους κομμουνιστές αλλά και κάθε φορέα κριτικής απέναντι στο σύστημα. Κορυφαίες στιγμές εκδήλωσης του παρακρατικού προσώπου, το οποίο «τελειοποιήθηκε το 1958» 7 έπειτα από τη ραγδαία εκλογική άνοδο της Αριστεράς (ΕΔΑ), ήταν η νόθευση του αποτελέσματος των εκλογών του 1961 και η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη (1963). Η λαϊκή αντίδραση εκδηλώνεται με την εκλογική νίκη της «Ένωσης Κέντρου» (1964) υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου ο οποίος προσπαθούσε από το 1961 να συσπειρώσει τις αγανακτισμένες λαϊκές μάζες («ανένδοτος αγώνας»), ευαγγελιζόμενος τον εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος και υποσχόμενος διαρθρωτικές αλλαγές στην 1 Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου, Πατάκης, Αθήνα 2008, σ. 29-58. 2 Νίκος Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1976, σ. 137-144. 3 Άγγελος Ελεφάντης, «Εθνικοφροσύνη, Η Ιδεολογία του Τρόμου και της Ενοχοποήσης», στον τόμο Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο 1945-1967 (4 ο επιστημονικό συνέδριο, Πάντειον Πανεπιστήμιο, 24-27 Νοεμβρίου 1993), Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1994, σ. 645-654. 4 Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία. Από την απελευθέρωση ως τους Συνταγματάρχες, Ολκός, Αθήνα 1974, σ. 96-99. 5 Μεταξύ των άλλων διατηρείται η απαγόρευση της ύπαρξης κομμουνιστικού κόμματος και θεσπίζεται η έκδοση «πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων», για όσους ήθελαν να εργαστούν στο δημόσιο τομέα. Βλ. Βασιλική Μεσθανέως, «Η αντιπολίτευση στη Ελλάδα κατά την περίοδο 1949-1963», στον τόμο Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο 1945 1967, ό.π. (σημ. 3), σ. 673-674. 6 Άγγελος Ελεφάντης, ό.π. (σημ. 3), σ. 648. Για το ιδεολόγημα της «εθνικοφροσύνης» και τη λειτουργία του ως «κριτήριο για τη νομιμοποίηση του πλήρους αποκλεισμού των διαφωνούντων», βλ. και Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Η ιδεολογική επίδραση του Εμφυλίου πολέμου», στον τόμο Εταιρία Νεοελληνικών Μελετών (MGSA), Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950: ένα έθνος σε κρίση (Επιστημονικό συμπόσιο, American University, Washington, 2 9 Νοεμβρίου 1978). Θεμέλιο, Αθήνα 1984, σ. 574-577. 7 Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ό.π. (σημ. 4), σ. 136. 11
Εκπαίδευση και στην οικονομία. Όμως, στο μικρό διάστημα διακυβέρνησής του, με την απόφασή του να εκκαθαρίσει το στράτευμα κοιτίδα του καταπιεστικού μηχανισμού ανησύχησε τους Αμερικανούς ιθύνοντες και οδηγήθηκε σε ανοιχτή σύγκρουση με το Βασιλιά Κωνσταντίνο («Ιουλιανά» 1965). Εντούτοις, ο Βασιλιάς αν και απέπεμψε τον Παπανδρέου, δεν μπορούσε να αποτρέψει τη σίγουρη νίκη του στις επικείμενες εκλογές, εξαιτίας της ενισχυμένης δημοτικότητας της Ε.Κ. Με τον «κίνδυνο» αυτόν ενόψει, κι έπειτα από μια σειρά αποτυχημένων «κοινοβουλευτικών ελιγμών» 8 με συνεργατικές κυβερνήσεις μικρής πλειοψηφίας, μια χούντα κατώτερων αξιωματικών, υποβοηθούμενη από ελληνικές και αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες (ΚΥΠ και CIA), καταλαμβάνει την εξουσία με τα όπλα στις 21 Απριλίου του 1967. 9 Όλες οι πολιτικές πρωτοβουλίες από τα τέλη της δεκαετίας του 40 περιστρέφονταν γύρω από το πρόβλημα της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας. Η οικονομική βοήθεια και τα δάνεια, που προέβαλλαν ως άμεσες λύσεις για το οικονομικό αδιέξοδο, προήλθαν κυρίως από τους Αμερικανούς, οι οποίοι απέβλεπαν στην ανασυγκρότηση και τη «σταθεροποίηση» της ελληνικής οικονομίας με απώτερους στόχους: την ενθάρρυνση των βιομηχανικών επενδύσεων, την απελευθέρωση του εμπορίου, και τη σταδιακή ένταξη της χώρας στην παγκόσμια αγορά. 10 Μέσω των οικονομικών μεταρρυθμίσεων πριμοδοτούνταν, επίσης, η ανάπτυξη μιας συμπαγούς μεσαίας αστικής τάξης, άμεσα εξαρτώμενης από την κρατική προστασία, που θα λειτουργούσε ως σταθεροποιητικός παράγοντας του καθεστώτος. 11 Όμως, παρά τη μερική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και τα ποσοτικά επιτεύγματα στους τομείς της γεωργίας, της βιομηχανίας, του εμπορίου, της ναυτιλίας και του τουρισμού, η οικονομική ανάπτυξη ήταν στρεβλή, δεν κατάφερε να αφομοιώσει μεγάλη μερίδα του πληθυσμού και παρήγαγε κοινωνικές ανισότητες. 12 Τα υψηλά επίπεδα της ανεργίας σε συνδυασμό με την άνιση κατανομή του εισοδήματος τροφοδότησαν το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα της δεκαετίας του 60. 13 Ταυτόχρονα, εντείνεται και το φαινόμενο της αστικοποίησης. Κύριος πόλος έλξης των αγροτικών πληθυσμών έγινε η Αθήνα, 14 η οποία επεκτάθηκε πολεοδομικά και εξελίχθηκε σε κέντρο οικονομικής ανάπτυξης και επενδυτικών δραστηριοτήτων. 15 Η Ελλάδα στην περίοδο 1949-1967 μετατρέπεται σταδιακά από 8 Νίκος Σβορώνος, ό.π. (σημ. 2), σ. 151. 9 Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ό.π. (σημ. 4), σ. 165-167. 10 Για το ρόλο των Αμερικανών στη διαμόρφωση της ελληνικής οικονομίας βλ. Γιώργος Σταθάκης, «Η Οικονομική Πολιτική των ΗΠΑ στην Ελλάδα, 1949-1953: Σταθεροποίηση και Νομισματική Μεταρρύθμιση», στον τόμο Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο 1945-1967, ό.π. (σημ. 3), σ. 41-56. Βλ επίσης Σωτήρης Βαλντέν, «Εξωτερικό εμπόριο και εξωτερική εμπορική πολιτική της Ελλάδας 1950-1967», στον τόμο Ουρανία Καϊάφα (επιμ.), 1947-1967. Η εκρηκτική εικοσαετία (Επιστημονικό Συμπόσιο 10 12 Νοεμβρίου 2000), Εταιρία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 2002, σ. 227-230. 11 Κώστας Βεργόπουλος, «Η συγκρότηση της νέας αστικής τάξης, 1944-1952», στον τόμο Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950: ένα έθνος σε κρίση, ό.π.(σημ. 6) σ. 544-546. 12 Για τις αρνητικές συνέπειες της οικονομικής ανάπτυξης βλ. Γιάννης Μητάκος, «Οικονομικά και Κοινωνικά Αδιέξοδα στη Δεκαετία του 60 και Τάσεις Υπέρβασής τους σε Πολιτικό Επίπεδο: Οι Αγκυλώσεις μιας Ανάπηρης Καρέκλας», στον τόμο Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο 1945-1967, ό.π. (σημ. 3), σ. 700. Βλ. επίσης, Γιώργος Σταθάκης, «Η απρόσμενη οικονομική ανάπτυξη στις δεκαετίες του 50 και του 60: η Αθήνα ως αναπτυξιακό υπόδειγμα», στον τόμο 1947-1967. Η εκρηκτική εικοσαετία, ό.π. (σημ. 10), σ. 61-62. 13 Μεταξύ 1955 και 1964 μετανάστευσαν γύρω στα 500.000 άτομα το 60% των οποίων ήταν αγρότες. Βλ. Σάββας Ρόμπολης, «Η μετανάστευση στην Ελλάδα κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1967) ως συνιστώσα της αναπτυξιακής πολιτικής», στον τόμο 1947-1967. Η εκρηκτική εικοσαετία, ό.π. (σημ. 10), σ. 303-304. 14 Για τη δεσπόζουσα θέση της Αθήνας στην προσέλκυση του αγροτικού δυναμικού βλ. Ηλίας Κατσίκας και Λόης Λαμπριανίδης, «Πληθυσμιακές μετακινήσεις στο εσωτερικό της υπαίθρου και η τάση για δημιουργία μεσαίου μεγέθους αστικών κέντρων», στον τόμο Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο 1945-1967, ό.π. (σημ. 3), σ. 493. 15 Γιώργος Σταθάκης, ό.π. (σημ. 12), σ. 58-59. 12
αγροτική σε βιομηχανική χώρα, 16 προσδένεται στο άρμα των δυτικών καπιταλιστικών κρατών, και εντάσσεται σε πολλούς διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς. 17 - Η νεοελληνική λογοτεχνία της μεταπολεμικής περιόδου (1944-1967). Πρώτη και Δεύτερη Μεταπολεμική Γενιά. Η οδυνηρή περίοδος της Αντίστασης και της Κατοχής (1940-1944) είχε καταλυτική επίδραση στη λογοτεχνική παραγωγή. Το βίωμα και οι τραυματικές εμπειρίες επηρέασαν το έργο των προπολεμικών ποιητών, 18 αλλά περισσότερο καθόρισαν μια νέα γενιά λογοτεχνών οι οποίοι κατά την περίοδο αυτή, και αμέσως μετά την Απελευθέρωση, έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους. Πρόκειται για την Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά που ανδρώθηκε μέσα σε μια δεκαετία αίματος, φόβου, δοκιμασίας των κοινωνικών οραμάτων και έντονων εμφύλιων σπαραγμών. 19 O όγκος της μεταπολεμικής πεζογραφικής και ποιητικής παραγωγής παρουσιάζεται αισθητά αυξημένος συγκριτικά με τη λογοτεχνική παραγωγή της προηγούμενης περιόδου, ενώ λείπουν οι ηγετικές φυσιογνωμίες και οι λογοτέχνες δε διακρίνονται σε «μείζονες» και «ελάσσονες». 20 Επιπλέον, τα κοινά βιώματα και οι κοινές εικόνες από τον ζόφο του πολέμου συντονίζουν την προσωπική εμπειρία του δημιουργού με τη συλλογική εμπειρία και δημιουργούν αυξημένες προϋποθέσεις για την κοινωνική επενέργεια της λογοτεχνίας. 21 Ως εκ τούτου, βασικό χαρακτηριστικό αυτής της γενιάς, είναι η «έντονη πολιτικοποίησή της» 22 ή, σύμφωνα με την οπτική του Δ. Ν. Μαρωνίτη, η ιδιάζουσα «ποιητική και πολιτική ηθική» της, 23 η οποία εκφράζεται ως συνάρτηση της ενεργητικής συμμετοχής των περισσότερων εκπροσώπων της στο ιστορικοπολιτικό γίγνεσθαι και της άμεσης σύνδεσης του λογοτεχνικού έργου με την 16 Βλ. τις περιόδους της μεταπολεμικής ελληνικής οικονομίας στη μελέτη του Γεώργιου Κορρέ, «Τεχνολογική πολιτική και ελληνική οικονομική ανάπτυξη στη μεταπολεμική περίοδο 1945-1967», στον τόμο Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο 1945-1967, ό.π. (σημ. 3), σ. 309. 17 Η Ελλάδα από το 1950 μέχρι το 1962 είχε προσχωρήσει στους εξής οργανισμούς: GATT, ΔΝΤ, ΟΕΟΣ/ΟΟΣΑ, ΕΟΚ. Βλ. Σωτήρης Βαλντέν, ό.π. (σημ. 10), σ. 231-234. 18 Ποιητές όπως ο Άγγελος Σικελιανός, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, η Ρίτα Μπούμη και ο Νίκος Παππάς, αποτυπώνουν στη δεκαετία του 40, ο καθένας με τον τρόπο του, το βίωμα και τις εμπειρίες της Κατοχής. Βλ. τις εξής μελέτες: Βύρων Λεοντάρης, «Ιδεολογικοί προσανατολισμοί της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης», περ. Κριτική, τχ. 7-8 (Ιανουάριος-Απρίλιος 1960), σ. 4-8, Δώρα Μέντη, Μεταπολεμική πολιτική ποίηση. Ιδεολογία και ποιητική, Κέδρος, Αθήνα 1995, σ. 121-125 και Vincenzo Rotolo, «Τα κυριότερα γνωρίσματα της ελληνικής αντιστασιακής ποίησης», στον τόμο Σωκρ. Λ. Σκαρτσής (επιμ.), Πρακτικά Έκτου Συμποσίου Ποίησης. Νεοελληνική μεταπολεμική ποίηση (1945-1985), Γνώση, Αθήνα 1987, σ. 255-263. 19 Το σχήμα των μεταπολεμικών ποιητικών γενεών το εισηγήθηκε ο Αλέξανδρος Αργυρίου, «Σχέδιο για μια συγκριτική της μοντέρνας ελληνικής ποίησης», Διαβάζω, τχ. 22 (Ιούλιος 1979), σ. 28-52. Επίσης, χρονολογία γεννήσης των λογοτεχνών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς οριοθετείται μεταξύ 1917-1928. Βλ. Γ. Π. Σαββίδης, «Το στίγμα της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς», στον τόμο Σωκρ. Λ. Σκαρτσής (επιμ), Πρακτικά Πρώτου Συμποσίου Νεοελληνικής ποίησης, τ. Α, Γνώση, Αθήνα 1983, σ. 28 και Δώρα Μέντη, ό.π. (σημ. 18), σ. 25-28. 20 Δ. Ν. Μαρωνίτης, Ποιητική και πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά. Αλεξάνδρου Αναγνωστάκης Πατρίκιος, Κέδρος, Αθήνα 1976, σ. 14 και Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1979, σ. 335. 21 Ερατοσθένης Καψωμένος, «Η ελληνική λογοτεχνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο», στον τόμο Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο 1945-1967, ό.π. (σημ. 3), σ. 390. Βλ. επίσης Σόνια Ιλίνσκαγια, Η Μοίρα μιας γενιάς: Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης στην Ελλάδα, Κέδρος, Αθήνα 1976, σ. 52 και Αλέξης Ζήρας, «Το στίγμα της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς», στον τόμο Σωκρ. Λ. Σκαρτσής (επιμ), ό.π. (σημ. 19), σ. 37-38, και Γιώργος Κεχαγιόγλου, «Θεματογραφία της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς», στον τόμο Σωκρ. Λ. Σκαρτσής (επιμ), ό.π. (σημ. 19), σ. 59-68. 22 Παναγιώτης Μουλλάς, «Σκέψεις για την πεζογραφία μας», στον τόμο 1947-1967. Η εκρηκτική εικοσαετία, ό.π. (σημ. 10), σ. 340 και Λίνος Πολίτης, ό.π. (σημ. 20), σ. 346. 23 Δ. Ν. Μαρωνίτης, ό.π. (σημ. 20), σ. 14-15. 13
κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. 24 Τέλος, καθώς τα μεγάλα αστικά κέντρα μετατρέπονται σε πυρήνα των κοινωνικοπολιτικών διεργασιών, η ποίηση και η πεζογραφία εγκαταλείπουν την απεικόνιση του φυσικού περιβάλλοντος και προσανατολίζονται στο χώρο της πόλης. 25 Όσον αφορά την ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, η φιλολογική έρευνα έχει διακρίνει τρεις δεσπόζουσες τάσεις ή κατευθύνσεις: 26 α) Η ποίηση με σαφή κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό καθιερώθηκε ως «κοινωνική» ή «πολιτική ποίηση». 27 Πρόκειται για «την πολυπληθέστερη ομάδα νεοελλήνων ποιητών», 28 οι περισσότεροι από τους οποίους πήραν ενεργό μέρος στην αντιστασιακή δράση 29 και συντονίστηκαν με την Αριστερά και τα σοσιαλιστικά ιδανικά. Η κυκλοφορία των πρώτων τους ποιητικών συλλογών, που εντοπίζεται στα πρώτα χρόνια μετά την Απελευθέρωση, 30 απηχεί το κλίμα της παλλαϊκής επιστράτευσης και Αντίστασης και το διπλό όραμα της εθνικής Απελευθέρωσης και της κοινωνικής ανανέωσης. 31 Όσο απομακρυνόμαστε από τη λήξη του πολέμου, ο θεματικός κύκλος της ποίησης που αναφερόταν στην Αντίσταση προοδευτικά κλείνει, και μέσα από τον καθημερινό εφιάλτη στα στρατόπεδα του Εμφυλίου και στις φυλακές των νησιών της εξορίας, διαμορφώθηκε ένας διακριτός θεματικός κύκλος, γνωστός ως «ποίηση του στρατοπέδου» ή της «εξορίας», που έχει το χαρακτήρα «ντοκουμέντου» για τα τραυματικά βιώματα και τον καταπιεστικό μηχανισμό. 32 Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, αρχίζει να εκδηλώνεται μια τάση δυσπιστίας προς τους κομματικούς μηχανισμούς και την προοπτική ενός σοσιαλιστικού μέλλοντος, καθώς οι «κοινωνικοί ποιητές» βάλλονται εκατέρωθεν από ένα κράτος που τους στιγματίζει και έναν κομματικό μηχανισμό που τους καταπιέζει. 33 Την ύπαρξη αυτού του κλίματος «διάψευσης» διαπίστωσε αρχικά ο Β. Λεοντάρης, 34 στον οποίο οφείλεται και ο χαρακτηρισμός αυτής της τάσης ως «Ποίηση της Ήττας». 35 24 Δώρα Μέντη, ό.π. (σημ. 18), σ. 230-233 και Χριστόφορος Μηλιώνης, «Η μεταπολεμική πεζογραφία. Πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά», Με το νήμα της Αριάδνης, Σοκόλης, Αθήνα 1991, σ. 37-38. 25 Μ. Γ. Μερακλής, Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, 2. Πεζογραφία, Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 66-67 και Ερατοσθένης Καψωμένος, ό.π. (σημ. 2), σ. 389-390. 26 Για τον τριπλό διαχωρισμό βλ. παραδειγματικά Λίνος Πολίτης, ό.π. (σημ. 20), σ. 336, Δώρα Μέντη, ό.π. (σημ. 18), σ. 18 και Ερατοσθένης Καψωμένος, ό.π. (σημ. 21), σ. 388-389. 27 Ο Αντώνης Καρτσάκης αναφέρει ότι στην ποιητική αυτή τάση έχουν αποδοθεί κι άλλοι χαρακτηρισμοί, όπως «αγωνιστική», «αντιστασιακή», «ποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας» κ.λπ. Αντώνης Καρτσάκης, Μεταπολεμική κριτική και ποίηση. Ζητήματα αισθητικής και ιδεολογίας, Εστία, Αθήνα 2009, σ. 556. 28 Μ. Γ. Μερακλής, Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, 1. Ποίηση, Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 89. 29 Σύμφωνα με τον Δημήτρη Χριστοδούλου, το ενενήντα τοις εκατό των μεταπολεμικών ποιητών πήρανε μέρος στην Αντίσταση. Βλ. Δημήτρης Χριστοδούλου, «Η κριτική και η πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά», στον τόμο Σωκρ. Λ. Σκαρτσής (επιμ.), Πρακτικά Δεύτερου Συμποσίου Ποίησης, Γνώση, Αθήνα 1983, σ. 257. Για την αντιστασιακή δράση των μεταπολεμικών ποιητών βλ. επίσης Δώρα Μέντη, ό.π. (σημ. 18), σ. 127-131. 30 Δώρα Μέντη, ό.π. (σημ. 18), σ. 133-135, βλ. τους «κοινωνικούς ποιητές» που εκδίδουν την πρώτη τους συλλογή στο διάστημα 1945-1949. 31 Στο διπλό όραμα που συνόδευε τον αντιστασιακό αγώνα αναφέρονται οι: Σόνια Ιλίνσκαγια, «Η πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά: μια νέα ματιά σε παλαιότερη θεώρηση», στον τόμο Επισημάνσεις. Από την πορεία της ελληνικής ποίησης του 20 ού αιώνα, Πολύτυπο, Αθήνα 1992, σ. 41 και ο Βύρωνας Λεοντάρης, ό.π. (σημ. 18), σ. 8-9. 32 Για τους «κοινωνικούς ποιητές» που εξέδωσαν συλλογές με θεματικό κέντρο το βίωμα της εξορίας στο διάστημα 1950-1962, βλ. Δώρα Μέντη, ό.π. (σημ. 18), σ. 167-172 και Σόνια Ιλίνσκαγια, ό.π. (σημ. 21), σ. 39-74. 33 Βλ. Δώρα Μέντη, ό.π. (σημ. 18), σ. 138-139 και Σόνια Ιλίνσκαγια, ό.π. (σημ. 21), σ. 103-117, τους ποιητές που εκφράζουν την αμφισβήτηση αυτήν. 34 Βύρων Λεοντάρης, ό.π. (σημ 18), σ. 16-18. 35 Βύρων Λεοντάρης, «Η Ποίηση της Ήττας», περ. Επιθεώρηση Τέχνης, τόμ. 18, τχ. 106 (Οκτώβριος 1963), σ. 520-524. 14
β) Η ποίηση που διακρίνεται όχι τόσο για τον κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό της, όσο για τον προσανατολισμό της στην εσωτερική υπόσταση του ατόμου, περιγράφεται συνήθως ως «υπαρξιακή» ή «ποίηση της υπαρξιακής αγωνίας». 36 Πολλοί από τους μεταπολεμικούς ποιητές, 37 σε ένα κλίμα ανάλογο με εκείνο που εξέθρεψε την «ποίηση της ήττας» στους κόλπους των «κοινωνικών ποιητών», 38 ακολούθησαν το δρόμο της ενδοσκόπησης στην προσπάθειά τους να δώσουν έκφραση στο υπαρξιακό άγχος, στην αβεβαιότητα και στην αποξένωση που προκαλούσε η εποχή. Σημαντική επίδραση στην ποιητική αυτή τάση άσκησαν οι ιδέες της φιλοσοφίας του «υπαρξισμού», 39 που όπως έχει παρατηρήσει η Σ. Ιλίνσκαγια έτυχαν ευρύτερης αποδοχής καθώς έδιναν «διέξοδο στην ατομική ψυχολογία» αντιτείνοντας «τον ηθικό μαξιμαλισμό των μονάδων σαν αντίδραση, στον προοδεύοντα ηθικό αφοπλισμό των μαζών». 40 γ) Η τρίτη τάση της μεταπολεμικής ποίησης, ο «μετα-ϋπερρεαλισμός» ή «νέοϋπερρεαλισμός», προκύπτει από την αξιοποίηση και την ανανέωση των εκφραστικών τρόπων του υπερρεαλισμού. Το ρεύμα αυτό, που πέρασε στην ελληνική ποίηση κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου (Ν. Ράντος, Α. Εμπειρίκος, Ν. Εγγονόπουλος), ανταποκρίθηκε στις αισθητικές αναζητήσεις και διαμόρφωσε την έκφραση αρκετών μεταπολεμικών ποιητών. 41 Ωστόσο, ο μεταπολεμικός υπερρεαλισμός παρουσιάζεται αρκετά διαφοροποιημένος από τη μεσοπολεμική παράδοσή του για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, βρίσκεται πλέον σε μεγαλύτερη συνάρτηση με την ιστορική πραγματικότητα, 42 και δεύτερον, εγκαταλείπει την αυστηρή εφαρμογή της τεχνικής της αυτόματης γραφής, διαμορφώνοντας μια έκφραση μετριοπαθέστερη. 43 Οι μεταπολεμικοί ποιητές έχουν σχεδόν στο σύνολό τους εγκαταλείψει τα αυστηρά μετρικά περιγράμματα της παραδοσιακής ποίησης και έχουν στραφεί στην καλλιέργεια του ελεύθερου στίχου, 44 ενώ οι πεζογράφοι δεν επιχείρησαν στη διάρκεια της δεκαετίας του 50 που εκδηλώνουν δυναμικά την παρουσία τους 45 να ανατρέψουν την παραδοσιακή φόρμα της αφήγησης. 46 Επίσης, για την πεζογραφία, η 36 Όπως σημειώνει ο Αντώνης Καρτσάκης, οι υπαρξιακοί ποιητές προτίμησαν τον όρο «ουσιαστική ποίηση», εκφράζοντας την πεποίθησή τους ότι ασχολούνται με τα ουσιαστικά προβλήματα της ύπαρξης, βλ. Αντώνης Καρτσάκης, ό.π. (σημ. 27), σ. 439, ενώ, ο Μ. Γ. Μερακλής περιγράφει αυτήν την τάση ως «πνευματική ποίηση», Μ. Γ. Μερακλής, ό.π. (σημ. 28), σ. 50-71. 37 Βλ. Λίνος Πολίτης, ό.π. (σημ. 20), σ. 339-343 και Μ. Γ. Μερακλής, ό.π. (σημ. 28), σ. 50-71, τους ποιητές που εντάσσονται στην τάση αυτή. 38 Η Σόνια Ιλίνσκαγια ενσωματώνει αυτήν την ποιητική τάση στο κεφάλαιο που εξετάζει την «ποίηση της ήττας», βλ. Σόνια Ιλίνσκαγια, ό.π. (σημ. 21), σ. 117-126. 39 Κείμενα του J.P. Sartre μεταφράζονταν στα λογοτεχνικά περιοδικά (Κοχλίας, Νέα Εστία, Τετράδιο) ήδη από το 1946. Αντώνης Καρτσάκης, ό.π. (σημ. 27), σ. 395-396. 40 Σόνια Ιλίνσκαγια, ό.π. (σημ. 21), σ. 118. 41 Ο «μετα-ϋπερρεαλισμός» οριοθετείται ανάμεσα στην έκδοση των πρώτων συλλογών του Έκτορα Κακναβάτου και του Δ. Π. Παπαδίτσα (1943) και στην εμφάνιση στη χώρα μας της λογοτεχνίας των «μπητ» (1970). Σημαντική υποστήριξη στην εκφραστική αυτή τάση παρείχαν τα περιοδικά Τετράδιο (1945-1947) και Πάλι (1963-1967). Βλ. Αντώνης Καρτσάκης, ό.π. (σημ. 27), σ. 375-376. 42 Αντώνης Καρτσάκης, ό.π. (σημ. 27), σ. 291. 43 Μ. Γ. Μερακλής, ό.π. (σημ. 28), σ. 73. 44 Βλ. στα Πρακτικά Πρώτου Συμποσίου Νεοελληνικής ποίησης, ό.π. (σημ. 19), τις διαλέξεις των Αλέξη Ζήρα, ό.π. (σημ. 21), σ. 38-39 και Αλέξανδρου Αργυρίου, «Θεματογραφία πρώτης μεταπολεμικής γενιάς», σ. 74. 45 Σύμφωνα με τον Κ. Κουλουφάκο «το ρήγμα στην κατεστημένη αντίληψη για την πεζογραφία άρχισε το 1950 και ολοκληρώνεται το 1953-1954», Α. Αργυρίου, Α. Ζήρας, Α. Κοτζιάς, Κ. Κουλουφάκος, «Το οδυνηρό πέρασμα στην πολιτικοποίηση», περ. Διαβάζω, τχ. 5/6 (Νοέμβριος 1976-Φεβρουάριος 1977), σ. 77. Βλ. επίσης, Παναγιώτης Μουλλάς, ό.π. (σημ. 22), σ. 343. 46 Βλ. Ελισάβετ Κοτζιά, Ιδέες και αισθητική. Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι 1930-1974, Πόλις, Αθήνα 2006, σ. 346 και Λίνος Πολίτης, ό.π. (σημ. 20), σ. 346. 15
φιλολογική έρευνα δεν έχει καθιερώσει σαφείς ειδολογικές ταξινομήσεις. 47 Ο Ε. Καψωμένος διαπιστώνοντας αυτήν την έλλειψη προτείνει την χάραξη μιας διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στην πεζογραφία που αντανακλά την εμπειρία της κατοχής, και στην πεζογραφία της «αμφισβήτησης» 48 που καταγγέλλει το μετεμφυλιακό κοινωνικοπολιτικό καθεστώς ή εστιάζει στις αμφιβολίες και τις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου. 49 Η πεζογραφική αυτή τάση, όπως έχει επισημανθεί, αντλεί από το έργο σημαντικών λογοτεχνικών προσωπικοτήτων του εξωτερικού όπως: J.P. Sartre, A. Camus, F. Kafka, S. Beckett, A. Koestler, G. Orwell κ. ά. 50 Οι ποιητές της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς είχαν σε γενικές γραμμές προσδιορίσει το κλίμα το οποίο κληρονόμησαν οι ποιητές της Δεύτερης Μεταπολεμικής Γενιάς, που πέρασαν τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια μέσα στην αιματηρή δεκαετία του 40 και άρχισαν να διαμορφώνουν το ποιητικό τους πρόσωπο γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 50. 51 Παρά τις ενστάσεις ως προς την ύπαρξη ουσιαστικής διαφοράς ανάμεσα στην ποίηση της Πρώτης και της Δεύτερης Γενιάς του Μεταπολέμου, 52 είναι κοινώς παραδεκτό ότι οι νεότεροι αυτοί ποιητές δεν έζησαν την ιστορική πραγματικότητα σαν ενεργοί συντελεστές όπως οι προηγούμενοι αλλά οι συνθήκες τους περιόρισαν στο ρόλο του παθητικού αποδέκτη «των αποήχων» 53 των συνταρακτικών γεγονότων. Η συνθήκη αυτή, σε συνδυασμό με το ανελεύθερο και αλλοτριωτικό μετεμφυλιακό κλίμα, ενέτεινε την απομόνωση των ποιητών από την κοινωνική ζωή και πυροδότησε μια γενικευμένη τάση δυσπιστίας και σκεπτικισμού απέναντι στα συλλογικά κοσμοθεωρητικά οράματα. Πολλοί από τους ποιητές του «κοινωνικού» προβληματισμού έχουν πλέον εγκαταλείψει τους αγωνιστικούς τόνους και κινούνται στο πλαίσιο της «Ποίησης της Ήττας». 54 Παράλληλα, το «υπαρξιακό» άγχος συνεχίζει να ταλανίζει την ατομική συνείδηση πολλών ποιητών, ορισμένοι από τους οποίους στρέφονται την περίοδο αυτή στο θέμα του εκφυλισμένου έρωτα που δεν μπορεί πλέον να οδηγήσει στην ικανοποίηση. 55 Στην εκπροσώπηση της γενιάς αυτής, σημαντικό ρόλο έπαιξε το περιοδικό Διαγώνιος της Θεσσαλονίκης. 56 47 Ερατοσθένης Καψωμένος, ό.π. (σημ. 21), σ. 390 και Χριστόφορος Μηλιώνης, ό.π. (σημ. 24), σ. 33-34. 48 O Απ. Σαχίνης κάνει λόγο για «πεζογραφία της αγωνίας του ανθρώπου και της ανησυχίας των καιρών», βλ. Απόστολος Σαχίνης, Νέοι πεζογράφοι. Είκοσι χρόνια νεοελληνικής πεζογραφίας: 1945-1965, Εστία, Αθήνα 1965, σ. 11-22, ενώ η Ελ. Κοτζιά την χαρακτηρίζει ως «μυθιστοριογραφία τους άγχους και της οργής», βλ. Ελισάβετ Κοτζιά, ό.π. (σημ. 46), σ. 208. 49 Ο Ερ. Καψωμένος υποστηρίζει ότι η κατηγορία αυτή «αντιπροσωπεύει, στο πεδίο της πεζογραφίας, το αντίστοιχο της πολιτικής ποίησης», βλ. Ερατοσθένης Καψωμένος, ό.π. (σημ. 21), σ. 392, και η Ελ. Κοτζιά συμφωνεί ότι: «η σκέψη των δύο ομάδων βρέθηκε στο ίδιο μήκος κύματος ακολουθώντας κοινές κοσμοθεωρητικές κατευθύνεις», Ελισάβετ Κοτζιά, ό.π. (σημ. 46), σ. 219. 50 Βλ. Απόστολος Σαχίνης, ό.π. (σημ. 48), σ. 22, Παναγιώτης Μουλλάς, ό.π. (σημ. 22), σ. 346-348, Χριστόφορος Μηλιώνης, ό.π. (σημ. 24), σ. 45. 51 Βλ. Βαγγέλης Κάσσος, «Μια ανομολόγητη γενιά ποιητών (Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά)», στον τόμο Σωκρ. Λ. Σκαρτσής (επιμ.), Πρακτικά Έκτου Συμποσίου Ποίησης, ό.π. (σημ. 18), σ. 309-321, Επαμεινώνδας Γ. Μπαλούμης, «Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Συνιστώσες ωρίμανσης και έκφρασης», στον τόμ. Σωκρ. Λ. Σκαρτσής (επιμ.), Πρακτικά Τρίτου Συμποσίου Ποίησης, Γνώση, Αθήνα 1984, σ. 411-422, και Ανέστης Ευαγγέλου, Ανθολογία. Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970), Εισαφωγή Γιώργος Αράγης, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1990. 52 Βλ. Βύρωνας Λεοντάρης, «Η ακαταστασία της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης», περ. Σημειώσεις, τχ. 24 (1984), σ. 38-39 και Δώρα Μέντη, ό.π. (σημ. 18), σ. 61-62. 53 Βαγγέλης Κάσσος, ό.π. (σημ. 51), σ. 311. Ο Επ. Μπαλούμης αναφέρει ότι η γενιά αυτή έχει κατά καιρούς χαρακτηριστεί ως: «Γενιά του άγχους», «Χαμένη γενιά», «Πολυφωνική» και «Απολιτική», βλ. Επαμεινώνδας Γ. Μπαλούμης, ό.π. (σημ. 51), σ. 418-421. 54 Βλ. Μ. Γ. Μερακλής, «Μικρά εισαγωγικά στην ελληνική μεταπολεμική ποίηση», στον τόμο Σωκρ. Λ. Σκαρτσής (επιμ.), Πρακτικά Έκτου Συμποσίου Ποίησης, ό.π. (σημ. 18), σ. 33-34 και Βαγγέλης Κάσσος, ό.π. (σημ. 51), σ. 315. 55 Χριστόφορος Μηλιώνης, «Η παθολογία μιας γενιάς», Υποθέσεις: δοκίμια, Καστανιώτης, Αθήνα 1983, σ. 16-17 και Μ. Γ. Μερακλής, ό.π. (σημ. 54), σ. 32. 56 Αντώνης Καρτσάκης, ό.π. (σημ. 27), σ. 91-92. 16
Όσον αφορά τους πεζογράφους που έκαναν την εμφάνισή τους στις αρχές της δεκαετίας του 60 ή λίγο πριν, εκείνο που τους ξεχωρίζει από τους προηγούμενους είναι οι έντονες εκφραστικές αναζητήσεις και οι πειραματισμοί πάνω στην πεζογραφική φόρμα. 57 Επιπλέον, χωρίς να εγκαταλείπουν την αμφισβήτηση των καθιερωμένων θεσμών και το ψυχολογικό κλίμα άγχους, όπως έχει επισημανθεί, οι νεώτεροι πεζογράφοι κατευθύνουν τον προβληματισμό τους περισσότερο πάνω στο θέμα των επιπτώσεων της τεχνολογικής εξέλιξης και του αδιεξόδου της ζωής στο σύγχρονο «μηχανοκρατούμενο» κόσμο, και καταγγέλλουν το νέο μοντέλο κοινωνίας που βασίζεται στα ιδεώδη της κατανάλωσης και του ευδαιμονισμού. 58 - Τα περιοδικά και οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις στο πεδίο της κριτικής Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού το 1949, το κράτος της Δεξιάς παράταξης διατηρήθηκε στην εξουσία επιβάλλοντας πολιτικές τρόμου, βίας και ιδεολογικού ελέγχου σε όλο το φάσμα της κοινωνικής και πνευματικής δραστηριότητας με σημαντικές συνέπειες στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής. Μέσα σ ένα κλίμα κοινωνικής πόλωσης και «ιδεολογικής υπερφόρτισης», 59 αρχίζει να εγκαταλείπεται σταδιακά η «εντυπωσιολογική» ή «προσωποπαγής» κριτική που χαρακτήριζε κατά κύριο λόγο τις κριτικές καταθέσεις των προπολεμικών λογίων, ενώ παράλληλα κερδίζει έδαφος η κριτική που εμπλέκεται στη δίνη των ιδεολογικών συγκρούσεων, γνωστή ως «ιδεολογικά καθορισμένη κριτική». 60 Τα λογοτεχνικά περιοδικά περιόδου 1945-1967 61 αποτέλεσαν δυναμικό χώρο έκφρασης του «επικαιρικού» κριτικού λόγου, πεδίο εκδήλωσης των ιδεολογικών στρατεύσεων και αντιθέσεων, και μέσα προβολής των μεταπολεμικών λογοτεχνικών τάσεων. 62 Στο ιδεολογικό στρατόπεδο του δεξιού/συντηρητικού κριτικού λόγου κυριαρχούσε το ιδεολόγημα της «ελληνικότητας» που εκφραζόταν με το τεχνοκριτικό ρεύμα του «ελληνοκεντρισμού». 63 Οι συντηρητικοί κριτικοί, στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν τις εθνικές αξίες από την επιρροή της «ξενόφερτης» κομμουνιστικής ιδεολογίας, υποστήριζαν τη λογοτεχνία που προσανατολιζόταν στην ελληνική 57 Χριστόφορος Μηλιώνης, ό.π. (σημ. 24), σ. 46, Μ. Γ. Μερακλής, ό.π. (σημ. 25), σ. 94 και Λίνος Πολίτης, ό.π. (σημ. 20), σ. 357. 58 Για τα θέματα που απασχόλησαν τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά πεζογράφων βλ. Παναγιώτης Μουλλάς, ό.π. (σημ. 22), σ. 345 346 και Α. Αργυρίου, Α. Ζήρας, Α. Κοτζιάς, Κ. Κουλουφάκος, ό.π. (σημ. 45), σ. 81-83. 59 Παναγιώτης Μουλλάς, «Ο κριτικός λόγος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς», Παλίμψηστα και μη. Κριτικά δοκίμια, Στιγμή, Αθήνα 1992, σ. 206. 60 Ευριπίδης Γαραντούδης και Δώρα Μέντη, Τάκης Σινόπουλος, Χρονικό αναγνώσεων. Βιβλιοκρισίες για τη μεταπολεμική ποίηση, Σοκόλης, Αθήνα 1999, σ. 13-14. Παρά τη διαπίστωση αυτή, ο Γ. Αριστινός εκφράζει την άποψη ότι η «ιμπρεσσιονιστική» - όπως τη χαρακτηρίζει κριτική επιβιώνει στη μεταπολεμική περίοδο συνδυασμένη με την απουσία επιστημονικού και φιλοσοφικού υποβάθρου, βλ. Γιώργης Αριστηνός, «Προβλήματα νεοελληνικής κριτικής κατά την τελευταία εικοσαετία», στον τόμο Πρακτικά Δεύτερου Συμποσίου Ποίησης, ό.π. (σημ. 29), σ. 315-316. 61 Βλ. τον κατάλογο των περιοδικών που κυκλοφόρησαν τη μεταπολεμική περίοδο, Δώρα Μέντη, ό.π. (σημ. 18), σ. 298-300. 62 Ευριπίδης Γαραντούδης, «Τα μεταπολεμικά λογοτεχνικά περιοδικά. Λογοτεχνία, κριτική, ιδεολογία», περ. Νέα Εστία, τόμ. 151, τχ. 1746 (Ιούνιος 2002), σ. 1029-1044. Αξίζει, επίσης, να αναφέρω και το χαρακτηρισμό του Π. Μουλλά για τα λογοτεχνικά περιοδικά ως «φυτώριο της λογοτεχνικής παραγωγής και βαρόμετρο των καιρών» βλ. Παναγιώτης Μουλλάς, ό.π. (σημ. 22), σ. 342. 63 Τα περιοδικά Ελληνική Δημιουργία και Μορφές αντιπροσώπευαν αυτό το ιδεολογικό στρατόπεδο, με κύριους κριτικούς τους εξής: Βασίλη Δεδούση, Μπάμπη Νίντα, Σπύρο Μελά, Νικόλαο Καρμίρη, Αστέρη Κοββατζή, Βασίλη Μουστάκη κ.ά. βλ. Αντώνης Καρτσάκης, ό.π. (σημ. 27), σ. 61-98. 17
παράδοση και προέβαλλε τα εθνικά ιδεώδη. Από την άλλη πλευρά, μεγάλη μερίδα των μαρξιστών/αριστερών κριτικών, ασπάζονταν στις αρχές της μεταπολεμικής περιόδου το δόγμα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», 64 σύμφωνα με το οποίο η λογοτεχνία πρέπει να αναπαριστά με ρεαλιστική πιστότητα τους κοινωνικούς αγώνες και την αισιόδοξη προοπτική ενός σοσιαλιστικού μέλλοντος. 65 Επιπλέον, στο πλαίσιο της διατήρησης ενός εθνικού χαρακτήρα ως άμυνα στην πολιτιστική προσχώρηση της Ελλάδας στον κορμό των δυτικοευρωπαϊκών κρατών, οι αριστεροί κριτικοί δεν απέρριψαν φανερά το ιδεολόγημα της «ελληνικότητας» αλλά το υποκατέστησαν με το κριτήριο της «λαϊκότητας». 66 Οι λογοτεχνικές αποτιμήσεις των συντηρητικών και των ορθόδοξων μαρξιστών επισκιάζονται από τον παράγοντα της ιδεολογίας και εστιάζουν στο περιεχόμενο, σε μια από κοινού προσπάθεια χρησιμοποίησης της τέχνης για σκοπούς κοινωνικούς και ηθικοπλαστικούς. 67 Στο ενδιάμεσο των δύο αυτών ακραίων τάσεων εκδηλώνεται η κριτική της φιλελεύθερης διανόησης η οποία, διατηρώντας μια στάση «φαινομενικής» ιδεολογικής «ουδετερότητας», προσπαθούσε να απεμπλακεί από τον παράγοντα της ιδεολογίας και την κατ ανάγκην σύνδεση του λογοτεχνικού φαινομένου με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. 68 Όπως έχει καταδείξει ο Α. Καρτσάκης, κύριος συντελεστής της διαμόρφωσης των μεταπολεμικών κριτικών καταθέσεων ήταν το καλλιτεχνικό ρεύμα του «μοντερνισμού», 69 το οποίο, έχοντας επηρεάσει την ποίηση της «γενιάς του 30», παγιωνόταν στους μεταπολεμικούς ποιητές. Στην αρχή της μεταπολεμικής περιόδου, το σύνολο σχεδόν 70 των κριτικών απέρριπταν τη «νεωτερική ποίηση» καθώς οι μορφικές καινοτομίες της δυσχέραιναν την πρόσληψη και την άμεση ιδεολογική επίδρασή της. 71 Στη δεκαετία του 60, όμως, ο «μοντερνισμός» γίνεται γενικά αποδεκτός, 72 καθώς οι κριτικοί πλέον έχουν αρχίσει να αποδεσμεύονται από τους ιδεολογικούς φανατισμούς και στρέφουν το κριτικό τους ενδιαφέρον στην αισθητική αξία του καλλιτεχνικού φαινομένου. 73 Η αρνητική στάση ή η αποσιώπηση της μεταπολεμικής λογοτεχνίας από μεγάλη μερίδα των προπολεμικών λογίων οδήγησε, απ τη δεκαετία του 50 κι έπειτα, πολλούς μεταπολεμικούς λογοτέχνες να αναλάβουν το ρόλο του κριτικού στην προσπάθειά 64 Ένθερμοι οπαδοί αυτού του δόγματος ήταν κυρίως οι παλαιότεροι μαρξιστές κριτικοί: Μάρκος Αυγέρης, Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Μανώλης Χαλβατζάκης, Τάσος Βουρνάς, Βασίλης Ρώτας, Γιάννης Ιμβριώτης, που φιλοξενήθηκαν στα αριστερά περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα και Επιθεώρηση Τέχνης. 65 Για τα τεχνοκριτικά ρεύματα του «ελληνοκεντρισμού» και του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» βλ. Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, «Ιδεολογία και τεχνοκριτική τα χρόνια 1949-1967: ελληνοκεντρισμός, σοσιαλιστικός ρεαλισμός, μοντερνισμός», στον τόμο 1947 1967. Η εκρηκτική εικοσαετία, ό.π. (σημ. 10), σ. 368-384. 66 Βλ. Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, ό.π. (σημ. 65), σ. 380, Αντώνης Καρτσάκης, ό.π. (σημ. 27), σ. 190 και Ελισάβετ Κοτζιά, ό.π. (σημ. 46), σ. 295. 67 Αντώνης Καρτσάκης, ό.π. (σημ. 27), σ. 16-17 68 Όπως επισημαίνει ο Α. Καρτσάκης, οι μεσοπολεμικοί κυρίως φιλελεύθεροι κριτικοί (Άλκης Θρύλος, Αντρέας Καραντώνης, Πέτρος Χάρης, Αιμίλιος Χουρμούζιος, Γιάννης Χατζίνης, Κλέων Παράσχος, Βάσος Βαρίκας, Τίμος Μαλάνος, Πέτρος Σπανδωνίδης), στις περιπτώσεις που «αναγκάζονται να τοποθετηθούν ιδεολογικά, ευθυγραμμίζονται πλήρως με την αντικομμουνιστική ιδέα», υπονομεύοντας, με αυτόν τον τρόπο, την ιδεολογική ουδετερότητά τους. Βλ. Αντώνης Καρτσάκης, ό.π. (σημ. 27), σ. 597-598. Ανάμεσα στα περιοδικά που τήρησαν μια στάση «φαινομενικής ιδεολογικής ουδετερότητας» συγκαταλέγονται τα εξής: Νέα Εστία, Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Νέα Πορεία και Καινούρια Εποχή. 69 Αντώνης Καρτσάκης, ό.π. (σημ. 27), σ. 35-37. 70 Οι κριτικοί του Κοχλία και του Τετραδίου ήταν εξαρχής θετικά διακείμενοι προς την νεωτερικότητα. 71 Αντώνης Καρτσάκης, ό.π. (σημ. 27), σ. 233. 72 Στην αποδοχή του μοντερνισμού συνέβαλλαν σε μεγάλο βαθμό τα περιοδικά: Διαγώνιος, Πάλι, Κριτική και Εποχές. Βλ. Αντώνης Καρτσάκης, ό.π. (σημ. 27), σ. 216. 73 Αντώνης Καρτσάκης, ό.π. (σημ. 27), σ. 343-344. 18
τους να καταθέσουν επίσημα τον κριτικό λόγο της γενιάς τους, και τους προβληματισμούς τους γύρω από την ποίηση. 74 Στο πλαίσιο αυτό εκδηλώθηκε η πολυσυζητημένη και ευρεία «σύγκρουση στο εσωτερικό της λογοτεχνικής κοινότητας μεταξύ της γενιάς του 30 και των μεταπολεμικών συγγραφέων». 75 Στους κόλπους των νέων κριτικών του μεταπολέμου, πέρα από την επιβίωση ως ένα βαθμό της «εντυπωσιολογικής κριτικής», 76 άρχισαν να εκδηλώνονται ορισμένες τάσεις ανανέωσης του κριτικού λόγου: 77 α) υποχώρηση του ιδεολογικού κριτηρίου και θεώρηση του κειμένου ως αυτόνομη δομή β) αναζήτηση του τρόπου με τον οποίο αναπαρίσταται στα κείμενα η ταραγμένη εποχή γ) εστίαση του ενδιαφέροντος σε ζητήματα γλώσσας, δομής και ύφους δ) συνδυασμός πολλών πεδίων έρευνας (ψυχολογία, κοινωνιολογία, φιλοσοφία κ.λπ.) Μία από τις πιο ευδιάκριτες μάχες για την ανανέωση του κριτικού λόγου δόθηκε στο πεδίο της αριστερής κριτικής. 78 Στο διάστημα 1955-1964, 79 δύο λογοτεχνικά περιοδικά της Αριστεράς: η Επιθεώρησης Τέχνης (1954-1967) και η Κριτική (1959-1961), διαδραμάτισαν ενεργό ρόλο στην αντιπαράθεση μεταξύ των παλαιότερων μαρξιστών, που συνέχιζαν μετά την απελευθέρωση να υποστηρίζουν δογματικά τις αισθητικές επιταγές του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», και των νεώτερων αριστερών κριτικών που απέρριπταν την ορθότητα της ιδεολογίας ενός έργου ως κύριο συντελεστή της αισθητικής του αξίας. 80 Η εχθρική στάση των παλαιότερων μαρξιστών κριτικών και της κομματικής ηγεσίας κλιμακωνόταν όσο οι νεώτεροι κριτικοί της αριστεράς αμφισβητούσαν την αισθητική αξία έργων κομματικής λογοτεχνίας, και προσπαθούσαν να διευρύνουν το πλαίσιο του αριστερού λογοτεχνικού κανόνα υποστηρίζοντας «καταδικαστέα» από την παραδοσιακή αριστερά έργα και προσωπικότητες. 81 Σημαντικές, επίσης, ήταν οι κριτικές αντιπαραθέσεις γύρω από τη 74 Ευριπίδης Γαραντούδης, «Η χαρτογράφηση της μεταπολεμικής λογοτεχνικής κριτικής», περ. Νέα Εστία, τόμ. 145, τχ. 1708 (Ιανουάριος 1999), σ. 79-83. 75 Ε. Γαραντούδης, ό.π. (σημ. 62), σ. 1035-1041. Η σύγκρουση αυτή, βέβαια, δεν μονοπωλήθηκε από τους μεταπολεμικούς συγγραφείς. Ο Δημήτρης Τζιόβας τοποθετεί την έναρξή της στις αρχές της δεκαετίας του 40, και αναλύει διεξοδικά το παρασκήνιο και τα κίνητρα όλων των φορέων της σύγκρουσης, βλ. τα κεφ. «Η αρχή της αμφισβήτησης και ο αστικός ελιτισμός» και «Λαϊκό και μοντέρνο: η στάση της Αριστεράς και η σύγκρουση των γενεών», στο Ο μύθος της γενιάς του τριάντα, Πόλις, Αθήνα, 2011, σ. 398-529. 76 ό.π. σημ. 60. 77 Αλέξης Ζήρας, «Ιδεολογικές παράμετροι της μεταπολεμικής λογοτεχνικής κριτικής», περ. Το Δέντρο, τχ. 42-43 (Ιανουάριος- Φεβρουάριος 1989), σ. 40-44. Βλ. επίσης Παναγιώτης Μουλλάς, ό.π. (σημ. 59), σ. 210-211, Γιώργης Αριστινός, ό.π. (σημ. 60), σ. 317-319, και Ε. Γαραντούδης, ό.π. (σημ. 74), σ. 80. 78 Βλ. τις μελέτες: Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Περιπέτειες των ιδεών και της κριτικής», Τέχνη και Εξουσία, Καστανιώτης, Αθήνα 1985, σ. 31-41, και Ελισάβετ Κοτζιά: «Η σταδιακή κατάλυση των αρχών του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στο πεδίο των ιδεών στη δεκαετία 1955-1965», περ. Νέα Εστία, τόμ. 151, τχ. 1743 (Μάρτιος 2002), σ. 404-414. 79 O Α. Καρτσάκης συνδέει την έναρξη αυτής της περιόδου με το 20 ο συνέδριο ΚΚΣΕ που κήρυξε την «αποσταλινοποίηση», Αντώνης Καρτσάκης, ό.π. (σημ. 27), σ. 32. 80 «Η ομάδα των νεότερων Δημήτρη Ραυτόπουλου, Κώστα Κουλουφάκου και Τίτου Πατρίκιου (συντακτική επιτροπή της Επιθεώρησης Τέχνης) και οι συνεργάτες του περιοδικού Μανόλης Λαμπρίδης, Βύρωνας Λεοντάρης, Γιάννης Καλιόρης, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος και Μανόλης Αναγνωστάκης (εκδότης του περιοδικού Κριτική) συγκρούσθηκε με τους παλαιότερους Μάρκο Αυγέρη, Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Μανόλη Χαλβατζάκη». Βλ. Ελισάβετ Κοτζιά, ό.π. (σημ. 78), σ. 405-406. Για τα δύο περιοδικά βλ. τις διατριβές της Αιμιλίας Καράλη, Μια ημιτελής άνοιξη Ιδεολογία, πολιτική και λογοτεχνια στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης (1954-1967), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005 και του Μιχ. Γ. Μπακογιάννη, Το περιοδικό Κριτική (1959-1961). Μια δοκιμή ανανέωσης του κριτικού λόγου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004. 81 Όπως εκείνες των: K. Π. Καβάφη, Κ. Καρυωτάκη, Γ. Σεφέρη, Ο. Ελύτη, T.S.Eiot κ.ά. Και στο πεδίο της πεζογραφίας σημαντικές ήταν διαμάχες γύρω από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρ. Τσίρκα και το έργο αντίθετων ιδεολογικά πεζογράφων 19