ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Ο ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ-ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ 1.Η συνταγματική πρόβλεψη για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τις αποφάσεις διαιτησίας Η σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας και αποφάσεων διαιτησίας για τη διευθέτηση ζητημάτων των εργασιακών σχέσεων και διαφορών που είναι δυνατό να ανακύψουν στα πλαίσια αυτών προβλέπεται από το ίδιο το Σύνταγμα, τον ανώτατο νόμο της Πολιτείας. Σύμφωνα με το άρθρο 22 2 του Συντάγματος «Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας,που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία». Η 3 του ίδιου άρθρου (η οποία τροποποιήθηκε κατά την πρόσφατη αναθεώρηση του 2001) αναφέρει: «Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας από τους δημόσιους υπαλλήλους και τους υπαλλήλους οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου».επίσης, στο άρθρο 22,κατά την πρόσφατη αναθεώρηση, έχει προστεθεί ερμηνευτική δήλωση που αποσαφηνίζει ότι «Στους γενικούς όρους εργασίας περιλαμβάνεται και ο προσδιορισμός του τρόπου και του υποχρέου είσπραξης και απόδοσης στις συνδικαλιστικές οργανώσεις της συνδρομής των μελών τους που προβλέπεται από τα καταστατικά τους». Από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος προκύπτει ότι: 1)Είναι αρμοδιότητα του νομοθέτη να προσδιορίζει τους όρους εργασίας, κατά τρόπο γενικό. Ένας από τους όρους αυτούς είναι και το πώς θα εισπράττεται και θα αποδίδεται στις συνδικαλιστικές οργανώσεις η συνδρομή των μελών τους,η οποία (βεβαίως) είναι αναγκαία για την επιτέλεση του συνδικαλιστικού έργου τους. 2)Η ρύθμιση των ειδικότερων ζητημάτων που αναφύονται κατά τις εργασιακές σχέσεις ανατίθεται στους εκπροσώπους των εργαζομένων και εργοδοτών, οι οποίοι «με ελεύθερες διαπραγματεύσεις» (δηλαδή από την ίδια θέση ισχύος, αβίαστα, αφού προβληθούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί και χωρίς τη μεροληπτική επέμβαση εξουσιαστικών μηχανισμών) συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας. 43
3)Αν δεν καταστεί εφικτό να συναφθεί συλλογική σύμβαση εργασίας,λόγω της πλήρους διαφωνίας των εκπροσώπων εργαζομένων και των εκπροσώπων των εργοδοτών, η ρύθμιση των ειδικότερων ζητημάτων αναφορικά με τις εργασιακές σχέσεις θα γίνει αναγκαστικά από διαιτητικό όργανο,το οποίο επέχει θέση τρίτου έναντι των εργαζομένων και των εργοδοτών και είναι αμερόληπτο. Το σπουδαιότερο ζήτημα στο οποίο έχει εφαρμογή ο θεσμός των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των διαιτητικών αποφάσεων είναι ο καθορισμός της νόμιμης (ελάχιστης) αμοιβής των εργαζομένων, κατά κλάδο εργασίας. 2.Είδη συλλογικών συμβάσεων εργασίας Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας διακρίνονται στις εξής κατηγορίες: 1)Εθνικές Γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας : αφορούν όλους τους εργαζομένους όλης της χώρας. Με αυτές καθορίζονται τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων.συνάπτονται μεταξύ των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων των μισθωτών και εκείνων των οργανώσεων εργοδοτών που έχουν τη μεγαλύτερη εκπροσώπηση ή πανελλήνιο χαρακτήρα (μια φορά κάθε έτος, συνήθως). 2)Εθνικές Ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας: αφορούν τους εργαζομένους όλης της χώρας που ασκούν ορισμένο επάγγελμα ή επάγγελμα συναφές. Συνάπτονται μεταξύ των δευτεροβάθμιων ή πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων των μισθωτών και των αντίστοιχων πιο αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των εργοδοτών. 3)Τοπικές Ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας: αφορούν εργαζόμενους που ασκούν ορισμένο επάγγελμα ή συναφείς με αυτό ειδικότητες,σε ορισμένο τόπο. Συνάπτονται μεταξύ ομοιοεπαγγελματικών δευτεροβάθμιων ή πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων των μισθωτών και εργοδοτικών οργανώσεων. 4)Επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας: αφορούν τους εργαζόμενους της ίδιας επιχείρησης. Συνάπτονται μεταξύ των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων (μίας ή περισσοτέρων) της επιχείρησης και του εργοδότη. 44
5)Κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας: αφορούν τους εργαζόμενους περισσότερων ομοειδών ή συναφών επιχειρήσεων- εκμεταλλεύσεων της ίδιας πόλης ή περιφέρειας ή όλης της χώρας. Οι όροι που ορίζονται στις εθνικές γενικές ΣΣΕ αποτελούν τη βάση εκκίνησης των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη των υποδεέστερων ΣΣΕ (Εθνικές Ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ, Τοπικές Ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ, Επιχειρησιακές ΣΣΕ Κλαδικές ΣΣΕ). Οι υποδεέστερες ΣΣΕ δεν μπορούν να περιέχουν όρους δυσμενέστερους για τους εργαζόμενους από ό,τι η ισχύουσα εθνική γενική ΣΣΕ. Επομένως, εφόσον με νέα εθνική γενική ΣΣΕ ρυθμισθούν ευνοϊκότερα συγκεκριμένοι όροι εργασίας,οι υποδεέστερες ΣΣΕ παύουν να ισχύουν στον βαθμό που αντιτίθενται στην εθνική γενική ΣΣΕ. 3.Διαδικασία συνάψεως συλλογικής συμβάσεως εργασίας Πριν από τη σύναψη της συλλογικής συμβάσεως εργασίας,διεξάγεται το στάδιο των διαπραγματεύσεων. Το στάδιο των διαπραγματεύσεων ξεκινά με επίδοση εγγράφου της μιας πλευράς προς την άλλη.με το έγγραφο αυτό (το οποίο κοινοποιείται και στην αρμόδια επιθεώρηση Εργασίας) καλείται η άλλη πλευρά να προσέλθει για την επίλυση συγκεκριμένων θεμάτων μέσω διαπραγματεύσεων και σ αυτό περιέχονται τα αναγκαία στοιχεία για τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων (τόπος διαπραγματεύσεων, προσδιορισμός θεμάτων, εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι). Η άλλη πλευρά οφείλει να προσέλθει, με τους αντιπροσώπους της, για τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, μέσα σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες. Τόσο η πλευρά των εργαζομένων όσο και η πλευρά των εργοδοτών οφείλουν να προσέλθουν στον διάλογο με καλή πίστη και με πρόθεση να επιλυθεί οπωσδήποτε η συλλογική διαφορά. Κατά τις διαπραγματεύσεις τηρούνται πρακτικά. Η πλευρά των εργαζομένων δικαιούται να ζητήσει από την πλευρά των εργοδοτών και από τις δημόσιες αρχές κάθε στοιχείο που είναι αναγκαίο για τις διαπραγματεύσεις (4 4 ν. 1892/1990). Η κήρυξη απεργίας από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις,κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, επιτρέπεται,εκτός αν έχει αποκλεισθεί με προηγούμενη συλλογική σύμβαση εργασίας (4 6 ν. 1892/1990). 45
Εάν οι διαπραγματεύσεις καταλήξουν σε συμφωνία,καταρτίζεται η συλλογική σύμβαση εργασίας,η οποία υπογράφεται από τους αντιπροσώπους. Αντίγραφο της ΣΣΕ κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας. Για την ισχύ της συλλογικής σύμβασης εργασίας προαπαιτούμενη είναι η κατάθεσή της στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας (για τις εθνικές γενικές ΣΣΕ, τις εθνικές ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ και τις κλαδικές ΣΣΕ) ή στην Επιθεώρηση Εργασίας της οικείας νομαρχίας (για τις τοπικές ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ και τις επιχειρησιακές ΣΣΕ). Από την ημέρα καταθέσεως της ΣΣΕ στην ανωτέρω αρμόδια αρχή αρχίζει η ισχύς της (9 2 ν. 1876/1990). 4.Διάρκεια ισχύος της συλλογικής σύμβασης εργασίας Η ισχύς της συλλογικής σύμβασης εργασίας λήγει μόλις παρέλθει ο συμφωνημένος χρόνος (που ορίζεται στην ίδια ). Επίσης η ισχύς μιας ΣΣΕ παύει έξι (6) μήνες αφότου καταγγελθεί από τη μία πλευρά. Η καταγγελία μιας ΣΣΕ μπορεί να γίνει είτε εφόσον περάσει ένα έτος από τότε που συνάφθηκε είτε εάν έχουν μεταβληθεί σημαντικά οι συνθήκες που υπήρχαν κατά την κατάρτισή της. Δεν μπορεί όμως να καταγγελθεί μια συλλογική σύμβαση εργασίας που κυρώθηκε με νόμο. Η καταγγελία πρέπει να γίνεται εγγράφως και να κοινοποιείται στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείο Εργασίας (προκειμένου για τις εθνικές γενικές ΣΣΕ, τις εθνικές ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ και τις κλαδικές ΣΣΕ) ή στην Επιθεώρηση Εργασίας της οικείας νομαρχίας (προκειμένου για τις τοπικές ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ και τις επιχειρησιακές ΣΣΕ). Μετά την παύση ισχύος μιας ΣΣΕ,οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας που είχαν διαμορφωθεί υπό την ισχύ της δεν θίγονται αυτοδικαίως. 5.Συμφιλίωση, Μεσολάβηση, Διαιτησία Εάν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις, κάθε πλευρά μπορούν να προσφύγουν α)στη διαδικασία συμφιλίωσης (άρθρο 14 ν. 1892/1990),β)στη διαδικασία μεσολάβησης (άρθρο 15 ν. 1892/1990),γ)στη διαιτησία (άρθρο 16 ν. 1892/1990). Η διαδικασία συμφιλίωσης συνίσταται στον ορισμό από την κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας ή από την οικεία Επιθεώρηση Εργασίας ενός 46
εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου ως συμφιλιωτή, ύστερα από αίτηση κάποιας πλευράς. Έργο του συμφιλιωτή είναι να προσπαθήσει να συμβιβάσει τις απόψεις και τις θέσεις των δυο πλευρών,ώστε να τερματισθεί η διένεξη.η διαδικασία της συμφιλίωσης μπορεί να ζητηθεί προαιρετικά και δεν είναι υποχρεωτική. Η διαδικασία της μεσολάβησης συνίσταται στον ορισμό ενός μεσολαβητή από ειδικό κατάλογο,ύστερα από αίτηση είτε και των δυο ενδιαφερομένων πλευρών είτε μιας από αυτές προς την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας. Ο μεσολαβητής (ο οποίος προέρχεται πάντοτε από το ειδικό Σώμα Μεσολάβησης και Διαιτησίας) καλεί τα μέρη σε συζητήσεις και χρησιμοποιεί κάθε τεχνικό αποδεικτικό μέσο (εξέταση προσώπων, έρευνα, πραγματογνωμοσύνη, λήψη πληροφοριών και στοιχείων από την εργοδοτική πλευρά κλπ), για να οδηγηθεί στη δικαιότερη κρίση. Αν οι δυο πλευρές δεν καταλήξουν σε συμφωνία μέσα σε είκοσι (20) ημέρες,ο μεσολαβητής δικαιούται να υποβάλει προς αυτά τη δική του πρόταση. Εάν δεν γίνει αποδεκτή από τις δυο πλευρές η πρόταση του μεσολαβητή μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την κοινοποίησή της, θεωρείται ότι έχει απορριφθεί. Εάν,όμως, η πρόταση του μεσολαβητή γίνει δεκτή,καλούνται οι δυο πλευρές να την υπογράψουν,οπότε αυτή εξομοιώνεται με συλλογική σύμβαση εργασίας. Η προσφυγή στη διαιτησία μπορεί να γίνει είτε α)με συμφωνία των δύο πλευρών είτε β) με πρωτοβουλία της μίας (μόνο) πλευράς, εφόσον η άλλη πλευρά απορρίπτει τη μεσολάβηση. Δεν είναι απαραίτητο να προηγηθεί η διαδικασία της συμφιλίωσης ή της μεσολάβησης για την προσφυγή στη διαιτησία. Το διαιτητικό όργανο δεν είναι πολυμελές (όπως ίσχυε παλαιότερα),αλλά πρόκειται για έναν μόνο διαιτητή προερχόμενο από το ειδικό Σώμα Μεσολάβησης και Διαιτησίας. Ο διαιτητής επιλέγεται (όπως και ο μεσολαβητής) με κοινή συμφωνία των δυο πλευρών ή με κλήρωση από ειδικό κατάλογο. Αναλαμβάνει τα καθήκοντά του εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών το αργότερο. Μελετά όλα τα στοιχεία και τα πορίσματα που συγκεντρώθηκαν κατά το στάδιο μεσολάβησης και έχει,εκτός των άλλων, και τις αρμοδιότητες του μεσολαβητή. Εκδίδει την απόφασή του μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την ανάληψη των καθηκόντων του διαιτητή,αν προηγήθηκε μεσολάβηση, ή μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, αν δεν προηγήθηκε μεσολάβηση. Η διαιτητική απόφαση τερματίζει τη συλλογική διαφορά.η ισχύς της διαιτητικής αποφάσεως 47
αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για μεσολάβηση ή,αν δεν υποβλήθηκε αίτηση για μεσολάβηση,από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για διαιτησία. Σχετικές διατάξεις:22 2, 3Σ, ν. 1876/1990 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ- ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΜΠΕΔΩΣΗ 1.Ποια είναι η κοινωνική σκοπιμότητα της προβλέψεως συνάψεως συλλογικών συμβάσεων εργασίας ; 2.Πως κρίνεται συνολικά τις ρυθμίσεις του ν. 1876/1990; 48