Μέγεθος Γραμμάτων ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) 197/2015 ΣΤΕ (ΑΣΦ) ( 659261) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Κοινοτικές Οδηγίες. Διοικητική δικονομία. Υλική αρμοδιότητα. Έννομο συμφέρον. Φύλακες- Επιστάτες. Προσφορών αξιολόγηση. Εργολαβική προσφυγή. Κοινοποιήσεις. Δικαστικοί επιμελητές. Γνώση. Απαράδεκτο. Δημόσιο συμφέρον. Νομολογία. ΔΕΚ. Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ΑΕ Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας κατά ΑΕ Συντήρησης Σιδηροδρομικού Τροχαίου Υλικού σχετικά με τον δημόσιο ανοικτό διαγωνισμό για την ανάδειξη αναδόχου υπηρεσιών φύλαξης εσωτερικών και εξωτερικών χώρων των εγκαταστάσεων της καθής. Η ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε. αποτελεί «δημόσια επιχείρηση», κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθ. 2 1 περ. β και 2 της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ, η δε δραστηριότητά της εμπίπτει στο ειδικό καθ ύλη αντικείμενο της ως άνω Οδηγίας. Αποτελεί δε, η ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε., εν όψει τούτων, «αναθέτοντα φορέα» στον εν λόγω τομέα κατά την έννοια των διατάξεων των άρθ. 2 1 περ. β και 3 και 3 1 της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ. Η παρούσα σύμβαση εμπίπτει λόγω του αντικειμένου της, καθώς και της προϋπολογιζόμενης δαπάνης της, στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/17. Ως εκ τούτου, η ένδικη διαφορά διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3886/10 και αρμοδίως εισάγεται, ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ. Ως συμπροσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση πράξη πρέπει να θεωρηθεί η, εκδοθείσα μετά την άσκηση της αιτήσεως αυτής, απόφαση του Δ.Σ. της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε., με την οποία διορθώθηκε - συμπληρώθηκε η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως του ίδιου οργάνου τόσο ως προς τον υπολογισμό του ύψους του ελάχιστου εργατικού κόστους όσο και ως προς το εύλογο του αναφερόμενου στην προσφορά της αιτούσας διοικητικού κόστους και εργολαβικού κέρδους. Για την νομιμότητα της κοινοποιήσεως της προδικαστικής προσφυγής του συνδιαγωνιζόμενου απαιτείται, κατ αρχήν, να γίνεται αυτή με δικαστικό επιμελητή, κατά τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. Στην προκειμένη περίπτωση, ούτε η παρεμβαίνουσα εταιρεία προβάλλει, ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει, ότι αντίγραφο της προδικαστικής προσφυγής της παρεμβαίνουσας εταιρείας επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή στον νόμιμο εκπρόσωπο ή αντίκλητο της αιτούσας. Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος με την υπό κρίση αίτηση λόγος περί απαραδέκτου της προδικαστικής προσφυγής της παρεμβαίνουσας εταιρείας, κατ αποδοχή της οποίας απορρίφθηκε η προσφορά της αιτούσας, για το λόγο ότι η προσφυγή δεν κοινοποιήθηκε στην τελευταία, πιθανολογείται σοβαρά ως βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Εφόσον με την προσβαλλόμενη πράξη η προσφορά της αιτούσας εκρίθη μη νόμιμη, ως υπερβολικά χαμηλή, χωρίς η αναθέτουσα αρχή να καλέσει προηγουμένως, όπως όφειλε, την αιτούσα να παράσχει εξηγήσεις και να δικαιολογήσει την προσφορά, πιθανολογείται σοβαρά ως βάσιμος, κατά την κρίση της Επιτροπής, και ο ειδικότερος ισχυρισμός της αιτούσας, με τον οποίο αυτή παραπονείται για την μη αναζήτηση εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής διευκρινίσεων από αυτήν ως προς την σύνθεση της οικονομικής προσφοράς της. Η καθ ης η αίτηση ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε. προβάλλει ότι, δεδομένου ότι, οι ήδη ισχύουσες συμβάσεις για την παροχή υπηρεσιών φύλαξης των εγκαταστάσεών της πρόκειται να λήξουν, κατόπιν παρατάσεως, η χορήγηση της ζητούμενης αναστολής, κατ αποδοχή της υπό κρίση αιτήσεως, συνεπάγεται άμεσο κίνδυνο κλοπής υλικών μεγάλης αξίας (επιβαταμαξών, μηχανών έλξης κ.λπ.), τα οποία βρίσκονται αποθηκευμένα στις επίμαχες εγκαταστάσεις. Κατά την εκτίμηση της Επιτροπής Αναστολών, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως, κατά την διάταξη του άρθ. 5 5 εδ. β του ν. 3886/10, διότι η ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε. δεν προβάλλει, πάντως, ότι υφίσταται αδυναμία ή ουσιώδης δυσχέρεια προσφυγής σε άλλες προσωρινές λύσεις για την αντιμετώπιση του σχετικού προβλήματος, μέχρις ότου ανακηρυχθεί ανάδοχος από τον συγκεκριμένο διαγωνισμό. Δέχεται την κρινόμενη αίτηση. Απορρίπτει την παρέμβαση.
Αριθμός 197/2015 Η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 5 του ν. 3886/2010 και το άρθρο 52 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει) Συνεδρίασε σε συμβούλιο στις 3 Αυγούστου 2015, με την εξής σύνθεση: Ο. Ζύγουρα, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Β Τμήματος Διακοπών και των αρχαιοτέρων της Συμβούλων, που είχαν κώλυμα, Ηλ. Μάζος, Σύμβουλος, Σ. Παπακωνσταντίνου, Πάρεδρος. Γραμματέας η Ι. Παπαχαραλάμπους. Για να αποφασίσει σχετικά με την από 9ης Μαρτίου 2015 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων: της εταιρείας με την επωνυμία «...», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (...), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Παντελή Αζαριάδη (Α.Μ. 15054), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά της εταιρείας με την επωνυμία «...» (...Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα (...), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Δανιήλ (Α.Μ. 14218), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, και κατά της παρεμβαίνουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «...» και τον διακριτικό τίτλο «...», που εδρεύει στην Πυλαία Ν. Θεσσαλονίκης (...), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Χριστοδουλόπουλο (Α.Μ. 2620 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε με πληρεξούσιο. Με την αίτηση αυτή ζητείται να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα σχετικά με τον δημόσιο ανοικτό διαγωνισμό για την ανάδειξη αναδόχου υπηρεσιών φύλαξης εσωτερικών και εξωτερικών χώρων των εγκαταστάσεων της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε. (υπ αριθμ. 28/2014 διακήρυξη της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε.). Κατά τη συνεδρίασή της η Επιτροπή άκουσε την εισηγήτρια, Πάρεδρο Σ. Παπακωνσταντίνου. Κατόπιν η Επιτροπή άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας εταιρείας, ο οποίος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της καθ ης εταιρείας και τον πληρεξούσιο της παρεμβαίνουσας εταιρείας, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της. Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο 1. Επειδή, κατά τα προβλεπόμενα στο νόμο [παράγραφος 1 του άρθρου 5 του ν. 3886/2010 (Α 173), όπως η παρ. αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 28 του ν. 4111/2013 (Α 18) και το άρθρο 8 του ν. 4198/2013 (Α 215)], για την άσκηση και τη συζήτηση της κρινομένης αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων έχουν καταβληθεί τα δύο τρίτα (2/3) του οφειλομένου παραβόλου των 6.027 ευρώ (βλ. τα κατατεθέντα, αντιστοίχως, κατά την άσκηση της αιτήσεως και τη συζήτηση της υποθέσεως, 8094216/9.3.2015 και 8378225/15.4.2015 διπλότυπα είσπραξης τύπου Α της ΔΟΥ Δ Θεσσαλονίκης, σειράς Η, έκαστο ύψους 2.009 ευρώ). 2. Επειδή, με την 28/2014 διακήρυξη της εταιρείας με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΥ ΤΡΟΧΑΙΟΥ ΥΛΙΚΟΥ Α.Ε.» (ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε.) προκηρύχθηκε δημόσιος ανοιχτός διαγωνισμός, με κριτήριο κατακύρωσης τη χαμηλότερη τιμή, για την ανάδειξη αναδόχου υπηρεσιών φύλαξης των αναφερομένων στη διακήρυξη εσωτερικών και εξωτερικών χώρων των εγκαταστάσεων της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε. για ένα έτος, με δυνατότητα ετήσιας παρατάσεως, προϋπολογισθείσας δαπάνης 490.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. Ο διαγωνισμός διενεργήθηκε στις 3.10.2014 και υποβλήθηκαν προσφορές από την αιτούσα εταιρεία «...» και την εταιρεία «......» (με τον διακριτικό τίτλο «...»). Μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου των τυπικών δικαιολογητικών συμμετοχής και των τεχνικών προσφορών, η Επιτροπή του Διαγωνισμού, με το Πρακτικό Ι, αφού έκρινε ότι τα δικαιολογητικά συμμετοχής των διαγωνιζομένων ήταν νόμιμα και σύμφωνα με τους όρους της διακήρυξης, εισηγήθηκε την αποδοχή των τεχνικών προσφορών που υποβλήθηκαν και τη συνέχιση της διαγωνιστικής διαδικασίας με το άνοιγμα των οικονομικών προσφορών
των διαγωνιζομένων. Το Πρακτικό αυτό εγκρίθηκε με την υπ αριθμ. 61/17.12.2014 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε.. Στις 13.1.2015 έλαβε χώρα η αποσφράγιση των οικονομικών προσφορών. Σύμφωνα με το Πρακτικό ΙΙ της Επιτροπής του Διαγωνισμού, πρώτη κατά σειρά μειοδοσίας κατετάγη η προσφορά της αιτούσας, με προσφερόμενη τιμή 433.629,95 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. και δεύτερη η προσφορά της εταιρείας «...», με προσφερόμενη τιμή 450.008,13 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α.. Κατόπιν αυτών, με την υπ αριθμ. 64/16.1.2015 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε. εγκρίθηκε η προσωρινή κατακύρωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού στην αιτούσα εταιρεία. Κατά της αποφάσεως αυτής η εταιρεία «...» άσκησε, στις 6.2.2015, προδικαστική προσφυγή του άρθρου 4 του ν. 3886/2010, με την οποία ζήτησε να απορριφθεί η οικονομική προσφορά της αιτούσας, προβάλλοντας ότι αυτή αφενός μεν υπελείπετο του ελάχιστου νόμιμου εργατικού κόστους για την παροχή των προς ανάθεση υπηρεσιών, αφετέρου δε συνυπολόγιζε διοικητικό κόστος, κόστος αναλωσίμων και εργολαβικό κέρδος, τα οποία ανήρχοντο, συνολικά, σε 0,03 ευρώ ετησίως, ποσό το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί κατά τη διακήρυξη εύλογο, ώστε να επιτρέπεται η κάλυψη αναγκαίων δαπανών του υποψήφιου αναδόχου για την εκτέλεση της συμβάσεως. Με την υπ αριθμ. 67/18.2.2015 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε. εγκρίθηκε το από 11.2.2015 Πρακτικό της Επιτροπής Ενστάσεων ως προς την αποδοχή των αιτιάσεων της παραπάνω προσφυγής και αποφασίστηκε η απόρριψη της προσφοράς της αιτούσας και η προσωρινή κατακύρωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού στην εταιρεία «...». Η αιτούσα, στις 11.3.2015, άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας την αναστολή εκτελέσεως της υπ αριθμ. 67/18.2.2015 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε. και γενικά τη λήψη των κατάλληλων ασφαλιστικών μέτρων για την προστασία των συμφερόντων της. Ηδη, η αίτηση αυτή φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά την παραπομπή της σ αυτό λόγω αρμοδιότητος με την 189/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Εξάλλου, με το από 20.4.2015 υπόμνημα παρεμβάσεώς της, κατατεθέν την 21.4.2015 ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η ως άνω εταιρεία «...» παρεμβαίνει στη δίκη, ζητώντας την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως. 3. Επειδή, ο ν. 3886/2010 ορίζει, στο άρθρο 1, τα εξής: «1. Οι διαφορές που αναφύονται κατά τη διαδικασία που προηγείται της σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφόσον η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 2004/17/ΕΚ (L 134) και 2004/18/ΕΚ (L 134) ή στις διατάξεις, με τις οποίες οι εν λόγω Οδηγίες μεταφέρονται στην εσωτερική έννομη τάξη. 2. Στον παρόντα νόμο υπάγονται και οι διαφορές που προκύπτουν από τις διαδικασίες ανάθεσης συμφωνιών-πλαισίων, συμβάσεων παραχώρησης δημοσίων έργων και δυναμικών συστημάτων αγορών». Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του ανωτέρω νόμου ορίζονται τα εξής: «1. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση όλων των διαφορών του νόμου αυτού είναι το Διοικητικό Εφετείο της έδρας της αναθέτουσας αρχής 3. Κατ εξαίρεση των διατάξεων των δύο προηγουμένων παραγράφων, διαφορές του νόμου αυτού που αφορούν συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων ή υπηρεσιών, συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ ή συμβάσεις με προϋπολογισμό μεγαλύτερο των δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) ευρώ, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, εκδικάζονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι διέπονται από τις διατάξεις του ν. 3886/2010 και υπάγονται στην κατά το άρθρο 3 παρ. 3 του νόμου αυτού εξαιρετική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας οι διαφορές που αναφύονται, μεταξύ άλλων, κατά τη διαδικασία που προηγείται της συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών εμπιπτουσών στο πεδίο εφαρμογής της προμνησθείσης Οδηγίας 2004/17/ΕΚ, ανεξαρτήτως μάλιστα αν ο αναθέτων φορέας είναι διοικητική αρχή ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (βλ. Ε.Α. 157/2015 κ.ά.). 4. Επειδή, στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω Οδηγίας 2004/17/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών» εμπίπτουν, κατ αρχήν, οι συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών που συνάπτονται από «αναθέτοντες φορείς», κατά την έννοια της Οδηγίας αυτής, στον τομέα μίας εκ των αναφερομένων ρητώς στις σχετικές διατάξεις της εν λόγω Οδηγίας δραστηριοτήτων (μεταξύ των οποίων και ο τομέας της «διάθεσης ή εκμετάλλευσης δικτύων που παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό
στους τομείς των μεταφορών με σιδηρόδρομο, αυτόματα συστήματα, τραμ, τρόλεϊ, λεωφορεία ή καλώδιο», άρθρο 5 παρ. 1 της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ), καθώς και οι συμβάσεις, οι οποίες, έστω και αν είναι διαφορετικής φύσεως και θα μπορούσαν για τον λόγο αυτό να εμπίπτουν, κατ αρχήν, στο πεδίο εφαρμογής της «γενικής» Οδηγίας 2004/18/ΕΚ («περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών»), εξυπηρετούν αμέσως την άσκηση των ως άνω δραστηριοτήτων [βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ήδη Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης) της 16ης Ιουνίου 2005, C-462/03 και C-463/03, Strabag και Kostmann, ιδίως σκέψεις 37 και 42 και της 10ης Απριλίου 2008, C-393/06, Aigner, ιδίως σκέψεις 57 και 58, καθώς και Ε.Α. 157/2015, 9/2015, 415/2014, 456/2013]. 5. Επειδή, η διενέργεια του επίδικου διαγωνισμού εγκρίθηκε με την υπ αριθμ. 46/30.7.2014 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε.. Αντικείμενο του διαγωνισμού αποτελεί η ανάδειξη αναδόχου παροχής υπηρεσιών φύλαξης των εγκαταστάσεων της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε., σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Σύναψης και Εκτέλεσης Συμβάσεων Προμηθειών και Υπηρεσιών της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε. (υπ αριθμ. οικ. 24704/3340/23.5.2013 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Β 1291). Η ανωτέρω εταιρεία, που διενεργεί τον επίδικο διαγωνισμό, ιδρύθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 4111/2013 (Α 18), σύμφωνα με τις οποίες η λειτουργία της διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3429/2005 «Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (ΔΕΚΟ)» (Α 314) και του ν. 2190/1920 περί Ανωνύμων Εταιρειών (Α 37), η διοίκηση ασκείται από το Διοικητικό Συμβούλιο που αποτελείται από επτά (7) μέλη, τα οποία ορίζονται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, η εποπτεία ασκείται από τον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, το ιδρυτικό καταστατικό καταρτίζεται με απόφαση του ίδιου Υπουργού που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, έχει ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών συντήρησης, επισκευής και ανακατασκευής τροχαίου και λοιπού σιδηροδρομικού υλικού και άλλων μέσων σταθερής τροχιάς και το μετοχικό της κεφάλαιο (που διαιρείται σε ονομαστικές μετοχές) αναλαμβάνεται εξ ολοκλήρου από το Ελληνικό Δημόσιο. Ήδη, με την υπ αριθμ. 239/12.8.2013 απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (Β 2014), το 100% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε., κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, μεταβιβάστηκε στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ), το οποίο, κατά το ν. 3986/2011 (Α 152), είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που λειτουργεί για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και ανήκει εξ ολοκλήρου στο Κράτος. Περαιτέρω, με την υπ αριθμ. 1661/9.8.2013 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων (Β 1993), που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση της παρ. 1 του άρθρου 24 του πιο πάνω ιδρυτικού νόμου, ο κλάδος συντήρησης Τροχαίου Υλικού της εταιρείας «ΟΣΕ Α.Ε.» - η οποία περιλαμβάνεται στον κατάλογο «αναθέτοντων φορέων στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών» του Παραρτήματος IV της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ (βλ. και αντίστοιχο κατάλογο του Παραρτήματος IV του π.δ/τος 59/2007, Α 63, με το οποίο η εν λόγω Οδηγία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη), όπως ο κλάδος αυτός, ως Γενική Διεύθυνση Συντήρησης Τροχαίου Υλικού, περιγράφεται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του ΟΣΕ, αποσχίστηκε από τον τελευταίο και εισφέρθηκε στην συσταθείσα ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε., μεταβιβάστηκαν δε σε αυτήν το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού του κλάδου, η από 4.4.2011 σύμβαση της μηχανοστασιακής και εργοστασιακής συντήρησης του τροχαίου υλικού που συνήφθη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 3891/2010 (Α 188), μεταξύ ΟΣΕ Α.Ε. και ΤΡΑΙΝΟΣΕ Α.Ε., οι πάσης φύσεως διοικητικές άδειες που είναι απαραίτητες για την εύρυθμη λειτουργία της δραστηριότητας της συντήρησης τροχαίου υλικού, ενώ προβλέφθηκε και η μίσθωση στην ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε., με μακροχρόνια μίσθωση τριάντα (30) ετών, των ακινήτων και εγκαταστάσεων ιδιοκτησίας της ΟΣΕ Α.Ε. που είναι απαραίτητα για τη συντήρηση του τροχαίου υλικού. Εξάλλου, με την παράγραφο 7 του άρθρου 10 του ν. 3891/2010, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 86 παρ. 3 του ν. 4199/2013 (Α 216), προβλέφθηκε η ανάθεση με σύμβαση της μηχανοστασιακής και εργοστασιακής συντήρησης του τροχαίου υλικού που χρησιμοποιεί η ΤΡΑΙΝΟΣΕ Α.Ε. στην ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε., για διάρκεια δέκα (10) ετών, με όρους αγοράς και η παράταση της ισχύος της από 4.4.2011 σύμβασης συντήρησης τροχαίου υλικού μεταξύ ΟΣΕ Α.Ε. και ΤΡΑΙΝΟΣΕ Α.Ε., αναδρομικά από τον χρόνο λήξης της, μέχρι τη θέση σε ισχύ της νέας σύμβασης μεταξύ ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε. και ΤΡΑΙΝΟΣΕ Α.Ε.. Υπό τα δεδομένα αυτά, η ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε. αποτελεί «δημόσια επιχείρηση»,
κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. β και παρ. 2 της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ, η δε περιγραφείσα δραστηριότητά της ανάγεται κατά νόμο στη συντήρηση και επισκευή του τροχαίου υλικού που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση του μεταφορικού έργου με σιδηρόδρομο και άλλα μέσα σταθερής τροχιάς, ήτοι αυτή ασκεί δραστηριότητα που αποβλέπει άμεσα στη διάθεση στο κοινό δικτύων παρεχόντων υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών και εμπίπτει, ως εκ τούτου, στο ειδικό καθ ύλην αντικείμενο της ως άνω Οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 αυτής. Αποτελεί δε, η ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε., εν όψει τούτων, «αναθέτοντα φορέα» στον εν λόγω τομέα κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 περ. β και 3, και 3 παρ. 1 της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ (πρβλ. Ε.Α. 415/2014, 157/2015, πρβλ. Ε.Α. 187/2013). Περαιτέρω, το αντικείμενο του επίδικου διαγωνισμού, αναγόμενο στην παροχή υπηρεσιών φύλαξης των αναλυτικώς κατονομαζομένων στις τεχνικές προδιαγραφές της διακήρυξης εσωτερικών και εξωτερικών εγκαταστάσεων της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε., ως αναγκαίων για την εκπλήρωση των σκοπών της υποδομών, τελεί σε άμεση σχέση με την άσκηση της ως άνω δραστηριότητας της εν λόγω δημόσιας επιχείρησης (πρβλ. Ε.Α. 187/2013, 75/2013, 20/2013, 224/2012, 534/2011, 325/2011), η δε προϋπολογισθείσα δαπάνη (490.000 ευρώ) υπερβαίνει το ισχύον κατά τον κρίσιμο χρόνο κατώτατο όριο του άρθρου 16 περ. α της ανωτέρω Οδηγίας (βλ. επίσης άρθρα 3 παρ. 1 περ. β και παρ. 2, 6 παρ. 1, 16 περ. α του π.δ. 59/2007). Ενόψει αυτών, η παρούσα σύμβαση εμπίπτει λόγω του αντικειμένου της (βλ. και την κατηγορία υπ αριθ. 23 του παραρτήματος XVII B της Οδηγίας 2004/17), καθώς και της προϋπολογιζόμενης δαπάνης της, στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/17. Ως εκ τούτου, η ένδικη διαφορά διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3886/2010 (βλ. άρθρα 1 παρ. 1 και 11 παρ. 2) και αρμοδίως εισάγεται, σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 3 και 11 παρ. 1 του ίδιου νόμου, ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν της 189/2015 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, δεδομένου δε ότι είναι και κατά τα λοιπά παραδεκτή, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. 6. Επειδή, ως συμπροσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση πράξη πρέπει να θεωρηθεί η, εκδοθείσα μετά την άσκηση της αιτήσεως αυτής, υπ αριθμ. 72/6.4.2015 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε., με την οποία διορθώθηκε - συμπληρώθηκε η αιτιολογία της προσβαλλομένης υπ αριθμ. 67/18.2.2015 αποφάσεως του ίδιου οργάνου τόσο ως προς τον υπολογισμό του ύψους του ελάχιστου εργατικού κόστους όσο και ως προς το εύλογο του αναφερόμενου στην προσφορά της αιτούσας διοικητικού κόστους και εργολαβικού κέρδους (πρβλ. Ε.Α. 390/2008, 1371/2007, 97/2007). Οπως δε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η τελευταία αυτή απόφαση κοινοποιήθηκε με τηλεομοιοτυπία (FAX), στις 8.4.2015, στην αιτούσα, η οποία παραδεκτώς προβάλλει αιτιάσεις κατά της αποφάσεως αυτής με το από 20.4.2015 υπόμνημα. 7. Επειδή, εξάλλου, με προφανές έννομο συμφέρον παρεμβαίνει ζητώντας την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως η...», η οποία αναδείχθηκε ως προσωρινή μειοδότρια με την προσβαλλόμενη υπ αριθμ. 67/18.2.2015 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε.. 8. Επειδή, στο άρθρο 57 της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 134/30.4.2004 σελ. 1 επομ.) ορίζεται: «Ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές (1) Εάν, για δεδομένη σύμβαση, οι προσφορές φαίνονται ασυνήθιστα χαμηλές σε σχέση με το αντικείμενό της, ο αναθέτων φορέας, πριν να απορρίψει τις προσφορές αυτές, ζητεί γραπτώς τις διευκρινίσεις για τα συστατικά στοιχεία των προσφορών, τις οποίες τυχόν κρίνει σκόπιμες. Οι διευκρινίσεις αυτές μπορούν να αφορούν ιδίως: α) την οικονομία της μεθόδου δομικής κατασκευής, της μεθόδου κατασκευής των προϊόντων ή της παροχής των υπηρεσιών, β) τις επιλεγείσες τεχνικές λύσεις και/ή τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες που διαθέτει ο προσφέρων για την εκτέλεση του έργου, την προμήθεια των προϊόντων ή την παροχή των υπηρεσιών, γ) την πρωτοτυπία του έργου, των προμηθειών ή των υπηρεσιών που προτείνει ο προσφέρων, δ) την τήρηση των διατάξεων περί προστασίας της εργασίας και των συνθηκών εργασίας που ισχύουν στον τόπο εκτέλεσης της παροχής, ε) την ενδεχόμενη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα. (2) Ο αναθέτων φορέας ελέγχει, σε συνεννόηση με τον προσφέροντα, τη σύνθεση της προσφοράς βάσει των παρασχεθέντων δικαιολογητικών. (3) Εφόσον ο αναθέτων φορέας διαπιστώνει ότι μια προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή λόγω χορήγησης κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα, η προσφορά μπορεί να απορρίπτεται αποκλειστικά για αυτόν τον λόγο, μόνο μετά από διαβούλευση με τον προσφέροντα και εάν αυτός δεν μπορέσει να
αποδείξει, εντός επαρκούς προθεσμίας την οποία τάσσει ο αναθέτων φορέας, ότι η εν λόγω ενίσχυση χορηγήθηκε σε νόμιμα πλαίσια. Όταν ο αναθέτων φορέας απορρίπτει μια προσφορά υπό τις συνθήκες αυτές ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.». Στο δε άρθρο 48 του πδ 59/2007 (Α 63) ορίζεται ότι: «1. Εάν, για δεδομένη σύμβαση, οι προσφορές φαίνονται ασυνήθιστα χαμηλές σε σχέση με το αντικείμενό της, ο αναθέτων φορέας, πριν να απορρίψει τις προσφορές αυτές, ζητεί γραπτώς διευκρινίσεις για τα συστατικά στοιχεία των προσφορών, τις οποίες τυχόν κρίνει σκόπιμες. Οι διευκρινίσεις αυτές μπορούν να αφορούν ιδίως: α) την οικονομία της μεθόδου δομικής κατασκευής, της μεθόδου κατασκευής των προϊόντων ή της παροχής των υπηρεσιών β) τις επιλεγείσες τεχνικές λύσεις και/ή τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες που διαθέτει ο προσφέρων για την εκτέλεση του έργου, την προμήθεια των προϊόντων ή την παροχή των υπηρεσιών γ) την πρωτοτυπία του έργου, των προμηθειών ή των υπηρεσιών που προτείνει ο προσφέρων δ) την τήρηση των διατάξεων περί προστασίας της εργασίας και των συνθηκών εργασίας που ισχύουν στον τόπο εκτέλεσης της παροχής ε) την ενδεχόμενη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα. 2. Ο αναθέτων φορέας ελέγχει, σε συνεννόηση με τον προσφέροντα, τη σύνθεση της προσφοράς βάσει των υποβληθέντων δικαιολογητικών. 3. Εφόσον ο αναθέτων φορέας διαπιστώνει ότι μια προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή λόγω χορήγησης κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα, η προσφορά μπορεί να απορρίπτεται αποκλειστικά για αυτόν τον λόγο, μόνο μετά από διαβούλευση με τον προσφέροντα και εάν αυτός δεν μπορέσει να αποδείξει, εντός επαρκούς προθεσμίας την οποία τάσσει ο αναθέτων φορέας, ότι η εν λόγω ενίσχυση χορηγήθηκε σε νόμιμα πλαίσια. Όταν ο αναθέτων φορέας απορρίπτει μια προσφορά υπό τις συνθήκες αυτές ενημερώνει σχετικά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.». Οι ανωτέρω διατάξεις της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ και του πδ 59/2007 επιβάλλουν στην αναθέτουσα αρχή να εξακριβώνει τη σύνθεση των προσφορών που είναι ασυνήθιστα χαμηλές, υποχρεώνοντάς την προς τούτο να ζητεί από τους διαγωνιζόμενους να της προσκομίσουν τα αναγκαία δικαιολογητικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι επίμαχες προσφορές είναι σοβαρές. Απαιτείται, δηλαδή, να διασφαλίζεται ένας πραγματικός κατ αντιπαράθεση διάλογος μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και του υποψηφίου, διεξαγόμενος σε κατάλληλο χρονικό σημείο, κατά τη διαδικασία εξετάσεως των προσφορών και πριν τη λήψη αποφάσεως για την ανάθεση, με σκοπό να αποτραπούν αυθαίρετες εκτιμήσεις της αναθέτουσας αρχής και να διασφαλιστεί ο πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων. Απαιτείται, ειδικώτερα, να έχει ο υποψήφιος ανάδοχος τη δυνατότητα να υποβάλει προς στήριξη της προσφοράς του όλες τις δικαιολογήσεις τις οποίες ο ίδιος κρίνει σκόπιμες για τα συγκεκριμένα σημεία που δημιούργησαν ερωτηματικά στην αναθέτουσα αρχή, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και των χαρακτηριστικών του αντικειμένου του διαγωνισμού, άνευ οποιουδήποτε σχετικού περιορισμού, η δε αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να λάβει υπόψη το σύνολο των δικαιολογήσεων, που παρέσχε ο διαγωνιζόμενος, και να εκτιμήσει τη λυσιτέλεια των εξηγήσεων αυτών πριν λάβει απόφαση σχετικά με το αν θα κάνει δεκτή ή θα απορρίψει την εν λόγω προσφορά [πρβλ. ΔΕΕ απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, C-599/10, Slovensko, σκέψεις 28 έως 34, απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, C-292/07, Επιτροπή κατά Βελγίου σκέψεις 159 έως 161, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2001, C-285/99 και C-286/99, Lombardini και Mantovani, σκέψεις 51 έως 59 και 82 έως 85 (και προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα σημεία 48 έως 51), απόφαση της 22ας Ιουνίου 1989, C- 103/88, Fratteli Constanzo, σκέψεις 18 έως 20]. 9. Επειδή, στο άρθρο 3 παρ. 2 του προϊσχύσαντος ν. 2522/1997 (Α 178) οριζόταν ότι: «Πριν υποβάλει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ο ενδιαφερόμενος οφείλει να ασκήσει προσφυγή ενώπιον της αναθέτουσας αρχής, προσδιορίζοντας ειδικώς τις νομικές και πραγματικές αιτιάσεις που δικαιολογούν το αίτημά του. Η προσφυγή κοινοποιείται με τη φροντίδα του προσφεύγοντος στον εκπρόσωπο ή τον αντίκλητο κάθε θιγομένου από τυχόν ολική ή μερική παραδοχή της προσφυγής. Δεν απαιτείται άσκηση προσφυγής κατά πράξης, η οποία δέχεται εν όλω ή εν μέρει προσφυγή άλλου προσώπου». Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, η παράλειψη κοινοποιήσεως της προσφυγής δεν συνεπαγόταν το απαράδεκτο αυτής και δεν απάλλασσε την Διοίκηση από την υποχρέωση της κατ ουσίαν εξετάσεως της προσφυγής. Τούτο, διότι, εφόσον η διάταξη αυτή δεν προέβλεπε ως έννομη συνέπεια της μη κοινοποιήσεως το απαράδεκτο της προσφυγής, η επέλευση του απαραδέκτου αυτής συναρτάτο, κατά γενική αρχή του δικαίου, προς το αν τούτο ήταν αναγκαίο για την αποτροπή βλάβης τρίτου θιγομένου (ΣτΕ 3753/2008) ενόψει του επιδιωκόμενου από την ανωτέρω διάταξη σκοπού να παρασχεθεί σε τρίτο θιγόμενο η δυνατότητα να τύχει ακροάσεως από την αναθέτουσα αρχή, πριν αυτή αποφασίσει επί της προσφυγής. Τέτοια, όμως, περίπτωση επελεύσεως βλάβης δεν
συντρέχει σε περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής (Ε.Α. 810/2010, πρβλ. Ε.Α. 343/2010) ούτε, όμως, και σε περίπτωση ολικής ή μερικής αποδοχής της προσφυγής, διότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση ο θιγόμενος τρίτος, αν και δεν υποχρεούται σε τούτο, έχει πάντως, κατά το εδάφιο γ της ίδιας διατάξεως, τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά της σχετικής πράξεως της αναθέτουσας αρχής και, έτσι, σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή, εξασφαλίζεται η επανεξέταση της υποθέσεως, μετά από ακρόαση τούτου από την αναθέτουσα αρχή, πριν η υπόθεση αχθεί σε δικαστική κρίση με την άσκηση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων (Ε.Α. 343/2010, 846/2009 κ.ά.). 10. Επειδή, ακολούθως, με το άρθρο 4 του ήδη ισχύοντος κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο ν. 3886/2010 ορίστηκε ότι: «1. 2. Η προδικαστική προσφυγή κοινοποιείται με φροντίδα του προσφεύγοντος στον εκπρόσωπο ή τον αντίκλητο κάθε θιγόμενου από τυχόν ολική ή μερική παραδοχή της προδικαστικής προσφυγής. Η παράλειψη της κοινοποίησης αυτής δεν επάγεται απαράδεκτο της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων σε περίπτωση απόρριψης της προδικαστικής προσφυγής. 3. Δεν επιτρέπεται η άσκηση προδικαστικής προσφυγής κατά πράξης, η οποία δέχεται εν όλω ή εν μέρει προσφυγή άλλου προσώπου». Εξάλλου, στο άρθρο 4 της διακηρύξεως του επίδικου διαγωνισμού ορίζεται: «... 4.9. Προδικαστικές προσφυγές. 4.9.1. Για διαφορές που αναφύονται κατά τη διαδικασία που προηγείται της σύμβασης ισχύουν οι διατάξεις του Ν. 3886/2010 (περί δικαστικής προστασίας κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων). 4.9.2. Προδικαστικές προσφυγές υποβάλλονται εγγράφως στο αρμόδιο για τη διενέργεια του διαγωνισμού όργανο του φορέα... 4.9.3. Η προδικαστική προσφυγή κοινοποιείται με φροντίδα του προσφεύγοντος στον εκπρόσωπο ή τον αντίκλητο κάθε θιγόμενου από τυχόν ολική ή μερική παραδοχή της προδικαστικής προσφυγής». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, υπό το καθεστώς του ν. 3886/2010, που διέπει τον επίδικο διαγωνισμό (άρθρο 4.9.1. της διακηρύξεως), δεν παρέχεται πλέον στον θιγόμενο από πράξη, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή άλλου διαγωνιζομένου, η δυνατότητα να ασκήσει προδικαστική προσφυγή, ώστε να επιληφθεί εκ νέου της υποθέσεως το αρμόδιο όργανο της Διοικήσεως κατόπιν ουσιαστικής επανεξετάσεως των τιθέμενων ζητημάτων, αλλά αυτός έχει μόνο τη δυνατότητα να ασκήσει απευθείας αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (βλ. Ε.Α. 423/2011) και να αντικρούσει το πρώτον με την αίτηση αυτή τους λόγους για τους οποίους έγινε δεκτή η προδικαστική προσφυγή του συνδιαγωνιζομένου του, χωρίς να έχει προηγουμένως δοθεί η δυνατότητα σ αυτόν μεν να αναπτύξει ενώπιον της Διοικήσεως τα επιχειρήματα και τους πραγματικούς ισχυρισμούς του προς απόκρουση των προβαλλομένων με την προδικαστική προσφυγή, στην δε αναθέτουσα αρχή να αποφανθεί σχετικά. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση μη τηρήσεως της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως της προδικαστικής προσφυγής στον θιγόμενο από την τυχόν αποδοχή της, ο τελευταίος στερείται, σε περίπτωση που η προσφυγή γίνει τελικά εν όλω ή εν μέρει δεκτή, της δυνατότητας πλήρους υπερασπίσεως των απόψεών του σε ένα λυσιτελές χρονικό σημείο της διαδικασίας εξετάσεως από τη Διοίκηση των προσφορών, δυνάμενος, κατ αρχήν, να επικαλεσθεί εκ του λόγου αυτού δικονομική βλάβη εκ της μη κοινοποιήσεως σ αυτόν της προδικαστικής προσφυγής. 11. Επειδή, περαιτέρω, με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3886/2010 δεν προβλέπεται ειδικότερος τρόπος κοινοποιήσεως της προδικαστικής προσφυγής στον θιγόμενο από τυχόν ολική ή μερική παραδοχή αυτής. Εξάλλου, ο ν. 3886/2010 προβλέπει ρητώς τις περιπτώσεις, όπου παραδεκτώς διακινούνται έγγραφα μόνο με ηλεκτρονικά μέσα ή με τηλεομοιοτυπία (αποστολή της προσβαλλομένης πράξεως στον ενδιαφερόμενο, ειδοποίηση της αναθέτουσας αρχής από τον ενδιαφερόμενο περί της ασκήσεως αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, βλ. άρθρο 4 παρ. 1 εδ. τρίτο και άρθρο 5 παρ. 2 εδ. δεύτερο αντιστοίχως), στις περιπτώσεις δε αυτές δεν περιλαμβάνεται η κοινοποίηση στον τρίτο θιγόμενο της προβλεπομένης από το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3886/2010 προσφυγής (πρβλ. Ε.Α. 236/2012), ενώ οι διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2672/1998 (Α 290), όπως αυτές ισχύουν, και του άρθρου 10 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, όπως αυτός κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α 45), διέπουν το ζήτημα του κατ αρχήν επιτρεπτού της διακίνησης εγγράφων με τηλεομοιοτυπία μόνο όσον αφορά τη συνδιαλλαγή μεταξύ ενδιαφερόμενου ιδιώτη, φυσικού ή νομικού προσώπου και υπηρεσιών του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των Ο.Τ.Α. (βλ. σχετικώς Ε.Α. 236/2012, 1339/2009, 985/2007, 377/2007, 1218/2006, 383/2006). Τέλος, κατά το άρθρο 4 παρ. 8 της διακήρυξης του επίδικου διαγωνισμού, η τηλεομοιοτυπία αποτελεί τον μόνο τρόπο κοινοποιήσεως μόνον όσον αφορά τα έγγραφα που συντάσσονται από την αναθέτουσα αρχή και αφορούν στον διαγωνισμό. Ως εκ τούτου, μη οριζομένου άλλως στον νόμο ή στη διακήρυξη του διαγωνισμού, και
λαμβανομένου υπόψη ότι σκοπός του νόμου είναι να λαμβάνει ο ενδιαφερόμενος αποδεδειγμένως γνώση των συγκεκριμένων πραγματικών και νομικών αιτιάσεων που περιλαμβάνονται στην προδικαστική προσφυγή του συνδιαγωνιζομένου του, ώστε να υποβάλει τυχόν υπόμνημα προς υποστήριξη των απόψεών του σε εύθετο χρόνο στο πλαίσιο της κατ ουσίαν επανεξετάσεως της υποθέσεως από την ίδια τη Διοίκηση, πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, συνάγεται ότι για την νομιμότητα της εν λόγω κοινοποιήσεως απαιτείται, κατ αρχήν, να γίνεται αυτή με δικαστικό επιμελητή, κατά τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ.. Τούτο δε, προκειμένου να προκύπτει μετά βεβαιότητας η ταυτότητα του επιδιδόμενου εγγράφου και να καθίσταται δυνατή η ταυτοποίηση του περιεχομένου αυτού με το πρωτότυπο έγγραφο, που φέρει ιδιόχειρη υπογραφή και υποβλήθηκε ενώπιον της αναθέτουσας αρχής. 12. Επειδή, εν προκειμένω, με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προβάλλεται ότι η με αριθμ. πρωτ. 546/6.2.2015 προδικαστική προσφυγή της εταιρείας «...» δεν κοινοποιήθηκε στην αιτούσα, κατά παράβαση της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3886/2010, και ότι, ως εκ τούτου, ήταν απαράδεκτη και έπρεπε για τον λόγο αυτό να απορριφθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε.. Τον ισχυρισμό της δε αυτό στηρίζει η αιτούσα αφενός μεν στο γεγονός ότι τυχόν ολική ή μερική παραδοχή της προδικαστικής προσφυγής θα την έθιγε στα νόμιμα συμφέροντά της αφού η προδικαστική προσφυγή στρεφόταν αποκλειστικά και μόνο κατά της αποδοχής της δικής της οικονομικής προσφοράς στη διαγωνιστική διαδικασία, αφετέρου δε στο ότι η προδικαστική προσφυγή έγινε τελικώς δεκτή με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφοράς της αιτούσας. Ειδικότερα, η αιτούσα με την κρινόμενη αίτηση προβάλλει α) σε σχέση με το ελάχιστο νόμιμο εργατικό κόστος για την παροχή των επίμαχων υπηρεσιών και την κρίση της αναθέτουσας αρχής ότι η οικονομική προσφορά της υπολείπεται σημαντικά αυτού, τον ισχυρισμό ότι ο τρόπος υπολογισμού από την αναθέτουσα αρχή του ελάχιστου κόστους μισθοδοσίας του προσωπικού που θα απασχοληθεί δεν είναι ορθός. Παραθέτει δε, προς υποστήριξη του ισχυρισμού αυτού, σχετικούς αναλυτικούς μαθηματικούς υπολογισμούς της με αναφορά στις διατάξεις της ισχύουσας εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας και σε συγκεκριμένες προβλέψεις της οικείας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Περαιτέρω, β) όσον αφορά ιδίως στην κρίση της αναθέτουσας αρχής ότι το προσφερόμενο από την αιτούσα διοικητικό κόστος, το κόστος αναλωσίμων και το εργολαβικό κέρδος δεν είναι, υπό τους συγκεκριμένους όρους και συνθήκες του επίδικου διαγωνισμού, εύλογα, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αιτούσα δεν εκλήθη, πριν την απόρριψη της οικονομικής προσφοράς της, προς παροχή γραπτών διευκρινίσεων προς δικαιολόγηση, ως εκ του τρόπου οργάνωσης της επιχείρησής της, του αναφερόμενου στην προσφορά της ύψους του διοικητικού κόστους και εργολαβικού κέρδους, κατ επίκληση των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου περί κλήσης προς παροχή των αναγκαίων διευκρινίσεων σε περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή κρίνει μια οικονομική προσφορά ως ασυνήθιστα χαμηλή (βλ. άρθρο 57 της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ και άρθρο 48 του π.δ/τος 59/2007). 13. Επειδή, λαμβανομένου υπόψη α) ότι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του έχοντος εν προκειμένω εφαρμογή ν. 3886/2010, η αιτούσα δεν είχε τη δυνατότητα να ασκήσει προδικαστική προσφυγή ενώπιον της αναθέτουσας αρχής κατά της αποφάσεως αποδοχής της προδικαστικής προσφυγής της παρεμβαίνουσας εταιρείας, επ αφορμή εξετάσεως της οποίας οδηγήθηκε η Διοίκηση το πρώτον στην απόρριψη της προσφοράς της, β) ότι κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω στη σκέψη 8, από τις διατάξεις της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ και του πδ 59/2007 επιβάλλεται να παρέχεται στον υποψήφιο ανάδοχο, του οποίου η προσφορά θεωρείται υπερβολικά χαμηλή η δυνατότητα να υποβάλει όλες τις δικαιολογήσεις, που θεωρεί σκόπιμες, και τις οποίες η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να αξιολογήσει πριν αποφασίσει αν θα δεχθεί ή θα απορρίψει την προσφορά, γ) ότι η αντιμετώπιση ιδίως του ανωτέρω υπό στοιχ. (α) ειδικώτερου ισχυρισμού της αιτούσας προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα και εκτίμηση από τη Διοίκηση του τυχόν σφάλματος που έχει εμφιλοχωρήσει στους υπολογισμούς της αιτούσας, ενόψει και του ότι οι υπολογισμοί αυτοί δεν είχαν περιληφθεί στην ανάλυση κόστους που είχε υποβάλει η αιτούσα στην Διοίκηση με την οικονομική προσφορά της, δεν μπορεί δε να γίνει το πρώτον από την Επιτροπή Αναστολών (πρβλ. Ε.Α. 16, 17/2011, 1097/2010, 602/2010), η Επιτροπή κρίνει ότι πιθανολογείται σοβαρά στην προκειμένη περίπτωση η βλάβη, που επικαλείται η αιτούσα, και η οποία δικαιολογεί την επίκληση από αυτήν της παραλείψεως κοινοποιήσεως σ αυτήν της προδικαστικής προσφυγής της παρεμβαίνουσας, ως λόγου απαραδέκτου της προσφυγής αυτής, ενόψει του
περιεχομένου των ήδη προβαλλομένων από την αιτούσα με την κρινόμενη αίτηση ισχυρισμών, επί των οποίων το αρμόδιο όργανο της Διοικήσεως δεν έλαβε θέση πριν τη λήψη της σχετικής αποφάσεως περί αποκλεισμού της αιτούσας. 14. Επειδή, περαιτέρω, στην προκειμένη περίπτωση, ούτε η παρεμβαίνουσα εταιρεία προβάλλει, ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι αντίγραφο της με αριθμ. πρωτ. 546/6.2.2015 προδικαστικής προσφυγής της παρεμβαίνουσας εταιρείας επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή στον νόμιμο εκπρόσωπο ή αντίκλητο της αιτούσας. Και ναι μεν η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι η εν λόγω προδικαστική προσφυγή κοινοποιήθηκε στην αιτούσα με την αποστολή τηλεομοιοτυπίας την ίδια ημέρα κατά την οποία υποβλήθηκε ενώπιον της Διοικήσεως, προσκομίζοντας σχετικά ανεπικύρωτο φωτοαντίγραφο «φύλλου αποστολής», στο οποίο αποτυπώνεται η επιτυχής αποστολή, στις 6.2.2015 και ώρα 10:59 π.μ., από τον αριθμό της τηλεομοιοτυπικής συσκευής της παρεμβαίνουσας εταιρείας, εγγράφου δεκαεπτά (17) σελίδων, με θέμα «ΠΡΟΣΦΥΓΗ», προς τον τηλεφωνικό αριθμό αποστολής και παραλαβής τηλεομοιοτυπιών που είχε δηλώσει στην οικονομική προσφορά της η αιτούσα, από το όλο όμως περιεχόμενο του παραπάνω φύλλου αποστολής δεν προκύπτει κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβητήσεως ούτε η ταυτότητα ούτε το περιεχόμενο του εγγράφου που φέρεται ότι απεστάλη στην αιτούσα. Ως εκ τούτου, ο ως άνω προβαλλόμενος με την υπό κρίση αίτηση λόγος περί απαραδέκτου της προδικαστικής προσφυγής της παρεμβαίνουσας εταιρείας, κατ αποδοχήν της οποίας απορρίφθηκε η προσφορά της αιτούσας, για το λόγο ότι η προσφυγή δεν κοινοποιήθηκε στην τελευταία, πιθανολογείται σοβαρά ως βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. 15. Επειδή, περαιτέρω, ενόψει των εκτιθεμένων ανωτέρω στη σκέψη 8, εφόσον με την προσβαλλόμενη πράξη η προσφορά της αιτούσας εκρίθη μη νόμιμη, ως υπερβολικά χαμηλή χωρίς η αναθέτουσα αρχή να καλέσει προηγουμένως, όπως όφειλε (ανωτ. σκ. 8), την αιτούσα να παράσχει εξηγήσεις και να δικαιολογήσει την προσφορά, πιθανολογείται σοβαρά ως βάσιμος, κατά την κρίση της Επιτροπής, και ο ειδικώτερος ισχυρισμός της αιτούσας, με τον οποίο αυτή παραπονείται για την μη αναζήτηση εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής διευκρινίσεων από αυτήν ως προς την σύνθεση της οικονομικής προσφοράς της. 16. Επειδή, κατά το άρθρο 5 παρ. 5 εδάφιο δεύτερο του ν. 3886/2010, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να απορριφθεί «αν, από τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και επιτακτικών λόγων γενικού δημοσίου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την παραδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος». 17. Επειδή, η καθ ης η αίτηση ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε., τόσο με την έκθεση των απόψεών της προς το Δικαστήριο, όσο και με το από 22.7.2015 υπόμνημα που κατέθεσε πριν τη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως, ζητεί την απόρριψη αυτής για λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος. Ειδικότερα, προβάλλει ότι, δεδομένου ότι οι ήδη ισχύουσες συμβάσεις για την παροχή υπηρεσιών φύλαξης των εγκαταστάσεων της ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε. πρόκειται να λήξουν, κατόπιν παρατάσεως, είτε στις 31.8.2015, είτε στις 20.9.2015, η χορήγηση της ζητούμενης αναστολής, κατ αποδοχή της υπό κρίση αιτήσεως, συνεπάγεται άμεσο κίνδυνο κλοπής υλικών μεγάλης αξίας (επιβαταμαξών, μηχανών έλξης κ.λπ.), τα οποία βρίσκονται αποθηκευμένα στις επίμαχες εγκαταστάσεις και είναι απαραίτητα για την απρόσκοπτη λειτουργία και εκμετάλλευση του συστήματος σιδηροδρομικής μεταφοράς (αστικών, περιφερειακών, υπεραστικών και διεθνών) επιβατών και εμπορευμάτων. Κατά την εκτίμηση της Επιτροπής Αναστολών, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως, κατά την προμνησθείσα διάταξη του ν. 3886/2010, διότι η ΕΕΣΣΤΥ Α.Ε. δεν προβάλλει, πάντως, ότι υφίσταται αδυναμία ή ουσιώδης δυσχέρεια προσφυγής σε άλλες προσωρινές λύσεις (π.χ. νομική ή πραγματική αδυναμία περαιτέρω παρατάσεως της χρονικής διάρκειας των υφιστάμενων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών φύλαξης των εγκαταστάσεων) για την αντιμετώπιση του σχετικού προβλήματος, μέχρις ότου ανακηρυχθεί ανάδοχος από τον συγκεκριμένο διαγωνισμό (πρβλ. Ε.Α. 446/2014, 415/2014). 18. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ αριθμ. 67/18.2.2015 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας «...», όπως αυτή διορθώθηκε - συμπληρώθηκε με την υπ αριθμ. 72/6.4.2015 απόφαση του ίδιου Διοικητικού
Συμβουλίου και να διαταχθεί η μη υπογραφή της σχετικής συμβάσεως μέχρι τη δημοσίευση οριστικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της αιτήσεως ακυρώσεως, την οποία οφείλει να ασκήσει η αιτούσα εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση σ αυτήν της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου να διατηρηθεί η ισχύς του διατασσόμενου ασφαλιστικού μέτρου (άρθρο 5 παρ. 7 ν. 3886/2010), και να απορριφθεί η παρέμβαση. 19. Επειδή, περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην αιτούσα του παραβόλου, το οποίο κατέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3886/2010, κατά τα εκτιθέμενα στην σκέψη 1. Δ ι ά τ α ύ τ α Δέχεται την κρινόμενη αίτηση. Αναστέλλει την εκτέλεση της υπ αριθμ. 67/18.2.2015 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας «...», όπως αυτή διορθώθηκε - συμπληρώθηκε με την υπ αριθμ. 72/6.4.2015 απόφαση του ίδιου Διοικητικού Συμβουλίου και διατάσσει την μη υπογραφή της σχετικής συμβάσεως, κατά το αιτιολογικό. Απορρίπτει την παρέμβαση. Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου, και Επιβάλλει συμμέτρως στην καθ ης η αίτηση ανώνυμη εταιρεία «...» και στην παρεμβαίνουσα εταιρεία τη δικαστική δαπάνη της αιτούσας, η οποία ανέρχεται στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 6η Αυγούστου 2015. Την 12η του ίδιου μήνα και έτους εκδόθηκε το διατακτικό της αποφάσεως. Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας Ο. Ζύγουρα Ι. Παπαχαραλάμπους Την 2α Σεπτεμβρίου 2015 δημοσιοποιήθηκε το πλήρες κείμενό της. Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας Ο. Ζύγουρα Ε. Καπίρη ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί. Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος. Αθήνα,... Ο Πρόεδρος του Δ Τμήματος Η Γραμματέας Δημοσθένης Π. Πετρούλιας Ι. Παπαχαραλάμπους Ρ.Κ.