Το σωµατιδιακό µοντέλο της ύλης ιδακτική πρόκληση για την στ τάξη του δηµοτικού σχολείου

Σχετικά έγγραφα
περιλαμβάνει αντιδιαισθητικές έννοιες

Η κατανόηση της διάλυσης της ζάχαρης στο νερό από τους μαθητές του Γυμνασίου και του Λυκείου

Διδασκαλία και μάθηση φυσικών φαινομένων με χρήση κατάλληλου λογισμικού στα πλαίσια της σωματιδιακής θεώρησης της ύλης

ηµήτριος Κολιούλης, Γεώργιος Τσαπαρλής* Τµήµα Χηµείας, Τοµέας Φυσικοχηµείας, Πανεπιστήµιο Ιωαννίνων * gtseper@cc.uoi.gr

Φαινόμενα και μοντέλα του φυσικού κόσμου: ένα λογισμικό για τη διδασκαλία μοντέλων της δομής της ύλης στο Δημοτικό σχολείο και το Γυμνάσιο.

Οι αντιλήψεις των μαθητών για τη σωματιδιακή σύσταση της ύλης μέσα από τα σχέδια τους

Συμπεράσματα για την έννοια της ύλης

Η σχέση Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών με την Εκπαίδευση στις Φυσικές Επιστήμες Κωνσταντίνα Στεφανίδου, PhD

Εποικοδομητική διδασκαλία μέσω γνωστικής σύγκρουσης. Εννοιολογική αλλαγή

Χηµεία των αφριστικών µπάνιου*

H ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟΝ Η.Υ. ΜΟΝΤΕΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΤΩΝ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ

Εφαρμοσμένη Διδακτική Φυσικών Επιστημών ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΣΕΝΑΡΙΟΥ - ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΙΑΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΑΞΟΝΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Εισαγωγή

Publishers, London. Ευκλείδης Γ Τεύχη:

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

BELIEFS ABOUT THE NATURE OF MATHEMATICS, MATHEMATICS TEACHING AND LEARNING AMONG TRAINEE TEACHERS

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΠΙ ΟΣΗΣ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΥΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΕΝΟΣ ΑΕΙ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ

Γιαννάκης Βασιλειάδης, Γιώργος Σαββίδης, Μαίρη Κουτσελίνη Τµήµα Επιστηµών της Αγωγής, Πανεπιστήµιο Κύπρου ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η ιδακτική των Φυσικών Επιστηµών και η Εφαρµογή Νέων Τεχνολογιών στην Εκπαίδευση. Λευκωσία 3-5 Μαΐου 2000 ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΟΥ ΤΟΜΟΣ ΙI

ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑΣ

ΚΛΑΣΙΚΗ (ΧΗΜΙΚΗ) ΘΕΡΜΟ ΥΝΑΜΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ανάπτυξη της Εποικοδομητικής Πρότασης για τη διδασκαλία και τη μάθηση του μαθήματος της Χημείας. Άννα Κουκά

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ Διδακτική της Πληροφορικής

Διδακτική Φυσικών Επιστημών

MΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΟΛΗΣ ΣΤΕΡΕΟΥ, ΥΓΡΟΥ ΚΑΙ ΑΕΡΙΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΕ ΜΑΘΗΤΕΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΤΩΝ ΥΟ ΦΥΛΩΝ ΣΤO ΠΛΑΙΣΙO THΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΝΟΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟΥ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΤΗΣ Β/ΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠ/ΣΗΣ

Μαθηµατική. Μοντελοποίηση

ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΟΥΝ ΤΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ

ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΑΓΙΩΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Ιδέες των μαθητών. Παρανοήσεις. Παραλληλισμοί με την ιστορία της Επιστήμης.

Διδάσκοντας Φυσικές Επιστήμες

Διερεύνηση κινήτρων μάθησης Χημείας και Φυσικής μεταξύ φοιτητών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης

ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ TIMSS

Θέµατα αξιολόγησης εκπαιδευτικού λογισµικού

Εκµάθηση προµαθηµατικών εννοιών για ΑµεΑ στο φάσµα του Αυτισµού µε το λογισµικό LT125-ThinkingMind

ΚΛΑΣΙΚΗ (ΧΗΜΙΚΗ) ΘΕΡΜΟ ΥΝΑΜΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Έρευνες με χρήση φορητής μάθησης στα Μαθηματικά

Κεφάλαιο 15. Παραγοντική ανάλυση διακύµανσης. Παραγοντική

Εκπαιδευτικό λογισµικό για τη µελέτη και τη µοντελοποίηση της θερµικής διαστολής και των αλλαγών φυσικής κατάστασης σωµάτων

ΘΟ ΩΡΗΣ ΓΑΡΜΠΗΣ. Γ Γενικού Λυκείου. Οµάδας προσανατολισµού θετικών σπουδών Οδηγός διδασκαλίας µελέτης A ΤΟΜΟΣ

Οι εναλλακτικές αντιλήψεις των παιδιών, η εννοιολογική αλλαγή και η διάρκεια γνώσης από την διδασκαλία στο ηµοτικό στην έννοια της δύναµης

þÿ ¼ ¼± Ä Â ÆÅùº  ÃÄ ½

Λέξεις Κλειδιά: Εναλλακτικές αντιλήψεις, εννοιολογική αλλαγή, τρίτος νόµος του Νεύτωνα

Γουλή Ευαγγελία. 1. Εισαγωγή. 2. Παρουσίαση και Σχολιασµός των Εργασιών της Συνεδρίας

PATHWAY. D2.1 The basic features of the inquiry learning and teaching. A short review for the Greek teachers. Author: Christos Ragiadakos

Φ Υ Σ Ι Κ Η Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Διδακτέα ύλη Διαχείριση Διδακτέας ύλης

Μοντέλο Μεικτής Μάθησης για τα Μαθηματικά της Γ Λυκείου

Ερευνητικά στοιχεία για το πρόγραµµα «Κοινωνία της Πληροφορίας»

Εκπαίδευση και Web 2.0: Προκλήσεις και Προοπτικές

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 5

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΤΑΣΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ Ι ΑΣΚΑΛΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕ Η ΧΩΡΙΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ

648 Πρακτικά Συνεδρίου - ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

2.!"#$%&"'$' (#()#&*+,-#,$ "&.,-&+, /#$ #0!!$ /12 3,4'/12//+#12 $! $5!$' 3! /, -,#2&3!2, &"/#%'$ %,# ')!%/+#$3&.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ BIOΓPAΦIKO ΣHMEIΩMA

ΟΔΗΓΙΕΣ ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

Να γνωρίσουν οι µαθητές όσο το δυνατό περισσότερες έννοιες

Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΑ ΕΠΑ.Λ. ΔΡ ΜΑΡΙΑ ΓΝΗΣΙΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ Β ΙΕΠ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ Αθήνα, 5 Οκτωβρίου 2016

Χημεία Β Λυκείου Γενικής Παιδείας: Όλα τα πειράματα σε προσομοίωση

Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. Π.Μ.Σ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Ηλεκτρονικό Εργαστήριο Φυσικής. ρακόπουλος Γρηγόρης, ΠΕ04, Ελληνογαλλική Σχολή Καλαµαρί,

Μαθηματικά και Πληροφορική. Διδακτική Αξιοποίηση του Διαδικτύου για τη Μελέτη και την Αυτο-αξιολόγηση των Μαθητών.

ΙΑ ΡΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΥΜΕΣΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΓΙΑ ΤΗ Ι ΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ «ΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΜΙΓΜΑΤΩΝ» ΤΗΣ Β ΤΑΞΗΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ 30/1/2018

Παραδοτέο Π.1 (Π.1.1) Εκθέσεις για προµήθεια εκπαιδευτικού υλικού

ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙ ΙΑ: Σχεδίαση µικρών εξειδικευµένων προγραµµάτων, νόµοι κίνησης, Φύλλα εργασίας.

Η κατανόηση της χηµικής διάστασης της φωτοσύνθεσης από µαθητές γυµνάσιων της Αττικής

Eπιμορφωτικό σεμινάριο

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Keywords: Tutorials, pedagogic principles, print and digital distance learning materials, e-comet Laboratory of Hellenic Open University

Α/Α Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις Το λογισµικό Άτλαντας CENTENNIA µπορεί να χρησιµοποιηθεί 1. Α) Στην ιστορία. Σωστό το ) Σωστό το Γ)

Τo αέριo που πίνουµε - Το διοξείδιο του άνθρακα στα ανθρακούχα αναψυκτικά

Παρεµβολή ή Παλινδρόµηση - Συνέργειες οµίλων Προτύπων ΓΕΛ

Μάθημα: Διδακτική της Πληροφορικής. Περιγραφή μαθήματος. Διδάσκων: Παλαιγεωργίου Γ. Διαλέξεις: Παρασκευή 17:00-20:00

Διερεύνηση της ένταξης των αλλαγών των ιδιοτήτων των υλικών σωμάτων σε επίπεδο νανοκλίμακας στο Γυμνάσιο

ΜΙΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Ηµερίδα: Γεωπληροφορική και Εκπαίδευση Η Ελληνική Πραγµατικότητα Χαροκόπειο Πανεπιστήµιο ευτέρα και Τρίτη, Maΐου Γεώργιος Ν.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΥΠΡΟΥ

Διδακτική των Φυσικών Επιστημών Ενότητα 2: Βασικό Εννοιολογικό Πλαίσιο

Καθηγήτρια : Σολομωνίδου Χριστίνα

Όταν το 1991 πρωτοξεκίνησα να διδάσκω Χημεία σε φοιτητές του Παιδαγωγικού

Η χρήση του MOODLE από την οπτική γωνία του ιαχειριστή

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 5


Πρώτο Κεφάλαιο Φάσεις & Μοντέλα ένταξης των ΤΠΕ στην Εκπαίδευση Εκπαιδευτική Τεχνολογία: η προϊστορία της πληροφορικής στην εκπαίδευση 14

Σ.Ε.Π. (Σύνθετο Εργαστηριακό Περιβάλλον)

Πρόγραμμα Επιμόρφωσης για τη Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας - Φάση Α ( )

Εισαγωγή. ΣΥΜΠΟΣΙΟ: Σωματιδιακά μοντέλα και μικρόκοσμος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση

ΘΕΜΑ: Οδηγίες για τη διδασκαλία των Μαθηµατικών Γ/σίου και Γεν. Λυκείου.

Η διδασκαλία της θεωρίας της εξέλιξης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση

2. Μοντέλα Ερευνας Γενικά Μοντέλα έρευνας

Wiki: Η διδασκαλία τoυ νόµου του Ohm σε µαθητές Γ Γυµνασίου

ΦΥΣΙΚΑ Ε & Στ ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΡΑΣΣΑΣ ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ


Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΜΕ ΑΠΛΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΜΕ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΕΙΣ

Σχεδιασμός Ψηφιακών Εκπαιδευτικών Εφαρμογών ΙI

Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ. Λεωνίδας Κυριακίδης Τμήμα Επιστημών της Αγωγής, Πανεπιστήμιο Κύπρου

Οδηγίες για τη διδασκαλία µαθηµάτων Πληροφορικής του Ενιαίου Λυκείου

Transcript:

Ι ΑΚΤΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΑ 5 ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΣΥΝΕ ΡΙΟΥ, ΤΕΥΧΟΣ Α ΣΥΜΠΟΣΙΟ: Σωµατιδιακά µοντέλα και µικρόκοσµος στην πρωτοβάθµια εκπαίδευση Το σωµατιδιακό µοντέλο της ύλης ιδακτική πρόκληση για την στ τάξη του δηµοτικού σχολείου Παρασκευή Νταλαούτη 1, Γεώργιος Τσαπαρλής 2 1 Πρωτοβάθµια Εκπαίδευση, Περιβαλλοντική Εκπαίδευση Ιωαννίνων, pantala@sch.gr 2 Πανεπιστήµιο Ιωαννίνων, Τµήµα Χηµείας, Τοµέας Φυσικοχηµείας, gtseper@cc.uoi.gr Περίληψη. Αντικείµενο της έρευνας είναι η αξιολόγηση της κατανόησης της σωµατιδιακής δοµής της ύλης από µαθητές στ τάξης δηµοτικού σχολείου. Οι µαθητές παρακολούθησαν σειρά µαθηµάτων εποικοδοµητικής εισαγωγής της έννοιας του µορίου, µέσω µοντελοποίησης επιλεγµένων µακροσκοπικών φαινοµένων χρησιµοποιώντας πειράµατα, επιδείξεις, αναλογίες και προσοµοιώσεις σε Η/Υ. Η έρευνα έδειξε ότι οι µαθητές χρησιµοποιούν το σωµατιδιακό µοντέλο µε άνεση σε σωµατιδιακό πλαίσιο σε σχέση µε το καθηµερινό και σε γνωστά θέµατα, ενώ δυσκολεύονται να το χρησιµοποιήσουν σε ερωτήσεις πρόβλεψης. Σηµαντική συµβολή των σωµατιδιακών µοντέλων παρατηρήθηκε στην κατανόηση διατήρησης µάζας. εν παρατηρήθηκαν διαφορές µεταξύ επιδόσεων αγοριών και κοριτσιών. Εισαγωγή Tο σωµατιδιακό µοντέλο της ύλης είναι κεντρική ιδέα της επιστήµης και ένα κεντρικό θέµα στα προγράµµατα της µέσης εκπαίδευσης [American Association for the Advancement of Science (AAAS) 1993, National Research Council 1996, Stern & Ahlgren 2002]. Το µοντέλο µπορεί να ενοποιεί τα ποικίλα φαινόµενα και να αναπαριστά, να προβλέπει και να εξηγεί άλλα, δίνοντας απλότητα και οικονοµία στα προγράµµατα (de Vos 1990, Lee et al. 1993, Βλάχος 1999). Βελτιώνει επίσης τις επιδόσεις των κοριτσιών και στο µοριακό και στο συµβολικό αναπαραστασιακό επίπεδο (Bunce & Gabel 2002). Η κατανόηση της µοριακής φύσης της ύλης είναι ουσιαστική στην εκµάθηση: εννοιών χηµείας (Anderson 1986, Hackling & Garnett 1986) - των καταστάσεων της ύλης - των αλλαγών που συνδέονται µε τη θέρµανση ή την ψύξη µιας ουσίας - της θερµικής διαστολής και των αλλαγών φυσικής κατάστασης (Bar 1989, Johnson, 1998) της διάλυσης (Blanco & Prieto 1997). Υπάρχει µια ποικιλία προσεγγίσεων στη διδασκαλία του σωµατιδιακού µοντέλου στο γυµνάσιο. Σε πολλά εγχειρίδια, αυτό παρουσιάζεται ως ένα γνωστό δεδοµένο και στη συνέχεια γίνεται προσπάθεια εξήγησης ποικίλων φαινοµένων, πολλά από τα οποία αναφέρονται στην αέρια κατάσταση, η οποία όµως δεν κατανοείται από τους µαθητές (Lee et al. 1993, Smith et al. 1997). ιδασκαλία σωµατιδιακής θεωρίας βασισµένη εξολοκλήρου στα αέρια προτείνεται για µελέτη µεταβολών κενού χώρου και κίνηση σωµατιδίων (Meheut & Chomat 1990), καθώς και εξήγηση της συµπιεστότητας και της ελαστικότητας του αέρα (Nussbaum & Novick 1978, Nussbaum 1997). Μια εκτεταµένη εισαγωγή στο σωµατιδιακό µοντέλο βασισµένη σε εποικοδοµητικές προοπτικές µάθησης και σε συζητήσεις χαρακτηριστικών σχετικών επιστηµολογικών θεωριών έγινε στα πλαίσια του Children s Learning in Science Project (1987). Οι µαθητές ήταν εξοικειωµένοι µε τις έννοιες του ατόµου και του µορίου, αλλά διατηρούσαν εναλλακτικές ιδέες και δυσκολεύτηκαν να συνδέσουν θεωρίες- παιχνίδια και επιστηµονικές

ΣΥΜΠΟΣΙΟ: ΣΩΜΑΤΙ ΙΑΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗΝ Α)ΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ 221 δραστηριότητες, ενώ δεν υπήρχε καµιά αξιολόγηση της επίδρασης του προγράµµατος στους µαθητές ατοµικά. Κάποια προγράµµατα σπουδών προσπαθούν να εισαγάγουν το σωµατιδιακό µοντέλο µέσω ανοικτών δραστηριοτήτων, παρουσιάζοντας στους µαθητές ενδιαφέροντα φαινόµενα για εξήγηση και ενθαρρύνοντάς τους να δηµιουργήσουν και να εκτιµήσουν ανταγωνιστικές εξηγήσεις γι αυτά (Berger et al. 1979). Ωστόσο, δεν πείθουν τους µαθητές ότι η σωµατιδιακή θεωρία είναι καλύτερη από τα µοντέλα των µαθητών ή δεν βοηθούν τους µαθητές να κατανοήσουν τα πολλαπλά στοιχεία του µοντέλου (Berkheimer et al. 1990). Ένα αναθεωρηµένο πρόγραµµα (Berkheimer et al. 1988), που αφιέρωσε σχεδόν τόσο χρόνο για τη διδασκαλία των µακροσκοπικών φαινοµένων όσο και για τη διδασκαλία του σωµατιδιακού µοντέλου (διδάσκοντας απευθείας καλά σχηµατισµένες εξηγήσεις για τα φαινόµενα), έδωσε καλύτερα αποτελέσµατα από το προηγούµενο πρόγραµµα (Lee et al. 1993). Ανταγωνιστικά µοντέλα για την εξήγηση µακροσκοπικών φαινοµένων χρησιµοποίησαν οι Snir et al. (2003) που ισχυρίζονται ότι οι µαθητές γυµνασίου είναι ικανοί να εκτιµήσουν ανταγωνιστικά µοντέλα της ύλης και ότι κατανοούν τα µικροσκοπικά χαρακτηριστικά µόνο αν έχουν καλή µακροσκοπική κατανόηση. Έρευνες σχετικές µε τις ιδέες των µαθητών δείχνουν ότι οι µαθητές στο γυµνάσιο έχουν δυσκολίες στην κατανόηση σωµατιδιακών ιδεών (Novick & Nussbaum 1978, Brook et al. 1984, Nussbaum 1985, Johnston & Driver 1989, Lee et al. 1993). Η διδασκαλία µε χρήση λαθεµένων προτάσεων και οι ανακριβείς ορισµοί των εγχειριδίων συντελούν µερικές φορές στο σχηµατισµό εναλλακτικών ιδεών (Andersson 1990, De Vos 1990). Το σωµατιδιακό µοντέλο ως σειρά από πειραµατικά δεδοµένα και ξεχωριστή ενότητα δεν έχει για τους µαθητές καµιά έννοια, καθώς είναι αδρανής γνώση, δεν συνδέεται µε την πραγµατικότητα (καθηµερινή και επιστηµονική) και έτσι δεν έχει λειτουργική αξία (Millar 1990, Σταυρίδου 1995). H δυναµική απεικόνιση της σωµατιδιακής συµπεριφοράς (η σωµατιδιακή κίνηση) επίσης δυσκολεύει τους µαθητές (Williamson et al. 1995). Αξίζει ακόµη να σηµειωθεί ότι προβλήµατα κατανόησης της σωµατιδιακής θεωρίας προκύπτουν και από προβλήµατα κατανόησης σε µακροσκοπικό επίπεδο (Johnston & Driver, 1989, Berkheimer 1990, Snir et al. 2003). Όσον αφορά τον χρόνο εισαγωγής υπάρχει µια τάση να αναβάλλεται µέχρι το λύκειο ή να γίνεται στο τέλος του γυµνασίου (Shiland 2003), αν και πολλά προγράµµατα περικλείουν τα σωµατιδιακά µοντέλα στην ε και στ δηµοτικού, όπως το τελευταίο 2001- πρόγραµµα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου στη χώρα µας ( ΕΠΠΣ). Χωρίς να υποτιµούµε τις εγγενείς δυσκολίες των µαθητών να κατανoούν τα αφηρηµένα µοντέλα δοµής της ύλης (Τσαπαρλής 1991, 1994, Γεωργούση κ.ά. 1998, Tsaparlis 1998, Kampourakis et al. 2001), και λαµβάνοντας υπόψη ότι αρκετές έρευνες υποστηρίζουν ότι οι µικροί µαθητές είναι ικανοί να διαµορφώνουν αποδεκτές απόψεις για την δοµή της ύλης (Papageorgiou & Johnson 2005, Παπαγεωργίου, Johnson & Φωτιάδης 2007 - και περιεχόµενες σχετικές παραποµπές), οδηγηθήκαµε στην υπόθεση ότι η φτωχή κατανόηση σωµατιδιακών ιδεών µπορεί να είναι συνάρτηση πολλών ατυχών περιστάσεων. Απαιτείται σίγουρα περαιτέρω έρευνα και σίγουρα βελτίωση διδακτικών πρακτικών, προτού αποφανθούµε πειστικά για τις δυσκολίες ή µη των µαθητών. Η παρούσα εργασία αποσκοπεί να συµβάλλει στην εξέλιξη των σχετικών αντιλήψεών µας. Η ταυτότητα της έρευνας Επιλέξαµε να εισαγάγουµε τις διαστάσεις του σωµατιδιακού µοντέλου µε στερεά και κυρίως µε υγρά καθώς τα υγρά, έχοντας λιγότερες από τα στερεά εκτατικές ιδιότητες (δεν έχουν δικό τους σχήµα), κατανοούνται ως ύλη (Krnel 1998). Οι µαθητές διδάχθηκαν τα αντίστοιχα µακροσκοπικά φαινόµενα (ώστε να έχουν παραστάσεις από το εµπειρικό πεδίο) και στη συνέχεια έγινε η εισαγωγή, η επινόηση και η κατασκευή µοντέλων, καθορίστηκαν οι ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ, 5 (Α) 200707

222 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΝΤΑΛΑΟΥΤΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΑΠΑΡΛΗΣ διαστάσεις του µοντέλου (διάταξη, κίνηση και αναδιάταξη σωµατιδίων), ο τρόπος συµβολισµού και οι σχέσεις αντιστοίχισης µεταξύ µοντέλου και πραγµατικότητας. Τα φαινόµενα που παρουσιάστηκαν και οι βασικές διαστάσεις του µοντέλου ήταν: 1. ιάχυση µελάνης σε νερό - εισαγωγή της κίνησης και του κενού χώρου. 2. ιαφορές στο σχήµα στερεών και υγρών εισαγωγή διάταξης και κίνησης των µορίων τους. 3. ιάχυση µελάνης σε ζεστό και κρύο νερό και εξήγηση θερµικής διαστολής στερεού εισαγωγή γρηγορότερης κίνησης και αύξησης της απόστασης σωµατιδίων. 4. Ζάχαρη εξαφανίζεται όταν πέφτει σε νερό εισαγωγή δυνάµεων που συνδέουν τα µόρια και αλληλεπίδραση σωµατιδίων των ουσιών. 5. Τήξη πάγου εισαγωγή σπασίµατος ή χαλάρωσης δεσµών και αναδιάταξη σωµατιδίων. Επισηµάνθηκε ότι τα µόρια σ αυτά τα φαινόµενα δεν µεταβάλλονται. Χρησιµοποιήσαµε πολλές αναλογίες από τη βιβλιογραφία (ενδεικτικά, Journal of Chemical Education 1993, 56-57, 70), προσοµοιώµατα που αναζητήσαµε στο ιαδίκτυο (ενδεικτικά http:/www.harcoutschool.com/activity/hotplate/index.html) και παιχνίδια για την παράσταση των σωµατιδίων, και επιλέξαµε αυτά που, όσο γίνεται, δεν προκαλούν παρανοήσεις. Η διδακτική ακολουθία αποτελούνταν από: 1. Παρουσίαση φαινοµένου προβλήµατος πείραµα. 2. Προσπάθεια µοντελοποίησης (συγκεκριµένο µοντέλο, εµψύχωση-κιναισθητικό, προσοµοίωση σε Η/Υ, αποδεκτό µοντέλο, αξιολόγηση µοντέλων). 3. Ερµηνεία του φαινοµένου µε το αποδεκτό µοντέλο. 4. Εξέταση εναλλακτικών απόψεων. Η έρευνα διεξήχθη τον Μάρτιο-Απρίλιο του 2003 και του 2004 και συµµετέσχαν σ αυτήν συνολικά 116 µαθητές στ δηµοτικού, από τρία σχολεία της πόλης των Ιωαννίνων. Τρία τµήµατα (Ν = 59), ένα από κάθε σχολείο, αποτέλεσαν την οµάδα Ελέγχου (Ε) και τα άλλα τρία, επίσης ένα από κάθε σχολείο, την Πειραµατική οµάδα (Π), (Ν = 57). Έτσι οι οµάδες Ε και Π συγκροτήθηκαν από µαθητές µε την ίδια κοινωνικοοικονοµική προέλευση και µπορεί να θεωρηθούν καλή τη πίστει περίπου ισοδύναµες. Οι µαθητές και των δύο οµάδων είχαν διδαχθεί τις ενότητες ιδιοτήτων της ύλης όπως παρουσιάζονται στο βιβλίο Ερευνώ και Ανακαλύπτω, από τον δάσκαλο της τάξης, ενώ δεν είχαν διδαχθεί κανένα σωµατιδιακό µοντέλο. Στην πειραµατική οµάδα Π έγινε εισαγωγή της έννοιας του µορίου διάρκειας πέντε (5) διδακτικών ωρών. Η οµάδα Ελέγχου (Ε) χρησιµοποιήθηκε απλώς για να µας «δώσει τις αρχικές αντιλήψεις των µαθητών». Παρόλον ότι θα ήταν ορθότερο να λάβουµε τις αρχικές αντιλήψεις των µαθητών της οµάδας Π (άρα να µην χρησιµοποιήσουµε ξεχωριστή οµάδα Ε), κρίναµε απαραίτητο και χρήσιµο να µην υποβάλουµε τους µαθητές της Π σε επιπλέον δοκιµασία (τεστ). Με την εργασία αυτή επιδιώκουµε να διερευνήσουµε: 1. Πώς η διδασκαλία σωµατιδιακού µοντέλου της ύλης επιδρά στην επίδοση των µαθητών στις πέντε ενότητες (διάχυση, ιδιότητες της ύλης, θερµική διαστολή, διάλυση, αλλαγή φυσικής κατάστασης). 2. Πώς το πλαίσιο (µακροσκοπικό ή µικροσκοπικό) στο οποίο αναπτύσσεται µια ερώτηση επηρεάζει την απάντηση. 3. Κατά πόσο διαφοροποιούνται επιδόσεις σε θέµατα που διδάχθηκαν οι µαθητές και σε θέµατα που κλήθηκαν να προβλέψουν. 4. Πόσο συνεπείς είναι οι µαθητές στη χρήση κατηγορίας απαντήσεων (αποδεκτές, εναλλακτικές, όχι απάντηση) σε όλες τις ενότητες, 5. Κατά πόσο το σωµατιδιακό µοντέλο βοηθά στην ερµηνεία φαινοµένων το ίδιο τα αγόρια και τα κορίτσια. ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ, 5 (Α) 2007

ΣΥΜΠΟΣΙΟ: ΣΩΜΑΤΙ ΙΑΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗΝ Α)ΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ 223 Ως εργαλείο έρευνας χρησιµοποιήθηκε ερωτηµατολόγιο σε δύο παράλληλα µέρη: ένα Μέρος Α µακροσκοπικών-καθηµερινών αλλαγών/µεταβολών και ένα Μέρος Β µικροσκοπικών αλλαγών, µε την ίδια ερώτηση να επαναλαµβάνεται και στα δύο τεστ αλλά σε διαφορετικό πλαίσιο. Κάθε µέρος περιείχε 22 ερωτήσεις (2 για τη διάχυση, 5 για τις ιδιότητες ύλης, 4 για τη θερµική διαστολή, 6 για τη διάλυση και 5 για την αλλαγή κατάστασης). Από τις ερωτήσεις αυτές, 3 αφορούσαν τη διατήρηση µάζας (στη θερµική διαστολή, τη διάλυση και την τήξη). Μία ερώτηση από κάθε ενότητα είχε διδαχθεί στη διάρκεια των µαθηµάτων, ενώ οι υπόλοιπες ήταν ερωτήσεις πρόβλεψης. Στο ερωτηµατολόγιο περιλαµβάνονται κάποιες ερωτήσεις που χρησιµοποιήθηκαν σε άλλες έρευνες (Haidar & Abraham 1991, Williamson & Abraham 1995, Βλάχος 1999). Οι µαθητές απάντησαν στο Μέρος Α µία εβδοµάδα µετά το τέλος της διδακτικής παρέµβασης και στο Μέρος Β την αµέσως επόµενη ηµέρα. Οι µαθητές του τµήµατος Ε απάντησαν µόνο στο Μέρος Α και οι απαντήσεις αυτές θεωρήθηκαν αρχικές ιδέες των µαθητών της πειραµατικής οµάδας. Για τη στατιστική σύγκριση των απαντήσεων σε µακροσκοπικό και µικροσκοπικό επίπεδο, βαθµολογήσαµε τις απαντήσεις από το 0 έως το 3, χρησιµοποιώντας τροποποιηµένη µορφή σχήµατος που χρησιµοποιείται ευρέως στη σχετική βιβλιογραφία (Haidar, 1997): δεν απαντούν (0), εναλλακτικές (1), εν µέρει αποδεκτές (2), πλήρως αποδεκτές (3). Αποτελέσµατα και σχόλια Η στατιστική σύγκριση των οµάδων έγινε µε το απαραµετρικό κριτήριο Mann-Whitney U και µε το κριτήριο one way ANOVA, ενώ µεταξύ των ενοτήτων για κάθε οµάδα έγινε µε το απαραµετρικό κριτήριο Friedman για πολλές ενότητες και το κριτήριο Wilcoxon για σύγκριση ανά ζεύγη και µε GLM-Repeated- Measures Define Variables ANOVA για πολλές ενότητες και το κριτήριο t για ζεύγη. Σύγκριση της µέσης επίδοσης των µαθητών ανά ενότητα και τεστ ( ιάγραµµα 1) 3 2,5 2 1,5 1 0,5 ιάγραµµα1: Μέση συνολική επίδοση των οµάδων Ε, Π ανά ενότητα και τεστ 0 ιάχυση Ιδιότητες ιαστολή ιάλυση Αλλαγή στερεών κατάστασης E testa Π testa Π testβ Οι µαθητές της οµάδας Ε έδωσαν εναλλακτικές ή κυκλικές απαντήσεις σε όλες τις ενότητες. Οι επιδόσεις των οµάδων Ε και Π διαφοροποιούνται και στο σύνολο και στις επιµέρους ενότητες σε επίπεδο σηµαντικότητας p < 0,01. Για την οµάδα Π οι ενότητες στο σύνολο διαφοροποιούνται [F(4, 224) = 23,457, p = 0,000 / απαραµετρικό Ν =57, χ 2 = 66,704, df = 4, p = 0,000]. ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ, 5 (Α) 200707

224 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΝΤΑΛΑΟΥΤΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΑΠΑΡΛΗΣ H χαµηλότερη επίδοση σηµειώθηκε στην ενότητα 5 (Αλλαγή κατάστασης), ακολουθούµενη από την ενότητα 3 ( ιαστολή), ενώ η καλύτερη επίδοση ήταν στην ενότητα 2 (Ιδιότητες στερεών ) ακολουθούµενη από την 4 ( ιάλυση). Η ανά ζεύγη σύγκριση έδωσε τις ενότητες 1-3, 2-4 να µην διαφοροποιούνται, ενώ στα Μέρη Α και Β διαφέρουν σηµαντικά και στο σύνολο [F(1, 56) = 41,069, p = 0,000 / απαραµετρικό z = -5,319, p = 0,000] και στις επιµέρους ενότητες. Στο Μέρος Α η πιο εύκολη ενότητα ήταν η 4 ( ιάλυση) ακολουθούµενη από την 2 (Ιδιότητες στερεών ) και η πιο δύσκολη η 5 (Αλλαγή κατάστασης). Σε µοριακό επίπεδο η πιο εύκολη ενότητα ήταν η ενότητα 2 ακολουθούµενη από την 4 και η πιο δύσκολη η 5. Η ενότητα Αλλαγής κατάστασης είναι η πιο δύσκολη καθώς απαιτείται για επιστηµονική εξήγηση η χρήση ενός συνόλου χαρακτηριστικών, όπως η διάταξη, η κίνηση και η αναδιάταξη των σωµατιδίων. Σύγκριση µέσης επίδοσης µεταξύ ερωτήσεων εξήγησης/πρόβλεψης ( ιάγραµµα 2) 2,4 1,9 1,4 0,9 0,4 ιάγραµµα 2: Μέση επίδοση των Ε, Π στις ερωτήσεις που διδάχθηκαν και πρόβλεψαν ανά ενότητα και τεστ ιάχυση Ιδιότητες ιαστολή ιαλύµατα Αλλαγή στερεών κατάστασης ιδάχτηκαν ΠtestΑ Πρόβλεψαν ΠtestΑ ιδάχτηκαν ΠtestΒ Πρόβλεψαν ΠtestΒ ιδάχτηκαν ΕtestΑ Πρόβλεψαν ΕtestΑ Υπάρχει σηµαντική διαφοροποίηση, όπως ήταν αναµενόµενο, µεταξύ των οµάδων Ε και Π στις ερωτήσεις που διδάχθηκαν οι µαθητές της Π1 [Z = -8,946, p = 0,000]. Ωστόσο, στις ερωτήσεις πρόβλεψης που δεν διδάχθηκαν οι µαθητές, οι επιδόσεις διαφοροποιούνται [Z = - 8,309, p = 0,000]. Οι συγκρίσεις των απαντήσεων ανά ενότητα στις ερωτήσεις εξήγησης/πρόβλεψης έδειξε ότι υπάρχει σηµαντική διαφοροποίηση (p < 0,001) σε όλες τις ενότητες και στο σύνολο εκτός από την ενότητα της ιάχυσης. Για την πειραµατική οµάδα Π ο παράγοντας εξήγησαν/πρόβλεψαν είναι σηµαντικός [F(1, 56)= 43,347, p = 0,000 / απαραµετρικό Z = -5,139, p = 0,000]. Συγκρίνοντας κάθε ενότητα για τον παράγοντα διδάχθηκαν/πρόβλεψαν, βρίσκουµε ότι οι απαντήσεις των µαθητών στις ερωτήσεις που διδάχθηκαν διαφοροποιούνται σε επίπεδο σηµαντικότητας p < 0,01 από τις απαντήσεις στις ερωτήσεις πρόβλεψης, εκτός από την ενότητα 2 (Ιδιότητες στερεών υγρών και αερίων). Στο Μέρος Α βρίσκουµε να µη διαφοροποιούνται σηµαντικά οι απαντήσεις των µαθητών στις ερωτήσεις πρόβλεψης από τις ερωτήσεις που διδάχθηκαν στην ενότητα 2 και στην ενότητα 5, ενώ στο Μέρος Β διαφοροποιούνται οι ερωτήσεις πρόβλεψης από αυτές που είχαν διδαχθεί (p < 0,01) εκτός από τις ενότητες 2 και 4 (Ιδιότητες της ύλης και στην ενότητα της ιάλυσης). Όσον αφορά τις ερωτήσεις που διδάχθηκαν οι µαθητές (η διάχυση µελάνης σε νερό, η εξήγηση του σχήµατος στερεού υγρού, η διαστολή στερεού, η διάλυση κόκκου αλατιού σε νερό, η τήξη πάγου) η ανάλυση έδειξε ότι διαφοροποιούνται [F(4,224) = 8,733, p = 0, 000 / µη παραµετρικό χ 2 = 28,893, df = 4, p = 0,000]. Η καλύτερη επίδοση σηµειώθηκε στην ερώτηση 4, ακολουθούµενη από την 2 και 3. H πιο χαµηλή επίδοση παρατηρήθηκε στην ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ, 5 (Α) 2007

ΣΥΜΠΟΣΙΟ: ΣΩΜΑΤΙ ΙΑΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗΝ Α)ΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ 225 ερώτηση 5 τήξης πάγου (και στο σύνολο και στα Μέρη Α και Β). Η σύγκριση των ερωτήσεων πρόβλεψης µεταξύ τους (διάχυση αρώµατος, σχήµα αερίου, συµπίεση υγρού - συµπίεση αερίου και συµπίεση αερίου µέχρι τέρµα, διαστολή υγρού - διαστολή αερίου, τι συµβαίνει στη διάλυση µετά από ώρα - γιατί ο κόκκος άµµου δεν διαλύεται - διάλυση µε θέρµανση και µε ανακάτεµα, ενέργεια στην τήξη - βρασµός και συµπύκνωση ατµών), ανέδειξε ότι οι ερωτήσεις πρόβλεψης διαφοροποιούνται [F(4,224)= 24,682 p = 0,000 / µη παραµετρικό χ 2 = 81,290, df = 4, p = 0,000]. Η πιο εύκολη ήταν η ενότητα 2 ακολουθούµενη από την 4 και η πιο δύσκολη η 5 (Αλλαγή κατάστασης). Επίδραση του φύλου στη µέση επίδοση των οµάδων ανά ενότητα ( ιάγραµµα 3) 2,4 ιάγραµµα 3: Μέση επίδοση των µαθητών της Ε και Π ανά ενότητα, τεστ και φύλο 1,9 1,4 0,9 0,4 ιάχυση Ιδιότητες στερεών ιαστολή ιάλυση Αλλαγή Κορίτσια ΠtestΑ Κορίτσια ΠtestΒ Αγόρια ΠtestΑ Αγόρια ΠtestΒ Αγόρια EtestΑ Κορίτσια ΕtestΑ Η συνολική επίδοση των µαθητών της οµάδας Ε δεν διαφοροποιούνται ως προς τον παράγοντα φύλο [F(1,57) = 0,247, p = 0,621]. Η σύγκριση στις επιµέρους ενότητες έδειξε ότι οι µαθήτριες παρουσιάζουν στατιστικά χαµηλότερες επιδόσεις στην ενότητα 2 (Ιδιότητες στερεών, υγρών, αερίων). Στο σύνολο των απαντήσεων της οµάδας Π δεν παρατηρούνται διαφορές µεταξύ των δύο φύλων [F(1,55)= 0,229, p = 0,634] ούτε στις επιµέρους ενότητες. Για την οµάδα Π, τα αγόρια παρουσιάζουν καλύτερες επιδόσεις από το κορίτσια σε όλες τις ενότητες εκτός από την Αλλαγή κατάστασης. Ωστόσο οι επιδόσεις των αγοριών και των κοριτσιών δεν παρουσιάζουν στατιστικά σηµαντικές διαφορές ούτε στο τεστ Α ούτε στο τεστ B. Συνέπεια στη χρήση κατηγορίας ( ιάγραµµα 4) 100 ιάγραµµα 4: Συνέπεια χρήσης κατηγορίας ανά οµάδα και τεστ 80 Ποσοστό (%) 60 40 20 0 εν απαντούν Εναλλακτική απάντηση Αποδεκτή απάντηση ΠtestΑ(75%) ΠtestΒ(75%) ΠtestΑ(100%) ΠtestΒ(100%) E testα(75%) ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ, 5 (Α) 200707

226 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΝΤΑΛΑΟΥΤΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΑΠΑΡΛΗΣ Για να αξιολογήσουµε την συνέπεια χρήσης µιας κατηγορίας δηλαδή αν οι µαθητές χρησιµοποιούν ή όχι συστηµατικά και µε συνέπεια την ίδια κατηγορία (αποδεκτή απάντηση, εναλλακτική απάντηση, όχι απάντηση), θεωρούµε συνεπή ένα µαθητή αν χρησιµοποιεί την ίδια κατηγορία ανεξάρτητα από την ορθότητά της για να απαντήσει 75% ή περισσότερες από τις ερωτήσεις που του δόθηκαν. Η οµάδα Ε χρησιµοποιεί µε συνέπεια την κατηγορία εναλλακτική απάντηση, ενώ η οµάδα Π δίνει µε συνέπεια αποδεκτές απαντήσεις µε µόρια. Οι οµάδες διαφοροποιούνται ως προς την συνέπεια [χ 2 = 81,105, df = 1, p = 000]. Για την οµάδα Π υπάρχει στατιστικά σηµαντική διαφορά µεταξύ συνέπειας στη χρήση κατηγορίας µεταξύ τεστ Α και τεστ Β [Cochran's Q = 9,000, df = 1, p = 0,003]. Σε µοριακό πλαίσιο, το σωµατιδιακό µοντέλο χρησιµοποιείται µε µεγαλύτερη συνέπεια. Στο 100% των απαντήσεων της Ε κανένας µαθητής δεν δίνει συνεπείς απαντήσεις. Για την Π στο 100% των απαντήσεων στο τεστ Α συνεπείς στην κατηγορία αποδεκτή απάντηση ήταν το 19,3%. Ένας µαθητής έδινε µε συνέπεια πλήρεις απαντήσεις. Στο τεστ Β συνεπείς στην κατηγορία αποδεκτή απάντηση ήταν το 36,8%. Κανένας µαθητής δεν έδινε µε συνέπεια πλήρεις απαντήσεις. ιατήρηση µάζας ( ιάγραµµα 5) 1 ιάγραµµα 5: Μέση επίδοση των Ε και Π στις ερωτήσεις διατήρησης µάζας 0,8 0,6 0,4 0,2 0 ιαστολή ιάλυση Τήξη ΠtestΑ ΠtestΒ ΕtestΑ Οι οµάδες Ε και Π διαφοροποιούνται ως προς το σύνολο της διατήρησης µάζας [z = -7,249, p = 0,000] και στις επιµέρους ερωτήσεις p < 0,001. Για την Π οι επιµέρους ερωτήσεις δεν διαφοροποιούνται στο σύνολο [F(2, 112) = 0,269, p=0,764 / µη παραµετρικό Ν = 57 χ 2 = 0,545, df= 2, p = 0,761]. Η ανά ζεύγη σύγκριση τα ζεύγη ερωτήσεων δεν διαφοροποιούνται. Οι απαντήσεις στα δυο τεστ διαφοροποιούνται σηµαντικά [F(1,56) = 7,902, p = 0,007 / µη παραµετρικό z = -2,676, p = 0,007]. Στην ερώτηση διατήρησης µάζας στην τήξη δεν παρατηρείται διαφοροποίηση µεταξύ επίδοσης στο Μέρος Α και στο Μέρος Β, ενώ έχουµε σηµαντική διαφοροποίηση (p < 0,05) στη διαστολή και την διάλυση. Συµπεράσµατα και συνέπειες για τη διδακτική πράξη Οι µαθητές της οµάδας ελέγχου (Ε), που δεν διδάχθηκαν καθόλου σωµατίδια, δίνουν εναλλακτικές απαντήσεις ή κυκλικές. Πριν από τη διδασκαλία οι µαθητές δεν χρησιµοποιούν σωµατίδια. Η πειραµατική οµάδα (Π) διαφοροποιήθηκε από την Ε τόσο στο σύνολο των ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ, 5 (Α) 2007

ΣΥΜΠΟΣΙΟ: ΣΩΜΑΤΙ ΙΑΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗΝ Α)ΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ 227 ενοτήτων, στις ερωτήσεις που διδάχθηκαν οι µαθητές της Π, όσο και στις ερωτήσεις πρόβλεψης. Το σωµατιδιακό µοντέλο που διδάξαµε (βασισµένο σε µοντελοποίηση µακροσκοπικών φαινοµένων που σχετίζονται µε την υγρή κατάσταση) ήταν για τους µαθητές της οµάδας Π ένα αποτελεσµατικό εργαλείο για ερµηνεία φαινοµένων καθώς και για την κατανόηση της διατήρησης της µάζας. Η ενότητα αλλαγής κατάστασης ήταν η πιο δύσκολη, καθώς απαιτείται για την επιστηµονική εξήγηση χρήση ενός συνόλου χαρακτηριστικών, όπως διάταξη, κίνηση και αναδιάταξη σωµατιδίων. Οι επιδόσεις στο µικροσκοπικό πλαίσιο ήταν σαφώς πιο υψηλές απ ό,τι στο καθηµερινό µακροσκοπικό πλαίσιο. Αυτό υποδηλώνει ότι οι µαθητές στο Μέρος Α δεν απάντησαν αυθόρµητα χρησιµοποιώντας µόρια και ότι η γνώση είναι ευκολότερο να χρησιµοποιηθεί σε περιοχές πλησιέστερα σε αυτή που αποκτήθηκε (Claxton 1991). Οι µαθητές της οµάδας Π αντιµετώπισαν το ίδιο καλά τα θέµατα ιδιοτήτων στερεών, υγρών και αερίων (σχήµα και συµπίεση) που διδάχτηκαν και δεν διδάχτηκαν. Στις υπόλοιπες ενότητες οι µαθητές δεν χρησιµοποίησαν το σωµατιδιακό µοντέλο για ερµηνεία ερωτήσεων που δεν είχαν διδαχθεί το ίδιο καλά όπως σε ερωτήσεις που διδάχτηκαν. Σε µοριακό πλαίσιο, η σωµατιδιακή θεωρία χρησιµοποιήθηκε ικανοποιητικά από τους µαθητές για την ερµηνεία ιδιοτήτων στερεών, υγρών και αερίων και διάλυσης. Οι ενότητες αυτές µπορούν να χρησιµοποιηθούν στη διδασκαλία κατά την εισαγωγή στοιχειώδους µοριακού µοντέλου. εν παρατηρήσαµε στατιστικά σηµαντικές διαφορές στις επιδόσεις αγοριών και κοριτσιών. Η σαφής διδασκαλία της σωµατιδιακής θεωρίας βελτιώνει τις επιδόσεις αγοριών και κοριτσιών (Bunce & Gabel 2002). Οι µαθητές της οµάδας Ε χρησιµοποίησαν µε συνέπεια εναλλακτικές απαντήσεις, ενώ οι της Π αποδεκτές. Ωστόσο σε µοριακό πλαίσιο, οι αποδεκτές απαντήσεις χρησιµοποιήθηκαν µε µεγαλύτερη συνέπεια από το καθηµερινό πλαίσιο. Η συνέπεια σε απαντήσεις µε χρήση κατηγοριών αυξάνει όταν οι µαθητές χρησιµοποιούν επιστηµονικές έννοιες αντί για εναλλακτικές ή απλοϊκές απαντήσεις. Αυτά τα αποτελέσµατα είναι σε συµφωνία µε εκείνα των Gomez et al. (1995). Η προσεκτικά σχεδιασµένη διδασκαλία µε σύνδεση µακροσκοπικών εννοιών µε τις σωµατιδιακές όψεις και η χρήση πειραµάτων, επιδείξεων, αναλογιών και προσοµοιώσεων σε Η/Υ, µπορεί να βοηθήσει µαθητές στ τάξης να αναπτύξουν κατανόηση µορίων. Αδυναµίες, ωστόσο, στην κατανόηση των µαθητών µπορούν να παραµείνουν και µετά την προσέγγιση αυτή. Παραποµπές Βλάχος, Ι.Α. (1999). Εποικοδοµητική προσέγγιση της διδασκαλίας της σωµατιδιακής δοµής της ύλης στην Πρωτοβάθµια Εκπαίδευση, ιδακτορική ιατριβή, Πανεπιστήµιο Αθηνών. Παπαγεωργίου Γ., Johnson P., & Φωτιάδης Φ. (2007). ιδασκαλία και µάθηση φυσικών φαινοµένων µε χρήση κατάλληλου λογισµικού στα πλαίσια της σωµατιδιακής θεώρησης της ύλης. (Πρακτικά 5 ου Συνεδρίου) ιδακτική Φυσικών Επιστηµών και Νέες Τεχνολογίες στην Εκπαίδευση, 5 (Α) 230-238. Σταυρίδου, Ε. (1995). Μοντέλα φυσικών επιστηµών και διαδικασίες µάθησης. Αθήνα: Σαββάλας. Τσαπαρλής, Γ. (1991). Θέµατα διδακτικής φυσικής και χηµείας στη µέση εκπαίδευση, Αθήνα: Γρηγόρης. (Α έκδοση, Πανεπιστήµιο Ιωαννίνων, 1988). Τσαπαρλής, Γ. (1994). Η ατοµική και η µοριακή δοµή στην χηµική εκπαίδευση: κριτική θεώρηση από διάφορες σκοπιές της διδακτικής των φυσικών επιστηµών, Πρακτικά 5 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Ελλάδος-Κύπρου, «Χηµεία και παιδεία». Ιωάννινα: ΕΕΧ. Τσαπαρλής, Γ., Γεωργούση Κ., Καµπoυράκης Κ., Λώλας, Θ., Κοντογεωργίου Μ. (1997). Γνώσεις φυσικής και χηµείας που φέρνουν οι µαθητές από το δηµοτικό στο γυµνάσιο, ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ, 5 (Α) 200707

228 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΝΤΑΛΑΟΥΤΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΑΠΑΡΛΗΣ Πρακτικά ιηµερίδας, «Οι Φ.Ε. και η Τεχνολογία στην Α)βάθµια Εκπαίδευση», σελ. 35-39. ΠΤ Ε, Πανεπιστηµίου Αθηνών. Andersson, B. (1986). Pupils' explanations of some aspects of chemical reactions, Science Education, 70, 549-563. Andersson, B. (1990). Pupils conceptions of matter and its transformations (age 12-16), Studies in Science Education, 18, 53-85. Bar, V. (1989). Children s views about the water cycle, Science Education, 73, 481-500. Berger, C. F., Berkheimer, G. D., Lewis, L. E., & Neuberger, H. T. (1979). Houghton-Mifflin Science, Grades K-6. Boston, MA: Houghton Mifflin Company. Berkheimer G. D., Anderson, C. W., & Spees, S. T. (1988). Matter and molecules. Teacher s guide: Science book. East Lansing, MI: Institute for Research on Teaching, Michigan State University. Berkheimer, G. D., Anderson, C. W., & Spees, S. T. (1990). Using conceptual change research to reason about curriculum (Research Series Paper No. 195). East Lansing, MI: Institute for Research on Teaching, Michigan State University. Blanco, A., Prieto, T. (1997). Pupil s vies on how stirring and temperature affect the dissolution of a solid in a liquid. A cross age study (12 to 18), International Journal of Science Education, 19, 303-315. Brook, A., Briggs, H., & Driver, R. (1984). Aspects of secondary students understanding of the particulate nature of matter, Leeds, UK: University of Leeds, Centre for Studies in Science and Mathematics Education. Bunce, D.M., Gabel, D., (2002). Differential effects on the achievement of males and females of teaching the particulate nature of chemistry, Journal of Research in Science Teaching, 39, 911-927. Children s Learning in Science Project (1987). Approaches to teaching the particulate theory of matter, Center for Studies in Science and Mathematics Education, University of Leeds. Claxton, G., (1991). Educating the inquiring mind: the challenge for school science, London: Harvester. DeVos, W. (1990). Seven thoughts on teaching molecules. In: Lijnse, P.L., Licht, P., devos, W., Waarlo, A.J., Relating macroscopic phenomena to microscopic particles, Utrecht: Centre for Science and Mathematics Education, University of Utrecht: CD-β Press. Driver, R.(1989). Students conceptions and the learning of science, International Journal of Science Education, 11, 481-490. Driver, R., Oldham, V. (1986). A constructivistic approach to curriculum development of sciences, Studies in Science Education, 13, 105-122. Gomez, M.A., Pozo, J.I., Sanz, A., (1995). Students ideas on conservation of matter: Εffects of expertise and context variables, Science Education, 79, 77-93. Hackling, M. W. & Garnettt, P. J. (1986). Chemical equilibrium: Learning difficulties and teaching strategies, The Australian Science Teachers Journal, 31, 8-13. Haidar, A. H. (1997). Prospective chemistry teachers conceptions of the conservation matter and related concepts, Journal of Research in Science Teaching, 34, 181-197. Haidar H. A., Abraham R.M, (1991). A comparison of Applied and Theoretical Knowledge of Concepts Based on the Particulate Nature of Matter, Journal of Research in Science Teaching 28, 919-938. Johnson, P. (1998). Children s understanding of changes of state involving the gas state, Part 2: Evaporation and condensation below boiling point, International Journal of Science Education, 20, 695-709. Johnston, K. & Driver, R. (1989). A case study of teaching and learning about particle theory. Leeds, UK: University of Leeds, Centre for Studies in Science and Mathematics Education. Kampourakis, K., Georgousi, K., & Tsaparlis, G. (2001). Physical science knowledge and patterns of achievement at the primary-secondary interface, Part I, General student population, Chemistry Education Research and Practice, 2, 241-252. [http://www.rsc.org/education/cerp] ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ, 5 (Α) 2007

ΣΥΜΠΟΣΙΟ: ΣΩΜΑΤΙ ΙΑΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗΝ Α)ΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ 229 Krnel, D., Watson, R., & Glazar, S. A. (1998). Survey of research related to the development of the concept of matter, International Journal of Science Education, 20, 257 289. Lee, O., Eichinger, D.C., Anderson, C.W., Berkheimer, G.D., & Blakeslee, T.D. (1993). Changing middle school students conceptions of matter and molecules, Journal of Research in Science Teaching, 30, 249 270. Meheut M. & Chomat A. (1990). The bounds of children s atomism; an attempt to make children build up a particulate model of matter. In: Lijnse, P.L., Licht, P., devos, W., Waarlo, A.J., Relating macroscopic phenomena to microscopic particles, pp. 266-282. Utrecht: CD-β Press. Millar, R.(1990). Making sense: what use are particle ideas to children? Ιn: Lijnse P.L., Licht P., devos, W., Waarlo A.J., Relating macroscopic phenomena to microscopic particles, pp. 283-293. Utrecht: CD-β Press. Novick, S. & Nussbaum, J. (1978). Junior high school pupils understanding of the particulate nature of matter: An interview study, Science Education, 62, 273 281. Nussbaum, J. (1985). The particulate nature of matter in the gaseous phase. In: Driver, R., Guesne, E., & Tiberghien, A. (Eds.), Children s ideas in science (pp. 124 144). Milton Keynes, UK: Open University Press. Nussbaum, J. (1997). History and philosophy of science and the preparation for constructivist teaching: The case of particle theory. In: Mintzes, J. Wandersee, J. & Novak J. (Eds.), Teaching science for understanding: A human constructivist view (pp. 165 194), Boston, MA: Academic Press. Papageorgiou, G. & Johnson, P.M. (2005). Do particle ideas help or hinder pupils understanding of phenomena? International Journal of Science Education, 27, 1299-1317. Shiland, T. W. (2003). Aiming precisely at standards that are not there: Kinetic molecular theory, scientific theories, and national standards, Journal of Research In Science Teaching, 40, 824 826. Snir, J., Smith, C. L., Raz, G. (2003). Linking phenomena with competing underlying models: A software tool for introducing students to the particulate model of matter, Science Education, 87, 794 830. Stern, L. & Ahlgren, A. (2002). Analysis of students assessments in middle school curriculum materials: Aiming precisely at benchmarks and standards, Journal of Research in Science Teaching, 39, 889 910. Tsaparlis, G. (1997). Atomic and molecular structure in chemical education A critical analysis from various perspectives of science education, Journal of Chemical Education, 74, 922-925. Williamson V.M., Abraham M.R., (1995). The effects of computer animation on the particulate mental models of college chemistry students, Journal of Research in Science Teaching, 32, 521-534. ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ, 5 (Α) 200707