PROJECT : <<ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ >> Θεματικές ενότητες 1) ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ



Σχετικά έγγραφα
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

ΣΥΝΑΛΛΑΓΈΣ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΧΑΊΑ ΧΡΌΝΙΑ ΜΈΧΡΙ ΣΉΜΕΡΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΗΧΑΝΟΥ Α 2 ΜΑΘΗΜΑ:ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:Κ.ΤΖΟΥΜΕΡΙΩΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΘΕΜΑΤΟΣ

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Κεφάλαιο 27. Ορισμός χρήματος

Αναστασόπουλος Ανδρέας Αρβανίτη Νικολέτα Τάξη: Α1 3 ο ΓΕΛ Πάτρας Σχολ. Έτος: Υπεύθυνη καθηγήτρια: Ντούμα Μαρία

Διεθνής Οικονομική. Paul Krugman Maurice Obsfeld

Οι λειτουργίες του. ιδακτικοί στόχοι. χρήµατος. Αναφορά των ιδιοτήτων του. Αναφορά στα είδη του χρήµατος. Κατανόηση της λειτουργίας του

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

(Πολιτική. Οικονομία ΙΙ) Τμήμα ΜΙΘΕ. Καθηγητής Σπύρος Βλιάμος. Αρχές Οικονομικής ΙΙ. 14/6/2011Εαρινό Εξάμηνο (Πολιτική Οικονομία ΙΙ) 1

ΑΓΟΡΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Chapter 4: Financial Markets. 1 of 32

Mακροοικονομική Κεφάλαιο 7 Αγορά περιουσιακών στοιχείων, χρήμα και τιμές

Τράπεζες- Χρηματοδοτήσεις. Συντάκτης : Σιώπη, Γκρος

33 ο δημοτικό σχολείο Θεσσαλονίκης 2012 Χρήστος Σαμαντζόπουλος, εκπαιδευτικός

4 ο ΛΥΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΤΜΗΜΑ Α2 νος ΠΕ9 ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ: :

1. Χρήμα είναι οτιδήποτε γίνεται γενικά αποδεκτό ως μέσο συναλλαγής από τα άτομα μιας κοινωνίας.

Ερωτήσεις-Απαντήσεις για το Ευρώ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

«Από την έρευνα στη διδασκαλία» Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λάρισας «Κωνσταντίνος Κούμας» Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

«ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ. ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ» (σελ )

Η Θεωρία της Νομισματικής Ενοποίησης

Precious Metals Greece. Starter Kit 1. Gold & Silver guide. Precious Metals Greece info@preciousmetalsgreece.

ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ. Δρ Νικόλαος Λυμούρης

ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ

Η δύναμη της Ενιαίας Αγοράς

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΙΙ (ΕΠΑ.Λ.) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 7,8,9,10

Μορφές του χρήματος. A1 14o ΓΕΛ Θεσσαλονίκης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΣΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΕΙΔΗ ΧΡΗΜΑΤΟΣ PROJECT - ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ

EL Ενωµένη στην πολυµορφία EL B8-0655/1. Τροπολογία

Μακροοικονομική. Η ζήτηση χρήματος

Η λειτουργία των τραπεζών 1. Περιεχόμενα. Ιούλιος 2012

Το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα. Από το Διμεταλλισμό στο Ευρώ

Οι δύο όψεις του Αθηναϊκού τετράδραχμου. Στην μία η Αθηνά και στην άλλη, το σύμβολο της Αθηνάς, η γλαυξ (κουκουβάγια)

Αποταμίευση, Επένδυση και το Χρηματοπιστωτικό σύστημα

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Εισαγωγή... 15

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ

ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΓΙΑ ΝΟΜΙΜΑ ΨΗΦΙΑΚΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

3. Χρήμα, επιτόκια και συναλλαγματικές ισοτιμίες

Εύη Παπαδοπούλου Αλίκη Προβελεγγίου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Μάρκετινγκ Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών

Ο Αντιπραγματισμός προϋποθέτει διπλή σύμπτωση επιθυμιών Σπατάλη Πόρων (Χρόνος, προσπάθεια)

7. Τα διεθνή οικονομικά συστήματα: Μια ιστορική ανασκόπηση

Η Θεωρία των Διεθνών Νομισματικών Σχέσεων

Δρ. Β. Μπαμπαλός ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Σύγκριση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Περιεχόμενα. Μάρτιος 1999

Κεφάλαιο 5. Αποταμίευση και επένδυση σε μια ανοικτή οικονομία

Πολιτική Οικονομία Ενότητα

3.2 Ισοζύγιο πληρωµών

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική.! Καθ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δ. Κ. ΜΑΡΟΥΛΗΣ Διευθυντής Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών Alpha Bank. H Ελληνική Εμπειρία ως Οδηγός για την Κύπρο

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΕΠΑ.Λ

Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1 β Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες:

Πολιτική Οικονομία Ι: Μακροθεωρία και Πολιτική Νίκος Κουτσιαράς. Κυριάκος Φιλίνης

Το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα. Από το Διμεταλλισμό στο Ευρώ. Καθ. Γ. Αλογοσκούφης, Διεθνής Οικονομική,

ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Ο Πληθωρισμός και οι κεντρικές τράπεζες. Ισμήνη Πάττα Περίληψη, 2 ου μισού του κεφ. 12 ΑΜ 1207/Μ:070

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες

Ο όρος «Χρηματοδότηση» περιλαμβάνει δύο οικονομικές δραστηριότητες.

Οι αιτίες του χρέους των χωρών της περιφέρειας: Συμμετοχή στην ΟΝΕ και ελλείμματα του ιδιωτικού τομέα

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

ΔΙΕΚ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΣΤΕΛΕΧΟΣ ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΜΑΘΗΜΑ 2 ο

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

Σύγχρονες Μορφές Χρηματοδότησης

Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1 β Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες:

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ Ενότητα 1: ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓΟΡΑ. ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Τμήμα ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

LEGAL INSIGHT. Γιώργος Ψαράκης ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2015

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΜΟΡΦΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣ. Ορισμός Χρήματος. Με τον όρο χρήμα, εννοούμε καθετί που έχει τη γενική αποδοχή ως μέσο συναλλαγών και διακανονισμού χρεών.

Σχετικά Επίπεδα Τιμών και Συναλλαγματικές Ισοτιμίες. Μακροχρόνιοι Προσδιοριστικοί Παράγοντες των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

Το νόμισμα στα Αρχαία Χρόνια

Κανόνας Χρυσού. Διεθνής Μακροοικονομική Πολιτική (κεφ.18) Σύστημα κανόνα χρυσού: σε ποια χρονική περίοδο αναφέρεται; Λειτουργία του κανόνα χρυσού

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ


Ενημερωτικό δελτίο 1 ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Η ΕΕ ΕΝΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ;

Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές).

ΠΑΓΚΌΣΜΙΟΣ ΣΤΌΧΟΣ. Γλωσσάριο χρηματοπιστωτικών όρων. Η γλώσσα του χρήματος. ± ω

ΧΡΗΜΑ ΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

2) Στην συνέχεια υπολογίζουμε την ονομαστική αξία του πιστοποιητικού με το συγκεκριμένο αυξημένο επιτόκιο όπως και προηγουμένως, δηλαδή θα έχουμε:

8. Η παγκοσμιοποίηση των αγορών κεφαλαίου

Βασικές Χρηματοοικονομικές έννοιες

Χρηματοοικονομικά Παράγωγα και Χρηματιστήριο

Η κρίση γεννά κεντρικές οικονομικές διοικήσεις*

Μακροοικονομική. Χρήμα και Τράπεζες

Χρήματα και Νομίσματα

Εισαγωγή. Σύντομη ιστορική αναδρομή

EPSILON EUROPE PLC. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ Έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2017

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Αυγούστου 2001

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2009

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2010

Transcript:

2o Γενικό Λύκειο Λαμίας Σχολικό έτος : 2012-2013 Τάξη : B Λυκείου PROJECT : <<ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ >> ΟΜΑΔΑ 3 Θεματικές ενότητες 1) ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 2) ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ ΟΜΑΔΑ 3 ΜΕΛΗ ΟΜΑΔΑΣ 1.ΡΩΜΕΣΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΝΑ 2.ΣΠΑΘΙΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ 3.ΤΡΟΒΙΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ 4.ΤΣΙΡΩΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Υπεύθυνοι καθηγητές: Πλάκας Ηλίας Κυρίτση Μαρία

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Χρήμα 4-7 Γενικά Ουσιαστικά χαρακτηριστικά του χρήματος Σύγχρονος ορισμός του χρήματος - συνολική προσφορά χρήματος Ιστορία του Χρήματος 7-8 Η εμφάνιση του χρήματος Η εξέλιξη του χρήματος Nόμισμα 9-18 ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ Ελληνικά νομίσματα κατά την Τουρκοκρατία. Το ευρώ 18-20 Ποιες χώρες υιοθέτησαν το ευρώ και πότε; Το ευρώ και η Οικονομική και Νομισματική Ένωση Ποιος το διαχειρίζεται; Ποιος το χρησιμοποιεί; Γιατί το χρειαζόμαστε; Χρηματοπιστωτικό σύστημα 20-23 Στόχοι ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος Χρηματοπιστωτικοί θεσμοί Χαρακτηριστικά του χρηματοπιστωτικού συστήματος Ευρωπαϊκό και αγγλοσαξονικό χρηματοπιστωτικό σύστημα Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα Τοπική Εναλλακτική Μονάδα 23-28

Kριτήρια Πώς λειτουργεί το LETS LETS και Κοινωνική Ασφάλιση LETS και φορολογία Τα οφέλη των LETS Συστήματα LETS σε όλο τον κόσμο Παγκόσμιο δίκτυο Πληθωρισμός 28-33 Πληθωρισμός Ζήτησης Πληθωρισμός Προσφοράς Παγκόσμια Οικονομική Ύφεση Περβολικός Δανεισμός Παγκόσμιος νομισματικός πόλεμος 33-35 Βιβλιογραφία 36

Χρήμα Με το όρο χρήμα εννοούμε τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται και γίνονται ευρέως αποδεκτά για πληρωμές. Αν και ο ορισμός αυτός είναι κατά κάποιο τρόπο ταυτολογία (αντίστροφα: πληρωμή είναι η χρήση χρημάτων) δηλώνει ακριβώς ότι χρήμα μπορεί να είναι οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως τέτοιο. Η φυσική μορφή των χρηματικών στοιχείων μπορεί να διαφέρει, και διαφορετικές μορφές χρημάτων έχουν υπάρξει ιστορικά. Για παράδειγμα, σε κάποιους αρχαίους πολιτισμούς χρησιμοποιούσαν κοχύλια ως χρήμα, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του 2ρου Παγκοσμίου χρησιμοποιούσαν τσιγάρα ως χρήμα, και ούτω καθ εξής. Πάντως για τον ακριβή προσδιορισμό της έννοιας του χρήματος είναι χρήσιμο να γίνεται με σαφήνεια η διάκριση ανάμεσα στα χρηματικά περιουσιακά στοιχεία (πχ κέρματα) και τα μη-χρηματικά περιουσιακά στοιχεία (όλα τα άλλα εκτός από τα χρηματικά, πχ προϊόντα). Σήμερα ο ορισμός του τι είναι χρήμα σε μια οικονομία είναι πολύ συγκεκριμένος: Χρήμα είναι το σύνολο των κερμάτων, τραπεζογραμματίων και καταθέσεων. Οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτά τα τρία δεν είναι χρήμα. Ο όρος τραπεζογραμμάτιο είναι συνώνυμος με τον όρο χαρτονόμισμα. Το σύνολο κερμάτων και χαρτονομισμάτων ονομάζεται σύνολο νομισματικής κυκλοφορίας. Χρήμα όμως δεν είναι μόνο η νομισματική κυκλοφορία. Οι καταθέσεις είναι καταθέσεις των ιδιωτών στις εμπορικές τράπεζες και καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών στην κεντρική τράπεζα. Ο σύγχρονος ορισμός του χρήματος σημαίνει για παράδειγμα ότι οι επιταγές είναι χρήμα (αρκεί βέβαια το ποσό της επιταγής να υπάρχει διαθέσιμο στο λογαριασμό καταθέσεων του εκδότη, και η επιταγή αντιπροσωπεύει ακριβώς μια άμεση εγγραφή στο λογαριασμό καταθέσεων χωρίς την ανάγκη μεταφοράς χαρτονομισμάτων). Επίσης χρήμα είναι η χρέωση πιστωτικών και χρεωστικών καρτών. Αντίθετα, για παράδειγμα, τα ομόλογα και άλλα παρόμοια χρεόγραφα, τα αμοιβαία κεφάλαια και αξιόγραφα όπως οι μετοχές δεν είναι χρήμα (παρότι καταρχήν θα μπορούσε να γίνει απευθείας ανταλλαγή για παράδειγμα ακίνητων περιουσιακών στοιχείων με μετοχές ή ομόλογα, η χρήση τέτοιων αξιογράφων για πληρωμές δεν είναι βέβαια ευρέως αποδεκτή). Γι' αυτό και τα διάφορα χρηματοδοτικά αξιόγραφα ονομάζονται γενικά και χρηματοδοτικά ή χρηματοοικονομικά προϊόντα. Γενικά Χρήμα είναι οποιοδήποτε αντικείμενο ή εγγραφή χρησιμοποιείται από μια κοινωνία ως υποκατάστατο αξίας, μέσο ανταλλαγής και μονάδα υπολογισμού (εμπορικής αξίας ή αγοραστικής δύναμης). Δεδομένου ότι οι ανάγκες προκύπτουν φυσικά, οι κοινωνίες δημιουργούν ένα συναλλακτικό μέσο όταν δεν υπάρχει κανένα. Σε άλλες περιπτώσεις, μια κεντρική αρχή δημιουργεί ένα συναλλακτικό μέσο, αυτή είναι συχνότερα η περίπτωση στις σύγχρονες κοινωνίες με τα χαρτονομίσματα. Η αξία των χρημάτων προκύπτει κατά ένα μέρος από τη χρησιμότητά του ως μέσο ανταλλαγής εντούτοις η χρησιμότητά του ως μέσου ανταλλαγής εξαρτάται από την αναγνώριση της αγοραστικής του αξίας. Ως εκ τούτου αυτές οι δύο πτυχές των χρημάτων είναι αλληλοεξαρτώμενες.

Τα προϊόντα ήταν η πρώτη μορφή χρημάτων που εμφανίστηκαν. Στο πλαίσιο ενός συστήματος χρημάτων - προϊόντων, το αντικείμενο που χρησιμοποιείται ως χρήμα έχει την αξία έμφυτη. Υιοθετείται συνήθως για να απλοποιήσει τις συναλλαγές σε μια οικονομία ανταλλαγής, κατά συνέπεια λειτουργεί πρώτα ως μέσο ανταλλαγής. Αρχίζει ως «αποθήκη» αξίας, δεδομένου ότι οι κάτοχοι των φθαρτών αγαθών μπορούν εύκολα να τους μετατρέψουν σε ανθεκτικά χρήματα. Στις σύγχρονες οικονομίες, τα χρήματα προϊόντων έχουν χρησιμοποιηθεί επίσης ως μονάδα απολογισμού. Τα στηριγμένα σε χρυσό νομίσματα είναι μια κοινή μορφή χρημάτων. Τα χρήματα Fiat (χρήματα εξουσιοδότησης) είναι μια σχετικά σύγχρονη εφεύρεση. Μια κεντρική αρχή δημιουργεί ένα νέο αντικείμενο χρημάτων που έχει την ελάχιστη εγγενή αξία. Η χρήση του κοινού των χρημάτων υπάρχει μόνο επειδή η κεντρική αρχή εξουσιοδοτεί την αποδοχή των χρημάτων κάτω από την ποινική ρήτρα του νόμου. Σε περιπτώσεις όπου το κοινό χάνει την πίστη στα χρήματα εξουσιοδότησης, υπάρχουν λίγα μια κεντρική αρχή μπορούν να κάνουν για να αποτρέψουν την υιοθέτηση άλλων αντικειμένων χρημάτων από την κοινωνία. Ουσιαστικά χαρακτηριστικά του χρήματος Το Χρήμα επιτελεί τις τρείς ακόλουθες βασικές λειτουργίες: 1. Αποτελεί γενικά αποδεκτό μέσο συναλλαγών - ανταλλαγής Όταν ένα αντικείμενο είναι σε ζήτηση πρώτιστα για τη χρήση του στην ανταλλαγή -- για τη δυνατότητά του να χρησιμοποιείται στο εμπόριο για να ανταλλάσσει άλλα πράγματα -- τότε έχει αυτήν την ιδιότητα. Αυτό το χαρακτηριστικό επιτρέπει στα χρήματα να είναι πρότυπα αναβεβλημένης πληρωμής, π.χ., ένα εργαλείο για την πληρωμή των χρεών. 2. Μέτρο υπολογισμού των οικονομικών αξιών Όταν η αξία ενός αγαθού χρησιμοποιείται συχνά για να μετρήσει ή να συγκρίνει την αξία άλλων αγαθών ή όπου η αξία του χρησιμοποιείται για να ονομάσει τα χρέη έπειτα λειτουργεί ως μονάδα απολογισμού. Ένα χρέος δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως μονάδα απολογισμού επειδή η αξία της διευκρινίζεται σε σύγκριση με κάποια εξωτερική αξία αναφοράς, κάποια πραγματική μονάδα απολογισμού που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τακτοποίηση του χρέους. Παραδείγματος χάριν, εάν σε κάποιο πολιτισμό οι άνθρωποι τείνουν για να μετρήσουν την αξία των πραγμάτων σε σχέση με τις αίγες έπειτα θα θεωρούσαμε τις αίγες ως κυρίαρχη μονάδα του απολογισμού σε εκείνο τον πολιτισμό. Π.χ. μπορούμε να πούμε ότι σήμερα ένα άλογο αξίζει 10 αίγες και μια καλή καλύβα αξίζει 45 αίγες. 3. Τέλος, διασφαλίζει την αγοραστική δύναμη του κατόχου του

Σύγχρονος ορισμός του χρήματος - συνολική προσφορά χρήματος Το χρήμα είναι ένα από τα κεντρικότερα θέματα που μελετώνται στα οικονομικά και διαμορφώνουν την πιο αδιάσειστη σύνδεσή του με τη χρηματοδότηση. Το σύνολο των χρημάτων σε μια οικονομία έχει επιπτώσεις άμεσα στον πληθωρισμό και τα επιτόκια και ως εκ τούτου επηρεάζει ιδιαιτέρως. Μια νομισματική κρίση μπορεί να έχει πολύ σημαντικά οικονομικά αποτελέσματα, ιδιαίτερα εάν οδηγεί στη νομισματική αποτυχία και την υιοθέτηση μιας πολύ λιγότερο αποδοτικής οικονομίας ανταλλαγών. Αυτό συνέβη στη Ρωσία (παραδείγματος χάριν) κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90. Τα σύγχρονα οικονομικά αντιμετωπίζουν επίσης μια δυσκολία στην απόφαση του τι ακριβώς είναι χρήμα. Έχουν υπάρξει πολλά ιστορικά επιχειρήματα σχετικά με το συνδυασμό λειτουργιών του χρήματος, μερικοί υποστηρίζουν ότι χρειάζονται περισσότερο διαχωρισμό και ότι μια ενιαία μονάδα είναι ανεπαρκής να τους εξετάσει όλους. Αυτά τα επιχειρήματα καλύπτονται στο οικονομικό κεφάλαιο που είναι ένας γενικότερος όρος για όλα τα ρευστά μέσα. Για τους παραπάνω λόγους έχουν επανειλημμένα υιοθετηθεί σαν χρήμα, εδώ και πολλές χιλιετίες, στις περισσότερες κοινωνίες ο χρυσός και ο άργυρος. Αλλά από τα μέσα του 20ου αιώνα περίπου, έχει παραμερισθεί ο ιστορικός ρόλος των πολυτίμων μετάλλων σαν χρήμα σε όφελος του "fiat money" (βλέπε παραπάνω) που σημαίνει (χαρτο)νόμισμα χωρίς το ανάλογο απόθεμα χρυσού ή αργύρου. Η συνολική διαθέσιμη ποσότητα χρήματος σε μία οικονομία για κάθε χρήση ονομάζεται "χρηματικό απόθεμα" - money supply (M). H "M" απαρτίζεται από τέσσερα κλιμακωτά υπομεγέθη: Νομικά Ζητήματα Το Μ0 (σύνολο χαρτονομισμάτων, κερμάτων και λογαριασμοί της κεντρικής τράπεζας μετατρέψιμοι σε νόμισμα) Το Μ1 (Μ0 + λογαριασμοί όψεως [2] και τρεχούμενοι) Το Μ2 (Μ1 + λογαριασμοί ταμιευτηρίου και μεγάλες καταθέσεις άνω των $100.000) Το Μ3 (Μ2 + άλλοι λογαριασμοί εξωτερικού και καταθέσεις σε ευρω/δολλάρια) Η πολύ συχνή και ευρεία χρήση των χαρτονομισμάτων προκειμένου να εξασφαλίζει την απαραίτητη ασφάλεια των συναλλαγών υπόκεινται σε αρκετά σχολαστικές και λεπτομερείς νομικές διατυπώσεις. Έτσι πλέον προκειμένου να υπάρχει διαφάνεια και ασφάλεια (δηλαδή για κάθε χαρτονόμισμα να υπάρχει αντίκρυσμα - εξασφάλιση ότι η απαίτηση μπορεί να εκπληρωθεί άμεσα), τα χαρτονομίσματα τα εκδίδει αποκλειστικά η Κεντρική Τράπεζα μίας χώρας.

Απαγορεύεται αυστηρά η έκδοση χαρτονομισμάτων από άλλες τράπεζες ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και φυσικά από άλλα νομικά ή φυσικά πρόσωπα. Επιπλεόν απαγορεύεται αυστηρά η παραχάραξη χαρτονομίσματος δηλαδή η παράνομη κατασκευή πλαστού χρήματος (το οποίο φυσικά δεν έχει αντίκρυσμα ούτε αγοραστική δύναμη). Η αποδοχή του νομίσματος που εκδίδεται σε μία χώρα είναι αναγκαστική από όλους τους φορείς και συναλλασόμενους μέσα σε αυτή τη χώρα, ενώ απαγορεύεται η συνύπαρξη άλλων νομισμάτων στις εγχώριες συναλλαγές (η διατήρηση άλλων νομισμάτων δεν απαγορεύεται εφόσον επιτρέπει συναλλαγές με άλλες χώρες). Η εμφάνιση του χρήματος Ιστορία του Χρήματος Κατά τις συναλλαγές τους στην αρχαιότητα οι άνθρωποι είχαν καθιερώσει το ανταλλακτικό σύστημα βάσει του οποίου ο παραγωγός ενός προϊόντος αντάλλαζε τα επιπλέον προϊόντα με προϊόντα άλλου παραγωγού. Η μέθοδος της ανταλλαγής αγαθών χρονολογείται σε τουλάχιστον 100.000 χρόνια πριν, αν και δεν υπάρχει κανένα ιστορικό στοιχείο που να αποδεικνύει την ύπαρξη μιας κοινωνίας ή οικονομίας που βασίζονταν μόνο στη μέθοδο αυτή. Πολλοί πολιτισμοί σε όλο τον κόσμο ανέπτυξαν τελικά τη χρήση χρημάτων των οποίων η αξία βασίζονταν στην αξία του υλικού από το οποίο ήταν φτιαγμένα. Ο σίγλος ή σέκελ ήταν αρχικά μια μονάδα χρήματος αλλά και μονάδα βάρους. Η πρώτη χρήση του όρου προήλθε από τη Μεσοποταμία γύρω στο 3000 π.χ. Κοινωνίες στην Αμερική, την Ασία, την Αφρική και την Αυστραλία άρχισαν να χρησιμοποιούν όστρακα ως χρήμα. Πολλά αντικείμενα έχουν χρησιμοποιηθεί ως χρήματα, από τα φυσικά λιγοστά πολύτιμα μέταλλα έως κοχύλια και από τσιγάρα έως τα εξ ολοκλήρου τεχνητά χρήματα όπως τα χαρτονομίσματα. Τα πρώτα νομίσματα κατασκευάστηκαν αρχικά από χαλκό, κατόπιν από σίδηρο και αυτό επειδή ο χαλκός και ο σίδηρος ήταν ισχυρά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή όπλων. Η χρηματική αξία των νομισμάτων προέκυπτε από την αξία του μετάλλου από το οποίο ήταν κατασκευασμένο. Ο Βασιλιάς Φείδων του Άργους, το 700 π.χ. περίπου, άλλαξε τα νομίσματα από το σίδηρο σε ένα μάλλον άχρηστο και διακοσμητικό μέταλλο, το ασήμι, και, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αφιέρωσε μερικά από τα νομίσματα σιδήρου που έμειναν (που ήταν στην πραγματικότητα ράβδοι σιδήρου) στο ναό της Ήρας. Ο βασιλιάς Φείδων έπλασε τα ασημένια νομίσματα στην Αίγινα, στο ναό της θεάς της φρόνησης και του πολέμου Αθηνάς Αφαίας, και χάραξε τα νομίσματα με μια Χελώνα, η οποία χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα ως σύμβολο της κεφαλαιοκρατίας. Τα νομίσματα Χελώνες έγιναν αποδεκτά ευρέως και χρησιμοποιήθηκαν ως διεθνές μέσο ανταλλαγής μέχρι τις ημέρες του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν η Αθηναϊκή δραχμή τα αντικατέστησε. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο Τα πρώτα χρυσά νομίσματα στην ιστορία εκδόθηκαν από το Λύδιο βασιλιά Κροίσο, γύρω στο 650 600 π.χ.

Σύμφωνα με ένα μύθο, ο Δίας τιμώρησε την Ήρα και την έδεσε την με μια χρυσή αλυσίδα μεταξύ ουρανού και γης. Η Ήρα, με τη βοήθεια του Ηφαίστου, έσπασε τη χρυσή αλυσίδα και απελευθερώθηκε. Λέγεται ότι όλος ο χρυσός που βρίσκεται στη γη προέρχεται από τα κομμάτια αυτής της χρυσής αλυσίδας, που έπεσαν από τον ουρανό. Ίσως λόγω αυτού του μύθο, ο χρυσός χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελλάδα μόνο στους ναούς, τάφους και κοσμήματα και δεν υπάρχει οποιοδήποτε αρχαίο ελληνικό χρυσό νόμισμα, μέχρι περίπου το 390 π.χ., όταν ο Έλληνας βασιλιάς Φίλιππος ο 2ος της Μακεδονίας εξέδωσε τα πρώτα χρυσά νομίσματα. Σύμφωνα με άλλο μύθο, οι εφευρέτες των χρημάτων ήταν η Δημοδίκη (ή Ερμοδίκη) από την Κύμη (σύζυγος του Μίδα), ο Λύκος (γιος του Πανδίου του 2ου και πρόγονος των Λυκίων) και ο Εριχθόνιος, από τη Λυδία ή τη Νάξο. Η εξέλιξη του χρήματος Η μέθοδος της χρήσης νομισμάτων, ως χρήμα, με βάση την αξία του υλικού από το οποίο ήταν φτιαγμένα τελικά εξελίχθη στη μέθοδο του αντιπροσωπευτικού χρήματος. Αυτό συνέβη επειδή οι έμποροι χρυσού και αργύρου ή οι τράπεζες άρχισαν να εκδίδουν αποδείξεις στους καταθέτες εξαργυρώσιμες με χρήματα ουσιαστικής αξίας - τα οποία είχαν κατατεθεί. Τελικά, αυτές οι αποδείξεις έγιναν ευρέως αποδεκτές ως μέσο πληρωμής και ξεκίνησαν να χρησιμοποιούνται ως χρήμα. Τα χάρτινα χρήματα ή τραπεζογραμμάτια χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην Κίνα, κατά τη διάρκεια της Δυναστείας των Σονγκ. Αυτά τα τραπεζογραμμάτια, γνωστά ως "Jiaozi" εξελίχθηκαν από χρεόγραφο που είχαν χρησιμοποιηθεί από τον 7ο αιώνα μ.χ., ωστόσο, δεν είχαν σταματήσει τη χρήση των νομισμάτων ουσιαστικής αξίας. Στην Ευρώπη τα πρώτα τραπεζογραμμάτια εξεδόθησαν από τη Stockholms Banco το 1661 και χρησιμοποιήθηκαν παράλληλα με κέρματα. Η ευκολία των συναλλαγών που παρείχε η έκδοση των τραπεζογραμματίων από τις τράπεζες καθιέρωσε τα χαρτονομίσματα σε ευρεία και κοινώς αποδεκτή συναλλακτική πρακτική. Μ αυτό το νομισματικό σύστημα, όπου το μέσο συναλλαγής είναι χαρτιά, τα οποία μπορούν να μετατραπούν σε προκαθορισμένες, σταθερές ποσότητες χρυσού, αντικαταστάθηκε η χρήση των χρυσών νομισμάτων ως χρήματος μεταξύ του 17ου και 19ου αιώνα στην Ευρώπη. Αυτά τα πιστοποιητικά χρυσού νομιμοποιήθηκαν ως χρήμα και η ρευστοποίησή τους σε χρυσό αποθαρρύνθηκε. Στις αρχές του 20ου αιώνα όλες σχεδόν οι χώρες υιοθέτησαν αυτό το σύστημα όπου για τα πιστοποιητικά που εξέδιδαν, υπήρχε προκαθορισμένη ποσότητα χρυσού προς εξαργύρωση. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με τη διάσκεψη του Bretton Woods, οι περισσότερες χώρες υιοθέτησαν τα χρήματα Fiat των οποίων η τιμή είχε καθοριστεί σύμφωνα με το δολάριο ΗΠΑ. Το αμερικανικό δολάριο με τη σειρά του καθορίστηκε σε σχέση με το χρυσό. Το 1971, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έπαυσε τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου ΗΠΑ σε χρυσού. Μετά από αυτό, πολλές χώρες ακολούθησαν το παράδειγμα των ΗΠΑ και η πλειονότητα των χρημάτων παγκοσμίως σταμάτησε να υποστηρίζεται από αποθέματα χρυσού.

Nόμισμα ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Οι ελληνικές πόλεις διέδωσαν την χρήση του νομίσματος από την Ισπανία μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Χρησιμοποίησαν τα σύμβολά τους, ήρωες, θεούς, ζώα, φυτά κ.λπ., για να σηματοδοτήσουν τα νομίσματα. Έκοψαν νομίσματα κυρίως σε άργυρο, καθώς αυτό ήταν το πολύτιμο μέταλλο στο οποίο είχαν ευκολότερη πρόσβαση. Στα τέλη του 5ου και κυρίως τον 4ο π.χ. αιώνα κυκλοφόρησαν και χάλκινα νομίσματα για τις μικρές καθημερινές συναλλαγές. Πριν από το νόμισμα Πριν από το νόμισμα, η ανταλλαγή προϊόντων, ο αντιπραγματισμός, υπήρξε η πιο διαδεδομένη πρακτική εξασφάλισης των βασικών αναγκών των ανθρώπων. Ο αντιπραγματισμός είναι πολύ παλιός και με κάποια έννοια, μερικά στοιχεία του μοιάζουν να υπάρχουν και μέσα στη φύση, στα φυτά, έντομα και ζώα όπου ανταλλάσσονται υπηρεσίες και πόροι για την εξασφάλιση της επιβίωσης των ειδών και τη διατήρηση της ισορροπίας του περιβάλλοντος. Οι συναλλαγές σε είδος διευκόλυναν τις πρώτες κοινωνίες των ανθρώπων στην επιβίωσή τους. Γεωργικά προϊόντα διατροφής, δέρματα, ζώα, κοχύλια ήταν τα αποδεκτά μέσα συναλλαγής. Το πιο πολύτιμο ήταν το πιο σπάνιο. Ανάλογα με την αφθονία, τη χρησιμότητα και το ρόλο του κάθε προϊόντος σε κάθε κοινωνία προσδιοριζόταν και η τιμή του. Με την εγκατάσταση του ανθρώπου σε μόνιμη κατοικία, η οικονομία έγινε γεωργοκτηνοτροφική. Ως μέσο συναλλαγής χρησιμοποιήθηκαν κυρίως τα ζώα. Στην Ιλιάδα τα χάλκινα όπλα του Διομήδη αναφέρονται ως εννεάβοια (αξίζουν 9 βόδια) ενώ τα χρυσά του Γλαύκου εκατόμβοια. Ο πλούσιος λεγόταν πολυβούτης (που διαθέτει πολλά βόδια), ο ακτήμων αβούτης. Ακόμα και σήμερα, αυτό αποτυπώνεται σε πολλές γλώσσες του κόσμου. Λατινικά caput σημαίνει κεφαλή βοσκήματος και από κει προέρχεται η λέξη κεφάλαιο (capital) και καπιταλισμός. Pecus σημαίνει τα θρέμματα, τα βοσκήματα και από κει προέρχεται ο όρος pecunia (περιουσία, χρήματα). Στον Ελλαδικό χώρο από τη 2η χιλιετία π.χ. φαίνεται να χρησιμοποιούνται ως μέσο συναλλαγής τα τάλαντα, δηλαδή πλάκες μετάλλου που το σχήμα τους, για πολλούς μελετητές, αναπαράγει αυτό της τεντωμένης δοράς βοδιού και για άλλους ήταν πιο πρακτικό στη μεταφορά. Τάλαντα έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές της Μεσογειακής λεκάνης, στα νότια παράλια της Μ. Ασίας, στη Σαρδηνία, στην Κύπρο, στις Μυκήνες, στην Κύμη, στην Κρήτη και σε άλλα νησιά του Αιγαίου.

Τα πρώτα νομίσματα Οβελός (Φείδων, 7ος αι. π.χ.) Στα τέλη του 8 ου και τις αρχές του 7 ου π.χ. αιώνα, ένα ακόμα χρηστικό αντικείμενο, ο σιδερένιος οβελός (σούβλα ψησίματος) χρησιμοποιήθηκε ως μέσο συναλλαγής. Έξι οβελοί, όσοι δηλαδή χωράει να κρατήσει η παλάμη του ανθρώπου, είχαν αξία μιας δραχμής (δράττομαι = κρατώ, δράξ = παλάμη > δραχμή). * [Η χρήση των οβελών. Ο οβελός ως μέσο συναλλαγής, αποδίδεται από ορισμένους μελετητές στο βασιλιά του Άργους Φείδωνα. Αυτός ήταν που καθιέρωσε τη χρήση του μετάλλου ως νομίσματος με τη μορφή οβελών. Η χρήση των οβελών ήταν ευρύτατα διαδεδομένη για πρακτικούς λόγους και γι' αυτό επικράτησαν αμέσως και ως μέσο συναλλαγής. Ήταν ταυτόχρονα όργανα με χρήση πρακτική, αφού χρησίμευαν για το ψήσιμο των ζώων, αλλά και νομισματική, εφόσον αναπλήρωναν με επιτυχία τα προηγούμενα μέσα συναλλαγής. Το πάχος κάθε οβελού ήταν τόσο λεπτό, ώστε στο ένα του χέρι ήταν δυνατό να κρατήσει κανείς 6 οβελούς συγχρόνως. Από το «δράττω - δραξ» (= αδράχνω, πιάνω, κρατώ) προήλθε και η λέξη «δραχμή», που εξακολούθησε επί τόσους αιώνες να είναι η νομισματική μονάδα των Ελλήνων. Στο νομισματικό μουσείο της Αθήνας φυλάσσεται το περίφημο αφιέρωμα οβελών του βασιλιά του Άργους Φείδωνα, όπως πιστεύουν ορισμένοι ερευνητές, προς τη θεά Ήρα. Οι οβελοί αυτοί βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των αμερικανικών ανασκαφών στο ιερό του αρχαίου Ηραίου του Άργους το 1894. Παρόμοιοι οβελοί έχουν βρεθεί και σε δυο αρχαίους τάφους μέσα στην πόλη του Άργους και φυλάσσονται στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης. Η χρήση των οβελών ως μέσων

συναλλαγής συνεχίστηκε και στους επόμενους αιώνες, ενώ ο όρος δραχμή επιβίωσε ως την εποχή μας Η επινόηση του νομίσματος ήταν θέμα χρόνου. Η εμπειρία του μετάλλου στις συναλλαγές και η τυποποίησή του σε διάφορα σχήματα οδήγησαν εύκολα στο νόμισμα. Το μικρό του μέγεθος επέτρεπε την εύκολη μεταφορά του. Σφραγισμένο από την υπεύθυνη αρχή, η αξία του ήταν συγκεκριμένη και δεν υπήρχε πια η ανάγκη του ζυγίσματος. Η γενικευμένη χρήση όμως του νομίσματος διαδόθηκε αργά. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στο βασίλειο της Λυδίας και στις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, στην Ιωνία, περιοχές αναπτυγμένες εμπορικά και οικονομικά, στα τέλη του 7ου π.χ. αιώνα. Το υλικό τους ήταν ο ήλεκτρος, κράμα χρυσού και αργύρου. Το σχήμα τους ήταν ωοειδές και στη μία πλευρά είχαν ακανόνιστα βαθουλώματα. Το «θησαυρό» που βρέθηκε στα θεμέλια του ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο το 1904/5 αποτελούσαν νομίσματα από ήλεκτρο, αλλά και κοσμήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Ο θησαυρός περιείχε νομίσματα από πόλεις της Λυδίας αλλά και ελληνικές των παραλίων της Μικράς Ασίας. Η απόκρυψη θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε μεταξύ 600-560 π.χ. Το εύρημα αυτό βοήθησε στη χρονολόγηση των πρώτων νομισμάτων. Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου γρήγορα έκοψαν ανάλογα νομίσματα. Τα νομίσματα των ελληνικών πόλεων κρατών Αίγινα Κόρινθος Αθήνα Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο τα νομίσματα εκδίδονταν από τις πόλεις-κράτη. Αυτές, ανεξάρτητα από την έκταση και τη δύναμή τους, είχαν αυτόνομη οικονομία και διαφορετικό νόμισμα η κάθε μία, που ξεχώριζε από τους τύπους του. Η κάθε πόλη απεικόνιζε στα νομίσματά της παραστάσεις οικείες στους πολίτες της, που προέρχονταν από την ιστορία της, τη μυθολογία της, τα χαρακτηριστικά προϊόντα της. Έκοβαν κυρίως αργυρά νομίσματα, λιγότερα χρυσά και από τον 4 ο αι. π.χ. πολλά χαλκά. Πολύ σπάνια χρησιμοποιούσαν το σίδηρο και άλλα κράματα. Η Αίγινα, η Κόρινθος και η Αθήνα έκοψαν τα πρώτα αργυρά ελληνικά νομίσματα και διέδωσαν τη χρήση του νομίσματος στον υπόλοιπο τότε γνωστό κόσμο. Η Αίγινα πρώτη, λίγο πριν από τα μέσα του 6ου αι. π.χ., εξέδωσε στατήρες με παράσταση θαλάσσιας χελώνας στην πρόσθια όψη και έγκοιλο, μοιρασμένο σε ακανόνιστα διάχωρα, στην άλλη. Τα νομίσματα* της Αίγινας -γνωστά ως χελώναικυκλοφόρησαν στις περισσότερες περιοχές του Ελλαδικού χώρου. Βρέθηκαν όμως και στην Περσία, την Αίγυπτο και την Κάτω Ιταλία. Η αντικατάσταση της θαλάσσιας χελώνας από τη χερσαία και η χάραξη των αρχικών της πόλης αποτελούν τα χαρακτηριστικά της αλλαγής που συντελέστηκε το 446 π.χ., λίγο πριν από τον

Πελοποννησιακό πόλεμο, και σηματοδοτεί το τέλος της κυριαρχίας της Αίγινας στη θάλασσα. * [Σημείωση: Στο Πάριο χρονικό αναφέρονται τα εξής: ΑΦ ΟΥ Φ[ΕΙ]ΔΩΝ Ο ΑΡΓΕΙΟΣ ΕΔΗΜΕΥΣ[Ε ΤΑ] ΜΕΤ[ΡΑ ΚΑΙ ΣΤ]ΑΘΜΑ ΚΑΤΕΣΚΕΥΑΣΕ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑ ΑΡΓΥΡΟΥΝ ΕΝ ΑΙΓΙΝΗι ΕΠΟΙΗΣΕΝ, ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΩΝ ΑΦ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ, ΕΤΗ ΓΗΔΔΔΙ, ΒΑΣΙΛΕΥΟΝΤΟΣ ΑΘΗΝΩΝ [ΦΕΡΕΚΛ]ΕΙΟΥΣ.. = σε νέα ελληνική: Όταν ο Φείδων ο Αργείος κοινοποίησε τα μέτρα και σταθμά κατασκεύασε αργυρό νόμισμα που το έφτιαξε στην Αίγινα, έγινε 11ος από τον Ηρακλή, έτος ΓΗΔΔΔΙ = 631, όταν ο Φερέκλειος βασίλευε στην Αθήνα]. Η Κόρινθος επίσης έκοψε στατήρες στα μέσα περίπου του 6ου αι. π.χ., που αντανακλούν την εμπορική και οικονομική της ανάπτυξη. Η κυκλοφορία των πρώτων Κορινθιακών στατήρων ήταν τοπικά περιορισμένη, η ανεύρεσή τους όμως σε «θησαυρούς» στις αποικίες της στη Μεγάλη Ελλάδα δηλώνει τη μεγάλη τους διάδοση. Η νομισματική παραγωγή της Κορίνθου, ύστερα από κάμψη που σημείωσε την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου λόγω έλλειψης της πρώτης ύλης, του αργύρου, που προμηθευόταν από την Αθήνα παρουσίασε θεαματική αύξηση στις αρχές του 4ου αι. π.χ. Οι τύποι των κορινθιακών νομισμάτων εμπνέονται από τη μυθολογία και την τοπική ιστορία: ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο που δάμασε ο κορίνθιος ήρωας Βελλερεφόντης με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς, αποτυπώνεται στην πρόσθια όψη τους σ αυτόν αναφέρεται και η αρχαία ονομασία τους: πώλοι (πουλάρια). Γύρω στα τέλη του 6ου αι. π.χ., καθιερώνεται η κεφαλή της Αθηνάς Χαλινίτιδος στην οπίσθια όψη. Τους ίδιους τύπους παρουσιάζουν και τα νομίσματα ορισμένων αποικιών της Κορίνθου, κατά τον 5 ο και 4 ο αι. π.χ., όπως η Λευκάδα, η Αμβρακία κ.ά. Η Αθήνα ύστερα από τις πρώτες της νομισματικές απόπειρες, τα λεγόμενα εραλδικά νομίσματα (Wappenmunzen), από τα τέλη του 6ου αι. π.χ. εγκαινίασε την έκδοση των αργυρών τετραδράχμων. Τα νομίσματα αυτά είναι τα πρώτα που εξαπλώθηκαν και διαδόθηκαν στον αρχαίο κόσμο, στον οποίο έγιναν γνωστά ως «γλαύκες», από την παράσταση της κουκουβάγιας στην οπίσθια όψη τους. Στην πρόσθια εικονίζεται η κεφαλή της θεάς Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης. Με τις παραστάσεις αυτές εκδίδονταν τα αθηναϊκά νομίσματα μέχρι τον 1 ο αι. π.χ., οπότε χρονολογούνται τα τελευταία τετράδραχμα «νέας τεχνοτροπίας». Το διεθνές αυτό νόμισμα απομιμήθηκαν, λόγω της δύναμής του, στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Αραβία, τη Βαβυλωνία, την Λυκία και αλλού.

ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ Στους βυζαντινούς χρόνους και µέχρι τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Ά (491-518) τα νοµίσµατα ήταν χρυσά και ασηµένια. Από τότε άρχισαν να κόπτονται και από χαλκό και παρίσταναν τις προτοµές αυτοκρατόρων ή χριστιανικά σύµβολα. Το βυζαντινό νόµισµα Με τον όρο βυζαντινό νόµισµα εννοούµε την ιστορία του νοµίσµατος από τα χρόνια της βασιλείας του Αναστασίου Α (491-518) µέχρι και την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Το 498 µπορεί να θεωρηθεί ως η αρχή του βυζαντινού νοµίσµατος. ηµιουργείται «ο φόλλις» που ήταν ένα βαρύ χάλκινο νόµισµα. Η επιτυχία του βρισκόταν στο γεγονός ότι το νέο νόµισµα παρείχε µια αξιοπιστία που οφειλόταν στο γεγονός ότι, αφού δεν επιδεχόταν καµία αλλοίωση στη σύνθεσή του. Σηµειώνεται ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αναδείχθηκε ισχυρή εµπορική δύναµη. Αυτό φαίνεται από το κύρος του βυζαντινού νοµίσµατος. Η νοµισµατική ιστορία του Βυζαντίου µπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερις περιόδους. 1η Περίοδος: Από τον Αναστάσιο Α (491-518) µέχρι τα µέσα του 8ου αιώνα. Την περίοδο αυτή οι χρυσές νοµισµατικές εκδόσεις αποτελούνται: από τον σόλιδο που ισούται µε 1/72 της Ρωµαϊκής λίτρας, όπως αυτή είχε διαµορφωθεί στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. από τις δύο υποδιαιρέσεις του: το σεµίσσιο και το τρεµίσσιο, που αντιστοιχούν στο µισό και το τρίτο του σόλιδου. Οι αργυρές κοπές µέχρι το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα έχουν αναµνηστικό χαρακτήρα. Το 615 ο αυτοκράτορας Ηράκλειος εισάγει για πρώτη φορά το εξάγραµµο, ένα βαρύ ασηµένιο νόµισµα, το οποίο καθιερώνεται στις κρατικές πληρωµές. Μετά το 681 το εξάγραµµο περιορίζεται σε κοπή αναµνηστικού χαρακτήρα, ενώ εξαφανίζεται εντελώς στις αρχές του 8ου αιώνα. Ο 6ος αιώνας µπορεί να χαρακτηριστεί ως η πιο σηµαντική περίοδος στη εξέλιξη του χάλκινου νοµίσµατος. Αντίθετα ο 7ος αιώνας χαρακτηρίζεται από µια παρακµή στις κοπές των χάλκινων νοµισµάτων. 2η Περίοδος: Από τα µέσα του 8ου αιώνα µέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η µείωση των νοµισµατικών υποδιαιρέσεων. Στα χρόνια της βασιλείας του νικηφόρου Φωκά (963-969) εµφανίζεται ένα νέο χρυσό νόµισµα, το λεγόµενο τεταρτηρό ίδιο σε σχήµα και εµφάνιση µε το κανονικό νόµισµα αλλά λίγο ελαφρύτερο από αυτό. Ένα άλλο σηµαντικό στοιχείο αυτής της περιόδου είναι ότι ύστερα από 7 αιώνες περίπου το παραδοσιακό χρυσό βυζαντινό νόµισµα, ο κωνσταντίνιος σόλιδος, χάνει το κύριο χαρακτηριστικό του γνώρισµα, την καθαρότητα των 24 καρατίων σε πολύτιµο µέταλλο. Ήρθε η στιγµή της υποτίµησης του χρυσού βυζαντινού νοµίσµατος, µια υποτίµηση που θα πρέπει να θεωρηθεί ως το αποτέλεσµα πολλών παραγόντων και - όπως έχει διατυπώσει η Morrison- θα πρέπει να χωριστεί σε δύο φάσεις. Στη φάση της ελεγχόµενης υποτίµησης (1024-1071) και στη φάση τηςκαταστροφικής υποτίµησης.

3η Περίοδος: Από τη βασιλεία του Αλεξίου Α (1081-118) µέχρι το τέλος του 13ου αιώνα. Σηµείο έναρξης αυτής της περιόδου θεωρείται η µεγάλη νοµισµατική µεταρρύθµιση του Αλεξίου Α Κοµνηνού το 1092. Το υπέρπυρο παίρνει τη θέση του παλιού νοµίσµατος του λεγόµενου ιστάµενον. 4η Περίοδος: Από το 1261-1453. η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την έλλειψη χρυσών νοµισµάτων και τις τελευταίες κοπές υπέρπυρου που χρονολογούνται γύρω στο 1350. Το 1294 ο Ανδρόνικος Β και ο Μιχαήλ Θ καθιερώνουν το λεγόµενο βασιλικό νόµισµα το οποίο είναι ίδιο µε τα ασηµένια δουκάτα. Η έκδοση των βυζαντινών νοµισµάτων και η χρήση τουςσυνοδεύονται από µια σειρά προβληµάτων. Τα προβλήµατα αυτά για µας σήµερα γίνονται µεγαλύτερα από το χρόνο και την έλλειψη πηγών, έτσι ώστε να µπορούµε να έχουµε µια πλήρη εικόνα βυζαντινού νοµίσµατος. Η αναδροµή αυτή στην εξέλιξη των βυζαντινών νοµισµατικών εκδόσεων µέσα από ριζικές αλλαγές παρουσιάζουν µια συνειδητοποιηµένη νοµισµατική πολιτική του κράτους εκείνη την εποχή. Επιπλέον τα νοµίσµατα φέρουν στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν συστηµατικό και εξελιγµένο έλεγχο της νοµισµατικής παραγωγής. Ο αυστηρός έλεγχος παραγωγής και διακίνησης του βυζαντινού νοµίσµατος συνεπάγεται οργανωµένη µεθόδευση αποτροπής αισχροκερδείας και διαφθοράς του νοµίσµατος εκ µέρους των πολιτών. Άλλωστε οι γραπτές πηγές επιβεβαιώνουν παρόµοιες µεθοδεύσεις καθ όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας. Το Βιβλίο του Έπαρχου για παράδειγµα αναφέρει ότι οι τραπεζίτες της πρωτεύουσας κατά το 10ο αιώνα δε θα πρέπει «ξέειν ή τέµνειν ή παραχαράττειν» τα νοµίσµατα. Στα τέλη του 11ου αιώνα ο Κεκαυµένος αποτρέπει το φτωχό πολίτη να γίνει πλούσιος εµπλεκόµενος σε πολυκερδείς τεχνικές, δηλαδή «παραχαράσσειν» και «ψαλιδίζειν» τα νοµίσµατα και «φαρσογραφείν»και «βούλας επισφραγίζειν και τα τούτοις όµοια». Ας εξετάσουµε χωριστά κάθε περίπτωση πονηρής αλλοίωσης του βυζαντινού νοµίσµατος. Η πιο κοινή πρακτική αισχοκέρδειας εκ µέρους των πολιτών ήταν το ψαλίδισµα της περιφέρειας των νοµισµάτων. Σε πάπυρο του 4ου αιώνα µαθαίνουµε ότι ο πολίτης Ευδαίµων προσκαλεί στο σπίτι το φίλο του Λογγίνο και του παραγγέλλει να φέρει µαζί την ύαλο- προφανώς ειδικό κοπίδι µε ενσωµατωµένο κρύσταλλο στην κόψη του-,ώστε να προβούν στην περικοπή νοµισµάτων. Το κράτος προφανώς από πολύ νωρίς θέσπισε αυστηρούς νόµους για την αντιµετώπιση του προβλήµατος. Οι αυστηρές ποινές απαριθµούνται στα νοµικά κείµενα καθ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ήδη από την πρώιµη εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, υποδηλώνουν ότι το αδίκηµα της παραχάραξης ήταν ιδιαίτερα διαδεδοµένο. Ωστόσο για µια ακόµη φορά η νοµισµατική µαρτυρία παραµένει αρνητική. Κίβδηλα νοµίσµατα της βυζαντινής περιόδου δύσκολα εντοπίζονται σε µουσειακές ή ιδιωτικές συλλογές. Αυτό πιθανόν να οφείλεται τόσο στην αποτελεσµατικότητα του κρατικού ελέγχου, όσο και στη διορατικότητα και την εξυπνάδα του κατόχου των νοµισµάτων, που θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα ενηµερωµένος για τις βρώµικες πρωτοβουλίες συµπολιτών του.τα βυζαντινά χρυσά νοµίσµατα αποκτούσαν συνεχώς µεγαλύτερη σπουδαιότητα στην οικονοµική ζωή της Μεσογείου µέχρι τη νόθευσή τους από τον 10ο αιώνα. Κατά τον 5ο και 6ο αιώνα, οι βυζαντινοί σόλιδοι συσσωρεύτηκαν στην περιοχή της Βαλτικής, αναµφίβολα για την πληρωµή γουναρικών και κατά τον 6ο και 7ο αιώνα σόλιδοι λίγο ελαφρύτεροι συγκεντρώθηκαν στη Γαλλία στις Κάτω Χώρες,

στη Σκανδιναβία, τη Γερµανία, στα Βαλκάνια, στη Ρωσία, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική. Στις δύο τελευταίες περιοχές τα βυζαντινά χρυσά νοµίσµατα είχαν να ανταγωνιστούν από τον 7ο αιώνα και µετά, τη συνεχώς αυξανόµενη κοπή των χρυσών αραβικών δηναρίων. Τα αποθέµατα της αυτοκρατορίας σε πολύτιµα µέταλλα, σε χρυσό και άργυρο, ήταν αρκετά. Είναι πραγµατικά χαρακτηριστική η συχνή µνεία των πολύτιµων µετάλλωνστον Θεοδοσιανό και στον Ιουστινιάνειο Κώδικα. Τα πρόστιµα εκφράζονται σε ποσότητα αργύρου από την εποχή του Κωνσταντίου σε χρυσό από το 379 και κυµαίνονται µεταξύ 20 και 100 λίτρων. Οι απολαβές των ανώτατων υπαλλήλων σε χρυσό και άργυρο είναι εντυπωσιακές. Κατά τη βασιλεία του Αναστασίου ξοδεύτηκαν τεράστια ποσά για έργα όπως τα τείχη της Κωνσταντινούπολης ή την οχύρωση και την ανακαίνιση του άρας στην Ανατολή. Παρ όλα αυτά ο παλιός αυτός διοικητικός υπάλληλος που έγινε αυτοκράτωρ, αποδείχθηκε µεγαλοφυής αφού κατόρθωσε να ανορθώσει τα οικονοµικά του ανατολικού κράτους σε σηµείο ανεπανάληπτο. Το νοµισµατικό σύστηµα που στηριζόταν στις µεταρρυθµίσεις του ιοκλητιανού και του Κωνσταντίνου ήταν πολεµικό. Τα αγαθά περνούσαν από τις διάφορες βαθµίδες συναλλαγής χωρίς παρεµβολή από το νόµισµα και αυτό περιόριζε αρκετά τη νοµισµατική κυκλοφορία. Το κράτος που διέθετε το «νόµισµα» διέθετε επίσης και συναλλακτικό χρήµα χάρη στην κρατική αγορά. Τα αργυρά και χάλκινα κέρµατα, υποδιαιρέσεις του χρυσού νοµίσµατος πάθαιναν συνεχώς υποτιµήσεις ή ανατιµήσεις και η κυκλοφορία τους µεγάλωνε µαζί µε τα κρατικά χρέη. Εξάλλου, το νόµισµα για συναλλαγές δε µπορεί να διατηρηθεί παρά µόνο σ ένα κράτος ικανό να επιβάλλει την κυκλοφορία του. Μόλις µειωνόταν η κρατική εξουσία σε µια επαρχία εξαφανιζόταν εκεί το συναλλακτικό χρήµα. Αυτό ακριβώς το κακό κατόρθωσε να θεραπεύσει ο Αναστάσιος µετά την κατάπνιξη της ανταρσίας των Ισαύρων το 498. Ολόκληρη η οικονοµική πολιτική του Αναστασίου ήταν προσανατολισµένη προς τα φτωχά στρώµατα και ευνοούσε την ανάπτυξη του εµπορίου και της βιοτεχνίας. Η πληρωµή των φόρων γινόταν µε τα πραγµατικά κυκλοφορούντα «νοµίσµατα» και τις υποδιαιρέσεις τους. Από τα µέσα του11ου αιώνα είναι έκδηλα τα σηµάδια της οικονοµικής κρίσης. Εµφανίζονται µε τη διαταραχή του νοµισµατικού συστήµατος. Η νοµισµατική κυκλοφορία της περιόδου αυτής χαρακτηρίζεται από πραγµατικό χάος που περιγράφεται µε ζωντανά χρώµατα στη φοροτεχνική πραγµατεία που ονοµάζεται «Νέα Λογαρική». Η νοµισµατική αταξία φανερώνει µια γενικότερη οικονοµική κρίση για την οποία οι πληροφορίες των πηγών της εποχής δεν αφήνουν καµιά αµφιβολία. ίπλα στην αύξηση των εσόδων του κράτους, µε τον ολοένα µεγαλύτερο αριθµό υπαλλήλων και τις χωρίς φειδώ παραχωρήσεις των κρατικών εσόδων σε 23προνοµιούχους ιδιώτες, εκκλησιαστικούς και λαϊκούς,µαρτυρείτε η ελάττωση της αγροτικής παραγωγής. Η έλλειψη χρηµάτων για την στρατολογία µισθοφόρων, προκειµένου να αντιµετωπίσει την επίθεση των Νορµανδών, ανάγκασε τον Αλέξιο Α Κοµνηνό να καταφύγει στη δήµευση των εκκλησιαστικών περιουσιών (ιερών σκευών) για την κοπή νοµισµάτων. Για τον ίδιο σκοπό επίσης αναγκάστηκε να χρησιµοποιήσει τον χαλκό και τα πολύτιµα µέταλλα µερικών δηµοσίων έργων. Είναι βέβαιο ότι ο Αλέξιος Α Κοµνηνός εξέδωσε νέο χρυσό νόµισµα µε σχετικά υψηλό τίτλο καθαρότητας που διατηρήθηκε ως το τέλος της περιόδου (1204). Ανακεφαλαιώνοντας, µπορούµε να πούµε ότι ο έλεγχος στη νοµισµατική πολιτική από τους αυτοκράτορες, βοήθησε το Βυζαντινό Κράτος στην οργάνωση της

οικονοµικής και κοινωνικής ζωής, δηλαδή την αποτροπή αισχροκέρδειας και διαφθοράς, τον έλεγχο της παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων, την αποτροπή θησαυρισµού µε παραχάραξη νοµισµάτων. Η οικονοµική ανάπτυξη ή η κρίση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε άµεση αντανάκλαση, όπως άλλωστε αυτό είναι αναµενόµενο, στη χρήση και στην αξία του νοµισµατικού συστήµατος. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ. Νόµισµα από τον Άγιο Αθανάσιο στο οξάτο. Νόµισµα 5 παράδων από τον Άγιο Γεώργιο στο Οφρύνειο της Τρωάδας. Η περίοδος µετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την ολοκλήρωση της Οθωµανικής κατάκτησης της κυρίως Ελλάδας νοµισµατικά δεν µπορούσε παρά να σηµαίνει την διακοπή κυκλοφορίας του υπέρπυρου και την αντικατάστασή του από τις κοπές της νέας Οθωµανικής διοίκησης. Η ιστορία της µετάβασης αυτής είναι αρκετά ενδιαφέρουσα όµως αυτό που προξενεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η ύπαρξη ελληνικών "νοµισµάτων" ακόµα και κατά τα χρόνια τηςτουρκοκρατίας. Βέβαια δεν πρόκειται για κοπές που έγιναν από την επίσηµη διοίκηση της Οθωµανικής αυτοκρατορίας, ούτε και είχαν γενική κυκλοφορία µεταξύ των υπόδουλων χριστιανών. Είναι περιορισµένες τοπικές εκδόσεις των Ελληνικών κοινοτήτων καθώς επίσης και εκδόσεις από την εκκλησία, εκκλησιαστικά νοµίσµατα δηλαδή, που χρησιµοποιούνταν πάντα σε µικρή εµβέλεια από τους χριστιανούς. Για να καταλάβουµε τις εξελίξεις που δηµιούργησαν τις απαραίτητες συνθήκες και προϋποθέσεις για να εκδοθούν αυτά τα τοπικά "νοµίσµατα" είναι απαραίτητο να εξηγήσουµε τα οικονοµικά της αυτοκρατορίας καθώς και τους νόµους και τους θεσµούς της. Τράπεζες και τοκογλύφοι στην Αρχαία Ελλάδα Η κυκλοφορία πολλών και ανόμοιων ως προς την αξία τους νομισμάτων κατά την αρχαιότητα, οδήγησε στη δημιουργία τραπεζών, των οποίων η δραστηριότητα χρονολογείται περί τον 6ο αιώνα π.χ. Οι τράπεζες, ένας από τους βασικούς παράγοντες της ελεύθερης οικονομίας, συχνά τον τελευταίο καιρό απασχολούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Διάφορα συμβάντα, λόγου χάρη συγχωνεύσεις ή αγοραπωλησίες τραπεζών, έχουν αποτέλεσμα τραπεζικά θέματα να βρίσκονται στο επίκεντρο της επικαιρότητας. Προ ημερών, σε σχετική συζήτηση, διαπίστωσα ότι οι συνομιλητές μου ξαφνιάστηκαν όταν έκανα λόγο για τράπεζες και στην αρχαία Ελλάδα και ίσως την ίδια αντίδραση να έχουν και πολλοί από τους αναγνώστες της επιφυλλίδας αυτής. Υπενθυμίζω ότι ο ίδιος ο όρος «τράπεζα» προέρχεται από την αρχαιότητα. Αυτοί που ασχολούνταν με το εμπόριο του χρήματος χρησιμοποιούσαν στις διάφορες συναλλαγές τους ένα τραπέζι, μια τράπεζα, πάνω στην οποία γίνονταν οι διάφορες εμπορικές τους πράξεις. Αυτό το τραπέζι είναι που έδωσε το σχετικό όνομα. Ο ρόλος των αργυραμοιβών Δημοσιευμένη εικόνα Οι πρώτες ενδείξεις που διαθέτουμε για τη δραστηριοποίηση τραπεζών στην αρχαία Ελλάδα ανάγονται στον 6ο αι. π.χ. Ως

γνωστόν, ο κυρίαρχος τότε θεσμός της πόλης-κράτους είχε αποτέλεσμα την ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανεξαρτήτων κρατών, πολλά από τα οποία έκοβαν δικά τους νομίσματα, ποικίλης πραγματικής, ονομαστικής και εμπορικής αξίας. Η κυκλοφορία τόσο πολλών και ανόμοιων ως προς την αξία τους νομισμάτων δυσκόλευε εξαιρετικά τις διάφορες εμπορικές συναλλαγές και έκανε την παρουσία του αργυραμοιβού ενός ατόμου που θα αντάλλασσε τα διάφορα νομίσματα εντελώς αναγκαία. Επρεπε να υπάρχουν ειδικοί που να γνωρίζουν, π.χ., τις αξίες και το βάρος των νομισμάτων κάθε κράτους και να καθορίζουν την αξία τους σε σχέση με το νόμισμα της χώρας στην οποία γινόταν η συναλλαγή. Επρεπε ακόμη να ξεχωρίζουν τα κίβδηλα νομίσματα, αφού κυκλοφορούσε και κάλπικο χρήμα, και να εντοπίζουν τα λιποβαρή. Από πολύ νωρίς, πιθανότατα από τον 6ο κιόλας αι. π.χ., ορισμένοι ιδιώτες συνήθιζαν να καταθέτουν σε αρχαία ελληνικά ιερά (και ιδιαίτερα σ αυτά με πανελλήνια αναγνώριση, όπως λόγου χάρη τα ιερά του Απόλλωνος στους Δελφούς και στη Δήλο) διάφορα ποσά για φύλαξη. Το φαινόμενο αυτό γνώριζε ιδιαίτερη έξαρση κυρίως σε περιόδους αναταραχών και πολεμικών συρράξεων. Η ιερότητα και το απαραβίαστο των ορίων των ιερών ήταν σεβαστά από όλους και επομένως τα χρήματα αυτά είχαν εδώ τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Ετσι σιγά σιγά στα ιερά συσσωρεύονταν σημαντικά ποσά. Η συνήθεια της κατάθεσης χρημάτων σε ιερά, που πρόσφερε ασφάλεια όχι όμως και αύξηση των σχετικών κεφαλαίων, περιορίστηκε από τη δράση ορισμένων ευφυών ατόμων. Προσφέροντας τόκο, άρχισαν αυτοί να προσελκύουν τα χρήματα αυτά, αυξάνοντας έτσι το κεφάλαιό τους, πράγμα που σήμαινε και επέκταση του κύκλου των εργασιών τους. Η ενέργεια αυτή, σε συνδυασμό και με την παροχή εκ μέρους τους εντόκων δανείων σε όσους είχαν ανάγκη από «ρευστό», δημιούργησε τις πρώτες τράπεζες. Πολύ γρήγορα και τα ιερά υποχρεώθηκαν στην καθιέρωση τόκων για τις καταθέσεις αλλά σε σχέση με τις ιδιωτικές τράπεζες βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση. Οι «ιερές τράπεζες» για οποιαδήποτε σοβαρή δραστηριότητά τους έπρεπε προηγουμένως να έχουν την έγκριση των αρχών της πόλης στην οποία ανήκαν τα ιερά. Αυτό είχε αποτέλεσμα το χάσιμο πολύτιμου χρόνου, πράγμα που έκανε τους ανυπόμονους καταθέτες και τους απελπισμένους δανειολήπτες να καταφεύγουν στους τραπεζίτες ή σε μεμονωμένα άτομα. Καταθέσεις και δάνεια Στις κύριες τραπεζικές εργασίες, εκτός από την ανταλλαγή των νομισμάτων και τον έλεγχο της γνησιότητάς τους, τις έντοκες καταθέσεις και τα έντοκα δάνεια στα οποία ήδη αναφερθήκαμε παραπάνω, συγκαταλέγονταν και άλλες. Ανάμεσά τους η διαχείριση περιουσιών, η συγκατάθεση σε δάνειο, η αποδοχή παρακαταθηκών κυρίως από τις «ιερές τράπεζες», η εντολή πληρωμής προς τρίτους, όπως και η έκδοση πιστωτικών επιστολών που εξοφλούνταν σε άλλη πόλη από κάποιον άλλο τραπεζίτη με τον οποίο συνεργαζόταν η τράπεζα που είχε εκδώσει τη σχετική επιστολή. Αναφέρεται ότι με αυτό τον τρόπο ο Κικέρων κάλυψε κάποτε τα έξοδα του γιου του, όταν αυτός βρισκόταν στην Αθήνα. Για την ανταλλαγή και τη «δοκιμασία» των νομισμάτων, εργασίες που έκαναν και οι αργυραμοιβοί, η προμήθεια ήταν συνήθως γύρω στο 5%-6% επί της αξίας των νομισμάτων, με μια πρόσθετη επιβάρυνση αν η ανταλλαγή γινόταν ανάμεσα σε νομίσματα κατασκευασμένα από διαφορετικά μέταλλα. Για τις παρακαταθήκες, τη φύλαξη δηλαδή χρημάτων, πολύτιμων αντικειμένων κ.ά., οι τράπεζες δεν φαίνεται να

εισέπρατταν «φύλακτρα». Επομένως από τη δραστηριότητα αυτή δεν πρέπει να είχαν κέρδη, δεν έδιναν όμως τόκο για τις βραχυπρόθεσμες καταθέσεις. Για καταθέσεις μεγάλης διάρκειας ξέρουμε π.χ. ότι στην Αθήνα του 4ου αι. π.χ. το επιτόκιο ήταν γύρω στο 10% ενώ γύρω στο 12% κυμαινόταν το επιτόκιο των δανείων. Ωστόσο αν το κράτος δανειζόταν από ένα δικό του ιερό «πετύχαινε», όπως ήταν φυσικό, πολύ χαμηλότερο επιτόκιο. Οπωσδήποτε τα δάνεια που παρείχαν τα ιερά ήταν τα συμφερότερα, αφού το επιτόκιό τους ήταν κατά κανόνα μικρότερο από αυτό των ιδιωτικών τραπεζών. Οι τραπεζίτες ρύθμιζαν το ύψος του επιτοκίου ανάλογα με το μέγεθος του κινδύνου που διέτρεχε το δανειζόμενο ποσό τους. Τα υψηλότερα επιτόκια τα είχαν τα λεγόμενα ναυτοδάνεια, τα οποία έφταναν ακόμη και στο 100% όταν, σε περίπτωση απώλειας του πλοίου μαζί με το φορτίο του, ο δανειστής δεν είχε καμία αξίωση από τον δανειζόμενο. Γενικά τα δάνεια από τράπεζες δεν συνέφεραν και γι αυτό οι δανειστές στρέφονταν κυρίως σε ιδιώτες. Το ευρώ Το ευρώ είναι σήμερα το ενιαίο νόμισμα 17 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία αποτελούν την ευρωζώνη. Η εισαγωγή του ευρώ το 1999 ήταν σημαντικό βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Υπήρξε επίσης ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της Ένωσης καθώς είναι το νόμισμα περίπου 330 εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών και πολύ περισσότερων στο μέλλον, μόλις το υιοθετήσουν και άλλες χώρες της ΕΕ. Το ευρώ εισήχθη τον Ιανουάριο 1999 και έγινε το νέο νόμισμα 11 κρατών μελών αντικαθιστώντας τα εθνικά νομίσματα, όπως το γερμανικό μάρκο και το γαλλικό φράγκο, σε δύο στάδια. Στην αρχή καθιερώθηκε ως εικονικό νόμισμα για μέσα πληρωμής πλην των μετρητών και για λογιστικούς σκοπούς, ενώ τα εθνικά νομίσματα εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται για πληρωμές με μετρητά και να θεωρούνται ως υπομονάδες του ευρώ, και την 1η Ιανουαρίου 2002 κυκλοφόρησε σε χαρτονομίσματα και κέρματα. Το ευρώ δεν είναι το νόμισμα όλων των κρατών μελών της ΕΕ. Δύο χώρες (η Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο) συμφώνησαν μια ρήτρα μη συμμετοχής που συμπεριλήφθηκε στη συνθήκη και τις εξαιρεί από τη συμμετοχή τους, ενώ τα υπόλοιπα κράτη μέλη (πολλά από τα νεότερα κράτη μέλη της ΕΕ και η Σουηδία) δεν πληρούν ακόμη τις προϋποθέσεις για υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος. Μόλις αυτό συμβεί, θα αντικαταστήσουν το εθνικό τους νόμισμα με το ευρώ. Ποιες χώρες υιοθέτησαν το ευρώ και πότε; Βέλγιο, Γερμανία, Ιρλανδία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω 1999 Χώρες, Αυστρία, Πορτογαλία και Φινλανδία 2001 Ελλάδα

2002 Κυκλοφορία χαρτονομισμάτων και κερμάτων του ευρώ 2007 Σλοβενία 2008 Κύπρος, Μάλτα 2009 Σλοβακία 2011 Εσθονία Το ευρώ και η Οικονομική και Νομισματική Ένωση Όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ αποτελούν τμήμα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) η οποία μπορεί να περιγραφεί ως ένα προχωρημένο στάδιο οικονομικής ολοκλήρωσης που βασίζεται σε μια ενιαία αγορά. Προϋποθέτει τον άρτιο συντονισμό οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών και, για τις χώρες που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, μια ενιαία νομισματική πολιτική και ένα ενιαίο νόμισμα, το ευρώ. Η διαδικασία οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης στην ΕΕ είναι παράλληλη με την ιστορία της ίδιας της Ένωσης. Όταν ιδρύθηκε η ΕΕ το 1957, τα κράτη μέλη επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην οικοδόμηση μιας κοινής αγοράς. Ωστόσο, με τον καιρό έγινε σαφές ότι χρειαζόταν στενότερη οικονομική και νομισματική συνεργασία, ώστε να μπορέσει η εσωτερική αγορά να αναπτυχθεί και να λειτουργήσει αποδοτικότερα. Ο στόχος της ΟΝΕ και του ενιαίου νομίσματος τέθηκε μόλις το 1992 με τη συνθήκη του Μάαστριχτ (συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση), η οποία καθόρισε τους θεμελιώδεις κανόνες για την εισαγωγή του. Οι κανόνες αυτοί ορίζουν τους στόχους της ΟΝΕ, τις απαιτούμενες αρμοδιότητες και τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν τα κράτη μέλη για να υιοθετήσουν το ευρώ. Στα κριτήρια αυτά, γνωστά ως "κριτήρια σύγκλισης" (ή κριτήρια του Μάαστριχτ), περιλαμβάνονται ο χαμηλός και σταθερός πληθωρισμός, η σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τα υγιή δημόσια οικονομικά. Ποιος το διαχειρίζεται; Όταν γεννήθηκε το ευρώ, η νομισματική πολιτική τέθηκε υπό την ευθύνη του ευρωσυστήματος, δηλαδή της ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία ιδρύθηκε για το σκοπό αυτό, και των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών. Η δημοσιονομική πολιτική (φόροι και δαπάνες) εξακολουθεί να παραμένει αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων οι οποίες, ωστόσο, έχουν αναλάβει τη δέσμευση να τηρούν από κοινού συμφωνηθέντες κανόνες για τα δημόσια οικονομικά γνωστούς ως σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης. Διατηρούν επίσης την πλήρη αρμοδιότητα για τις διαρθρωτικές τους πολιτικές (απασχόληση, συντάξεις και κεφαλαιαγορές), αλλά έχουν συμφωνήσει να τις συντονίζουν ώστε να επιτυγχάνουν τους κοινούς στόχους της σταθερότητας, της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Ποιος το χρησιμοποιεί;

Το ευρώ είναι το νόμισμα 330 εκατομμυρίων ανθρώπων που κατοικούν στις 17 χώρες της ευρωζώνης. Χρησιμοποιείται επίσης, είτε επίσημα ως μέσο πληρωμής είτε για πρακτικούς σκοπούς, από πολλές άλλες χώρες, όπως γείτονες των χωρών αυτών ή πρώην αποικίες τους. Δεν αποτελεί συνεπώς έκπληξη το γεγονός ότι το ευρώ έγινε γρήγορα το δεύτερο σημαντικότερο διεθνές νόμισμα μετά το δολάριο και, μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. αξία των ρευστών σε κυκλοφορία) το ξεπέρασε. Γιατί το χρειαζόμαστε; Εκτός από το ότι κάνει τα ταξίδια μας ευκολότερα, το ενιαίο νόμισμα έχει οικονομικούς και πολιτικούς λόγους ύπαρξης. Το πλαίσιο διαχείρισης του ευρώ εξασφαλίζει τη σταθερότητα του νομίσματος με χαμηλό πληθωρισμό και επιτόκια και Χρηματοπιστωτικό σύστημα Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ένα οικονομικό σύστημα, στηριγμένο στο χρηματικό αντίκρυσμα και την βαθμολόγηση της εμπιστοσύνης της διαθεσιμότητας των φυσικών και άυλων πόρων, που χρησιμοποιεί τη διαμεσολάβηση στην ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών στις αγορές με σκοπό την ελάττωση του κόστους των ατελειών που εμφανίζονται κατά τις συναλλαγές. Κύριο ρόλο στο σύστημα αυτό παίζουν οι διαμεσολαβητές οι οποίοι, πρώτον, συγκεντρώνουν την πληροφορία εμπιστοσύνης των συναλλασσομένων και, δεύτερον, διεκπεραιώνουν τις συμφωνίες των συναλλαγών. Σκοπός του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι η βελτίωση της κατανομής των πόρων στο χώρο και το χρόνο μέσα σε ένα αβέβαιο περιβάλλον συναλλαγών. Στόχοι ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος Η αντιμετώπιση, η αποφυγή και η διάχυση του κινδύνου. Η άριστη κατανομή των πόρων Η παρακολούθηση της διοίκησης των εταιρειών και ο έλεγχος των επιχειρήσεων Η κινητοποίηση των αποταμιεύσεων Η διευκόλυνση της ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών Χρηματοπιστωτικοί θεσμοί Οι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί απαρτίζονται από δύο κατηγορίες: Χρηματοπιστωτικές αγορές Μέσω των θεσμών αυτών οι αποταμιευτές μπορούν και προσφέρουν άμεσα κεφάλαια σε όσους επιθυμούν να δανειστούν.

Αγορά ομολόγων Αγορά μετοχών Χρηματοοικονομικοί διαμεσολαβητές Μέσω των θεσμών αυτών οι αποταμιευτές μπορούν και προσφέρουν έμμεσα κεφάλαια σε όσους επιθυμούν να δανειστούν. Τράπεζες Αμοιβαία Κεφάλαια Πιστωτικές συνεταιριστικές ενώσεις Συνταξιοδοτικά αμοιβαία κεφάλαια Ασφαλιστικές εταιρείες Τοκογλύφοι Χαρακτηριστικά του χρηματοπιστωτικού συστήματος Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ένα οικονομικό σύστημα βασισμένο στο χρήμα και αποτελεί τον διαμεσολαβητή στην ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών. Φέρνει σε επαφή τους αποταμιευτές με τους επενδυτές, δηλαδή μεταφέρει την αγοραστική δύναμη από τις οικονομικές μονάδες που παρουσιάζουν πιστωτικό υπόλοιπο προς αυτές με χρεωστικό υπόλοιπο. Περιλαμβάνει δύο βασικά υποσυστήματα, τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς τα οποία και θα αναλυθούν παρακάτω. Τραπεζικό σύστημα Το τραπεζικό σύστημα αποτελεί την καρδιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος μιας χώρας. Σε αυτό εντάσσονται οργανισμοί που κατέχουν τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα σε αποταμιευτές και πιστούχους, εξασφαλίζοντας τον μετασχηματισμό της ρευστότητας. Το τραπεζικό σύστημα συμβάλλει στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας με την τόνωση της εγχώριας ζήτησης, την χρηματοδότηση δυναμικών κλάδων της οικονομίας και καινοτόμων επενδυτικών πρωτοβουλιών. Η αποτελεσματικότητα της συμβολής του εξαρτάται από την ύπαρξη αξιόπιστου θεσμικού πλαισίου το οποίο ρυθμίζει την λειτουργία της κοινωνίας σε οικονομικό επίπεδο και στηρίζει τις αναπτυξιακές διαδικασίες. Το σύστημα αυτό αποτελείται από δύο είδη τραπεζών, την κεντρική τράπεζα και τις εμπορικές τράπεζες. Η Κεντρική τράπεζα αποτελεί τον συντονιστή των εγχώριων τραπεζών όσον αφορά την γενική πολιτική τους και έχει την δυνατότητα να ελέγχει τις εμπορικές τράπεζες. Αναλυτικότερα η κεντρική τράπεζα: Οριοθετεί τα επιτόκια των τραπεζών μέσω του καθορισμού του επιτοκίου δανεισμού της, θέτοντας έτσι κατευθυντήριες γραμμές για τις υπόλοιπες τράπεζες. Ελέγχει και μεταβάλλει την προσφορά εγχώριου χρήματος, με την έκδοση και την ρευστοποίηση ομολόγων ή με την εκτύπωση χρήματος σε επιθυμητά επίπεδα, σε αντιστοιχία με την εξέλιξη μακροοικονομικών μεγεθών της

οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι η κεντρική τράπεζα είναι ένα από τα βασικά όργανα δημοσιονομικής πολιτικής. Διεξάγει έρευνες και μελέτες σχετικά με τον ιδιωτικό και επιχειρηματικό δανεισμό, με την στατιστική επεξεργασία των ευρημάτων και την διεξαγωγή πορισμάτων για την πορεία της οικονομίας του κράτους. Έχει την αρμοδιότητα του τραπεζίτη της κυβέρνησης, δηλαδή εγγυάται ότι η κυβέρνηση θα μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της όταν αντιμετωπίσει δημοσιονομικό έλλειμμα. Οι εμπορικές τράπεζες συμμετέχουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα με σκοπό την ικανοποίηση των συναλλαγματικών αναγκών των καταναλωτών. Διαχειρίζονται με ορθολογικό τρόπο τα επίπεδα συναλλαγματικών διαθέσιμων κεφαλαίων, είτε επειδή επιδιώκουν το άριστο, είτε επειδή τους το επέβαλλε η κεντρική τράπεζα. Αναλυτικότερα οι εμπορικές τράπεζες: Λειτουργούν ως μεσολαβητές μεταξύ των αποταμιευτών και των επενδυτών Επηρεάζουν την προσφορά του χρήματος. Είναι υποχρεωμένοι να κρατούν ένα ποσοστό, που καθορίζεται από την κεντρική τράπεζα, των καταθέσεων σε ρευστά διαθέσιμα και δανείζουν το υπόλοιπο τους. Θεσμικοί επενδυτές Οι θεσμικοί επενδυτές είναι οργανισμοί που έχουν μαζεμένα τεράστια ποσά χρημάτων και τα επενδύουν σε επιχειρήσεις είτε αγοράζοντας μετοχές στο χρηματιστήριο είτε με άλλα επενδυτικά προϊόντα. Θεσμικοί επενδύτες μπορεί να είναι τράπεζες, εταιρίες ασφαλειών, ταμεία συντάξεων, εταιρίες αμοιβαίων κεφαλαίων (mutual funds ) και ταμεία εξασφάλισης (hedge funds ). Οι θεσμικοί επενδυτές αποκτούν ουσιαστικά κεφάλαιο από τις αποταμιεύσεις και από τις πιστώσεις των πελατών της. Οι εταιρίες επενδύσεων κρατούν ένα μεγάλο χαρτοφυλάκιο επενδύσεων σε πολλές επιχειρήσεις με σκοπό εάν μια επιχείρηση στην οποία έχουν επενδύσει πτωχεύσει να αποτελεί μικρό μερίδιο του χαρτοφυλακίου της. Επιπλέον οι θεσμικοί επενδυτές έχουν μεγάλη επιρροή στην διοίκηση των επιχειρήσεων στις οποίες έχουν επενδύσει επειδή συχνά λόγω του μεγάλου αριθμό μετοχών που αγοράζουν έχουν δικαίωμα ψήφου στο διοικητικό συμβούλιο. Έτσι μπορούν να ελέγξουν πολλές επιχειρήσεις. Επίσης επειδή έχουν την ελευθερία να αγοράζουν και να πουλάνε μαζικές ποσότητες μετοχών μπορούν να επηρεάσουν το ποια επιχείρηση θα συνεχίσει να λειτουργεί κερδοφόρα και ποια θα αναγκαστεί να κλείσει ή να αναζητήσει αγοραστή. Αναλυτικότερα οι εταιρίες αμοιβαίων κεφαλαίων και τα ταμεία εξασφάλισης: Συγκεντρώνουν κεφάλαια από διάφορους επενδυτές και δημιουργούν μια ενιαία επένδυση υπό κοινή διαχείριση. Οι επενδυτές έχουν το δικαίωμα να ρευστοποιήσουν ανά πάσα στιγμή και να συμμετέχουν στα κέρδη/ζημίες ανάλογα με το ποσοστό που έχουν τοποθετήσει.