ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ Η ΛΙΜΝΗ: 20.000 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΠΑΛΙΑ ΛΙΜΝΗ Η λίµνη Παµβώτιδα (= που τρέφει τους πάντες) στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων είναι µία από τις λίγες, τόσο παλαιές, τής ευρωπαϊκής ηπείρου. Ο πυθµένας της αποτελεί ένα σπάνιο όσο και ανεκτίµητο «αρχείο τής φύσης». Στις επιχώσεις του έχουν αποτυπωθεί, χωρίς διακοπή, µακραίωνες οικολογικές διακυµάνσεις, οι οποίες, λόγω του µεγέθους τής λεκάνης συρροής, αφορούν όχι µόνον στην Ήπειρο αλλά και στην ευρύτερη Βαλκανική Χερσόνησο γι αυτό και είναι ιδιαίτερο το ενδιαφέρον τους για την κλιµατική ιστορία όλου τού πλανήτη. Πριν από τουλάχιστον 2.000.000 χρόνια κάτω από το όρος Μιτσικέλι, στις υπώρειες τής Πίνδου, αποφράχτηκε το εκτεταµένο βύθισµα, το οποίο δηµιουργήθηκε από τη διάβρωση τού ασβεστολιθικού κυρίως µητρικού πετρώµατος και τις τεκτονικές µετατοπίσεις γεωτεµαχών. Έκτοτε στην περίκλειστη αυτή λεκάνη λειτουργεί ένας φυσικός υδάτινος ταµιευτήρας, όπου σταδιακά σωρεύτηκαν εκατοντάδες µέτρα λιµναίων αποθέσεων. Στη διάρκεια τής ζωής της, τόσο η έκταση όσο και η στάθµη τής λίµνης αυξοµειώθηκαν πολλές φορές σε απόκριση των παλαιοπεριβαλλοντικών αλλαγών. Η σύγχρονη συρρίκνωση τής Παµβώτιδας οφείλεται σε ανθρωπογενείς επεµβάσεις, αρχής γενοµένης, στις δεκαετίες 1940 και 1950, τής αποξήρανσης και αποστράγγισης τµηµάτων για την πρόσκτηση καλλιεργήσιµης γης, ενώ η συνεχιζόµενη επιµόλυνση καθώς και η ανεξέλεγκτη επιχωµάτωση παραλίµνιων ενδιαιτηµάτων έχουν δραµατικά διαταράξει το οικολογικό ισοζύγιο.
ΕΝΑ ΦΥΤΩΡΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ Στον πυθµένα τής λίµνης έχουν εγκλωβιστεί διάφορες κατηγορίες οργανικών καταλοίπων: ανεµόφερτοι κόκκοι τής γύρης δέντρων και ποών, µικροαπολιθώµατα οστρακοειδών καθώς και φυτοπλαγκτόν τού γλυκού νερού. Με βάση αυτά τα στοιχεία ειδικοί επιστήµονες έχουν σε µεγάλο βαθµό αποκαταστήσει την εξελικτική πορεία και τη σύνθεση των φυτο- και ζωο-κοινωνιών. Από τις µαρτυρίες αυτές συνάγονται οι εναλλαγές τού κλίµατος (σχετική θερµοκρασία, υγρασία) για τα τελευταία 600.000 χρόνια. Λόγω τού ιδιότυπου ανάγλυφου τής Ηπείρου, όπου οι διαδοχικές υψικόρυφες οροσειρές λειτούργησαν ως αντιανεµικά φράγµατα προστατεύοντας από το δριµύ πολικό ψύχος περιοχές, όπως αυτή τού λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων, καταγράφεται η εξής ιδιοµορφία: ακόµη και σε παγετωνικές περιόδους (διάρκειας έως και 100.000 χρόνων), µε σηµαντικά δηλαδή ταπεινωµένες θερµοκρασίες και έντονη ξηρασία, επιβίωναν σε υπήνεµες και προσήλιες πλαγιές συστάδες θερµόφιλων δέντρων. Από αυτά τα καταφύγια βλάστησης, πραγµατικά φυτώρια τής φύσης, εξαπλώνονταν τα δάση προς όλο τον ευρωπαϊκό χώρο σε κάθε επόµενη εύκρατη εποχή, όπως τη σηµερινή. Η εξαιρετικά πλούσια βιοποικιλότητα και η πληθώρα ενδηµικών ειδών που και σήµερα παρατηρείται στην Ήπειρο οφείλεται στους µακραίωνους αυτούς εξελικτικούς µηχανισµούς. ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΕΣ ΕΝ ΕΙΞΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΖΩΗΣ Σκελετικά κατάλοιπα, δόντια και οστά, από το σπήλαιο τού Περάµατος στο βόρειο τµήµα τού λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων, που ανήκαν σε µεγαλόσωµες αρκούδες, οι οποίες εξαφανίστηκαν από την Ευρασία πριν από περίπου 200.000 χρόνια, υποδηλώνουν ένα περιβάλλον ήδη πλούσιο σε θηράµατα µε αυτά θα µπορούσαν να τραφούν και πρόδροµοι των σύγχρονων άνθρωποι, όπως οι Νεάντερταλ (Homo neandertalensis).
Σποραδικά λίθινα εργαλεία (π.χ. αιχµές για δόρατα, µαχαίρια µε κοφτερές ακµές) και υπολείµµατα της κατεργασίας τής πρώτης ύλης -συνήθως ενός αρκετά σκληρού πετρώµατος, τού πυριτόλιθου (στουρνάρι)- έχουν εντοπιστεί σε διάφορα σηµεία τού οροπεδίου των Ιωαννίνων (π.χ. Ροδοτόπι, Γραµµενοχώρια). Τα ευρήµατα αυτά αποτελούν αποσπασµατικά τεκµήρια τού πολιτισµού, το πιο πιθανόν, των Νεάντερταλ: των παλαιών αυτών, ψυχροδίαιτων κυρίως, Ευρωπαίων µε τη ρωµαλέα σωµατική διάπλαση και το µεγάλο εγκέφαλο. Εδώ, στην ορεινή ενδοχώρα τής Ηπείρου ίσως να αποτραβήχτηκαν κάποιοι από τους τελευταίους εκπροσώπους αυτού τού ανθρώπινου είδους, πριν από 40.000 µε 30.000 χρόνια, όταν επιτάθηκε ο ανταγωνισµός µε τους σύγχρονους ανθρώπους (Homo sapiens), τους προερχόµενους από την Αφρική νεότερους εποίκους της Ευρώπης. ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΤΡΙΤΣΑΣ: ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΣ ΚΑΤΑΥΛΙΣΜΟΣ ΚΥΝΗΓΩΝ Πριν από περίπου 24.000 χρόνια εντοπίζεται η απαρχή τής πιο πρόσφατης, σε παγκόσµια κλίµακα, κορύφωσης των παγετωνικών φαινοµένων. Σε µόλις 6 χιλιετίες, γύρω στα 18.000 χρόνια, παγετώνες κάλυψαν τη βόρεια και µεγάλο τµήµα τής κεντρικής Ευρώπης. Παράλληλα, εκτεταµένα στρώµατα πάγου εγκαταστάθηκαν στις οροσειρές τού νότου, όπως στην Πίνδο, ενώ η ξηρά επεκτάθηκε σε βάρος τής θάλασσας. Τότε, για παράδειγµα, η Αδριατική µετατράπηκε σε µια απέραντη εύφορη πεδιάδα ενώ νήσοι, όπως η Κέρκυρα, ενσωµατώθηκαν στον ηπειρωτικό κορµό. Γύρω στα 16.000 χρόνια γίνεται εµφανής η σταδιακή αύξηση τής θερµοκρασίας και οι πάγοι αρχίζουν να λιώνουν. Η στάθµη τής θάλασσας, η οποία είχε προηγουµένως υποβιβαστεί έως και 120µ, επανήλθε στο σηµερινό περίπου επίπεδο µόλις πριν από 10 χιλιετίες. Καθ όλο το παραπάνω διάστηµα οι παλαιοκλιµατικές συνθήκες ήταν ιδιαίτερα ασταθείς, συχνά µε απότοµες εναλλαγές ακραίων καιρικών φαινοµένων.
Παρά τη γειτνίαση µε την ολοχρονίς χιονοσκεπή κορυφογραµµή τής Πίνδου, τις ανακατατάξεις στο χερσαίο ανάγλυφο και τις µεταβολές τής στάθµης και τού περιγράµµατος τής λίµνης, το προφυλαγµένο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, µε την ποικιλία οικοτόπων, προσέφερε αξιόπιστη δικλείδα διαβίωσης στους εποχικά µετακινούµενους κυνηγούς και συλλέκτες τροφής και άλλων πόρων διαβίωσης τής παλαιολιθικής εποχής. Ίσως µάλιστα περιοχές τής Μεσογείου, όπως η Ήπειρος, να αποτέλεσαν και καταφύγια για ανθρώπινους πληθυσµούς που εξωθήθηκαν από τις βορειότερα κείµενες εστίες τους, καθώς λιγόστευαν εκεί οι διατροφικές επιλογές. Το σπήλαιο τής Καστρίτσας, στη βορειοδυτική πλευρά τού οµώνυµου λόφου, ο οποίος κατά καιρούς αποτελούσε µικρή χερσόνησο µέσα στη λίµνη, εντόπισαν Βρετανοί αρχαιολόγοι στη δεκαετία τού 1960. Εκεί ανέσκαψαν εκατοντάδες χιλιάδες υλικά πολιτισµικά κατάλοιπα που φανερώνουν πτυχές τού τρόπου τής ζωής των νοµάδων κυνηγών. Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ: 20.000 ΠΡΙΝ Κάτω από το φυσικό βραχώδες στέγαστρο και για διάστηµα 10.000 χρόνων περίπου, οµάδες κυνηγών, κάποτε και ολόκληρες οικογένειες, συγκέντρωναν, την άνοιξη ή/και το φθινόπωρο, τα αγαθά τού κόπου τους: θηράµατα, ποικίλες πρώτες ύλες για τον εργαλειακό εξοπλισµό, την οικοσκευή, την ένδυση και τον προσωπικό στολισµό. Επιστρέφοντας από τις εξορµήσεις στους πιο προσοδοφόρους κυνηγότοπους, τα έλη και τους καλαµιώνες στις παρυφές τής λίµνης αλλά και τις γύρω λοφοσειρές ανάµεσα στις λόχµες µε τα χορτολίβαδα, οι ένοικοι τού σπηλαίου, µετά την εκδορά, τεµάχιζαν τα σφάγια: µεγαλόσωµα ελάφια µε πολύκλωνα κέρατα κατά προτίµηση, αλλά και αρχέγονα εύρωστα βόδια και ατίθασα µικρόσωµα πουλάρια και φοράδες, ενώ πιο σπάνια αγριόγιδα, ζαρκάδια και αγριόχοιρους. Φαίνεται πως η συγκοµιδή ήταν συνήθως επαρκής για να θρέψει, µε κρέας, θρεπτικό µεδούλι και οστεόλιπος, όλα τα µέλη τής κοινότητας. Γι αυτό, ίσως, και οι κυνηγοί επέλεγαν να µην
ψαρεύουν στη λίµνη, αλλά µονάχα να παγιδεύουν υδρόβια πτηνά: αγριόπαπιες και σκουφοβουτηχτάρες µε πλουµιστό φτέρωµα, χρήσιµο για το στολισµό τής ενδυµασίας αλλά και για να αποκτούν τα όπλα, όπως τα βέλη, αποτελεσµατική αερολίσθηση και ευθυβολία. Μετά τη µοιρασιά, τρώγοντας γύρω από τη φωτιά επιδιόρθωναν τα τόξα και τα ακόντια ή τις στοµωµένες ακµές των λίθινων µαχαιριών, καθάριζαν, έτριβαν και έραβαν δέρµατα και γούνες από αλεπού, πρόνοια για το βαρύ χειµώνα, και σκάλιζαν µε περίσσια τεχνική το ελαφοκέρατο. Με τέχνη και υποµονή έφτιαχναν χάντρες και φυλαχτά µε δόντια (ατροφικούς κυνόδοντες) από τα αρσενικά ελάφια. Σύµβολα διάκρισης, ισχύος ή γοήτρου τα στοιχεία αυτά µαζί µε επιλεγµένα κοχύλια, σοδειά από τις ακτές τού Ιονίου, οι ελαφοκυνηγοί τα κρέµαγαν ή τα στερέωναν στο σώµα, τις φορεσιές και τους κεφαλόδεσµους, ίσως και στα από δέρµα ή ψάθα σακίδια, µε τα οποία µετέφεραν από τόπο σε τόπο τα λιγοστά υπάρχοντά τους. Κι ακόµη στη θαλπωρή και την ασφάλεια τής εστίας οι ακούραστοι αυτοί ιχνηλάτες αντάλλασσαν κάθε λογής χρήσιµη για την επιβίωση παρατήρηση και πληροφορία: για τα θηράµατα και τις συνήθειές τους, για καινούργια ληµέρια και καρτέρια, για ανταγωνιστές και επικίνδυνους θηρευτές, λύκους, λύγκες ή αρκούδες, για τους έτοιµους καρπούς τής γης, βολβούς, φρούτα και βότανα, για τους χείµαρρους που το χειµώνα, στην απουσία τους, παρέσερναν κλαδιά και κορµούς, χρήσιµους τώρα ως καύσιµη ύλη, και κροκάλες πυριτόλιθων λογής χρωµάτων. Το δίχως άλλο, κάτω από τη βραχοσκεπή, στην όχθη τής λίµνης, ακούστηκαν και άλλες ιστορίες: για χαρές και λύπες τής ψυχής και για πνεύµατα τού καλού και τού κακού. Κι όταν οι αγέλες των ζώων διασκορπίζονταν στα ψηλά αλπικά λιβάδια µε το φρέσκο θερινό χορτάρι ή πάλι όταν επέστρεφαν, για το ζευγάρωµα, προς τα παράκτια χειµαδιά, εκείνοι, οι άοκνοι οδοιπόροι τής Ηπειρωτικής γης, όλοι µαζί σχεδίαζαν, µε γνώση και σύνεση, το ταξίδι για τους νέους προορισµούς.
Όταν όµως, πριν από 13 χιλιετίες, το παγοκάλυµµα στα βουνά υποχώρησε ανοίγοντας νέα ευκολοδιάβατα περάσµατα σε γειτονικούς τόπους κι ενώ οι δρυµώνες άρχισαν να πυκνώνουν και τα θηράµατα στην ενδοχώρα να γίνονται πιο δυσεύρετα, οι κυνηγοί προσάρµοσαν ανάλογα τη ζωή τους. Η σπηλιά στην άκρη τής λίµνης ξεχάστηκε, καθώς κιόλας οι µεγάλοι πεσµένοι βράχοι από την οροφή της δεν πρόσφεραν πια ευρύχωρο και ασφαλές καταφύγιο. Περιστασιακοί κυνηγοί το δίχως άλλο κάπου, σε άλλες µεριές τού υγρότοπου, θα άφησαν ίχνη τής σύντοµης διανυκτέρευσής τους. Αποµένει στους αρχαιολόγους να τα βρουν.. Χάντρες α ό δόντια ελαφιών Ξέστρα α ό υριτόλιθο Αιχµές για βέλη τόξων α ό υριτόλιθο Κέρατο και τµήµα κρανίου α ό αρσενικό ελάφι µε ίχνη κατεργασίας για την αραγωγή εργαλείων (.χ. αιχµές για δόρατα) Κάτω γνάθος α ό µεγαλόσωµο άγριο βόδι Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Ηπειρωτικών Σπουδών, Παπάζογλου 16, Ιωάννινα 45444, τηλ.-fax: 26510-72587