ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟ 2001»

Σχετικά έγγραφα
ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Απόφαση ικαστηρίου 10 Σεπτεµβρίου 2002 Θεσσαλονίκη. Κατά πλειοψηφία αποφαίνεται το δικαστήριο ότι πρόκειται για παράβαση των άρθρων 1

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΑΣ ΑΠΟ ΤΟ 1975 ΣΤΟ 2008 ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΑΣ. Βασικές διατάξεις. ΤΜΗΜΑ Α Μορφή του πολιτεύματος...

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ιάταγµα δυνάµει του άρθρου 19

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Η ΔΙΧΑΣΜΕΝΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΒΟΥΛΗΣ Αριθμ. Πρωτ.:. S L Q J... Ημερομ. \ z q a 5 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ. Άρθρο 310

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

1. Συνιστάται Εθνική Επιτροπή για τα δικαιώµατα του ανθρώπου. η οποία υπάγεται στον Πρωθυπουργό.

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Βασικές διατάξεις

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

2. Το Π.Δ. 81/2002 (ΦΕΚ Α 57) περί συγχωνεύσεως των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

(ΦΕΚ.) ΠΡΑΞΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ Κατεπείγουσα ρύθμιση για την οργάνωση της διαδικασίας διεξαγωγής του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου του 2015.

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Η Περιβαλλοντική Πολιτική Στην Ελλάδα Μέσα Από Το Άρθρο 24 του Συντάγματος. Εύη Τζινευράκη Δικηγόρος

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Συνθήκη της Λισαβόνας

ΑΠΟΦΑΣΗ Αριθ.: 337/2013

ΕΒΔΟΜΗ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ( ) ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2009 ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΣΕ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΩΝ 1

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕ ΨΗΦΟΥΣ ΑΝΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΣΤΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ 14 Ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΔΙΑΤΑΞΗ ΝΑΙ ΟΧΙ ΠΑΡΩΝ ΣΥΝΟΛΟ. (κατάργηση παραγράφου)

ΝΟΜΟΣ 2819/2000(ΦΕΚ 84 Α /15 Mαρτίου 2000)

Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 2001 ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΝΟΜΟΣ 2918/2001 (Φ.Ε.Κ. 119/Α/ ) Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. Άρθρο πρώτο ΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 182

Τµήµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέας ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Αθήνα, ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1991 ΚΑΙ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ. Στο σ.ν.

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 103/2012

ΝΟΜΟΣ 4493/2017. Άρθρο πρώτο

ΑΠΟΦΑΣΗ ( αριθ.: 341/2013 )

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ & ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΑΘΗΜΑ 2

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΝΟΜΟΣ 2719/1999. Κύρωση της ιεθνούς Σύμβασης για τη διατήρηση των αποδημητικών ειδών της άγριας πανίδας και άλλες διατάξεις.

Κώδικας δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε θέματα οικονομικών συμφερόντων και σύγκρουσης συμφερόντων

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ * στην πρόταση της Επιτροπής για

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

2. Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά.

Nόµος 3412/05 ΦΕΚ Α 276/ Πλαίσιο Ρυθµίσεων για τη Σύσταση και τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εταιρείας

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

Αριθµός 111/2013 ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

2. Η Νέα ΜΕΡΑ εκπροσωπείται έκτοτε στη Βουλή από τα μέλη της Βουλευτές Ιωάννη Κουράκο (Β Πειραιώς) και Νικόλαο Σταυρογιάννη (Φθιώτιδας).

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/550-1/ Γ Ν Ω Μ Ο Ο Τ Η Σ Η ΑΡ. 1 /2018

ΑΠΟΦΑΣΗ ( αριθ.: 176/2015 )

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

9. Έννοια του κράτους Στοιχεία του κράτους Μορφές κρατών Αρχές του σύγχρονου κράτους... 17

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ: ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Κος Α.Γ. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟ 2001» ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ Α. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Α.Μ. 1340 1996 08775 ΑΘΗΝΑ 2004

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ i) ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ α) ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975 β) Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 1986 γ) Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 2001 i) ΤΟ ΑΡΘΡΟ 110 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ α) ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΙΜΕΣ ΚΑΙ ΜΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΑΤΑΞΕΙΣ 2. Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟ 2001 i) ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (Άρθρα 4-25) β) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ii) ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ (Άρθρα 26-105) α) Σύνταξη της Πολιτείας (Άρθρα 26-29) β) Πρόεδρος της ηµοκρατίας (Άρθρα 30-50) βα) Ανάδειξη του Προέδρου (Άρθρα 30-34) ββ) Εξουσίες και ευθύνη από τις πράξεις του Προέδρου (Άρθρα 35-48) γ) Βουλή (Άρθρα 51-80) γα) Ανάδειξη και συγκρότηση της Βουλής (Άρθρα 51-54) γβ) Κωλύµατα και ασυµβίβαστα των βουλευτών (Άρθρα 55-58) γγ) Οργάνωση και λειτουργία της Βουλής (Άρθρα 64-72)

γδ) Νοµοθετική λειτουργία της Βουλής (Άρθρα 73-77) γε) Φορολογία και δηµοσιονοµική διαχείριση (Άρθρα 78-80) δ) Κυβέρνηση (Άρθρα 81-86) δα) Συγκρότηση και αποστολή της Κυβέρνησης (Άρθρα 81-83) δβ) Σχέσεις Βουλής και Κυβέρνησης (Άρθρα 84-86) ε) ικαστική εξουσία (Άρθρα 87-100Α) εα) ικαστικοί λειτουργοί και υπάλληλοι (Άρθρα 87-92) εβ) Οργάνωση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων (Άρθρα 93-100Α) στ) ιοίκηση (άρθρα 101-105) στα) Οργάνωση της διοίκησης (Άρθρα 101-102) στβ) Υπηρεσιακή κατάσταση των οργάνων της διοίκησης (Άρθρα 103-104) ζ) Συµπεράσµατα iii) Ειδικές τελικές και µεταβατικές διατάξεις (Άρθρα 106-120) α) Ειδικές διατάξεις (Άρθρα 106-109) β) Μεταβατικές διατάξεις (Άρθρα 111-119) - Παρατήρηση 3. ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ i) ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ α) ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975 Στις 23 Ιουλίου του 1974 αποµακρύνεται το δικτατορικό καθεστώς και την εποµένη ορκίζεται η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Κ. Καραµανλή. Η κυβέρνηση αυτή προχώρησε αµέσως, την 1 Αυγούστου του 1974, στην προσωρινή ρύθµιση του συνταγµατικού καθεστώτος της χώρας, µε συντακτική πράξη, µέχρι τον οριστικό καθορισµό του πολιτεύµατος και την κατάρτιση του νέου Συντάγµατος. Με την «καταστατική» αυτή συντακτική πράξη, καταργήθηκε κάθε συνταγµατικού περιεχοµένου πράξη της δικτατορίας, επαναφέρθηκε προσωρινά το Σύνταγµα του 1952 από την 1 Αυγούστου του 1974 έως την ψήφιση του νέου Συντάγµατος, ορίστηκε ότι ο οριστικός καθορισµός της µορφής του πολιτεύµατος θα πραγµατοποιηθεί µε δηµοψήφισµα και ότι η σύνταξη του Συντάγµατος θα πραγµατοποιηθεί από εθνική αντιπροσωπία. Μέχρι τον καθορισµό του νέου Συντάγµατος καθήκοντα ανώτατου άρχοντα εκτελεί ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας. Στις 17 Νοεµβρίου του 1974 διεξήχθησαν εκλογές για την ανάδειξη «εθνικής αντιπροσωπίας» και στις 8 εκεµβρίου 1974 διεξήχθη δηµοψήφισµα µε το οποίο το 69,2% του εκλογικού σώµατος τάχθηκε υπέρ της αβασίλευτης δηµοκρατίας. Η εθνική αντιπροσωπία ήταν αρµοδία για την τροποποίηση, κατάργηση και συµπλήρωση

όχι µόνο των µη θεµελιωδών αλλά και των θεµελιωδών διατάξεων του Συντάγµατος όµως δεν µπορούσε να µεταβάλει τη µορφή του πολιτεύµατος που προσδιορίστηκε µε το δηµοψήφισµα της 8ης/12/1974. Ως προς την ουσία η εξουσία της εθνικής αντιπροσωπίας ήταν ευρύτατη. Ως προς τη διαδικασία οι δεσµεύσεις προέκυπταν από τη µνηµονευθείσα διαδικαστική συντακτική πράξη µε την οποία προβλεπόταν σύνταξη κυβερνητικού σχεδίου Συντάγµατος το οποίο θα ελαµβάνετο ως βάση προς συζήτηση, εξασφαλιζόταν η λειτουργική αυτονοµία της εθνικής αντιπροσωπίας, η οποία ήταν αρµόδια να καθορίσει τον τρόπο και τις λεπτοµέρειες των συζητήσεων επί του σχεδίου και οριζόταν προθεσµία 3 µηνών από της υποβολής του σχεδίου, µέσα στην οποία η εθνική αντιπροσωπία όφειλε να ολοκληρώσει το συντακτικό έργο. Η παραπέρα διαδικασία ψήφισης του Συντάγµατος ρυθµίστηκε από το Γ ψήφισµα της 24ης/12/1974, µε το οποίο συστάθηκε ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για την αναθεώρηση του Συντάγµατος. Έργο της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής ήταν η επεξεργασία του κυβερνητικού σχεδίου Συντάγµατος και η προσαρµογή του στην εκφρασθείσα θέληση του Ελληνικού λαού για τη µορφή του πολιτεύµατος ως αβασίλευτης δηµοκρατίας. Στις 22 Μαρτίου του 1975 η επιτροπή ολοκλήρωσε την επεξεργασία του σχεδίου και κατέθεσε στην εθνική αντιπροσωπία σχέδιο Συντάγµατος. Οι συζητήσεις για την αναθεώρηση

του Συντάγµατος στην ολοµέλεια της Βουλής άρχισαν στις 27/3/1975 και τελείωσαν στις 7/6/1975. Η εθνική αντιπροσωπία ολοκλήρωσε την κατ άρθρο ψήφιση του σχεδίου στις 2/6/1975. Ακολούθως ειδική επιτροπή διαµόρφωσε, χωρίς παρεµβάσεις επί της ουσίας, το τελικό κείµενο. Στις 7/6/1975 η Ε αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων ψήφισε το νέο Σύνταγµα και το ψήφισµα ΙΒ µε το οποίο τέθηκε σε ισχύ από την 11η Ιουνίου του 1975. β) H ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 1986 Μία δεκαετία περίπου µετά την ψήφισή του το Σύνταγµα του 1975 αναθεωρήθηκε. Πρόκειται για την πρώτη αναθεώρηση, που έγινε σε απόλυτα οµαλές συνταγµατικοπολιτικές συνθήκες και κατά συνέπεια και για την πρώτη αναθεώρηση στην ελληνική συνταγµατική ιστορία, που έγινε σύµφωνα µε την προβλεπόµενη από τους συνταγµατικούς κανόνες αναθεωρητική διαδικασία. Με την αναθεώρηση του 1986 συνολικά, καταργήθηκαν δύο διατάξεις και τροποποιήθηκαν εννέα. Συγκεκριµένα: α) τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των παραγράφων 1 εδ. α και 4 εδ. α, β του άρθρου 32 (εκλογή του Προέδρου της ηµοκρατίας µε ονοµαστική ψηφοφορία, αντί της µυστικής). β) τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 35 (περιορισµός των πράξεων του Προέδρου που

δεν χρήζουν προσυπογραφής), στο οποίο άρθρο προστέθηκε και παράγραφος 3 γ) Τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 37 (τυποποίηση της διαδικασίας διορισµού του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης), στο οποίο άρθρο προστέθηκε και ερµηνευτική δήλωση. δ) Τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 38 (αντικατάσταση της παύσης της κυβέρνησης µε την απαλλαγή της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της, αναπλήρωση πρωθυπουργού) στο οποίο άρθρο προστέθηκε και ερµηνευτική δήλωση. ε) Καταργήθηκε το άρθρο 39 (Συµβούλιο της ηµοκρατίας) στ) Τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 4 του άρθρου 41 (διάλυση της Βουλής) στο οποίο προστέθηκε και ερµηνευτική δήλωση. ζ) τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 42 (κατάργηση της αρµοδιότητας του Προέδρου να κυρώνει τους νόµους και επαναπροσδιορισµός της αρµοδιότητάς του να υπογράφει και να δηµοσιεύει τους νόµους). η) Καταργήθηκε η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 43 (οργανωτικά διατάγµατα). θ) τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 44 (δηµοψήφισµα: από προεδρικό κυβερνητικό, διαγγέλµατα: πρόβλεψη προσυπογραφής πρωθυπουργού).

ι) τροποποιήθηκε η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 47 (παροχή αµνηστίας από τη Βουλή). ια) τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 3, 4 και 5 του άρθρου 48, στο οποίο προστέθηκαν και οι παράγραφοι 6 και 7 (κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας). γ) H ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 2001 Το 1995 ο τότε Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου εξήγγειλε τη δεύτερη αναθεώρηση του Συντάγµατος του 1975, το οποίο είχε ήδη αναθεωρηθεί το 1986, όπως αναφέρθηκε και στην προηγούµενη παράγραφο. Λίγους µήνες µετά την εξαγγελία ξεκίνησε η διαδικασία αναθεώρησης, µε τη συγκρότηση της προβλεπόµενης από τις σχετικές συνταγµατικές διατάξεις κοινοβουλευτικής επιτροπής. Η αναθεωρητική αυτή διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε λόγω της πρόωρης διάλυσης της Βουλής και των εκλογών που διενεργήθηκαν τον Σεπτέµβριο του 1996. Στη Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές του Σεπτεµβρίου του 1999 ξεκίνησε και πάλι η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγµατος η οποία και κατέληξε σε συγκεκριµένη αναθεωρητική πρόταση. Η αναθεωρητική πρόταση αναφέρεται συνολικά στην αλλαγή 115 συνταγµατικών διατάξεων. Από τις διατάξεις αυτές οι 108 συγκέντρωσαν στην προαναθεωρητική Βουλή περισσότερες από 180 ψήφους. Οι υπόλοιπες 7 ψηφίστηκαν προαναθεωρητικά µε πλειοψηφία

µικρότερη των 180 και εποµένως έπρεπε στην αναθεωρητική Βουλή να συγκεντρώσουν αυξηµένο αριθµό ψήφων. Η Ζ αναθεωρητική Βουλή προέκυψε από τις εκλογές του Απριλίου του 2000, στις οποίες το ζήτηµα της αναθεώρησης δεν απασχόλησε. Η Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγµατος, που συγκροτήθηκε µε την υπ αριθµ. 2676/1987/30-5-2000 απόφαση του Προέδρου της Βουλής άρχισε τις εργασίες της τον Αύγουστο του 2001 και τις ολοκλήρωσε το Νοέµβριο του ίδιου έτους. Η επιτροπή συγκροτήθηκε από 41 µέλη. Μετά από πρόταση του Προέδρου της Βουλής, η Επιτροπή, οµοφώνως, εξέλεξε ιακοµµατικό Προεδρείο. Η Επιτροπή οµοφώνως, αποδέχθηκε την κοινή πρόταση του Προεδρείου της Επιτροπής και των εισηγητών των κοµµάτων για τη διεξαγωγή της συζήτησης σε 7 ενότητες. Συγκεκριµένα η πρώτη ενότητα περιελάµβανε τα Ατοµικά και Κοινωνικά δικαιώµατα (15 άρθρα), η δεύτερη το Σύνταγµα και τη ιεθνή και Ευρωπαϊκή έννοµη τάξη (3 άρθρα) η τρίτη Πρόεδρος της ηµοκρατίας - Κυβέρνηση (6 άρθρα), η τέταρτη εκλογικό σώµα - Status Βουλευτών (6 άρθρα), η πέµπτη Οργάνωση και λειτουργία της Βουλής (8 άρθρα), η έκτη οργάνωση και λειτουργία της δικαιοσύνης (10 άρθρα) και η έβδοµη ηµόσια ιοίκηση, Τοπική Αυτοδιοίκηση και Ανεξάρτητες ιοικητικές Αρχές (5 άρθρα). Οι ψηφοφορίες έγιναν σε 2 συνεδριάσεις (την 18η και την 19η Οκτωβρίου 2000) είτε επί του συνόλου των

αναθεωρητέων διατάξεων εκάστου άρθρου είτε κατά παραγράφους άρθρων, όπως εµφαίνεται στην πρόταση της επιτροπής, που παρατίθεται στο τέλος της έκθεσης. Η Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγµατος αφού άκουσε τους Γενικούς Εισηγητές καθώς και τους λοιπούς αγορητές, αποδέχθηκε, κατά πλειοψηφία, στις 23 Οκτωβρίου 2000 το προσαρτώµενο στην έκθεση σχέδιο, το οποίο υποβάλλεται στην ολοµέλεια της Βουλής για συζήτηση και ψήφιση, σύµφωνα µε το άρθρο 110 του Συντάγµατος. Σε 13 από τις 115 αναθεωρητέες διατάξεις συµφώνησαν οµόφωνα τα µέλη της Επιτροπής Αναθεώρησης. Την Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2001 άρχισε η τελική φάση της αναθεώρησης µε τη συζήτηση στην ολοµέλεια της Βουλής των υπό αναθεώρηση διατάξεων όπως διατυπώθηκαν µετά από την επεξεργασία στις αρµόδιες επιτροπές της προαναθεωρητικής και της αναθεωρητικής βουλής. Οι συζητήσεις ολοκληρώθηκαν στα τέλη Μαρτίου 2001. Η ψήφιση ολοκληρώθηκε από την ολοµέλεια την Παρασκευή 6 Απριλίου 2001. Στις 17 Απριλίου 2001 δηµοσιεύτηκε στην εφηµερίδα της Κυβέρνησης το ψήφισµα της Ζ αναθεωρητικής Βουλής των ελλήνων. Το ψήφισµα ισχύει από τη δηµοσίευσή του στην εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17 Απριλίου 2001. Σε αντίθεση προς την διαδικασία που είχε ακολουθηθεί το 1986, οι διατάξεις ψηφίστηκαν µόνο στη δηµοτική.

Στα απόµενα κεφάλαια θα αναφερθούµε λεπτοµερώς στις διατάξεις του Συντάγµατος που αναθεωρήθηκαν µε την αναθεώρηση του 2001. ii) ΤΟ ΑΡΘΡΟ 110 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ α) Αναθεωρήσιµες και µη συνταγµατικές διατάξεις Απ τη στιγµή που διαπιστώνεται η ανάγκη για αναθεώρηση του Συντάγµατος η διαδικασία της αναθεώρησης γίνεται όπως ακριβώς ορίζει το ίδιο το Σύνταγµα, µε σεβασµό στα ουσιαστικά και διαδικαστικά όρια που τίθενται από το άρθρο 110. Το ίδιο το σύνταγµα λοιπόν είναι αυτό που θέτει κατ αρχήν τον κανόνα του αναθεωρήσιµου των διατάξεων του, ορίζοντας ταυτόχρονα και τις εξαιρέσεις στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 110, ενώ στη συνέχεια «καθοδηγεί» την αναθεωρητική εξουσία και ορίζει µε λεπτοµέρειες τη διαδικασία της αναθεώρησης στις παραγράφους 2 έως 6 του ιδίου άρθρου. Ρητά, λοιπόν, το Σύνταγµα στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 110, αφενός µεν καθορίζει ποιες διατάξεις δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση, αφετέρου ρητά ορίζει ότι οι υπόλοιπες διατάξεις του αναθεωρούνται. Σύµφωνα µε την πρώτη παράγραφο του άρθρου 110 δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση, οι διατάξεις εκείνες οι οποίες καθορίζουν τη βάση και τη µορφή του πολιτεύµατος ως Προεδρευοµένης Κοινοβουλευτικής ηµοκρατίας καθώς και οι διατάξεις των

άρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφοι 1, 4 και 7, 5 παράγραφοι 1 και 3, 13 παράγραφος 1 και 26. Αρχικά λοιπόν στην παράγραφο 1 του άρθρου 110 το Σύνταγµα απαγορεύει ρητά την αναθεώρηση των διατάξεων εκείνων που καθορίζουν τη βάση και τη µορφή του πολιτεύµατος ως Προεδρευοµένης Κοινοβουλευτικής ηµοκρατίας. Όπως µπορούµε να διαπιστώσουµε το άρθρο 110 παράγραφος 1 δεν αναφέρεται µόνο στη «µορφή» αλλά και στη «βάση» του πολιτεύµατος. Αυτό σηµαίνει πως ο συντακτικός νοµοθέτης δεν θέλησε να περιοριστεί στην προστασία µόνο των τυπικών στοιχείων που περιλαµβάνει η µορφή, αλλά θέλησε να επεκτείνει την απαγόρευση της αναθεώρησης και στα ουσιαστικά στοιχεία που συνθέτουν τη «βάση» του πολιτεύµατος ως Προεδρευοµένης Κοινοβουλευτικής ηµοκρατίας. Με την διάταξη αυτή λοιπόν η απόφαση για το αµετάβλητο της µορφής του πολιτεύµατος ανάγεται σε συνταγµατικό κανόνα, και συνεπώς δεν είναι δυνατή η µε νόµιµα µέσα και µε τις προβλεπόµενες από το Σύνταγµα διαδικασίες κατάργηση της Προεδρευοµένης Κοινοβουλευτικής ηµοκρατίας. Η απαγόρευση αναθεώρησης των διατάξεων που προαναφέραµε, όπως άλλωστε ισχύει και για όλες τις διατάξεις του συντάγµατος, αναφέρεται σε συγκεκριµένη κατεύθυνση, δηλαδή είναι απαγόρευση αναθεώρησης προς τα πίσω. Το σύνταγµα απαγορεύει την οπισθοδρόµηση, δεν

απαγορεύει όµως την αναθεώρηση προς τα εµπρός, δηλαδή προς την θετική εξέλιξη και ενίσχυση της βάσης και της µορφής του πολιτεύµατος. Άλλωστε η φυσική λειτουργία και εξέλιξη του πολιτεύµατος δεν µπορεί να ανακοπεί µε κανέναν τρόπο ούτε µε συνταγµατικές διατάξεις αυστηρού χαρακτήρα. Στην ίδια παράγραφο του άρθρου 110 ο συντακτικός νοµοθέτης ρητά απαριθµεί συγκεκριµένες συνταγµατικές διατάξεις των οποίων την αναθεώρηση απαγορεύει κατ αρχήν απαγορεύει την αναθεώρηση της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 2 η οποία αποτελεί την καταστατική αρχή της έννοµης τάξης, σύµφωνα µε την οποία ο σεβασµός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Επίσης απαγορεύει την αναθεώρηση των παραγράφων 1, 4 και 7 του αναφερόµενου στην ισότητα άρθρου 4. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού αναφέρει ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόµου» η παράγραφος 4 ότι «µόνο έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δηµόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται µε ειδικούς νόµους», και η παράγραφος 7 ότι «τίτλοι ευγένειας ή διάκρισης ούτε απονέµονται ούτε αναγνωρίζονται σε έλληνες πολίτες». Ακόµη ο συντακτικός νοµοθέτης απαγορεύει την αναθεώρηση, από το αναφερόµενο στην ελευθερία άρθρο 5, της διάταξης της παραγράφου 1 η οποία αναφέρει ότι

«καθένας έχει δικαίωµα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συµµετέχει στην κοινωνική, οικονοµική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει και δεν παραβιάζει το Σύνταγµα ή τα χρηστά ήθη», της διάταξης της παραγράφου 3 κατά την οποία «η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαµβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά µόνο όταν και όπως ορίζει ο νόµος». Τέλος από τις διατάξεις των θεµελιωδών δικαιωµάτων δεν αναθεωρείται η παράγραφος 1 του άρθρου 13 κατά το οποίο «η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατοµικών και πολιτικών δικαιωµάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις κανενός». Από τις υπόλοιπες διατάξεις του Συντάγµατος, ο συντακτικός νοµοθέτης απαγορεύει την αναθεώρηση της διάταξης του άρθρου 26 η οποία κατοχυρώνει συνταγµατικά την τριχοτόµηση των εξουσιών σε νοµοθετική η οποία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας (άρθρο 26 παρ. 1), εκτελεστική η οποία ασκείται από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας και την κυβέρνηση (άρθρο 26 παρ. 2) και δικαστική η οποία ασκείται από τα δικαστήρια, οι αποφάσεις των οποίων εκτελούνται στο όνοµα του Ελληνικού Λαού (άρθρο 26 παρ. 3). β) Η διαδικασία αναθεώρησης

Το άρθρο 110 στις παραγράφους του 2 έως 5 ορίζει την διαδικασία αναθεώρησης. Αξίζει εδώ να αναφέρουµε πως ενώ η παράγραφος 1 του άρθρου 110 δεν αναθεωρείται, οι διατάξεις των υπόλοιπων παραγράφων του άρθρου αυτού µπορούν να αναθεωρηθούν όχι όµως σε τέτοια έκταση ώστε να απλουστευτεί παντελώς η διαδικασία και να αλλοιωθεί ο αυστηρός χαρακτήρας του Συντάγµατος. Η διαδικασία της αναθεώρησης λαµβάνει χώρα σε δύο φάσεις. Κατά την πρώτη φάση διαπιστώνεται η ανάγκη για αναθεώρηση του Συντάγµατος και λαµβάνεται η απόφαση για την αναθεώρηση αυτή, ενώ κατά τη δεύτερη φάση έχουµε τη διενέργεια της αναθεώρησης. Οι δύο φάσεις της αναθεώρησης διενεργούνται σε δύο διαφορετικές βουλευτικές περιόδους. Ο συντακτικός νοµοθέτης απαιτεί κατ αρχήν τη διαπίστωση ανάγκης αναθεώρησης του Συντάγµατος. Η αναθεώρηση του Συντάγµατος αποτελεί µία πολύ σπουδαία και σοβαρή υπόθεση και δεν πρέπει να αντιµετωπίζεται σαν µία απλή διαδικασία, κάτι που σηµαίνει πως αν δεν είναι απολύτως αναγκαία καλύτερα είναι να αποφεύγεται. Η αναθεώρηση του Συντάγµατος καθίσταται επιτακτική όταν υπάρχει ανάγκη καθιέρωσης νέων συνταγµατικών θεσµών ή τροποποίησης των ήδη προβλεπόµενων. Η ανάγκη αυτή για αναθεώρηση διαπιστώνεται κατά τη διάρκεια ενός ιδιαίτερου σταδίου το οποίο προηγείται της διαδικασίας της αναθεώρησης, και το οποίο περιλαµβάνει την υποβολή των αναθεωρητικών προτάσεων, τη σύσταση επιτροπής

αναθεώρησης και τη λήψη απόφασης για την αναγκαιότητα της αναθεώρησης. Η διαδικασία που ακολουθείται από τη στιγµή που θα διαπιστωθεί η αναγκαιότητα αναθεώρησης, ορίζεται από το ίδιο το Σύνταγµα, όπως προαναφέραµε, αλλά και από τον Κανονισµό της Βουλής. Οι προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγµατος υποβάλλονται γραπτώς στη Βουλή από πενήντα τουλάχιστον βουλευτές, προσδιορίζουν τις αναθεωρητέες διατάξεις και συνοδεύονται από αιτιολογική έκθεση. Μετά την υποβολή τους στη Βουλή οι προτάσεις αυτές τυπώνονται και διανέµονται στους Βουλευτές. Το επόµενο βήµα είναι η σύσταση επιτροπής Αναθεώρησης από τον πρόεδρο της Βουλής, η οποία εξετάζει τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί, ενώ τίθεται και προθεσµία για την υποβολή σχετικής έκθεσης. Μετά την υποβολή ή την πάροδο της προθεσµίας για την υποβολή της έκθεσης της επιτροπής οι σχετικές µε την αναθεώρηση προτάσεις εγγράφονται σε ειδική ηµερήσια διάταξη και συζητούνται από την ολοµέλεια της Βουλής. Η συζήτηση αυτή από την ολοµέλεια της Βουλής περιορίζεται αποκλειστικά στην ανάγκη της αναθεώρησης και στις αναθεωρητικές διατάξεις. Η απόφαση της Βουλής, µε την οποία διαπιστώνεται η ανάγκη της αναθεώρησης λαµβάνεται µε πλειοψηφία των τριών πέµπτων του όλου αριθµού των µελών της σε δύο ψηφοφορίες που απέχουν µεταξύ τους τουλάχιστον ένα µήνα, και µε την απόφαση αυτή καθορίζονται ειδικά οι διατάξεις που πρέπει να

αναθεωρηθούν. Αφού η αναθεώρηση αποφασιστική από τη Βουλή (η οποία δέχτηκε την αναγκαιότητα της αναθεώρησης), η επόµενη Βουλή, η οποία και έχει χαρακτήρα αναθεωρητικής Βουλής, αποφασίζει µε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθµού των µελών της σχετικά µε τις αναθεωρητικές διατάξεις, κατά την πρώτη της σύνοδο. Ο πρόεδρος της αναθεωρητικής Βουλής στην αρχή της πρώτης συνόδου συνιστά επιτροπή αναθεώρησης του Συντάγµατος για την επεξεργασία του περιεχοµένου των αναθεωρητέων διατάξεων που έχουν καθοριστεί από την απόφαση της προηγούµενης απλής Βουλής. Η συζήτηση αναφέρεται στο περιεχόµενο των αναθεωρητέων διατάξεων και η απόφαση της αναθεωρητικής Βουλής για τις διατάξεις αυτές, λαµβάνεται µε µία και µόνη ονοµαστική ψηφοφορία. Η απαιτούµενη πλειοψηφία εξαρτάται από την πλειψοηφία που έλαβε η πρόταση της αναθεώρησης στο πρώτο στάδιο. Αν η πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγµατος έλαβε την πλειοψηφία του όλου αριθµού των βουλευτών, όχι όµως και την πλειοψηφία των τριών πέµπτων, η επόµενη Βουλή κατά την πρώτη της σύνοδο µπορεί ν αποφασίσει σχετικά µε τις αναθεωρητέες διατάξεις µε την πλειοψηφία των τριών πέµπτων του όλου αριθµού των µελών της. Κάθε ψηφιζόµενη αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγµατος δηµοσιεύεται στην εφηµερίδα της Κυβερνήσεως µέσα σε δέκα ηµέρες αφότου επιψηφιστεί από τη Βουλή και τίθεται σε ισχύ µε ειδικό ψήφισµά της.

Τέλος ο συντακτικός νοµοθέτης στην παράγραφο 6 του άρθρου 110 απαγορεύει ρητά την αναθεώρηση του Συντάγµατος πριν περάσει τουλάχιστον µία πενταετία από την περάτωση της προηγούµενης.

2. Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟ 2001 i) ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (Άρθρα 4-25) Άρθρο 4: Υπό το άρθρο 4 προστέθηκε ερµηνευτική δήλωση η οποία αναφέρει ότι «Η διάταξη της παραγράφου 6 δεν αποκλείει να προβλέπεται µε νόµο η υποχρεωτική προσφορά άλλων υπηρεσιών, εντός ή εκτός των ενόπλων δυνάµεων (εναλλακτική θητεία), από όσους έχουν τεκµηριωµένη αντίρρηση συνείδησης για την εκτέλεση ένοπλης ή γενικά στρατιωτικής υπηρεσίας». Η νέα αυτή ερµηνευτική δήλωση που προστέθηκε υπό το άρθρο 4 συµπληρώνει το κανονιστικό περιεχόµενο της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού και υπερισχύει, ως ειδικότερη για το θέµα που ρυθµίζει, της παραγράφου 4 του άρθρου 13. Θα µπορούσαµε επίσης να πούµε πως µε την ερµηνευτική δήλωση αυτή η ελληνική συνταγµατική τάξη εναρµονίζεται µε τις αντίστοιχες διεθνείς τάσεις και µε αποφάσεις ή συστάσεις διεθνών οργανισµών. Βέβαια απ το περιεχόµενο της ερµηνευτικής δήλωσης διαπιστώνουµε ότι στον νόµο εναπόκειται να ρυθµίσει τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια χαρακτηρισµού κάποιου ως «αντιρρησία συνείδησης» και για το διαχωρισµό του από κάποιον ο οποίος για λόγους φυγοπονίας και ελλιπούς πατριωτικού φρονήµατος επιθυµεί να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία. Η εναλλακτική θητεία µπορεί να οργανώνεται εντός ή εκτός της δοµής των ενόπλων δυνάµεων έτσι ώστε να

καταλαµβάνει όλες τις πιθανές περιπτώσεις συνειδησιακής αντίρρησης. Άρθρο 5 4: Η παράγραφος 4 του άρθρου 5 αντικαταστάθηκε ως εξής «Απαγορεύονται ατοµικά διοικητικά µέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ αυτήν. Τέτοιου περιεχοµένου περιοριστικά µέτρα είναι δυνατόν να επιβληθούν µόνο ως παρεπόµενη ποινή µε απόφαση ποινικού δικαστηρίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης και µόνο για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων όπως ο νόµος ορίζει». Με την αντικατάσταση της παραγράφου 4 του άρθρου 5 καθίσταται απόλυτη η απαγόρευση ατοµικών διοικητικών µέτρων, µε την εξαίρεση όσων περιπτώσεων προβλέπει περιοριστικά η υπό το άρθρο 5 ερµηνευτική δήλωση που παραµένει σε ισχύ. Παρόµοιου περιεχοµένου, αλλά όχι διοικητικά ως προς τη νοµική τους φάση, µέτρα µπορούν να ληφθούν πλέον µόνο ως παρεπόµενη ποινή και άρα µόνο µε απόφαση ποινικού δικαστηρίου υπό τις αυστηρές ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτει η νέα διατύπωση της παραγράφου 4 του άρθρου 5. Άρθρο 5 5: Στο άρθρο 5 εκτός από την αντικατάσταση της παραγράφου 4, είχαµε και την προσθήκη µίας νέας 5ης παραγράφου η οποία διατυπώνεται ως εξής

«καθένας έχει δικαίωµα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Νόµος ορίζει τα σχετικά µε την προστασία κάθε προσώπου έναντι των βιοϊατρικών παρεµβάσεων». Με τη νέα παράγραφο αυτή εισάγεται κατ αρχήν ρητά το ατοµικό δικαίωµα στην προστασία της υγείας αλλά και της γενετικής ταυτότητας του κάθε προσώπου που συνάγεται βέβαια ευχερώς από τις διατάξεις των άρθρων 2 1 και 5 1 και 2, ενώ είναι λογική και νοµική προϋπόθεση για την απόλαυση και την άσκηση του κοινωνικού δικαιώµατος στην παροχή υπηρεσιών υγείας, όπως προκύπτει από το άρθρο 21 2. Στ δεύτερο εδάφιό της η διάταξη της νέας 5ης παραγράφου του άρθρου 5 και στο πλαίσιο του ατοµικού δικαιώµατος στην προστασία της υγείας, διασφαλίζεται και ρητά το ειδικότερο δικαίωµα στην προστασία έναντι των βιοϊατρικών παρεµβάσεων, χωρίς αντιεπιστηµονικές, πρόωρες ή νοµικά, πολιτικά και επιστηµονικά «επαρχιώτικες» ή «τοπικιστικές» αγκυλώσεις της έννοιας αυτής η οποία εξελίσσεται δυναµικά και θέτει ηθικά, πολιτικά και νοµικά προβλήµατα ενώπιον της ανθρωπότητας. Προβλήµατα τα οποία ορθότερο είναι ν απαντώνται σε διεθνές και όχι σε εθνικό ή ακόµη και περιφερειακό (ευρωπαϊκό) επίπεδο. Άρθρο 5Α: Το άρθρο 5Α αποτελεί νέο άρθρο που προστέθηκε στο Σύνταγµα µε την αναθεώρηση του 2001 και το οποίο ορίζει τα εξής: «1. Καθένας έχει δικαίωµα στην

πληροφόρηση, όπως ο νόµος ορίζει. Περιορισµοί στο δικαίωµα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν µε νόµο µόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέµησης του εγκλήµατος ή προστασίας δικαιωµάτων και συµφερόντων τρίτων. 2. Καθένας έχει δικαίωµα συµµετοχής στην κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουµένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19». Στην πρώτη παράγραφο του νέου άρθρου 54 καθιερώνεται ρητά το συνταγµατικό δικαίωµα πρόσβασης στην πληροφόρηση το οποίο συνάγεται βέβαια από το συνδυασµό µιας ευρείας δέσµης ισχυουσών διατάξεων όπως τα άρθρα 5 1, 14 και 15, σε συνάρτηση και µε τις διατάξεις διεθνών συνθηκών που διαθέτουν σχετικά αυξηµένη τυπική ισχύ. Το νέο συνταγµατικό δικαίωµα εκτείνεται σε όλες τις πηγές πληροφόρησης, δηµόσιες και ιδιωτικές, ενώ οι περιορισµοί που µπορούν να επιβληθούν µε νόµο, δικαιολογούνται µόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέµησης του εγκλήµατος και προστασίας δικαιωµάτων και συµφερόντων τρίτων. Ιδιαίτερη όµως σηµασία για τη σηµερινή σύγχρονη, ψηφιακή εποχή έχει η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 5Α µε την οποία κατοχυρώνεται ρητά το δικαίωµα στη νέα

τεχνολογική βάση πάνω στην οποία είναι οργανωµένη η κοινωνία και η νέα οικονοµία. Το κράτος αναλαµβάνει προς το σκοπό αυτό την υποχρέωση να διευκολύνει, µε κάθε πρόσφορο και αναγκαίο τρόπο, την πρόσβαση στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, αλλά και την παραγωγή ανταλλαγή και διάδοσή τους. Αυτό όµως, όπως αναφέρει ρητά η συγκεκριµένη διάταξη γίνεται υπό την επιφύλαξη των εγγυήσεων του άρθρου 9 (ιδιωτικός βίος), 9Α (προστασία προσωπικών δεδοµένων) και 19 (απόρρητα τηλεπικοινωνιών και ανταπόκρισης). Άρθρο 6 4: Στην παράγραφο 4 του άρθρου 6 προστέθηκε εδάφιο το οποίο αναφέρει τα εξής «Απαγορεύεται η υπέρβαση των ανώτατων ορίων της προφυλάκισης µε τη διαδοχική επιβολή του µέτρου αυτού για επί µέρους πράξεις της ίδιας υπόθεσης». Η προσθήκη του νέου αυτού εδαφίου στην παράγραφο 4 του άρθρου 6 αποσκοπεί στο να αποκλείσει τις καταστρατηγήσεις των ανωτάτων χρονικών ορίων της προφυλάκισης από τους ανακριτές και τα δικαστικά συµβούλια και να ωθήσει προς την κατεύθυνση της ταχύτερης διαλεύκανσης των εγκληµάτων και της ταχύτερης απονοµής της ποινικής δικαιοσύνης, ιδίως στις σοβαρές υποθέσεις που δικαιολογούν και το αυστηρό και ακραίο µέτρο της προφυλάκισης. Στην έννοια της «ίδιας υπόθεσης» πρέπει καταρχήν να θεωρηθεί ότι περιλαµβάνονται όλες οι πράξεις που

συρρέουν, είτε πραγµατικά είτε κατ ιδέαν, µε πράξη για την οποία ήδη έχει επιβληθεί το µέτρο της προσωρινής κράτησης κατά του κατηγορουµένου. Άρθρο 7 3: Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 αντικαταστάθηκε ως εξής: «Η γενική δήµευση απαγορεύεται θανατική ποινή δεν επιβάλλεται, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο νόµο για κακουργήµατα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέµου και σχετίζονται µε αυτόν». Με την τροποποίηση της παραγράφου 3 του άρθρου 7 απαγορεύεται πλέον εκ Συντάγµατος η επιβολή θανατικής ποινής όχι µόνο για τα σύνθετα πολιτικά εγκλήµατα, όπως προβλεπόταν στην παράγραφο αυτή πριν την αναθεώρηση, αλλά και για τα κοινά εγκλήµατα, µε εξαίρεση πράξεις που τελούνται σε καιρό πολέµου. Φυσικά ο πόλεµος νοείται στη διάταξη αυτή µε την πραγµατική του έννοια και όχι απλώς µε την τυπική (απλή συνεπώς κήρυξη πολέµου κατά το άρθρο 36 παρ. 1 δεν αρκεί, εφόσον δεν συντρέχουν και οι πραγµατικές πολεµικές συνθήκες). Είναι πολύ σηµαντικό επίσης να αναφέρουµε ότι η θανατική ποινή όχι µόνο δεν εκτελείται στην πράξη, αλλά και δεν µπορεί να καταγνωσθεί ως ποινή στην ελληνική έννοµη τάξη µετά την κύρωση του ιεθνούς Συµφώνου για τα Ατοµικά και Πολιτικά ικαιώµατα και του δεύτερου προαιρετικού πρωτοκόλλου του µε τον νόµο 2462/1997.

Στο δεύτερο άρθρο του νόµου αυτού διατυπώθηκε η επιφύλαξη, για την επιβολή της θανατικής ποινής, µόνο για έγκληµα υψίστης σηµασίας που τελέστηκε σε καιρό πολέµου και το οποίο προβλέπεται και τιµωρείται κατά το Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα. Η επιφύλαξη αυτή ισχύει στο ίδιο επίπεδο µε το προαιρετικό πρωτόκολλο του ιεθνούς Συµφώνου για τα Ατοµικά και Πολιτικά ικαιώµατα, δηλαδή στο επίπεδο της σχετικά αυξηµένης τυπικής ισχύος και είναι στενότερη από την εξαίρεση που διατυπώνεται στην αναθεωρηµένη παράγραφο του άρθρου 28 του Συντάγµατος, η στενότερη και προστατευτικότερη αυτή ρύθµιση υπερισχύει ούτως ή άλλως κάθε αντίθετης, ακόµη και µεταγενέστερης, διάταξης νόµου. Άρθρο 9Α: Το άρθρο 9Α αποτελεί νέο άρθρο στο οποίο διατυπώνονται τα εξής «Καθένας έχει δικαίωµα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως µε ηλεκτρονικά µέσα, των προσωπικών του δεδοµένων, όπως νόµος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδοµένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή και συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόµος ορίζει». Με το νέο άρθρο 9Α λοιπόν, προστίθεται πλέον και ρητά το ατοµικό δικαίωµα προστασίας έναντι της συλλογής, αποθήκευσης και επεξεργασίας, µε συµβατικό, ηλεκτρονικό ή άλλο µέσο, των προσωπικών πληροφοριών και δεδοµένων, ενώ προβλέπεται σε συνταγµατικό πλέον επίπεδο η σύσταση και αρµοδιότητα της οικείας

ανεξάρτητης αρχής. Η νέα αυτή διάταξη συµπληρώνει το κανονιστικό περιεχόµενο του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 9 και φυσικά του άρθρου 5 παράγραφος 1. Άρθρο 10 3: Η παράγραφος 3 του άρθρου 10 αντικαταστάθηκε ως εξής «Η αρµόδια υπηρεσία ή αρχή υποχρεούται να απαντά στα αιτήµατα για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων, ιδίως πιστοποιητικών, δικαιολογητικών και βεβαιώσεων µέσα σε ορισµένη προθεσµία, όχι µεγαλύτερη των 60 ηµερών, όπως νόµος ορίζει. Σε περίπτωση παρόδου άπρακτης προθεσµίας αυτής ή παράνοµης άρνησης, πέραν των άλλων τυχόν κυρώσεων και έννοµων συνεπειών, καταβάλλεται και ειδική χρηµατική ικανοποίηση στον αιτούντα, όπως νόµος ορίζει». Η νέα διατύπωση της παραγράφου 3 του άρθρου 10 θεσπίζει την υποχρέωση της δηµόσιας διοίκησης να απαντά σε κάθε αίτηµα για παροχή πληροφοριών ή για χορήγηση αντιγράφων, πιστοποιητικών, δικαιολογητικών και βεβαιώσεων. Ο σχετικός εκτελεστικός νόµος πρέπει να εξειδικεύσει την «ορισµένη προθεσµία» αλλιώς η άµεση εφαρµογή της νέας αυτής συνταγµατικής διάταξης επιβάλλει την συµµόρφωση σε εύλογο χρόνο που κρίνεται τελικά από το δικαστή. Ο νέος Κώδικας ιοικητικής ιαδικασίας (Ν. 2690/1999) θέτει προθεσµία 60 ηµερών

για την ανταπόκριση σε παρόµοια αιτήµατα των διοικουµένων. Θεσπίζεται επίσης η ειδική πρόσθετη κύρωση της καταβολής χρηµατικής αποζηµίωσης στον αιτούντα, πέραν των όποιων άλλων έννοµων συνεπειών, σε κάθε περίπτωση παράνοµης άρνησης απάντησης ή παρόδου της σχετικής προθεσµίας. Η νέα αυτή διατύπωση, και σε συνδυασµό µε το δικαίωµα πρόσβασης στην πληροφόρηση του νέου άρθρου 5Α, κατοχυρώνει το δικαίωµα γνώσης των διοικητικών στοιχείων το οποίο κατοχυρώνεται ευρύτερα, µε το άρθρο 5 του Κώδικα ιοικητικής ιαδικασίας (Ν. 2690/1999). Άρθρο 12: Με την αναθεώρηση του 2001 η παράγραφος 4 του άρθρου 12, η οποία αναφερόταν στους περιορισµούς, του δικαιώµατος του συνεταιρίζεσθαι των δηµοσίων υπαλλήλων, των υπαλλήλων τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου ή δηµοσίων επιχειρήσεων, µε νόµο, καταργήθηκε και οι παράγραφοι 5 και 6 του άρθρου αυτού αναριθµήθηκαν σε 4 και 5 αντιστοίχως. Άρθρο 14 5: Η παράγραφος 5 του άρθρου 14 αντικαταστάθηκε ως εξής «Καθένας ο οποίος θίγεται από ανακριβές δηµοσίευµα ή εκποµπή έχει δικαίωµα απάντησης, το δε µέσο ενηµέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση πλήρους και άµεσης επανόρθωσης. Καθένας ο οποίος θίγεται από υβριστικό ή δυσφηµιστικό δηµοσίευµα ή εκποµπή έχει, επίσης, δικαίωµα απάντησης, το δε µέσο

ενηµέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση άµεσης δηµοσίευσης ή µετάδοσης της απάντησης. Νόµος ορίζει τον τρόπο µε τον οποίο ασκείται το δικαίωµα απάντησης και διασφαλίζεται η πλήρης και άµεση επανόρθωση ή η δηµοσίευση και η µετάδοση της απάντησης». Με τη νέα διατύπωση της παραγράφου 5 του άρθρου 14 κατοχυρώνεται πλήρως και για κάθε µέσο ενηµέρωσης, έντυπο ή ηλεκτρονικό, το ατοµικό δικαίωµα απάντησης για τον καθένα στον οποίο αφορά το ανακριβές δηµοσίευµα ή εκποµπή. Φορέας του σχετικού δικαιώµατος δεν είναι συνεπώς µόνο ο θιγόµενος αλλά καθένας που τον αφορά το δηµοσίευµα ή η εκποµπή. Επιβάλλεται επίσης ρητά η αντίστοιχη συνταγµατική υποχρέωση του µέσου ενηµέρωσης, δηλαδή τόσο της επιχείρησης ιδιοκτησίας ή εκµετάλλευσης όσο και του διευθυντή του, να επανορθώσει πλήρως. Ο νόµος, υπέρ του οποίου επιφυλάσσεται η διάταξη, ρυθµίζει τις λεπτοµέρειες, χωρίς η έκδοσή του όµως να είναι απαραίτητη για την ευθεία εφαρµογή της συνταγµατικής διάταξης. Όπως εύκολα µπορούµε να διαπιστώσουµε το περιεχόµενο της νέας διάταξης της παραγράφου 5 του άρθρου 14, είναι διατυπωµένο µε πληρέστερο και σαφέστερο τρόπο απ ότι το περιεχόµενο της παραγράφου αυτής πριν την αναθεώρηση του 2001, όταν απλά διατυπωνόταν σ αυτή ότι «Νόµος ορίζει τον τρόπο µε τον οποίο γίνεται διά του τύπου η πλήρης επανόρθωση ανακριβών δηµοσιευµάτων».

Άρθρο 14 7: Η παράγραφος 7 του άρθρου 14 αντικαταστάθηκε ως εξής «Νόµος ορίζει τα σχετικά µε την αστική ή ποινική ευθύνη του τύπου και των άλλων µέσων ενηµέρωσης και µε την ταχεία εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων». Με τη νέα διατύπωση της παραγράφου 7 του άρθρου 14 καταργείται ο εκ του Συντάγµατος χαρακτηρισµός των εγκληµάτων που τελούνται διά του τύπου ως αυτόφωρων, προβλέπεται όµως η έκδοση εκτελεστικού του Συντάγµατος νόµου, σχετικά µε την ποινική και αστική ευθύνη του τύπου καθώς και για την ταχεία εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων. Άρθρο 14 9: Η παράγραφος 9 του άρθρου 14 αντικαταστάθηκε ως εξής «Το ιδιοκτησιακό καθεστώς η οικονοµική κατάσταση και τα µέσα χρηµατοδότησης των µέσων ενηµέρωσης πρέπει να γίνονται γνωστά, όπως νόµος ορίζει. Νόµος προβλέπει τα µέτρα και τους περιορισµούς που είναι αναγκαίοι για την πλήρη διασφάλιση της διαφάνειας και της πολυφωνίας στην ενηµέρωση. Απαγορεύεται η συγκέντρωση του ελέγχου περισσότερων µέσων ενηµέρωσης της αυτής ή άλλης µορφής. Απαγορεύεται ειδικότερα η συγκέντρωση περισσότερων του ενός ηλεκτρονικών µέσων ενηµέρωσης της αυτής µορφής, όπως νόµος ορίζει. Η ιδιότητα του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού µετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης µέσων ενηµέρωσης είναι ασυµβίβαστη µε την

ιδιότητα του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού µετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαµβάνει έναντι του ηµοσίου ή νοµικού προσώπου του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα την εκτέλεση έργων ή προµηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Η απαγόρευση του προηγούµενου εδαφίου καταλαµβάνει και κάθε είδους παρένθετα πρόσωπα, όπως συζύγους, συγγενείς, οικονοµικά εξαρτώµενα άτοµα ή εταιρείες. Νόµος ορίζει τις ειδικότερες ρυθµίσεις, τις κυρώσεις που µπορεί να φθάνουν µέχρι την ανάκληση της άδειας ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθµού και µέχρι την απαγόρευση σύναψης ή την ακύρωση της σχετικής σύµβασης, καθώς και τους τρόπους ελέγχου και τις εγγυήσεις αποτροπής των καταστρατηγήσεων των προηγούµενων εδαφίων». Σαφώς πιο πλήρης και πιο εκτεταµένη η νέα διατύπωση της παραγράφου 9 απ την διατύπωσή της πριν την αναθεώρηση όπου απλά οριζόταν ότι «Νόµος µπορεί να προσδιορίσει ότι τα µέσα χρηµατοδότησης εφηµερίδων και περιοδικών πρέπει να γίνονται γνωστά». Πλέον, µε την νέα διατύπωση, επιβάλλονται εκ του Συντάγµατος κανόνες διαφάνειας ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς και την οικονοµική κατάσταση των µέσων ενηµέρωσης και κανόνες απαγόρευσης της συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας ή του πραγµατικού ελέγχου επί µέσων ενηµέρωσης της ίδιας (οριζόντια συγκέντρωση), ή άλλης κατηγορίας (κάθετη συγκέντρωση). Η νέα αυτή διατύπωση, η οποία όπως

προαναφέραµε είναι προφανώς πληρέστερη της παλαιότερης, επιτρέπει ή, καλύτερα, επιβάλλει στον κοινό νοµοθέτη τη λήψη όλων των αναγκαίων µέτρων για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της πολυφωνίας στα µέσα µαζικής ενηµέρωσης. Άρθρο 15 2: Η παράγραφος 2 του άρθρου 15 αντικαταστάθηκε ως εξής: «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άµεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρµοδιότητα του Εθνικού Συµβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόµος ορίζει. Ο άµεσος έλεγχος του Κράτους, που λαµβάνει και τη µορφή του καθεστώτος της προηγούµενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειµενική και µε ίσους όρους µετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθµης των προγραµµάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, καθώς και το σεβασµό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Νόµος ορίζει τα σχετικά µε την υποχρεωτική και δωρεάν µετάδοση των εργασιών της Βουλής και των επιτροπών της, καθώς και προεκλογικών µηνυµάτων των κοµµάτων από τα ραδιοτηλεοπτικά µέσα.

Με τη νέα διατύπωση της παραγράφου 2 του άρθρου 15 επιβάλλεται εκ του Συντάγµατος η συγκρότηση και λειτουργία ανεξάρτητης αρχής, του Εθνικού Συµβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, στο πεδίο της Ραδιοτηλεόρασης και διατηρείται η συνταγµατική επιφύλαξη υπέρ του καθεστώτος της προηγούµενης άδειας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο άµεσος έλεγχος του κράτους. Στους σκοπούς που εξυπηρετεί ο άµεσος αυτός έλεγχος, εκτός από την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθµης των εκποµπών που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή τους και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, προστίθεται πλέον ρητά και η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ιδιαίτερα δε της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου αυτής γίνεται αναφορά στην υποχρεωτική και δωρεάν µετάδοση των εργασιών της Βουλής και των επιτροπών της, καθώς και στα προεκλογικά µηνύµατα των κοµµάτων από τα ραδιοτηλεοπτικά µέσα, όπου οι σχετικές ρυθµίσεις που αφορούν τα θέµατα αυτά ορίζονται µε νόµο. Άρθρο 17 2: Στην παράγραφο 2 του άρθρου 17 προστέθηκαν εδάφια ως εξής: «Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισµό της αποζηµίωσης διεξαχθεί µετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισµό, τότε για τον προσδιορισµό της αποζηµίωσης λαµβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισµό. Στην απόφαση κήρυξης πρέπει

να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζηµίωσης. Η αποζηµίωση, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος, µπορεί να καταβάλλεται και σε είδος ιδίως µε τη µορφή της παραχώρησης της κυριότητας άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης δικαιωµάτων επί άλλου ακινήτου». Με τα νέα εδάφια που προστέθηκαν στην παράγραφο 2 του άρθρου 17, προβλέπεται ότι όταν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισµό της αποζηµίωσης διεξάγεται σε χρόνο µεγαλύτερο του έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισµό, τότε για τον καθορισµό της αξίας του ακινήτου λαµβάνεται υπόψη ο χρόνος της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισµό της αποζηµίωσης. Πρόκειται για ένα σηµαντικό µοχλό πίεσης για την ταχύτερη εξέλιξη των σχετικών διαδικασιών και για ένα µέτρο το οποίο προστατεύει τον ιδιοκτήτη σε περίπτωση αδράνειας της διοίκησης. Επίσης στην παράγραφο 2 προστέθηκε ως τυπική προϋπόθεση της πράξης κήρυξης της απαλλοτρίωσης και ως δικαστικά ελεγχόµενο στοιχείο της πληρότητας και της επάρκειας της αιτιολογίας που απαιτείται, η ειδική αιτιολόγηση της δυνατότητας κάλυψης της δαπάνης αποζηµίωσης από τον κρατικό προϋπολογισµό ή τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση. Προβλέπεται επίσης ρητά, µε τη συναίνεση του δικαιούχου, η καταβολή της πλήρους αποζηµίωσης σε είδος και ιδίως µε την παραχώρηση της κυριότητας άλλου

ακινήτου (ανταλλαγή) ή µε την παραχώρηση κάποιων άλλων δικαιωµάτων, εµπράγµατων, ενοχικών ή προβλεπόµενων από το δηµόσιο δίκαιο, επί άλλου ακινήτου. Άρθρο 17 4: Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 17 αντικαταστάθηκε ως εξής «Η αποζηµίωση ορίζεται από τα αρµόδια δικαστήρια. Μπορεί να οριστεί και προσωρινά δικαστικώς, ύστερα από ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου, που µπορεί να υποχρεωθεί κατά την κρίση του δικαστηρίου να παράσχει για την είσπραξή της ανάλογη εγγύηση, σύµφωνα µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος. Νόµος µπορεί να προβλέπει την εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 94, για όλες τις διαφορές και υποθέσεις που σχετίζονται µε απαλλοτρίωση, καθώς και την κατά προτεραιότητα διεξαγωγή σχετικών δικών. Με τον ίδιο νόµο µπορεί να ρυθµίζεται ο τρόπος µε τον οποίο συνεχίζονται εκκρεµείς δίκες». Επίσης µετά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 17 προστέθηκε εδάφιο ως εξής «Προκειµένου να εκτελεστούν έργα γενικότερης σηµασίας για την οικονοµία της χώρας είναι δυνατόν, µε ειδική απόφαση του δικαστηρίου που είναι αρµόδιο για τον οριστικό ή προσωρινό προσδιορισµό της αποζηµίωσης, να επιτρέπεται η πραγµατοποίηση εργασιών και πριν από τον προσδιορισµό και την καταβολή της αποζηµίωσης, υπό τον όρο της καταβολής εύλογου τµήµατος της αποζηµίωσης και της

παροχής πλήρους εγγύησης υπέρ του δικαιούχου της αποζηµίωσης, όπως ο νόµος ορίζει. Η δεύτερη πρόταση του πρώτου εδαφίου εφαρµόζεται αναλόγως και στις περιπτώσεις αυτές». Με τη νέα διατύπωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 η αποζηµίωση ναι µεν καθορίζεται από τα αρµόδια διοικητικά δικαστήρια, ο νόµος µπορεί όµως, για λόγους οικονοµίας χρόνου και πληρέστερης προστασίας του θιγόµενου, να καθιερώσει κατά παρέκκλιση από τις ρυθµίσεις του άρθρου 94, σύστηµα ενιαίας δικαιοδοσίας για την εκδίκαση όλων των σχετικών διαφορών ή υποθέσεων από τον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο. Με το νέο εδάφιο που προστέθηκε στην παράγραφο 4, ορίζεται ότι προκειµένου να εκτελεστούν έργα γενικότερης σηµασίας, κυρίως για την οικονοµία της χώρας είναι δυνατόν, µε απόφαση του δικαστηρίου που είναι αρµόδιο για τον προσδιορισµό της αποζηµίωσης, να επιτραπεί η πραγµατοποίηση εργασιών και πριν από τον προσδιορισµό και την καταβολή αποζηµίωσης, κάτι που εξυπηρετεί την γρηγορότερη και χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες εκτέλεση των έργων αυτών. Ρητά όµως στο εδάφιο αυτό ορίζεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση, για να πραγµατοποιηθούν εργασίες πριν από την καταβολή της αποζηµίωσης, αποτελεί η µερική καταβολή εύλογου τµήµατος αυτής και η παροχή πλήρους εγγύησης υπέρ του δικαιούχου της αποζηµίωσης, έτσι µε τον τρόπο αυτό

προστατεύεται ο δικαιούχος από τυχόν αδιαφορία ή αδράνεια της διοίκησης. Άρθρο 19: Το ισχύον άρθρο 19 µετατράπηκε σε παράγραφο 1 και προστέθηκαν νέες παράγραφοι 2 και 3 ως εξής: «2. Νόµος ορίζει τα σχετικά µε τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρµοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1». «3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών µέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 94». Με την νέα παράγραφο 2 προβλέπεται πλέον εκ του Συντάγµατος η συγκρότηση και λειτουργία ανεξάρτητης αρχής που έχει ως αποστολή τη διασφάλιση του απορρήτου της παραγράφου 1. Η Εθνική Επιτροπή Προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών συγκροτήθηκε ήδη µε το άρθρο 1 του Ν. 2225/1994, τώρα όµως η σχετική πρόβλεψη ανυψώνεται στο επίπεδο του Συντάγµατος. Με τη νέα παράγραφο 3 εισάγεται ο κανόνας απαγόρευσης χρήσης των αποδεικτικών µέσων τα οποία έχουν κτηθεί κατά παράβαση του ίδιου του άρθρου 19 και των άρθρων 9 και 9Α που σχηµατίζουν το συνταγµατικά προστατευόµενο χώρο του ιδιωτικού απορρήτου. Είναι προφανές ότι το ίδιο το Σύνταγµα και οι σχετικοί εκτελεστικοί νόµοι προβλέπουν θεµιτές κάµψεις του απορρήτου αυτού, τα αποδεικτικά µέσα που αποκτώνται στο

πλαίσιο αυτών των εξαιρέσεων χρησιµοποιούνται νόµιµα. Υπό την έννοια αυτή η συνταγµατική απαγόρευση της χρήσης αποδεικτικών µέσων που αποκτήθηκαν παράνοµα δεν είναι τόσο απόλυτη και αυστηρή όσο αυτή του άρθρου 31 του Ν. 1941/1991 (που αντικαταστάθηκε από το άρθρο 33 του Ν. 2172/1993). Η νέα συνταγµατική διάταξη αφήνει περιθώρια εξειδίκευσης στον κοινό νοµοθέτη αλλά και στον δικαστή, σε κάθε όµως περίπτωση το προέχον είναι η κατοχύρωση του συνταγµατικού δικαιώµατος και όχι των εξαιρέσεών του. Άρθρο 21 5: Στο άρθρο 21 προστέθηκε νέα παράγραφος 5 ως εξής «ο σχεδιασµός και η εφαρµογή δηµογραφικής πολιτικής καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων µέτρων αποτελεί υποχρέωση του κράτους». Με την νέα παράγραφο 5 στο άρθρο 21 κατοχυρώνεται όχι τόσο ένα κοινωνικό δικαίωµα, όσο ένας νέος ρητός συνταγµατικός σκοπός, η αντιµετώπιση του δηµογραφικού ζητήµατος, για την προώθηση του οποίου πρέπει να οργανώνεται η αναγκαία και επαρκής κρατική πολιτική. Άρθρο 21 6: Στο άρθρο 21 προστέθηκε άλλη µία νέα παράγραφος η παράγραφος 6 ως εξής «Τα άτοµα µε αναπηρίες έχουν δικαίωµα να απολαµβάνουν µέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονοµία, την επαγγελµατική ένταξη και τη συµµετοχή τους στην κοινωνική, οικονοµική και πολιτική ζωή της χώρας».

Με την νέα παράγραφο 6 κατοχυρώνεται ρητά τόσο το δικαίωµα των ατόµων µε αναπηρίες, για αυτονοµία, επαγγελµατική δραστηριοποίηση και συµµετοχή στην κοινωνική, οικονοµική και πολιτική ζωή της χώρας, όσο και η υποχρέωση του κράτους να δηµιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες και να λάβει τα απαραίτητα µέτρα για την οµαλή και ενεργή συµµετοχή των ανθρώπων αυτών στο κοινωνικό σύνολο. Άρθρο 22: Στο άρθρο 22 προστέθηκε νέα παράγραφος 3 και οι παράγραφοι 3 και 4 αναριθµήθηκαν σε 4 και 5 αντιστοίχως. Η νέα παράγραφος 3 ορίζει τα εξής «Νόµος ορίζει τα σχετικά µε τη σύναψη συλλογικών συµβάσεων εργασίας από τους δηµοσίους υπαλλήλους και τους υπαλλήλους οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου». Η νέα παράγραφος 5 του άρθρου 22 διασφαλίζει σε συνταγµατικό επίπεδο αυτό που ήδη ισχύει σε επίπεδο κανόνων σχετικά αυξηµένης τυπικής ισχύος µετά την κύρωση των ιεθνών Συµβάσεων Εργασίας 154 και 151 µε τους νόµους 2403/1996 και 2405/1996 αντίστοιχα και µετά την ψήφιση του νόµου 2738/1999 για τις συλλογικές διαπραγµατεύσεις στη δηµόσια διοίκηση. Άρθρο 24 1: Η παράγραφος 1 του άρθρου 24 αντικαταστάθηκε ως εξής: «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωµα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του

το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά µέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόµος ορίζει τα σχετικά µε την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους. Απαγορεύεται η µεταβολή του προορισµού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονοµία η αγροτική εκµετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δηµόσιο συµφέρον». Με την αναδιατύπωση της παραγράφου 1 του άρθρου 24 προστίθεται ρητά η αναφορά του δικαιώµατος στην προστασία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος καθώς και του δικαιώµατος για την διασφάλιση και βελτίωση της ποιότητας ζωής. Εκτός λοιπόν από υποχρέωση του κράτους η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί και δικαίωµα του καθενός. Πρόκειται για σύνθετα συνταγµατικά δικαιώµατα που έχουν τόσο αµυντικό όσο και παροχικό χαρακτήρα και συνάγονται ούτως ή άλλως ερµηνευτικά και από τα άρθρα 2 παράγραφος 1 και 5 παράγραφο 1 και 2, αλλά και από την ισχύουσα διατύπωση του άρθρου 24. Στην σύστοιχη υποχρέωση του κράτους προστίθεται έτσι όχι µόνο η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αλλά και η διασφάλιση της ποιότητας ζωής. Τέλος, στην ίδια παράγραφο 1, τέµνεται το ζήτηµα του προσδιορισµού της έννοιας του δάσους και της δασικής έκτασης καθώς και το

ζήτηµα της δυνατότητας µεταβολής του προορισµού των ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων καθώς τώρα η απαγόρευση µεταβολής του προορισµού θα αφορά γενικά τα δάση και τις δασικές εκτάσεις και όχι µόνο τα δηµόσια. Άρθρο 24 2: Στην παράγραφο 2 του άρθρου 24 προστέθηκε εδάφιο ως εξής «Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθµίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήµης. Η σύνταξη εθνικού κτηµατολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους». Με το νέο εδάφιο που προστέθηκε στην παράγραφο 2 του άρθρου 24 ορίζεται ότι για τον σωστό χωροταξικό, πολεοδοµικό και οικιστικό σχεδιασµό ούτως ώστε να διασφαλίζονται για όλους τους πολίτες της χώρας οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο πρώτο εδάφιο αυτής της παραγράφου, χρειάζεται, οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθµίσεις, να γίνονται σε κάθε τέτοια περίπτωση κατά τους κανόνες της επιστήµης. Επίσης στο δεύτερο αυτό νέο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 24 ορίζεται πλέον συνταγµατικά η υποχρέωση του κράτους για τη σύνταξη εθνικού κτηµατολογίου. Ο κάθε πολίτης δηλώνοντας στο εθνικό κτηµατολόγιο, µε τα απαραίτητα δικαιολογητικά, την ακίνητη περιουσία του αποκτά τίτλο ιδιοκτησίας κτηµατολόγου. Με τον τρόπο αυτό, κράτος και πολίτης, εξυπηρετούνται καλύτερα, αφού µπορούν ανά πάσα στιγµή να γνωρίζουν ποιές εκτάσεις,

κτίσµατα κλπ αποτελούν ιδιοκτησία πολιτών - ιδιωτών, ιδιοκτησία του κράτους, δασικές εκτάσεις κλπ εφόσον βέβαια οι ιδιοκτησίες αυτές έχουν καταγραφεί στο εθνικό κτηµατολόγιο. Επίσης το κράτος µε τη σύνταξη του κτηµατολογίου αποσκοπεί στο να αποτρέψει πιθανές συγκρούσεις µεταξύ ιδιωτών, ή µεταξύ ιδιωτών και κράτους, για θέµατα που αφορούν τις περιουσίες τους και την έκταση αυτών. Η λειτουργικότητα και η αποτελεσµατικότητα του εθνικού κτηµατολογίου θα φανεί καλύτερα µετά την ολοκλήρωσή του. Άρθρο 24: Τέλος υπό το άρθρο 24 προστέθηκε ερµηνευτική δήλωση ως εξής «Ως δάσος ή δασικό οικοσύστηµα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών µε ξυλώδη κορµό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, µαζί µε την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν µέσω της αµοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενείς). ασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαµνώδης, είναι αραιά». Με την ερµηνευτική δήλωση υπό το άρθρο 24 κατοχυρώνεται ρητά στο Σύνταγµα η έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης. Με την συνταγµατική κατοχύρωση των δύο εννοιών αυτών εξασφαλίζεται η σωστή εφαρµογή και «λειτουργία» ιδιαίτερα της παραγράφου 1 αλλά και

γενικότερα του άρθρου 24, καθώς υπάρχει πάντα ο κίνδυνος του λανθασµένου ή ακόµα και αυθαίρετου χαρακτηρισµού ή αποχαρακτηρισµού µιας περιοχής ως δασικής ή µη δασικής από την πλευρά των κρατικών οργάνων ή της καταπάτησης µιας τέτοιας έκτασης από ιδιώτες είτε λανθασµένα είτε εσκεµµένα και αυθαίρετα. Άρθρο 25 1: Η παράγραφος 1 του άρθρου 25 αντικαταστάθηκε ως εξής «Τα δικαιώµατα του ανθρώπου ως ατόµου και ως µέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεµπόδιστη και αποτελεσµατική άσκησή τους. Τα δικαιώµατα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισµοί που µπορούν κατά το Σύνταγµα να επιβληθούν στα δικαιώµατα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγµα είτε από το νόµο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Με τη νέα διατύπωση της παραγράφου 1 του άρθρου 25 αποτρέπεται κατ αρχήν ο κίνδυνος της λανθασµένης ερµηνείας της διάταξης αυτής και της χρησιµοποίησής της νοµολογιακά ως αγωγού ανεπίτρεπτου πολλαπλασιασµού των περιορισµών των συνταγµατικών δικαιωµάτων. Επίσης προστέθηκαν ρητά και οι αρχές του κοινωνικού κράτους δικαίου, που ούτως ή άλλως συνάγονται από το σύνολο των