ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΣΕΡΡΩΝ ΣΧΕΣΗ ΗΘΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ

Σχετικά έγγραφα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

ΗΘΙΚΗ & ΗΘΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ & ΣΤΗΝ Φ.Α.

Γονεϊκές αντιλήψεις για τη δομή της παιδικής προσωπικότητας σε Ελλάδα και Κύπρο

Υπεύθυνη Επιστημονικού Πεδίου Χρυσή Χατζηχρήστου

12/11/16. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 1/2. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 2/2

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 5: H ανάπτυξη της ηθικότητας και της προκοινωνικής

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Γιώργος Βλειώρας

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Εκπαιδευτική Ψυχολογία Μάθημα 2 ο. Γνωστικές Θεωρίες για την Ανάπτυξη: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥΣ;

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 1: Εισαγωγή στην αναπτυξιακή Ψυχολογία

Δομώ - Οικοδομώ - Αναδομώ

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Ε.Π.Α.Λ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΣΧ. ΕΤΟΣ

Μάριος Γούδας. Ηθική ανάπτυξη και εκπαίδευση. Θέµα διάλεξης 10 Ηθική ανάπτυξη στον αθλητισµό. αναφορά σχετικών παραδειγµάτων αθλητών, µαθητών

Οι γνώμες είναι πολλές

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης

Αξιολόγηση και Αυτοαξιολόγηση Εκπαιδευομένων- Αξιολόγηση Εκπαιδευτικού

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

Βιολογική εξήγηση των δυσκολιών στην ανθρώπινη επικοινωνία - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχολόγ

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας

Η σχέση χαρακτηριστικών της δομής και της λειτουργίας της οικογένειας με τις γονεϊκές αντιλήψεις για την προσωπικότητα των παιδιών

Παρουσίαση των σκοπών και των στόχων Ημερήσια πλάνα...53

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Ι. Εισαγωγή. Κεφάλαιο 1. Η ψυχολογία ως επιστήμη: σύντομη γνωριμία... 25

Μεταπτυχιακή φοιτήτρια: Τσιρογιαννίδου Ευδοξία. Επόπτης: Πλατσίδου Μ. Επίκουρη Καθηγήτρια Β Βαθμολογητής: Παπαβασιλείου-Αλεξίου Ι.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Κάθε επιλογή, κάθε ενέργεια ή εκδήλωση του νηπιαγωγού κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προσδοκίες, που

Ερωτηματολόγιο. Τρόποι χορήγησης: α) Με αλληλογραφία β) Με απευθείας χορήγηση γ) Τηλεφωνικά

«Η ανάπτυξη είναι μια σειρά από διαδοχικές γεννήσεις» Μαρία Μοντεσσόρι, Δεκτικός Νους

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

Prevention Groups With Children and Adolescents

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Προσωπικότητα και Άσκηση. 2η διάλεξη «Άσκηση & Ψυχική Υγεία»

Κλίµα παρακίνησης στο µάθηµα της Φ.Α. και υγιεινές συµπεριφορές

Παρακίνηση. Βασίλειος Μέλλος Σχολικός Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής Ν. Καρδίτσας

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 3: Η ανάπτυξη της σκέψης του παιδιού Η γνωστική-εξελικτική θεωρία του J. Piaget Μέρος ΙI

ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ: ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ, ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΙΙ Καλλιρρόη Παπαδοπούλου ΕΚΠΑ/ΤΕΑΠΗ

Άσκηση Διδακτικής του Μαθήµατος των Θρησκευτικών. Γ Οµάδα

«ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ: Προσθέτει χρόνια στη ζωή αλλά και ζωή στα χρόνια»

Ψυχολογία της προσωπικότητας θεωρίες.

Βασικές αρχές σχεδιασμού και οργάνωσης Βιωματικών Δράσεων στο Γυμνάσιο. Δρ. Απόστολος Ντάνης Σχολικός Σύμβουλος Φ.Α.

Αναπτυξιακή Ψυχολογία Ενότητα 1: Εισαγωγή στην Αναπτυξιακή Ψυχολογία

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

Αντιλήψεις-Στάσεις των μαθητών του γυμνασίου και των Λ.Τ. τάξεων σχετικά με την σχολική ζωή

Γιάννης Θεοδωράκης (2010). ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ

Προσανατολισμός των Millennials απέναντι στην καριέρα σε περίοδο οικονομικής κρίσης

ΦΟΡΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ. Βαρβάρα Δερνελή ΕΚΠ/ΚΟΥ. Β Τάξη Λυκείου

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

* Μήπως είστε γονείς ενός παιδιού που: * Μήπως είστε εκπαιδευτικοί που στην τάξη σας έχετε μαθητή ή

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995)

ΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟΧΩΝ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

Α. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ. Επιμορφωτικό Πρόγραμμα. Ακαδημαϊκά Υπεύθυνος/η. Υπεύθυνος/η Επικοινωνίας

Σχολή Επιστημών Υγείας

Σ.Κ.Ε.Π. - Σύνδεσμος Κοινωνικής Ευθύνης για Παιδιά και Νέους Αθήνα, Ιούνιος 2015

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

«Φυσική Αγωγή στο δημοτικό σχολείο. Πως βλέπουν το μάθημα οι μαθητές του σχολείου.»

Θεωρίες ανάπτυξης και μάθησης του παιδιού σε σχέση με τη μουσική

Η ιδέα διεξαγωγής έρευνας με χρήση ερωτηματολογίου δόθηκε από τη δημοσιογραφική ομάδα του Σχολείου μας, η οποία στα πλαίσια έκδοσης της Εφημερίδας

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

<<Μαθησιακές δυσκολίες και διαταραχές συμπεριφοράς. Διαδικασία αξιολόγησης μέσω του ερωτηματολογίου του Achenbach.>>

ΑΙΘΟΥΣΑ 4. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 2 Θετικές σχέσεις: θεωρία και πράξη

Αντίληψη, νόηση και πολιτισμός. Σταθερότητα και οπτική πλάνη Αισθητική αντίληψη τέχνη Νοητικές διεργασίες Ερμηνείες νοητικών διαφορών

Μανουσάκη Μαρία Σχολική Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής

Δημιουργικό Παιχνίδι ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ Φ.Α. Διάλεξη 3η

Μαθησιακές Δυσκολίες. Τίτλος: Διαταραχή Ελλειματικής Προσοχής - Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) Αγγελική Μουζάκη. Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης

ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

Αξιολόγηση Προγράμματος Αλφαβητισμού στο Γυμνάσιο Πρώτο Έτος Αξιολόγησης (Ιούλιος 2009)

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

Περιεχόμενα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έρευνα και θεωρία

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ

Εκπαιδευτική Ψυχολογία Μάθημα 2 ο. Γνωστικές Θεωρίες για την Ανάπτυξη: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Maria Gravani Open University of Cyprus

Ερευνητικές Εργασίες

Θετική Ψυχολογία. Καρακασίδου Ειρήνη, MSc. Ψυχολόγος-Αθλητική Ψυχολόγος Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής και Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Πάντειο Παν/μιο

Γ Γυμνασίου: Οδηγίες Γραπτής Εργασίας και Σεμιναρίων. Επιμέλεια Καραβλίδης Αλέξανδρος. Πίνακας περιεχομένων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

Αντιλήψεις γονέων για την προσωπικότητα των παιδιών: Διαπολιτιστική προσέγγιση

Λήψη αποφάσεων στην ομοιοπαθητική συνταγογράφηση O ρόλος της Διαίσθησης. Μπαλάσκα Αθηνά Παιδίατρος Νεογνολόγος

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ

11 0 ΓΕΛ ΠΑΤΡΑΣ Σχ. Έτος Τμήμα Α 3. Ερευνητική Εργασία ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΣΤΟΥΣ ΕΦΗΒΟΥΣ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΣΕΡΡΩΝ ΣΧΕΣΗ ΗΘΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ: ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΕ ΑΣΤΙΚΑ, ΗΜΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ της Σοφίας Καραμαύρου Διδακτορική διατριβή που υποβάλλεται στο καθηγητικό σώμα για τη μερική εκπλήρωση των υποχρεώσεων για την απόκτηση του διδακτορικού τίτλου του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού Σερρών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 2014 Σέρρες

ii Εγκεκριμένο από το Καθηγητικό σώμα: Επιβλέπουσα: Αικατερίνη Μουρατίδου, Αν. Καθ. ΤΕΦΑΑ Σερρών ΑΠΘ Μέλος: Χαράλαμπος Τσορμπατζούδης, Καθ. ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης ΑΠΘ Μέλος: Ειρήνη Κοΐδου, Επ. Καθ. ΤΕΦΑΑ Σερρών ΑΠΘ Μέλος: Ευαγγελινού Χριστίνα, Καθ. ΤΕΦΑΑ Σερρών ΑΠΘ Μέλος: Γρούϊος Γεώργιος, Καθ. Καθ. ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης ΑΠΘ Μέλος: Βλαχόπουλος Συμεών, Αν. Καθ. ΤΕΦΑΑ Σερρών ΑΠΘ Μέλος: Μπαρκούκης Βασίλειος, Λεκ. ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης ΑΠΘ

iii 2014 Σοφίας Καραμαύρου ALL RIGHTS RESERVED ΣΟΦΙΑ ΚΑΡΑΜΑΥΡΟΥ

iv Σχέση ηθικής ανάπτυξης με χαρακτηριστικά προσωπικότητας μαθητών/μαθητριών στο μάθημα της Φυσικής Αγωγής: Συγκριτική μελέτη σε αστικά, ημιαστικά και περιφερειακά σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Υπό την επίβλεψη της Αναπλ. Καθηγήτριας κ. Αικατερίνης Μουρατίδου) ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η ανάπτυξη της ηθικής και οι επιρροές που αυτή δέχεται από εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες απασχόλησε πολλούς ερευνητές. Η παρούσα μελέτη εξέτασε α) τη δυνατότητα των 5 βασικών παραγόντων προσωπικότητας να προβλέψουν την ηθική ικανότητα εφήβων μαθητών αστικών, ημι-αστικών και περιφερειακών σχολείων στην καθημερινή ζωή και στα πλαίσια της Φυσικής Αγωγής (Φ.Α.), β) την επίδραση του γεωγραφικού χώρου σε συνδυασμό με τους παράγοντες προσωπικότητας και το φύλο των μαθητών στην ηθική ικανότητα των τελευταίων, γ) τη σύγκριση του επιπέδου της ηθικής ικανότητας στην καθημερινή ζωή με εκείνο στα πλαίσια της Φ.Α. και δ) τη συσχέτιση των σταδίων ηθικής ανάπτυξης στην καθημερινότητα με εκείνα στα πλαίσια της Φ.Α. Το δείγμα αποτέλεσαν 331 μαθητές και μαθήτριες Α και Β Γυμνασίου (M.O. ηλικίας = 12.47, T.A. = 0.74) στους οποίους δόθηκαν τα Moral Judgment Test (Lind, 1978), Moral Judgment Test in Physical Education (Mouratidou, Chatzopoulos & Karamavrou, 2008) και E-ΔΙΠΡΟΠΕ 12 (Μπεζεβέγκης & Παυλόπουλος, 1998). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι από τους πέντε παράγοντες προσωπικότητας ο παράγοντας ευσυνειδησία προβλέπει την ηθική ικανότητα στην καθημερινότητα, ενώ ο παράγοντας προσήνεια την προβλέπει στα πλαίσια της Φ.Α. Περαιτέρω, η μόνη αλληλεπίδραση που φάνηκε να επηρεάζει την ηθική ικανότητα ήταν αυτή του συνδυασμού προσήνειας με το φύλο και τον τύπο σχολείου. Τέλος, δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές των επιπέδων της ηθικής στα πλαίσια της καθημερινότητας με εκείνη στα πλαίσια της φυσικής δραστηριότητας, και επιπλέον σχεδόν όλα τα αναπτυξιακά στάδια της μίας συσχετίζονταν θετικά με τα αντίστοιχα στάδια της άλλης, επιβεβαιώνοντας έτσι το

v παγκόσμιο μοντέλο ανάπτυξης ηθικού συλλογισμού του Kohlberg (Kohlberg & Hersch, 1977).

vi Sofia Karamavrou: The relationship of moral development with personality characteristics in students during Physical Education classes: a comparative study in urban, semi-urban and rural secondary education schools (Under the supervision of Associate Professor: Mouratidou Aikaterini) ABSTRACT The development of moral judgment is affected by both internal and external factors and has been researched by many scientists. The present study investigated a) whether the five basic factors of personality can predict moral competence in highschool students of urban, semi-urban and rural schools in the context of everyday life and within the context of Physical Education (PE), b) the effect of the geographical area in conjunction with the personality factors and gender of students in moral competence, c) the comparison between levels of moral competence in everyday life and in the context of PE, and d) the correlation between the stages of moral competence in everyday life and those in PE. The sample consisted of 331 junior high students (7 th and 8 th graders) (M age = 12.47, SD = 0.740), who were given the Moral Judgment Test (Lind, 1978), the Moral Judgment Test in Physical Education (Mouratidou, Chatzopoulos & Karamavrou, 2008), and the Inventory of Child Individual Differences (Besevegis & Pavlopoulos, 1988). The results showed that of the five-factor personality model conscientiousness can predict moral reasoning ability in everyday life, while the factor agreeableness can predict moral reasoning in the context of PE. Furthermore, the only interaction that seemed to affect moral competence was that of combining agreeableness with gender and type of school. Finally, no significant statistical differences were found in the levels of moral judgment competence between everyday life and within the context of P.E., and all moral developmental stages in everyday life corresponded to the ones in P.E., thus confirming the universality of Kohlberg s original theory that morality develops in similar ways in all cultures (Kohlberg & Hersch, 1977).

vii Ευχαριστίες Με την ολοκλήρωση της διδακτορικής μου διατριβής θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους αυτούς οι οποίοι συνέβαλλαν σε αυτήν. Καταρχήν θα ήθελα να ευχαριστήσω την κ. Μουρατίδου Αικατερίνη που μου εμπιστεύτηκε το θέμα και με παρότρυνε να ασχοληθώ με την παρούσα έρευνα, καθώς και για την επιστημονική καθοδήγηση και τη συνεχή επίβλεψη που μου παρείχε καθ όλη τη διάρκεια της εκπόνησης και συγγραφής της παρούσας διδακτορικής διατριβής. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον καθηγητή κ. Τσορμπατζούδη Χαράλαμπο και την επίκουρη καθηγήτρια κ. Κοΐδου Ειρήνη, μέλη της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής, για την αμέριστη συμπαράσταση που μου παρείχαν καθ όλη τη διάρκεια του διδακτορικού μου και για τις χρήσιμες συμβουλές τους. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τα μέλη της επταμελούς συμβουλευτικής επιτροπής κ.κ. Βλαχόπουλο, Γρούϊo, Ευαγγελινού και Μπαρκούκη - για τη βοήθειά τους και την εποικοδομητική κριτική τους, καθώς και τους κ.κ. Μπεζεβέγκη και Παυλόπουλο για την άδεια χρήσης του ερωτηματολογίου Ε- ΔΙΠΡΟΠΕ. Επιπλέον, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διευθυντές των σχολείων που μου επέτρεψαν την είσοδό μου στα Γυμνάσια που διηύθυναν (πιο συγκεκριμένα: Γυμνάσιο Παρανεστίου Δράμας, 1 ο Πειραματικό Γυμνάσιο, 6 ο και 7 ο Γυμνάσιο στη περιφέρεια Θεσσαλονίκης, 2 ο και 3 ο Γυμνάσιο και Γυμνάσιο Πολυκάστρου στην περιφέρεια του Κιλκίς, καθώς και 1 ο και 3 ο Γυμνάσιο και Γυμνάσιο Νιγρίτας και Βυρώνειας της περιφέρειας Σερρών). Ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω και στους/στις μαθητές/-τριες που μαζί με τους γονείς τους συμμετείχαν και αφιέρωσαν το χρόνο τους για τη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως τους γονείς μου Κωνσταντίνο, Χρυσούλα γιατί χάρη σε αυτούς εκπλήρωσα τους ακαδημαϊκούς μου στόχους, τους γονείς του συζύγου μου Γιάννη και Μαρία για την αμέριστη υποστήριξη και βοήθειά τους, από τη συλλογή δεδομένων μέχρι και την εκτύπωση της μελέτης. Επίσης ένα μεγάλο ευχαριστώ στο σύζυγο μου, Σωτήρη, για την κατανόηση και υπομονή που έδειξε όλα αυτά τα χρόνια και τη συνεχή ενθάρρυνση για την ολοκλήρωση της παρούσας διατριβής.

viii Αφιερώνεται στο σύζυγό μου Σωτήρη, σύντροφο και συνοδοιπόρο μου

ix ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ABSTRACT ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ Σελίδα iv vi vii ix xi xiii Κεφάλαιο Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1 ΙΙ. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 4 2.1. Θεωρητικό Υπόβαθρο 5 2.1.1. Θεωρίες για την ηθική ανάπτυξη 2.1.1.1. Θεωρία του Kohlberg 6 7 2.1.1.2. Το μοντέλο διπλής όψης της ηθικότητας 11 2.1.2. Θεωρίες για την προσωπικότητα 2.1.2.1. Το μοντέλο τριών παραγόντων του Eysenck 2.1.2.2. Το μοντέλο δεκαέξι παραγόντων του Cattell 2.1.2.3. Το μοντέλο πέντε παραγόντων των Costa και McCrae 12 15 17 19 2.2. Εμπειρικές έρευνες 25 2.2.1 Ηθική και παράγοντες προσωπικότητας 27 2.2.2 Ηθική ανάπτυξη και γεωγραφικός τόπος 32 2.2.3 Ηθική και Φυσική Αγωγή/Αθλητισμός 35 2.2.4 Ηθική και φύλο 39

x 2.3 Σημασία, πρωτοτυπία και σκοποί της παρούσας μελέτης Σελίδα 46 2.4 Μηδενικές υποθέσεις και εναλλακτικές υποθέσεις 47 2.5 Οριοθετήσεις και περιορισμοί 48 2.6 Θεωρητικοί και λειτουργικοί ορισμοί 50 ΙΙΙ. ΜΕΘΟΔΟΣ 53 3.1 Δείγμα 53 3.2 Εργαλεία μέτρησης 53 3.2.1 Moral Judgment Test (MJT) για την αποτίμηση της Ηθικής 54 Ικανότητας στην καθημερινή ζωή 3.2.2 Moral Judgment Test in Physical Education (MJT-PE) για την 56 αποτίμηση της Ηθικής Ικανότητας στη Φυσική Αγωγή 3.2.3 Το Ερωτηματολόγιο Διαστάσεις Προσωπικότητας Παιδιών και 58 Εφήβων (Ε-ΔΙΠΡΟΠΕ12) για την αποτίμηση των πέντε παραγόντων προσωπικότητας 3.3 Διαδικασία συλλογής δεδομένων 60 3.4 Στατιστική Ανάλυση 60 ΙV ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 62 V. ΣΥΖΗΤΗΣΗ 68 VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ 77 VII. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 79 VIΙI. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 99

xi ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 1 Επίπεδα και στάδια της θεωρίας της ηθικής ανάπτυξης (L. Kohblerg) 8 Πίνακας 2 Σύγκλιση μοντέλου Cattell με το μοντέλο των McCrae & Costa...19 Πίνακας 3 Χαρακτηριστικά προσωπικότητας Μοντέλο 5 παραγόντων 22 Πίνακας 4 Συνοπτικός πίνακας μελετών ηθικής ανάπτυξης και παραγόντων προσωπικότητας..31 Πίνακας 5 Ηθική ικανότητα και γεωγραφικός τόπος..34 Πίνακας 6 Συνοπτικός πίνακας μελετών ηθικής ικανότητας στα πλαίσια της Φ.Α.39 Πίνακας 7 Συνοπτικός πίνακας διαφορών φύλου και ηθικής κρίσης...45 Πίνακας 8 Πίνακας 8. Αναλυτικός πίνακας σχολείων.53 Πίνακας 9 Μέσοι Όροι και Τυπικές Αποκλίσεις Δείκτη C και C-PE.62

xii Πίνακας 10 Βηματική πολλαπλή παλινδρόμηση παραγόντων προσωπικότητας και ηθικής ικανότητας στην καθημερινότητα...63 Πίνακας 11 Βηματική πολλαπλή παλινδρόμηση παραγόντων προσωπικότητας και ηθικής ικανότητας στην Φ.Α.64 Πίνακας 12 Συσχέτιση σταδίων MJT και MJT-PE....67

xiii ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ Εικόνα 1 Γραφική απεικόνιση της θεωρίας του Eysenck...16 Εικόνα 2 Γραφική απεικόνιση της θεωρίας του Cattell..18 Εικόνα 3 Γραφική απεικόνιση της θεωρίας των πέντε παραγόντων..21

ΣΧΕΣΗ ΗΘΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ: ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΕ ΑΣΤΙΚΑ, ΗΜΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Η ηθική ανάπτυξη είναι ένα πολύπλευρο θέμα το οποίο από αρχαιοτάτων χρόνων απασχόλησε φιλοσόφους και στοχαστές, ενώ και τη σύγχρονη εποχή απασχολεί εξίσου ψυχολόγους και εκπαιδευτικούς. Ιδιαίτερα το ζήτημα της ηθικής αγωγής στα πλαίσια της εκπαίδευσης προβάλει όλο και περισσότερο ως ένα θέμα μείζονος σημασίας. Στο παρελθόν οι έννοιες του ήθους και της ηθικής ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με τις φιλοσοφικές θεωρήσεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη (Haidt, 2008). Με το πέρασμα των ετών όμως και τη βιομηχανική επανάσταση άλλαξε και η θεώρηση του τι θεωρείται ηθικό και τι όχι στην κοινωνία. Οι δραστικές αλλαγές τον 19 ο αιώνα σε θέματα πλουτοκρατίας και πολιτικής ελευθερίας είχαν ως αποτέλεσμα ατομικιστικές συμπεριφορές, οι οποίες σύμφωνα με τον Durkheim (1925) οδηγούν στην ανομία. Αυτές οι συμπεριφορές αποτέλεσαν θέμα μελέτης των πρώτων ψυχολόγων, οι όποιοι θέλοντας να οριοθετήσουν την ηθική έδωσαν έμφαση όχι μόνο στο πώς εξελίσσεται η ηθική ικανότητα σε ατομικό επίπεδο, αλλά και στις επιρροές της κοινωνίας σε αυτή. Ένας από τους πρώτους ψυχολόγους που αναφέρθηκαν στον παράγοντα κοινωνία ήταν ο Dewey (1892), ο οποίος τόνισε τη σημαντικότητα του κοινωνικού περιβάλλοντος στην ανάπτυξη της ηθικής, ενώ ο Baldwin (1899) υποστήριξε ότι η ηθική δεν κληρονομείται αλλά μαθαίνεται μέσα από διδαχές και κοινωνικά πρότυπα. Τέλος, ο MacDougal (1918) έδωσε έμφαση στην εξέλιξη της ηθικής ικανότητας, η οποία διαρκεί χρόνια και συνάδει με την κοινωνικοποίηση του ατόμου. Οι παραπάνω

2 θεωρήσεις αποτέλεσαν τον πρόδρομο της θεωρίας του Lawrence Kohlberg (Wendorf, 2001), ο οποίος οριοθέτησε την ηθική ως την ικανότητα του ατόμου να παίρνει ηθικές αποφάσεις και να τις εφαρμόζει (Kohlberg, 1964). Τις τελευταίες δεκαετίες το θέμα της ηθικής ικανότητας απασχολεί όχι μόνο τους ψυχολόγους αλλά και τους παιδαγωγούς. Ειδικά το ζήτημα της ηθικής αγωγής στην εκπαίδευση και της υποστήριξης της ηθικής ανάπτυξης των μαθητών στα πλαίσια της τελευταίας, αποτελεί το επίκεντρο πολλών μελετών (ενδεικτικά Durkheim, 1973 Eisenberg, 1979 Wandzilak, et al., 1988). Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στην ανάπτυξη της ηθικής ικανότητας μέσα από το μάθημα της Φυσικής Αγωγής (ενδεικτικά Bredemeier & Shields, 1985 Bredemeier et al., 1986 Kleiber & Roberts, 1981). Σύμφωνα με τους Bredemeier και Shields (1995) το συγκεκριμένο μάθημα παίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνικό-ηθική ανάπτυξη των παιδιών, καθώς και στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους. Προφανώς η ανάληψη ρόλων και η απουσία ανταγωνιστικού πνεύματος, που αποτελούν χαρακτηριστικά κυρίως της Φυσικής Αγωγής και όχι των οργανωμένων σπορ, ενισχύουν τη δυνατότητα ηθικής κρίσης από τους μαθητές ενώ ταυτόχρονα καλλιεργούν το συναίσθημα της υπευθυνότητας. Παρόλα αυτά το μάθημα της Φυσικής Αγωγής από μόνο του δεν αρκεί για την υποστήριξη της ηθικής ικανότητας. Παράγοντες όπως το είδος άθλησης (ομαδικά σπορ ή ατομικά), η φύση του αθλήματος (μικρής, μεσαίας ή μεγάλης σωματικής επαφής), η ηλικία ή το φύλο μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά ή θετικά την ηθική κρίση των ανθρώπων (Mouratidou, Chatzopoulos & Karamavrou, 2007). Επιπλέον, σε σχετικές μελέτες φάνηκε ότι η ανάπτυξη της ηθικής ικανότητας συμπορεύεται με αλλαγές στην προσωπικότητα (Lifton, 1985) και ότι οι γεωγραφικές παράμετροι μπορούν να επηρεάσουν την ηθική ανάπτυξη (Hart, Atkins & Ford, 1998).

3 Όλα τα παραπάνω υπαγορεύουν την ανάγκη να μελετηθούν συνδυαστικά διαφορετικοί παράγοντες, που άπτονται της ηθικής (όπως για παράδειγμα η προσωπικότητα, η ηθική ικανότητα στα πλαίσια του μαθήματος της Φυσικής Αγωγής, το φύλο και οι γεωγραφικές παράμετροι), έτσι ώστε να δημιουργηθούν κατάλληλα παρεμβατικά προγράμματα και πλάνα μαθήματος για την ανάπτυξη της ηθικής ικανότητας μέσα από το μάθημα της Φ.Α. στο εγγύς μέλλον.

4 II. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Τα τελευταία χρόνια έγιναν πολλές μελέτες ψυχολόγων και εκπαιδευτικών για την αποτίμηση της ηθικής ανάπτυξης στα πλαίσια της εκπαίδευσης. Οι μελέτες αυτές είχαν ως κύριο μέλημα τη μελέτη των ηθικών και κοινωνικών ικανοτήτων των παιδιών και ως επιμέρους στόχο την καταπολέμηση της ενδοσχολικής, και όχι μόνο, βίας. Μέσα από αυτήν την προσπάθεια αναπτύχτηκε το θεωρητικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίχτηκαν οι ερευνητές για τη δημιουργία εργαλείων αποτίμησης της ηθικής ικανότητας και της προσωπικότητας, έτσι ώστε να δημιουργηθούν παρεμβατικά προγράμματα με στόχο την υποστήριξη της ηθικής ικανότητας των παιδιών. Σε γενικές γραμμές, ο ορισμός της ηθικής είναι αρκετά πολύπλοκος και εξαρτώμενος από τον εκάστοτε μελετητή. Η ηθική θεωρείται μια ψυχολογική και κοινωνική συνθήκη που αφορά όχι μόνο τη συμπεριφορά αλλά και την κρίση ενός ατόμου. Πιο συγκεκριμένα η ηθική ανάπτυξη είναι «ο τρόπος που ο άνθρωπος επιλύει τις αντιθέσεις ανάμεσα στις εγωκεντρικές ανάγκες και τάσεις του και υποχρεώσεις του να ενεργεί θετικά ως προς τις ανάγκες και τα δικαιώματα των άλλων» (Κακαβούλης, 1994, σελ. 17). Η προσωπικότητα είναι επίσης μια πολυσύνθετη έννοια και αποτελεί κεντρικό σημείο αναφοράς στις κοινωνικές επιστήμες, δεδομένου ότι αφορά στον άνθρωπο ως οντότητα, αλλά παράλληλα δομεί και το θεμελιώδη λίθο τόσο για τις θεωρίες ψυχοπαθολογίας όσο και για τις θεραπευτικές μεθόδους που υιοθετούνται κατά περίπτωση. Προς αυτήν την κατεύθυνση συντείνει και το γεγονός ότι στην ψυχολογία υπάρχει ειδικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται αποκλειστικά με το να δώσει απάντηση στα ερωτήματα, γιατί οι άνθρωποι είναι έτσι όπως είναι και ποιοι παράγοντες επηρεάζουν την προσωπικότητα του καθενός.

5 Μερικές φορές στις περιγραφές ενός ατόμου οι έννοιες χαρακτήρας και προσωπικότητα συγχέονται. Σαφώς και ο χαρακτήρας ταμπεραμέντο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητας του καθενός, αλλά δεν ορίζει το τι είναι προσωπικότητα. Ο χαρακτήρας έχει να κάνει με το γονιδιακό υπόβαθρο ενός ατόμου και δεν υφίσταται από μόνος του, αλλά είναι μέρος ενός συνόλου που ονομάζεται προσωπικότητα. Η έννοια της προσωπικότητας ωστόσο εστιάζεται περισσότερο στις επιδράσεις του περιβάλλοντος και στην αλληλεπίδραση του ατόμου με αυτό (Brinkmann, 2010). Σε γενικές γραμμές η προσωπικότητα μπορεί να οριστεί ως τα χαρακτηριστικά του ατόμου που εξηγούν τους σταθερούς τύπους συναισθήματος, σκέψης και συμπεριφοράς του (Bernstein et al., 2000, σελ. 483). Ο όρος αυτός α) επιχειρεί να αποδώσει το πώς το κάθε άτομο οργανώνεται εσωτερικά σε σχέση με το κοινωνικό σύνολο, ποιοι είναι οι παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν και καθορίζουν την ανάπτυξή του και τα κίνητρα ή αίτια της συμπεριφοράς του και β) προσπαθεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα γιατί ο καθένας από εμάς είναι μοναδικός (Pervin & John, 1997). 2.1 Θεωρητικό υπόβαθρο παρούσας μελέτης Η παρούσα εργασία βασίστηκε σε δύο βασικές θεωρίες από το χώρο της Εξελικτικής Ψυχολογίας, προκείμενου να διαμορφώσει, να συνθέσει, να διατυπώσει και να ερμηνεύσει τα βασικά της ερωτήματα: α) Τη θεωρία ηθικής ανάπτυξης του Lawrence Kohlberg (1977) και β) τη θεωρία του μοντέλου των πέντε παραγόντων της προσωπικότητας των Paul Costa και Robert McCrae (1992). Στη συνέχεια θα γίνει ενδελεχής παρουσίαση των συγκεκριμένων δύο θεωριών, καθώς και αναφορά σε συναφείς προς αυτές θεωρίες, οι οποίες λειτούργησαν ως βάση για να αναπτυχθούν οι θεωρίες της παρούσας μελέτης.

6 2.1.1.Θεωρίες για την ηθική ανάπτυξη Ο Jean Piaget ήταν ένας από τους πρώτους επιστήμονες που εξέτασε διεξοδικά την ηθική ανάπτυξη, παρατηρώντας το παιδικό παιχνίδι και μελετώντας προσεκτικά τις σωστές ή λάθος συμπεριφορές που επιδεικνύουν τα παιδιά (Piaget, 1952). Πίστευε ότι η γνωστική και ηθική ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα των πράξεων και ότι μέσω αυτών τα άτομα κατασκευάζουν και ανακατασκευάζουν τη γνώση τους για τον κόσμο. Ο Piaget (1952) διερεύνησε την κατανόηση των κανόνων στο παιχνίδι, αλλά και τις απόψεις των παιδιών για το ψέμα και την κλοπή, και διατύπωσε δύο βασικά στάδια ηθικής ανάπτυξης: α) Το ετερώνυμο στάδιο, στο οποίο το παιδί διακατέχεται από απεριόριστο σεβασμό για τους μεγάλους, οπότε και ακολουθεί τους κανόνες που αυτοί θέτουν, χωρίς όμως να τους κατανοεί πάντα πλήρως, και β) το στάδιο της αυτόνομης ηθικής, όπου η επίδραση των συνομήλικων είναι πιο εμφανής και οι τελευταίοι ασκούν στο άτομο μεγαλύτερη επιρροή από αυτήν των γονέων του. Σ αυτό το δεύτερο στάδιο είναι σαφές ότι οι κανόνες είναι αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ των μελών μιας ομάδας και πρέπει να τηρούνται με ακρίβεια και ευσυνειδησία. Παράλληλα, η επιβολή των κανόνων από άλλους έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα όσον αφορά το αποτέλεσμα, ενώ το κύριο μέλημα είναι οι σχέσεις μεταξύ των μελών της ομάδας να διατηρηθούν αρμονικές (Piaget, 1952). Σε γενικές γραμμές ο Piaget θεωρούσε ότι για να θεωρηθεί ηθική μία συμπεριφορά, θα πρέπει να υπάρχει κάτι παραπάνω από απλή συμφωνία μεταξύ των κανόνων και του περιεχομένου της συμπεριφοράς. Καθοριστικό ρόλο εδώ παίζει η κατανόηση ενός παιδιού για την αξία της τήρησης των κανόνων. Περαιτέρω, ο Piaget διαχώριζε την ηθική όσον αφορά το θεωρητικό και το πρακτικό της κομμάτι. Η θεωρητική ηθική αφορά στην απογυμνωμένη από την υποχρέωση κρίση και εφαρμόζεται κυρίως όταν το ίδιο το παιδί γίνεται κριτής στις πράξεις των άλλων. Σε αντίθεση, η πρακτική ηθική συμπεριφορά είναι άμεσα

7 συνδεδεμένη με την υποχρέωση και υπαγορεύει στο παιδί να αντιδράσει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. Στην περίπτωση της θεωρητικής ηθικής το παιδί διακρίνεται από μία έλλειψη συμπόνιας, ενώ στην περίπτωση της πρακτικής ηθικής η ηθική συμπεριφορά και κρίση αποτελούν υποχρέωση και πραγματοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών (Wright, 1982). Ωστόσο, η ηθική ικανότητα βελτιώνεται σε κάθε περίπτωση με τη συμμετοχή σε ομάδες και με την πάροδο των ετών (Lapsley, 2006). Στην παρούσα μελέτη, αν και η θεωρία του Piaget αποτέλεσε τη βάση για το γνωστικό κομμάτι της ηθικής ικανότητας, έμφαση δόθηκε στην δομικο-γνωστική θεωρία του Lawrence Kohlberg, η οποία ναι μεν βασίστηκε σ εκείνη του Piaget ασχολήθηκε όμως περαιτέρω με την ανάπτυξη της ηθικής ικανότητας και τα στάδια εξέλιξης των ηθικών αξιών του ατόμου. Επιπλέον, η συγκεκριμένη θεωρία, σε συνδυασμό με τη θεωρία διπλής όψης της ηθικότητας, αποτέλεσαν και το θεωρητικό υπόβαθρο για τη δημιουργία ενός από τα πλέον διαδεδομένα εργαλεία αποτίμησης της ηθικής ικανότητας, το οποίο και υιοθετήθηκε και στην παρούσα εργασία: το Moral Judgment Test-MJT (Lind, 1978). Ως εκ τούτου χρήζουν και οι δυο ειδικής αναφοράς η οποία και ακολουθεί. 2.1.1.1 Θεωρία του Kohlberg Ο Lawrence Kohlberg ήταν ένας σημαντικός εκπρόσωπος και μελετητής της ηθικής συμπεριφοράς. Το έργο του επηρεάστηκε από τις θεωρίες ανάπτυξης και τα γνωστικά στάδια του Piaget και είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας προσωπικής θεωρίας ανάπτυξης της ηθικής. Ειδικότερα, ο Kohlberg μελέτησε την πορεία ανάπτυξης της ηθικής χρησιμοποιώντας ηθικά διλήμματα, μικρές υποθετικές ιστορίες στις οποίες καλούνταν οι συμμετέχοντες να προτείνουν λύσεις. Οι καταστάσεις όμως που παρουσιάζονταν σε αυτά τα υποθετικά σενάρια ήταν αλληλοσυγκρουόμενες και οι συμμετέχοντες δεν έπρεπε μόνο να δώσουν τις σχετικές απαντήσεις αλλά και να

8 εξηγήσουν τη λογική πίσω από την κρίση τους. Σε αυτήν την περίπτωση το ενδιαφέρον εστιαζόταν περισσότερο στο περιεχόμενο και στις ηθικές αξίες της απάντησης παρά στη δομή της (Κακαβούλης, 1994). Τα στάδια ανάπτυξης της ηθικής που προέκυψαν από τη συγκεκριμένη κλινική μέθοδο είναι έξι και ανά δύο εντάσσονται σε τρία επίπεδα: το προσυμβατικό, το συμβατικό και το μετασυμβατικό (Kohlberg, 1977) (Πίνακας 1). Πίνακας 1. Επίπεδα και στάδια της θεωρίας της ηθικής ανάπτυξης (L. Kohlberg) Επίπεδο Στάδιο Χαρακτηριστικά σταδίου Προσυμβατικό Ετερόνομη ηθική Αποφυγή τιμωρίας Ατομικιστική ηθική Ικανοποίηση προσωπικών αναγκών Συμβατικό Αμοιβαίες διαπροσωπικές Ευχαρίστηση τρίτων προσδοκίες Τήρηση νόμου και τάξης Καθήκον και σεβασμός στην εξουσία Μετασυμβατικό Ηθικό κοινωνικό συμβόλαιο Ορισμός ηθικών αρχών και αξιών Ηθική των πανανθρώπινων αρχών Παγκόσμια δικαιοσύνη και ισοτιμία ανθρώπινων δικαιωμάτων Στο πρώτο επίπεδο (προσυμβατικό) ανήκουν συνήθως παιδιά κάτω των εννέα ετών. Το παιδί του προσυμβατικού επιπέδου ανταποκρίνεται ήδη στους πολιτισμικούς κανόνες που του έχουν τεθεί όσον αφορά τι είναι σωστό και τι λάθος, αλλά τους αντιλαμβάνεται με τη στενή έννοια του όρου: της φυσικής δύναμης που διαθέτουν για τιμωρία οι μεγαλύτεροι που θέτουν και τους κανόνες. Το πρώτο στάδιο αυτού του επιπέδου ονομάζεται ετερόνομη ηθική και το δεύτερο ατομικιστική ηθική. Στο πρώτο στάδιο πρωταρχικός στόχος είναι η αποφυγή της τιμωρίας, ενώ στο δεύτερο η ηθική συμπεριφορά έχει να κάνει με το τι ικανοποιεί τις προσωπικές μας ανάγκες και όχι τις ανάγκες των άλλων (Kohlberg & Hersh, 1977).

9 Το συμβατικό επίπεδο χαρακτηρίζεται κυρίως από τη θετική ανταπόκριση στις προσδοκίες τρίτων, όπως η οικογένεια, η ομάδα ή το κράτος. Σε αυτό το επίπεδο ανήκουν οι πιο πολλοί έφηβοι και ενήλικες. Το στάδιο της διαπροσωπικής ευχαρίστησης είναι το πρώτο στάδιο του συμβατικού επιπέδου. Εδώ η καλή συμπεριφορά εκδηλώνεται μόνο για να ευχαριστήσουμε τους «σημαντικούς» άλλους και για να πάρουμε την έγκρισή τους. Σε αυτό το στάδιο όμως η συμπεριφορά για πρώτη φορά κρίνεται και όσον αφορά τη σκοπιμότητά της, παρόλο που γίνεται μόνο για τέρψη άλλων. Στο επόμενο στάδιο, της τήρησης του νόμου και της τάξης, οι σωστές συμπεριφορές έχουν να κάνουν με το καθήκον και την επίδειξη σεβασμού στην εξουσία. Εδώ, η διατήρηση της κοινωνικής τάξης αρχίζει να θεωρείται αρκετά σημαντική, αν και έχει να κάνει πιο πολύ με τη θεωρητική άποψη του τι αποτελεί κοινωνική τάξη, ενώ το ενδιαφέρον γι αυτήν δεν είναι ουσιαστικό (Kohlberg & Hersh, 1977). Το τελικό επίπεδο στο οποίο ανήκει μια μειοψηφία νέων - μετά την ηλικία των είκοσι ετών - και ενηλίκων είναι το μετασυμβατικό. Σε αυτό το επίπεδο γίνεται ουσιώδης προσπάθεια να οριστούν οι ηθικές αρχές και αξίες άσχετα από τα προσωπικά συμφέροντα, τα οποία μπορεί να επιδράσουν αρνητικά πάνω σε αυτές. Στο πρώτο στάδιο αυτού του επιπέδου (πέμπτο κατά σειρά) ή στάδιο του κοινωνικού συμβολαίου, η σωστή συμπεριφορά ορίζεται ως προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και αρχών, τα οποία έχουν οριστεί και επικροτηθεί από ολόκληρη την κοινωνία. Η διατήρηση του νόμου είναι πολύ σημαντική, αλλά δίνεται έμφαση στο γεγονός ότι οι νόμοι μπορούν ν αλλάξουν - αν έτσι εξυπηρετούν το κοινωνικό συμφέρον. Το έκτο και τελευταίο στάδιο ηθικής ανάπτυξης ονομάζεται ηθική των πανανθρώπινων αρχών και σ αυτό η σωστή συμπεριφορά ορίζεται με βάση τη συνείδηση του καθενός. Υπάρχουν ηθικές αρχές και νόμοι αλλά δεν υπάρχει αδιαλλαξία. Κύριο μέλημα του σταδίου είναι

10 οι αρχές της παγκόσμιας δικαιοσύνης και της ισοτιμίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως και ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Kohlberg & Hersh, 1977). Σε γενικές γραμμές όπως υποστήριξε ο Kohlberg (Kohlberg & Hersh, 1977), η ηθική ανάπτυξη εξελίσσεται μέσα στο χρόνο και τα επίπεδα διαδέχονται το ένα το άλλο σε κάθε πολιτισμό. Και τα τρία επίπεδα αποτελούν οργανωμένα συστήματα σκέψης και αντανακλούν ποιοτικές διαφορές στην ηθική ικανότητα από στάδιο σε στάδιο. Συγκεκριμένα το άτομο διέρχεται από την πρώτη φάση της ηθικής ετερονομίας (1 ο επίπεδο) στο επίπεδο της ηθικής αυτονομίας (5 ο και 6 ο στάδιο). Να σημειωθεί εδώ ότι, ένα άτομο δεν μπορεί να μεταπηδήσει από το πρώτο στάδιο ενός επιπέδου στα στάδια ενός άλλου επιπέδου και η ανάπτυξη δεν είναι δυνατό να παλινδρομήσει, για παράδειγμα από το τέταρτο στάδιο πίσω στο τρίτο. Επίσης, σε οποιοδήποτε στάδιο ηθικής ανάπτυξης κι αν ανήκει το άτομο, αυτό συνεπάγεται αυτομάτως ότι κατανοεί απόλυτα την λογική χαμηλότερων σταδίων, απλά προτιμά να λειτουργεί στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο ηθικής κρίσης (Kohlberg & Hersh, 1977). Τέλος, ο Kohlberg τόνισε το γεγονός ότι η ηθική κρίση είναι απαραίτητη αλλά όχι επαρκής συνθήκη για την ηθική δράση και ότι και άλλοι παράγοντες μπορεί επίσης να επηρεάσουν την τελική συμπεριφορά, όπως η συναισθηματική φόρτιση τη δεδομένη στιγμή και η θέληση ή η δύναμη του εγώ (Kohlberg & Hersh, 1977). Σαφώς η ηθική κρίση παίζει το σημαντικότερο αλλά όχι και το μοναδικό ρόλο όσον αφορά στην ηθική συμπεριφορά. Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης οι εμπειρίες του κάθε ατόμου όπως και η προσωπικότητά του. Μία άλλη παράμετρος που συνδέεται άρρηκτα με την ηθική ικανότητα είναι και η προ-κοινωνική συμπεριφορά ή προ-κοινωνικός ηθικός συλλογισμός, όρος που χρησιμοποιήθηκε από την Eisenberg (1998). Αυτού του είδους ο συλλογισμός είναι διαφορετικός από του Kohlberg, λόγω του ότι δεν εστιάζει σε θέματα που συνδέονται

11 με νόμους, κανόνες ή υποχρεώσεις, αλλά με το προσωπικό κόστος που έχει η κάθε απόφαση για το άτομο. Τα ηθικά διλήμματα που χρησιμοποιούνται στο εργαλείο αποτίμησης του προκοινωνικού ηθικού συλλογισμού δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην εκδήλωση θετικών κοινωνικών συμπεριφορών και όχι στους ηθικούς κανόνες - όπως συνέβαινε με τις συνεντεύξεις του Piaget και του Kohlberg. Με άλλα λόγια το κεντρικό σημείο αφορά στην απόφαση κάποιου να βοηθήσει κάποιον άλλον κάνοντας μια προσωπική θυσία. 2.1.1.2 Το μοντέλο διπλής όψης της ηθικότητας Οι παραπάνω θεωρίες αποτέλεσαν τις βάσεις για τη δημιουργία σύγχρονων θεωριών και αντιλήψεων πάνω σε ζητήματα ηθικής κρίσης και ηθικού συλλογισμού. Ένας από τους σύγχρονους ερευνητές της ηθικής ανάπτυξης είναι και ο Lind (2002), ο οποίος τόνισε ότι τα κίνητρα ή ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου δεν θα πρέπει να εξετάζονται ξεχωριστά όσον αφορά την ηθική κρίση, αλλά ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ηθικής ικανότητας. Βασιζόμενος στα προαναφερόμενα μοντέλα ηθικής ανάπτυξης, ο Lind υποστήριξε δύο αρχές προκειμένου να μεταφραστεί η ηθική ικανότητα σε ηθική πράξη: α) το ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ηθικά ιδεώδη και αρχές και β) το ότι για να μεταφραστούν τα ηθικά ιδεώδη και αρχές σε ηθικές ικανότητες πρέπει να υπάρχει και η ανάλογη υποστήριξη από περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η οικογένεια ή το σχολείο (Lind, 2002). Επιπλέον, ο Lind διατύπωσε το μοντέλο διπλής όψης της ηθικότητας βάσει του οποίου το συναίσθημα (ηθικά ιδεώδη) και η νόηση (ηθικές ικανότητες) είναι διαφορετικές αλλά αδιαχώριστες όψεις της ίδιας συμπεριφοράς (Lind, 2003). Στο πλαίσιο αυτό οι ηθικές αρχές αποτελούν προϋπόθεση για την εκδήλωση της ηθικής συμπεριφοράς αλλά από μόνες τους δεν επαρκούν. Έτσι, σχετικές έρευνες έδειξαν ότι

12 ακόμη και τα παραβατικά άτομα διαθέτουν ηθικά ιδεώδη - αν και σε χαμηλότερα επίπεδα από τα μη παραβατικά - ωστόσο δεν εφαρμόζουν τις ηθικές αυτές αρχές σε πράξη (Jan Stams et al., 2006). Οι παραπάνω προβληματισμοί οδήγησαν στη δημιουργία από τον Lind ενός εργαλείου που να αποτιμά ταυτόχρονα τόσο τους γνωστικούς όσο και τους συγκινησιακούς παράγοντες της ηθικής δράσης, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό με τα προγενέστερα εργαλεία μέτρησης, είτε γιατί εστιάζονταν αποκλειστικά και μόνο στην αποτίμηση υπακοής κανόνων, είτε γιατί δεν λάμβαναν υπόψη την πρόθεση του ατόμου για ηθική πράξη. Έτσι, κατασκευάστηκε το Moral Judgment Test MJT (Lind, 1978) το οποίο αποτιμά όχι μόνο την ικανότητα ηθικής κρίσης, αλλά και την ηθική στάση του ατόμου και μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε απλά ως αποτίμηση του δείκτη ηθικής ικανότητας είτε για την αποτίμηση παρεμβατικών προγραμμάτων στην εκπαίδευση. 2.1.2 Θεωρητικό υπόβαθρο για την ανάπτυξη προσωπικότητας Εξελικτικά ιδωμένη η προσωπικότητα από τη γέννηση και στα πρώτα χρόνια της ζωής είναι απλοϊκή. Ωστόσο, καθώς το άτομο αναπτύσσεται, η προσωπικότητα γίνεται πολυπλοκότερη, μιας και συνιστώσες όπως η κουλτούρα, το περιβάλλον και οι καταστάσεις επηρεάζουν την εξέλιξή της. Παρόλα αυτά η προσωπικότητα θεωρείται μια σταθερή δομή του ανθρώπου στις διαφορετικές καταστάσεις που αυτός ζει, η οποία δεν αλλάζει με την πάροδο του χρόνου, αν και προσαρμόζεται στις ανάγκες που προκύπτουν (Piedmont, 1998). Όσον αφορά στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, κατά καιρούς υπήρξαν διάφορες θεωρίες και δημιουργήθηκαν αρκετά τεστ τα οποία επιχείρησαν να κατηγοριοποιήσουν τα διάφορα χαρακτηριστικά αυτής. Έτσι, η ψυχοδυναμική άποψη

13 με κύριο εκπρόσωπο τον Freud (1935), όρισε την προσωπικότητα βάσει τριών επιπέδων: α) το id (εκείνο), την πηγή των ενστίκτων και των ορμών του ατόμου, β) το ego (εγώ), το λογικό και συνειδητό κομμάτι της ανθρώπινης σκέψης και γ) το superego (υπερ-εγώ) που αντιπροσωπεύει τους ηθικούς φραγμούς του ατόμου. Συνήθως το άτομο διακατέχεται από μια ισορροπία μεταξύ των τριών επιπέδων, σε περίπτωση όμως που αυτή διαταραχτεί προκύπτουν ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία και χρήζουν ψυχολογικής υποστήριξης (Shaffer, 1993). Περεταίρω, ο Freud υποστήριξε ότι η προσωπικότητα διέρχεται από διάφορα στάδια, στη διάρκεια των οποίων υπάρχει η επικέντρωση σε συγκεκριμένες ζώνες του σώματος και επιπλέον ότι επηρεάζεται από τις κοινωνικές επαφές, τα άγχη και την ικανοποίηση των αναγκών κατά την παιδική ηλικία. Αργότερα, ο Allport (1960) μίλησε για πρωτεύοντα και δευτερεύοντα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, τα οποία εκφράζονται ανάλογα με τις περιστάσεις και επηρεάζονται άμεσα και από τις γενετικές προδιαθέσεις του κάθε ατόμου. Μελέτησε υγιή άτομα, σε αντίθεση με τον Freud ο οποίος μελέτησε άτομα που έχρηζαν ψυχολογικής υποστήριξης, και πίστευε πως το κάθε άτομο είναι μοναδικό (Schultz, 1976). Σύμφωνα με τον Allport (1961) τα πρωτεύοντα χαρακτηριστικά είναι η διάχυτη προδιάθεση του ατόμου και κάθε πράξη του τελευταίου (ενν. του ατόμου) έχει τις ρίζες της σε αυτά, ενώ τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά, τα οποία είναι λιγότερο εμφανή, ορίζουν τις γενικευμένες και μόνιμες προδιαθέσεις του. Τέλος ο Allport (1961) μίλησε και για κεντρικά χαρακτηριστικά τα οποία καλύπτουν ένα πιο περιορισμένο φάσμα καταστάσεων. Σε γενικές γραμμές το χαρακτηριστικό είναι η σταθερότητα της συμπεριφοράς του ατόμου, ενώ η αναγνώριση της περίστασης εξηγεί τη μεταβλητότητα της συμπεριφοράς αυτής σε κάποιες περιπτώσεις.

14 Μεταγενέστερα, ο Eysenck (1976) έδωσε έμφαση στη βιολογική υπόσταση του χαρακτήρα, αυτό που σήμερα ονομάζουμε ταμπεραμέντο, όπως και στη κληρονομικότητα. Σύμφωνα με το δικό του μοντέλο η προσωπικότητα η ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία έχει τρεις ανεξάρτητες διαστάσεις: α) Νευρωτισμός, β) Ψυχωτισμός και γ) Εξωστρέφεια-Εσωστρέφεια. Για παράδειγμα τα άτομα που έχουν αναπτυγμένο τον Ψυχωτισμό είναι απαθή και μοναχικά, τα άτομα που έχουν ανεπτυγμένο τον Νευρωτισμό τείνουν να είναι συναισθηματικά ευμετάβλητα, και τα Εξωστρεφή είναι ιδιαιτέρως κοινωνικά, ενώ τα Εσωστρεφή έχουν τη τάση για ενδοσκόπηση και είναι συγκρατημένα (Pervin & John, 1999). Τέλος, ο Cattell (1943) έδωσε έμφαση στους όρους οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην καθημερινή γλώσσα για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς και κατέληξε σε 16 πρωτογενείς παράγοντες της προσωπικότητας, από τους οποίους προέκυψε και το αντίστοιχο ερωτηματολόγιο (Sixteen Personality Factor Questionnaire 16PF, 1970). Σε γενικές γραμμές η μελέτη της προσωπικότητας έχει απασχολήσει κατά καιρούς τους ερευνητές κυρίως για την απόκτηση επιστημονικής γνώσης αλλά και για πρακτικούς λόγους, όπως η αξιολόγηση των ανθρώπων και η «αλλαγή» τους για αυτούς που χρήζουν ψυχολογικής υποστήριξης. Στην προσπάθεια αυτή οι διάφοροι μελετητές επιχείρησαν να κατηγοριοποιήσουν την προσωπικότητα σε παράγοντες, ώστε η μελέτη της να είναι ουσιώδης και να υπάρχει η δυνατότητα σύγκρισης μεταξύ των ατόμων. Προς αυτή την κατεύθυνση ο Galton έκανε την πρώτη προσπάθεια να υπολογίσει και να ταξινομήσει τα χαρακτηριστικά των ατόμων, αλλά και να καταγράψει τους επιθετικούς προσδιορισμούς που αποδίδουν οι άνθρωποι στους άλλους όταν τους περιγράφουν (Τσαούσης, 1999). Οι πρώτες μελέτες όμως όπου οι ερευνητές αναφέρθηκαν σε παράγοντες προσωπικότητας ήταν των Tupes και Christal (1961), οι οποίοι μίλησαν για πέντε τέτοιους βασικούς παράγοντες, χωρίς όμως να δοθεί η

15 πρέπουσα σημασία στη δουλειά τους στις δεκαετίες του 60 και του 70. Στη δεκαετία του 80 όμως έγινε εμφανές ότι αυτοί οι πέντε παράγοντες «αναδύονται» σε μελέτες με παιδιά, ενήλικες, φοιτητές και υπερήλικες, άντρες και γυναίκες, και σε δείγματα Άγγλων, Ολλανδών, Γερμανών και Ιαπώνων (John, 1990). Σήμερα το μοντέλο των παραγόντων για την κατηγοριοποίηση της προσωπικότητας θεωρείται έγκυρο και βασικό για τη μελέτη αυτής, όχι μόνο σε θεωρητικό αλλά και σε πρακτικό επίπεδο. Ο τύπος της προσωπικότητας καθορίζεται από αυτούς τους παράγοντες ή χαρακτηριστικά, καθώς και την ατομική κοσμοθεωρία του ατόμου και τις καταστάσεις με τις οποίες αυτό αντιπαρατίθεται καθημερινά (Pulkkinen, 1996). Για το σκοπό αυτό οι τρεις βασικές θεωρίες που χρησιμοποιούν τους παράγοντες ως βασικές δομές για την ανάλυση της προσωπικότητας θα αναφερθούν σε μεγαλύτερη έκταση περαιτέρω. 2.1.2.1 Το μοντέλο τριών παραγόντων του Eysesenck Η πατρότητα του μοντέλου των τριών παραγόντων προσωπικότητας αποδίδεται στον Eysenck (1947), ο οποίος συνδύασε τυπολογικές θεωρίες και θεωρίες γνωρισμάτων και κατέληξε - με τη βοήθεια της παραγοντικής ανάλυσης - ότι τα άτομα έχουν δύο διαστάσεις: α) Ασταθής-Σταθερός και β) Εξωστρέφεια-Εσωστρέφεια. Αργότερα μετά από έρευνες πρόσθεσε και μια τρίτη διάσταση, τον Ψυχωτισμό (Eysenck, 1992). Σε γενικές γραμμές τα άτομα τα οποία έχουν υψηλά σκορ στην Εξωστρέφεια είναι κοινωνικά, δραστήρια, ζωντανά και ψάχνουν συνεχώς νέες περιπέτειες. Τα άτομα τα οποία έχουν υψηλά σκορ στην Αστάθεια είναι αγχώδη, μελαγχολικά και αντιδρούν έντονα σε αρνητικά ερεθίσματα που λαμβάνουν από το περιβάλλον. Τέλος, τα άτομα

16 τα οποία διακατέχονται από Ψυχωτισμό είναι ισχυρογνώμονες, ασυμβίβαστα και, σε μερικές περιπτώσεις, επιδεικνύουν αντικοινωνικές συμπεριφορές (πρβλ. Εικόνα 1). Εικόνα 1: Γραφική απεικόνιση της θεωρίας του Eysenck Eysenck, H. J., & Rachman, S. (1965). The causes and cures of neurosis. San Diego,CA: Knapp. Περαιτέρω, ο Eysenck έδωσε ιδιαίτερη βάση στην βιολογική υπόσταση του χαρακτήρα και την κληρονομικότητα, όντας υπέρμαχος του γενετικού υπόβαθρου στη διαμόρφωση του χαρακτήρα. Τόνισε ότι οι βιολογικές διαφορές στον εγκέφαλο του κάθε ατόμου και η διαφορετική ανάπτυξη του νευρικού του συστήματος έχουν ως αποτέλεσμα και τη διαφορετικότητα της προσωπικότητας (Κουτουβίδης, Μηνογιάννη & Βαρσου, 2004). Για παράδειγμα, η θέση του ατόμου στην κλίμακα Εξωστρέφειας- Εσωστρέφειας βασίζεται και καθορίζεται από τα επίπεδα εγκεφαλικής δραστηριότητας. Τα εξωστρεφή άτομα έχουν υψηλή διέγερση ενώ τα εσωστρεφή χαμηλά επίπεδα διέγερσης. Παρόλ αυτά, θεωρεί πέρα από το γενετικό υπόβαθρο, ο Eysenck θεωρούσε

17 σημαντικές στην ανάπτυξη της συμπεριφοράς και τις εμπειρίες, δεδομένου ότι σε κάθε κοινωνία οι αποδεκτές συμπεριφορές επιβραβεύονται ενώ οι μη-αποδεκτές τιμωρούνται. Για την αποτίμηση της προσωπικότητας ο Eysenck σχεδίασε δύο ερωτηματολόγια: α) το Ερωτηματολόγιο Προσωπικότητας Maudsley (1959) και β) το Ερωτηματολόγιο Προσωπικότητας Eysenck (1969). Ωστόσο, το μοντέλο του Eysenck δεν επικράτησε γιατί δε μπορούσε να απαντήσει στα ερευνητικά ερωτήματα που πρόεκυπταν και προκύπτουν στη μελέτη της προσωπικότητας, λόγω του ότι οι παράγοντες του είναι μόνο τρεις και δεν επαρκούν στο να εξηγήσουν τη δομή της προσωπικότητας (Zuckerman, Kuhlman, Joireman, Teta & Kraft, 1993). 2.1.2.2 Το μοντέλο δεκαέξι παραγόντων του Cattell Η δημιουργία του μοντέλου των 16 παραγόντων για την ανάλυση της προσωπικότητας αντικατοπτρίζει την προσωπικότητα του ίδιου του εμπνευστή της. Ο Cattell, όντας ο ίδιος φυσικός, προσπάθησε να αποδώσει στον τομέα της επιστήμης της προσωπικότητας την εγκυρότητα των φυσικών επιστημών. Έτσι χρησιμοποίησε ως βάση της θεωρίας του τον περιοδικό πίνακα των χημικών στοιχείων του Mendeleev και κατέληξε σε 16 παράγοντες που διαχωρίζονται σε 2 κατηγορίες: α) τα πηγαία ή βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι υποκείμενες δομές και αποτελούν τη βάση της προσωπικότητας και β) τα επιφανειακά χαρακτηριστικά, το οποία είναι σύνολα συμπεριφορών και αποτελούνται από σειρά στοιχείων. (πρβλ. εικόνα 2). Όσον αφορά στις ικανότητες, αυτές σχετίζονται με τις ιδιότητες του ατόμου όπως η ευφυΐα, η ιδιοσυγκρασία, το πως αυτό (ενν. το άτομο) αντιμετωπίζει συναισθηματικές καταστάσεις, καθώς και τα κίνητρα και οι στόχοι που έχει. Τα επιφανειακά χαρακτηριστικά αναφέρονται σε συμπεριφορές που επιφανειακά

18 συγκλίνουν με τα πρωτογενή χαρακτηριστικά και αλληλοεξαρτώνται από αυτά (Ποταμιανός, 1997). Εικόνα 2: Γραφική απεικόνιση της θεωρίας του Cattell Πρωτογενείς κλίμακες Χαμηλά Σκορ Υψηλά Σκορ 1 Συγκρατημένος Εξωστρεφής 2 Λιγότερο Έξυπνος Περισσότερο Έξυπνος 3 Σταθερός, Ισχυρό Εγώ Συναισθηματικός/Νευρωτισμός 4 Ταπεινός Διεκδικητικός 5 Σοβαρός Εύθυμος 6 Συμφεροντολόγος Ευσυνείδητος 7 Ντροπαλός Ριψοκίνδυνος 8 Επίμονος Διαλλακτικός 9 Γεμάτος Εμπιστοσύνη Καχύποπτος 10 Πρακτικός Επινοητικός 11 Ευθύς Πονηρός 12 Ήρεμος Ενεργητικός 13 Συντηρητικός Τολμηρός 14 Εξαρτημένος από την Ομάδα Αυτάρκης 15 Απείθαρχος Πειθαρχημένος 16 Χαλαρός Σφιγμένος Δευτερογενείς παράγοντες Εσωστρέφεια Άγχος Ορθολογισμός Ανεξαρτησία Αυτοέλεγχος Προσαρμογή Ηγετικότητα Δημιουργικότητα Hsu, S.H., & Chan, T. (1994). A study of inspection performance and the personality of quality inspectors. International Journal of Quality & Reliability Management, 11, 55-65. Για την αποτίμηση των 16 παραγόντων ο Cattell δημιούργησε σε συνεργασία με τους Tatsuoka και Eber, το Sixteen Personality Factor Questionnaire 16PF (1970). Το συγκεκριμένο τεστ είναι ιδιαιτέρως διαδομένο για την επιλογή προσωπικού και από συμβούλους καριέρας, καθώς και από σύμβουλους γάμου, και έχει μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες. Επιπλέον οι 16 παράγοντες του Cattell συνδέονται με τους

19 πέντε βασικούς παράγοντες προσωπικότητας που δημιούργησαν οι McCrae και Costa (1989) (Πίνακας 2). Για την ακρίβεια σύμφωνα με τους Cattell και Mead (2008) η ερευνητική ανάπτυξη του μοντέλου των πέντε παραγόντων βασίστηκε στην ανάλυση των υποκλιμάκων του 16PF, ενώ μεταγενέστερες μελέτες υποδεικνύουν την σύγκλιση των δύο (Gerbing & Tuley, 1991 Conn & Rieke, 1994 H. E. P. Cattell, 1996 Schneewind & Graf, 1998 Carnivez & Allen, 2005). Πίνακας 2. Σύγκλιση μοντέλου Cattell με το μοντέλο των McCrae & Costa 16PF (Cattell) Εξωστρέφεια/Εσωστρέφεια Ήρεμος/Ενεργητικός Επίμονος/ Διαλλακτικός Αυτάρκης/Εξαρτημένος από την ομάδα Πειθαρχημένος/Απείθαρχος NEO-PI (McCrae & Costa) Εξωστρέφεια Νευρωτισμός Δεκτικότητα στις εμπειρίες Προσήνεια Ευσυνειδησία 2.1.2.3 Το μοντέλο πέντε παραγόντων των Costa και McCrae Όλοι οι προαναφερόμενοι επιστήμονες-ψυχολόγοι συνεισέφεραν στη μελέτη της προσωπικότητας και στην ανάλυση των βασικών της μονάδων. Σήμερα οι απόψεις περί προσωπικότητας φαίνεται να συγκλίνουν στο μοντέλο των πέντε παραγόντων, μετά από έρευνες των Paul Costa και Robert McCrae (1992) (βλ. εικόνα 3). Ειδικότερα, η κατηγοριοποίηση της προσωπικότητας σε πέντε παράγοντες προέκυψε αφενός από την ανάλυση προτάσεων, οι οποίες περιείχαν γλωσσικούς όρους για τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και αφετέρου από τη συσχέτιση ερωτηματολογίων των χαρακτηριστικών με άλλα ερωτηματολόγια προσωπικότητας, καθώς και από την ανάλυση της γενετικής συμβολής στην προσωπικότητα του κάθε ατόμου (Piedmont, 1998).

20 Επί της ουσίας το μοντέλο των πέντε παραγόντων είναι ένα δομικό μοντέλο, το οποίο υποστηρίζεται από πολλούς ερευνητές ως ένα χρήσιμο εργαλείο αποτίμησης της προσωπικότητας. Η άποψη αυτή στηρίζεται αφενός στη δημιουργία ενός εργαλείου που βασίζεται στους πέντε παράγοντες (το Personality Inventory των Costa και McCrae, 1989) αφετέρου σε λεξιλογικές μελέτες που έχουν γίνει στα γερμανικά (Ostendorf, 1990) και στα ολλανδικά (De Raad,Hendriks, & Hofstee, 1992), οι οποίες τόνισαν τη διαπολιτισμική σημασία του μοντέλου και εξήγησαν τη διάδοση του στον ερευνητικό τομέα. Το συγκεκριμένο μοντέλο δεν υποστηρίζει ότι οι όποιες διαφορές στην προσωπικότητα του καθενός περιορίζονται μόνο σε πέντε βασικούς παράγοντες, αλλά ότι αυτοί αντιπροσωπεύουν τα υψηλότερα επίπεδα, από μια μεγάλη γκάμα χαρακτηριστικών, στην ιεραρχία της προσωπικότητας (Schmukle, Back & Egloff, 2008). Ο λόγος που το συγκεκριμένο μοντέλο επικράτησε στο χώρο της ψυχολογίας σε αντίθεση με εκείνα των Eysenck (1947) και Cattell (1957), ήταν ότι αφενός το μοντέλο του Cattell θεωρήθηκε πολύπλοκο λόγω των πολλών παραγόντων του (16 συνολικά) (βλ. παραπάνω) και ως εκ τούτου δύσχρηστο ερευνητικά και αφετέρου ότι το μοντέλο του Eysenck θεωρήθηκε ανεπαρκές δεδομένου ότι οι παράγοντες του είναι μόνο τρεις και ως εκ τούτου δε δύναται να ερμηνεύσουν τη δομή της προσωπικότητας (Zuckerman, Kuhlman, Joireman, Teta & Kraft, 1993).

21 Εικόνα 3: Γραφική απεικόνιση της θεωρίας των πέντε παραγόντων Σύμφωνα με τους Costa και McCrae οι πέντε βασικές μονάδες-παράγοντες της προσωπικότητας είναι τα: νευρωτισμός, εξωστρέφεια, δεκτικότητα στην εμπειρία, προσήνεια και ευσυνειδησία (Πίνακας 3). Πιο συγκεκριμένα, ο νευρωτισμός αξιολογεί την προσαρμοστικότητα του ατόμου σε αντίθεση με τη συναισθηματική αστάθεια. Υψηλά σκορ σε αυτήν την υποκλίμακα υποδεικνύουν μια προδιάθεση του ατόμου σε ψυχολογικό στρες, νευρική ένταση, δυσπροσαρμοστικότητα όσον αφορά σε συμπεριφορές και ευπάθεια σε κάποιο κλινικό σύνδρομο (Costa & Widiger, 1994). Η κλίμακα της εξωστρέφειας αντιπροσωπεύει την ένταση των διαπροσωπικών σχέσεων και την ικανότητα του ατόμου να αισθανθεί χαρά και ευχαρίστηση. Υψηλά σκορ χαρακτηρίζουν κοινωνικά ενεργά άτομα, ενώ χαμηλά σκορ υποδεικνύουν άτομα τα οποία είναι συγκρατημένα, υποχωρητικά και ήσυχα (Piedmont, 1998). Η δεκτικότητα στην εμπειρία έχει να κάνει με την ενεργή αναζήτηση δραστηριότητας και καινούργιων εμπειριών. Υψηλά σκορ στη συγκεκριμένη υποκλίμακα δείχνουν ότι τα άτομα είναι περίεργα, δημιουργικά και εφευρετικά, ενώ χαμηλά σκορ δείχνουν άτομα συμβατικά, με έλλειψη αναλυτικής σκέψης, καθώς και έλλειψη καλλιτεχνικού αισθητηρίου. Να σημειωθεί εδώ ότι από όλες τις κλίμακες η τελευταία έχει ερευνηθεί και αναπτυχθεί λιγότερο (Piedmont, 1998). Περαιτέρω, η κλίμακα της προσήνειας μελετά τις απόψεις του ατόμου ως προς τους άλλους. Χαμηλά σκορ δείχνουν ότι το άτομο διακατέχεται

22 από μια κυνικότητα και παρεμβατικότητα, ενώ αντίθετα υψηλά σκορ δείχνουν μια πιο ανοιχτή στάση απέναντι στους άλλους, αλτρουιστικές συμπεριφορές και εμπιστοσύνη στις ανθρώπινες σχέσεις (Piedmont, 1998). Τέλος, ο παράγοντας ευσυνειδησία έχει να κάνει με τη στάση του ατόμου και το πώς αυτό προσεγγίζει έναν στόχο. Άτομα που διακατέχονται από ευσυνειδησία είναι οργανωμένα, αξιόπιστα και αρκετά πειθαρχημένα όσον αφορά στην επίτευξη ενός στόχου, σε αντίθεση με τα ασυνεπή τα οποία είναι αμελή, άβουλα και αναξιόπιστα (Piedmont, 1998). Το μοντέλο των πέντε παραγόντων έχει ουσιαστικές πρακτικές εφαρμογές, καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επαγγελματικό προσανατολισμό, για τη διάγνωση της προσωπικότητας και της ψυχοπαθολογίας, καθώς και για αποφάσεις σχετικά με την εξέλιξη της ψυχολογικής θεραπείας (Costa & McCrae, 1992). Ολοκληρώνοντας, είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι μέσα από την ανάλυση των πέντε παραγόντων προσωπικότητας προέκυψε το ερωτηματολόγιο προσωπικότητας ΝΕΟ Personality Inventory (Costa & McCrae, 1992), το οποίο έχει σταθμιστεί και για τα ελληνικά δεδομένα ( Τεστ Χαρακτηριστικών Προσωπικότητας 5, 2000). Πίνακας 3. Χαρακτηριστικά προσωπικότητας Μοντέλο 5 παραγόντων Παράγοντας Υψηλά σκορ Χαμηλά σκορ Εξωστρέφεια Κοινωνικά ενεργά άτομα Συγκρατημένα και υποχωρητικά άτομα Νευρωτισμός Δυσπροσαρμοστικότητα Προσαρμοστικότητα Δεκτικότητα στην εμπειρία Προσήνεια Ευσυνειδησία Δημιουργικότητα, εφευρετικότητα Αλτρουισμός,εμπιστοσύνη στους άλλους Οργάνωση, αξιοπιστία και πειθαρχεία Έλλειψη αναλυτικής σκέψης ή καλλιτεχνικού αισθητηρίου Κυνικότητα, παρεμβατικότητα σε καταστάσεις Αμέλεια, αβουλία και αναξιοπιστία

23 Έρευνες για την προσωπικότητα έδειξαν ότι το μοντέλο των πέντε παραγόντων αντικατοπτρίζει τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας των ατόμων σε αρκετές Ευρωπαϊκές και Ασιατικές χώρες (ενδεικτικές μελέτες Capara, Barbaranelli, Borgogni & Perugini, 1993 Capara, Barbaranelli & Comrey, 1995 Borkenau & Ostendorf, 1990 κλπ). Επιπλέον το συγκεκριμένο μοντέλο, χρησιμοποιώντας ως πλεονέκτημα τη λεξιλογική του προέλευση μπορεί και περιγράφει τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας με απλή διατύπωση ώστε να τα καταλαβαίνει ο ερωτηθέντας (De Raad, 1998). Θεωρείται διαπολιτισμικό, καθώς έχει χρησιμοποιηθεί για την αποτίμηση προσωπικότητας σε πολλές χώρες, παρά τις διαφορές στην κουλτούρα, ιστορία, οικονομική και κοινωνική ζωή και ιδεολογία (Gurven, von Rueden, Massenkoff, Kaplan & Vie, 2013). Πιο συγκεκριμένα, μελέτες οι οποίες βασίστηκαν στο εν λόγω μοντέλο και εφαρμόστηκαν σε εφήβους ηλικίας 14 ως 17 ετών από πέντε διαφορετικές χώρες (Γερμανία, Αγγλία, Ισπανία, Τσεχοσλοβακία και Τουρκία) (McCrae et al., 2000) και σε δείγματα με χαρισματικά παιδιά της έκτης δημοτικού στην Αμερική (Parker & Stumpf, 1998), έδειξαν ότι η συγκεκριμένη θεωρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί και διαπολιτισμικά για να εξηγήσει διαφορές στην προσωπικότητα των εφήβων και των παιδιών. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι η μελέτη των χαρακτηριστικών προσωπικότητας στα παιδιά είναι ιδιαίτερα δύσκολη, αφενός γιατί η προσωπικότητα τους δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως και αφετέρου επειδή οι αλλαγές λαμβάνουν χώρα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στο παρελθόν οι τυχόν διαφορές στο χαρακτήρα των παιδιών αποδίδονταν περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία αυτών και όχι σε διαφορές στους παράγοντες προσωπικότητας (Robins, Fraley, Roberts & Trzesniewski, 2001). Παράλληλα τα αρχικά εργαλεία αποτίμησης και περιγραφής της προσωπικότητας των παιδιών (τα οποία συμπλήρωναν οι γονείς για να περιγράψουν το χαρακτήρα των

24 παιδιών τους), επικεντρωνόταν περισσότερο σε προβλήματα συμπεριφοράς ή σε προσδοκώμενα κοινωνικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα έπρεπε να έχουν τα παιδιά με βάση την ηλικία τους. Επιπλέον, μεταξύ των ερευνητών δεν υπήρχε συμφωνία όσον αφορά στον ορισμό της προσωπικότητας στα παιδιά, δεδομένου του νεαρού της ηλικίας τους, με αποτέλεσμα να υπάρχει πληθώρα ερωτηματολογίων χωρίς κοινό παρονομαστή. Ωστόσο στα νεότερα χρόνια ψυχολόγοι που κατά καιρούς μελέτησαν την προσωπικότητα σε νεαρές ηλικίες - δίνοντας έμφαση στο κατά πόσο το μοντέλο των πέντε παραγόντων δύναται να χρησιμοποιηθεί για να περιγραφούν ατομικές διαφορές στις αναπτυξιακές ηλικίες - επαλήθευσαν την εφαρμογή του συγκεκριμένου μοντέλου όχι μόνο στην παιδική ηλικία αλλά και στην εφηβεία (Digman,1963 Digman & Inouye, 1986 John, Caspi, Robins, Moffit,& Stouthamer-Loeber, 1994 Kohnstamm, Halverson, Mervielde,& Havill, 1998 Lamb, Chuang, Wessels, Broberg, & Hwang, 2002). Τέλος, σε παρόμοια σχετική μελέτη των Hampson και Goldberg (2006) εντοπίστηκε μια σταθερότητα των χαρακτηριστικών προσωπικότητας από την παιδική ηλικία στη μεσήλικη ζωή. Το εν λόγω εύρημα αφορούσε κυρίως τα χαρακτηριστικά της εξωστρέφειας και της ευσυνειδησίας, ενώ για τον παράγοντα νευρωτισμός δε βρέθηκε να υπάρχει σταθερότητα. Από τη στιγμή που το μοντέλο των πέντε παραγόντων φάνηκε πρόσφορο για την εκτίμηση της προσωπικότητας ήδη από τις αναπτυξιακές ηλικίες και προκειμένου να καλυφθεί το σχετικό ερευνητικό κενό, οι Halverson και συν. (Halverson, Havill, Deal, Baker, Victor & Pavlopoulos, 2003) επικεντρώθηκαν στην κατασκευή ενός νέου ερωτηματολογίου συνδυάζοντας τα πέντε βασικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας με τις συμπεριφορές μικρών παιδιών και παιδιών προ-εφηβικής ηλικίας όπως αυτές προέκυψαν από τις παρατηρήσεις των γονέων τους. Μετά από μια χρονοβόρα και

25 δύσκολη διαδικασία, στη διάρκεια της οποίας συγκεντρώθηκαν, από επτά διαφορετικές χώρες, αρχικά περισσότερες από 3000 περιγραφές για παιδιά 3-14 ετών, συστήθηκε το Inventory of Child Individual Differences. Από τον όγκο των δεδομένων που προέκυψαν από αυτές τις περιγραφές φάνηκε ότι οι τελευταίες ήταν σε μεγάλο βαθμό συμβατές μεταξύ τους, άσχετα από τη χώρα προέλευσής τους. Επιπλέον, πάνω από το 80% αυτών των εκφράσεων που χρησιμοποίησαν οι γονείς στις περιγραφές τους ταίριαζε με τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας στη βάση του μοντέλου των 5 παραγόντων. Στη συνέχεια, το ερωτηματολόγιο δόθηκε στα πλαίσια μιας συγκριτικής μελέτης, σε παιδιά στις Η.Π.Α., στην Κίνα και στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχει συμφωνία όσον αφορά στους παράγοντες προσωπικότητας και στις τρεις χώρες και ότι τα παιδιά από μικρές ηλικίες διαθέτουν σχετικά σταθερά χαρακτηριστικά προσωπικότητας, τα οποία και αποτελούν τη βάση για το χαρακτήρα που παρατηρείται στην ενήλικη ζωή τους (Halverson, Havill, Deal, Baker, Victor, Pavlopoulos, Besevegis, & Wen, 2003). Ολοκληρώνοντας, είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι σήμερα το μοντέλο των πέντε παραγόντων έχει ουσιαστικές πρακτικές εφαρμογές, καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επαγγελματικό προσανατολισμό, για διάγνωση της προσωπικότητας και της ψυχοπαθολογίας, καθώς και για αποφάσεις σχετικά με την εξέλιξη της ψυχολογικής θεραπείας (Costa & McCrae, 1992). 2.2 Εμπειρικές έρευνες Πολλοί ερευνητές στο παρελθόν απασχολήθηκαν με την ανάπτυξη της προσωπικότητας και το πώς αυτή μπορεί να επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων στους ενήλικες. Οι ψυχολόγοι Havigharst και Taba (1949) ήταν από τους πρώτους που συνδύασαν διαφορές στο χαρακτήρα και στην ηθική ικανότητα, όπως και ο Wright (1971) ο οποίος μίλησε για χαρακτηρολογικούς τύπους με βάση της ηθικές αρχές που