Τι ήταν ο «Μακεδονικός αγών» και ποια τα μηνύματά του για το σήμερα; Ένας συνοπτικός ορισμός είναι ο ακόλουθος: «Η προσπάθεια απελευθέρωσης της Μακεδονίας από τον ζυγό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η Ένωσή της με τις ήδη απελευθερωμένες περιοχές της νοτιότερης Ελλάδος». Με διαφορετικά λόγια θα μπορούσαμε να τον περιγράψουμε και ως την συνέχεια της εθνεγερσίας του 1821 για την εθνική ολοκλήρωση του ελληνισμού. Και τούτο διότι οι Μακεδόνες συντονίστηκαν αμέσως με την Επανάσταση, οι δε σφαγές της Χαλκιδικής και το ολοκαύτωμα του 1822 της Νάουσας μας γεμίζουν μεν θλίψη, αλλά παράλληλα μας απαγορεύουν να παραβλέψουμε ή ακόμη χειρότερα, να λησμονήσουμε, την συμμετοχή και προσφορά των Μακεδόνων Ελλήνων στους εθνικούς αγώνες. Στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε ένα σχόλιο: Συχνά ακούω ή διαβάζω, δυστυχώς ακόμη και σε σχολικά εγχειρίδια, για τον «μακεδονικό αγώνα του 1904-1908»! Θέλω να υπενθυμίσω ότι ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε μια αργόσυρτη, μακρόχρονη, οδυνηρή και πολυαίμακτη διαδικασία που κορυφώθηκε την περίοδο 1904-1908 και αυτή είναι η ιστορική πραγματικότητα. Ας θυμηθούμε λοιπόν κάποια γεγονότα-ορόσημα που σφράγισαν την πορεία του: 1. Μετά από έντονες ρωσσικές πιέσεις, με το σουλτανικό φιρμάνι της 28ης Φεβρουαρίου 1870 ιδρύεται η αυτοκέφαλη Εκκλησία της Βουλγαρίας με επικεφαλής Έξαρχο. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με αφορμή την μη μνημόνευση του ονόματος του Πατριάρχη στις λειτουργίες των εξαρχικών ναών, συγκάλεσε Πανορθόδοξη Σύνοδο το 1872 και κήρυξε σχισματική την Βουλγαρική Εξαρχία. 2. Ο Ρωσσο-τουρκικός πόλεμος του 1877-78 και η συντριβή του οθωμανικού στρατού αποτελούν ένα σημαντικό γεγονός με άμεσο ελληνικό ενδιαφέρον, αφού οδήγησε στην διαβόητη Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου. 3. Η Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου της 3ης Μαρτίου 1878 μεταξύ Τσαρικής Ρωσσίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία
δημιούργησε την Μεγάλη Βουλγαρία, ένα στην ουσία πελατειακό κράτος της Ρωσσίας, προκάλεσε τέτοιες αντιδράσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε αυτοακυρώθηκε και ουδέποτε εφαρμόστηκε. 4. Αποτέλεσμα αυτής της διπλωματικής εμπλοκής που προκάλεσαν οι προαναφερθείσες αντιδράσεις ήταν η σύγκλιση, μερικούς μήνες αργότερα, μιας νέας συνδιάσκεψης ειρήνης στο Βερολίνο (13 Ιουνίου 13 Ιουλίου 1878), όπου με την νέα Συνθήκη (Συνθήκη του Βερολίνου) ανατράπηκαν οι αποφάσεις της Συνθήκης του Αγ. Στεφάνου. 5.Το 1885 πραγματοποιείται η αυθαίρετη προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, όπου κατοικούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, στο αυτόνομο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας, που είχε προκύψει από την Συνθήκη του Βερολίνου. Η νίκη των βουλγαρικών όπλων, στον Σερβο-Βουλγαρικό πόλεμο της ίδιας χρονιάς, αναπτέρωσε τις ελπίδες των Βουλγάρων ότι σύντομα θα πετύχαιναν αυτό που τους στέρησε η Συνθήκη του Βερολίνου: Την «Μεγάλη Βουλγαρία». Στις βουλγαρικές επιδιώξεις αντιτάχθηκαν τόσο η Ελλάδα, όσο και η Σερβία, οι οποίες εξόπλισαν αντίστοιχα ανταρτικά σώματα με στόχο αφ ενός μεν να εξασθενίσουν την οθωμανική εξουσία, αφ ετέρου δε να ανακόψουν τις βουλγαρικές δραστηριότητες. Παράλληλα, η ρουμανική προπαγάνδα επιχειρούσε με κάθε μέσον να προσεταιριστεί τους βλαχόφωνους πληθυσμούς γύρω από την Πίνδο, οργανώνοντας αντίστοιχα ένοπλα σώματα. Στο κάλεσμα της Πατρίδας για την υπεράσπιση της Μακεδονίας προσήλθε ολόκληρος ο ελληνισμός. Παλληκάρια από τον Μωριά, την Ρούμελη, την Κρήτη, την Ήπειρο, την Θεσσαλία, την Κύπρο, τα Επτάνησα αγωνίστηκαν και έχυσαν το αίμα τους για την Μακεδονία, με πρωτομάρτυρα, την αρχετυπικά ηρωϊκή μορφή του Παύλου Μελά, τον Άγρα και τον Μίγκα και τόσους άλλους. Τιμούμε την μνήμη τους και δεν λησμονούμε τις θυσίες τους. Παράλληλα όμως, δεν πρέπει να αγνοούμε και την τεράστια προσφορά των ιδίων των Μακεδόνων Ελλήνων στον αγώνα, που την πλήρωσαν με ποταμούς αίματος.
Εκείνο που ελάχιστα έχει συνειδητοποιηθεί είναι το γεγονός ότι εάν ο ντόπιος πληθυσμός πίστευε ότι δεν ήσαν Έλληνες, αλλά Βούλγαροι, το αποτέλεσμα του αγώνα αγνοώ εάν ήταν το ίδιο. Την ταραγμένη λοιπόν και χαοτική εκείνη περίοδο, που περιγράψαμε προηγουμένως, άρχισε να καλλιεργείται το ιδεολόγημα του «Μακεδονισμού», καθώς και η πλαστή εθνοτική ταυτότητα των ανύπαρκτων «Σλαβομακεδόνων», εφευρήματα που αξιοποιήθηκαν αργότερα από την βουλγαρική προπαγάνδα στην εξυπηρέτηση των εδαφικών της βλέψεων. Όπως έχω διευκρινήσει σε πρόσφατο βιβλίο μου: «Η σύγχρονη βουλγαρική ιστοριογραφία αντιμετωπίζει όσους "Μακεδόνες Σλάβους" έθεσαν το ζήτημα της χωριστής (από την βουλγαρική και σερβική) "σλαβικής μακεδονικής" εθνότητας, ως "όργανα του Μακεδονισμού της σερβικής εθνικής προπαγάνδας". Υποστηρίζει μάλιστα ότι η σερβική προπαγάνδα υιοθέτησε ως τακτική κατά την περίοδο 1870-1890 τον Μακεδονισμό για να καλλιεργήσει στους Βούλγαρους της Μακεδονίας την διάθεση απόσχισης από τον βουλγαρικό εθνικό κορμό και κυρίως να τους απομακρύνει από την βουλγαρική γλώσσα, εκκλησία και εκπαίδευση. Οι Βούλγαροι ιστορικοί θεωρούν ότι ο Μακεδονισμός υπήρξε δημιούργημα μεγαλοσερβικών πολιτικών κύκλων και ιδίως του Σέρβου πολιτικού, αλλά και διακεκριμένου λογίου, του Στόγιαν Νοβάκοβιτς (Stojan Novaković, 1842-1915), ο οποίος διετέλεσε δύο φορές Πρωθυπουργός του Βασιλείου της Σερβίας. Επισημαίνουν ακόμα ότι η επινόηση της ιδέας του "μακεδονικού έθνους" και η καλλιέργειά της στον σλαβικό πληθυσμό της Μακεδονίας είχε ως σκοπό να εξυπηρετήσει τα σχέδια της "μεγαλοσερβικής" πολιτικής για διείσδυση στον νότο και έξοδο στο Αιγαίο, αφού θα οδηγούσε στην απομάκρυνση της βουλγαρικής επιρροής από τους Σλάβους της Μακεδονίας και στην απόσχισή τους από τον βουλγαρικό εθνικό κορμό». Στην συνέχεια βέβαια τον «μακεδονισμό» τον υιοθέτησαν και οι ίδιοι οι Βούλγαροι, με θλιβερά αποτελέσματα. Τέλος, ο μακεδονισμός υιοθετήθηκε και από τον οπερεττικό εκείνον αυτοδιορισμένο «στρατάρχη» Τίτο, για να εξυπηρετήσει τους
δικούς του σχεδιασμούς και επιδιώξεις, με αποτέλεσμα να υποφέρουμε μέχρι τώρα. Σήμερα, στο κράτος των Σκοπίων υπάρχουν Βούλγαροι, Αλβανοί, Έλληνες (ο αποβιώσας πρώην Πρόεδρος των Σκοπίων Κίρο Γκλιγκόρωφ ισχυριζόταν σε συνέντευξή του στην τσεχική εφημερίδα CESKY DENIK στις 10 Ιουνίου του 1993, ότι υπάρχουν «μόνον» 100.000), Σέρβοι, Γύφτοι, Τούρκοι και κάποιες άλλες μικρές μειονότητες. Με εξαίρεση τους 150.000 περίπου αλύτρωτους Μακεδόνες Έλληνες, μαζί και με κάποιους άλλους Έλληνες που βρέθηκαν εκεί από την περίοδο 1946-49 και δεν εξωμότησαν, ουδείς άλλος Μακεδών υπάρχει στο κράτος των Σκοπίων, παρά μόνον οι ψευτομακεδόνες της σκοπιανής πλαστογραφίας και προπαγάνδας. Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που πρέπει να επισημανθεί είναι και η χρησιμοποίηση του γλωσσικού παράγοντα ως οχήματος εδαφικών διεκδικήσεων και επεκτατισμού. Αξίζει να επιμείνουμε λίγο παραπάνω στο θέμα αυτό. Σε προηγούμενα ιστορικά στάδια οι λαοί είχαν σχετικώς ευδιάκριτα εθνολογικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να ήταν κατά κανόνα εύκολη η κατάταξη κάποιου ατόμου σε συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα. Στην σημερινή εποχή όμως, αυτές οι διακρίσεις έχουν γίνει πολύ δυσκολότερες, κυρίως λόγω της αυξημένης κινητικότητας, η οποία χαρακτηρίζει την ανθρωπότητα, ιδιαίτερα από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα. Εκείνο πλέον, που και επιστημονικώς είναι αδιαμφισβήτητο, είναι η διαπίστωση ότι η ομιλούμενη γλώσσα δεν αποτελεί απόλυτο εθνολογικό κριτήριο ταξινόμησης μιας συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας. Περιορίζομαι να αναφέρω το κλασσικό παράδειγμα, των γερμανόφωνων Αλσατών, στα σύνορα Γαλλίας Γερμανίας, που αισθάνονται φανατικοί Γάλλοι και οι οποίοι πολέμησαν στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους εναντίον των Γερμανών. Στο σημείο αυτό οφείλω να επισημάνω ορισμένες πραγματικότητες, που αγνοούνται ή αποσιωπούνται:
Ο ελληνισμός, στην ιστορική του πορεία των 4000 χρόνων, δημιούργησε τεράστιες πολυεθνικές αυτοκρατορίες (πολυεθνικές, αλλά ποτέ πολυ-πολιτισμικές), αχανή Βασίλεια, είχε εμπορικές σχέσεις με δεκάδες λαούς και χώρες, αλλά συχνότατα υπέστη και επιδρομές βαρβάρων λαών, κατακτήθηκε πλήρως ή εν μέρει από ξένους στρατούς, ενώ εκτοπίσθηκαν τμήματά του από προαιώνια ελληνικά εδάφη. Αποτέλεσμα όλων αυτών των ιστορικών εξελίξεων ήταν κάποιοι ελληνικοί πληθυσμοί να αλλοφωνήσουν, όπως ορισμένοι μικρασιάτες (τουρκόφωνοι Έλληνες), να λατινοφωνήσουν (βλαχόφωνοι Έλληνες), να σλαβοφωνήσουν (σλαβόφωνοι Έλληνες), να αλβανοφωνήσουν (αρβανιτόφωνοι Έλληνες) ή να ιταλοφωνήσουν (οι Γρεκάνοι της Magna Grecia στην Νότια Ιταλία). Επομένως, το ότι κάποια τμήματα του πληθυσμού της Μακεδονίας είχαν παλαιότερα ως μοναδικό γλωσσικό τους όργανο ένα σλαβογενές ιδίωμα, δεν αποτελεί ικανό και επαρκές κριτήριο για την επιχειρηθείσα στο παρελθόν και επιχειρούμενη και σήμερα, τοποθέτησή τους εκτός του ελληνικού έθνους. Ως δίγλωσσος λοιπόν, γηγενής Μακεδόνας Έλλην θεωρώ ότι το ζήτημα έχει απαντηθεί θεωρητικά και πρακτικά και δεν υπάρχει ανάγκη περαιτέρω συζητήσεων και διευκρινίσεων. Και για να μη υπάρχει οποιαδήποτε παρανόηση επαναλαμβάνω: Είμαι ντόπιος Μακεδόνας Έλληνας, με αυτήν ακριβώς την σειρά. Το πρώτο αποτελεί την τοπική πολιτιστική μου ταυτότητα, το δεύτερο την γεωγραφική μου ταυτότητα και το τρίτο την εθνική μου ταυτότητα. Και αν θέλετε να συνεχίσω, είμαι Ευρωπαίος και όχι Αφρικανός, Αμερικανός ή Ασιάτης. Ορισμένοι αδυνατούν να ξεκαθαρίσουν αυτά τα απλά γεγονότα με αποτέλεσμα να διακατέχονται από πλήρη σύγχυση και αποπροσανατολισμό με αποτέλεσμα να πέφτουν εύκολα θύματα σε ξένες προπαγάνδες. Με την ευκαιρία ας θυμηθούμε αυτό που τόνιζαν στην επιστολή διαμαρτυρίας που έστειλαν το 1903 κάτοικοι της πόλης του Μοναστηρίου (Βιτώλια) προς τις Μεγάλες Δυνάμεις:
«...λαλούμεν ελληνιστί, βλαχιστί, αλβανιστί, βουλγαριστί, αλλά ουδέν ήττον εσμέν άπαντες Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν να αμφισβητεί προς ημάς τούτο...». Ξεκαθαρίζω ότι δεν έχω το παραμικρό πρόβλημα με κάποιον συντοπίτη μου, εάν πιστεύει ότι δεν είναι Έλληνας και θεωρεί ότι είναι Βούλγαρος, Σέρβος, Αλβανός ή Τούρκος. Όταν όμως ακούω κάποιον σκοπιανό να ισχυρίζεται ότι είναι «μακεντόνετς» ή «εθνικά μακεδόνας» το θεωρώ ως προσωπική προσβολή, όπως υποθέτω το ίδιο θα εξοργιζόταν ο καθένας μας εάν κάποιος ξένος πήγαινε στο σπίτι του, στρογγυλοκαθόταν και άρχιζε να διαλαλεί στην γειτονιά ότι είναι δικό του. Τα προσωπικά αδιέξοδα, η μηδενική αυτοεκτίμηση, η πνευματική υστέρηση, η ψυχική μιζέρια, ο φθόνος, η φιλοχρηματία και οι κάθε είδους ιδεοληψίες, είναι ορισμένα από τα μονοπάτια που οδηγούν κάποιους στην εξωμοσία. Όπως είχε γράψει και ο σπουδαίος Ρουμανο - Γάλλος διανοητής Εμίλ Σιοράν (Emil Cioran, 1911-1995): «Το να ξεκόβεις από τους θεούς, τους προγόνους, την γλώσσα και την χώρα σου, το να ξεκόβεις γενικά, είναι μια τρομερή διαδικασία, αλλά και μια διαδικασία ενθουσιασμού, που αναζητά άπληστα, τόσο ο αυτομόλος και ακόμη περισσότερο ο προδότης». Και για να τελειώνουμε. Όπως συχνά επαναλαμβάνω: " Στον ελληνισμό, μετέχει κάποιος εθελουσίως. Είναι τιμή και ευθύνη η ελληνική ταυτότητα. Η ελληνικότητα δεν επιβάλλεται, αλλά κερδίζεται και αποδεικνύεται με αγώνες, θυσίες και ήθος. Πρόκειται για θεϊκό χάρισμα και όχι για καταναγκασμό. Ο ελληνισμός κανέναν δεν παρακαλάει. Όποιος δεν θέλει να είναι Έλληνας, κακό του κεφαλιού του. Ας αρκεσθεί στη μίζερη και ελεεινή σκοπιανή ιδιότητα ή ας παραμείνει στην πνευματική αναξιοπρέπεια του κακώς εννοούμενου τοπικισμού και της γκρίνιας για τα κονδύλια. Αυτά δεν τα λέω για να δικαιολογήσω την κρατική απραξία, ούτε για να εθελοτυφλούμε μπροστά στον κίνδυνο από τη διείσδυση των πρακτόρων. Χρειάζεται συνεχής άμυνα και αντίσταση. Αλλά συγχρόνως δεν πρέπει να αποδίδουμε στους αργυρώνητους νεοκομιτατζήδες ιδιότητες φοβερού και τρομερού μαζικού κινήματος αφελληνισμού. Εάν σώσουμε το όνομα της
Μακεδονίας, οι πρακτορίσκοι πιθανότατα θα εξαφανισθούν μια για πάντα. Θα τους καταπιεί η ίδια η Ιστορία ". Κλείνω, με τα λόγια του μεγάλου εκείνου Μακεδόνα Έλληνα, του Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος χάθηκε τόσο πρόωρα, δολοφονημένος άνανδρα από πολιτικούς του αντιπάλους, από το βιβλίο του «Μαρτύρων και Ηρώων αίμα»: «Να ξέρετε πως αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει. Θα μας σώσει από την βρώμα όπου κυλιούμαστε, θα μας σώσει από την μετριότητα και από την ψοφιοσύνη, θα μας λυτρώσει από τον αισχρό τον ύπνο, θα μας ελευθερώσει. Αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε...» Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης Ομιλία στον Ι. Ν. Ζωοδόχου Πηγής Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης 09-10-2016