ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΓΩΝΔΙΩΤΗΣ. Σχετικά με την εξάρτηση της αντίληψη από τη σωματική δράση στο έργο του. Alva Noë

Σχετικά έγγραφα
Συνείδηση, αντίληψη και τυφλή όραση

EΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Εισαγωγή στη Γνωστική Ψυχολογία. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Οπτική αντίληψη. Μετά?..

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

GEORGE BERKELEY ( )

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000)

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΣΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

710 -Μάθηση - Απόδοση

Οι Διαισθήσεις ως το εργαστήριο της Φιλοσοφίας

710 -Μάθηση - Απόδοση

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΝΩΣΗΣ. ΤΕΙ ΑΜΘ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ Γεώργιος Θερίου

ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ - ΟΔΗΓΙΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

Λογιστική Θεωρία και Έρευνα

ΚΕΙΜΕΝΑ Ι 1. 1 Τα κείμενα που ακολουθούν συνοδεύουν και υποβοηθούν τη μελέτη των αντίστοιχων

Χωρικές σχέσεις και Γεωμετρικές Έννοιες στην Προσχολική Εκπαίδευση

Γνωστική Ψυχολογία 3

LUDWIK FLECK ( ) (Λούντβικ Φλεκ) Ο Ludwik Fleck και η κατασκευή των επιστημονικών γεγονότων.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟ CLOUD COMPUTING ΜΑΘΗΣΙΑΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας;

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΛΕΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Μαρία Βενιέρη: Το πέπλο της αντίληψης. Αισθήσεις και αντικείμενα. Αθήνα: Νήσος 2013, 205 σ., 10.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

Μάθηση σε νέα τεχνολογικά περιβάλλοντα

Εκπαιδευτική Τεχνολογία και Θεωρίες Μάθησης

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

ΠΟΙΟΤΙΚΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. Αναστασία Κ. Καδδά Δρ.Κοινωνιολογίας Υγείας Μsc Διοίκηση Μονάδων Υγείας

Φιλοσοφική Ανθρωπολογία

Ο συμπεριφορισμός ή το μεταδοτικό μοντέλο μάθησης. Η πραγματικότητα έχει την ίδια σημασία για όλους. Διδάσκω με τον ίδιο τρόπο όλους τους μαθητές

«Η κανονική νοητική συνθήκη των ανθρώπων σε κατάσταση εγρήγορσης, που χαρακτηρίζεται από την εμπειρία των αντιλήψεων, σκέψεων, συναισθημάτων,

Μηχανισµοί της όρασης. Βασική ανατοµία του µατιού

ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

Θεωρητικές αρχές σχεδιασµού µιας ενότητας στα Μαθηµατικά. Ε. Κολέζα

Ηθική & Τεχνολογία Μάθημα 4 ο Η «Ουσία» της Τεχνολογίας. Martin Heidegger ( ) Timeline 11/11/2014

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Σχεδιάζοντας τη διδασκαλία των Μαθηματικών: Βασικές αρχές

Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ: ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ

Χωρικές σχέσεις και Γεωμετρικές Έννοιες στην Προσχολική Εκπαίδευση

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 10 η ( ) Παρουσίαση Πτυχιακής Εργασίας

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Ανάλυση των δραστηριοτήτων κατά γνωστική απαίτηση

Γενικός προγραμματισμός στην ολομέλεια του τμήματος (διαδικασία και τρόπος αξιολόγησης μαθητών) 2 ώρες Προγραμματισμός και προετοιμασία ερευνητικής

Δείκτες Επικοινωνιακής Επάρκειας Κατανόησης και Παραγωγής Γραπτού και Προφορικού Λόγου Γ1

Η Απουσία του Χρόνου Σελίδα.1

Πέραν της θεωρίας του Piaget. Κ. Παπαδοπούλου ΕΚΠΑ/ΤΕΑΠΗ

ΕΝΟΤΗΤΑ 8 ΔΙΣΔΙΑΣΤΑΤΗ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ

Διδάσκοντας Φυσικές Επιστήμες στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο

Αρχιτεκτονική και Οπτική Επικοινωνία 1 - Αναπαραστάσεις

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Τα Διδακτικά Σενάρια και οι Προδιαγραφές τους. του Σταύρου Κοκκαλίδη. Μαθηματικού

Γνώσεις για την εγκεφαλική παράλυση

NORWOOD RUSSELL HANSON ( ) (Νόργουντ Ράσελ Χάνσον) Η ιδέα της θεωρητικής φόρτισης

Το Αληθινό, το Όμορφο και η απόλυτη σχέση τους με την Νοημοσύνη και τη Δημιουργία Σελ.1

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Δράση και Διακεκριμένη Επίδοση Σελίδα.1

ΘΕΩΡΙΑ ΠΕΡΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 3 Μέρος 2

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

Κασιμάτη Αικατερίνη Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος ΑΣΠΑΙΤΕ

Ο όρος μεταγνώση χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη γνώση μας για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε, θυμόμαστε, σκεφτόμαστε και ενεργούμε, με

Κανόνες Γκεστάλτ. Για την οργάνωση της Όρασης (και άλλων αισθήσεων)

710 -Μάθηση - Απόδοση. Κινητικής Συμπεριφοράς: Προετοιμασία

ΕΜΠΕΙΡΙΑ: ΘΕΜΕΛΙΟ Ή ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ;

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Διδακτική των Φυσικών Επιστημών στην Προσχολική Εκπαίδευση

Μεταγνωστικές διαδικασίες και κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών στα μαθηματικά: ο ρόλος των σχολικών εγχειριδίων

O μετασχηματισμός μιας «διαθεματικής» δραστηριότητας σε μαθηματική. Δέσποινα Πόταρη Πανεπιστήμιο Πατρών

Πρόλογος για την ελληνική έκδοση

Θέματα Επιστημολογίας. Ρένια Γασπαράτου

Νοητική Διεργασία και Απεριόριστη Νοημοσύνη

Στην ρίζα της δυσλεξίας, της ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπέρ-κινητικότητα και άλλων μαθησιακών δυσκολιών υπάρχει ένα χάρισμα, ένα ταλέντο.

Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

Αναπτυξιακή Ψυχολογία

ΓΝΩΣΙΑΚΗ ΔΙΑΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑ, ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ

Κοινωνική Ψυχολογία. Διδάσκουσα: Δέσποινα - Δήμητρα Ρήγα. Πανεπιστημιακά Μαθήματα-Έρευνα-Ανάλυση Δεδομένων

Γεωργική Εκπαίδευση. Θεματική ενότητα 7 2/2. Όνομα καθηγητή: Αλέξανδρος Κουτσούρης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης

1. Η σκοπιμότητα της ένταξης εργαλείων ψηφιακής τεχνολογίας στη Μαθηματική Εκπαίδευση

Γνώση του εαυτού μας

Γεώργιος Φίλιππας 23/8/2015

Transcript:

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΓΩΝΔΙΩΤΗΣ Σχετικά με την εξάρτηση της αντίληψη από τη σωματική δράση στο έργο του Alva Noë COSTAS PAGONDIOTIS Noë οn the dependence of perception on bodily action Abstract A succinct statement of Noë s (2004, p. 3) enactivism is that all perception is intrinsically active. Perceptual experience acquires content thanks to the perceiver's skillful activity. In the paper I critically examine different formulations of the suggested dependence of perception on action found in Noë (2004) which concern: (a) the aspect of action involved in the dependence relation and (b) the specification of the kind of dependence involved. I show that (a) should be practical sensorimotor knowledge and (b) a rational noninferential dependence of perceptual content on sensorimotor knowledge. I argue that the acquisition of sensorimotor knowledge depends on the change of the visual sensation as a function of (i) the movement of the perceiver and/or (ii) what is perceived. But, I suggest that even in (i) the acquisition of the sensorimotor knowledge is independent of whether the bodily movement of the perceiver is active or not. 1. Εισαγωγή Ένα κεντρικό ζήτημα στη σύγχρονη φιλοσοφία του νου και τη γνωσιακή επιστήμη είναι το εάν η αντίληψη είναι γνωσιακά διαμεσολαβημένη. Η γνωσιακή διαμεσολάβηση της αντίληψης έχει κατανοηθεί μέσα στο κυρίαρχο φιλοσοφικό πλαίσιο της γνωσιακής επιστήμης ως μια έννοια που αναφέρεται στην ύπαρξη συναγωγικών εξαρτήσεων των αναπαραστάσεων του αντιληπτικού συστήματος από αναπαραστάσεις ανώτερων γνωσιακών συστημάτων. Ωστόσο, σε πιο πρόσφατες προσεγγίσεις συναντάμε μια απόπειρα να υποστηριχθεί η γνωσιακή διαμεσολάβηση της αντίληψης χωρίς να γίνεται αποδεκτό το αναπαραστασιακό πλαίσιο που 1

κυριαρχεί στην κλασική γνωσιακή επιστήμη. Αυτές οι προσεγγίσεις εντάσσονται σε μια αντι-διανοητιστική (anti-intellectualist) κατεύθυνση και τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι με ποιον ακριβώς τρόπο επιχειρείται να εξηγηθεί η υποτιθέμενη γνωσιακή εξάρτηση της αντίληψης και αν αυτή η εξήγηση ευσταθεί. Μια χαρακτηριστική προσέγγιση προς αυτή την κατεύθυνση είναι η προσέγγιση του Alva Noë (2004), ο οποίος υποστηρίζει ότι η αισθητηριακή αντίληψη εξαρτάται συγκροτητικά από τη σωματική δράση. Ο Noë αφιέρωσε ένα ολόκληρο βιβλίο, το Action in Perception, για την υποστήριξη και διασαφήνιση αυτής της εξάρτησης. Η εξέταση της προσέγγισής του θα μας δώσει τη δυνατότητα να διερευνήσουμε διαφορετικά είδη συγκροτητικής εξάρτησης της αντίληψης από τη σωματική δράση και να ελέγξουμε την ορθότητά τους. Το έργο του Noë στηρίζεται σε μια ριζικά αντικαρτεσιανή προσέγγιση του νου, η οποία έχει αρχίσει να διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια από φιλοσόφους και γνωσιακούς επιστήμονες, ως αντίδραση στο αδιέξοδο της παραδοσιακής γνωσιακής επιστήμης και του φιλοσοφικού πλαισίου στο οποίο βασίζεται, δηλαδή της αναπαραστασιακής και υπολογιστικής θεωρίας του νου 1. Σύμφωνα με την αναπαραστασιακή και υπολογιστική θεωρία του νου, οι νοητικές καταστάσεις και διαδικασίες συνίστανται στην κατοχή και τον υπολογιστικό μετασχηματισμό νοητικών αναπαραστάσεων συμβολικής μορφής. Οι νοητικές αναπαραστάσεις εδώ νοούνται, κυρίως, ως υποπροσωπικές, υπό την έννοια ότι δεν είναι προσβασιμες από την οπτική του πρώτου προσώπου. Όταν, για παράδειγμα, αναγνωρίζουμε ένα αντικείμενο, όταν το ονομάζουμε, όταν επιχειρούμε να το πλησιάσουμε κ.λπ., αντίστοιχα τμήματα του νου μας επιτελούν υποπροσωπικές συναγωγές, οι οποίες δεν είναι τίποτα άλλο από υπολογιστικές - συντακτικές διαδικασίες μετασχηματισμού συμβολικών αναπαραστάσεων στον εγκέφαλο. Έτσι, οι νοητικές διαδικασίες 2

κατανοούνται κατά το πρότυπο των υπολογιστικών διαδικασιών ενός ψηφιακού υπολογιστή και με αυτή την έννοια θεωρείται ότι φυσικοποιούνται γιατί οι σχετικές λειτουργίες των ψηφιακών υπολογιστών είναι πλήρως περιγράψιμες με φυσιοκρατικούς όρους. Ωστόσο, αυτό το γενικό πλαίσιο για την εξήγηση των νοητικών φαινομένων, παρότι προτείνεται ως φυσιοκρατικό και, κατά συνέπεια, αντικαρτεσιανό, διατηρεί τελικά μια βαθύτερη προκείμενη του καρτεσιανισμού, η οποία είναι ότι εξακολουθεί να παραμένει ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ νου και κόσμου. Το χάσμα δεν είναι πλέον οντολογικό αλλά τοπολογικό. Ο νους δεν αποτελεί μια άυλη υπόσταση αλλά βρίσκεται σε έναν περιορισμένο φυσικό τόπο, βρίσκεται μέσα στο κρανίο. Έτσι, ο ριζικός καρτεσιανός χωρισμός ανάμεσα στον νου και τον κόσμο διατηρείται ως ένας τοπολογικός χωρισμός, ο οποίος επιχειρείται να γεφυρωθεί με την αποδοχή μιας υποτιθέμενης διεπιφάνειας (interface) μεταξύ νου και κόσμου. Μέσω αυτής της διεπιφάνειας τα εισερχόμενα ερεθίσματα από τον εξωτερικό κόσμο μετατρέπονται σε νοητικές αναπαραστάσεις, δηλαδή επιμέρους οντότητες οι οποίες έχουν υλικό φορέα κάποιο τμήμα του εγκεφάλου και αναπαραστασιακό περιεχόμενο ό,τι προκαλεί τα ερεθίσματα. Η ριζικά αντικαρτεσιανή θεώρηση για το νου, που ακολουθεί και ο Noë, ασκεί κριτική στην ιδέα μιας τέτοιας διεπιφάνειας, δείχνοντας ότι είναι όχι μόνο εξηγητικά περιττή, αλλά, εν τέλει, ακατανόητη 2. Η προσπάθεια υπέρβασης του φυσικοποιημένου καρτεσιανισμού, ο οποίος εξακολουθεί να κυριαρχεί στη γνωσιακή επιστήμη και τη σύγχρονη φιλοσοφία του νου, έχει οδηγήσει στην κατανόηση του νου όχι ως ενός οργάνου μέσα στο κρανίο που χειρίζεται νοητικές αναπαραστάσεις αλλά ως ενός συνόλου ικανοτήτων, κυρίως, αναγνωριστικών, γλωσσικών και συναγωγικών. Η ανάπτυξη αυτών των ικανοτήτων απαιτεί την απόκτηση πρακτικής μη προτασιακής 3

γνώσης, η οποία απορρέει από το γεγονός ότι ο νους είναι ουσιωδώς ενσώματος και ενταγμένος στο φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Μέσα σε αυτό το ριζικά αντικαρτεσιανό πλαίσιο, ο Noë κατανοεί τη γνωσιακή διαμεσολάβηση της αντίληψης ως διαμεσολάβηση από πρακτική γνώση που αποκτούμε κυρίως μέσω της σωματικής αλληλεπίδρασης με τον εξωτερικό κόσμο. Προτού στραφούμε στη λεπτομερή εξέταση της πρότασης του Noë, ας δούμε λίγο από πιο κοντά τους δυνατούς τρόπους εξάρτησης της αντίληψης από τη σωματική δράση που μπορούν να υποστηριχθούν μέσα στο κυρίαρχο φιλοσοφικό πλαίσιο της γνωσιακής επιστήμης. 2. Διαφορετικά είδη συναγωγικής εξάρτησης της αντίληψης από τη σωματική δράση Στην κλασική γνωσιακή επιστήμη κυριαρχεί η άποψη ότι η αντίληψη και η σωματική δράση βασίζονται σε περιφερειακά εγκεφαλικά συστήματα τα οποία είναι ανεξάρτητα από τα κεντρικά συστήματα τα οποία υποστηρίζουν τη σκέψη. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, υπάρχουν σαφή όρια ανάμεσα στην αντίληψη, τη σκέψη και τη δράση. Για παράδειγμα, ο Fodor (1983) υποστηρίζει ότι τα συστήματα της αντίληψης και της δράσης είναι σπονδυλωτά (modular) και υπό αυτή την έννοια διακριτά μεταξύ τους. Η πιο σημαντική ιδιότητα των σπονδυλωτών συστημάτων είναι η γνωσιακή τους ενθυλάκωση (encapsulation) ή, με την ορολογία του Pylyshyn, η γνωσιακή τους αδιαπερατότητα (impenetrability). Ο Pylyshyn (1999: 343) προσδιορίζει τη γνωσιακή διαπερατότητα με τον ακόλουθο τρόπο: «εάν ένα σύστημα είναι γνωσιακά διαπερατό, τότε η λειτουργία που υπολογίζει είναι ευαίσθητη, με έναν σημασιολογικά συνεκτικό τρόπο, στους στόχους και τις πεποιθήσεις του οργανισμού, δηλαδή μπορεί να μεταβληθεί με ένα τρόπο ο οποίος έχει κάποια λογική σχέση με ό,τι το άτομο 4

γνωρίζει». Με αυτή την έννοια, ο Pylyshyn και ο Fodor θεωρούν ότι το αντιληπτικό σύστημα δεν είναι γνωσιακά διαπερατό επειδή δεν έχει πρόσβαση σε πληροφορίες που επεξεργάζονται τα κεντρικά συστήματα ή το κινητικό σύστημα. Οι μόνες πληροφορίες στις οποίες έχει πρόσβαση το αντιληπτικό σύστημα είναι οι εισροές από το εξωτερικό περιβάλλον. Η σκέψη και η σωματική δράση μπορούν, φυσικά, να επηρεάσουν την αντίληψη αλλά μόνο με έναν έμμεσο τρόπο, δηλαδή επηρεάζοντας τις εισροές στο αντιληπτικό σύστημα. Όταν στρέφω τα μάτια μου προς τα αριστερά, για παράδειγμα, η αντιληπτική μου εμπειρία αλλάζει, αλλά αυτή η αλλαγή στο αντιληπτικό περιεχόμενο εξαρτάται άμεσα μόνο από τις εξωτερικές εισροές, δηλαδή από το τμήμα της πραγματικότητας που βρίσκεται στο οπτικό μου πεδίο. Η συγκεκριμένη σωματική κίνηση λειτουργεί απλώς ως ένα μέσο για να μεταβληθεί η εξωτερική εισροή και, μέσω αυτής, το αντιληπτικό περιεχόμενο. Ο Raftopoulos (2009: 84), ακολουθώντας τον Pylyshyn, αποκαλεί αυτόν τον τρόπο εξάρτησης της αντίληψης από τη σωματική δράση και τη σκέψη «έμμεση γνωσιακή διαπερατότητα». Παρόμοια είναι η έννοια της «εργαλειακής εξάρτησης» της αντίληψης από τη δράση την οποία εισάγει η Hurley (1998: 362): «[Η] εξάρτηση του περιεχομένου της αντίληψης από την εκροή είναι εργαλειακή αν λειτουργεί μέσω της εισροής αντί άμεσα. Η εκροή παίζει το ρόλο του μέσου ως προς την εισροή, από την οποία εξαρτάται άμεσα η αντίληψη». Αντίθετα, η υποστήριξη της άμεσης γνωσιακής διαπερατότητας της αντίληψης από την σωματική δράση μέσα στο πλαίσιο της αναπαραστασιακής και υπολογιστικής θεωρίας του νου θα σήμαινε ότι το περιεχόμενο των αναπαραστάσεων που επεξεργάζονται τα αντιληπτικά συστήματα επηρεάζεται συναγωγικά 3 από το περιεχόμενο αναπαραστάσεων που προέρχονται από το κινητικό σύστημα. Αυτή θα ήταν μια έλλογη και όχι απλώς αιτιακή εξάρτηση της αντίληψης από τη σωματική 5

δράση. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναπαραστάσεις που στέλνονται από το κινητικό σύστημα θα λειτουργούσαν ως εσωτερικές εισροές (ως ένα είδος εσωτερικής ανατροφοδότησης) στο αντιληπτικό σύστημα. Ωστόσο, είναι δυνατή μια ακόμα πιο στενή εξάρτηση του αντιληπτικού συστήματος από το κινητικό σύστημα, η οποία καταργεί το όριο μεταξύ αυτών. Μπορούμε να βρούμε μια πρόταση για μια αρχιτεκτονική προς αυτή την κατεύθυνση αν εστιάσουμε στην προσέγγιση της πρώιμης γνωσιακής ψυχολογίας υπέρ της θεωρητικής φόρτισης της αντίληψης. Ο Bruner (1957: 124), για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι «...κάθε αντιληπτική εμπειρία είναι αναγκαία το τελικό προϊόν μιας διαδικασίας κατηγοριοποίησης κατά την οποία οι οργανισμοί κινούνται συναγωγικά από τις ενδείξεις στην ταυτοποίηση της κατηγορίας». Αυτές οι ενδείξεις δεν είναι μόνο περιβαλλοντικά ερεθίσματα αλλά και πεποιθήσεις, προσδοκίες και ανάγκες του οργανισμού. Εκείνο που είναι σημαντικό στη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική είναι ότι το αντιληπτικό σύστημα μπορεί να εξαρτάται συναγωγικά από οποιαδήποτε πεποίθηση, προσδοκία ή ανάγκη του οργανισμού 4. Επιπλέον, η επίδραση τους δεν περιορίζεται μόνο στο ρόλο της εισροής κατά την έναρξη της συναγωγικής διαδικασίας, αλλά μπορεί να λάβει χώρα καθ όλη τη διάρκεια της ασυνείδητης συναγωγής. Ο ίδιος ο Fodor (1983) αναγκάζεται να υποστηρίξει μια τέτοιου τύπου στενή εξάρτηση ανάμεσα στις αναπαραστάσεις των κεντρικών συστημάτων και αποδέχεται ότι αυτό το είδος ολιστικών σχέσεων μεταξύ συμβολικών αναπαραστάσεων δεν μπορεί να εξηγηθεί μέσα στο πλαίσιο της αναπαραστασιακής και υπολογιστικής θεωρίας του νου. Το ποιες πεποιθήσεις είναι συναφείς σε μια τέτοιου τύπου συναγωγική σχέση εξαρτάται από την εκάστοτε συγκυρία, γεγονός που δεν μπορεί να προσδιοριστεί εκ των προτέρων με ένα σύνολο προτασιακών κανόνων ανεξάρτητων από το πλαίσιο χρήσης. Αν επεκτείνει κανείς 6

αυτή την αρχιτεκτονική και στο αντιληπτικό και το κινητικό σύστημα, τότε οποιαδήποτε αναπαράσταση θα μπορούσε να είναι συναγωγικά συναφής για την αντιληπτική αναγνώριση. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί το πλαίσιο της αναπαραστασιακής και υπολογιστικής θεωρίας του νου, δηλαδή η ιδέα ότι οι νοητικές λειτουργίες περιλαμβάνουν την υπολογιστική επεξεργασία υποπροσωπικών συμβολικών αναπαραστάσεων. Τα τελευταία 30 περίπου χρόνια έχουν αρχίσει να προτείνονται πολλές φιλοσοφικές και επιστημονικές προσεγγίσεις, οι οποίες επιχειρούν να αναπτύξουν ένα εναλλακτικό πλαίσιο για την εξήγηση του νου, το οποίο απορρίπτει τις εσωτερικές συμβολικές αναπαραστάσεις και την ιδέα ότι υπάρχουν διεπιφάνειες μεταξύ αντίληψης, σκέψης, δράσης και κόσμου. Αυτές οι θεωρίες επιχειρούν να δείξουν την οικειότητα (intimacy) του νου με τον κόσμο, θεωρώντας τον νου ενσώματο και ενταγμένο (embedded) στον φυσικό και κοινωνικό κόσμο 5. Όπως επεξηγεί ο Haugeland (1998: 208) «[Ο] όρος οικειότητα δεν στοχεύει να δηλώσει απλώς μια συσχέτιση ή αλληλεξάρτηση, αλλά ένα είδος σύμμειξης ή ενοποίησης νου, σώματος και κόσμου δηλαδή, στοχεύει να υπονομεύσει την διακριτότητά τους». 3. Η προσέγγιση του Noë Ο Alva Noë (2004) έχει εξερευνήσει λεπτομερώς αυτή την προγραμματική δήλωση λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της σύγχρονης εμπειρικής έρευνας 6. Ο ίδιος ονομάζει την προσέγγισή του «ενδρασιοκρατία» (enactivism). Στο βιβλίο του Action in Perception εξετάζει την εξάρτηση της αντίληψης από τη δράση και δευτερευόντως από τη σκέψη. Μια συνοπτική διατύπωση της κεντρικής του θέσης είναι η ακόλουθη: 7

«Κάθε μορφή αντίληψης, υποστηρίζω, είναι εγγενώς ενεργητική. Η αντιληπτική εμπειρία αποκτά περιεχόμενο χάρη στην επιδέξια δραστηριότητα του αντιληπτικού υποκειμένου. Υποστηρίζω επίσης ότι κάθε μορφή αντίληψης διέπεται εγγενώς από σκέψη. Τυφλά πλάσματα θα μπορούσαν να έχουν την ικανότητα σκέψης, όμως πλάσματα χωρίς την ικανότητα σκέψης δεν θα είχαν ποτέ την ικανότητα της όρασης, ή οποιασδήποτε άλλης γνήσιας αντιληπτικής εμπειρίας με περιεχόμενο» (Noë 2004: 3) Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ενδρασιακή θεωρία επιχειρεί να δείξει ότι η αισθητηριακή αντίληψη εξαρτάται συγκροτητικά από τη σωματική δράση. Ωστόσο, ανακύπτουν δύο τουλάχιστον ζητήματα όταν κανείς επιχειρήσει να προσδιορίσει πιο συγκεκριμένα αυτή τη σχέση. Το πρώτο αφορά το ποια ακριβώς είναι τα δύο μέλη της σχέσης. Το πρώτο μέλος, το οποίο είναι και το προς εξήγηση φαινόμενο, άλλοτε εκλαμβάνεται να είναι το αντιληπτικό περιεχόμενο και άλλοτε η φαινομενολογία της αντίληψης, όπου η τελευταία αφορά το τι καθιστά ένα αντιληπτικό επεισόδιο συνειδητό. Ωστόσο, αυτή η διάκριση έχει νόημα μόνο για όσους θεωρούν ότι το φαινόμενο περιεχόμενο της αντίληψης πρέπει να διακριθεί από το αποβλεπτικό της περιεχόμενο. Σε ό,τι ακολουθεί και για την απλοποίηση της συζήτησης θα δεχθώ χωρίς επιχείρημα ότι το φαινόμενο περιεχόμενο της αντίληψης αποτελεί όψη του αποβλεπτικού της περιεχομένου. Τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα όσον αφορά το δεύτερο μέλος της σχέσης εξάρτησης γιατί έχουν προταθεί πολλοί διαφορετικοί υποψήφιοι για τη θέση αυτή, όπως για παράδειγμα, τρέχουσες δράσεις, προδιαθέσεις για συγκεκριμένες δράσεις, αισθητηριοκινητική γνώση, η ικανότητα για δράση εν γένει κλπ. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχει σημασία για το πρόβλημα της εξάρτησης της αντίληψης από τη σωματική δράση είναι αν κάποιου είδους περιεχόμενο που αφορά ή 8

προέρχεται με κάποιο τρόπο από τη δράση επηρεάζει έλλογα το περιεχόμενο της αντίληψης. Το δεύτερο ζήτημα αφορά το ποια ακριβώς είναι η συγκροτητική σχέση για την οποία κάνει λόγο η ενδρασιακή θεωρία. Είναι σαφές ότι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα εξαρτάται στενά από την απάντηση στο πρώτο ζήτημα. Από τη στιγμή που θα προσδιοριστούν τα δύο μέλη της σχέσης εξάρτησης, τα οποία εξετάζονται στο πρώτο ζήτημα, παραμένει ένας αριθμός διαφορετικών υποψήφιων σχέσεων συγκροτητικής εξάρτησης που πρέπει να διερευνηθεί. Πάντως σε κάθε περίπτωση αυτή η συγκροτητική σχέση πρέπει να αποτελεί κάποιου είδους έλλογη σχέση προκειμένου το αντιληπτικό περιεχόμενο να μην εξαρτάται απλώς εργαλειακά από τη δράση. Η ποικιλία των προτεινόμενων απαντήσεων στα δύο παραπάνω ζητήματα εξηγεί εν μέρει τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι υποστηρικτές της ενδρασιακής θεωρίας να συμφωνήσουν όσον αφορά τον ακριβή τρόπο εξάρτησης της αντίληψης από τη δράση. Για την απλοποίηση της διερεύνησης του προβλήματος θα εξετάσουμε τα δύο ζητήματα ξεχωριστά όσο αυτό είναι δυνατό. Θα ξεκινήσουμε με το ζήτημα του προσδιορισμού του δεύτερου μέλους της σχέσης, θεωρώντας ως δεδομένο ότι το πρώτο μέλος της σχέσης είναι το αποβλεπτικό (και φαινόμενο) περιεχόμενο της αντίληψης. Ο Noë (2004: 90) σαφώς απορρίπτει την άποψη ότι το αντιληπτικό περιεχόμενο θα πρέπει να προσδιοριστεί με βάση το τι μας επιτρέπει να κάνουμε. Το γεγονός ότι η αντίληψη παίζει ένα ρόλο στον προσδιορισμό της δράσης σηματοδοτεί μια εξάρτηση της δράσης από την αντίληψη. Ωστόσο, αυτό δεν σχετίζεται με ό,τι διερευνούμε, δηλαδή το ενδεχόμενο ύπαρξης κάποιας συγκροτητικής εξάρτησης της αντίληψης από τη δράση. 9

Μια άλλη δυνατότητα είναι να υποστηρίξει κανείς ότι η ίδια η αντίληψη αποτελεί ένα είδος σωματικής δράσης. Ο Noë (2004: 4), για παράδειγμα, υποστηρίζει στην αρχή του βιβλίου του ότι «η αντίληψη είναι ένα είδος επιδέξιας σωματικής δραστηριότητας». Αυτή η διατύπωση μοιάζει να εξηγεί τη συγκροτητική εξάρτηση της αντίληψης από τη δράση μέσω της αναγωγής της αντίληψης σε ένα είδος σωματικής δράσης. Εδώ η σχέση εξάρτησης της αντίληψης από τη δράση είναι μια σχέση οντολογικής ταύτισης της αντίληψης με ένα είδος σωματικής δράσης. Πρωταρχικός στόχος του Noë με την παραπάνω διατύπωση είναι να τονίσει τον ενεργητικό χαρακτήρα της αντίληψης: «Η κύρια ιδέα αυτού του βιβλίου είναι ότι το να αντιλαμβανόμαστε είναι ένας τρόπος να δρούμε. Η αντίληψη δεν είναι κάτι που μας συμβαίνει, ή που συμβαίνει μέσα μας. Είναι κάτι που κάνουμε» (Noë 2004: 1). Με άλλα λόγια, η αντίληψη δεν πρέπει να κατανοηθεί ως μια παθητική εγγραφή του εξωτερικού κόσμου μέσα μας. Ο Noë εδώ απορρίπτει το παραδοσιακό εμπειριστικό μοντέλο της αντίληψης ως δεκτικότητας, η οποία απλώς παρέχει υποκειμενικές εντυπώσεις, οι οποίες προκαλούνται αποκλειστικά από την επίδραση του κόσμου. Υπό αυτή την έννοια, η προσέγγιση του Noë μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται στην ευρύτερη κατεύθυνση κριτικής του παραδοσιακού εμπειριστικού μοντέλου, στη βάση της ιδέας ότι η αντίληψη δεν είναι καθαρή παθητικότητα αλλά περιλαμβάνει κάποιου είδους αυτενέργεια. Ο κλασικός τρόπος με τον οποίο αναπτύχθηκε αυτή η ιδέα είναι να υποστηριχθεί η εμπλοκή της διάνοιας μέσα στην αισθητικότητα 7. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται όσοι υποστηρίζουν τη θεωρητική φόρτιση της αντίληψης. Ο Noë φαίνεται να θεωρεί ότι αυτός ο τρόπος αντίδρασης στο εμπειριστικό μοντέλο οδηγεί σε μια υπερβολικά διανοητιστική προσέγγιση όσον αφορά τις νοητικές ικανότητες και γι αυτό αντιπροτείνει μια διαφορετική κριτική στην υποτιθέμενη καθαρή παθητικότητα της αντίληψης, μια κριτική η οποία, στη διατύπωση που 10

εξετάζουμε, φαίνεται να εντοπίζει την αυτενέργεια στο ότι η ίδια η αντίληψη συνιστά ένα είδος επιδέξιας σωματικής δραστηριότητας. Προκειμένου να διευκρινιστεί αυτή η προσέγγιση θα πρέπει καταρχάς να διακρίνουμε την επιδέξια σωματική δραστηριότητα από τις σωματικές κινήσεις που δεν περιλαμβάνουν αυτενέργεια, όπως για παράδειγμα, οι αντανακλαστικές κινήσεις ή οι εξαναγκασμένες κινήσεις. Χρειαζόμαστε, με άλλα λόγια, ένα κριτήριο διάκρισης ανάμεσα σε αυτά τα διαφορετικά είδη σωματικής κίνησης. Μια βασική διαφορά ανάμεσα στην επιδέξια δραστηριότητα και στην εξαναγκασμένη ή την αντανακλαστική κίνηση είναι ότι μόνο η πρώτη χαρακτηρίζεται από ένα είδος κανονιστικότητας. Κατά την επιδέξια δραστηριότητα, για παράδειγμα, έχουμε την ελευθερία να επιλέξουμε αν θα συνεχίσουμε ή θα διακόψουμε αυτό που κάνουμε. Επίσης, όταν δρούμε επιδέξια έχουμε μια αίσθηση της καταλληλότητας ή μη της δραστηριότητάς μας. Τόσο η ελευθερία επιλογής για να συνεχιστεί ή όχι η σωματική δραστηριότητα όσο και η εκτίμηση της καταλληλότητάς της προϋποθέτουν την ικανότητα έλλογης σύνδεσης της συγκεκριμένης δραστηριότητας με άλλες δραστηριότητες τόσο πρακτικές όσο και διανοητικές, γεγονός που τη διαφοροποιεί από την αντανακλαστική ή την εξαναγκασμένη κίνηση. Η επιδέξια σωματική δραστηριότητα συχνά δεν βρίσκεται στο επίκεντρο της συνείδησης 8. Είναι αλήθεια ότι αποτελεί ανοιχτό ζήτημα το είδος της επίγνωσης που έχει εν προκειμένω το υποκείμενο, ωστόσο αυτό δεν θα πρέπει να συσκοτίζει το γεγονός ότι υπάρχει μια θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στην επιδέξια δραστηριότητα και την εξαναγκασμένη ή την αντανακλαστική κίνηση, η οποία έγκειται στο ότι μόνο η πρώτη χαρακτηρίζεται από κάποιου είδους κανονιστικότητα. Ωστόσο, με βάση αυτό το κριτήριο, η πρόταση του Noë ότι η αντίληψη είναι ένα είδος επιδέξιας σωματικής δραστηριότητας αντιμετωπίσει ορισμένα προφανή 11

προβλήματα. Καταρχάς υπάρχουν περιπτώσεις που η αντίληψη δεν περιλαμβάνει σωματική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, συχνά έχουμε τη δυνατότητα να αντιλαμβανόμαστε κάτι «στιγμιαία», πριν προλάβουμε να προβούμε σε οποιαδήποτε εξερευνητική κίνηση με τα αισθητήρια όργανά μας. Επιπλέον, ακόμα και στις περιπτώσεις που η αντίληψη δεν είναι στιγμιαία και περιλαμβάνει κάποιο είδος σωματικής κίνησης, αυτή η κίνηση δεν είναι κατ ανάγκη αυτενεργός ούτε έχει κατ ανάγκη κανονιστικότητα. Για παράδειγμα, υπάρχουν περιπτώσεις οπτικής αντίληψης οι οποίες περιλαμβάνουν μόνο αντανακλαστικές μικρο-σακκαδικές κινήσεις των ματιών 9. Ή, περιπτώσεις που περιλαμβάνουν μόνο εξαναγκασμένη σωματική κίνηση: σκεφτείτε, για παράδειγμα, την περίπτωση κάποιου ακροατή ο οποίος είναι παράλυτος και μετακινείται με τη βοήθεια ενός αναπηρικού καροτσιού από κάποιον άλλον. Συνεπώς, η αντίληψη δεν περιλαμβάνει κατ ανάγκη κάποιο είδος επιδέξιας σωματικής δραστηριότητας και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορεί να ταυτιστεί με κάποιο είδος επιδέξιας σωματικής δραστηριότητας. Ωστόσο, η αυτενέργεια δεν εκδηλώνεται μόνο με κάποιο είδος σωματικής κίνησης, αλλά χαρακτηρίζει και νοητικές καταστάσεις οι οποίες δεν περιλαμβάνουν σωματική κίνηση. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται μια ασθενέστερη θέση που βρίσκει κανείς μέσα στο βιβλίο του Noë (2004: 33): «η αντίληψη εξαρτάται από την κατοχή και την άσκηση ενός συγκεκριμένου είδους πρακτικής γνώσης». Πιο συγκεκριμένα, ο Noë (2004: 85) προϋποθέτοντας τον άμεσο ρεαλισμό ως προς την αντίληψη, δηλαδή τη θέση ότι η αντίληψη μάς παρουσιάζει άμεσα τα εξωτερικά αντικείμενα και ορισμένες από τις εγγενείς ιδιότητές τους, επιχειρεί να δείξει ότι το αντιληπτικό περιεχόμενο στηρίζεται στην πρακτική γνώση του τρόπου με τον οποίο οι προοπτικές ιδιότητες των αντικειμένων αλλάζουν καθώς κινούμαστε σε σχέση με αυτά. Έτσι, καταφέρουμε να δούμε ένα νόμισμα ως κυκλικό, ακόμα και όταν το 12

βλέπουμε υπό γωνία, οπότε το προοπτικό του σχήμα δεν είναι κυκλικό αλλά ελλειπτικό, επειδή έχουμε πρακτική γνώση του τρόπου με τον οποίο το προοπτικό σχήμα του νομίσματος θα μεταβαλλόταν συναρτήσει της μεταβολής της γωνίας θέασής του. Ο Noë (2004: 163) υποστηρίζει ότι το αντιληπτικό περιεχόμενο παρουσιάζει τόσο τις εγγενείς όσο και τις προοπτικές ιδιότητες των αντικειμένων και γι αυτό θεωρεί ότι έχει μια διπλή όψη: «η εμπειρία σου παρουσιάζει την κυκλικότητα του πιάτου, αλλά και το ελλειπτικό σχήμα που παρουσιάζει από εδώ». Η βασική ιδέα της προσέγγισης του Noë είναι ότι το αντιληπτικό περιεχόμενο εξαρτάται συγκροτητικά από την κατοχή κάποιου είδους πρακτικής γνώσης, συγκεκριμένα αισθητηριοκινητικής γνώσης. Αλλά πώς ακριβώς πρέπει να κατανοηθεί αυτή η συγκροτητική σχέση; Ένας τρόπος είναι να θεωρήσουμε ότι το αντιληπτικό περιεχόμενο συνίσταται από το περιεχόμενο της αισθητηριοκινητικής γνώσης. Αν ακολουθήσουμε αυτό το δρόμο, τότε η οπτική εμπειρία ενός νομίσματος ως κυκλικού συνίσταται στη γνώση του τρόπου με τον οποίο το τρέχον προοπτικό σχήμα του θα μεταβαλλόταν συναρτήσει της οπτικής εξερεύνησης του νομίσματος. Η συγκεκριμένη προσέγγιση φαίνεται να αναγάγει την αντιληπτική παρουσίαση εγγενών ιδιοτήτων του αντικειμένου στην πρακτική γνώση του τρόπου με τον οποίο η παρουσίαση αντίστοιχων προοπτικών ιδιοτήτων του αντικειμένου μεταβάλλεται συναρτήσει των εξερευνητικών κινήσεων του αντιληπτικού υποκειμένου. Είναι για αυτό το λόγο που ο Noë θεωρεί τη κυκλικότητα του νομίσματος ως δυνητικά (virtually) παρούσα στο αντιληπτικό περιεχόμενο και τονίζει ότι αυτή «η δυνητική παρουσία αποτελεί ένα είδος παρουσίας, όχι ένα είδος μη-παρουσίας ή ψευδαισθητικής παρουσίας» (Noë 2004: 67). Αυτό σημαίνει για τον Noë ότι οι αντιληπτές εγγενείς ιδιότητες των αντικειμένων «είναι παρούσες ως διαθέσιμες, παρά ως αναπαριστώμενες» (Noë 2004: 67). 13

Μία πρώτη επισήμανση που πρέπει να κάνουμε εδώ είναι ότι ακόμα και μετά την αναγωγή που προτείνει ο Noë, οι προοπτικές ιδιότητες του αντικειμένου εξακολουθούν να περιλαμβάνονται στο αντιληπτικό περιεχόμενο. Έτσι, η αναγωγιστική προσέγγιση που εξετάζουμε είναι στην πραγματικότητα μια προσπάθεια αναγωγής της μιας όψης του αντιληπτικού περιεχομένου στην άλλη μαζί με τη συναφή αισθητηριοκινητική γνώση: η αντιληπτική παρουσίαση εγγενών ιδιοτήτων των αντικειμένων θεωρείται ότι συνίσταται στη γνώση του τρόπου με τον οποίο η παρουσίαση των προοπτικών ιδιοτήτων θα μεταβαλλόταν συναρτήσει των εξερευνητικών κινήσεων του αντιληπτικού υποκειμένου. Ο Noë επιχειρεί να αναγάγει και την παρουσίαση των προοπτικών ιδιοτήτων στην κατοχή πρακτικής γνώσης η οποία περιλαμβάνεται σε ένα σύνολο πιο βασικών αισθητηριοκινητικών δεξιοτήτων. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία του σε αυτό το σημείο είναι πολύ συνοπτική και καθόλου επεξεργασμένη. Ο Noë (2004: 164) σπεύδει να τονίσει ότι η παρουσίαση των προοπτικών ιδιοτήτων δεν αποτελεί ένα απλό αίσθημα κάποιο είδος αισθητηριακού δεδομένου-, αλλά αφορά «γνήσιες, σχεσιακές ιδιότητες των πραγμάτων». Ωστόσο, δεν είναι πολύ σαφής σχετικά με το πώς πρέπει να εξηγήσει την αντιληπτική παρουσίαση των προοπτικών ιδιοτήτων. Ο Noë (2004: 87) παραδέχεται ότι δημιουργείται ένας κίνδυνος κυκλικότητας εάν η εμπειρία των προοπτικών ιδιοτήτων εκληφθεί ως πρωταρχική: «Μήπως τις βλέπουμε με το να βλέπουμε πώς αυτές φαίνονται; Αυτό θα απειλούσε να μας οδηγήσει σε άπειρη αναδρομή (σε τελική ανάλυση, θα χρειαζόταν να έχει κανείς εμπειρία του φαίνεσθαι του φαίνεσθαι για να μπορέσουμε να δούμε πώς είναι τα πράγματα, και ούτω καθεξής, επ άπειρον)». Για αυτό το λόγο, τείνει προς μια προσέγγιση η οποία αναγάγει την παρουσίαση των προοπτικών ιδιοτήτων στην πρακτική γνώση που περιλαμβάνεται σε ένα σύνολο πιο βασικών αισθητηριοκινητικών δεξιοτήτων: «Το 14

πιάτο δείχνει ελλειπτικό σε μένα διότι, για να υποδείξω το σχήμα του, μπορώ (και μάλιστα, υπό κάποια έννοια, πρέπει) να κινήσω το χέρι μου με ένα χαρακτηριστικό τρόπο. Δηλαδή, το να βιώνει κανείς ένα πράγμα ως ελλειπτικό σημαίνει ακριβώς να έχει εμπειρία αυτού του πράγματος ως κάτι που καταλαμβάνει μια συγκεκριμένου είδους περιοχή στον εγωκεντρικό, αισθητηριοκινητικό του χώρο» (Noë 2004: 89). Είναι ακριβώς αυτή η αναγωγή που οδηγεί τον Noë (2004: 134) στην υποστήριξη της θέσης ότι το περιεχόμενο της εμπειρίας είναι δυνητικό μέχρι τέλους, δηλαδή, είναι, στο σύνολό του, παρόν ως διαθέσιμο, ως προσβάσιμο. Ωστόσο, αυτή η θέση δεν φαίνεται να είναι συμβατή με την φαινομενολογία της αντιληπτικής εμπειρίας και τον άμεσο ρεαλισμό που θέλει να υποστηρίξει ο Noë διότι, αν ίσχυε, η όραση, για παράδειγμα, δεν θα μας επέτρεπε να διακρίνουμε το τι είναι σωματικά παρόν εδώ και τώρα μπροστά μας από τα υπόλοιπα αντικείμενα που δεν είναι σωματικά παρόντα. Επιπλέον, οι εγγενείς ιδιότητες των αντικειμένων δεν μας δίδονται ως απλώς διαθέσιμες συναρτήσει των εξερευνητικών μας κινήσεων, αλλά μας παρουσιάζονται άμεσα οι ίδιες εδώ και τώρα στο αντιληπτικό μας πεδίο. Με άλλα λόγια, οι αντιληπτές εγγενείς ιδιότητες των αντικειμένων δίδονται κατηγοριακά και όχι προδιαθεσιακά στο αντιληπτικό υποκείμενο. Εάν το αντιληπτικό περιεχόμενο αναχθεί σε «ένα σύνολο αντιγεγονικών συνεπειών για την αισθητηριοκινητική δραστηριότητα», τότε, όπως επισημαίνει ο Campbell (2008: 701), «ο κανονικός κόσμος, εκεί ανεξάρτητα από εμάς, διαθέσιμος εκεί σε εμάς για εξερεύνηση, έχει απλά εξαφανιστεί». Ο Noë φαίνεται να οδηγείται σε αυτό το αδιέξοδο γιατί θεωρεί ότι αν το αντιληπτικό περιεχόμενο δεν είναι παρόν ως διαθέσιμο, η μόνη εναλλακτική δυνατότητα είναι να είναι παρόν ως αναπαριστώμενο, το οποίο θεωρεί ότι αναγκαία συνεπάγεται την αποδοχή νοητικών αναπαραστάσεων. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αναγκαίο. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να κατανοήσει την 15

αντιληπτική σχέση ως μια σχέση άμεσης γνωριμίας (acquaintance) με τα αντικείμενα 10 ή, ακόμα, ως μια αποβλεπτική σχέση όπου το αντιληπτικό περιεχόμενο αποτελείται από νοήματα που εξαρτώνται από την ύπαρξη του αντικειμένου 11. Γενικότερα, αν δεχθούμε τη διάκριση που κάνουν ο McDowell και ο Conant (βλ. τα άρθρα τους που δημοσιεύονται στο παρόν τεύχος), με βάση το έργο της Anscombe, μεταξύ προσληπτικής και πρακτικής γνώσης, τότε το εγχείρημα του Noë φαίνεται να καταλήγει σε μια προσπάθεια αναγωγής της προσληπτικής γνώσης σε ένα είδος πρακτικής γνώσης. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό της αντιληπτικής γνώσης, δηλαδή ότι παράγεται από αυτό που γνωρίζει. Αντίθετα, θα μετασχηματιζόταν σε μια γνώση που αποτελεί την αιτία αυτού που γνωρίζει. 4. Μια ασθενέστερη έλλογη και μη-συναγωγική εξάρτηση της αντίληψης από την πρακτική γνώση Με βάση τα παραπάνω θα πρέπει να απορρίψουμε τη θέση ότι η αισθητηριοκινητική γνώση αποτελεί συστατικό του αντιληπτικού περιεχομένου. Αλλά, τότε, με ποιο τρόπο αυτή η γνώση συνδέεται με το αντιληπτικό περιεχόμενο; Μια πρόταση είναι να εφαρμόσουμε τη γενικότερη σελλαρσιανή ιδέα ότι, εκτός από την εξάρτηση της γνώσης μας από την εμπειρία, υπάρχει και μια δεύτερη διάσταση εξάρτησης, η οποία πηγαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση: η αντιληπτική εμπειρία εξαρτάται από τη γνώση μας με έναν έλλογο αλλά μη-συναγωγικό τρόπο. Ο McDowell (2006: 115) επεξηγεί αυτή την ιδέα ως εξής: «Αντίθετα με την εξάρτηση στην οποία εστιάζει ο παραδοσιακός εμπειρισμός, αυτή η εξάρτηση προς την αντίθετη κατεύθυνση δεν είναι συναγωγική. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος γνωρίζει κοιτώντας ότι κάποιο αντικείμενο είναι 16

πράσινο. Το ότι οι συνθήκες φωτισμού είναι κατάλληλες για να πει τι χρώμα έχουν τα πράγματα δεν αποτελεί μια προκείμενη σε μια συναγωγική δικαιολόγηση την οποία θα μπορούσε κανείς να δώσει για τον ισχυρισμό του ότι το πράγμα είναι πράσινο. Αντίθετα, η δικαιολόγηση που διαθέτει κανείς για τον ισχυρισμό είναι απλά ότι βλέπει ότι το πράγμα είναι πράσινο. Αλλά αποτελεί ένα τρόπο να θέσουμε αυτό για το οποίο μας παροτρύνει ο Sellars όταν εισηγείται τη δεύτερη διάσταση εξάρτησης, όπως αυτή παρουσιάστηκε με το παράδειγμα της εμπειρίας των χρωμάτων, το να πούμε ότι ακριβώς η δυνατότητα να διαθέτει κανείς αυτή τη δικαιολόγηση μια δικαιολόγηση που συνίσταται στο γεγονός ότι κανείς βλέπει ότι το πράγμα είναι πράσινο εξαρτάται από το εάν κανείς έχει κατάλληλη γνώση σχετικά με τα αποτελέσματα των συνθηκών φωτισμού πάνω στην εμφάνιση των χρωμάτων. Και παρότι αυτή η εξάρτηση δεν είναι συναγωγική, είναι έλλογη». Στο Pagondiotis (2006) έχω επιχειρηματολογήσει υπέρ της άποψης ότι η γνώση πάνω στην οποία στηρίζεται η εμπειρία δεν είναι προτασιακή αλλά πρακτική γιατί μόνο έτσι η εμπειρία μπορεί να λειτουργήσει ως θεμέλιο στην αλυσίδα της δικαιολόγησης. Ο McDowell δέχθηκε αυτή την άποψη μόνο για ό,τι ο ίδιος ονόμασε «θεμελιακή εμπειρία του κόσμου», όπως η εμπειρία των χρωμάτων. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξε το εξής: «Θα ήταν άστοχο να περιγράψουμε το τμήμα της κοσμοεικόνας μας που είναι ενσωματωμένο στην εμπειρία των χρωμάτων ως μια θεωρία. Η γενική γνώση την οποία ο Sellars επικαλείται δεν είναι ανάγκη να αποτελεί καν αποδοχή ενός σώματος προτάσεων, συναγωγικά αρθρωμένων ή όχι. Θα μπορούσε να είναι απλώς μια ανταπόκριση στην πράξη σε διαφορές στις συνθήκες φωτισμού, μια πρακτική παρά μια θεωρητική σύλληψη της σημασίας τους για την 17

δυνατότητα να πούμε τι χρώμα έχουν τα πράγματα μέσω της όρασης. Έτσι η εξάρτηση της εμπειρίας των χρωμάτων από τη γνώση υποβάθρου δεν είναι ανάγκη να αποτελεί μια περίπτωση θεωρητικά φορτισμένης εμπειρίας.αλλά [η] εμπειρία των μ-μεσονίων είναι σίγουρα θεωρητικά φορτισμένη Εάν η φυσικός προκληθεί μπορεί να οπισθοχωρήσει σε μια λιγότερο δεσμευτική θεώρηση του τι είναι διαθέσιμο στην εμπειρία της, εκμεταλλευόμενη τη θεωρία στην οποία εμφανίζονται τα μ-μεσόνια για να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό ότι, δεδομένου ότι η εμπειρία τής παρέχει αυτές τις λιγότερες πληροφορίες, αυτή είναι αντιμέτωπη με την παρουσία μ-μεσονίων. Όταν η γνώση υποβάθρου λειτουργεί με τον τρόπο που δείχθηκε στην εμπειρία των χρωμάτων, δεν υπάρχει περιθώριο για μια τέτοια υποχώρηση» (McDowell 2006: 118). Δεν θα επιχειρήσω να αντικρούσω τη διάκριση του McDowell ανάμεσα σε δύο είδη εμπειρίας -ένα θεωρητικά και ένα μη-θεωρητικά φορτισμένο- διότι αυτό θα μας οδηγούσε μακριά από το κυρίως θέμα του κειμένου 12. Ωστόσο, ακόμα κι αν περιοριστούμε στη θεμελιακή εμπειρία του κόσμου και δεχθούμε ότι εξαρτάται έλλογα, αλλά μη-συναγωγικά από την πρακτική γνώση, οδηγούμαστε σε ένα τύπο συγκροτητικής εξάρτησης του αντιληπτικού περιεχομένου αυτής της εμπειρίας από το περιεχόμενο της πρακτικής γνώσης, ο οποίος είναι ασθενέστερος υπό την έννοια ότι δεν επηρεάζει τον παρουσιαστικό χαρακτήρα της εμπειρίας. Η συγκεκριμένη εξάρτηση αφορά απλώς τις συνθήκες οι οποίες δικαιολογούν την αυθεντία που θεωρεί ότι έχει το υποκείμενο ως προς τις αντιληπτικές του ικανότητες. Πιο συγκεκριμένα, η πρακτική γνώση η οποία υποστηρίζει έλλογα και μη συναγωγικά το αντιληπτικό περιεχόμενο υποδηλώνεται στον τρόπο με τον οποίο το αντιληπτικό υποκείμενο αποκρίνεται όταν αμφισβητηθεί μια αντιληπτική κρίση του σχετικά με το χρώμα ενός αντικειμένου. Το υποκείμενο μπορεί αρχικά να απαντήσει 18

ότι υποστηρίζει ότι το χρώμα είναι, για παράδειγμα, κόκκινο γιατί το βλέπει, αλλά αν πιεστεί να παράσχει περαιτέρω δικαιολόγηση, δεν έχει τη δυνατότητα να ανατρέξει σε κάποιες προκείμενες που θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι αυτό που βλέπει είναι κόκκινο. Το αντιληπτικό υποκείμενο, όπως λέει και ο McDowell (2010: 138), «[δεν παρέχει] προκείμενες για μια συναγωγή υπέρ της αλήθειας του ισχυρισμού [του]». Αυτό που κάνει είναι να δίνει λόγους που υποστηρίζουν την αυθεντία του στο να προβαίνει σε κρίσεις τέτοιου είδους εν γένει. Για παράδειγμα, μπορεί να απαντήσει ότι ξέρει να αναγνωρίζει το κόκκινο ή ότι ξέρει να διακρίνει αν οι συνθήκες φωτισμού είναι κατάλληλες για να πει τι χρώμα έχει ένα αντικείμενο. Αυτοί οι λόγοι αναφέρονται στην επίγνωση που έχει το αντιληπτικό υποκείμενο σχετικά με αναγνωριστικές ικανότητες που διαθέτει όσον αφορά τα χρώματα. Για να συνοψίσω την πρότασή μου, θα πρέπει να κατανοήσουμε με έναν ασθενή τρόπο τη συγκροτητική σχέση του αντιληπτικού περιεχομένου με την αισθητηριοκινητική γνώση: το αντιληπτικό περιεχόμενο δεν συνίσταται, έστω και εν μέρει, από αισθητηριοκινητική γνώση αλλά εξαρτάται με έναν έλλογο και μη συναγωγικό τρόπο από τη γνώση αυτή. Έτσι, καταλήγουμε στην υποστήριξη της θέσης ότι το αντιληπτικό περιεχόμενο είναι έλλογα διαπερατό με έναν ασθενή τρόπο από αισθητηριοκινητική γνώση. 5. Είναι αναγκαία η αυτενεργός σωματική κίνηση για την απόκτηση αισθητηριοκινητικής γνώσης; Ένα ερώτημα, ωστόσο, που παραμένει ανοικτό είναι με ποιο τρόπο αποκτάται η αισθητηριοκινητική γνώση και πιο συγκεκριμένα το εάν ο τρόπος απόκτησής της εξαρτάται αναγκαία από την άσκηση επιδέξιας σωματικής δραστηριότητας ή, γενικότερα, αυτενεργού σωματικής κίνησης. Ο Noë (2004: 64) διακρίνει ανάμεσα σε 19

δύο είδη αισθητηριακής σχέσης με τον κόσμο, τη σχέση που είναι εξαρτώμενη από την κίνηση και τη σχέση που είναι εξαρτώμενη από το αντικείμενο: «Η αισθητηριακή μας σχέση με τον κόσμο μεταβάλλεται σε δύο διαστάσεις. Η σχέση είναι εξαρτώμενη από την κίνηση, όταν οι παραμικρές κινήσεις του σώματος διαμορφώνουν την αισθητηριακή διέγερση. Όταν, όμως, βλέπετε ένα αντικείμενο, η σχέση σας προς αυτό είναι επίσης εξαρτώμενη από το αντικείμενο δηλαδή, κινήσεις του αντικειμένου προκαλούν αισθητηριακή αλλαγή». Η αισθητηριακή σχέση που εξαρτάται αμιγώς από το αντικείμενο, δηλαδή από την κίνηση του ίδιου του αντικειμένου 13, δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε σωματική κίνηση του αντιληπτικού υποκειμένου και, a fortiori, δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε επιδέξια ή, γενικότερα, αυτενεργό σωματική δραστηριότητα. Έτσι, η απόκτηση αισθητηριοκινητικής γνώσης που εξαρτάται από το αντικείμενο δεν βασίζεται σε αυτενεργό σωματική κίνηση του υποκειμένου, βασίζεται μόνο στην κίνηση του αντικειμένου. Τέτοια είναι, για παράδειγμα, η γνώση που αφορά το πώς μεταβάλλεται η προοπτική εμφάνιση του αντικειμένου συναρτήσει της κίνησής του. Από την άλλη μεριά, η αισθητηριακή σχέση με τον κόσμο η οποία εξαρτάται από την σωματική κίνηση του αντιληπτικού υποκειμένου, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, δεν εξαρτάται πάντα από την επιδέξια σωματική δραστηριότητα ή γενικότερα από κάποιου είδους αυτενεργού σωματικής κίνησης, αλλά μπορεί επίσης να εξαρτάται από αντανακλαστικές ή εξαναγκασμένες σωματικές κινήσεις. Όμως ανεξάρτητα από το είδος της σωματικής κίνησης από το οποίο εξαρτάται η αισθητηριακή μεταβολή, φαίνεται να είναι δυνατή η διάκριση αυτού του είδους της αισθητηριακής μεταβολής από την αισθητηριακή μεταβολή η οποία εξαρτάται από την κίνηση του αντικειμένου αποκλειστικά και μόνο στη βάση στοιχείων που 20

αφορούν τον τρόπο μεταβολής του αισθητηριακού ερεθίσματος. Για παράδειγμα, αν εστιάσουμε στην όραση, στην περίπτωση που η αισθητηριακή μεταβολή οφείλεται στη σωματική κίνηση του αντιληπτικού υποκειμένου, τότε μεταβάλλεται ολόκληρο το οπτικό πεδίο, ενώ στη δεύτερη περίπτωση μεταβάλλεται μόνο ένα τμήμα του οπτικού πεδίου αυτό στο οποίο αντιστοιχεί το κινούμενο αντικείμενο 14. Αυτή η επισήμανση βρίσκεται σε συμφωνία και με την προσέγγιση του Gibson (1986), ο οποίος υποστηρίζει ότι η οπτική δέσμη παρουσιάζει μοτίβα υψηλότερης τάξης, τα οποία μπορούν να συλληφθούν μέσω της παθητικής ή της ενεργητικής κίνησης του αντιληπτικού υποκειμένου. Όπως επισημαίνει και η Hurley (1998: 431): «Ο Gibson τόνισε ότι ο ρόλος της κίνησης στις οικολογικές θεωρίες θα μπορούσε να επιτελεστεί τόσο μέσω της παθητικής όσο και μέσω της ενεργητικής κίνησης. Η κίνηση είναι απλώς ένα μέσο για την απόκτηση πρόσβασης στις σταθερές υψηλότερης τάξης οι οποίες είναι παρούσες στο προσαγωγό (afferent) ερέθισμα... τα μοτίβα της εισροής εξαρτώνται εργαλειακά από την κίνηση». Συνεπώς, η αισθητηριοκινητική γνώση που αποκτάται από τη σωματική κίνηση του αντιληπτικού υποκειμένου δεν φαίνεται να προϋποθέτει την αυτενεργό σωματική κίνηση με κάποιο προνομιακό τρόπο επειδή αυτή η γνώση μπορεί να αποκτηθεί είτε μέσω αυτενεργού είτε μέσω αντανακλαστικής ή εξαναγκασμένης σωματικής κίνηση. Κατά συνέπεια, αν θεωρήσουμε ότι ο ισχυρισμός του Noë ότι «κάθε αντίληψη είναι εγγενώς ενεργητική» σημαίνει ότι κάθε αντίληψη εξαρτάται από αισθητηριοκινητική γνώση η οποία αποκτάται μέσω αυτενεργού σωματικής δραστηριότητας, τότε ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αληθής, διότι ακόμα και η αισθητηριοκινητική γνώση που αποκτάται μέσω αυτενεργού σωματικής κίνησης φαίνεται ότι θα μπορούσε να αποκτηθεί και με τρόπο που δεν περιλαμβάνει κανενός είδους αυτενεργό σωματική κίνηση. Εκείνο που όντως έπεται από τις παραπάνω επισημάνσεις είναι ότι κάθε 21

αντίληψη εξαρτάται από αισθητηριοκινητική γνώση, η απόκτηση της οποίας βασίζεται στην κίνηση του αντιληπτικού υποκειμένου και/ή του προσλαμβανόμενου αντικειμένου (ή κάποιου τρίτου πράγματος που επηρεάζει αιτιακά την εμφάνιση του αντικειμένου) 15. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Bruner, J. S. (1957): On Perceptual Readiness, Psychological Review 64: 123 152. Campbell, J. (2002): Reference and Consciousness. Oxford University Press. Campbell, J. (2008): Sensorimotor Knowledge and Naïve Realism, Philosophy and Phenomenological Research 76 (3): 666-673. Dreyfus, H. (1992): What Computers Still Can' t Do - A Critique of Artificial Reason. The MIT Press. Fodor, J. (1975): The Language of Thought. Crowell. Fodor, J. (1983): The Modularity of Mind: An Essay on Faculty Psychology. MIT Press/A Bradford Book. Gibson, J. J. (1986): The Ecological Approach to Visual Perception. Lawrence Erlbaum Associates, Publishers. Haugeland, J. (1998): Mind embodied and embedded in Having Thought: Essays in the Metaphysics of Mind. Harvard University Press. Hurley, S. (1998): Consciousness in Action. Harvard University Press. McDowell, J. (1984): De Re Senses, Philosophical Quarterly, 34: 283-94. McDowell, J. (1994): Mind & World. Harvard University Press. McDowell, J. (2006): Response to Costas Pagondiotis, Teorema, XXV1: 115-119. McDowell, J. (2010): Brandom on Observation in B. Weiss, J. Wanderer (επιμ.): Reading Brandom οn Making It Explicit, Routledge. 22

Noë, A. (2004): Action in Perception. MIT Press. Pagondiotis, C. (2006): McDowell s Transcendental Empiricism and the Theory- Ladenness of Experience, Teorema, vol. XXV (1): 101-114. Putnam, H. (2010/1994): Το Νόημα και οι Aισθήσεις: Μια έρευνα στις δυνάμεις του ανθρώπινου νου (μετάφραση Κ. Παγωνδιώτης). Εκδόσεις Εκκρεμές. Pylyshyn, Z. (1999): Is Vision Continuous with Cognition? The Case for Cognitive Impenetrability of Visual Perception. Behavioral and Brain Sciences 22 (3): 341-365. Παγωνδιώτης, Κ. (υπό επεξεργασία): «Το Πρόβλημα της Εμπειρίας στο Έργο του John McDowell» Η συγγραφή αυτού του κειμένου χρηματοδοτήθηκε από το ερευνητικό πρόγραμμα «Καραθεοδωρή 2008» C597. 1 Fodor 1975. 2 Βλ., για παράδειγμα, Dreyfus 1992, McDowell 1994, Putnam 2010/1994, Haugeland 1998. 3 Ή έλλογα, βλ. Pylyshyn 1999: 365. 4 Θα πρέπει να τονίσουμε ότι αυτός είναι ο κυρίαρχος τρόπος με τον οποίον κατανοήθηκε το έργο του Bruner. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο Pylyshyn (1999, υποσημ. 2) ο Bruner ήταν περισσότερο προσεκτικός: «Ο Bruner (1957) χαρακτήρισε τον ισχυρισμό του ως μια τολμηρή παραδοχή και ήταν πολύ προσεκτικός ώστε να αποφύγει να ισχυριστεί ότι η αντίληψη και η σκέψη είναι σε τελευταία ανάλυση μη διακρίσιμες. Ειδικότερα, αναγνώρισε ρητά ότι η αντίληψη εμφανίζεται να είναι σημαντικά λιγότερο υπάκουη ή αντιστρεπτή από την εννοιολογική συναγωγή συμπερασμάτων». 5 Βλ. Haugeland 1998: 208. 6 Βλ., επίσης, το βιβλίο της Hurley (1998). Η Hurley αφιέρωσε ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου της στη στενή σχέση μεταξύ αντίληψης και σωματικής δράσης. Η βασική της ιδέα είναι ότι η στενη αλληλεξάρτηση μεταξύ αντίληψης και σωματικής δράσης στο προσωπικό επίπεδο στηρίζεται στο γεγονός ότι και οι δύο αναδύονται από το ίδιο σύνθετο δυναμικό αισθητηριοκινητικό σύστημα, όπως αυτό περιγράφεται στο υποπροσωπικό επίπεδο. Έτσι, σύμφωνα με την Hurley, η αντίληψη δεν 23

υποστηρίζεται στο υποπροσωπικό επίπεδο από κάποιο είδος συστήματος εισροών ούτε η σωματική δράση αναδύεται από κάποιο αντίστοιχο σύστημα εκροών. 7 Βλ., για παράδειγμα, την καντιανή προσέγγιση του McDowell 1994. 8 Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με την εμπρόθετη πράξη η οποία προκαλείται από μια συνειδητή πρότερη πρόθεση και συνοδεύεται από μια συνειδητή πρόθεση κατά τη διάρκεια της δράσης. 9 Ο Noë δεν καταφέρνει πάντα μέσα στο βιβλίο του να διακρίνει την επιδέξια σωματική δραστηριότητα από αντανακλαστικές σωματικές κινήσεις. Για το λόγο αυτό θεωρεί την εξάρτηση της όρασης από την ύπαρξη μικρο-σακκαδικών κινήσεων τεκμήριο υπέρ της προσέγγισής του: «Από την άλλη, υπάρχουν, πράγματι, ισχυρά εμπειρικά ευρήματα ότι μια πιο εκτενής παράλυση για παράδειγμα, των ίδιων των ματιών θα προκαλούσε τυφλότητα. Σε κανονικά αντιληπτικά υποκείμενα, τα μάτια βρίσκονται σχεδόν σε συνεχή κίνηση, εκτελώντας σακκαδικές κινήσεις (απότομες, βαλλιστικές κινήσεις) και μικρο-σακκαδικές κινήσεις πολλές φορές το δευτερόλεπτο. Αν τα μάτια έπαυαν να κινούνται, θα έχαναν την προσληπτική τους δύναμη». 10 Για μια πρόσφατη χρήση αυτής της ρασελιανής ιδέας υπέρ μιας άμεσα ρεαλιστικής προσέγγισης βλέπε Campbell 2002. 11 Βλ. McDowell 1984. 12 Για μια κριτική αυτής της διάκρισης βλ. Παγωνδιώτης (υπό επεξεργασία). 13 Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε, γενικότερα, και όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η αισθητηριακή μεταβολή οφείλεται στην κίνηση ενός τρίτου πράγματος που επηρεάζει την εμφάνιση του αντικειμένου, όπως για παράδειγμα η κίνηση του ήλιου. 14 Πολύ συχνά η αισθητηριακή μεταβολή στο οπτικό πεδίο οφείλεται ταυτόχρονα τόσο στην κίνηση του αντικειμένου όσο και στην κίνηση του αντιληπτικού υποκειμένου και αυτό καθιστά την επίλυση του προβλήματος δυσχερέστερη. 15 Ένα ζήτημα που παραμένει προς διερεύνηση σε εκτενέστερη μελέτη είναι ο ρόλος της σωματικής επίγνωσης της κίνησης του αντιληπτικού υποκειμένου στη συγκρότηση του αντιληπτικού περιεχομένου. Στο Παγωνδιώτης (υπό επεξεργασία) επιχειρώ να δείξω ότι η σωματική επίγνωση είναι αναγκαία για την ικανότητα διαφοροποίησης μεταξύ εξωδεκτικών και ιδιοδεκτικών αισθημάτων. 24