Διαδραστικό κείμενο 2 Βασικές αρχές της γλωσσολογικής προσέγγισης στη μετάφραση, πρώτη επιστημονική φάση της ενασχόλησης με τη μετάφραση Η σύντομη αυτή ματιά στην ιστορία της μετάφρασης μάς έδειξε ότι μέχρι τα μέσα του 20 ου αιώνα ήταν οι ίδιοι οι μεταφραστές που έκαναν τις πρώτες απόπειρες για θεωρητικούς προβληματισμούς, σχετικούς με τη μετάφραση. Αν και η μετάφραση αποτελεί, όπως είδαμε, καθιερωμένη πρακτική εδώ και αιώνες, θεωρείτο για πολλούς αιώνες απλώς «τέχνη», «εργαλείο», και όχι επιστήμη. Αποκαλέσαμε την εποχή αυτή και ως την «προεπιστημονική εποχή» της ενασχόλησης με το αντικείμενο της μετάφρασης. Και όπως είδαμε, επίσης, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ξεκινάει «επισήμως» η επιστημονική ενασχόληση με τη μετάφραση, καθώς γίνεται αντικείμενο μελέτης των γλωσσολόγων (βλ. Διαδραστικό Κείμενο 1). Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ακόμα ότι αυτομάτως καθιδρύεται και η επιστήμη της μετάφρασης. Σε αυτήν τη φάση, οι προσπάθειες αυτές αποσκοπούν στο να μελετήσουν μεταφραστικά ζητήματα με τα μέσα που διέθετε η γλωσσολογία την εποχή εκείνη, καθώς και με εκείνα των υποεπιστημών της. Η στενή αυτή συνάφεια με τη γλωσσολογία, επιπλέον, εξηγεί και τις ονομασίες που δόθηκαν, τουλάχιστον στον γερμανόφωνο χώρο, στα πρώτα ρεύματα αυτά, όπως «μεταφραστική γλωσσολογία» (Translationslinguistik), «γλωσσολογική θεωρία της μετάφρασης» (linguistische Übersetzungstheorie) και «γλωσσολογικά προσανατολισμένη μεταφρασεολογία» (linguistisch orientierte Translationswissenschaft) (μτφρ. O.I.S.). Σε αυτό το σημείο είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι το πρώτο έναυσμα για να θεωρηθεί η μετάφραση ως γλωσσολογικό φαινόμενο δόθηκε, σύμφωνα με την Stolze ( 2 1997:55), το 1948 στο πλαίσιο της έρευνας για τη μηχανική μετάφραση, η οποία αντιλαμβανόταν τη φυσική γλώσσα ως ένα είδος «μυστικού κώδικα» που η μηχανή καλούνταν να σπάσει και να αντικαταστήσει μια λέξη μιας ΓΠ με μιαν άλλη της ΓΣ. Σε αυτήν τη φάση, η θεωρία της μετάφρασης είχε τη λειτουργία επικουρικής επιστήμης για τη μηχανική μετάφραση και έπρεπε να βοηθήσει στο να διατυπώνεται αλγοριθμικά η γλώσσα με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορεί ο υπολογιστής να αναλύσει τα κείμενα στη ΓΠ και να τα συνθέσει ξανά στη ΓΣ. Με αυτό το δεδομένο, επομένως, εξηγείται όλο το φάσμα του γλωσσολογικού παραδείγματος στη μετάφραση. Για να ενημερωθείτε για τα τις βασικές αρχές αυτού και για τις αδυναμίες του, πριν προχωρήσουμε στο προτεινόμενο για τη ΓΜ λειτουργικό παράδειγμα, παρακαλώ κάνετε κλικ. [Κλικάρισμα για να φανεί] Το γλωσσολογικό παράδειγμα θεμελιώνεται στα αξιώματα του ορθολογισμού, της σημειωτικής και της θεωρίας της καθολικότητας (βλ. Stolze, 2 1997:51-53). Στον γερμανόφωνο χώρο, οι βασικοί αντιπρόσωποί της είναι οι ιδρυτές της λεγόμενης «Σχολής της Λειψίας» (Leipziger Schule) στην τέως Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, δηλαδή ο Ότο Κάντε (Otto Kade), ο Γκερτ Γέγκερ (Gert Jäger) και ο Άλμπρεχτ Νόιμπερτ (Albrecht Neubert), καθώς και η Καταρίνα Ράις (Katharina Reiβ), ο Βόλφραμ Βιλς (Wolfram Wilss) και ο Βέρνερ Κόλερ (Werner Koller) στην τέως Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η γλωσσολογικά εδραιωμένη μεταφρασεολογία, η λεγόμενη «Übersetzungswissenschaft» (επιστήμη της μετάφρασης), όπως αποκαλούνταν από τους μελετητές της πρώην Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, θεωρούνταν ως υποενότητα της εφαρμοσμένης γλωσσολογίας και ακολουθούσε τους στόχους και τις μεθόδους της. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι η προσέγγισή της σε μεταφραστικά ζητήματα είναι ιδιαίτερα άκαμπτη και μονοκόμματη και για αυτό επικρίνεται ως ανεπαρκής από τους μετέπειτα αντιπροσώπους μιας πιο ανοιχτής, πλουραλιστικής και διεπιστημονικής μεταφρασεολογίας. Η Snell-Hornby (1988:14, έμφ. της συγγρ.) το συνοψίζει ως εξής: Just as linguistics aims at making the study of language strictly scientific, Übersetzungswissenschaft aims at making the study of translation rigorously scientific and watertight; traditional translation theory was dismissed as vorwissenschaftlich, subjective or even naïve. Like linguistics, Übersetzungswissenschaft adopted views and methods of the exact sciences, in particular mathematics and formal logic, and in both cases the view is now frequently expressed that such methods have led to a dead end. Αλλά και στον αγγλόφωνο χώρο η γλωσσολογική προσέγγιση έχαιρε μεγάλης αναγνώρισης. Όπως είδαμε και παραπάνω (Διαδραστικό Κείμενο 1), από τους σημαντικότερος αντιπροσώπους της υπήρξαν ο Γιουτζήν Νάιντα (Eugene A. Nida) και ο Τσαρλς Ρ. Τέιμπερ (Charles R. Taber), με τον οποίο συνεργάστηκε ο Νάιντα στο Nida/Taber (1969). Επίσης, ένας σημαντικός υποστηρικτής της υπήρξε και ο Άγγλος λόγιος Τζον Σ. Κάτφορντ (John C. Catford), που ανέπτυξε τη θεωρία περί των «μεταφραστικών μετατοπίσεων» (translation shifts), μια εξαιρετικά αυστηρή γλωσσολογική θεωρία για τη μετάφραση, την οποία συνήγαγε από τη συστημική λειτουργική γραμματική του Μ. Α. Κ. Χάλιντέι (M. A. K Halliday). (Bλ. Snell-Hornby, 1988:14) Όλες οι αυστηρά γλωσσολογικές προσεγγίσεις έχουν ως κοινό παρονομαστή ότι αντιλαμβάνονται τη μεταφραστική διαδικασία ως «διαγλωσσική μεταφορά». Με βάση την υπόθεση ότι «κατά τη μετάφραση συγκρούονται δύο διαφορετικά γλωσσικά συστήματα» (Stolze, 1992:63, με αναφορά στο: Vernay, 1974:2), κεντρικοί όροι όπως «κώδικας», «αλλαγή κώδικα» και η διαφορά μεταξύ της «langue» και της «parole» τίθενται στην «υπηρεσία του περιεχομένου» (Stolze, 2 1997:60).
Μπορούμε, επομένως, να συμπεράνουμε ότι πρωταρχικό αξίωμα της αυστηρά γλωσσολογικής προσέγγισης στη μετάφραση είναι η απόλυτη απόδοση του περιεχομένου (και δευτερευόντως του ύφους του πρωτοτύπου στο μετάφρασμα). Στη σχετική γερμανόφωνη βιβλιογραφία αυτό αποκαλείται «Invarianz» (βλ. Jumpelt, 1961, Albrecht, 1990), ενώ στη σχετική ελληνόφωνη βιβλιογραφία αναφέρεται ως «αμεταβλητότητα» (βλ. Lee-Jahnke/Delisle/Cormier, 2008:180), και αναφέρεται στην «απόλυτη ταύτιση περιεχομένου» μεταξύ πρωτοτύπου και μεταφράσματος. Η διατήρηση της «αμεταβλητότητας» θεωρείται εφικτή, όταν μεταφέρει ο μεταφραστής τη συντακτική και λεξιλογική επιφανειακή δομή της γλώσσας του πρωτοτύπου «χωρίς παραποίηση» στη γλώσσα του μεταφράσματος. Ενδεικτικά αναφέρονται σχετικές διατυπώσεις δύο σημαντικών εκπροσώπων του γλωσσολογικού παραδείγματος στη μετάφραση: Übersetzen ist ein sprachlich-textueller Prozeβ, bei dem AS-Ausdrücken (Lexemen, Syntagmen, Sätzen) ZS-Ausdrücke zugeordnet werden. Die linguistische Übersetzungswissenschaft beschreibt die potentiellen Zuordnungsvarianten (Äquivalente) und gibt die Faktoren und Kriterien an, die die Wahl von aktuellen Entsprechungen bestimmen (Koller, 5 1997:125). [Η μετάφραση συνιστά μια γλωσσικο-κειμενική διαδικασία, κατά την οποία αντιστοιχούνται οι εκφράσεις της ΓΠ (λεξήματα, συντάγματα, προτάσεις) με εκφράσεις της ΓΣ. Η γλωσσολογικά εδραιωμένη μεταφρασεολογία περιγράφει τις δυνητικές εκδοχές αντιστοιχιών (ισοδυναμιών) και κατονομάζει παράγοντες και κριτήρια που καθορίζουν την επιλογή συγκεκριμένων αντιστοιχιών.] (Mτφρ. O.I.S.) Jede Übersetzung stellt demnach den mehr oder minder erfolgreichen Versuch einer Synchronisation von syntaktischen, lexikalischen und stilistischen Regelapparaten zwischen zwei Sprachen, einer Ausgangs- und einer Zielsprache, dar. (Wilss, 1977:13) [Επομένως, κάθε μετάφραση συνιστά τον λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένο συγχρονισμό συντακτικών, λεξιλογικών και υφολογικών συστημάτων και των οικείων τους κανόνων δύο γλωσσών, μιας ΓΠ και μιας ΓΣ.] (Mτφρ. O.I.S.) Κεντρικό ρόλο σε αυτό το πλαίσιο προσδίδεται στον όρο «ισοδυναμία». Πιθανολογείται ότι «η μεταφρασεολογία υιοθέτησε τον όρο αυτόν [ ] στο πλαίσιο τον προσπαθειών της να αναπτύξει μια δικιά της ειδική γλώσσα» (Koller, 2000:11, με αναφορά στο: Wilss, 1977:159). Τα ακόλουθα παραθέματα διαφωτίζουν τον ρόλο κλειδί που κατέχει ο όρος «ισοδυναμία» για το γλωσσολογικό παράδειγμα στη μετάφραση: Translation may be defined as follows: The replacement of textual material in one language (SL) by equivalent material in another language (TL). (Catford, 1965:20) Translating consists in reproducing in the receptor language the closest natural equivalent of the source language message, first in terms of meaning and secondly in terms of style (Nida/Taber, 1969:12). Jeder Übersetzungsprozeβ ist ein bipolarer Vorgang, der sich in der Gestaltung eines zielsprachlichen Textes unter ständiger Rückbindung an einen ausgangssprachlichen Text erfüllt. Dabei muβ der Übersetzer sich ständig bemühen, optimale Äquivalenzen in der Zielsprache zu finden und sich ebenso konsequent am ausgangssprachlichen Text orientieren, um sich der Adäquatheit dieser Äquivalenzen zu versichern. (Reiβ, 1971:11) [Κάθε μετάφραση συνιστά μια διπολική διαδικασία που πραγματώνεται στην εκπόνηση ενός κειμένου της ΓΣ υπό συνεχή αναγωγή του σε ένα κείμενο της ΓΠ. Στη διαδικασία αυτή, ο μεταφραστής πρέπει να καταβάλλει αδιάκοπη προσπάθεια να βρει ιδανικές ισοδυναμίες στη ΓΣ αλλά, ταυτόχρονα, να προσανατολίζεται με την ίδια συνέπεια στο κείμενο της ΓΠ, προκειμένου να βεβαιωθεί για την καταλληλότητα των ισοδυναμιών αυτών.] (Mτφρ. O.I.S.) Übersetzen ist eine Folge von Formulierungsprozessen, die von einem schriftlichen as Text zu einem möglichst äquivalenten schriftlichen zs Text hinüberführen und das semiotische Verständnis der Textvorlage und eine textadäquate Transferkompetenz des Übersetzers voraussetzen. Anders ausgedrückt: Übersetzen ist ein Vorgang, in dessen Verlauf der Übersetzer in einer Folge von code-switching -Operationen einen von einem as Sender in einer bestimmten Mitteilungsabsicht produzierten Text in einer Zielsprache (ZS) reproduziert und ihn damit einem der Ausgangssprache (AS) nicht mächtigen zs Leser oder einem zs Leserkollektiv zu-
gänglich macht (Kühlwein/Wilss, 1981:12, έμφ. ομ.). [Η μετάφραση είναι μια ακολουθία από διαδικασίες διατύπωσης που οδηγούν από ένα γραπτό κείμενο σε μια ΓΠ σε ένα όσο το δυνατόν περισσότερο ισοδύναμο γραπτό κείμενο μιας ΓΣ και που προϋποθέτει από τον μεταφραστή τη σημειολογική κατανόηση του πρωτοτύπου και την ικανότητα κειμενικής μεταφοράς. Με άλλα λόγια: Η μετάφραση συνιστά μια διαδικασία κατά την οποία ο μεταφραστής αναπαραγάγει μέσω μιας ακολουθίας από ενέργειες εναλλαγής κωδίκων (code-switching) ένα κείμενο ενός συγκεκριμένου αποστολέα μιας ΓΠ, που έχει παραχθεί με συγκεκριμένη πρόθεση πληροφόρησης, προκειμένου να γίνει προσβάσιμο σε έναν αναγνώστη της ΓΣ ή σε ένα σύνολο αναγνωστών μιας ΓΣ που δεν κατέχουν τη ΓΠ.] (Μτφρ. O.I.S.) Είναι προφανές ότι η αντίληψη της μεταφραστικής διαδικασίας με βάση την ισοδυναμία προϋποθέτει ότι οι σχέσεις των μεταφραστικών ενοτήτων (σε οποιοδήποτε επίπεδο), που εμπλέκονται στην απόδοση ενός κειμένου από μια ΓΠ σε μια ΓΣ, διέπονται από μια κοινή οικεία φύση, μια συμμετρία ή ακόμα και μια «νομοτέλεια» (βλ. Kade, 1968, βλ. Koller, 2000:13). Πολύ εμφανής γίνεται η αντίληψη που έχει για τη μετάφραση η αυστηρά γλωσσολογική προσέγγιση, που επικεντρώνεται στον όρο «ισοδυναμία», με την προσήλωσή της στο ΚΠ και την μικροδομική της θέαση στις θεωρίες της δεκαετίας του 1960, οι οποίες εστίαζαν στα γλωσσικά συστήματα και, ως εκ τούτου, στην επιφανειακή δομή της γλώσσας, επικεντρωνόμενες στη λέξη, την πρόταση και, πιο ύστερα, στην παράγραφο. Η Kirchhoff (1977:279) συνοψίζει την αντίληψη αυτή ως εξής: Die Übersetzungswissenschaft der sechziger Jahre versteht die Translation [ ] zwar als einen komplexen sprachlichen Kommunikationsakt, reduziert aber die Unterschiede zwischen den Translationsvorgängen und den Translaten [ ] auf sprachliche Faktoren und richtet ihr Interesse vorwiegend auf die Frage der semantischen und funktionellen Äquivalenzrelation zwischen Sprachen auf Systemebene [ ] und stützt sich auf einen Äquivalenzbegriff, der eng an die ausgangssprachliche Oberfläche gebunden ist: Zwei Texte T1 und t1 sind dann funktionell äquivalent, wenn sie in ihrer signifikanten Bedeutung, in ihrer aktuellen Gliederung und in ihrer intralingualen pragmatischen Bedeutung identisch sind (Jäger 1970, veröffentlicht 1973, S.51). In diesem und in ähnlichen Modellen ist als letzter Optimierungsschritt eine Rückkoppelungsoperation zwischen ausgangssprachlichen [ ] und der zielsprachlichen [...] Oberfläche vorgesehen, und es gilt diejenige ZS-Variante als obligatorisch, die der AS-Oberflächenstruktur am nächsten ist. [Η μεταφρασεολογία της δεκαετίας του 1960 ναι μεν αντιλαμβάνεται τη μετάφραση ως μια πολυσύνθετη γλωσσική πράξη επικοινωνίας, περιορίζει, ωστόσο, τις διαφορές μεταξύ των όποιων διαδικασιών μετάφρασης αλλά και των ίδιων των μεταφρασμάτων σε αμιγώς γλωσσικούς παράγοντες και εστιάζει κυρίως στο ζήτημα των σημασιολογικών και λειτουργικών σχέσεων ισοδυναμίας μεταξύ γλωσσών σε επίπεδο γλωσσικού συστήματος [ ]. Στηρίζεται σε έναν ορισμό της ισοδυναμίας που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την επιφανειακή δομή της ΓΠ: «Ένα κείμενο Τ1 και ένα κείμενο τ1 είναι λειτουργικά ισοδύναμα όταν είναι ταυτόσημα στην ουσιώδη σημασία τους, στη δομή και την ενδογλωσσική πραγματολογική σημασία τους» (Jäger, 1970, δημοσίευση 1973, σ. 51). Σε αυτό το μοντέλο, αλλά και σε παρόμοια, προβλέπεται ως τελευταίο βήμα βελτιστοποίησης μια διαδικασία αντιστοίχισης μεταξύ των επιφανειακών δομών του κειμένου της ΓΠ [ ] και του κειμένου της ΓΣ [ ] και ορίζεται εκείνη η εκδοχή της ΓΣ ως υποχρεωτική που έχει μεγαλύτερη εγγύτητα με την επιφανειακή δομή του ΚΠ.] (Μτφρ. O.I.S.) Ωστόσο, και σε πολύ μεταγενέστερες δημοσιεύσεις γίνεται εμφατικά λόγος για μια διαγλωσσικά υφιστάμενη ομοιομορφία που καθορίζει και οδηγεί τη μεταφραστική διαδικασία (Kühlwein/Wilss, 1981:14): Ziel eines jeden Übersetzungsprozesses ist die optimale Synchronisierung des as und zs Textes; sie wird durch den interlingualen Vergleich vorgegebener, d. h. lehr- und lernbarer syntaktischer und lexikalischer Regelapparate und Ausdrucksinventare von AS und ZS vorbereitet und gesteuert. [Στόχος κάθε μεταφραστικής διαδικασίας είναι ο βέλτιστος συγχρονισμός του κειμένου της ΓΠ και του κειμένου της ΓΣ. Ο συγχρονισμός αυτός προετοιμάζεται και καθοδηγείται από τη διαγλωσσική σύγκριση συγκεκριμένων δεδομένων της ΓΠ και της ΓΣ, δηλαδή συντακτικών και λεξιλογικών συστημάτων που διέπονται από κανόνες, καθώς και σύνολα εκφραστικών μέσων, που μπορεί κανείς να τα διδάξει και να τα μάθει.] (Μτφρ. O.I.S.)
Επομένως, ο κεντρικός όρος της «ισοδυναμίας» λειτουργεί στην αυστηρά γλωσσολογική προσέγγιση στη μετάφραση ως ένα προϋποτιθέμενο «Tertium comparationis», δηλαδή ένα μέγεθος σύγκρισης και αναφοράς που ενυπάρχει σε κάθε σημείο μιας συγκεκριμένης γλώσσας κατά τη μεταφραστική αντιπαράθεση με μια άλλη γλώσσα είτε σε μικροδομικό επίπεδο των μεταφραστικών ενοτήτων (βλ. Kade, 1968) είτε σε μακροδομικό επίπεδο (βλ. Kühlwein/Wilss, 1981:11 κ.εξ.) ή και στα δύο αυτά επίπεδα με έμφαση στο δεύτερο (βλ. Reiβ, 1971:11). Κατ αυτόν τον τρόπο, θεωρήθηκε ότι είχε συνταχθεί μια συνεκτική και επιστημονικά εδραιωμένη μεταφραστική θεωρία και είχε επιτέλους αρθεί η παραδοσιακή διχοτομία μεταξύ «πιστής/κατά λέξη» και «ελεύθερης/κατά νόημα» μετάφρασης (βλ. Wilss, 1980:10). Το γλωσσολογικό παράδειγμα στη μετάφραση αναγνώρισε, ωστόσο, έγκαιρα ότι η προσήλωση σε μια κανονιστική αντίληψη της ισοδυναμίας, που έτσι απλά προϋποθέτει διαγλωσσικές λεξιλογικές και συντακτικές σχέσεις ισοδυναμίας, είναι από την οπτική της θεωρίας της γλώσσας και της θεωρίας της μετάφρασης υπερβολικά περιοριστική και ανακριβής. Για αυτόν τον λόγο ορίστηκαν στη συνέχεια πιο συγκεκριμένοι τύποι ισοδυναμίας ή/και μεγεθών αναφοράς για την ισοδυναμία. Ο Kade (1968) προέβη σε τέσσερις διαφοροποιήσεις μεταξύ «απόλυτης ισοδυναμίας» (totale Äquivalenz), «προαιρετικής ισοδυναμίας» (fakultative Äquivalenz), «κατά προσέγγισης ισοδυναμίας» (approximativer Äquivalenz) και «μηδενικής ισοδυναμίας» (Null-Äquivalenz). Ο Jacobson (1981:191) κάνει λόγο για την «ισοδυναμία στη διαφορά» (equivalence in difference) και ο Nida (1964) διαφοροποιεί μεταξύ «μορφικής ισοδυναμίας» (formal equivalence) και «δυναμικής ισοδυναμίας» (dynamic equivalence). Ο Catford (1965:27) προβαίνει στη διαφοροποίηση μεταξύ «μορφικής αντιστοιχίας» (formal correspondence) και «κειμενικής ισοδυναμίας» (textual equivalence). Ωστόσο, ακόμα και μια πιο διαφοροποιημένη αντίληψη του όρου «ισοδυναμία» δεν είναι σε θέση να καλύψει το μεγάλο φάσμα των παραγόντων που διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στη μετάφραση και, επομένως, δεν αναιρείται η ανεπάρκεια του όρου αυτού να λειτουργήσει ως θεωρητικό εργαλείο για τη μετάφραση. Συμπερασματικά, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η αντίληψη της μετάφρασης του γλωσσολογικού παραδείγματος ως «διακωδικοποίηση» ή «μετακωδικοποίηση» με βάση κάποιο προϋποτιθέμενο «Tertium comparationis» συναντά συγκεκριμένα τους εξής σκοπέλους: α) Οι γλώσσες θα πρέπει να έχουν μια κατά προσέγγιση τουλάχιστον συμμετρία, για να μπορούν να εκπληρωθούν οι όποιες αξιώσεις για ισοδυναμία. Αυτό όμως δεν ισχύει, κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα όταν κανείς αντιπαραβάλλει τον ίδιο τον όρο «ισοδυναμία» ως επιστημονικό όρο στην αγγλική και στη γερμανική γλώσσα, όπου εντοπίζεται τελείως διαφορετικό καταδηλωτικό και πραγματολογικό περιεχόμενο (βλ. Snell-Hornby, 1986:13-16, 1988:17). Χαρακτηριστική είναι η σχετική δήλωση της Stolze (1986:136): Weil die verschiedenartige und nicht logische Struktur der Einzelsprachen [ ] die Grundbedingung des Übersetzens darstellt, wird die Einheit der Wahrheit zwischen Text und Übersetzung nicht in der Identität interlingualer Äquivalenzen, sondern in der Differenz der unterschiedlichen Formulierung erfahren. [Επειδή η διαφορετική και μη λογική δομή των γλωσσών [...] συνιστά τη θεμελιώδη προϋπόθεση για τη μετάφραση, η ενότητα της αλήθειας μεταξύ πρωτοτύπου και μετάφρασης δεν βιώνεται σε ταυτόσημες διαγλωσσικές ισοδυναμίες, αλλά στη διαφορά της διατύπωσης.] (Μτφρ. O.I.S.) β) Ιδιαίτερης βαρύτητας είναι η παντελής έλλειψη διάκρισης κατά τη γλωσσολογική προσέγγιση στη μετάφραση μεταξύ της «langue» και της «parole», που από τον Saussure ( 2 1967:11κ.επ.) θα πρέπει να θεωρείται κοινό γλωσσολογικό κτήμα. Αυτό ανάγεται σε μια κάπως απερίσκεπτη αντίληψη ότι στη μετάφραση έρχονται αντιμέτωπες δύο γλώσσες ως συστήματα, κάτι που θα επέτρεπε τη συστηματοποίηση και κατηγοριοποίηση των σχέσεών τους με τη μορφή πιθανών αντιστοιχιών των δύο συστημάτων ανά κατηγορίες (βλ. Vernay, 1974:2). Η Stolze (1992:63) αντιτίθεται σε αυτό ως εξής: Selbstverständlich spielt sich das Übersetzen immer zwischen zwei Sprachen ab. Und weil beim Übersetzen materialiter tatsächlich Wörter und Sätze der einen Sprache durch solche einer anderen ersetzt werden, lag der Gedanke nahe, hier müβten sich systematisierbare Querverbindungen, sog. potentielle Äquivalenzbeziehungen aufstellen lassen und sprachenpaarspezifische Probleme sichtbar werden. Doch es zeugt von groβer linguistischer Naivität, wenn diese oberflächliche Beobachtung gleich zum wissenschaftlichen Axiom erhoben wird. [Είναι αυτονόητο ότι η μετάφραση ασκείται μεταξύ δύο γλωσσών. Και επειδή κατά τη μεταφραστική πράξη
όντως αντικαθίστανται λέξεις και προτάσεις της μιας γλώσσας με εκείνες μιας άλλης γλώσσας, ήταν εύλογη η σκέψη ότι θα μπορούσαν να εντοπιστούν συστηματοποιήσιμες διασυνδέσεις, οι λεγόμενες «δυνητικές σχέσεις ισοδυναμίας» και να καταδειχθούν προβλήματα που έχουν να κάνουν με συγκεκριμένα γλωσσικά ζεύγη. Ωστόσο, μαρτυρά μεγάλη γλωσσολογική αφέλεια όταν αυτή η επιφανειακή παρατήρηση ανακηρύσσεται αμέσως σε επιστημονικό αξίωμα.] (Μτφρ. O.I.S.) Διότι, με βάση την κειμενογλωσσολογία, σε μια γλωσσική και πολιτισμική κοινότητα δεν επικοινωνούμε με προτάσεις. Ήδη η λέξη «πρόταση» είναι γραμματικός όρος και υπάγεται στη γλώσσα ως σύστημα. Αντιθέτως, επικοινωνούμε στο επίπεδο της parole (βλ. παραπάνω υποσημείωση 5, βλ. επίσης Kuβmaul, 1986:224) και η βασική μονάδα έκφανσής της αποκαλείται από την κειμενογλωσσολογία «εκφωνήμα» (Äußerung). Το μήνυμα ενός «εκφωνήματος» εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που επηρεάζουν την ενδογλωσσική και ενδοπολιτισμική επικοινωνία, όπως λ.χ. οι συνθήκες επικοινωνίας, η σχέση των επικοινωνούντων και ο σκοπός τους, το μέσον επικοινωνίας κ.α.π. (βλ. παρακάτω 2.1 και κεφ. 3, β.5, β.9): Die Festschreibung solcher [sic: unterschiedliche Grade der Äquivalenz] Äquivalenzen für den Bereich der Sprachverwendung im Übersetzen ist unangemessen, da Sprache im Reden ständig gewandelten Bedingungen unterliegt. Und übersetzt werden Texte, nicht Sprachen. Von daher handelt es sich hier nicht um einen linguistischen Vorgang auf der Ebene der langue, wo ja die Systeme der Einzelsprachen miteinander verglichen werden. (Stolze 1992:62) [Ο ορισμός τέτοιων ισοδυναμιών, δηλαδή διαφορετικών βαθμίδων ισοδυναμίας, είναι ακατάλληλος για τον επιμέρους τομέα της χρήσης της γλώσσας στη μετάφραση, διότι η γλώσσα υπόκειται κατά την ομιλία σε διαρκώς διαφοροποιούμενες συνθήκες. Και δεν μεταφράζουμε γλώσσες, αλλά κείμενα. Επομένως, δεν πρόκειται εδώ για μια γλωσσολογική διαδικασία στο επίπεδο του γλωσσικού συστήματος, της λεγόμενης langue, όπου συνήθως συγκρίνονται τα συστήματα των γλωσσών μεταξύ τους.] (Μτφρ. O.I.S.) Με βάση τα παραπάνω, η διαγλωσσική «ισοδυναμία» συνιστά μια ψευδαίσθηση. (Βλ. Snell-Hornby, 1988:17) Προτεινόμενη βιβλιογραφία για το Διαδραστικό Κείμενο 2: Kühlwein, Wolfgang/Gisela Thome/Wolfram Wilss (1981) (επιμ.), Kontrastive Linguistik und Übersetzungswissenschaft. München: Fink. Nida, Eugene A. (1964), Toward a Science of Translating: With Special Reference to Principles and Procedures Involved in Bible Translating. Leiden: Brill. Nida, Eugene A./Charles R. Taber (1969), Theorie und Praxis des Übersetzens, unter besonderer Berücksichtigung der Bibelübersetzung. Weltbund der Bibelgesellschaften. Snell-Hornby, Mary (1988), Translation Studies. An Intergrated Approach. Amsterdam-Philadelphia: Benjamins. Wilss, Wolfram (1977), Übersetzungswissenschaft. Probleme und Methoden. Stuttgart: Klett. Προτεινόμενη βιβλιογραφία για το νεότερο γλωσσολογικό παράδειγμα στη μετάφραση: Albrecht, Jörn (1990), Invarianz, Äquivalenz, Adäquatheit, στο: Arntz, Reiner/Gisela Thome (επιμ.), Übersetzungswissenschaft: Ergebnisse und Perspektiven. Festschrift für Wolfram Wilss zum 65. Geburtstag. Tübingen: Narr (Tübinger Beiträge zur Linguistik, 354), 71-81. Buzzoni, Marco (1993), Sprachphilosophische und methodologische Probleme der Übersetzung aus personalistischer Sicht, στο: Frank, Armin Paul/Kurt-Jürgen Maaβ/Fritz Paul/Horst Turk (επιμ.), Übersetzen, verstehen, Brücken bauen. Geisteswissenschaftliches und literarisches Übersetzen im internationalen Kulturaustausch. Berlin: Erich Schmidt (Göttinger Beiträge zur internationalen Übersetzungsforschung, 8), 22-57. Koller, Werner ([1979], 5 1997), Einführung in die Übersetzungswissenschaft. Wiesbaden: Quelle & Meyer (UTB, 819). Koller, Werner (2000), Der Begriff der Äquivalenz in der Übersetzungswissenschaft, στο: Fabricius-Hansen, Cathrine/Johanns Østbø (επιμ.), Übertragung, Annäherung, Angleichung: sieben Beiträge zu Theorie und Praxis
des Übersetzens. Frankfurt am Main - Berlin - Bern - Bruxelles - New York - Wien: Lang (Osloer Beiträge zur Germanistik, 25), 11-29. Μπατσαλιά, Φρειδερίκη/ Ελένη Σελλά-Μάζη (1997), Γλωσσολογική προσέγγιση στη θεωρία και τη διδακτική της μετάφρασης: μορφοσυντακτικές, λεξιλογικές, σημασιολογικές, υφολογικές και πραγματολογικές μετατοπίσεις κατά τη διαδικασία της μετάφρασης από τη Γερμανική προς την Ελληνική και καθορισμός του βαθμού δυσκολίας των προς μετάφραση κειμένων. Αθήνα: Έλλην. Neubert, Albrecht (1986), Translatorische Relativität, στο: Snell-Hornby, Mary (επιμ.) (1986), Übersetzungswissenschaft. Eine Neuorientierung: zur Integrierung von Theorie und Praxis. Tübingen: Francke (UTB, 1415), 85-105. Thome, Gisela (1990), Tendenzen und Perspektiven der Übersetzungswissenschaft zu Beginn der neunziger Jahre, στο: Arntz, Reiner/Gisela Thome (επιμ.), Übersetzungswissenschaft: Ergebnisse und Perspektiven. Festschrift für Wolfram Wilss zum 65. Geburtstag. Tübingen: Narr (Tübinger Beiträge zur Linguistik, 354), 1-18. Zojer, Heidi (2000), Kulturelle Dimensionen in der literarischen Übersetzung. Eine übersetzungstheoretische Untersuchung mit exemplarischer Analyse von Arthur Schnitzlers Reigen. Stuttgart: Heinz (Stuttgarter Arbeiten zur Germanistik, 376). Ερωτήσεις κρίσεως και κατανόησης για το Διαδραστικό Κείμενο 2: 1. Σε τι διαφέρει ουσιωδώς η πρώτη επιστημονική ενασχόληση με τη μετάφραση υπό το πρίσμα της γλωσσολογίας από την «προεπιστημονική» περίοδο, όπως περιγράφεται στο 2.1; Μπουτονάκι για απάντηση 2. Ποια είναι τα βασικά αξιώματα, πάνω στα οποία στηρίζεται το γλωσσολογικό παράδειγμα στη μετάφραση και ποιος είναι ο κοινός παρονομαστής όλων των διαφορετικών γλωσσολογικών προσεγγίσεων; Μπουτονάκι για απάντηση 3. Ποια είναι τα βασικά επιλήψιμα στοιχεία του αμιγούς γλωσσολογικού παραδείγματος στη μετάφραση; Μπουτονάκι για απάντηση
ΛΥΣΕΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ ΚΡΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Διαδραστικό κείμενο 2 1. Σε τι διαφέρει ουσιωδώς η πρώτη επιστημονική ενασχόληση με τη μετάφραση υπό το πρίσμα της γλωσσολογίας από την «προεπιστημονική» περίοδο, όπως περιγράφεται στο κεφ. 2.1; Απάντηση: α) Δεν είναι πλέον μεταφραστές που ασχολούνται θεωρητικά με το αντικείμενο της μετάφρασης, αλλά γλωσσολόγοι. β) Παύει να υπάρχει ο στενός δυαδικός διαχωρισμός μεταξύ «πιστής/κατά λέξη» και «ελεύθερης/κατά νόημα» μετάφρασης. Αντ αυτού επιχειρούνται πολλές και διάφορες προσεγγίσεις, πάντα με βάση τα εργαλεία της γλωσσολογίας, από τις οποίες οι γλωσσοσυγκριτικές είναι οι πιο σημαντικές. γ) Η αντίληψη της μετάφρασης ως γλωσσικό φαινόμενο με κύριο παράγοντα την «ισοδυναμία» θεωρήθηκε από τους ίδιους τους υποστηρικτές της ως στείρα. Έτσι, επιχειρήθηκε μια πιο λεπτομερής και αναλυτική διαφοροποίηση του εν λόγω όρου, με αποτέλεσμα για πρώτη φορά να επιτυγχάνεται και μια αντίστοιχη διαφοροποίηση του γλωσσικού σημείου -κι ας είναι μόνο σε επίπεδο συντάγματος- που κατά τη μεταφραστική διαδικασία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. 2. Ποια είναι τα βασικά αξιώματα, πάνω στα οποία στηρίζεται το γλωσσολογικό παράδειγμα στη μετάφραση και ποιος είναι ο κοινός παρονομαστής όλων των διαφορετικών γλωσσολογικών προσεγγίσεων; Απάντηση: Το γλωσσολογικό παράδειγμα θεμελιώνεται στα αξιώματα του ορθολογισμού, της σημειωτικής και της θεωρίας της καθολικότητας. Όλες οι αυστηρά γλωσσολογικές προσεγγίσεις έχουν ως κοινό παρονομαστή ότι αντιλαμβάνονται τη μεταφραστική διαδικασία ως «διαγλωσσική μεταφορά». Με βάση την υπόθεση ότι κατά τη μετάφραση συγκρούονται δύο διαφορετικά γλωσσικά συστήματα, κεντρικοί όροι όπως «κώδικας», «αλλαγή κώδικα» και η διαφορά μεταξύ της «langue» και της «parole» τίθενται στην «υπηρεσία του περιεχομένου». 3. Ποια είναι τα βασικά επιλήψιμα στοιχεία του αμιγούς γλωσσολογικού παραδείγματος στη μετάφραση; Απάντηση: α) Ο κεντρικός όρος της ισοδυναμίας προϋποθέτει συμμετρία των γλωσσών, που όμως δεν υφίσταται στην πραγματικότητα. β) Δεν διαφοροποιείται μεταξύ της «langue» και της «parole», δηλαδή μεταξύ γλωσσικού συστήματος και στην καθημερινή πράξη εκφερομένου λόγου, με αποτέλεσμα να μην λαμβάνονται υπόψη οι πολιτισμικά εξειδικευμένες διαφορές που ως αυτές εκδηλώνονται με τη μορφή της parole, καθώς και οι όποιες αποκλίσεις από το γλωσσικό σύστημα, λ.χ. σε ιδιωματικά έντονο λόγο ή σε λογοτεχνικά κείμενα. γ) Η αμιγώς γλωσσολογική προσέγγιση δεν παύει να διατυπώνει αρχές για τη μετάφραση με κανονιστικό τρόπο και, ως εκ τούτου, θυμίζει σε έναν βαθμό την άκαμπτη ενασχόληση του «προεπιστημονικού» παρελθόντος. δ) Εστιάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό στην «ταύτιση του περιεχομένου» (Invarianz=αμεταβλητότητα) και δευτερευόντως σε άλλες πτυχές του μεταφραστικού εγχειρήματος, όπως λ.χ. υφολογικά και πραγματολογικά ζητήματα.