Το μέρος και το όλο στην εκπλήρωση της παροχής

Σχετικά έγγραφα
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Β. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΝΟΧΕΣ

1. Δωρεά κινητού, τήρηση τύπου, αρνητική αναγνώριση χρέους

ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

Αντί προλόγου. Χολαργός, Ιούλιος 2014 Πόπη Χριστακάκου-Φωτιάδη

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

(2015) 1 PRO JUSTITIA ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΕΣ ΡΗΤΡΕΣ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Πάνος Κορνηλάκης Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... VII Συντομογραφίες... IX

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα των εξετάσεων στο μάθημα «Ασκήσεις Αστικού και Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (Εξετ. Περίοδος Σεπτεμβρίου 2014)

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

I. Η πληρεξουσιότητα II. Η πώληση με παρακράτηση κυριότητας III. Η σύμβαση έργου IV. Η σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος...

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1. Ρύθμιση

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Εισαγωγή EΙΣΑΓΩΓΗ. 1. Η εγγύηση ως προσωπική παρεπόμενη ασφάλεια. I. Έννοια και προϋποθέσεις γέννησης της ευθύνης του εγγυητή

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

Δίκαιο Μ.Μ.Ε. Μάθημα 10: Προστασία της προσωπικότητας και τύπος. Επικ. Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

ΓΝΩΜΟΔΟΣΗΗ. Επί υποβληθέντων ερωτημάτων από τη Δ.Ε.Υ.Α. Αρ. Πρωτ. Εισ. 1492/

Περιεχόμενα ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ Πρόλογος... 7

ΘΕΜΑ: Αναφορά του κ... (αρ. πρωτ. εισερχ / ).

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Κατατακτήριες Εξετάσεις Ακαδημαϊκού Έτους

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

περιεχόμενα Πρόλογος 15 Εισαγωγή "ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΙΚΑΙΟΥ"

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ* Ελευθέριου Σκαλίδη Καθηγητή Πανεπιστημίου

Tsibanoulis & Partners: Τι σημαίνει αστική ευθύνη οικονομικών διευθυντών για τις Α.Ε.

Πρόλογος. συνεργατών του εκδοτικού οίκου «Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας». Σε όλους αυτούς εκφράζω θερμότατες ευχαριστίες και από τη θέση αυτή.

ΚΟΙΝ: α) Γρ. κ. Υπουργού β) Γρ. κ. Υφυπουργού γ) Γρ. κας Γεν. Γραμματέως

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος Φ. Δωρή... ΧΙ Προλογικό σημείωμα του συγγραφέα... XXXIII Συντομογραφίες... XLV

Επεξηγήσεις - Αναλύσεις - Ειδικά ζητήματα- Παραδείγματα

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Ε.Ε. Παρ.Ι(Ι), Αρ. 4349, (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΣΤΙΣ

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...IX ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...XI ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ. Επί του ανωτέρω ερωτήματος έχω να παρατηρήσω τα ακόλουθα: Ν.3463/2006 Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΤΟ ΠΡΟΣΥΜΦΩΝΟ (άρθρο 166 ΑΚ)

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

Θέμα : Η αρνητική αναθεώρηση ανατρέπει το δικαιοπρακτικό θεμέλιο των δημοσίων συμβάσεων στα έργα. Απαιτείται νομοθετική ρύθμιση.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 Ο ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ, ΕΚ ΠΕΡΙΤΡΟΠΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ,ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ, ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

L 283/36 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΟΔΗΓΙΕΣ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Σελ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ... Ι Χ Ευχαριστίες... χιιι ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... χχιχ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ. 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις...

ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Πρόλογος... VII Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... VIII Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση... IΧ Πρόλογος στην τρίτη έκδοση... ΧI Πρόλογος στη δεύτερη

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. Η πρωτότυπη κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας... 1

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

Ν. 4412/2016 ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΟΥ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΣΘΗΚΗ

(2015) 1 PRO JUSTITIA. «Αρχή Υπεύθυνου Δανεισμού» Άννα Οβσεπιάν, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...VII

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

θέτει στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 17 [Σημείωση: Με την εν λόγω διάταξη ορίζεται ουσιαστικώς μία μεταβατική περίοδος που χρονικά τοποθετείται από

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες. 1. Εισαγωγή 1 Ι. Η οικονομική σημασία των συμβάσεων καταναλωτικής

ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΤΗΣ ΠΕΣΕΔΕ ΤΑΣΟΥ ΓΑΚΙΔΗ: Με το υπ αριθ. πρωτ /ΕΥΘΥ738/ έγγραφό του (με θέμα:

ΠΑΣΠ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΑΣΠ ΝΟΜΙΚΗΣ - 1 -

2.3. Η σημασία της ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης για. τον ζημιούμενο Εκούσια και υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Τα νομικά πρόσωπα και οι κανόνες γνώσης - Μια πρόκληση για τη νομική σκέψη και πράξη

Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν

ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Διπλωματική εργασία με θέμα: Το μέρος και το όλο στην εκπλήρωση της παροχής Μαρία Καλλιδοπούλου (Α.Ε.Μ. 100620) Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Κατερίνα Φουντεδάκη Ακαδημαϊκό Έτος: 2015-2016

Το μέρος και το όλο στην εκπλήρωση της παροχής Φωτογραφία εξωφύλλου: Wassily Kandinsky Color Study. Squares with Concentric Circles. 1913 2

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Σελ. ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ 5 Ι. Εισαγωγή.. 7 ΙΙ. Εννοιολογική οριοθέτηση.. 9 Α. Μερική εκπλήρωση ενοχής και μερική εκπλήρωση παροχής.. 9 Β. Μερική εκπλήρωση και μερική αδυναμία παροχής 10 Γ. Μερική εκπλήρωση και μη προσήκουσα εκπλήρωση παροχής.. 11 Δ. Συσχέτιση μερικής και ολικής εκπλήρωσης παροχής... 12 ΙΙΙ. Προϋποθέσεις μερικής εκπλήρωσης παροχής. 13 Α. Το διαιρετό της παροχής 13 Β. Το ενιαίο της παροχής 16 1. Γενικά... 16 2. Ειδικές περιπτώσεις. 18 α. Τόκος και κεφάλαιο.. 18 β. Ποινική ρήτρα και κύρια παροχή ή/και αποζημίωση 19 IV. Νομοθετική αντιμετώπιση του «μέρους» κατά την εκπλήρωση της ενοχής 20 Α. Γενικά 20 Β. Συνοπτική παρουσίαση του νομικού πλαισίου της ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής.. 20 Γ. Νομική αντιμετώπιση της μερικής εκπλήρωσης, ειδικότερα. 21 V. Η ρύθμιση της μερικής εκπλήρωσης κατ ΑΚ 316 22 Α. Ο κανόνας 22 Β. Οι εξαιρέσεις 23 1. Συμφωνία των μερών.. 23 2. Καλή πίστη 24 3. Εκ του νόμου... 25 VI. Μερική υπερημερία οφειλέτη.. 26 VII. Μερική υπερημερία δανειστή. 29 Α. Γενικά... 29 3

Β. Ειδικά στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις (ΑΚ 353). 31 VIII. Μερική αδυναμία παροχής 33 Α. Ο κανόνας... 33 1. Γενικά. 33 2. Ειδικά στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις 34 Β. Η εξαίρεση της ΑΚ 337. 36 1. Γενικά. 36 2. Προϋποθέσεις.. 37 α. Υπαίτια μερική αδυναμία παροχής. 37 β. Έλλειψη συμφέροντος του δανειστή στη μερική εκπλήρωση 38 γ. Αποποίηση της μερικής εκπλήρωσης από το δανειστή.. 41 δ. Εμπρόθεσμη άσκηση της δήλωσης αποποίησης. 42 3. Συνέπειες.. 43 IX. Ένσταση μη προσήκουσας προσφοράς ή μη προσήκουσας εκπλήρωσης της σύμβασης. 46 Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις.. 46 Β. Ένσταση μη προσήκουσας προσφοράς 47 Γ. Ένσταση μη προσήκουσας εκπλήρωσης.. 50 X. Η μερική εκπλήρωση στη Σύμβαση της Βιέννης.. 52 Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις.. 52 Β. Το ρυθμιστικό πλαίσιο της μη εκπλήρωσης... 53 1. Υποχρεώσεις των μερών. 53 2. Συνέπειες της μη εκπλήρωσης 55 Γ. Η νομοθετική αντιμετώπιση της μερικής εκπλήρωσης, ειδικότερα.. 57 ΧΙ. Η μερική εκπλήρωση στο Σχέδιο Κοινού Πλαισίου Αναφοράς (DCFR) 59 Α. Γενικά 59 Β. Το ρυθμιστικό πλαίσιο της μη εκπλήρωσης 61 Γ. Η μερική εκπλήρωση, ειδικότερα. 63 1. Γενικά 63 2. Το δικαίωμα υπαναχώρησης. 65 ΧΙΙ. Τελικές παρατηρήσεις. 66 ΠΙΝΑΚΑΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ.. 68 4

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΚ AllgT αντίθ. ΑΠ αρ. άρθρ. Αρμ ΑρχΝομ ΑχαϊκήΝομ Βλ. ΓενΑρχ ΓενΕνοχΔ ΔΕΝ εδ. ΕΔικΠολυκ ΕΕΝ ΕΕργΔ ΕιδΕνοχΔ Ειρ Εισαγ. ΕλλΔνη ΕμπρΔ ΕνοχΔ επ. ΕπισκΕΔ ΕρμΑΚ Εφ κ.ά. ΚΠολΔ κ.λπ. κ.ο.κ. ΚριτΕ Αστικός Κώδικας Allgemeiner Teil αντίθετος (-η, -ο, -α) Άρειος Πάγος αριθμός άρθρο Αρμενόπουλος (περιοδικό) Αρχείο Νομολογίας (περιοδικό) Αχαϊκή Νομολογία (περιοδικό) Βλέπε Γενικές Αρχές Γενικό Ενοχικό Δίκαιο Δελτίο Εργατικής Νομοθεσίας (περιοδικό) εδάφιο Επιθεώρηση Δικαίου Πολυκατοικίας (περιοδικό) Εφημερίς Ελλήνων Νομικών (περιοδικό) Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου (περιοδικό) Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Ειρηνοδικείο Εισαγωγή Ελληνική Δικαιοσύνη Εμπράγματο Δίκαιο Ενοχικό Δίκαιο επόμενα Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου (περιοδικό) Ερμηνεία Αστικού Κώδικα Εφετείο και άλλα (-οι, -ες) Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας και λοιπά και ούτω καθεξής Κριτική Επιθεώρηση 5

λ.χ. λόγου χάρη ΜονΠρ Μονομελές Πρωτοδικείο MünchKomm Münchener Kommentar zum BGB ν. νόμος ΝοΒ Νομικό Βήμα (περιοδικό) ΟλΑΠ Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ό.π. όπου παραπάνω π.κ. παρακάτω ΠολΠρ Πολυμελές Πρωτοδικείο π.π. παραπάνω Πρ Πρωτοδικείο πρβλ. παράβαλε προηγ. Προηγούμενη ΠτωχΚωδ Πτωχευτικός Κώδικας π.χ. παραδείγματος χάριν SchuldR Schuld Recht ΣΕΑΚ Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα σελ. σελίδα σημ. σημείωση ΣυμΒ Σύμβαση της Βιέννης Τιμ. Τόμ. Τιμητικός Τόμος υποσημ. υποσημείωση ΧρΙΔ Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου (περιοδικό) 6

Ι. Εισαγωγή Η ενοχή, ως σχέση που συνδέει τα υποκείμενά της με περιεχόμενο την υποχρέωση του ενός (οφειλέτη) να προβεί σε μια παροχή προς το άλλο (δανειστή), τείνει ήδη από τη γέννησή της προς την απόσβεσή της. Με αυτή την έννοια η ενοχή είναι θνησιγενής 1, η ύπαρξη και η διάρκειά της δικαιολογούνται σε αναφορά προς το σκοπό που αυτή επιδιώκει. Όταν ο σκοπός αυτός εκπληρώνεται, η ενοχή δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης 2. Σκοπός της ενοχής γενικά είναι η εκπλήρωση της παροχής. Ο σκοπός αυτός προσδιορίζεται κατά βάση από τον παραγωγικό λόγο της ενοχής. Έτσι στο πεδίο των δικαιοπρακτικών ενοχών, όπου κυρίαρχη θέση καταλαμβάνουν οι συμβατικές ενοχές (361 ΑΚ), ο σκοπός της ενοχής καθορίζεται από την ιδιωτική βούληση. Στο πλαίσιο της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας, η ενοχή αποτελεί εργαλείο ρύθμισης των συναλλαγών και αποβλέπει ιδίως στην ανταλλαγή και κυκλοφορία περιουσιακών αγαθών (πραγμάτων ή υπηρεσιών). Από την άλλη πλευρά, στις εξωδικαιοπρακτικές ενοχές ο σκοπός της ενοχής δεν απορρέει από την ιδιωτική βούληση, αλλά από θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, με προεξέχουσα την αρχή της ευθύνης για αποκατάσταση ζημιών (ευθύνη από αδικοπραξία) και για απόδοση του πλουτισμού που προήλθε από αδικαιολόγητες περιουσιακές μετακινήσεις (ευθύνη από αδικαιολόγητο πλουτισμό). Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι ειδικότεροι σκοποί που επιδιώκει κάθε φορά η ενοχή συναντώνται σε ένα κοινό σημείο, την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος του δανειστή. Τούτο σημαίνει, παραπέρα, ότι η ενοχή, ιδίως η δικαιοπρακτική, δεν συνιστά αυτοσκοπό, δε γεννιέται προκειμένου απλά να υπάρχει. Αντίθετα, παριστά το μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού, την ικανοποίηση του συμφέροντος του δανειστή για εκπλήρωση της παροχής, που αποτελεί το αντικείμενο της ενοχής 3. Βέβαια, το συμφέρον του δανειστή, όπως αυτό περιγράφηκε πιο πάνω, δεν είναι το μόνο που προβάλλει στο νομικό δεσμό μεταξύ οφειλέτη και δανειστή. Στο πλαίσιο της ενοχικής σχέσης δεν πρέπει να παραβλέπεται και το συμφέρον του οφειλέτη, που φέρει και την ευθύνη για την ικανοποίηση του δανειστή. Με αυτή την έννοια η ενοχή εμφανίζεται 1 Βλ. χαρακτηριστικά Φραγκίστα, ΕρμΑΚ ΓενΕισαγΕνοχ, αρ. 25: «Δεν πιστεύομεν εις την αθανασίαν των ενοχών! Δοκιμώτερον είναι να δεχθώμεν ότι όπως οι ζώντες οργανισμοί, ούτω και αι ενοχαί αποθνήσκουν. Τον θάνατόν των ευρίσκουν εις την φυσιολογικήν εκπλήρωσιν του προορισμού των». 2 Σταθόπουλος, ΓενΕνοχΔ 4, 3, σελ. 105, αρ. 11. 3 Ζέπος, ΓενΕνοχΔ, 2, σελ. 31-32. Καράσης, Οφειλή εις ολόκληρον 2, σελ. 66 επ., ιδίως σελ. 73. Κουμάνης, Η μη εκπλήρωση της ενοχικής σύμβασης κατά τον ΑΚ, σελ. 80, 114. Larenz, SchuldR AllgT, 2, σελ. 28. Gernhuber, Das Schuldverhältnis, 21, σελ. 10. Beuthien, Zweckerreichung und Zweckstörung im Schuldverhältnis, σελ. 35, 253. 7

ως «σύνθεμα» συμφερόντων, ως μια κοινότητα συμφερόντων που βρίσκονται σε οργανική ενότητα 4, για την οποία ενδιαφέρονται όχι μόνο τα υποκείμενα της ενοχής αλλά και το κοινωνικό σύνολο 5. Η εξελικτική πορεία της ενοχής από τη γέννηση έως τη απόσβεσή της δεν είναι πάντα ομαλή ούτε άλλωστε προβλέψιμη. Κατά τη διαδρομή που αυτή διανύει ενδέχεται να υποστεί ποικίλες αλλοιώσεις, τόσο σε σχέση με τα υποκείμενα όσο και σε σχέση με το περιεχόμενό της, π.χ. το αντικείμενό της, τον τόπο, χρόνο παροχής κ.ά. Άλλοτε πάλι, από λόγους που ανάγονται είτε στα υποκείμενά της είτε σε τυχαία γεγονότα μπορεί να μην καταστεί εφικτή, προσωρινά ή και οριστικά, η πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού της. Έτσι, π.χ. προσωρινή ματαίωση του επιδιωκόμενου σκοπού επέρχεται σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη ή του δανειστή. Από την άλλη πλευρά, η αδυναμία παροχής προκαλεί την οριστική ματαίωση της ικανοποίησης του συμφέροντος του δανειστή για εκπλήρωση της ίδιας της υπεσχημένης παροχής. Αντίστοιχα, επί πλημμελούς εκπλήρωσης, δεν πραγματώνεται το συμφέρον του δανειστή για προσήκουσα εκπλήρωση της οφειλόμενης παροχής. Στις παραπάνω περιπτώσεις ο επιδιωκόμενος σκοπός άλλοτε ματαιώνεται καθ ολοκληρία, όπως π.χ. όταν η αδυναμία παροχής είναι ολική, άλλοτε εν μέρει, όπως π.χ. όταν η αδυναμία παροχής είναι μερική. Όταν η ενοχική σχέση εξελίσσεται κατά τρόπο ανώμαλο ο νομοθέτης καλείται να προσφέρει λύσεις για τη σύγκρουση των συμφερόντων δανειστή και οφειλέτη. Η νομοθετική ρύθμιση είναι κυρίως προσανατολισμένη στην περίπτωση της ολοκληρωτικής - προσωρινής ή οριστικής- αδυναμίας εκπλήρωσης του σκοπού της ενοχής. Έτσι, οι ΑΚ 335 επ., 362 επ. ρυθμίζουν κατά βάση την ολική αδυναμία παροχής, ενώ στις ΑΚ 340 επ. και 4 Παπαστερίου, Κοινωνικός ανθρωπισμός και ενοχικό δίκαιο, σελ. 32-33, αρ. 37-38, σελ. 43, αρ. 66. (και εκει παραπομπές στην σημ. 49) 5 Για τον κοινωνικό χαρακτήρα της ενοχής, βλ. αναλυτικά Παπαστερίου, ό.π., σελ. 31 επ. Στον κοινωνικό χαρακτήρα του ενοχικού δικαιώματος αναφέρεται και ο Μπαλής στο υπόμνημά του για το τελικό σχέδιο του ΑΚ (δημοσιευμένο στο υπ αριθμ. 91 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της 15-3-1940, τεύχος Α ), όπου αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι : «Ο κανών του δικαίου επί του ενοχικού δικαιώματος άμεσον μεν σκοπόν έχει την προστασία του ατομικού συμφέροντος, έμμεσον δε την πραγμάτωσιν του γενικωτέρου συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου, τούθ όπερ αποτελεί και τον απώτερον λόγον πάσης νομικής διατάξεως. Το ενοχικόν δικαίωμα, επομένως, δεν είναι απλώς δεσμός, εν τω οποίω εκάτερον των μερών να μη βλέπη άλλο τι ει μη θεραπείαν ιδίου αυτού οικονομικού συμφέροντος, αλλ είναι και μέσον προαγωγής της κοινωνικής οικονομίας και δικαίας κατανομής των αγαθών, ούτως ώστε εκάτερον των μερών να μη δύναται να επικαλήται κατά του ετέρου την δύναμιν του νομικού δεσμού, δηλ. να απαιτή από τον έτερον την εκπλήρωσιν της παροχής, αφ ου σημείου το ατομικόν συμφέρον έρχεται εις αντίθεσιν προς γενικώτερον και ιδίως προς το συμφέρον της κοινωνικής οικονομίας». Για την κοινωνική αποστολή του ενοχικού δικαίου βλ. και Σταθόπουλο, ΓενΕνοχΔ 4, 2004, σύμφωνα με τον οποίο η ηθική της ιδιωτικής αυτονομίας συνδέεται και με την ηθική του κοινωνικού κράτους, όπου κάθε πολίτης έχει ευθύνη και για τον περίγυρό του, για την κοινωνία όπου ζει και για όλα τα μέλη της. 8

349 επ., που αναφέρονται στην υπερημερία οφειλέτη και δανειστή αντίστοιχα, δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη για την περίπτωση που ο οφειλέτης καθυστερεί μέρος της οφειλόμενης παροχής ή ο δανειστής δεν αποδέχεται μέρος της προσφερόμενης παροχής. Διατάξεις που αντιμετωπίζουν τη μερική ματαίωση της ικανοποίησης του δανειστή απαντώνται σπανιότερα, λ.χ. ΑΚ 316 για τη μερική εκπλήρωση, ΑΚ 337 για τη μερική αδυναμία παροχής, ΑΚ 384 για τη μερική υπερημερία, με αποτέλεσμα η ρύθμιση της τελευταίας αυτής κατηγορίας ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής να εμφανίζεται αποσπασματική και ατελής. Η κατάσταση που διαμορφώνεται από την άποψη της νομοθετικής αντιμετώπισης των περιπτώσεων όπου μόνο μερικά εμποδίζεται η πραγμάτωση του σκοπού της ενοχής δίδει έναυσμα για περαιτέρω προβληματισμό γύρω από την σχέση του «μέρους» έναντι του «όλου» κατά την εκπλήρωση της παροχής. Αντικείμενο των αναπτύξεων που ακολουθούν είναι καταρχήν η συστηματική ενασχόληση με εκείνες τις διατάξεις που ρυθμίζουν ζητήματα «μέρους» κατά την εκπλήρωση ή την αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής. Στη συνέχεια επιχειρείται η αντιμετώπιση ζητημάτων που δεν καλύπτονται από τη νομοθετική ρύθμιση. Τελικός στόχος της μελέτης είναι η αναζήτηση των γενικότερων αρχών που διέπουν τη σχέση του μέρους και του όλου κατά την εκπλήρωση της παροχής. ΙΙ. Εννοιολογική οριοθέτηση Α. Μερική εκπλήρωση ενοχής και μερική εκπλήρωση παροχής Η έννοια της μερικής εκπλήρωσης της παροχής θα πρέπει να διακρίνεται από την έννοια της μερικής εκπλήρωσης της ενοχής. Καταρχήν η μερική εκπλήρωση μπορεί να αναφέρεται στο σκοπό της ενοχής. Με αυτή την έννοια ως μερική εκπλήρωση νοείται η μερική πραγμάτωση του σκοπού της ενοχής (μερική εκπλήρωση ενοχής). Σκοπός της ενοχής, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι η ικανοποίηση των ιδιαίτερων συμφερόντων που επιδιώκει κάθε φορά ο δανειστής με την ενοχή. Κατά συνέπεια, υπάρχει μερική εκπλήρωση του σκοπού της ενοχής, όταν το συμφέρον του δανειστή ικανοποιείται εν μέρει. Αυτό συμβαίνει όταν η οφειλόμενη παροχή, που αποτελεί αντικείμενο της ενοχής,- δεν εκπληρώνεται στο σύνολό της, αλλά μόνο κατά ένα μέρος (μερική εκπλήρωση παροχής). Εξάλλου το ίδιο συμβαίνει (μερική εκπλήρωση του συμφέροντος του δανειστή) και όταν η παροχή εκπληρώνεται μεν στο σύνολό της, αλλά πλημμελώς (π.χ. ελαττωματική παροχή). Επομένως, γίνεται φανερό ότι η μερική εκπλήρωση της παροχής είναι έννοια στενότερη σε σχέση με αυτήν της μερικής εκπλήρωσης της ενοχής, 9

καθώς η πρώτη συνιστά μόνο έναν από τους τρόπους μερικής εκπλήρωσης της ενοχής. Η παρούσα μελέτη περιορίζεται στην ανάπτυξη μόνο της πρώτης περίπτωσης, συγκεκριμένα της μερικής εκπλήρωσης της παροχής. Β. Μερική εκπλήρωση και μερική αδυναμία παροχής Η μερική εκπλήρωση της παροχής μπορεί να οφείλεται σε ποικίλους λόγους. Πρώτον, ενδέχεται μέρος της οφειλόμενης παροχής να μην είναι δυνατόν να εκπληρωθεί κατά τρόπο οριστικό, για λόγους φυσικούς ή νομικούς (μερική αδυναμία παροχής). Δεύτερον, μπορεί ο οφειλέτης να εμποδίζεται προσωρινά να εκπληρώσει μέρος της παροχής και να προσφέρει στο δανειστή μόνο το υπόλοιπο. Η τελευταία περίπτωση διαφέρει από την προηγούμενη κατά τούτο, ότι εδώ η εκπλήρωση του μέρους της παροχής που υπολείπεται εξακολουθεί να είναι δυνατή, δηλαδή ως προς το μη προσφερόμενο μέρος δεν υπάρχει αδυναμία παροχής. Σε αυτήν ακριβώς την περίπτωση αναφέρεται η ΑΚ 316, εισάγοντας τον κανόνα ότι ο οφειλέτης δεν δικαιούται σε μερική μόνο εκπλήρωση 6. Εάν, ωστόσο, ο δανειστής δεχθεί το μέρος της παροχής που του προσφέρει ο οφειλέτης, τότε θα πρόκειται και πάλι για μερική εκπλήρωση της παροχής (μερική εκπλήρωση υπό στενή έννοια). Ως προς το μέρος της παροχής που δεν εκπληρώθηκε θα επέλθουν οι οικείες έννομες συνέπειες 7. Αντίστοιχη κατάσταση δημιουργείται και όταν ο δανειστής αποδέχεται μόνο κατά ένα μέρος την παροχή που του προσφέρει ο οφειλέτης 8. Συμπερασματικά, κάθε φορά που η παροχή εκπληρώνεται μόνο κατά ένα μέρος πρόκειται για μερική εκπλήρωση της παροχής. Στην παραπάνω ευρεία έννοια της μερικής εκπλήρωσης ανήκει τόσο η περίπτωση που η εκπλήρωση του υπολειπόμενου μέρους είναι αδύνατη (μερική αδυναμία παροχής), όσο και εκείνη που η εκπλήρωση του μέρους που απομένει εξακολουθεί να είναι δυνατή (μερική εκπλήρωση υπό στενή έννοια). Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης, η μερική αδυναμία παροχής δεν αποτελεί aliud σε σχέση με τη μερική εκπλήρωση (υπό ευρεία έννοια). Πρόκειται ουσιαστικά για δυο όψεις του ίδιου φαινομένου. Σε σχέση με το αδύνατο μέρος υπάρχει μερική αδυναμία παροχής, ενώ σε σχέση με το δυνατό μέρος υπάρχει μερική εκπλήρωση. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από την ΑΚ 337, η οποία ρυθμίζει τη μερική υπαίτια αδυναμία παροχής. Σύμφωνα με 6 Για την περίπτωση της μερικής εκπλήρωσης υπό στενή έννοια βλ. αναλυτικά π.κ., υπό V. 7 Πρόκειται για την περίπτωση της μερικής υπερημερίας οφειλέτη, για την οποία βλ. π.κ., υπό VI. 8 Πρόκειται για την περίπτωση της μερικής υπερημερίας δανειστή, για την οποία βλ. π.κ., υπό VII. 10

αυτήν, τότε μόνο ο δανειστής μπορεί να θεωρήσει την αδυναμία ολική, όταν δεν έχει συμφέρον στην μερική εκπλήρωση. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται με σαφήνεια ότι σε κάθε άλλη περίπτωση η μερική υπαίτια αδυναμία οδηγεί σε μερική εκπλήρωση της παροχής. Γ. Μερική εκπλήρωση και μη προσήκουσα εκπλήρωση παροχής Η εκπλήρωση της παροχής, τότε μόνο οδηγεί σε ικανοποίηση του σκοπού της ενοχής και κατ επέκταση στην απόσβεσή της, όταν είναι προσήκουσα. Ο νομοθέτης, θεωρώντας τη σχετική προϋπόθεση ως εξυπακουόμενη, δεν προσδιορίζει πότε η εκπλήρωση είναι προσήκουσα. Ωστόσο, προβλέπει σε ποικίλες περιπτώσεις τις συνέπειες που επιφέρει στην εξέλιξη της ενοχής η μη προσήκουσα εκπλήρωσή της. Έτσι, π.χ., στο πλέγμα διατάξεων που ρυθμίζουν την υπερημερία δανειστή, γίνεται ρητή αναφορά στην έννοια της προσήκουσας προσφοράς της παροχής (ΑΚ 349). Επίσης, στην ΑΚ 418 γίνεται λόγος για προσήκουσα καταβολή, ενώ οι ΑΚ 404 και 407 ρυθμίζουν την ποινική ρήτρα που συμφωνείται για την περίπτωση της μη προσήκουσας εκπλήρωσης της παροχής. Προσήκουσα θεωρείται η εκπλήρωση της παροχής όταν είναι σύμφωνη με το ειδικότερο περιεχόμενο της ενοχικής υποχρέωσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τη συμφωνία των μερών, την καλή πίστη (ΑΚ 288) ή το νόμο (π.χ. ΑΚ 289 2, 320 επ., 323 επ.). Έτσι, προσήκουσα είναι η εκπλήρωση όταν γίνεται στον κατάλληλο τόπο, χρόνο, στη σωστή ποσότητα και ποιότητα, από και προς το κατάλληλο πρόσωπο κ.ο.κ. Κάθε άλλη προσφορά της παροχής που δε συγκεντρώνει τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι μη προσήκουσα. Η ευρεία αυτή προσέγγιση της μη προσήκουσας εκπλήρωσης επιτρέπει την ένταξη σε αυτήν, μεταξύ άλλων, και την περίπτωση της μερικής εκπλήρωσης της οφειλόμενης παροχής. Εδώ η απόκλιση από το προσήκον είναι ποσοτική, σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις όπου η απόκλιση μπορεί να ποιοτική (ελαττωματική εκπλήρωση) 9. Η νομοθετική αντιμετώπιση των ποικίλων μορφών της μη προσήκουσας εκπλήρωσης δεν είναι ενιαία. Έτσι, η μερική εκπλήρωση δυνατής παροχής ρυθμίζεται στην ΑΚ 316, η μερική αδυναμία παροχής στις ΑΚ 337, 362 εδ. β, η μη εκπλήρωση μιας τμηματικής παροχής όταν πρόκειται για σύμβαση που αφορά διαδοχικές τμηματικές 9 Για τη διάκριση μερικής και ελαττωματικής εκπλήρωσης βλ. Αστ. Γεωργιάδη, ΓενΕνοχΔ ΙΙ 5, 18, σελ. 21. Σταθόπουλο, ΓενΕνοχΔ 4, 17, αρ. 28, σελ. 950. Βαλτούδη, Ζητήματα μερικής μη εκπλήρωσης της παροχής στο ιδιωτικό δίκαιο, ΕλλΔνη 56(2015), σελ. 654. 11

παροχές στην ΑΚ 386, κ.λπ. Όταν πρόκειται για ελαττωματική εκπλήρωση ισχύουν ειδικές διατάξεις (π.χ. ΑΚ 540 επ., 576 επ.), ενώ ιδιαίτερη μεταχείριση επιφυλάσσει ο νόμος στην καθυστέρηση της εκπλήρωσης, ιδίως στις ΑΚ 340 επ. 383 επ. για την υπερημερία οφειλέτη (βλ. και 401 για την καθυστέρηση παροχής εκπληρωτέας αποκλειστικά σε ορισμένο χρόνο). Τέλος, υπάρχουν και μορφές μη προσήκουσας εκπλήρωσης που δεν ρυθμίζονται ρητά στο νόμο και υπάγονται στη γενικότερη προβληματική της πλημμελούς εκπλήρωσης 10. Δ. Συσχέτιση μερικής και ολικής εκπλήρωσης παροχής Για την κατανόηση της έννοιας της μερικής εκπλήρωσης της παροχής κρίνεται αναγκαία η αναγωγή στην έννοια της ολικής εκπλήρωσης της παροχής, από την οποία και αντιδιαστέλλεται. Στη φυσιολογική εξέλιξη της ενοχής αντιστοιχεί η εκπλήρωση ολόκληρης της οφειλόμενης παροχής, δηλαδή η εκπλήρωση της παροχής στο σύνολό της. Κάθε άλλη μορφή εκπλήρωσης της παροχής, που υπολείπεται ποσοτικά από την οφειλόμενη, συνιστά μερική εκπλήρωση της παροχής. Κατά συνέπεια η μερική εκπλήρωση αποτελεί minus σε σχέση με την ολική εκπλήρωση. Η μερική εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη στη φυσιολογία της ενοχής και αποτελεί μια μορφή αθέτησης της υποχρέωσης του οφειλέτη. Η εγγύτερη προσέγγιση της μερικής εκπλήρωσης της παροχής απαιτεί τη συσχέτιση και οριοθέτηση του «μέρους» της παροχής έναντι του «όλου». Στον πυρήνα του σχετικού προβληματισμού βρίσκεται η έννοια της παροχής. Ως παροχή νοείται γενικά μια συμπεριφορά του οφειλέτη, που εκδηλώνεται είτε με θετική ενέργεια (πράξη) είτε με παράλειψη, δηλαδή αποχή από ενέργεια, που αλλιώς θα μπορούσε να επιχειρήσει ο οφειλέτης ή μη παρεμπόδιση ορισμένης θετικής πράξης του δανειστή, που αλλιώς θα μπορούσε να απαγορεύσει ο οφειλέτης (ανοχή) 11. Από την παροχή με την παραπάνω έννοια θα πρέπει να διακρίνεται το αντικείμενο της παροχής. Έτσι, π.χ. όταν η παροχή συνίσταται σε κατάρτιση εκποιητικής δικαιοπραξίας, αντικείμενο της παροχής είναι το δικαίωμα που μεταβιβάζεται, όταν η παροχή συνίσταται σε παράδοση πράγματος, 10 Για την έννοια της πλημμελούς εκπλήρωσης βλ. Σταθόπουλο, ΓενΕνοχΔ 4, 19, αρ. 123 επ., ιδίως αρ. 126, σελ. 1107 επ. Αστ. Γεωργιάδη, ΓενΕνοχΔ ΙΙ 5, 20, σελ. 79 επ. Απ. Γεωργιάδη, ΓενΕνοχΔ 2, 26, σελ. 302 επ. 11 Για την έννοια της παράλειψης βλ. Σταθόπουλο, ΓενΕνοχΔ 4, 3, αρ. 2, σελ. 100. Γεωργιάδη, ΓενΕνοχΔ 2, 5, σελ. 80. 12

αντικείμενο της παροχής είναι το πράγμα, όταν η παροχή συνίσταται σε εκτέλεση εργασίας, αντικείμενο της παροχής είναι η εργασία κ.ο.κ. Όταν συντρέχει περίπτωση μερικής εκπλήρωσης της παροχής, η οφειλόμενη παροχή προσεγγίζεται καταρχήν ως οικονομική ενότητα, στο σύνολο της οποίας αποβλέπει ο δανειστής. Εφόσον η παροχή παριστά το «όλο», μερική εκπλήρωσή της υπάρχει όταν το όλο επιδέχεται κατάτμηση σε μέρη, ώστε να προσφέρεται στη συνέχεια στο δανειστή κάποιο ή κάποια μόνο από αυτά. Με άλλα λόγια αυτονόητο προαπαιτούμενο της μερικής εκπλήρωσης είναι η δυνατότητα διαίρεσης της οφειλόμενης παροχής. Εφόσον ως παροχή νοείται μια συμπεριφορά, η δυνατότητα διαίρεσης αναφέρεται ουσιαστικά στο ειδικότερο αντικείμενο της παροχής. Κατά συνέπεια μια παροχή είναι διαιρετή όταν το αντικείμενό της είναι διαιρετό 12. Η σχέση μέρους προς όλο, όπως αυτή σκιαγραφήθηκε παραπάνω, αναπτύσσεται στο πλαίσιο ενιαίας παροχής 13. Εάν πρόκειται για περισσότερες αυτοτελείς παροχές, με την έννοια ότι κάθε μια από αυτές έχει αυτοτελή σκοπό και τείνει στην ικανοποίηση διαφορετικού συμφέροντος του δανειστή, τότε δε γεννάται ζήτημα μερικής εκπλήρωσης. Σε μια τέτοια περίπτωση θα πρόκειται για μερική εκπλήρωση της ενοχής υπό ευρεία έννοια - βασική ενοχική σχέση-, που εκφεύγει του αντικειμένου της παρούσας μελέτης. ΙΙΙ. Προϋποθέσεις μερικής εκπλήρωσης παροχής Όπως ήδη αναφέρθηκε, η μερική εκπλήρωση προϋποθέτει αφενός διαιρετή παροχή αφετέρου ενιαία παροχή. Στη συνέχεια επιχειρείται η εγγύτερη προσέγγιση των δυο αυτών εννοιών. Πρώτα αναλύεται η έννοια της διαιρετής παροχής (υπό Α) και ακολουθεί η ανάπτυξη γύρω από το ενιαίο της παροχής (υπό Β). Α. Το διαιρετό της παροχής Η έννοια της διαιρετής παροχής είναι έννοια νομική και δεν ταυτίζεται με τη δυνατότητα φυσικής διαίρεσης του αντικειμένου της παροχής. Διαιρετή είναι η παροχή όταν το αντικείμενό της μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα ομοειδή και αυτοτελή τμήματα, 12 Καράσης, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 480, αρ. 7. Αστ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ Ι 5, 3, σελ. 53, αρ. 18. Για το διαιρετό της παροχής βλ. αναλυτικά π.κ., υπό ΙΙΙ Α. 13 Για το ενιαίο της παροχής βλ. αναλυτικά π.κ., υπό ΙΙΙ Β. 13

χωρίς να μειώνεται η αξία της ή να μεταβάλλεται ο σκοπός και η χρησιμότητά της 14. Η παροχή που δεν συγκεντρώνει τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι αδιαίρετη. Το διαιρετό ή αδιαίρετο της παροχής κρίνεται από τη φύση της, τη βούληση των μερών ή την αντίληψη των συναλλαγών 15. Όταν αντικείμενο της παροχής είναι πράγμα, το διαιρετό της παροχής προϋποθέτει διαιρετό πράγμα. Η διαίρεση του πράγματος θεμελιώνεται εδώ στη φύση του πράγματος. Ωστόσο, ορθά επισημαίνεται 16 ότι η φυσική διαίρεση αποτελεί απλά το σημείο εκκίνησης. Προκειμένου να γίνει δεκτή η διαίρεση στο πλαίσιο του νόμου θα πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένοι όροι. Συγκεκριμένα, πρέπει τα μέρη που προκύπτουν από τη -φυσική- διαίρεση αφενός να διατηρούν το είδος που είχε το πράγμα πριν από τη διαίρεση, αφετέρου να αποδίδουν ως άθροισμα τη συνολική αξία της παροχής και να εκπληρώνουν το σκοπό της 17. Έτσι, μια πλάκα χρυσού αποτελεί διαιρετό πράγμα, αφού τα μέρη που προκύπτουν από την κατάτμησή της διατηρούν το είδος και την ανάλογη αξία. Το αντίθετο ισχύει σε ένα έργο τέχνης, όπου η κατάτμηση, αν και είναι δυνατή κατά τη φύση του πράγματος, δεν επιτρέπει τη διατήρηση ούτε του είδους ούτε της ανάλογης αξίας σε καθένα από τα μέρη, με αποτέλεσμα να ματαιώνεται ο οικονομικός σκοπός της παροχής. Δεν αποκλείεται, πάντως, ακόμη και αν η παροχή έχει ως αντικείμενο διαιρετό πράγμα, να συμφωνηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση ως αδιαίρετη. Δεν ισχύει, όμως, το αντίστροφο, δηλαδή παροχή που έχει ως αντικείμενο αδιαίρετο πράγμα δεν μπορεί να μεταβληθεί σε διαιρετή από την ιδιωτική βούληση 18. Όταν αντικείμενο της παροχής είναι δικαίωμα, η διαίρεση δεν μπορεί να είναι φυσική, αλλά μόνο νοητή, κατ ιδανικά μέρη. Εδώ η παροχή είναι διαιρετή όταν έχει ως αντικείμενο διαιρετό δικαίωμα (π.χ. κυριότητα), και μάλιστα ακόμη και όταν το δικαίωμα αναφέρεται σε αδιαίρετο πράγμα (π.χ. κυριότητα σε ακίνητο). Αντίθετα, αδιαίρετη είναι η παροχή όταν 14 Σταθόπουλος, ΓενΕνοχΔ 4, 26, σελ. 1348, αρ. 4. Αστ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ Ι 5, 3, σελ. 53, αρ. 18 επ. Βαβούσκος, ΕμπρΔ, αρ. 36, σελ. 40 Παπαστερίου, ΕμπρΔ Ι, 11, αρ. 43, σελ. 202. Απ. Γεωργιάδης, ΕμπρΔ 2, 10, αρ. 36, σελ. 117. ΑΠ 1327/1974 ΝοΒ 23(1975) 755. Βαλτούδης, Ζητήματα μερικής μη εκπλήρωσης της παροχής στο ιδιωτικό δίκαιο, ΕλλΔνη 56(2015), σελ. 649. 15 Μπαλής, ΓενΕνοχΔ 3, 7, σελ. 30. Αστ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ 5, 3, σελ. 54, αρ. 22. Π. Φίλιος, ΓενΕνοχΔ 3, 22, σελ. 105. 16 Παπαστερίου, ΕμπρΔ Ι, 11, αρ. 41 σελ. 201. 17 Βλ. π.π., σημ. 14. 18 Καράσης, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 480, αρ. 7. 14

αντικείμενο της οφειλόμενης παροχής είναι ένα δικαίωμα αδιαίρετο (π.χ. πραγματική δουλεία, ΑΚ 1122) 19. Όταν το αντικείμενο της οφειλόμενης παροχής συνίσταται σε επίδειξη κάποιας συμπεριφοράς από τον οφειλέτη, π.χ. παραχώρηση της χρήσης του μισθίου (ΑΚ 574), θα πρόκειται κατά κανόνα για αδιαίρετη παροχή. Το ίδιο ισχύει και όταν η παροχή έχει ως αντικείμενο τη σωματική παράδοση του πράγματος (π.χ. απόδοση του μισθίου (ΑΚ 599). Η παροχή εργασίας μπορεί να συνιστά διαιρετή παροχή, αν έχει συμφωνηθεί η εκτέλεση της ίδιας εργασίας σε μια διάρκεια χρόνου, που μπορεί να κατατμηθεί 20. Όταν, τέλος, η οφειλόμενη συμπεριφορά εκδηλώνεται με παράλειψη ή ανοχή, πρόκειται για αδιαίρετη παροχή. Αυτό είναι προφανές, όταν η υποχρέωση παράλειψης είναι στιγμιαία, δηλαδή πραγματώνεται με την εφάπαξ αρνητική στάση του οφειλέτη. Εφόσον ο οφειλέτης επιχειρήσει την παραλειπτέα πράξη επέρχεται αδυναμία παροχής και δεν υπάρχει περιθώριο μερικής εκπλήρωσης. Πιο προβληματική εμφανίζεται η περίπτωση κατά την οποία η υποχρέωση παράλειψης ή ανοχής είναι διαρκής. Εδώ είναι νοητή η επιχείρηση μιας φοράς της παραλειπτέας πράξης, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η ακόλουθη κατάσταση. Πριν από την επιχείρηση της παραλειπτέας πράξης υπήρξε συμμόρφωση του οφειλέτη, ενώ εξακολουθεί να είναι δυνατή και η συμμόρφωσή του στο μέλλον. Η δυνατότητα κατάτμησης της οφειλόμενης παροχής, δεν φαίνεται ωστόσο ικανή να οδηγήσει στην ύπαρξη διαιρετής παροχής. Και τούτο διότι με την κατάτμηση μειώνεται η αξία της παροχής και αναμφίβολα ματαιώνεται ο σκοπός της. Με βάση τα παραπάνω, η περίπτωση αυτή δε συνιστά μερική αδυναμία παροχής, αλλά πλημμελή εκπλήρωση της ενοχής 21. 19 Για την έννοια του διαιρετού και αδιαίρετου δικαιώματος, βλ. Σημαντήρα, ΓενΑρχ 4, 16, αρ. 229, σελ. 171. Παπαστερίου, ΓενΑρχ 2, 16, αρ. 67-69, σελ. 210 επ. 20 Σταθόπουλος, ΓενΕνοχ 4, 26, αρ. 4, σελ. 1348. ΕφΑθ 3541/1988 ΕΕργΔ 1988 648. ΕφΛαρ 681/1988 ΔΕΝ 1989 863= ΕΕργΔ 1989 595. Στις παραπάνω αποφάσεις κρίθηκε ότι στις περιπτώσεις των στάσεων εργασίας η παροχή εργασίας από τους απεργούς κατά το ενδιάμεσο, μεταξύ των στάσεων, χρονικό διάστημα αποτελεί μερική παροχή εργασίας και άρα μερική εκπλήρωση στην έννοια της ΑΚ 316. 21 Σταθόπουλος, ΓενΕνοχΔ 4, 19, αρ. 129, σελ. 1110. Αστ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ ΙΙ 5, 20, αρ. 95, σελ. 81. 15

Β. Το ενιαίο της παροχής 1. Γενικά Το διαιρετό της παροχής δεν ταυτίζεται με το ενιαίο. Το διαιρετό αφορά στη δυνατότητα διαίρεσης της παροχής στο πλαίσιο του νόμου. Το ενιαίο της παροχής αναφέρεται στον τρόπο εκπλήρωσής της, όπως αυτός καθορίζεται από το σκοπό της ενοχής (συμφωνία των μερών, κοινωνικό και οικονομικό και συμφέρον του δανειστή, καλή πίστη) 22. Οι δυο έννοιες, ωστόσο, συμπλέκονται, με την έννοια ότι η δυνατότητα διαίρεσης της παροχής, όπως αναλύθηκε παραπάνω, αφορά σε ενιαία παροχή. Ενιαία είναι η παροχή όταν ο οφειλέτης υποχρεούται στη συνολική εφάπαξ εκπλήρωσή της. Αντίθετα, δεν πρόκειται για ενιαία παροχή όταν στο πλαίσιο μιας και της αυτής παροχής συμφωνείται η εκπλήρωσή της τμηματικά, π.χ. καταβολή τιμήματος σε δόσεις, ή περιοδικά (καταβολή ισόβιας προσόδου, ΑΚ 840, 841 καταβολή διατροφής σε μηνιαίες δόσεις, ΑΚ 1496). Το ίδιο ισχύει και όταν πρόκειται για διαδοχικές τμηματικές παροχές στην έννοια της ΑΚ 386, π.χ. προμήθεια γαλακτοβιομηχανίας με συγκεκριμένη ποσότητα από γάλα κάθε μέρα) 23. Στις παραπάνω περιπτώσεις κάθε δόση του τιμήματος ή μηνιαία πρόσοδος ή διαδοχική τμηματική παροχή εμφανίζεται ως αυτοτελής και γεννά αυτοτελή αξίωση για το δανειστή 24. Τούτο έχει ως περαιτέρω συνέπεια ότι η μη εκπλήρωση κάποιας από αυτές δεν συνιστά μερική εκπλήρωση της παροχής. Το ζήτημα του ενιαίου συνδέεται με την ταυτότητα της ενοχής, με την έννοια ότι γεννάται στο πλαίσιο μιας και της αυτής ενοχικής σχέσης (ενοχής υπό στενή έννοια ή απλής ενοχής). Εάν πρόκειται για περισσότερες ενοχές, π.χ. πώληση ενός επαγγελματικού αυτοκινήτου και ενός αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης, τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για ενιαία παροχή, αλλά για περισσότερες αυτοτελείς παροχές. Εάν ο πωλητής εκπληρώσει τη μια μόνο από αυτές, π.χ. παραδώσει μόνο το ένα αυτοκίνητο, δε τίθεται θέμα μερικής εκπλήρωσης. Δεν αποκλείεται, όμως, τα περισσότερα διαφορετικά αντικείμενα να αγοράστηκαν ως σύνολο, ώστε να αποτελούν κατά το συμφέρον του δανειστή οικονομική ενότητα (πρβλ. 551 ΑΚ για την πώληση περισσότερων πραγμάτων «αθρόα ή ως σύνολο») 25. Στην περίπτωση αυτή υφίσταται κατά τη συμφωνία των μερών 22 Απ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ 2, 15, αρ. 2, σελ. 188. 23 ΕφΠειρ 769/1993 ΕλλΔνη 1994 1718. 24 Απ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ 2, 15, αρ. 5, σελ. 189. 25 Μπαλής, ΓενΕνοχΔ 3, 37, σελ. 135. Αστ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ ΙΙ 5, 18, αρ. 49, σελ. 22. 16

μια ενοχή που έχει ως αντικείμενο περισσότερες μη αυτοτελείς παροχές, ώστε να μπορεί να γίνει και πάλι λόγος για ενιαία παροχή. Ουσιαστικά στην εδώ εξεταζόμενη περίπτωση πώληση 2 αυτοκινήτων- έχουμε περισσότερες βασικές ενοχικές σχέσεις δηλ. δυο συμβάσεις πώλησης, και ως προς αυτό το σημείο διαφέρει από την περίπτωση που εξετάζεται παρακάτω, δηλ. μια βασική ενοχή σχέση (πώληση) από την οποία πηγάζουν περισσότερες ενοχές υπό στενή έννοια. Έτσι, διαφορετικά διαμορφώνεται η κατάσταση όταν στο πλαίσιο μιας βασικής ενοχής σχέσης 26 γεννώνται περισσότερες ενοχές υπό στενή έννοια και αντίστοιχα περισσότερες αυτοτελείς παροχές. Εδώ αναφορικά με την επί μέρους ενοχή που δεν εκπληρώνεται υπάρχει αδυναμία ή υπερημερία. Για το σύνολο, όμως της βασικής ενοχικής σχέσης, συντρέχει περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης 27. Η κατάσταση εμφανίζεται πιο περίπλοκη όταν στο πλαίσιο μιας ενοχής (υπό στενή έννοια) κατά την εξελικτική της πορεία στη θέση της αρχικά οφειλόμενης μιας παροχής οφείλονται ακολούθως περισσότερες παροχές (π.χ. επί υπερημερίας οφειλέτη οφείλεται τόσο η παροχή όσο και αποζημίωση για την καθυστέρηση). Στην περίπτωση αυτή κριτήριο για το ενιαίο ή μη των παροχών είναι η αυτοτέλεια κατά τον σκοπό τους. Έτσι, θα πρόκειται για αυτοτελείς παροχές, όταν οι περισσότερες οφειλόμενες παροχές που γεννώνται στο πλαίσιο μιας ενοχής μπορούν να εκπληρωθούν ξεχωριστά, χωρίς να παραβλάπτεται το συμφέρον του δανειστή. Αυτό συμβαίνει όταν ο δανειστής αποβλέπει σε κάθε μια από αυτές για την ικανοποίηση αυτοτελούς συμφέροντος. Εδώ οι περισσότερες αυτοτελείς παροχές δεν αποτελούν ενιαία παροχή 28. Εάν, αντίθετα, το συμφέρον του δανειστή πραγματώνεται μόνο με τη συνολική εφάπαξ εκπλήρωση των περισσότερων παροχών, αυτές συνυφαίνουν μια οικονομική ενότητα, στην οποία και μόνο αποβλέπει ο δανειστής. Με βάση τα παραπάνω υπάρχει αυτοτέλεια των παροχών, όταν ο δανειστής δικαιούται να απαιτήσει από τον υπερήμερο οφειλέτη τόσο την εκπλήρωση της παροχής όσο και αποζημίωση για την ζημία που υπέστη από την καθυστέρηση (ΑΚ 343 1) 29. Η οφειλόμενη παροχή αφενός και η αποζημίωση αφετέρου έχουν αυτοτελή σκοπό και ικανοποιούν διαφορετικό συμφέρον του δανειστή. Διαφορετικά διαμορφώνεται η 26 Για τη διάκριση απλής ενοχής (ενοχής υπό στενή έννοια) και βασικής ενοχικής σχέσης (ενοχής υπό ευρεία έννοια) βλ. ενδεικτικά Κορνηλάκη, ΕιδΕνοχΔ Ι 2, (2012), 1, σελ. 2. 27 Γαζής, ΕρμΑΚ Εισαγ. 335-348, αρ. 12, 63. Σταθόπουλος, ΓενΕνοχΔ 4, 19, αρ. 128, σελ. 1109. Αστ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ ΙΙ 5, 20, αρ. 84, σελ. 81. 28 ΕφΠειρ 769/1993 ΕλλΔνη 1994 1718. 29 Σταθόπουλος, ΓενΕνοχΔ 4, 17, αρ. 25, σελ. 949. 17

κατάσταση των συμφερόντων του δανειστή επί μερικής υπαίτιας αδυναμίας παροχής του οφειλέτη, όταν απαιτεί το σωζόμενο μέρος της παροχής και αποζημίωση για εκείνο που δεν μπορεί να εκπληρωθεί. Εδώ η δευτερογενής αξίωση αποζημίωσης υπεισέρχεται στη θέση του μέρους της παροχής που κατέστη αδύνατο, ώστε να αποτελεί μαζί με το σωζόμενο μέρος ενιαία παροχή 30. 2. Ειδικές περιπτώσεις α. Τόκος και κεφάλαιο Στο πλαίσιο αυτής της προβληματικής έχει αναπτυχθεί έντονος διάλογος γύρω από το αν η υποχρέωση καταβολής τόκων και κεφαλαίου αποτελεί μια ενιαία παροχή ή δυο αυτοτελείς παροχές. Σύμφωνα με μια άποψη 31 πρόκειται για δυο αυτοτελείς παροχές, ώστε η καταβολή της μιας μόνο από αυτές δεν αποτελεί μερική εκπλήρωση. Βασικό επιχείρημα που επικαλείται η άποψη αυτή είναι ότι γεννώνται δυο αυτοτελείς αξιώσεις, μια για το κεφάλαιο και μια για τους τόκους, κάθε μια από τις οποίες καθίσταται απαιτητή σε διαφορετικό χρονικό σημείο. Άλλη άποψη 32 υποστηρίζει ότι τόκοι και κεφάλαιο αποτελούν ενιαία παροχή. Η άποψη αυτή αντλεί επιχείρημα από τον παρεπόμενο χαρακτήρα της παροχής τόκων έναντι της κύριας παροχής του κεφαλαίου και θεωρεί ότι εδώ γεννάται ενιαία αξίωση του δανειστή. Τρίτη άποψη 33 διακρίνει μεταξύ δικαιοπρακτικών και νόμιμων τόκων 34. Η διάκριση θεμελιώνεται στο διαφορετικό δικαιολογητικό λόγο που υπηρετεί κάθε φορά η οφειλή τόκων και κατ επέκταση στο συμφέρον του δανειστή. Έτσι, οι τόκοι υπερημερίας 30 Μπαλής, ΓενΕνοχΔ 3, 37, σελ. 135-136. Αγγ. Γεωργιάδου στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 316 αρ. 8. Αστ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ ΙΙ 5, 18, αρ. 52, σελ. 23. Σταθόπουλος, ΓενΕνοχΔ 4, 17, αρ. 25, σελ. 949. 31 Μπαλής, ΓενΕνοχΔ 3, 37, σελ. 136. Μιχαηλίδης-Νουάρος, ΕνοχΔ, σελ. 115. Σταθόπουλος, ΓενΕνοχΔ 4, 17, αρ. 25, σελ. 948-949. 32 Φίλιος, ΓενΕνοχΔ 3, 30, σελ. 131-132. Απ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ 2, 15, αρ. 4, σελ. 188-189. 33 Ζέπος, ΕρμΑΚ, άρθρ. 316, αρ. 3. Αστ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ ΙΙ 5, 18, αρ. 50, σελ. 22-23. ΕφΠειρ 769/1993 ΕλλΔνη 1994 1718. Πρβλ. ΕφΑθ 4195/2004 ΝοΒ 2005 102. ΜονΠρΔρ 73/1993 ΕΔικΠολυκ 1995 153 σε σχέση με τους τόκους υπερημερίας. 34 Στην έννοια των νόμιμων τόκων υπάγονται τόσο οι τόκοι υπερημερίας (ΑΚ 345), όσο και οι νόμιμοι τόκοι εν στενή εννοία, εκείνοι δηλαδή που οφείλονται δυνάμει ειδικής διάταξης νόμου, ανεξαρτήτως υπερημερίας (π.χ. ΑΚ 301, 529, 547) καθώς και οι τόκοι επιδικίας (ΑΚ 346). 18

οφείλονται στο δανειστή χρηματικής ενοχής ως αποζημίωση για αναπόδεικτη ζημία από τη μη εμπρόθεσμη καταβολή του χρέους. Στο πλαίσιο αυτής της λειτουργίας, η παρεπόμενη ενοχή τόκων ενσωματώνεται στην κύρια παροχή του κεφαλαίου σε μια οικονομική ενότητα, η οποία ως σύνολο εξυπηρετεί το συμφέρον του δανειστή. Στο πλαίσιο αυτής της άποψης, η εκπλήρωση μόνο της οφειλής τόκων ή κεφαλαίου αντιμετωπίζεται ως μερική εκπλήρωση. Ο παραπάνω δικαιολογητικός λόγος δεν συντρέχει όταν οφείλονται δικαιοπρακτικοί τόκοι, ώστε αυτοί να αποτελούν αυτοτελή παροχή έναντι του κεφαλαίου. Ορθότερη προβάλλει η πρώτη άποψη περί αυτοτέλειας των δύο παροχώνκεφαλαίου και τόκου-, διότι η κάθε μία από αυτές εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό. Εξάλλου, πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής αντλείται και από την ΑΚ 423, που αναφέρεται στην ιεράρχηση του καταλογισμού της παροχής, όταν το χρέος αποτελείται από έξοδα, τόκους και κεφάλαιο 35. β. Ποινική ρήτρα και κύρια παροχή ή/και αποζημίωση Αντίστοιχος προβληματισμός γεννάται όταν παράλληλα με την κύρια παροχή οφείλεται και η ποινική ρήτρα που κατέπεσε. Σχετικά υποστηρίζεται ότι πρόκειται για αυτοτελείς παροχές 36, ενώ σύμφωνα με άλλη γνώμη θα πρέπει να γίνει η ακόλουθη διάκριση 37. Όταν η ποινική ρήτρα έχει συμφωνηθεί για την περίπτωση της μη προσήκουσας εκπλήρωσης, οπότε ο δανειστής δικαιούται να απαιτήσει σωρευτικά τόσο την ποινική ρήτρα όσο και την (προσήκουσα) εκπλήρωση της παροχής (ΑΚ 407 εδ. α ), τότε η κάθε παροχή είναι αυτοτελής. Όταν, όμως, ο δανειστής απαιτεί μαζί με την ποινική ρήτρα και αποζημίωση για την επιπλέον αποδεικνυόμενη ζημία του (ΑΚ 406 2, 407 εδ. β ), η ποινική ρήτρα λειτουργεί ως (αφηρημένα υπολογιζόμενη) αποζημίωση, οπότε αποτελεί ενιαία παροχή με την αποζημίωση. Η τελευταία άποψη φαίνεται ορθότερη, επειδή συμφωνεί με το κριτήριο της αυτοτέλειας του επιδιωκόμενου σκοπού της κάθε μίας παροχής που υιοθετήθηκε παραπάνω 38. ΙV. Νομοθετική αντιμετώπιση του «μέρους» κατά την εκπλήρωση της ενοχής 35 Σταθόπουλος, ΓενΕνοχΔ 4, 17, αρ. 25, σελ. 949. 36 Ζέπος, ΕρμΑΚ, άρθρ. 316, αρ. 3. Σταθόπουλος, ΓενΕνοχΔ 4, 17, αρ. 25, σελ. 949. 37 Μπαλής, ΓενΕνοχΔ 3, 37, σελ. 136. Αστ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ ΙΙ 5, 18, αρ. 51, σελ. 23. 38 Βλ. π.π., υπό ΙΙΙ Β 1. 19

Α. Γενικά Η μερική εκπλήρωση της παροχής εμποδίζει αναμφίβολα την φυσιολογική εξέλιξη της ενοχής. Ειδικότερα, ενδέχεται η μερική εκπλήρωση να εμφανίζεται ως συνέπεια της μερικής αδυναμίας παροχής. Από την άλλη πλευρά, δεν αποκλείεται ο οφειλέτης να προσφέρει μέρος μόνο της (δυνατής) παροχής και ο δανειστής να το αποδέχεται. Εδώ, ως προς το μη προσφερόμενο μέρος ο οφειλέτης καθίσταται υπερήμερος υπό τους όρους των ΑΚ 340 επ. Εάν, πάλι, ο δανειστής αρνηθεί τη μερική εκπλήρωση (ΑΚ 316), οι συνέπειες της υπερημερίας καταλαμβάνουν τον οφειλέτη για το σύνολο της παροχής. Εξάλλου, η μερική εκπλήρωση μπορεί να είναι αποτέλεσμα της στάσης του δανειστή, όταν αυτός δεν αποδέχεται ένα μέρος από τη συνολικά προσφερόμενη παροχή. Ως προς αυτό ο δανειστής περιέρχεται σε υπερημερία δανειστή (ΑΚ 349 επ.). Όλες οι παραπάνω εκδοχές οδηγούν κατ αποτέλεσμα στην ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής. Για την αντιμετώπιση της ειδικής αυτής μορφής ανώμαλης εξέλιξης κρίνεται σκόπιμο να προσδιοριστεί πρώτα το νομικό πλαίσιο που διέπει την ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής γενικά και στη συνέχεια να εντοπιστούν εκείνες οι διατάξεις που αφορούν ειδικά σε θέματα μερικής εκπλήρωσης. Β. Συνοπτική παρουσίαση του νομικού πλαισίου της ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής Ο ΑΚ δεν αντιμετωπίζει κατά τρόπο ενιαίο τις ποικίλες μορφές ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής. Αντίθετα, η νομοθετική ρύθμιση είναι αποσπασματική και διασπάται σε επί μέρους κεφάλαια. Ο νομοθέτης ρυθμίζει κατά βάση μόνο δυο περιπτώσεις ανωμαλίας, που πηγάζουν από την πλευρά του οφειλέτη, την αδυναμία παροχής και την υπερημερία οφειλέτη. Παράλληλα, αντιμετωπίζει τη μόνη περίπτωση ανωμαλίας που προέρχεται από την πλευρά του δανειστή, την υπερημερία δανειστή. Άλλες περιπτώσεις ανώμαλης εξέλιξης, που δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις τρεις παραπάνω μορφές, μένουν κατά βάση αρρύθμιστες. Οι τελευταίες υπάγονται από τη θεωρία στην κατηγορία της πλημμελούς εκπλήρωσης της ενοχής. Η περιπτωσιολογική αντιμετώπιση των επί μέρους μορφών ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής συνοδεύεται από μια περαιτέρω διάσπαση της ρύθμισης σε επί μέρους διατάξεις. Έτσι η νομοθετική ύλη που αφορά στην αδυναμία παροχής καταστρώνεται σε διαφορετικές διατάξεις, ανάλογα με το αν πρόκειται για αρχική (ΑΚ 362-365) ή επιγενόμενη (ΑΚ 335-339), ενώ ειδικές διατάξεις ισχύουν για την αδυναμία παροχής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις (ΑΚ 380-382, 387). Από την άλλη πλευρά, η υπερημερία 20

οφειλέτη ρυθμίζεται αφενός στις ΑΚ 340-345, αφετέρου στις ΑΚ 383-385 και 387 προκειμένου για αμφοτεροβαρή σύμβαση. Ειδική ρύθμιση επιφυλάσσει η ΑΚ 401 για την καθυστέρηση παροχής που πρέπει να εκπληρωθεί αποκλειστικά σε ορισμένο χρόνο (ΑΚ 401). Η υπερημερία δανειστή αντιμετωπίζεται σε ειδικό κεφάλαιο του ΑΚ (άρθρ. 349-360). Ωστόσο, διατάξεις που αναφέρονται στις συνέπειες της υπερημερίας δανειστή συναντώνται και σε άλλα κεφάλαια, όπως π.χ. ΑΚ 381 2 για την επίδραση της υπερημερίας δανειστή στην τύχη της οφειλόμενης αντιπαροχής, ΑΚ 427 επ. για τη δημόσια κατάθεση. Σε αυτό τον καμβά διατάξεων που συνυφαίνουν τη ρύθμιση της ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής γενικά θα πρέπει να προστεθούν και οι διατάξεις που αντιμετωπίζουν την ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής στο πλαίσιο κατ ιδίαν συμβατικών τύπων, άλλοτε κατ απόκλιση από τις γενικές διατάξεις, π.χ. ΑΚ 500 και 808 για την υπερημερία του δωρητή και του οφειλέτη χρηματικού δανείου αντίστοιχα, άλλοτε προβλέποντας ειδικά πραγματικά ανωμαλίας, π.χ. ΑΚ 534 επ. για πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πράγματος στην πώληση. Γ. Νομική αντιμετώπιση της μερικής εκπλήρωσης, ειδικότερα Όπως ήδη αναφέρθηκε, η μερική εκπλήρωση αποτελεί ειδικότερη μορφή ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής. Με αυτή την έννοια η νομική της αντιμετώπιση αντλείται από το πλέγμα διατάξεων που ρυθμίζουν την ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής. Στο γενικό πλαίσιο των νομοθετικών προβλέψεων που περιγράφηκε παραπάνω (υπό Β), εντοπίζονται ορισμένες ειδικές διατάξεις, που αφορούν το συγκεκριμένο πραγματικό της μερικής εκπλήρωσης. Πρόκειται για τις ΑΚ 337 και 362 εδ. β για την μερική αδυναμία παροχής και την ΑΚ 384 για την μερική υπερημερία. Εξάλλου, στη μερική εκπλήρωση αναφέρεται και η ΑΚ 316. Από συστηματική άποψη η ΑΚ 316 ανήκει στη νομοθετική ύλη του πρώτου κεφαλαίου του (γενικού) ενοχικού δικαίου, που αναφέρεται στην υποχρέωση παροχής γενικά. Ωστόσο, ο κανόνας που εισάγει η ΑΚ 316 συνδέεται στενά με την εξέλιξη της ενοχής. Εφόσον ο οφειλέτης συμμορφώνεται στην επιταγή της ΑΚ 316 και εκπληρώνει στο σύνολό της την οφειλόμενη παροχή, τότε η ενοχή οδηγείται ομαλά στην απόσβεσή της. Όταν, αντίθετα, ο οφειλέτης προσφέρει μέρος της παροχής, τότε αναπόφευκτα δημιουργείται μια κατάσταση που δεν αντιστοιχεί στη φυσιολογική εξέλιξη της ενοχικής σχέσης. Τούτο, μάλιστα, συμβαίνει ανεξάρτητα από τη στάση που θα τηρήσει ο δανειστής, αν δηλαδή αποδεχτεί το 21

προσφερόμενο μέρος ή το αποκρούσει. Και στις δυο αυτές εκδοχές ο οφειλέτης θα περιέλθει υπό τους όρους των ΑΚ 340 επ. σε κατάσταση υπερημερίας, με τη διαφορά ότι στην πρώτη θα καταστεί υπερήμερος για το υπολειπόμενο μέρος, ενώ στη δεύτερη για το σύνολο της παροχής. V. Η ρύθμιση της μερικής εκπλήρωσης κατ ΑΚ 316 Α. Ο κανόνας Όπως ήδη αναφέρθηκε, η ενοχή αποβλέπει στην ικανοποίηση του συμφέροντος του δανειστή για εκπλήρωση της οφειλόμενης παροχής. Το συμφέρον αυτό ικανοποιείται όταν η παροχή εκπληρώνεται πλήρως 39. Η κατάσταση περιπλέκεται όταν ο οφειλέτης προσφέρει μέρος μόνο της οφειλόμενης παροχής. Στην περίπτωση αυτή το συμφέρον του δανειστή για πλήρη ικανοποίησή του έρχεται αντιμέτωπο με το συμφέρον του οφειλέτη να απαλλαγεί, έστω και μερικά, από την ενοχική του υποχρέωση. Η σύγκρουση συμφερόντων δανειστή και οφειλέτη επιλύεται στην ΑΚ 316. Σε αυτήν εισάγεται ο κανόνας ότι ο οφειλέτης δε δικαιούται σε μερική μόνο εκπλήρωση της παροχής. Τούτο σημαίνει ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να δώσει όλη την παροχή κατά το χρόνο της εκπλήρωσης. Εάν ο οφειλέτης δεν ανταποκριθεί σε αυτή την υποχρέωση και, ενώ είναι δυνατή η εκπλήρωση της παροχής στο σύνολό της, προσφέρει μόνο ένα μέρος της στο δανειστή, τότε η προσφορά του δεν είναι προσήκουσα. Κατά συνέπεια ο δανειστής μπορεί να αποκρούσει το προσφερόμενο μέρος χωρίς να καταστεί υπερήμερος 40. Τούτο έχει ως περαιτέρω συνέπεια ότι ο οφειλέτης δε δικαιούται σε δημόσια κατάθεση του προσφερόμενου μέρους (ΑΚ 427) και αν γίνει τέτοια κατάθεση δεν επέρχεται η κατ ΑΚ 39 Μπαλής, ΓενΕνοχΔ 3, 37, σελ. 134. 40 Βλ. επ. σημ. Βλ. και ΕφΑθ 3541/1988 ΕΕργΔ 1988 648. ΕφΛαρ 681/1988 ΔΕΝ 1989 863= ΕΕργΔ 1989 595, σύμφωνα με τις οποίες στις περιπτώσεις των στάσεων εργασίας ο εργοδότης μπορεί να αποκρούσει την εργασία των απεργών κατά το ενδιάμεσο, μεταξύ των στάσεων, χρονικό διάστημα με βάση την ΑΚ 316, εφόσον η αποδοχή της εργασίας των απεργών είναι επιζήμια για τον εργοδότη και υπό την προϋπόθεση ότι οι στάσεις εργασίας έχουν για κάποιο λόγο παράνομο χαρακτήρα. Αν συμβαίνει τούτο, η μερική παροχή εργασίας από τους απεργούς, κατά το χρόνο εκτός των στάσεων εργασίας αποτελεί απαγορευμένη μερική εκπλήρωση και κατά συνέπεια μη προσήκουσα παροχή και ο εργοδότης μπορεί να την αποκρούσει χωρίς να γίνεται υπερήμερος. Βλ. και Λεβέντη, Η απαγόρευση της ανταπεργίας από συνταγματική σκοπιά, ΔΕΝ 38 (1982), σελ.409, ιδίως 414-415. Τον ίδιο, Ζητήματα απεργίας -ανταπεργίας, ΔΕΝ 41(1985), σελ. 369, ιδίως 372-373. Κουμάνης σε ΣΕΑΚ, άρθρ. 316, αρ. 10. 22

431 (μερική) απόσβεση της ενοχής 41. Από την άλλη πλευρά ο οφειλέτης καθίσταται υπερήμερος (εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι της υπερημερίας του κατ ΑΚ 340) όχι μόνο ως προς το μέρος της παροχής που δεν προσφέρει, αλλά ως προς όλη την παροχή. Είναι φανερό ότι με τη λύση αυτή ο νομοθέτης επιλέγει ως πλέον άξιο προστασίας το συμφέρον του δανειστή. Η νομοθετική αυτή επιλογή βρίσκεται σε αρμονία με την αρχή της καλόπιστης εκπλήρωσης των ενοχών (ΑΚ 288). Από το συνδυασμό των ΑΚ 288 και 316 συνάγεται ότι τότε μόνο ο οφειλέτης εκπληρώνει την ενοχική του υποχρέωση όπως απαιτεί η καλή πίστη, όταν προσφέρει το σύνολο της οφειλόμενης παροχής. Η λειτουργική συσχέτιση των δυο διατάξεων δεν έχει μόνο την έννοια ότι το περιεχόμενο της ΑΚ 316 φωτίζεται μέσα από αυτό της ΑΚ 288 42. Παραπέρα σημαίνει ότι η ΑΚ 288 διαγράφει και την έκταση εφαρμογής του κανόνα της απαγόρευσης της μερικής εκπλήρωσης, επιβάλλοντας στο δανειστή κάποια όρια ανεκτικότητας, όταν αυτό υπαγορεύει στη συγκεκριμένη περίπτωση η καλή πίστη 43. Β. Οι εξαιρέσεις 1. Συμφωνία των μερών Η ΑΚ 316 περιέχει ενδοτικό δίκαιο. Κατά συνέπεια η απαγόρευση της μερικής εκπλήρωσης μπορεί να παραμεριστεί με αντίθετη συμφωνία των μερών 44. Η συμφωνία αυτή μπορεί να λάβει χώρα είτε εκ των προτέρων, π.χ. συμφωνία για τμηματική καταβολή της παροχής, είτε εκ των υστέρων. Το τελευταίο συμβαίνει όταν ο δανειστής αποδέχεται τη μερική εκπλήρωση. Σε αυτή την περίπτωση ο οφειλέτης περιέρχεται σε υπερημερία μόνο 41 ΑΠ 146/1997 ΕΕΝ 1998 459=ΝοΒ 1998 1058. ΑΠ 907/2005 ΕλλΔνη 2005 1115 (:» η ως άνω δημόσια κατάθεση μέρους της οφειλής εκ μέρους της αναιρεσίβλητης δεν είναι σύννομη, αφού η άρνηση της αναιρεσείουσας να αποδεχθεί την μερική εκπλήρωση του χρέους δεν καθιστά αυτήν υπερήμερη κατά τις διατάξεις των άρθρων 316 και 427 ΑΚ...»). ΕφΑθ 12968/1987 ΕλλΔνη 1990 565=ΕΔικΠολυκ 1988 225. ΕφΑθ 11669/1990 ΕΔικΠολυκ 1991 156. ΕφΘεσ 1247/2001 Αρμ 2002 1005. ΕφΑθ 4195/2004 ΝοΒ 2005 102. ΜονΠρΔρ 73/1993 ΕΔικΠολυκ 1995 153. ΜονΠρΠρεβ 188/2007 Αρμ 2008 679. ΕιρΑθ 3339/1995 ΑρχΝομ 2000 281. 42 Βλ. Ζέπο σε ΕρμΑΚ, άρθρ. 316, αρ. 1. Ο ίδιος (ό,π., αρ. 7) θεωρεί ότι η ΑΚ 316 είναι εφαρμογή της γενικής αρχής της ΑΚ 288. Αγγ. Γεωργιάδου στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 316, αρ. 2. 43 Βλ. π.κ., υπό V B 1. 44 Κουμάνης σε ΣΕΑΚ, άρθρ. 316, αρ. 12. ΕφΘεσ 335/1973 ΝοΒ 1973 518. ΕιρΝικ 51/2006, ΝΟΜΟΣ. 23

ως προς το μέρος της παροχής που δεν εκπληρώνει 45. Δεν αποκλείεται, μάλιστα η αποδοχή του μέρους της παροχής από το δανειστή να συνοδεύεται με παροχή νέας προθεσμίας εκπλήρωσης για το υπόλοιπο, οπότε και δεν τίθεται καθόλου ζήτημα υπερημερίας του οφειλέτη. 2. Καλή πίστη Η καλή πίστη εισάγεται στην ΑΚ 288 ως μέτρο της συμπεριφοράς όχι μόνο του οφειλέτη, αλλά και του δανειστή 46. Τούτο σημαίνει ότι το κατ άρθρ. 316 ΑΚ δικαίωμα του δανειστή να αρνηθεί τη μερική εκπλήρωση περιορίζεται, όταν τούτο επιβάλλεται από την καλή πίστη. Αυτό θα συμβαίνει όταν π.χ. το υπολειπόμενο μέρος της παροχής είναι ασήμαντο ή όταν συντρέχουν άλλες, ειδικές συνθήκες που καθιστούν την εμμονή στην ολική εκπλήρωση ιδιαίτερα σκληρή για τον οφειλέτη 47. Στις παραπάνω περιπτώσεις ο δανειστής που δεν αποδέχεται το προσφερόμενο μέρος γίνεται υπερήμερος, ενώ αντίστοιχα ο οφειλέτης περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας (υπό τους όρους των ΑΚ 340 επ.) μόνο ως προς το μέρος της παροχής που δεν προσφέρει. Αντίστοιχος περιορισμός του δικαιώματος του δανειστή μπορεί να θεμελιωθεί και στην ΑΚ 281 48. 45 ΑΠ 922/2007 ΧρΙΔ 2008 30:«αν ο δανειστής αποδέχτηκε μέρος της παροχής και όπως έχει δικαίωμα, κατά το άρθρο 316 ΑΚ, δεν το απέκρουσε, ενώ η εκπλήρωση του υπολοίπου καθυστερείται, υπάρχει μερική υπερημερία του οφειλέτη». 46 Μπαλής, ΓενΕνοχΔ 3, 5, σελ. 16. Τσιριντάνης, ΕρμΑκ, άρθρ. 288, αρ. 6. Σταθόπουλος, ΓενΕνοχΔ 4, 5, αρ. 23, σελ. 209. Αστ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ ΙΙ 5, 18, αρ. 19, σελ. 9. Απ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ 2, 14, αρ. 14, σελ. 180. ΑΠ 623/1961 ΝοΒ 1962 362. ΑΠ 1064/1972 ΝοΒ 1973 629. ΟλΑΠ 927/1982 ΝοΒ 1983 214. ΑΠ 716/1992 ΕΕΝ 1993 542. 47 Σταθόπουλος, ΓενΕνοχΔ 4, 5, αρ. 65, σελ. 237, 17, αρ. 27, σελ. 950. Αγγ. Γεωργιάδου στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 316, αρ. 2. Αστ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ ΙΙ 5, 18, αρ. 53, σελ. 23, όπου και παραδείγματα. Φίλιος, ΓενΕνοχΔ 3, 30, σελ. 132. Κουμάνης σε ΣΕΑΚ, άρθρ. 316, αρ.7. 48 Ζέπος σε ΕρμΑΚ 316, αρ. 7. Αγγ. Γεωργιάδου στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 316, αρ. 2. Αστ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ ΙΙ 5, 18, αρ. 53, σελ. 23. Κατά τον Σταθόπουλο, ΓενΕνοχΔ 4, 5, αρ. 51, σελ. 230, οι ΑΚ 288 και 281 επικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό, ώστε κρίσιμο να είναι περισσότερο το ουσιαστικό κριτήριο της καλής πίστης παρά η επένδυσή του σε ένα άρθρο νόμου («το περιεχόμενο παρά το περιέχον»). Βλ. και ΕφΑθ 12968/1987 ΕλλΔνη 1990 565=ΕΔικΠολυκ 1988 225 (: «:...προσφορά παροχής διαφορετικής ή μικρότερης από εκείνη που πραγματικά οφείλεται δεν είναι ικανή να προκαλέσει υπερημερία του δανειστή, αφού ο τελευταίος σύμφωνα με το άρθρο 316 του ΑΚ δεν υποχρεούται να δεχθεί μερική εκπλήρωση και η άρνηση του δεν οδηγεί σε υπερημερία, εκτός αν η απόκλιση από την πραγματικά οφειλόμενη παροχή είναι επουσιώδης, οπότε η άρνηση στη συγκεκριμένη περίπτωση αντίκειται στην καλή πίστη ή παρίσταται ως κατάχρηση δικαιώματος»). 24

3. Εκ του νόμου Κατ απόκλιση από τη ρύθμιση της ΑΚ 316 σε ορισμένες περιπτώσεις η μερική εκπλήρωση επιτρέπεται δυνάμει ειδικής διάταξης νόμου. Έτσι, η διάταξη του άρθρ. 39 2 ν. 5325/1932 «περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν» προβλέπει ότι ο κομιστής συναλλαγματικής δεν δικαιούται να αρνηθεί τη μερική πληρωμή 49. Αντίστοιχη ρύθμιση εισάγει το άρθρ. 77 1 ν. 5325/1932 για τον κομιστή γραμματίου εις διαταγήν. Το ίδιο άλλωστε προβλέπει και η διάταξη του άρθρ. 34 εδ. β ν. 5960/1933 «περί επιταγής» προκειμένου για τον κομιστή επιταγής. Εάν ο κομιστής του αξιογράφου αποκρούσει τη μερική εκπλήρωση, χάνει το δικαίωμα αναγωγής κατά του εκδότη και των οπισθογράφων για το μέρος του χρέους που του προσφέρθηκε. Από την άλλη πλευρά, κατά τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, η ΚΠολΔ 1000 θεσπίζει μια ειδική περίπτωση μερικής εκπλήρωσης, όταν επισπεύδεται πλειστηριασμός σε ακίνητο του οφειλέτη. Συγκεκριμένα, προβλέπεται δυνατότητα αναστολής του πλειστηριασμού, όταν δεν υπάρχει κίνδυνος βλάβης του επισπεύδοντα δανειστή και εφόσον προσδοκάται βάσιμα ότι ο οφειλέτης θα ικανοποιήσει μέσα στο χρονικό διάστημα της αναστολής τον επισπεύδοντα ή θα επιτευχθεί μεγαλύτερο πλειστηρίασμα, υπό τον όρο μερικής καταβολής του οφειλόμενου κεφαλαίου 50. Ορθά επισημαίνεται 51 ότι η λύση αυτή δεν αποτελεί ένα γενικό μέτρο επιείκειας για τον κάθε οφειλέτη στο τελευταίο στάδιο της εκτέλεσης, αλλά εκφράζει το μέτρο εξισορρόπησης των συγκρουόμενων συμφερόντων οφειλέτη και δανειστή. Αλλά και πέρα από αυτή την ειδική περίπτωση, η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης γενικά μπορεί να οδηγήσει σε επιτρεπόμενη μερική εκπλήρωση του δανειστή, όταν το πλειστηρίασμα δεν επαρκεί για την πλήρη ικανοποίησή του (αρχή σύμμετρης ικανοποίησης, ΚΠολΔ 977 3) 52. Αντίστοιχα ισχύουν και στο πλαίσιο της πτωχευτικής 49 Αντίθετα, ο κομιστής δικαιούται να αποκρούσει τη μερική πληρωμή της συναλλαγματικής, όταν αυτή γίνεται μετά τη λήξη της. Βλ. Κιάντου-Παμπούκη, ΔίκΑξιογρ 5, 57, σελ. 254 σημ. 9. ΜονΠρΑθ 8152/1976 ΕπισκΕΔ 1977 269. 50 Ειδικότερα, θα πρέπει να καταβληθεί το ένα τέταρτο του κεφαλαίου, εκτός αν για εξαιρετικούς λόγους, που αναφέρονται συγκεκριμένα στην απόφαση περί αναστολής, το καταβλητέο έναντι του κεφαλαίου ποσό πρέπει να οριστεί μικρότερο. Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ΑναγκΕκτ, Ειδ. Μέρ., 60, σελ. 221. 51 Γέσιου-Φαλτσή, ΑναγκΕκτ, Ειδ. Μέρ., 60, σελ. 215 επ. 52 Μπαλής, ΓενΕοχΔ 3, 37, σελ. 138. Ζέπος σε ΕρμΑΚ 316, αρ. 4. Αγγ. Γεωργιάδου στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 316, αρ. 12. Αστ. Γεωργιάδης, ΓενΕνοχΔ ΙΙ 5, 18, αρ. 54, σελ. 24. Σταθόπουλος, ΓενΕνοχΔ 4, 17, αρ. 26, σελ. 949, σημ. 37. Για την αρχή της σύμμετρης ικανοποίησης βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ΑναγκΕκτ, Ειδ. Μέρ., 63, σελ. 277 επ., 294 επ. 25