ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΙΚΡΟΒΙΑΚΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΝΕΡΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ Α.Κ. ΧΟΥΡΔΑΚΗΣ Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Δρ. Ευστρατίου Μ.Α. Μυτιλήνη 2007
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω όλους όσους βοήθησαν για τη συγγραφή της εκπόνησης αυτής. Κατ αρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω τη λέκτορα καθηγήτρια του τμήματος Επιστημών της Θάλασσας Δρ. Ευστρατίου Μαρία Αδαμαντία για τη συνεχή καθοδήγηση και επίβλεψη καθ όλη τη διάρκεια που έλαβε μέρος η εκπόνηση αυτή. Επιπρόσθετα θα ήθελα να ευχαριστήσω την κ. Αλεξίου Νίκη, βοηθό εργαστηρίων του τμήματος, για την υπομονή της και για τη σημαντική βοήθειά της κατά τη διάρκεια του εργαστηριακού μέρους. Θερμές ευχαριστίες επίσης στον κ. Μπατζάκα Ιωάννη και στη λέκτορα του τμήματος Επιστημών της Θάλασσας κα. Κίτσιου Δήμητρα που δέχθηκαν να είναι μέλη στην εξεταστική επιτροπή. Θα ήταν επίσης παράλειψη να μην ευχαριστήσω το συνάδελφο και φίλο Χατζησταματίου Μενέλαο για την άριστη συνεργασία και πολύτιμη βοήθειά του τόσο κατά την περίοδο των δειγματοληψιών όσο και κατά το πειραματικό μέρος. Τέλος, ένα μεγάλο ευχαριστώ για όλους εκείνους τους καθηγητές και συναδέλφους που ο καθένας βοήθησε με τον τρόπο του για την ολοκλήρωση της εκπόνησης αυτής. 0
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στην παρούσα διπλωματική εργασία διερευνήθηκε η διακύμανση της μικροβιολογικής ποιότητας νερών χειμάρρων σε έξι σταθμούς δειγματοληψίας της ευρύτερης περιοχής της Μυτιλήνης. Οι σταθμοί από τους οποίους συλλέχθηκαν τα δείγματα ήταν ο χείμαρρος Νησέλια, ο χείμαρρος Μόριας, ο χείμαρρος Ακλειδιού, ο χείμαρρος Βαρειάς και οι χείμαρροι Βόρεια και Νότια Αεροδρομίου. Πραγματοποιήθηκε καταμέτρηση αριθμού αποικιών ολικών και κοπρανωδών κολοβακτηροειδών καθώς και ανίχνευση στελέχους Salmonella spp. Τα κοπρανώδη κολοβακτηροειδή χρησιμοποιούνται ως δείκτες για τον προσδιορισμό της μικροβιολογικής ποιότητας των υδάτων. Τα αποτελέσματα των αναλύσεων, έδειξαν ότι ο αριθμός των αποικιών των ολικών και κοπρανωδών κολοβακτηροειδών, ήταν σε χαμηλές τιμές, με εξαίρεση κάποιες μετρήσεις. Όπως διαπιστώθηκε, πιθανές αιτίες εμφάνισης των παραπάνω μικροοργανισμών αποτέλεσαν οι γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες των κατοίκων της περιοχής καθώς και τα δημοτικά και οικιακά λύματα που εκχέονταν μέσω αγωγών κοντά στα σημεία δειγματοληψίας. Επιπρόσθετα, η αύξηση του αριθμού των μικροοργανισμών ευνοήθηκε από τη βροχόπτωση και από τις μεταβολές αβιοτικών παραμέτρων όπως η θερμοκρασία του νερού, σε συνδυασμό με αυτή του αέρα, και το ph του νερού. 1
Περιεχόμενα 1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ 3 1.1 Γενικά για τη ρύπανση των φυσικών υδάτων 3 1.1.2 Ρύπανση ποτάμιων υδάτων 3 1.2 Μικροοργανισμοί των φυσικών νερών 3 1.2.1 Γενικά για τους μικροοργανισμούς 3 1.2.2 Αυτόχθονοι και αλλόχθονοι μικροοργανισμοί των φυσικών νερών 4 1.2.3 Παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η ανάπτυξη των μικροοργανισμών 4 1.3 Δείκτες ρύπανσης υδάτων 5 1.3.1 Salmonella spp. 6 1.4 Χρονική και χωρική μεταβλητότητα των συγκεντρώσεων των δεικτών κοπρανώδους προέλευσης στις μεγάλες αγροτικές απορροές 1.4.1 Εισαγωγή θρεπτικών συστατικών στα ποτάμια 6 1.4.2 Κοπρανώδη κολοβακτηροειδή στα ποτάμια 7 1.4.3 Επιπτώσεις αβιοτικών παραμέτρων στην ποιότητα ποτάμιων υδάτων 7 1.5 Προηγούμενες αναφορές μελετών που έγιναν για την ανίχνευση μικροβιακού φορτίου σε υδάτινους φορείς 7 1.6 Υδατογενείς λοιμώξεις 8 1.6.1 Λοιμώξεις από αναψυχή σε φυσικά νερά (θάλασσες λίμνες ποτάμια) 8 1.7 Νομοθεσία για την ποιότητα των υδάτων 9 1.8 Σκοπός της εργασίας 9 2. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ 10 2.1 Δειγματοληψία 10 2.2 Περιοχή μελέτης 10 2.3 Μέθοδοι ανίχνευσης και καταμέτρησης μικροοργανισμών δεικτών 14 2.3.1 Μέθοδος ανίχνευσης και καταμέτρησης ολικών κολοβακτηροειδών 14 2.3.2 Μέθοδος ανίχνευσης και καταμέτρησης κοπρανωδών κολοβακτηροειδών 15 2.3.3 Μέθοδος ανίχνευσης Salmonella spp. 15 3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 16 4. ΣΥΖΗΤΗΣΗ 25 5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 27 6. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 28 7. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 31 2
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Γενικά για τη ρύπανση των φυσικών υδάτων Tα φυσικά ύδατα υποβάλλονται σε σποραδικές απορρίψεις αποβλήτων και υγρών λυμάτων ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αυτά τα απόβλητα περιέχουν ένα ευρύ φάσμα από μικροοργανισμούς, όπως ιούς, βακτήρια ή πρωτόζωα που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία όταν αυτά απαντώνται σε ύδατα αναψυχής ή σε περιοχές εκτροφής ψαριών (Lemarchand et al.,2002). Μεγάλο μέρος της θαλάσσιας ρύπανσης οφείλεται στην παρουσία παθογόνων μικροοργανισμών που εισέρχονται στο θαλασσινό νερό κυρίως μέσω της απόρριψης αποβλήτων από τις μονάδες επεξεργασίας λυμάτων καθώς επίσης και από τις γεωργικές καλλιέργειες. Μία άλλη εξίσου σημαντική πηγή μόλυνσης είναι τα νεκρά ψάρια που απαντώνται στις παραλίες καθώς επίσης και η ρίψη ανεπεξέργαστων αστικών λυμάτων και βιομηχανικών αποβλήτων σε υδάτινους φορείς (Ευστρατίου, 2003). Συνέπειες της μόλυνσης του νερού από παθογόνους μικροοργανισμούς είναι η εμφάνιση επιδημιών όπως αυτή του τύφου και της δυσεντερίας. Κατά τα τελευταία χρόνια έχει γίνει σημαντική πρόοδος στην ελάττωση του όγκου των αποβλήτων που καταλήγουν στη θάλασσα. Σημαντικές όμως ποσότητες αποβλήτων, πολλά από τα οποία είναι τοξικά και επικίνδυνα θα εξακολουθούν να παράγονται και να καταλήγουν στο θαλάσσιο περιβάλλον. Μια που ο καθαρισμός των θαλασσών έχει σημαντικό κόστος, είναι σημαντικό να υπάρχει μια σαφή εικόνα για το τι είδους απόβλητα καταλήγουν στη θάλασσα, τι επιδράσεις έχουν στα φυτά και στους ζώντες οργανισμούς, και τέλος τι κινδύνους εγκυμονούν για την ανθρώπινη υγεία και την ευημερία (Φυτιάνος, 1996). 1.1.2 Ρύπανση ποτάμιων υδάτων Η γεωργική απορροή αποτελεί σημαντική πηγή ρύπανσης στα οικοσυστήματα του γλυκού νερού. Η μεταπολεμική ενδυνάμωση της γεωργίας επιδρά στην ποιότητα του νερού σε περιοχές ανά όλο τον κόσμο (Hooda et al., 2001). Στη Σκωτία, για παράδειγμα, το 26% περίπου των μολυσμένων υδάτων προκαλούνται από τη διάχυτη γεωργική απορροή η οποία προβλέπεται να γίνει η σημαντικότερη πηγή ρύπανσης του γλυκού νερού μέχρι το 2010 (SEPA, 1999). Επιπρόσθετα, σε περίοδο υψηλής ροής παρατηρείται εμφάνιση κοπρανώδων κολοβακτηροειδών στα νερά των ποταμών (Wyer et al., 1998). Στην περίπτωση που εκχύνονται απορροές αστικών περιοχών στα ποτάμια ένα μέρος του ποτάμιου μικροβιακού φορτίου προέρχεται από την υπερχείλιση υπονόμων και από εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι οι αγροτικές απορροές συμβάλουν σημαντικά στην κοπρανώδη μόλυνση των παράκτιων υδάτων (Wyer et al., 1998) και ιδιαίτερα στις περιοχές όπου υπάρχουν εκτροφεία ζώων (Jones and Hobbs 1996, Hunter et al. 1999). Όλοι οι χείμαρροι αποχέονται στη θάλασσα. Ως εκ τούτου επηρεάζεται η μικροβιακή ποιότητα του θαλασσινού νερού. Αν στα σημεία εκβολής υπάρχει ακτή κολύμβησης είναι πιθανόν το νερό κολύμβησης να είναι ακατάλληλο, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (ΚΥΑ 46399/1352/1986). 1.2 Μικροοργανισμοί των φυσικών νερών 1.2.1 Γενικά για τους μικροοργανισμούς Ένας κλασσικός ορισμός των μικροοργανισμών είναι ότι αποτελούν οντότητες τόσο μικρές σε μέγεθος ώστε να είναι αόρατες με το γυμνό μάτι. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν διάμετρο κυττάρου πολύ μικρότερη του ενός χιλιοστού (1 mm) και η ολική βιομάζα τους πάνω στη γη είναι περίπου 25 φορές μεγαλύτερη από την ολική βιομάζα των ζώων. Ορισμένα είδη μικροοργανισμών 3
διαθέτουν προκαρυωτικά ενώ άλλα ευκαρυωτικά κύτταρα. Η δράση των μικροοργανισμών επιδρά άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά σε τομείς όπως τη γεωργία, τη βιομηχανία τροφίμων και την ανακύκλωση του νερού. Η Μικροβιολογία είναι η επιστήμη που μελετά τις αλληλεπιδράσεις των μικροοργανισμών μεταξύ τους και με το περιβάλλον στο οποίο ζούνε (Καραγκούνη, 1999). 1.2.2 Αυτόχθονοι και αλλόχθονοι μικροοργανισμοί των φυσικών νερών Τα φυσικά νερά περιέχουν ένα μεγάλο αριθμό μικροοργανισμών οι περισσότεροι εκ των οποίων αποτελούν μέρος της φυσικής χλωρίδας του νερού (αυτόχθονοι). Στο θαλασσινό νερό οι αυτόχθονες οργανισμοί είναι προκαρυωτικοί και περιλαμβάνουν πάνω από εκατό γένη. Ενδεικτικά αναφέρονται οι Bacillus, Beggiatoa, Bdellovibrio, Cytophage, Nitrobactre, Nodularia, Prochloron, Serratia. Πέρα όμως των αυτόχθονων μικροοργανισμών που υπάρχουν στα φυσικά νερά υπάρχουν και οι αλλόχθονοι μικροργανισμοί που καταλήγουν στους υδάτινους φορείς είτε μέσω φυσικών φαινομένων (βροχές, κατολισθήσεις) είτε μέσω των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (απόβλητα, αστικά λύματα). 1.2.3 Παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η ανάπτυξη των μικροοργανισμών Οι μικροοργανισμοί ζουν σε κατάσταση συνεχούς πολλαπλασιασμού. Για να ζήσουν χρειάζονται ορισμένες προϋποθέσεις. Αν κάποια από τις βασικές συνθήκες της ζωής τους λείψει, τότε αναστέλλεται η δυνατότητα πολλαπλασιασμού τους. Αν οι συνθήκες γίνουν και πάλι ευνοϊκές για τον μεταβολισμό τους τότε εποναδραστηριοποιούνται και πολλαπλασιάζονται. Σε αντίθετη περίπτωση αρχίζει η αποσύνθεση του κυττάρου τους και πεθαίνουν. Οι πιο βασικές προϋποθέσεις για τις μεταβολικές λειτουργίες και τον πολλαπλασιασμό των μικροοργανισμών του νερού είναι οι εξής: 1) Νερό ή υγρασία. Οι μικροοργανισμοί για να ζήσουν έχουν ανάγκη από υγρασία. Η μόνη περίπτωση επιβίωσης χωρίς υγρασία είναι η παραγωγή σπορίων από ορισμένα βακτήρια, τα οποία λέγονται σπορογόνα. Τα σπόρια επιβιώνουν σε πολύ αντίξοες συνθήκες υγρασίας και βλαστάνουν όταν βρεθούν σε ευνοϊκό για την ζωή του βακτηρίου περιβάλλον. Σπορογόνα βακτήρια είναι οι Baciili, τα Clostridia και ορισμένα είδη Actinomycetes. 2) Οργανικές ουσίες. Για να τραφούν και να πολλαπλασιαστούν οι μικροοργανισμοί πρέπει στο περιβάλλον στο οποίο ζουν να διατίθενται πηγές άνθρακα και αζώτου, πηγές ενέργειας, ανόργανα ιόντα και αυξητικοί παράγοντες όπως βιταμίνες. Η αποδόμηση οργανικών ουσιών είναι η κύρια πηγή άνθρακα και αζώτου. Έτσι οι οργανικές ουσίες είναι η βάση της διατροφής τους. Ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο τρέφονται χωρίζονται στους αυτότροφους οι οποίοι συνθέτουν οργανικές ουσίες από ανόργανες είτε με φωτοσύνθεση είτε με χημειοούνθεση (χρήση ενέργειας από ανόργανες ουσίες) και στους ετερότροφους οι οποίοι χρησιμοποιούν έτοιμες οργανικές ουσίες από το περιβάλλον. 3) Οξυγόνο - Διοξείδιο του άνθρακα. Οι μικροοργανισμοί χωρίζονται σε αερόβιους, όταν το οξυγόνο είναι απαραίτητο στον μεταβολισμό τους και σε αναερόβιους όταν χρησιμοποιούν CΟ 2. Ενδιάμεση κατηγορία είναι οι μικροαερόφιλοι μικροοργανισμοί οι οποίοι χρειάζονται CΟ 2 και μικρή ποσότητα οξυγόνου. 4) Θερμοκρασία. Ο κάθε μικροοργανισμός έχει μια ευνοϊκή θερμοκρασία μεταβολικών λειτουργιών και πολλαπλασιασμού. Έτσι οι μικροοργανισμοί διακρίνονται στους ψυχρόφιλους (4-20 C), στους μεσόφιλους (25-40 C) και τους θερμόφιλους (40-65 C). Οι κατηγορίες αυτές όμως δεν είναι πολύ σαφείς σε όλα τα είδη των μικροοργανισμών του νερού. Για παράδειγμα υπάρχουν μικροοργανισμοί οι οποίοι είναι ψυχρότροφοι δηλαδή μεσόφιλοι με δυνατότητα πολλαπλασιασμού με βραδύτερους ρυθμούς και σε χαμηλές θερμοκρασίες (Παπαπετροπούλου, Μαυρίδου, 2001). 4
1.3 Δείκτες ρύπανσης υδάτων Η μικροβιακή καταλληλότητα του νερού ελέγχεται με την καταμέτρηση των μικροβιακών δεικτών. Οι δείκτες αυτοί είναι αλλόχθονοι μικροοργανισμοί, οι οποίοι περνούν παροδικά μέσα στο υδάτινο οικοσύστημα, προερχόμενοι συνήθως από το γαστρεντερικό σωλήνα του ανθρώπου και των ζώων. Τα ανθρώπινα και ζωικά περιττώματα περιέχουν δισεκατομμύρια μικροοργανισμούς. Οι υψηλοί αριθμοί, και η σταθερή παρουσία αυτών των μικροοργανισμών στα περιττώματα, τους καθιστούν χρήσιμους ως δείκτες της κοπρανώδους ρύπανσης. Εντούτοις, οι τρέχοντες κοινοί δείκτες, (Ε. Coli και εντερόκοκκοι) δεν είναι ικανοί να διακρίνουν εάν η πηγή κοπρανώδους ρύπανσης είναι είτε ανθρώπινη είτε ζωική. Οι συχνότεροι χρησιμοποιούμενοι, σήμερα, δείκτες είναι τα ολικά και τα κοπρανώδη κολοβακτηροειδή καθώς και οι κοπρανώδεις στρεπτόκοκκοι. Τα ολικά κολοβακτηροειδή (total coliforms) περιλαμβάνουν όλα τα αερόβια και προαιρετικώς αναερόβια μη σπορογόνα Gram αρνητικά βακτήρια τα οποία ζυμώνουν τη λακτόζη με παραγωγή αερίου στους 36 ± 1 0 C. Ενδεικτικά αναφέρονται τα γένη Escherichia spp, Enterobacter spp, Citrobacter spp (Παπαπετροπούλου, Μαυρίδου, 2001). Τα ολικά κολοβακτηροειδή δεν προέρχονται μόνο από τα κόπρανα των ανθρώπων και ζώων αλλά και από το χώμα και τα φυτά και όταν δε συνυπάρχουν και άλλες βακτηριολογικές παράμετροι στα αποτελέσματα μιας μικροβιολογικής εξέτασης νερού, θα μπορούσε να σημαίνει ενδεχόμενη μόλυνση του νερού περιβαλλοντικής προέλευσης (Βελονάκης, 2001). Η ευρύτατα χρησιμοποιημένη αξιολόγηση της μικροβιολογικής ποιότητας νερού από τους υγειονομικούς δείκτες βακτηριδίων είναι η ομάδα των κοπρανωδών κολοβακτηροειδών (feacal coliforms). Αυτοί είναι κεντρικοί στα κριτήρια μέτρησης που καθορίζονται στις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη μικροβιολογική ποιότητα των υδάτων αναψυχής 2006/7/ΕΚ (ΕΕ L 64 της 4.3.2006, σ. 37 έως 51) και είναι επομένως ο τυποποιημένος δείκτης που χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία ύδατος και από τα εξεταστικά προγράμματα. Τα κοπρανώδη κολοβακτηροειδή έχουν τις ίδιες ιδιότητες με τα ολικά αλλά μπορούν να πολλαπλασιαστούν στους 44,5 ± 0,2 0 C μετά από επώαση 48h (Παπαπετροπούλου, Μαυρίδου, 2001). Τα κολοβακτηροειδή ανιχνεύονται στον εντερικό σωλήνα ανθρώπων και θερμόαιμων ζώων υποδεικνύοντας έτσι μόλυνση κοπρανώδους προέλευσης καθώς δεν αποκλείουν και την ύπαρξη και άλλων παθογόνων μικροοργανισμών (Craun et al, 1997). Οι πιθανοί παθογόνοι παράγοντες είναι πολλοί και σύνθετοι. Ενδεικτικά αναφέρονται η E. Coli, Salmonella, Giardia και Cryptosporidium. Οι μικροοργανισμοί αυτοί μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές εκδηλώσεις ασθενειών όταν είναι παρόντες στo νερό που είναι προς κατανάλωση (Geldreich, 1996). Για παράδειγμα, η παρουσία έστω και ενός μικροβιακού κυττάρου της E. Coli σε 100 ml χλωριωμένου νερού είναι ενδεικτική αιτία μόλυνσης ή κακής απολύμανσής του (Βελονάκης, 2001). Οι κοπρανώδεις στρεπτόκοκκοι (feacal streptococci) είναι Gram θετικοί, καταλάση αρνητικοί κόκκοι που απαντώνται ανά ζεύγη ή σχηματίζουν αλυσίδες. (Παπαπετροπούλου, Μαυρίδου, 2001). Οι στρεπτόκοκκοι κοπράνων είναι μια ομάδα μικροοργανισμών που αποτελείται από είδη που βρίσκονται στον εντερικό σωλήνα ανθρώπων και θερμόαιμων ζώων και αν υπάρχουν, υποδεικνύουν μόλυνση κοπρανώδους προέλευσης του νερού και στην περίπτωση αυτή είναι βέβαια αυτονόητος ο κίνδυνος να υπάρχουν και παθογόνοι μικροοργανισμοί με τις όποιες συνέπειες. Η παρουσία αυτών των μικροοργανισμών που περιλαμβάνουν τα είδη Streptococcus bovis, S. avium, S. gallinarum, S. equinous, αλλά και τα είδη S. faecium & S. faecalis που συναντώνται συχνότερα στον εντερικό σωλήνα του ανθρώπου, επιβεβαιώνουν τη μόλυνση του νερού από λύματα. Οι στρεπτόκοκκοι 5
κοπράνων που ανήκουν στα είδη, S. gallinarum, S. equinous, S. faecium & S. faecalis συνιστούν μια υποομάδα που ονομάζεται εντερόκοκκοι. Τεχνικές βασισμένες στο DNA όπως η υβριδοποίηση DNA και η αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) χρησιμοποιούνται για την εύρεση κατάλληλων δεικτών για τον προσδιορισμό της κοπρανώδους ρύπανσης (Gilpin et al., 2002). 1.3.1 Salmonella spp Η Salmonella είναι ένα κινητό, Gram αρνητικό, οξειδάση αρνητικό και δυνητικά αναερόβιο βακτηρίδιο. Έχει σχήμα βάκιλου που δεν παράγει σπόρια. Σχηματίζει αποικίες, διαμέτρου 2-4 mm πάνω σε στερεό εκλεκτικό θρεπτικό υλικό και εμφανίζει ορισμένα βιοχημικά και ορολογικά χαρακτηριστικά. Η μετάδοση της Salmonella γίνεται κυρίως μέσω τροφίμων και νερού, ενώ η μετάδοση από άτομο σε άτομο αφορά το 10% των περιπτώσεων (Cohen & Gangarosa, 1978). Η υδατογενής μετάδοση στις ανεπτυγμένες χώρες σήμερα είναι σπάνια. Το βακτήριο προσβάλλει το κόλον, μετά δε από περίοδο επωάσεως 6-48 ωρών προκαλούνται συμπτώματα ποικίλης βαρύτητας με συχνότερα αυτά της διάρροιας, της ναυτία, του εμετού και του πυρετού. Η σαλμονέλωση τεκμηριώνεται με την απομόνωση του οργανισμού από τα κόπρανα. 1.4 Χρονική και χωρική μεταβλητότητα των συγκεντρώσεων των δεικτών κοπρανώδους προέλευσης στις μεγάλες αγροτικές απορροές Τα μεγάλα ποτάμια λόγω των μεγάλων όγκων νερού, με απορροές της τάξεως 10 2-10 3 km 2, επηρεάζουν τη μικροβιακή ποιότητα των παράκτιων υδάτων. Η κοπρανώδης μόλυνση εμφανίζεται σε μεγαλύτερο ποσοστό στις απορροές πεδινών εδαφών απ ότι στις απορροές υψιπέδων (Crowther et al., 2002). Αυτή τη στιγμή, λίγα είναι γνωστά για τη χρονική και χωρική μεταβλητότητα των συγκεντρώσεων των δεικτών κοπρανώδους προέλευσης στις μεγάλες αγροτικές απορροές. Οι πηγές των μικροοργανισμών και οι παράγοντες που έχουν επιπτώσεις στη μεταφορά και την επιβίωσή τους, εντοπίζονται με τη μελέτη της χρήσης εδάφους, των τοπογραφικών δικτύων και των δορυφορικών στοιχείων. Όλοι οι τύποι χρήσης εδάφους έχουν μια πολυπλοκότητα των μη σημειακών πηγών ρύπανσης (non-point sources), που συνδέονται με αυτούς και ότι μερικοί, ειδικότερα οι εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για αγροτικές εκμεταλλεύσεις και για οικιστικές περιοχές, αποτελούν πηγές μικροβιακής μόλυνσης (Crowther et al., 2002). 1.4.1 Εισαγωγή θρεπτικών συστατικών στα ποτάμια Η εισροή μεγάλων συγκεντρώσεων ενώσεων αζώτου και φωσφόρου στο υδάτινο περιβάλλον προκαλεί φαινόμενα ευτροφισμού και φυτοπλαγκτονικών εξάρσεων. Όταν σταματήσει η φυτοπλαγκτονική έξαρση, η συγκέντρωση του διαλυμένου οξυγόνου μειώνεται με αποτέλεσμα να προκαλεί προβλήματα οσμής στις παροχές νερού. Οι μεγάλες συγκεντρώσεις θρεπτικών στο πόσιμο νερό παρεμποδίζουν την αύξηση και την αναπαραγωγή των υδρόβιων οργανισμών, και έχουν δυσμενή αποτελέσματα στους ανθρώπους. Θα πρέπει λοιπόν να αποφεύγεται η εισαγωγή μεγάλων συγκεντρώσεων θρεπτικών ουσιών στα ύδατα που χρησιμοποιούνται για ευρεία κατανάλωση ή εκεί όπου εμφανίζονται ευαίσθητοι υδρόβιοι οργανισμοί (Christensen and Pope, 1997). Η εκτίμηση των συγκεντρώσεων των θρεπτικών συστατικών είναι χρήσιμη για τον προσδιορισμό του βακτηριδιακού φορτίου. 6
Καθώς τα ποτάμια αποχέονται στη θάλασσα, απαιτούνται έλεγχοι στη χρήση γεωργικού εδάφους, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν τα νερά κολύμβησης στα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Οδηγίας (Kay et al., 1999). 1.4.2 Κοπρανώδη κολοβακτηροειδή στα ποτάμια Κατά τη διάρκεια ροής του ποταμού, το νερό μολύνεται με κοπρανώδη κολοβακτηροειδή που προέρχονται κυρίως από τη χρήση γεωργικού εδάφους, τη βοσκή ζώων και την απόθεση οργανικών αποβλήτων. Η παρουσία κοπρανώδων κολοβακτηροειδών στα επιφανειακά ύδατα από σημειακές πηγές μαρτυρά την πιθανή παρουσία άλλων παθογόνων μικροοργανισμών που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ασθένεια. Κατά τους χειμερινούς και ανοιξιάτικους μήνες η μεγαλύτερη ροή του ποταμού και η συχνότερη έκπλυση, λόγω βροχοπτώσεων, των γεωργικών εδαφών οδηγούν στην εμφάνιση υψηλότερων συγκεντρώσεων κοπρανωδών κολοβακτηροειδών σε σχέση με τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι σημειακές και μη πηγές κολοβακτηροειδών στις απορροές και οι μηχανισμοί μεταφοράς τους μπορούν να προσδιοριστούν από τις μέγιστες συγκεντρώσεις κοπρανώδων κολοβακτηροειδών που απαντώνται κατά τη διάρκεια βροχοπτώσεων. Ακόμα και τα ελαφρά μολυσμένα ύδατα από περιττώματα αποτελούν πηγή μόλυνσης για τους χρήστες αναψυχής, με τη συνήθως πιο παρατηρούμενη ασθένεια τη γαστρεντερίτιδα (Wheeler and Alexander, 1992). 1.4.3 Επιπτώσεις αβιοτικών παραμέτρων στην ποιότητα ποτάμιων υδάτων. Η βροχόπτωση και οι αβιοτικοί παράμετροι όπως η θερμοκρασία νερού και αέρα, καθώς και το ph του νερού συμβάλλουν σημαντικά στην επιβίωση των μικροοργανισμών. Η βροχόπτωση, η ένταση της οποίας εκφράζεται σε χιλιοστά ύψους νερού που πέφτουν στη χρονική διάρκεια μιας ώρας, αποτελεί ένα τρόπο εισόδου μικροοργανισμών σ έναν υδάτινο αποδέκτη. Όταν η ένταση της βροχής είναι μεγάλη, η απορροή που προκαλεί μεταφορά υλικού παρασέρνει τους μικροοργανισμούς λόγω του μικρού τους μεγέθους. Η βροχόπτωση αυξάνει επίσης και τη ροή των ποταμών, γεγονός που πιθανότατα έχει επιπτώσεις στην εμφάνιση ρύπων (σημειακές και μη πηγές ρύπανσης) στο ποτάμιο σύστημα (Παπιγγιώτη, 2005). Κατά τον Wyer et al., (1998) οι επιπτώσεις σ έναν υδάτινο αποδέκτη είναι σοβαρότερες αν σ αυτόν αποχύνονται απόβλητα που σχετίζονται με την παρουσία κτηνοτροφικών και γεωργικών δραστηριοτήτων από τη γύρω περιοχή. Η θερμοκρασία του νερού και αέρα επηρεάζει σημαντικά την επιβίωση των ολικών και κοπρανωδών κολοβακτηροειδών. Η αλληλεπίδραση μεταξύ θερμοκρασίας του νερού και ηλιακής ακτινοβολίας όσο αφορά την ανάπτυξη μικροοργανισμών δεν ενεργεί προσθετικά αλλά συνεργηστικά. Όσον αφορά το ph του νερού, η ιδανική τιμή για την επιβίωση των κολοβακτηροειδών κυμαίνεται μεταξύ 6 και 7. Μια μεταβολή προς τα πάνω ή προς τα κάτω από αυτές τις τιμές επιφέρει μείωση του πληθυσμού ελαφρώς μεγαλύτερης αυτής σε όξινο απ ότι σε αλκαλικό περιβάλλον (Νησιφόρου, 2003). 1.5 Προηγούμενες αναφορές μελετών που έγιναν για την ανίχνευση μικροβιακού φορτίου σε υδάτινους φορείς Ποίκιλλες αναφορές μελετών έχουν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν για την ανίχνευση μικροβιακού φορτίου σε ποτάμια ύδατα. Μία πρώτη μελέτη αναφέρεται στη διακύμανση των συγκεντρώσεων των δεικτών κοπρανώδους προέλευσης στην πορεία του νερού μιας μεγάλη αγροτικής απορροής κατά τη διάρκεια της κολυμβητικής περιόδου. Η περιοχή που έλαβε χώρα η μελέτη αυτή ήταν ο κόλπος του Cardigan στην Αγγλία. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τη μελέτη αυτή ήταν ότι οι μεγάλες αγροτικές απορροές συμβάλουν ουσιαστικά στην εμφάνιση 7
δεικτών κοπρανώδους προέλευσης στα παράκτια ύδατα. Ο έλεγχος των συγκεντρώσεων των δεικτών αυτών έγινε χρησιμοποιώντας τα τοπογραφικά στοιχεία της περιοχής (Crowther et al., 2002). Μία δεύτερη μελέτη είχε σαν αντικείμενο τον έλεγχο της μικροβιακής ποιότητας του νερού και την ανάλυση παλινδρόμησης για τον υπολογισμό των συγκεντρώσεων θρεπτικών ουσιών και βακτηριδίων στα ρεύματα νερού του Κάνσας. Οι μετρήσεις έδειξαν πως οι γεωργικές δραστηριότητες, όπως η εκτροφή ζώων και τα δημόσια απόβλητα αποτέλεσαν σημαντικές πηγές αζώτου, φωσφόρου, και κοπρανωδών κολοβακτηροειδών. Η παρουσία του αζώτου και του φωσφόρου οφείλονταν και στη λίπανση των εδαφών από συνθετικά λιπάσματα. Στις εξισώσεις παλινδρόμησης που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό των συγκεντρώσεων θρεπτικών ουσιών και κολοβακτηροειδών, χρησιμοποιήθηκε η θολερότητα ως επεξηγηματική μεταβλητή (Christensen et al., 2002). Μία τρίτη μελέτη αναφερόταν στον προσδιορισμό της πηγής κοπρανώδους ρύπανσης σε τρεις μολυσμένους ποταμούς στο νότιο τμήμα της Νέας Ζηλανδίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως και οι τρεις ποταμοί είχαν μολυνθεί από ακατέργαστα απόβλητα αποχέτευσης με παρόν το δείκτη κοπρανώδους προέλευσης. Οι τιμές του δείκτη ήταν αυξημένες στην περιοχή κοντά στην πηγή ενώ για μακρινές αποστάσεις από την πηγή οι τιμές είχαν ελαττωθεί (Gilpin et al., 2002). Μια άλλη μελέτη είχε σα σκοπό τη μικροβιακή ποιότητα ενός παραπόταμου του ποταμού Don στο Aberdeen της Βόρειας Σκοτίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι κατά τη διάρκεια της πορείας του νερού μέσω της απορροής, το νερό μολύνθηκε σημαντικά από τα κοπρανώδη κολοβακτηρίδια που παρουσιάστηκαν ύστερα από χρήσεις γεωργικού εδάφους, βοσκή ζώων καθώς και από την παρουσία οργανικών αποβλήτων. Υψηλότερες ροές και συχνότερη έκπλυση των εδαφών τους μήνες χειμώνα και άνοιξη οδήγησαν σε χαμηλότερες συγκεντρώσεις κοπρανώδων κολοβακτηροειδών από αυτές που ανιχνεύθηκαν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (Rodgers et al., 2003). 1.6 Υδατογενείς λοιμώξεις Οι υδατογενείς λοιμώξεις οφείλονται στη χρήση επιβαρημένου νερού με παθογόνους μικροοργανισμούς. 1.6.1 Λοιμώξεις από αναψυχή σε φυσικά νερά (θάλασσες - λίμνες - ποτάμια) Η πύλη εισόδου που χρησιμοποιεί ο παθογόνος μικροοργανισμός που υπάρχει μέσα στο νερό για να εισέλθει στον οργανισμό και να προκαλέσει νόσο είναι είτε από το γαστρεντερικό σωλήνα, είτε από το δέρμα είτε από την αναπνευστική οδό (Βελονάκης, 2001). Για τη Salmonella έχουν παρατηρηθεί συμπτώματα τυφοειδούς πυρετού και παράτυφου που προκαλούνται από την S. Typhi και την S. paratyphi A, B αντίστοιχα. Οι λοιμώξεις του ανθρώπου που συνδέονται με μικροβιακή ρύπανση της θάλασσας αποτελούν τις λεγόμενες θαλασσογενείς λοιμώξεις, λοιμώξεις δηλαδή των οποίων η πηγή είναι η θάλασσα. Οι παθογόνοι μικροοργανισμοί εισέρχονται στο υδάτινο περιβάλλον κυρίως δια των αποβλήτων. Η ατμόσφαιρα μπορεί επίσης να αποτελεί οδό εισόδου παθογόνων μικροοργανισμών στο νερό. Υποστηρίζεται ότι οι άνεμοι που φυσούν από τις ηπείρους προς τη θάλασσα μεταφέρουν βακτήρια, ιούς και παράσιτα και ότι η βροχή διευκολύνει την μετάβαση τους στους ποταμούς και ωκεανούς. Οι κολυμβητές επίσης μολύνουν τα νερά αναψυχής ιδιαίτερα σε ακτές όπου προσέρχονται πολλοί λουσμένοι. Ιογενείς λοιμώξεις και μυκητιάσεις είναι οι κυριότερες λοιμώξεις που αποδίδονται στην ρύπανση του θαλασσινού νερού από τους ίδιους τους κολυμβητές (Παπαπετροπούλου, Μαυρίδου, 2001). 8
1.7 Νομοθεσία για την ποιότητα των υδάτων Η Ελληνική Νομοθεσία (Κοινή Υπουργική Απόφαση 46399/1352, ΦΕΚ 438/1986/τ.Β), χρησιμοποιεί ως δείκτες ρύπανσης τα ολικά και κοπρανώδη κολοβακτηροειδή, τους εντερόκοκκους, τους εντεροϊούς και τη σαλμονέλα. Οι τιμές των μικροοργανισμών αυτών δίνονται στον Πίνακα 1. Πίνακας 1. Όρια ποιότητας νερών κολύμβησης (ΚΥΑ 46399/1352/1986) α/α Μικροβιολογικοί παράμετροι Επιθυμητό όριο Ανώτατο επιτρεπτό όριο 1 Ολικά κολοβακτηροειδή/100ml 500 10.000 2 Κοπρανώδη κολοβακτηροειδή/100ml 100 500 3 Εντερόκοκκοι/100ml 100-4 Εντεροϊοί PFU/10lt - 0 5 Σαλμονέλα/1lt - 0 Το συμβούλιο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε την Oδηγία 2006/7/ΕΚ (ΕΕ L 64 της 4.3.2006, σ. 37 έως 51) σχετικά με τη διαχείριση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης βάση της οποίας πρέπει να συμμορφωθούν όλα τα κράτη μέλη (Ε.U. 206) Η οδηγία θεσπίζει δύο παραμέτρους ανάλυσης (εντερόκοκκοι και κολοβακτηροειδή) αντί των δεκαεννέα της προηγούμενης οδηγίας 76/160/ΕΟΚ (EOK 1976). Οι εν λόγω παράμετροι χρησιμεύουν για την επιτήρηση και την αξιολόγηση της ποιότητας των ορισθέντων υδάτων κολύμβησης, καθώς και για την ταξινόμηση των εν λόγω υδάτων ανάλογα με την ποιότητά τους. Τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν την επιτήρηση των υδάτων κολύμβησης και να προβαίνουν σε αξιολόγηση των υδάτων αυτών στο τέλος κάθε κολυμβητικής περιόδου βάση της οποίας θα κατατάσσονται σε επίπεδα ανεπαρκούς, επαρκούς, καλής και εξαιρετικής ποιότητας (Πίνακας 2). Τα κράτη μέλη οφείλουν επίσης να καθορίζουν τα χαρακτηριστικά των υδάτων κολύμβησης, στα οποία περιλαμβάνονται κυρίως η περιγραφή της σχετικής περιοχής, οι πιθανές πηγές ρύπανσης και οι θέσεις όπου βρίσκονται τα σημεία επιτήρησης των υδάτων. Οι πληροφορίες σχετικά με την ταξινόμηση, την περιγραφή των υδάτων κολύμβησης και την ενδεχόμενη ρύπανσή τους πρέπει να τίθενται στη διάθεση του κοινού. Η Επιτροπή δημοσιεύει κάθε έτος συνοπτική έκθεση για την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης με βάση τις εκθέσεις που τα κράτη μέλη οφείλουν να της διαβιβάζουν πριν από την έναρξη κάθε κολυμβητικής περιόδου. Πίνακας 2. Όρια αξιολόγησης ποιότητας παράκτιων υδάτων βάση της Οδηγίας 2006/7/ΕΚ (E.U. 2006) α/α Παράμετρος Εξαιρετική ποιότητα Καλή ποιότητα Επαρκής ποιότητα 1 Εντερόκοκκοι (cfu/100 ml) 100 200 185 2 Κολοβακτηροειδή (cfu/100 ml) 250 500 500 1.8 Σκοπός της εργασίας Ο σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η μελέτη της μικροβιακής ποιότητας νερών χειμάρρων σε έξι σταθμούς δειγματοληψίας στο ανατολικό τμήμα της Λέσβου. Η μελέτη αυτή εξετάζει την ύπαρξη των ολικών και κοπρανωδών κολοβακτηροειδών καθώς και την ανίχνευση Salmonella spp. 9
Οι χείμαρροι στους οποίους πραγματοποιήθηκε η μελέτη είναι αποδέκτες λυμάτων ημιαστικών περιοχών. Πηγή ρύπανσης αποτελεί η έκπλυση του εδάφους που λαμβάνουν χώρα οι γεωργικές δραστηριότητες των κατοίκων καθώς και η εκμετάλλευση κτηνοτροφικών μονάδων. Η μικροβιακή μελέτη των χειμάρρων έχει υγειονομικό ενδιαφέρον καθ ότι οι εκροές των χειμάρρων καταλήγουν στη θάλασσα την οποία επισκέπτεται μεγάλος αριθμός λουομένων και ως εκ τούτου επιδρά σε τομείς της Δημόσιας Υγείας. Η ποιότητα ων νερών κολύμβησης της Ελλάδας παρακολουθείται συστηματικά από το 1988, στα πλαίσια του προγράμματος Παρακολούθηση Ποιότητας Νερών Κολύμβησης του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. με σκοπό αφενός τον εντοπισμό και τη διάγνωση πιθανών προβλημάτων, που σχετίζονται με την υπάρχουσα κατάσταση στις παράκτιες περιοχές της χώρας και αφετέρου τη λήψη κατάλληλων μέτρων, όπου κρίνεται αναγκαίο, για τη βελτίωση ή αναβάθμιση των περιοχών αυτών. 2. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ 2.1 Δειγματοληψία Για την παρούσα εργασία πραγματοποιήθηκαν οκτώ δειγματοληψίες ύδατος στο χρονικό διάστημα από 10/03/05 έως και 11/2005. Η δειγματοληψία έγινε σε έξι χείμαρρους από την ευρύτερη περιοχή της Μυτιλήνης. Η συλλογή των δειγμάτων νερού έγινε με αποστειρωμένες φιάλες που γεμίστηκαν κατά τα τρία τέταρτα για να γίνει δυνατή η ανάδευσή τους. Για τη δειγματοληψία η φιάλη βυθίστηκε κλειστή και ανεστραμμένη κάτω από την επιφάνεια του νερού. Κρατώντας τη φιάλη από τη βάση της αφαιρέθηκε το πώμα κάτω από το νερό, και στρέφοντας την έτσι ώστε το στόμιό της να έχει ελαφριά κλίση προς την επιφάνεια, αφέθηκε να γεμίσει, δημιουργώντας ρεύμα νερού κινώντας τη φιάλη οριζόντια. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος, τους κινδύνους επιμόλυνσης κατά τη διάρκεια της δειγματοληψίας και στο χρόνο μεταφοράς των δειγμάτων στο εργαστήριο. Κατά τη διάρκεια δειγματοληψίας γίνονταν επιτόπου μετρήσεις θερμοκρασίας περιβάλλοντος και νερού. Η έναρξη της μικροβιολογικής εξέτασης έγινε αμέσως μετά τη συλλογή του δείγματος σε χώρο εργαστηρίου που μπορούσε να απολυμανθεί και που εξασφάλιζε όσο το δυνατόν πιο άσηπτες συνθήκες κατά τη διάρκεια της μικροβιολογικής εξέτασης η οποία περιελάμβανε τον ποσοτικό προσδιορισμό της κοινής μικροβιακής χλωρίδας του νερού (κοπρανώδη, ολικά κολοβακτηροειδή) καθώς και την ποιοτική ανάλυση (ανίχνευση Salmonella spp). Στον εργαστηριακό χώρο πραγματοποιούνταν και η μέτρηση του ph του νερού των δειγμάτων με τη βοήθεια πεχάμετρου. 2.2 Περιοχή μελέτης Η περιοχή που περιελάμβανε τους σταθμούς δειγματοληψίας βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της νήσου Λέσβου. Η περιοχή της Μυτιλήνης αποτελεί περιοχή με έντονο υδρογραφικό δίκτυο, γεγονός με μεγάλη σημασία γιατί πολλοί χείμαρροι αποχύνονται στην θάλασσα. Τα σημεία δειγματοληψίας της παρούσας μελέτης αποτελούν σημεία εκβολής χειμάρρων στη θάλασσα. Για την παραπάνω περιοχή, επιλέχθηκαν έξι σημεία - σταθμοί για την δειγματοληψία νερού από χείμαρρο. Το πρώτο σημείο αποτελεί η περιοχή Πάμφιλα και συγκεκριμένα ο χείμαρρος που καταλήγει στην ακτή κολύμβησης Νησέλια και αποτελεί το βορειότερο σταθμό δειγματοληψίας. Το δεύτερο σταθμό αποτελεί ο χείμαρρος της Μόριας και ακολουθούν με τη σειρά η περιοχή που εκβάλλει ο χείμαρρος του Ακλειδιού, ο χείμαρρος Βαρειάς, ο χείμαρρος στην περιοχή Βόρεια Αεροδρομίου και ο χείμαρρος στην περιοχή Νότια Αεροδρομίου. 10
Η Εικόνα 1 απεικονίζει τη θέση της νήσου Λέσβου στον ελλαδικό χάρτη. Οι σταθμοί δειγματοληψίας απεικονίζονται στον υδρογραφικό χάρτη του νησιού στην Εικόνα 2 ως χρωματισμένα σημεία, ενώ η αντιστοιχία χρώματος - σταθμού δίνεται στον Πίνακα 3. Εικόνα 1. Γεωγραφική θέση της νήσου Λέσβου στον Ελλαδικό χώρο Εικόνα 2. Θέση χειμάρρων στους οποίους πραγματοποιήθηκαν οι δειγματοληψίες (Πηγή: Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας) 11
Πίνακας 3. Αντιστοιχία χρώματος σταθμού δειγματοληψίας Χρώμα σημείου στην Εικόνα 3 Κόκκινο Μπλε Πράσινο Κίτρινο Μώβ Καφέ Σταθμός δειγματοληψίας Χείμαρρος Νησέλια Χείμαρρος Μόριας Χείμαρρος Ακλειδιού Χείμαρρος Βαριάς Χείμαρρος Β. Αεροδρομίου Χείμαρρος Ν. Αεροδρομίου Κατά μήκος όλων των παραπάνω χειμάρρων, εμφανίζονται σημεία αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Τα αστικά λύματα και απόβλητα, κτηνοτροφικών μονάδων αποτελούν πηγή ρύπανσης από πλευράς κολοβακτηροειδών και υπάρχει έτσι μεγάλη πιθανότητα μόλυνσης της θάλασσας από κοπρανώδεις μικροοργανισμούς. Τα νερά αυτών των χειμάρρων διαρρέουν πολλές περιοχές μέχρι τον τελικό αποδέκτη, την θάλασσα. Κατά την διαδρομή τους δέχονται μεγάλο όγκο φερτών υλικών, λυμάτων και αποβλήτων, κατεργασμένων και μη, τα οποία μεταφέρουν μικροοργανισμούς. Στις περιοχές όπου απορρέουν οι παραπάνω χείμαρροι, είναι αυξημένη η γεωργία και η κτηνοτροφία, παράμετροι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, για την αύξηση του αριθμού των κολοβακτηροειδών κατά μήκος των χειμάρρων λόγω της εδαφικής απορροής που δημιουργείται από την βροχόπτωση. Οι παράγοντες που επηρεάζουν το ποσοστό στο οποίο η βροχόπτωση γίνεται απορροή περιλαμβάνουν την κατάσταση της εδαφολογικής υγρασίας κατά την διάρκεια της βροχής, τον τύπο και τη πυκνότητα της βλάστησης και το βαθμό αστικοποίησης. Η παράκτια περιοχή με την ονομασία Νησέλια (Εικόνα 3), βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα βόρεια της πόλης της Μυτιλήνης και βόρεια του χωριού Παμφίλων. Ο χείμαρρος εκβάλει στην παράκτια περιοχή Νησέλια. Τα Νησέλια αποτέλεσαν τον πρώτο σταθμό δειγματοληψίας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή ο χείμαρρος αποπλένει μια περιοχή με κτηνοτροφία αιγοπροβάτων και ελαιώνες. Σε απόσταση λίγων μέτρων από την εκβολή του χειμάρρου και του σημείου δειγματοληψίας υπήρχε στάνη αιγοπροβάτων. Εικόνα 3. Άποψη του σταθμού Νησέλια Η Μόρια, είναι χωριό που βρίσκεται οκτώ χιλιόμετρα βόρεια της πόλης της Μυτιλήνης. Από εκεί διέρχεται ο χείμαρρος του Αγίου Γεωργίου με αποτέλεσμα σε περιόδους ισχυρών βροχοπτώσεων, να πλημμυρίζει και η ορμή των νερών να είναι μεγαλύτερη. Ο χείμαρρος αποπλένει μία περιοχή με κτηνοτροφία αιγοπροβάτων και ελαιώνες και δέχεται μέρος των λυμάτων του χωριού της Μόριας και μεγάλο όγκο φερτών υλικών που έχουν ως τελικό αποδέκτη την θάλασσα. Το σημείο δειγματοληψίας βρισκόταν ανάμεσα στα χωριά της Μόριας και του Αφάλωνα. (Εικόνα 4). 12
Εικόνα 4. Άποψη του σταθμού Μόρια Οι χείμαρροι Ακλειδιού και Βαρειάς αποτελούν περιοχές με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το λόγω ότι βρίσκονται πολύ κοντά στην πόλη. Η θαλάσσια περιοχή της Βαρειάς γίνεται τελικός αποδέκτης πολλών μικρών χειμάρρων από μικρά χωριά που βρίσκονται, κατά μήκος τους, όπως η Βαρειά, το Ακρωτήρι και οι Ταξιάρχες (Εικόνα 5). Σε κοντινή απόσταση από το σημείο δειγματοληψίας υπάρχει το ξενοδοχείο Λόριετ. Εικόνα 5. Άποψη του σταθμού Βαρειά Οι μικροί χείμαρροι των περιοχών Αγία Μαρίνα και Πληγώνι ενώνονται σε έναν που έχει ως τελικό αποδέκτη τον χείμαρρο του Βορείου Αεροδρομίου (Εικόνα 6). Ο χείμαρρος αυτός αποπλένει μεγάλη δασική έκταση και περιοχή με γεωργική και κτηνοτροφική χρήση. Εικόνα 6. Άποψη του σταθμού Β. Αεροδρομίου 13
Η θαλάσσια περιοχή του Νοτίου Αεροδρομίου αποτελεί και αυτή παρόμοια περίπτωση με την περιοχή του Βορείου Αεροδρομίου καθώς οι μικροί χείμαρροι των περιοχών Αγία Μαρίνα και Πληγώνι ενώνονται σε έναν που έχει ως τελικό αποδέκτη τον χείμαρρο του Βορείου Αεροδρομίου (Εικόνα 7). Οι χείμαρροι αυτοί δέχονται κυρίως εδαφικές αποπλύσεις. Εικόνα 7. Άποψη του σταθμού Ν. Αεροδρομίου 2.3 Μέθοδοι ανίχνευσης και καταμέτρησης μικροοργανισμών - δεικτών Για την ανίχνευση των μικροοργανισμών εφαρμόσθηκαν οι οδηγίες της WHO (WHO/UNEP, 1994). 2.3.1 Μέθοδος ανίχνευσης και καταμέτρησης ολικών κολοβακτηροειδών Τα δείγματα και τα θρεπτικά υποστρώματα αφέθηκαν σε θερμοκρασία δωματίου και ακολουθούσε πολύ καλή ανάδευση των πρώτων. Στη συνέχεια ακολούθησαν διηθήσεις από αποστειρωμένη μεμβράνη, πόρων διαμέτρου 0,45 μm. Οι διηθούμενοι όγκοι για την πρώτη δειγματοληψία ήταν της τάξεως των 10 και 100 ml, για τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη η αναγωγή πραγματοποιήθηκε στα 1 και 10 ml αντίστοιχα, για την πέμπτη και την έκτη στα 1, 10 και 100 ml ενώ για την έβδομη και όγδοη δειγματοληψία οι διηθήσεις πραγματοποιήθηκαν με αραίωση 0,1, 1 και 10 ml. Οι παραπάνω όγκοι διήθησης επιλέχθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να είναι όσο το δυνατό πιο αξιόπιστη η καταγραφή του αριθμού των αποικιών των ολικών κολοβακτηροειδών κατά την αναγωγή τους σε 100 ml διηθέντος νερού. Οι διηθήσεις πραγματοποιούνταν με σειρά από το λιγότερο προς το περισσότερο ρυπασμένο δείγμα και από τη μεγαλύτερη προς τη μικρότερη αραίωση. Κάθε φορά που διηθούνταν ποσότητες από διαφορετικό δείγμα χρησιμοποιούνταν εκ νέου αποστειρωμένο στόμιο και ποτήρι διήθησης. Για τις διηθήσεις των 0,1 και 1 ml, προστέθηκε στη χοάνη μικρή ποσότητα φυσιολογικού ορού. Μετά από κάθε διήθηση η κάθε μεμβράνη τοποθετούνταν με αποστειρωμένη λαβίδα σε τριβλίο Petri με θρεπτικό υπόστρωμα Membrane Lauryl Sulphate Agar (M.L.S.A). Το θρεπτικό αυτό υλικό παρασκευάστηκε από το Membrane Lauryl Sulphate Broth (M.L.S.B) με προσθήκη 1,5% άγαρ. Το M.L.S.A περιέχει λακτόζη και το δείκτη ερυθρό της φαινόλης. Έτσι, όταν τα κολοβακτηροειδή ζυμώνουν το συγκεκριμένο σάκχαρο παράγουν οξύ, το οποίο μειώνει το ph στο θρεπτικό υλικό αλλάζοντας έτσι το χρώμα του δείκτη από κόκκινο σε κίτρινο. Μετά τον εμβολιασμό των τριβλίων Petri ακολούθησε η επώασή τους σε κλίβανο στους 37 ο C για 24 ώρες και την επόμενη μέρα πραγματοποιήθηκε καταμέτρηση των αποικιών που είχαν κίτρινο χρώμα (Εικόνα 8). 14
Εικόνα 8. Τυπικές αποικίες ολικών κολοβακτηροειδών σε θρεπτικό υπόστρωμα MLSA 2.3.2 Μέθοδος ανίχνευσης και καταμέτρησης κοπρανωδών κολοβακτηροειδών Τα δείγματα και τα θρεπτικά υποστρώματα αφέθηκαν σε θερμοκρασία δωματίου και ακολούθησε πολύ καλή ανάδευσή τους. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν διηθήσεις με αραιώσεις όπως ακριβώς περιγράφηκαν στη μέθοδο ανίχνευσης και καταμέτρησης των ολικών κολοβακτηροειδών. Το θρεπτικό υπόστρωμα που χρησιμοποιήθηκε και εδώ ήταν το MLSA το οποίο λόγω της εκλεκτικότητάς του συντέλεσε στο διαχωρισμό των κολοβακτηροειδών κοπρανώδους προέλευσης από εκείνα που προέρχονταν από άλλες πηγές. Η επώαση των τριβλίων Petri πραγματοποιήθηκε σε υδατόλουτρο. Η θερμοκρασία επώασης ήταν στους 44 ο C και η επώαση διήρκησε 24 ώρες. Την επόμενη μέρα πραγματοποιήθηκε καταμέτρηση των αποικιών που είχαν αναπτυχθεί στα τριβλία. Λόγω της εκλεκτικότητας των κοπρανωδών κολοβακτηροειδών στη συγκεκριμένη θερμοκρασία επώασης, ήταν ελάχιστος ο αριθμός ανάπτυξης αποικιών άλλων μικροοργανισμών που αναπτύχθηκαν στη μεμβράνη. 2.3.3 Μέθοδος ανίχνευσης Salmonella spp. Μετά από πολύ καλή ανάδευση των δειγμάτων πραγματοποιήθηκε διήθηση ενός λίτρου από κάθε δείγμα ξεχωριστά. Στη συνέχεια το φίλτρο μεταφέρθηκε σε δοχείο που περιείχε το θρεπτικό υλικό Buffer Peptone Water και ακολούθησε επώαση σε επωαστικό κλίβανο στους 37 ο C για 18 ώρες. Για τα δείγματα που περιείχαν μεγάλη ποσότητα μικροχλωρίδας και μικροπανίδας χρησιμοποιήθηκαν παραπάνω από ένα φίλτρα. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε εμβολιασμός 0,1 ml Βuffer Peptone Water σε 10 ml ζωμού Rappaport Vassiliadis και ακολούθησε επώαση σε υδατόλουτρο στους 42 ο C για 24 ώρες. Ακολούθησε ανάδευση του ζωμού και εμβολιασμός σε εκλεκτικό άγαρ. Τα άγαρ τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ήταν το Xylose Lysine Desoxycholate Agar (XLD) και το Brilliant Green Agar (BG). O εμβολιασμός πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο παράλληλων γραμμών και ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση ο εμβολιασμός πραγματοποιήθηκε από ζωμό Rappaport Vassiliadis που επωάστηκε σε 24 ώρες ενώ ο δεύτερος εμβολιασμός έγινε όταν ο ζωμός είχε επωαστεί σε 48 ώρες. Τέλος πραγματοποιήθηκε ανακαλλιέργεια τυπικών αποικιών από XLD (κόκκινες με μαύρο κέντρο) και από BG (ροζ χρώματος) των 24 και 48 ωρών σε σωλήνες που περιείχαν Kligler Iron Agar τοποθετημένο κεκλιμένα (Εικόνα 9). Η καλλιέργεια πραγματοποιήθηκε με νύξη του υποστρώματος και σχηματισμό «S» στην κεκλιμένη επιφάνεια του θρεπτικού και η επώαση έγινε στους 37 ο C για 24 ώρες. Οι σωλήνες που ήταν ύποπτοι για την παρουσία Salmonnella spp. χαρακτηρίζονταν από την παρουσία αερίου στον πυθμένα και το μαύρισμα του υποστρώματος λόγω παραγωγής υδρόθειου ενώ δεν υπήρξε σημαντική αλλαγή του χρώματος στην κεκλιμένη επιφάνεια. Η ταυτοποίηση στελεχών Salmonnella spp. πραγματοποιήθηκε με οροσυγκόλληση, για την ανίχνευση των «O» και «H» αντιγόνων. Με τα πρώτα επιτεύχθηκε ο προσδιορισμός της σωματικής 15
οροομάδας των σαλμονελλών ενώ με τα δεύτερα ο ορότυπος, αν δηλαδή οι ομάδες της σαλμονέλας που βρέθηκαν με τη χρήση του αντιορού «Ο» διέθεταν ή όχι βλεφαρίδες ή μαστίγια. Για την εφαρμογή της παραπάνω μεθόδου τοποθετήθηκαν δύο σταγόνες φυσιολογικού ορού σε δύο σημεία μιας αντικειμενοφόρου πλάκας και αναμίχθηκαν με δείγμα ύποπτης ανάπτυξης που είχε παρθεί από τους σωλήνες που περιείχαν Kligler Iron Agar. Στη μία σταγόνα τοποθετήθηκε ο αντιοροός «Ο» και αν η διάκριση της σωματικής οροομάδας ήταν εμφανής, αν υπήρχε δηλαδή κροκίδωση του διαλύματος, τότε στη δεύτερη σταγόνα τοποθετούνταν ο αντιορός «Η» για την ανίχνευση βλεφαρίδων. Εικόνα 9. Τυπική εμφάνιση αποικιών Salmonella spp σε θρεπτικό υπόστρωμα BG (αριστερά), XLD (κέντρο) και Kligler Iron Agar (δεξιά) 3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Στους παρακάτω Πίνακες και Διαγράμματα παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της μικροβιολογικής ανάλυσης καθώς και οι τιμές των αβιοτικών παραμέτρων (θερμοκρασία νερού και αέρα, ph νερού) για κάθε σταθμό ξεχωριστά. Ο προσδιορισμός των ολικών και κοπρανωδών κολοβακτηροειδών πραγματοποιήθηκε με την αναγωγή στα 100 ml ύδατος. Σταθμός Δειγματοληψίας: Χείμαρρος Νησέλια Πίνακας 4. Αποτελέσματα των μικροβιολογικών παραμέτρων στο χείμαρρο Νησέλια Ημερομηνίες TC\100ml FC\100ml Δειγματοληψίας 10\3\05 6,9 x 10 2 3,1 x 10 2 17\3\05 2,2 x 10 3 1,7 x 10 3 4\4\05 3,1 x 10 3 2,3 x 10 3 11\4\05 4,1 x 10 2 2,1 x 10 2 24\5\05 4,0 x 10 9,0 x 10 3\10\05 <10 2,0 x 10 2 1\11\05 2,0 x10 <10 15\11\05 3,9 x 10 2 2,5 x 10 2 (TC: Ολικά κολοβακτηροειδή FC: Κοπρανώδη κολοβακτηροειδή) 16
10000 Αριθμός αποικιών 1000 100 10 TC FC 1 10\3\05 17\3\05 4\4\05 11\4\05 24\5\05 3\10\05 1\11\05 15\11\05 Ημερομηνία δειγματοληψίας Διάγραμμα 1. Αριθμός αποικιών των ολικών και κοπρανωδών κολοβακτηροειδών (TC, FC) στο χείμαρρο Νησέλια Από το παραπάνω γράφημα φαίνεται ότι κατά τη δειγματοληψία της 17\3 και 4\4 ο αριθμός των ολικών κολοβακτηροειδών ήταν αυξημένος ενώ για τις δειγματοληψίες της 11\4, 24\5, 3\10, 1\11 και 15\11 παρατηρήθηκαν μικρότερες τιμές του πληθυσμού. Οι συγκεντρώσεις των κοπρανώδων κολοβακτηροειδών ακολούθησαν όμοια αριθμητική πορεία με αυτή των ολικών με εξαίρεση στις 24\5 και 3\10 όπου τα κοπρανώδη κολοβακτηροειδή υπερέβησαν σε αριθμό τα ολικά. Στις 1\11 δεν ανιχνεύθηκαν κοπρανώδη κολοβακτηροειδή. Ημερομηνία δειγματοληψίας Πίνακας 5. Τιμές αβιοτικών παραμέτρων στο χείμαρρο Νησέλια Θερμοκρασία αέρα ( 0 C) Θερμοκρασία νερού ( 0 C) ph νερού 10\3\05 10,0 8,3 8,60 17\3\05 9,0 8,1 8,40 4\4\05 8,5 8,0 8,30 11\4\05 10,1 7,9 8,20 24\5\05 20,0 14,2 8,34 3\10\05 18,0 15,0 8,26 1\11\05 16,0 8,0 8,35 15\11\05 10,0 9,0 8,09 Η τιμή της θερμοκρασίας του νερού ήταν μικρότερη από εκείνη του αέρα καθ όλη τη διάρκεια των δειγματοληψιών όπως φαίνεται από το παραπάνω γράφημα. Οι διαφορές των δύο θερμοκρασιών ήταν μικρές με εξαίρεση αυτές που παρατηρήθηκαν στις 24\5, 3\10 και 1\11 οι οποίες έφταναν μέχρι και τους οκτώ βαθμούς Κελσίου. Η τιμή του ph κυμάνθηκε από 8,09 έως 8,60 με τη μεγαλύτερη τιμή να εμφανίστηκε στις 10\3 και τη μικρότερη στις 15\11. Στις 24\5 δεν υπήρχε ροή του νερού στο σημείο δειγματοληψίας ενώ η δειγματοληψία που πραγματοποιήθηκε στις 3\10 έγινε ύστερα από βροχόπτωση δύο ημερών. 17
Σταθμός Δειγματοληψίας: Χείμαρρος Μόρια Πίνακας 6. Αποτελέσματα των μικροβιολογικών παραμέτρων στο χείμαρρο Μόρια Ημερομηνίες TC/100ml FC/100ml Δειγματοληψίας 10\3\05 5,9 x 10 2 1,1 x 10 2 17\3\05 1,1 x 10 3 6,6 x 10 2 4\4\05 4,7 x 10 2 2,2 x 10 2 11\4\05 4,1 x 10 2 1,1 x 10 2 24\5\05 1,0 x 10 3 4,6 x 10 2 3\10\05 Μη αριθμήσιμες Μη αριθμήσιμες 1\11\05 7,5 x 10 4 3,4 x 10 3 15\11\05 1,5 x 10 5 1,3 x 10 4 (TC: Ολικά κολοβακτηροειδή FC: Κοπρανώδη κολοβακτηροειδή) Αριθμός αποικιών 1000000 100000 10000 1000 100 10 1 TC FC 10\3\05 17\3\05 4\4\05 11\4\05 24\5\05 3\10\05 Ημερομηνία δειγματοληψίας 1\11\05 15\11\05 Διάγραμμα 2. Αριθμός αποικιών των ολικών και κοπρανωδών κολοβακτηροειδών (TC, FC) στο χείμαρρο Μόρια Από το παραπάνω γράφημα παρατηρείται ότι ο αριθμός των ολικών κολοβακτηροειδών από τις 10\3 έως και τις 24\5 δεν ξεπερνάει την τιμή 1000cfu\100 ml. Στις 3\10 δεν κατέστη δυνατή η μέτρηση του αριθμού των ολικών κολοβακτηροειδών λόγω πυκνής εμφάνισης αποικιών ενώ στις 1\11 και 15\11 ο αριθμός τους ξεπέρασε τις 50000cfu\100 ml και 100000cfu\100 ml αντίστοιχα. Η μεταβολή του αριθμού των κοπρανωδών κολοβακτηροειδών για τις πέντε πρώτες ημερομηνίες δειγματοληψίας ήταν ανάλογη με εκείνη των ολικών. Οι μεγάλες συγκεντρώσεις του πληθυσμού των κοπρανωδών κολοβακτηροειδών δεν κατέστησαν δυνατή τη μέτρηση των αποικιών τους στις 3\10. Μεγάλες τιμές του πληθυσμού παρατηρήθηκαν επίσης στις 1\11 και 15\11. 18
Ημερομηνία δειγματοληψίας Πίνακας 7. Τιμές αβιοτικών παραμέτρων στο χείμαρρο Μόρια Θερμοκρασία αέρα ( 0 C) Θερμοκρασία νερού ( 0 C) ph νερού 10\3\05 10,0 9,3 9,02 17\3\05 8,9 8,2 8,65 4\4\05 7,0 8,0 8,5 11\4\05 9,0 8,3 8,8 24\5\05 21,0 14,0 8,76 3\10\05 18,0 14,0 8,8 1\11\05 16,0 10,0 8,6 15\11\05 12,0 16,0 8,12 Η θερμοκρασία του νερού στις 17\3, 4\4 και 11\4 παρέμεινε σχεδόν σταθερή με τιμές από 8,0 o C έως και 8,3 o C. Αντίθετα η θερμοκρασία του αέρα στις τρεις αυτές ημερομηνίες δειγματοληψίας κυμάνθηκε από 7,0 o C έως και 9,0 o C. Μεγαλύτερες τιμές θερμοκρασίας νερού και αέρα παρατηρήθηκαν στις 24\5, 3\10, 1\11 και 15\11. Η διαφορά των δύο θερμοκρασιών στις συγκεκριμένες περιόδους δειγματοληψίας κυμάνθηκε από τέσσερις έως και επτά βαθμούς Κελσίου. Οι τιμές του ph ήταν υψηλές και κυμάνθηκαν από 8,12 έως και 9,02, μεταβολή περίπου μίας ποσοστιαίας μονάδας. Η μεγαλύτερη τιμή παρατηρήθηκε στις 10\3 ενώ η μικρότερη στις 15\11. Η δειγματοληψία που πραγματοποιήθηκε στις 3\10 έγινε ύστερα από βροχόπτωση δύο ημερών ενώ στις 1\11 και 15\11 δεν υπήρχε ροή στο χείμαρρο. Σταθμός Δειγματοληψίας: Χείμαρρος Ακλειδιού Πίνακας 8. Αποτελέσματα των μικροβιολογικών παραμέτρων στο χείμαρρο Ακλειδιού Ημερομηνίες TC\100ml FC\100ml Δειγματοληψίας 10\3\05 Μη αριθμήσιμες Μη αριθμήσιμες 17\3\05 1,7 x 10 3 1,3 x 10 3 4\4\05 3,1 x 10 3 1,2 x 10 3 11\4\05 9,3 x 10 3 1,8 x 10 3 24\5\05 5,7 x 10 2 2,5 x 10 2 3\10\05 - - 1\11\05 - - 15\11\05 - - (TC: Ολικά κολοβακτηροειδή FC: Κοπρανώδη κολοβακτηροειδή) 19
Αριθμός αποικιών 14000 12000 10000 8000 6000 4000 2000 TC FC 0 10\3\05 17\3\05 4\4\05 11\4\05 24\5\05 Ημερομηνία δειγματοληψίας Διάγραμμα 3. Αριθμός αποικιών των ολικών και κοπρανωδών κολοβακτηροειδών (TC, FC) στο χείμαρρο Ακλειδιού Στις 10\3 ο αριθμός των ολικών κολοβακτηροειδών ήταν πολύ μεγάλος με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσδιοριστεί ο αριθμός των αποικιών τους. Στις 17\3, 4\4 και 24\5 σημειώθηκαν μικρότερες τιμές του πληθυσμού ενώ στις 11\4 ο αριθμός των αποικιών άγγιξε τις 9000cfu\100 ml. Στις 3\10, 1\11 και 15\11 δεν πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις αφού η δειγματοληψία ήταν αδύνατη για το λόγω του ότι δεν υπήρχε νερό στο χείμαρρο. Όπως και στα ολικά κολοβακτηροειδή, έτσι και στα κοπρανώδη δεν κατέστη δυνατή η μέτρησή τους στις 10\3 λόγω μεγάλης συγκέντρωσης. Στις 17\3, 4\4, 11\4 24\5 ο αριθμός των αποικιών δεν ξεπέρασε τις 2000cfu\100 ml. Ημερομηνία δειγματοληψίας Πίνακας 9. Τιμές αβιοτικών παραμέτρων στο χείμαρρο Ακλειδιού Θερμοκρασία αέρα ( 0 C) Θερμοκρασία νερού ( 0 C) ph νερού 10\3\05 10,0 9,5 8,09 17\3\05 8,5 9,7 8,13 4\4\05 7,5 11,0 8,07 11\4\05 9,8 11,4 8,66 24\5\05 26,0 17,5 8,98 Η θερμοκρασία αέρα στην πρώτη και στην τελευταία δειγματοληψία φάνηκε να είναι μεγαλύτερη από εκείνη του νερού κατά 0,5 και 8,5 βαθμούς Κελσίου αντίστοιχα. Η χαμηλότερη και η υψηλότερη θερμοκρασία νερού που παρατηρήθηκε ήταν 9,5 (10\3) και 11,4 (11\4) βαθμούς Κελσίου αντίστοιχα. Η χαμηλότερη θερμοκρασία αέρα ήταν 7,5 βαθμούς Κελσίου (4\4) και η υψηλότερη 26 (24\5). Οι τιμές του ph κυμάνθηκαν από 8,07 έως και 8,98 με την πρώτη να εμφανίστηκε στις 4\4 ενώ η δεύτερη στις 24\5. 20
Σταθμός Δειγματοληψίας: Χείμαρρος Βαρειάς Πίνακας 10. Αποτελέσματα των μικροβιολογικών παραμέτρων στο χείμαρρο Βαρειάς Ημερομηνίες TC\100ml FC\100ml Δειγματοληψίας 10\3\05 Μη αριθμήσιμες Μη αριθμήσιμες 17\3\05 4,0 x 10 3 3,2 x 10 3 4\4\05 5,0 x 10 3 5,1 x 10 2 11\4\05 Μη αριθμήσιμες 3,8 x 10 2 24\5\05 8,5 x 10 3 1,8 x 10 3 3\10\05 Μη αριθμήσιμες Μη αριθμήσιμες 1\11\05 1,8 x 10 5 1,1 x 10 3 15\11\05 2,0 x 10 5 6,9 x 10 4 (TC: Ολικά κολοβακτηροειδή FC: Κοπρανώδη κολοβακτηροειδή) Αριθμός αποικιών 1000000 100000 10000 1000 100 10 1 TC FC 10\3\05 17\3\05 4\4\05 11\4\05 24\5\05 3\10\05 Ημερομηνία δειγματοληψίας 1\11\05 15\11\05 Διάγραμμα 4. Αριθμός αποικιών των ολικών και κοπρανωδών κολοβακτηροειδών (TC, FC) στο χείμαρρο Βαρειάς Στις 10\3, στις 11\4 και στις 3\10 δεν κατέστη δυνατή η καταμέτρηση των αποικιών των ολικών και κοπρανωδών κολοβακτηροειδών λόγω πυκνής εμφάνισης των αποικιών τους. Στις 17\3, στις 4\4 και στις 24\5 οι τιμές του πληθυσμού των ολικών κολοβακτηροειδών δεν ξεπέρασαν τις 10000cfu\100 ml ενώ στις 1\11 και 15\11 ο αριθμός των αποικιών τους σύγκλινε στις 200000cfu\100 ml. Η διαφορά του αριθμού αποικιών των ολικών κολοβακτηροειδών που παρατηρήθηκε στις 1\11 και 15\11 ήταν της τάξης των 20000cfu\100 ml. Στις 17\3, 4\4, 11\04, 24\5 και 1\11 ο αριθμός των αποικιών των κοπρανωδών κολοβακτηροειδών δεν ξεπέρασε τις 3500\100 ml. Η διαφορά του αριθμού αποικιών των κοπρανωδών κολοβακτηροειδών που παρατηρήθηκε στις 1\11 και 15\11 ήταν της τάξης των 68000cfu\100 ml. 21
Πίνακας 11. Τιμές αβιοτικών παραμέτρων στο χείμαρρο Βαρειάς Ημερομηνία δειγματοληψίας Θερμοκρασία αέρα ( 0 C) Θερμοκρασία νερού ( 0 C) ph νερού 10/3/05 10,0 10,7 8,7 17/3/05 8,7 10,9 9,03 4/4/05 8,2 10,0 8,6 11/4/05 10,1 12,1 9,57 24/5/05 28,0 17,7 9,33 3/10/05 22,0 17,0 9,34 1/11/05 19,0 13,0 9,21 15/11/05 11,0 10,0 8,39 Οι θερμοκρασίες νερού και αέρα παρουσίασαν μεγάλο εύρος τιμών. Η μικρότερη τιμή για τη θερμοκρασία νερού ήταν 10 o C που παρατηρήθηκε στις 4\4 και 15\11 ενώ η μεγαλύτερη ήταν 17,7 o C στις 24\5. Αντίστοιχα, η θερμοκρασία του αέρα κυμάνθηκε από 8,2 o C (4\4) έως και 28 o C (24\5). Το ph του νερού ήταν αρκετά υψηλό. Η μικρότερη τιμή ήταν 8,39 (15\11) ενώ η υψηλότερη ήταν 9,57 (11\4). Το σημείο δειγματοληψίας είχε μεταφερθεί για τις δειγματοληψίες που πραγματοποιήθηκαν στις 3\10 και 1\11 και 15\11 λόγω έλλειψης νερού. Το καινούριο σημείο μεταφέρθηκε εκεί όπου ο χείμαρρος περνάει μέσα από τον οικισμό της Βαρειάς. Η δειγματοληψία που πραγματοποιήθηκε στις 3\10 έγινε ύστερα από βροχόπτωση δύο ημερών. Σταθμός δειγματοληψίας: Χείμαρρος Βόρεια Αεροδρομίου Πίνακας 12. Αποτελέσματα των μικροβιολογικών παραμέτρων στο χείμαρρο Βόρεια Αεροδρομίου Ημερομηνίες TC\100ml FC\100ml Δειγματοληψίας 10/03/05 4,3 x 10 2 7,0 x 10 17/03/05 8,5 x 10 2 5,2 x 10 2 04/04/05 - - 11/04/05 - - 24/05/05 - - 03/10/05 - - 01/11/05 - - 15/11/05 - - (TC: Ολικά κολοβακτηροειδή FC: Κοπρανώδη κολοβακτηροειδή) 22
Αριθμός αποικιών 900 800 700 600 500 400 300 200 100 0 10\3\05 17\3\05 TC FC Ημερομηνία δειγματοληψίας Διάγραμμα 5. Αριθμός αποικιών των ολικών και κοπρανωδών κολοβακτηροειδών (TC, FC) στο χείμαρρο Β. Αεροδρομίου Πραγματοποιήθηκαν οι δύο πρώτες από τις οχτώ συνολικά δειγματοληψίες για το γεγονός ότι δε βρέθηκε νερό στο ούτε στο σημείο δειγματοληψίας αλλά ούτε και σε κάποιο άλλο σημείο ροής του χειμάρρου. Οι τιμές των αποικιών των ολικών και κοπρανωδών κολοβακτηροειδών δεν ξεπέρασαν τις 1000cfu\100 ml. Πίνακας 13. Τιμές αβιοτικών παραμέτρων στο χείμαρρο Β. Αεροδρομίου Ημερομηνία δειγματοληψίας Θερμοκρασία αέρα ( 0 C) Θερμοκρασία νερού ( 0 C) Η θερμοκρασία του νερού και στις δύο δειγματοληψίες ήταν ίδια παρόλο που η θερμοκρασία του αέρα από 10 ο C που παρατηρήθηκε στις 10\3 έπεσε στους 9 o C στις 17\3. Η τιμή του ph από 8,48 που βρέθηκε στις 10\3 έφτασε 8,76 στις 17\3. Σταθμός δειγματοληψίας: Χείμαρρος Νότια Αεροδρομίου Πίνακας 14. Αποτελέσματα των μικροβιολογικών παραμέτρων στο χείμαρρο της περιοχής Νότια Αεροδρομίου ph νερού 10/3/05 10,0 10,4 8,48 17/3 9,0 10,4 8,76 Ημερομηνίες TC\100ml FC\100ml Δειγματοληψίας 10/03/05 7,5 x 10 2 2,8 x 10 2 17/03/05 1,5 x 10 2 9,0 x 10 04/04/05 9,0 x 10 1,0 x 10 11/04/05 2,3 x 10 2 <10 24/05/05 9,0 x 10 3,6 x 10 03/10/05 4,1 x 10 3 1,4 x 10 2 01/11/05 1,5 x 10 3 1,7 x 10 2 15/11/05 1,1 x 10 2 6,0 x 10 (TC: Ολικά κολοβακτηροειδή FC: Κοπρανώδη κολοβακτηροειδή) 23