5.8. Πανίδα ρέματος του Πικροδάφνης 5.8.1 Ορνιθοπανίδα Εισαγωγή Η ορνιθοπανίδα του ρέματος Πικροδάφνης έχει αποκτήσει σημαντικό βαθμό διάκρισης επειδή τυχαίνει να είναι ένας "μικρός υγρότοπος" εντός του πολεοδομικού συμπλέγματος του Λεκανοπεδίου Αθήνας. Περισσότερα από 100 είδη έχουν καταγραφεί στην περιοχή, κυρίως στον χώρο της εκβολής και στον κάτω ρου του ποταμού. Τα υγροτοπικά ενδιαιτήματα έλκουν πουλιά αλλά ο χώρος για παρυδάτια, υδρόβια ή άλλα είδη είναι εξαιρετικά περιορισμένος ακόμη και στον κάτω ρου του ποταμού. Οι εκτιμήσεις και καταμετρήσεις πουλιών της ομάδας μελέτης δεν έχουν δείξει ότι η περιοχή του άνω ρου του ρέματος έχει ιδιαίτερο ορνιθολογικό ενδιαφέρον σε σύγκριση με άλλους υγροτόπους της Αττικής. Υπάρχουν σαφέστατα συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους η ορνιθοπανίδα στην ρεματιά είναι συγκριτικά φτωχότερη με άλλους μικρούς υγροτόπους στην Αττική. Αναβαθμίζοντας ενδιαιτήματα, συνθήκες και πόρους για τα πουλιά θα μπορούσαμε να βελτιώσουμε αισθητά την ορνιθολογική σημασία του ρέματος Πικροδάφνης. Η ορνιθοπανίδα είναι συνεπώς πολύ καλός ενδείκτης αξιολόγησης της κατάστασης των φυσικών ενδιαιτημάτων. Ενώ το ρέμα της Πικροδάφνης μπορεί να μη πληροί κάποια κριτήρια αξιολόγησης ως υγρότοπος εθνικής ή περιφερειακής αξίας, προφανώς έχει σημαντικά χαρακτηριστικά που έλκουν σχετικά μεγάλο αριθμό ειδών πουλιών και προφανώς αρκετά από αυτά τα είδη είναι εξειδικευμένα ως προς την χρήση ειδικών ενδιαιτημάτων (κυρίως υγροτοπικών). Ορισμένα είδη είναι σπάνια, απειλούμενα και προστατευόμενα. Αυτό είναι μια από τις διακρίσεις ως προς την βιοποικιλότητα του ρέματος όμως δεν θα πρέπει να υπερτιμηθεί ή να υπερτονιστεί μόνο (ή κυρίως) η ορνιθολογική αξία της περιοχής. Η Πικροδάφνη δεν είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός υγρότοπος, για τα πουλιά όμως η εκβολή και ο κάτω ρους του ρέματος (κατάντη της γέφυρας της Αμφιθέας) έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον (και κυρίως για την παρατήρηση και φωτογράφηση πουλιών). Μέθοδος καταμέτρησης ορνιθοπανίδας Ένας ορνιθολόγος με την χρήση κιαλιών (Zeiss 10 Χ 40 GAT B) κατέγραφε ταυτόχρονα την ορνιθοπανίδα στον ευρύτερο χώρο εκεί όπου έγιναν οι καταγραφές βλάστησης (Εικόνα 70). Στην προκειμένη περίπτωση καταγραφής, οι ερευνητές ήταν δύο αλλά μόνο ο ένας κατέγραφε την ορνιθοπανίδα. Σε κάθε διατομή (100 m ποταμού) όπου ήταν τοποθετημένη η δειγματοληψία οπτικής εκτίμησης της παρόχθιας βλάστησης ο παρατηρητής αφιέρωνε συνολικά 5 έως 8 min στην καταγραφή πουλιών. Τα πουλιά κατεγράφησαν με οπτικό και ακουστικό προσδιορισμό ειδών και εκτιμήθηκε κατά προσέγγιση ο αριθμός των ατόμων των πουλιών σε κάθε επιφάνεια (η περιοχή 100
καταμέτρησης αναφέρει και τον αέριο χώρο πάνω από τον ποτάμιο διάδρομο και σε διατομή πλάτους 200 περίπου m εκατέρωθεν του ποταμού. Η μέθοδος αυτή ακολουθεί κάτι που πλησιάζει την καταγραφή ανά διατομή (transect) αλλά είναι πιο ελεύθερη με την έννοια της μεθόδου Look- See (Βibby et al. 2000). Αποτελέσματα επισκόπησης (καταμέτρησης πτηνών) Σε όλο το μήκος της διαδρομής στης 26 Ιουλίου 2013 παρατηρήθηκαν (16) είδη πτηνών (Πίνακας 27). Ο αριθμός είναι σχετικά μικρός. Η καταμέτρηση πραγματοποιήθηκα μόλις στο τέλος της περιόδου αναπαραγωγής και στην αρχή της "φθινοπωρινής μετανάστευσης". Ωστόσο ο αριθμός ειδών που φωλιάζουν είναι μικρός (καρδερίνα, φλώρος, σπιτοχελίδονο, σταυλοχελίδονο, σπιτοσπουργίτης, καρακάξα, πράσινος παπαγάλος, δεκοχτούρα, κότσυφας). Πολύ λίγα είναι ακόμη τα διερχόμενα μεταναστευτικά πτηνά (δασότριγγας, σουσουράδα). Πίνακας 27: Πίνακας καταμέτρησης πτηνών σε περιορισμένα τμήματα σε έντεκα σημεία του ποταμού την θερινή περίοδο (26.07.2013) α/α Κοινή Ονομασία Επιστημονική Ονομασία Andritsaina Kapota 1 Σταχτάρα Apus apus 2 1 10 13 2 Βουνοσταχτάρα Apus melba 2 2 3 Καρδερίνα Cardeulis cardeulis 5 5 4 Φλώρος Cardeulis chloris 5 3 8 5 Σπιτοχελίδονο Delichon urbica 4 1 5 6 Βραχοκιρκίνεζο Falco tinnuculus 1 1 7 Σταυλοχελίδονο Hirundo rustica 7 1 3 3 1 5 20 8 Είδος Motacilla sp. 2 2 9 Μυγοχάφτης Muscicapa striata 1 1 10 Καλόγερος Parus major 2 2 11 Σπιτοσπουργίτης Passer domesticus 10 5 10 1 10 5 5 3 10 2 20 81 12 Καρακάξα Pica pica 1 1 2 13 Πρ. Παπαγάλος Psitaculla krameri 2 2 14 Δεκοχτούρα Streptopelia 2 2 2 2 2 3 1 2 16 15 Δασότριγκας decaocto Tringa ochropus 1 1 16 Κότσυφας Turdus merula 2 3 1 1 2 9 Σύνολο 12 28 17 6 12 11 12 8 18 4 42 170 Iatridou Kekropos Aischilou 2Bridges Diagora Amphitheas Posidonos-up Ekvoli Kalogiron Σύνολο Προφανώς, όπως και στις καταμετρήσεις χημικής κατάστασης των νερών, μια τυχαία δειγματοληπτική καταγραφή πτηνών δεν μπορεί να δώσει ιδιαίτερη ερμηνεία στις σχέσεις των πουλιών με τα ενδιαιτήματα ή στην συνολική ορνιθολογική αξία ξεχωριστών τμημάτων του ποταμού. Την συγκεκριμένη ημέρα των καταμετρήσεων πτηνών (26.07.2013) η θερμοκρασία ήταν ιδιαίτερα υψηλή (+35 ο C) και πιθανών η δραστηριότητα των πτηνών να ήταν σχετικά μειωμένη. 101
Ωστόσο η παρουσία ορνιθολόγου σε πολλές άλλες επισκέψεις στο ρέμα επιβεβαιώνει ότι συνήθως καταγράφονται σχετικά λίγα είδη και ο αριθμός ειδών που φωλιάζει είναι πολύ μικρός. Αυτό είναι αναμενόμενο επειδή η παρόχθια ζώνη είναι ιδιαίτερα διαταραγμένη και δεν έχει φυσική ανάπτυξη ελεύθερων αδόμητων χώρων. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την ορνιθοπανδία βρίσκεται κατά τις μεταναστευτικές εποχές όπου το ρέμα λειτουργεί ως σταθμός που ελκύει σχετικά μεγάλο αριθμό μεταναστευτικών (ως "γραμμική όαση μέσα στην πόλη"). Η περίοδοι μετανάστευσης διαιρούνται σε δύο: - Φθινοπωρινή Μετανάστευση: Από τέλη Ιουλίου έως Νοέμβριο. - Ανοιξιάτικη Μετανάστευση: Από τέλη Φλεβάρη έως τέλη Μαΐου. Την περιοχή διαχείμασης είναι επίσης διαφοροποιημένη και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για αρκετά δασόβια πουλιά (τσίχλες, σπίζες, παπαδίτσες κ.α.) που επισκέπτονται της παρόχθιες συστάδες. Είδη ενδείκτες για την εκτίμηση, παρακολούθηση και αποκατάσταση Ως προς την φυσική ακεραιότητα του παρόχθιου τοπίου, τα πουλιά μπορεί να λειτουργήσουν ως πολύ καλοί ενδείκτες ποιότητας (environmental quality indicators). Υπάρχουν πολλά είδη πουλιών που είναι ιδιαίτερα εξειδικευμένα ή έχουν εξειδικευμένες ανάγκες και η παρουσία τους στην περιοχή σχετίζεται άμεσα με την φυσικότητα των ενδιαιτημάτων. Καθένα από τα εξειδικευμένα είδη που ζουν σε υγροτόπους, ποτάμια, παρόχθια δάση ή/και σε παρόχθιους χερσότοπους απαιτούν ειδικές συνθήκες και πόρους για να τραφούν, να φωλιάσουν ή/και να κουρνιάσουν. Αν αυτές οι συνθήκες και πόροι υποβαθμίζονται από ανθρωπογενείς πιέσεις, έχουμε μείωση και αλλοίωση των χαρακτηριστικών της δομής της κοινότητας πτηνών που απαντά στην περιοχή (Εικόνα 71). Τα πτηνά του ρέματος Πικροδάφνης με εξειδίκευση και ανάγκες για παρόχθιες ζώνες και υγροτοπικά ενδιαιτήματα μπορούν χωριστούν στις εξής κατηγορίες: - Είδη που αναζητούν το νερό ή υγροτοπικά ενδιαιτήματα: Παρυδάτια (χαραριόμορφα, γλάροι) Καλοβατικά (ερωδιοί) Υδρόβια (πάπιες, νερόκοτες) Άλλα μη-στρουθιόμορφα με εξειδικευμένες απαιτήσεις που έχουν ανάγκη υγροτοπικά ενδιαιτήματα (π.χ. αλκυόνα) Στρουθιόμορφα πουλιά με εξειδικευμένες απαιτήσεις που έχουν ανάγκη υγροτοπικά ενδιαιτήματα (π.χ. ψευταηδόνι, ακροκέφαλοι-ποταμίδες) 102
- Τα χερσαία είδη πουλιών που αναζητούν ανοιχτούς χώρους ή φυσικά ενδιαιτήματα στα παρόχθια: Αρπακτικά πουλιά (ημερόβια και νυκτόβια, βραχοκιρκίνεζο, κουκουβάγια) Σχετικά σπάνια είδη χερσαίων μη-στρουθιόμορφων-μεταναστών (π.χ. μελισσοφάγος) Χερσαία στρουθιόμορφα (π.χ.κατσουλιάρης) Χερσαία στρουθιόμορφα που δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στην παρουσία νερού (π.χ. σταχτοσουσουράδα) Εικόνα 71: Κάθε είδος πουλιού που απαντά στον ποτάμιο διάδρομο έχει συγκεκριμένες προτιμήσεις και εύρος ανοχής στην ανθρώπινη ενόχληση. Εδώ βλέπουμε τον ευπροσάρμοστο κότσυφα και την σταχτοσουσουράδα (αριστερά και κέντρο) και το πιο εξειδικευμένο και απαιτητικό λευκοτσικνιά (δεξιά). Όταν σχεδιάζουμε την αποκατάσταση ενδιαιτήμάτων στον ποταμό πρέπει να έχουμε υπόψη μας και συγκεκριμένες ανάγκες της βιοποικιλότητας - καλός καθρέφτης του πλούτου αυτού είναι η ορνιθοπανίδα (Φωτ Στ. Ζόγκαρης, Chr. Canzanella). 5.8.2 Ιχθυοπανίδα Το ρέμα της Πικροδάφνης δεν έχει πρωτογενή ψάρια γλυκού νερού, δηλαδή είδη που ζουν αποκλειστικά σε αυτά. Δεν αποκλείεται κατά το παρελθόν να υπήρξε ένα είδος ψαριού που να ζούσε στον κάτω ρου του ποταμού διότι ένα τέτοιο είδους κάποτε ήταν διαδεδομένο σε ρέματα του λεκανοπεδίου (το Αττικόψαρο, Pelasgus marathonicus). Ωστόσο υπάρχουν ψάρια ακόμη και σήμερα στον κάτω ρου και στην εκβολή του ρέματος. Το σημαντικότερο είδος ψαριού, και ένα από τα πιο απειλούμενα σπονδυλόζωα του ρέματος είναι το χέλι (Anguilla anguilla). Είναι είδος που κατατάσσεται πλέον στα "κρισίμως κινδυνεύοντα" ζώα από τη Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης (ΙUCN). Το χέλι είναι ιδιαίτερα ευάλωτο στις αλλαγές στην δια μήκους συνέχεια του ποταμού και δεν μπορεί εύκολα να περάσει φράγματα ή άλλα μεγάλα εμπόδια που κατακερματίζουν τη φυσική συνέχεια των ποταμών. Τα χέλια είναι μεταναστευτικά κατάδρομα ψάρια. Ζουν το μεγαλύτερο μέρος του ενήλικης ζωής τους μέσα στο ποτάμι και ορισμένα μπορούν να φθάσουν και σε αρκετά υψηλό υψόμετρο αν υπάρχουν κατάλληλα ενδιαιτήματα - σημεία κάλυψης με ελώδεις βλάστηση, καλή κάλυψη από ογκολίθους καθώς και 103
τροφή (έντομα, αμφίβια, ψάρια κ.α.). Τα ενήλικα χέλια που μπορεί να έχουν επιβιώσει 7 έως 15 χρόνια μέσα στον ποταμό αναχωρούν για την θάλασσα όπου ολοκληρώνουν μια μεγάλη μετανάστευση ως τα βάθη της θάλασσας των Σαργασών στον Ατλαντικό όπου αναπαράγονται. Τα μικρά χέλια εμφανίζονται στις εκβολές των ρεμάτων του Αιγαίου κυρίως την άνοιξη και εκείνη την εποχή κάνουν μια ανοδική μετανάστευση από τα στόμιο των ποταμών ως μέσα στους ποταμούς. Τα χέλια δεν εντοπίζονται εύκολα, εκτός αν υπάρξει ειδική μέθοδος αλιείας (ηλεκτραλιεία ή παγίδες). Στην επισκόπηση του Οκτωβρίου 2012 χρησιμοποιήθηκε ηλεκτραλιεία (φορητή συσκευή Smith-Root 24L). Ο πληθυσμός χελιών στον κάτω ρου του ποταμού είναι ικανοποιητικός και κατάντη της γέφυρας της Αμφιθέας παρατηρήθηκαν επτά (7) χέλια μέσα σε μια έκταση μήκους 150 m στα μέσα Οκτωβρίου 2012. Τον Ιούλιο 2013 παρατηρήθηκε χέλι και ανάντη της Γέφυρας Αμφιθέας (καθώς και στον κάτω ρου). Μεγάλα χέλια (>60 cm) έχουν παρατηρηθεί στον κάτω ρου και στον μήνα Δεκέμβριο (φωτογραφίες πάρθηκαν από τον κ. Μ. Κωτσάκη). Συνεπώς οι παρατηρήσεις αποδεικνύουν για πρώτη φορά ότι ένας υγιής πληθυσμός διαβιώνει στα νερά της Πικροδάφνης. Αυτές οι παρατηρήσεις δείχνουν ότι τα χέλια είναι συνηθισμένοι κάτοικοι του ποταμού και όχι τυχαίοι επισκέπτες. Αλλά είδη ψαριών έχουν παρατηρηθεί στην εκβολή και εντός του στομίου του ποταμού τους θερινούς μήνες 1 : - Λειροσαλιάρα (Salaria pavo) - Είδος Σαλιάρας (Parablennius sanguinolentus) - Κεφαλόπουλα (Mugil cephalus, Liza spp.) - Λαυράκια (Dicentrachus labrax) - Κουτσομούρα (Mullus barbatus) Είναι πολύ πιθανό να απαντούν και άλλα ευρύαλα είδη ψαριών θαλασσινής προέλευσης που εισέρχονται στο ανοιχτό στόμιο της εκβολής για να τραφούν στα ευτροφικά νερά. Το σημαντικότερο όμως είδος ψαριού είναι τα κεφαλόπουλα ή κεφαλοειδη (Mugilidae). Αυτά τα είδη αφθονούν σε ορισμένες περιόδους του έτους στην εκβολή αλλά και στα κάτω τμήματα του ποταμού (έχουν παρατηρηθεί τον Αύγουστο 2012) ως και 300 m από το στόμιο της εκβολής - ανάντη της Ποσειδώνος (ως την πεζογέφυρα της οδού Κορυζή στον Άλιμο). Η οικογένεια αυτή ευρύαλων ψαριών ζει σε υφάλμυρα και γλυκά νερά - όμως πάντα αναπαράγεται στην θάλασσα. Τα ιχθύδια των κεφαλοειδών εισέρχονται μέσα στο στόμιο του ποταμού σε πολύ μικρή ηλικία (1 έως 4 cm) σε πολύ μεγάλους αριθμούς. Τα ψάρια αυτά αποτελούν σημαντικό στοιχειό το ποταμού διότι 1 Ο προκαταρκτικός κατάλογος στηρίζεται σε οπτικές παρατηρήσεις κατά τον μήνα Ιούνιο και Ιούλιο 2012. 104
απαντά σε μεγάλες πυκνότητες και τρέφεται με τη νηματώδη άλγη που καλύπτουν μεγάλο μέρος του πυθμένα της κοίτης. Επίσης τα κεφαλόπουλα στηρίζουν τροφικά πλέγματα διότι αποτελούν σημαντική τροφή και για τα πουλιά (ιδιαίτερα τους ερωδιούς). 5.8.3 Λοιπά χερσαία σπονδυλόζωα Τονίζουμε ότι δεν έχουν γίνει σχετικές μελέτες για άλλα είδη άγριας ζωής όπως τα θηλαστικά και τα χερσαία ερπετά του ρέματος. Πολύ σημαντική είναι η παρουσία της χερσαίας κρασπεδωτής χελώνας (Testudo marginata) -που παρόλο που πολλά από αυτά τα άτομα προέρχονται μάλλον από απελευθερώσεις- είναι σημαντικό και προστατευόμενο είδος. Ορισμένα ερπετά όπως τα φίδια και οι μεγαλόσωμες σαύρες είναι καλοί ενδείκτες φυσικότητας των ανοιχτών χώρων της πόλης. Ένα από τα σοβαρά προβλήματα για αυτά τα είδη είναι ο συνδυασμός περιοχών κάλυψης και καταφυγίου από τις οικόσιτες γάτες (αυξημένη θήρευση - τα οικόσιτα ζώα λειτουργούν ως σημαντική ανθρωπογενής πίεση). 5.8.4 Αμφίβια και ημι-υδρόβια ερπετά Τα αμφίβια είναι ευαίσθητα στις κλιματικές μεταβολές, καθώς και στην παρουσία υγροτοπικών συνθηκών (εναποθέτουν τα αυγά τους μέσα στο νερό, τρέφονται στα νεαρά στάδια της ζωής τους αποκλειστικά μέσα στο νερό κ.α.). Στην περιοχή έχουν εντοπιστεί πολύ μεγάλες πυκνότητες πληθυσμών δύο διαδεδομένων ειδών του βαλτοβάτραχου (Pseudepidalea (=Bufo) viridis) και του Βαλτοβάτραχου (Pelophylax kurtmuelleri). Πιθανότατα διαβιώνει και άλλο ένα αμφίβιο (Δεντροβάτραχος, Hyla arborea) όμως δεν έχει ακόμη εντοπιστεί από την ερευνητική ομάδα. 5.8.5 Απειλούμενα είδη Η αξιολόγηση ως προς τα απειλούμενα είδη ακλουθώντας την κατάταξη της Διεθνής Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης (ΙUCN) δεν έχει ολοκληρωθεί και απαιτεί προσεκτική επισκόπηση με σκοπό την καταγραφή της συχνότητας εμφάνισης κάθε είδους στην συγκεκριμένη περιοχή. Ορισμένα πουλιά για παράδειγμα επισκέπτονται την θαλάσσια περιοχή ή την ευρύτερη περιοχή της εκβολής και εκεί συγκεντρώνεται σχετικά μεγάλος αριθμός ειδών που υπάγονται στα απειλούμενα είδη (π.χ. Μαυροκέφαλος γλάρος). Πολλά άλλα μεταναστευτικά είδη είναι αυστηρά προστατευόμενα είδη, αλλά πολλά από αυτά δεν σχετίζονται τακτικά ή άμεσα με τον χώρο του ρέματος (π.χ. ορισμένα μεταναστευτικά που απλά πετούν πάνω από την περιοχή). 105
5.9. Βενθικά διάτομα 5.9.1 Εισαγωγή Τα διάτομα είναι μικροσκοπικοί, φωτοσυνθετικοί οργανισμοί με την πλειοψηφία των ειδών να εμφανίζονται ως μονοκύτταρα και κάποια άλλα να σχηματίζουν αποικίες. Είναι κοσμοπολίτικοι οργανισμοί, ευρέως εξαπλωμένα σε θαλάσσια και γλυκά νερά και απαντούν ως πλαγκτονικές ή βενθικές μορφές. Τα διάτομα έχουν μεγάλο βιολογικό ενδιαφέρον καθώς αποτελούν τους βασικούς πρωτογενείς παραγωγούς σε πολλά συστήματα επιφανειακών υδάτων (Peres et al., 1997) και παρέχουν την κύρια πηγή ενέργειας σε πολλά υδατικά τροφικά πλέγματα. Τα διάτομα ανήκουν στην κλάση Bacillarriophyceae και μάλλον είναι η πολυπληθέστερη ομάδα ευκαρυώτικων υδάτινων οργανισμών με περισσότερα από 450 γένη αρτίγονων διατόμων και πάνω από 100,000 είδη (Round et al., 1990). Ως προς τη δομή τους, τα διάτομα χαρακτηρίζονται από ένα πυριτικό κυτταρικό τοίχωμα το οποίο λέγετε θήκη. Το σχήμα, η μορφολογία και οι διακοσμήσεις της χαρακτηριστικής αυτής δομής παίζουν σημαντικό ρόλο στην αναγνώριση και ταξινομική των διατόμων. Τα βενθικά διάτομα καλύπτουν σχεδόν όλες τις επιφάνειες των υποστρωμάτων και έχουν σχετικά εύκολες διαδικασίες συλλογής, προετοιμασίας παρασκευασμάτων και δυνατότητα αποθήκευσης για συγκριτικές μελέτες. Η ταξινομική και η αυτοοικολογία τους έχουν μελετηθεί ευρέως. Οι βιοκοινότητες των διατόμων λόγω του σύντομου κύκλου ζωής αντιδρούν γρήγορα σε φυσικές και χημικές μεταβολές που συμβαίνουν στο περιβάλλον (Round et al., 1990) αντικατοπτρίζοντας έτσι τις αλλαγές της ποιότητας των υδάτων. Επίσης, λόγω της αφθονίας τους είναι κατάλληλα για αναλύσεις ποικιλότητας. Για όλα τα παραπάνω πλεονεκτήματα τα διάτομα χρησιμοποιούντα ευρέως ως βιοδείκτες για την εκτίμηση και παρακολούθηση της ποιότητας των επιφανειακών υδάτων. Τα διάτομα από πολύ νωρίς αποτέλεσαν σημαντικούς οργανισμούς στην προσπάθεια οικολογικής παρακολούθησης των υδάτων με ευρεία χρήση σε ποικίλα οικολογικά συστήματα. Πρώτος ο Cleve (1884) υπέδειξε τη δυνατότητα διάκρισης διαφορετικών υδάτινων μαζών με βάση την παρουσία διατομών. Πολλοί άλλοι ερευνητές ενίσχυσαν και επέκτειναν τις παρατηρήσεις αυτές στα επόμενα χρόνια με αποτέλεσμα διάφορα συστήματα προσέγγισης βασισμένα στα διάτομα να έχουν προταθεί με σκοπό τον οικολογικό χαρακτηρισμό ενός οικοσυστήματος και τη διαπίστωση του βαθμού επιβάρυνσης που υφίσταται (Kolkwitz & Marsson, 1908,1909; Liebmann, 1942, 1962; Thomas, 1944; Butcher, 1947; Wuhrmann, 1951; Pantle & Buck, 1955a & b; Zelinka & Marvan, 1961; Fjerdingstadt, 1962; Sladecek, 1973; Lange-Bertalot, 1979 a & b; Patrick, 1986). Τις τελευταίες δεκαετίες αρκετοί διατομικοί δείκτες έχουν εκπονηθεί σε πολλές χώρες για την αξιολόγηση της οικολογικής ποιότητας των επιφανειακών ρεόντων υδάτων. Η πλειοψηφία αυτών βασίζονται στον 106
υπολογισμό μιας απλής μαθηματικής εξίσωσης χρησιμοποιώντας έννοιες όπως αυτές της σχετικής αφθονίας (relative abundance), της ευαισθησίας ως προς τη ρύπανση (pollution sensitivity) και του βαθμού αξίας ως βιοδείκτη (indicator value). O πρώτος δείκτης αυτού του τύπου είναι ο δείκτης του Descy (1979). Βασίζεται στον τύπο των Zelinka & Marvan (1961) που προέρχεται από το σύστημα των σαπροβίων. Κάποιοι από αυτούς τους δείκτες έχουν δοκιμαστεί με καλά αποτελέσματα, κυρίως για τους ποταμούς της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης (Lange-Bertalot, 1979; Coste in Cemagref, 1982; Kelly et al., 1995; Eloranta, 1995, 1999; Eloranta & Andersson, 1998; Van de Vijver & Beyens, 1998; Coring, 1999; Torrisi et al., 2006b). Πίνακας 28: Διατομικοί δείκτες SLA Sládeček Index (Sládeček 1986) DES Descy Index (Descy 1979) L&M Leclercq & Maquet Index (Leclercq & Maquet 1987) SHE Schiefele Index (Steinberg & Schiefele 1988, Schiefele & Schreiner Schiefele & Kohmann WAT 1993) DAIpo 1991, Diatom Assessment to Organic Pollution Index (Watanabe et al. 1988) TDI Trophic Diatom Index (Kelly & Whitton 1995, Harding & Kelly 1999) %PT % Pollution Tolerant taxa (Kelly & Whitton 1995) IDG Generic Diatom Index (Rumeau & Coste 1988, Coste &Ayphassorho 1991) CEE (CEC) Commission for Economical Community Index (Descy & Coste 1991) IPS (PSI) Specific Pollution Sensitivity Index (Coste in Cemagref 1982) IBD Biological Diatom Index (Lenoir & Coste 1996, Prygiel & Coste 2000) IDAP Artois Picardie Diatom Index (Prygiel et al. 1996) EPI-D Eutrophication and Pollution Index with Diatoms (Dell Uomo 1996, 2004) DI_CH Indice DI-CH (Hürlimann & Niederhauser 2002) IDP Pampean Diatom Index (Gómez & Licursi 2001) LOBO Biological Water Quality Index BWQI (Lobo et al. 2004) SID Saprobic Index Diatom (Rott et al. 1997) TID Trophic Index Diatom (Rott et al. 1999) Σχετικά με τα ποτάμια της Μεσογειακής οικοπεριοχής και συγκεκριμένα στην Ιταλία οι βιοκοινότητες των βενθικών διατόμων έχουν χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της ποιότητας αρκετών ποταμών (Grandoni & Dell Uomo, 1996; Dell Uomo & Grandoni, 1997; Dell Uomo & Tantucci, 1997; Ciutti et al., 2000; Torrisi & Dell Uomo, 2001; Cappelletti et al., 2003; Ciutti, 2005) και ο δείκτης EPI-D που εκπονήθηκε από τον Dell Uomo (1996, 2004) ήταν η επιλογή για τις περισσότερες περιπτώσεις. Αυτός ο δείκτης αποτιμά τον ευτροφισμό των νερών. Εκτός από τον EPI-D και άλλοι ευρωπαϊκοί δείκτες δοκιμάστηκαν σε ποτάμια της κεντρικής Ιταλίας και τα αποτελέσματά τους έδειξαν υψηλή συσχέτιση με τον EPI-D (Dell Uomo et al., 1999; Torrisi & Dell Uomo, 2006; Torrisi et al., 2006a). Ο δείκτης IPS έχει επιλεχθεί για την παρακολούθηση της ποιότητας των νερών διαφόρων λεκανών απορροής στην Ισπανία και Πορτογαλία μετά από ευρεία 107
μελέτη των ποταμών τους (Almeida, 2001; Gomà et al., 2004; Oscoz et al., 2007). Τέλος, στην Ελλάδα οι δείκτες IPS και CEE είχαν καλή επίδοση σε δύο Μεσογειακά ποτάμια (Ziller & Montesanto, 2004) και σε μικρά ορεινά ρέματα (Montesanto et al., 1999). Παρακάτω απεικονίζονται (18) διατομικοί δείκτες οι οποίοι υπολογίζονται αυτόματα με το λογισμικό Omnidia (Πίνακας 28). Από τους δείκτες αυτούς ο IPS εφαρμόζεται επιτυχώς στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες όπως το Βέλγιο, Εσθονία, Ουγγαρία, Λουξεμβούργο, Σλοβακία, Ισπανία, Πορτογαλία, Σουηδία και φαίνεται να είναι ο πλέον κοινός και ευρέως χρησιμοποιούμενος δείκτης στην Ευρώπη (Ector & Rimet, 2005). 5.9.2 Μεθοδολογία Δειγματοληψία και επεξεργασία των διατόμων Στην παρούσα μελέτη τα δείγματα των επιλιθικών διατόμων συλλέχθηκαν και επεξεργάσθηκαν ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα (European Committee for Standardization 2003, 2004). Οι δειγματοληψίες πραγματοποιήθηκαν σε πέτρες και χαλίκια διαφόρων μεγεθών (επιλιθικά διάτομα), από το κεντρικό μέρος του ρου και από σημεία του ρέματος με καλό φωτισμό, όπου αυτό ήταν δυνατό. Η στερέωση (συντήρηση) των δειγμάτων έγινε με προσθήκη αλκοόλης 70%. Ακολούθησε επεξεργασία των δειγμάτων στο εργαστήριο σύμφωνα με την μέθοδο του Battarbee (1986) (βρασμός με πυκνά οξέα) έτσι ώστε να αποκτηθούν οι καθαρές θήκες, βάση των οποίων γίνετε η αναγνώριση και ταξινόμηση των διατόμων. Έγιναν δύο (2) μόνιμα παρασκευάσματα ανά δείγμα με τη χρήση του Naphrax (ρητίνη με συγκεκριμένο δείκτη διάθλασης). Ο προσδιορισμός των ταξινομικών μονάδων και η ποσοτική ανάλυση της βιοκοινότητας έγιναν με μέτρηση τουλάχιστον 400 θυρίδων ανά δείγμα με τη χρήση οπτικού μικροσκοπίου σε μεγέθυνση 1000X. Για την ταξινομική, χρησιμοποιήθηκαν τα έργα των Round et al. (1990) και Krammer & Lange-Bertalot (1986-1991). Ο υπολογισμός των διαφόρων διατομικών δεικτών για κάθε δείγμα έγινε με το λογισμικό OMNIDIA version 5.3 (Lecointe et al. 1993, 1999 http://clci.club.fr/index.htm). Ο Διατομικός Δείκτης IPS Ο δείκτης IPS - Specific Pollution sensitivity Index (Coste in Cemagref 1982) συνιστά μια μετρική για την ανίχνευση διαφόρων τύπων επιβάρυνσης - ρύπανσης (οργανική ρύπανση, αλατότητα, ευτροφισμό) (Prygiel & Coste, 1993) των νερών των ρεόντων υδάτων και έχει θεωρηθεί ως δείκτης αναφοράς (Descy & Coste, 1991). Έχει αποδειχθεί ότι είναι ο ακριβέστερος για τα ποτάμια της 108
Μεσογειακής περιοχής (Gomà et al., 2004). Ο IPS βασίζεται στον τύπο των Zelinka & Marvan (1961) και υπολογίζεται ως εξής: IPS = j=1 n Aj.Ij.Vj / j=1 n Aj.Vj όπου: Aj: η σχετική αφθονία ενός συγκεκριμένου είδους στο δείγμα Vj: η αξία του είδους αυτού ως βιοδείκτη ή εύρος εξάπλωσής του (indicator value or stenoecy degree) (1=μικρή αξία - μεγάλο εύρος εξάπλωσης, 2=μέτρια αξία - μέτριο εύρος εξάπλωσης, 3=μεγάλη αξία - μικρό εύρος εξάπλωσης, χαρακτηριστικό συγκεκριμένων συνθηκών) Ij: βαθμός ευαισθησίας ως προς τη ρύπανση (pollution sensitivity, από 1 έως 5): 1 = πολύ ανθεκτικό έως σαπρόφιλο, 2 = ανθεκτικό, 3 = αδιάφορο, 4 = ευαίσθητο έως μέτρια ευαίσθητο, 5 = πολύ ευαίσθητο. O IPS παίρνει τιμές από 1 έως 20 κατά την έννοια της αυξανόμενης οικολογικής ποιότητας. Οι τιμές του έχουν ταξινομηθεί σε πέντε (5) τάξεις ποιότητας (Πίνακας 29). Πίνακας 29: Τάξεις ποιότητας υδάτων με βάση τον Δείκτη IPS Κάκη Ελλιπής Μέτρια Καλή Υψηλή 1 i < 5 5 i < 9 9 i < 13 13 i < 17 17 i 20 Ο δείκτης IPS ενημερώνεται συνεχώς και χρησιμοποιεί σχεδόν όλα τα γνωστά είδη ενώ οι υπόλοιποι βασίζονται σε μικρότερο σύνολο ταξινομικών μονάδων. Συνεπώς ο IPS μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλές και διαφορετικές οικοπεριοχές ακόμη και σε αυτές με ιδιαίτερη διατομοχλωρίδα. 5.9.3 Αποτελέσματα Διατομικές βιοκοινότητες και αυτοοικολογία Κατά την δειγματοληψία που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2013 βρέθηκαν συνολικά (16) ταξινομικές μονάδες με (11) από αυτές να εμφανίζουν ποσοστό μεγαλύτερο από 1% σε τουλάχιστον ένα σταθμό. Από το σύνολο αυτό, οι εννέα (9) εμφάνισαν ποσοστό μεγαλύτερο από 5%. Αυτές είναι που ορίζουν κυρίως την σύνθεση της βιοκοινότητας και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις τιμές των δεικτών. Όλοι οι σταθμοί εμφάνισαν μικρό αριθμό ειδών και παρόμοια σύσταση της βιοκοινότητας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι περίπου το 90% των επικρατούντων ειδών (σχετική αφθονία > 5%) βρέθηκαν σε όλους τους σταθμούς. Πρόκειται για τα είδη: Gomphonema olivaceum (Hornemann) Brébisson var. olivaceum, Gomphonema parvulum (Kützing) Kützing var. parvulum, 109
Halamphora montana (Krasske) Levkov, Halamphora veneta (Kützing) Levkov, Nitzschia amphibia Grunow, Nitzschia linearis (Agardh) W.M.Smith var. linearis, Navicula veneta Kützing και Planothidium frequentissimum (Lange-Bertalot) Lange-Bertalot. Τέλος, πέντε (5) είδη βρέθηκαν σε έναν μόνο σταθμό σε ποσοστά από 0,2 έως 1,4 %. Τα είδη αυτά δεν επηρεάζουν σημαντικά τις τιμές των δεικτών, ωστόσο αποτελούν σημαντική πληροφορία για περαιτέρω μελέτες, καθώς μπορεί να είναι αυτά που θα επικρατήσουν της βιοκοινότητας σε κάποια άλλη περίοδο δειγματοληψίας ή σε κάποια αλλαγή της κατάστασης του ενδιαιτήματος. Στη συνέχεια απεικονίζονται ο αριθμός των ειδών (S), ο δείκτης ποικιλότητας Shannon (Η ) καθώς και ο δείκτης ισοκατανομής Pielou (Ε) ανά σταθμό δειγματοληψίας (Πίνακας 30). Πίνακας 30: Αριθμός ειδών, Δείκτης Ποικιλότητας, Δείκτης Ισοκατανομής Σταθμός S H' E P1 11 2,65 0,77 P2 10 2,07 0,62 P4 12 2,71 0,76 P6 11 2,07 0,60 Ο Δείκτης ποικιλότητας του Shannon εμφανίζει σχετικά χαμηλές τιμές και στους τέσσερις (4) σταθμούς. Στον P2 και P6 παρατηρείτε ίδια τιμή και χαμηλότερη σε σχέση με τους άλλους δύο. Αυτό συμβαίνει επειδή και στους δύο αυτούς σταθμούς το κυρίαρχο είδος εμφανίζει σχετική αφθονία πάνω από 50%. Γενικά ο Δείκτης αυτός αποτελεί ένα μέτρο της ετερογένειας των ταξινομικών μονάδων που απαρτίζουν την βιοκοινότητα. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ταξινομικών μονάδων καθώς και όσο πιο όμοια είναι η αφθονία τους τόσο μεγαλύτερη είναι η τιμή του Δείκτη. Σε ένα περιβάλλον που δέχεται διάφορες πιέσεις, ο Δείκτης τείνει να έχει χαμηλές τιμές, ενώ αντίθετα σε αδιατάραχτες συνθήκες οι τιμές τους είναι σχετικά υψηλότερες. Τιμές του Δείκτη μεγαλύτερες του 3 σημαίνουν δομημένες βιοκοινότητες με πολλά κυρίαρχα είδη με παρόμοιες αφθονίες και περισσότερα ή λιγότερα συνοδευτικά είδη με χαμηλότερη αφθονία. Ο Δείκτης ισοκατανομής Pielou αντικατοπτρίζει τον τρόπο κατανομής των ατόμων όλων των ταξινομικών μονάδων ενός δείγματος. Οι τιμές που παίρνει ο Δείκτης αυτός κυμαίνονται από 0 έως 1 και είναι προφανές ότι σε κατάσταση ισοκατανομής ο Δείκτης παίρνει την τιμή 1 (Εικόνα 72, Εικόνα 73). 110
14 12 Αριθμός Ειδών 10 8 6 4 2 Εικόνα 72: 0 P1 P2 P4 P6 Σταθμός Αριθμός Ειδών ανά σταθμό δειγματοληψίας 3 2 H' 1 Εικόνα 73: 0 P1 P2 P4 P6 Σταθμός Δείκτης Ποικιλότητας (H ) ανά σταθμό δειγματοληψίας Όσον αφορά την αυτοοικολογία των επικρατούντων επιλιθικών διατόμων (σχετική αφθονία >5% σε έναν τουλάχιστο σταθμό): α) ως προς το ph, όλα τα είδη αναπτύσσονται καλά σε ph >7 με εξαίρεση το είδος Gomphonema parvulum που συνήθως αναπτύσσεται σε νερά με ph = 7. β) ως προς την αλατότητα (mg/l Cl-), το μεγαλύτερο ποσοστό (67%) των ειδών αναπτύσσονται σε συγκεντρώσεις < 500 mg/l (γλυκά προς υφάλμυρα νερά). Τα υπόλοιπα σε συγκεντρώσεις από 500-1000 mg/l (υφάλμυρα προς γλυκά νερά). Στη συνέχεια βλέπουμε τα κύρια αυτοοικολογικά χαρακτηριστικά των επικρατούντων επιλιθικών διατόμων (σχετική αφθονία >5% σε ένα τουλάχιστο σταθμό) σύμφωνα με τους Van Dam et al. (1994) και Denys (1991), την ευαισθησία τους ως προς τη ρύπανση καθώς και την αξία τους ως βιοδείκτες για τον υπολογισμό του IPS (από τη βάση δεδομένων του λογισμικού Omnidia) (Εικόνα 31). 111
Πίνακας 31: Κύρια αυτοοικολογικά χαρακτηριστικά των επικρατούντων επιλιθικών διατόμων (σχετική αφθονία > 5% σε ένα τουλάχιστο σταθμό) σύμφωνα με τους Van Dam et al (1994) και Denys (1991), την ευαισθησία τους ως προς τη ρύπανση καθώς και την αξία τους ως βιοδείκτες για τον υπολογισμό του Diatom Taxa Gomphonema olivaceum (Hornemann) Brébisson var. olivaceum Gomphonema parvulum (Kützing) Kützing var. parvulum Halamphora montana (Krasske) Levkov Αυτοοικολογικά Χαρακτηρίστηκα Ευαίσθητο με μεγάλο εύρος εξάπλωσης, Αδιάφορο ως προς την ταχύτητα του νερού, Απαιτήσεις σε Ο 2 = αρκετά υψηλές Β-μεσοσαπρόβιο Σε ευτροφικά νερά Αποκλειστικά υδρόβιο Ως προς το άζωτο = αυτότροφο, ανθεκτικό σε υψηλές συγκεντρώσεις οργανικά δεσμευμένου Ν Ανθεκτικό με μεγάλο εύρος εξάπλωσης, κοσμοπολιτικό Αδιάφορο ως προς την ταχύτητα του νερού Απαιτήσεις σε Ο 2 = χαμηλές Α-μεσοπολυσαπρόβιο Σε ευτροφικά νερά Αντέχει έκθεση στον αέρα Ως προς το άζωτο = προαιρετικά ετερότροφο, χρειάζεται περιοδικά υψηλές συγκεντρώσεις οργανικά δεσμευμένου Ν Αδιάφορο έως ανθεκτικό με μεγάλο εύρος εξάπλωσης Απαιτήσεις σε Ο 2 = υψηλές Β-μεσοσαπρόβιο Σε ευτροφικά νερά Αερόφιλο είδος Ως προς το άζωτο = αυτότροφο, ανθεκτικό σε υψηλές συγκεντρώσεις οργανικά δεσμευμένου Ν 112
Halamphora veneta (Kützing) Levkov Nitzschia amphibia Grunow Nitzschia inconspicua Grunow Nitzschia linearis (Agardh) W.M.Smith var.linearis Πολύ ανθεκτικό με μέτριο εύρος εξάπλωσης Αδιάφορο ως προς την ταχύτητα του νερού Απαιτήσεις σε Ο 2 = μέτριες Α-μεσοπολυσαπρόβιο Σε ευτροφικά νερά Αντέχει έκθεση στον αέρα Ως προς το άζωτο = αυτότροφο, ανθεκτικό σε υψηλές συγκεντρώσεις οργανικά δεσμευμένου Ν Ανθεκτικό με μέτριο εύρος εξάπλωσης, κοσμοπολιτικό Αδιάφορο ως προς την ταχύτητα του νερού Απαιτήσεις σε Ο 2 = μέτριες Α-μεσοσαπρόβιο Σε ευτροφικά νερά Αντέχει έκθεση στον αέρα Ως προς το άζωτο = προαιρετικά ετερότροφο, χρειάζεται περιοδικά υψηλές συγκεντρώσεις οργανικά δεσμευμένου Ν Αδιάφορο έως ανθεκτικό με μεγάλο εύρος εξάπλωσης Απαιτήσεις σε Ο 2 = μέτριες Α-μεσοσαπρόβιο Σε ευτροφικά νερά Αντέχει έκθεση στον αέρα Ως προς το άζωτο = προαιρετικά ετερότροφο, χρειάζεται περιοδικά υψηλές συγκεντρώσεις οργανικά δεσμευμένου Ν Αδιάφορο με μέτριο εύρος εξάπλωσης Απαιτήσεις σε Ο 2 = αρκετά υψηλές Β-μεσοσαπρόβιο Σε μεσο- ευτροφικά νερά Αντέχει έκθεση στον αέρα Ως προς το άζωτο = αυτότροφο, ανθεκτικό σε υψηλές συγκεντρώσεις οργανικά δεσμευμένου Ν 113
Navicula veneta Kützing Planothidium frequentissimum (Lange-Bertalot) Lange-Bertalot Πολύ ανθεκτικό με μέτριο εύρος εξάπλωσης Αδιάφορο ως προς την ταχύτητα του νερού Απαιτήσεις σε Ο 2 = χαμηλές Α-μεσοπολυσαπρόβιο Σε ευτροφικά νερά Ως προς το άζωτο = αυτότροφο, ανθεκτικό σε υψηλές συγκεντρώσεις οργανικά δεσμευμένου Ν Αδιάφορο ως προς τη ρύπανση με μεγάλο εύρος εξάπλωσης Απαιτήσεις σε Ο2 = μέτριες Α-μεσοπολυσαπρόβιο Σε ολιγοτροφικά έως ευτροφικά νερά Ως προς το άζωτο = αυτότροφο, ανθεκτικό σε υψηλές συγκεντρώσεις οργανικά δεσμευμένου Ν Οι παράμετροι της σαπροβιότητας, οι απαιτήσεις σε οξυγόνο και ο τρόπος πρόσληψης του αζώτου ερμηνεύονται σύμφωνα με το παρακάτω υπόμνημα: Απαιτήσεις σε Οξυγόνο Σαπροβιότητα Μεταβολισμός Αζώτου 1. Πολύ υψηλές (DO 100% sat.) 2. Αρκετά υψηλές (DO > 75% sat.) 3. Μέτριες (DO > 50% sat.) 4. Χαμηλές (DO > 30% sat.) 5. Πολύ χαμηλές (DO 10% sat.) 6. Ολιγοσαπρόβιο BOD 20 5 (mg l -1 ) < 2 7. Β-μεσοσαπρόβιο BOD 20 5 (mg l -1 ) 2-4 8. Α-μεσοσαπρόβιο BOD 20 5 (mg l -1 ) 4 13 9. Α-μεσοπολυσαπρόβιο BOD 20 5 (mg l -1 ) 13-22 10. Πολυσαπρόβιο BOD 20 5 (mg l -1 ) > 22 Οι αυτότροφοι οργανισμοί το προσλαμβάνουν είτε ως ΝΗ 4 + είτε ως ΝΟ 3 - Η περίσσεια των ΝΗ4+ => οργανική ρύπανση Οι ετερότροφοι οργανισμοί το προσλαμβάνουν από οργανικές ενώσ (Κύριο συστατικό των πρωτεϊνών) 114
Διατομικοί Δείκτες Οι τιμές (18) διατομικών δεικτών υπολογίστηκαν με το λογισμικό Omnidia (version 5.3, Πίνακας 32). Πίνακας 32: Οι τιμές (18) διατομικών δεικτών P1 P2 P4 P6 IPS 4,5 11,6 3,5 2,4 SLA 8,9 1,1 7,4 6,6 DESCY 8,0 13,6 11,0 9,0 IDSE/5 2,19 2,98 1,91 1,7 SHE 1,5 12,0 7,7 6,2 WAT 9,9 1,2 9,9 1,5 TDI 1,3 1,3 2,4 3, %PT 12,0 6,6 16,2 5,5 GENRE 7,1 11,0 8,9 10,0 CEE 6,5 11,1 4,8 4,0 IBD 6,9 13,9 6,0 4,5 IDAP 3,6 5,3 2,2 1,8 EPI-D 8,2 13,5 7,2 5,6 DI_CH 7,1 17,4 6,9 6,2 IDB 5,4 6,0 4,5 4,8 LOBO 1,9 5,4 7,6 8,6 SID 6,8 11,1 6,9 5,4 TID 2,6 4,4 3,1 2,8 Πίνακας 33: Οι τιμές του δείκτη IPS ΣΤΑΘΜΟΣ IPS High - Υψηλή P1 4,5 Good - Καλή P2 11,6 Moderate - Μέτρια P4 3,5 Poor - Ελλιπής P6 2,4 Bad - Κακή Ο δείκτης IPS εμφάνισε αρκετά χαμηλές τιμές ιδίως στους σταθμούς P1, P4 και P6 ταξινομώντας τα νερά των σταθμών αυτών σε Κακή Ποιότητα και τον P2 σε Μέτρια Ποιότητα. Η Οδηγία Πλαίσιο για τα Ύδατα 2000/60/ΕΚ έχει ορίσει ως αποδεκτή βιολογική - οικολογική ποιότητα των επιφανειακών ρεόντων υδάτων (όσον αφορά τα Διάτομα), τιμές Δεικτών υψηλότερες του 13 που αντιστοιχούν σε Καλή και Υψηλή ποιότητα (Πίνακας 29). Συνεπώς κανένας από τους τέσσερις σταθμούς δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές. 115
Αποτελέσματα ανά σταθμό δειγματοληψίας Πίνακας 34: Σταθμός P1 Number of species 11 Diversity 2.65 Population 475 Evenness 0.77 Genera number 6 IPS 4.5 Επικρατόυντα είδη Σχετική Αφθονία (%) Halamphora veneta (Kützing) Levkov 36.7 Nitzschia amphibia Grunow 24.0 Gomphonema parvulum (Kützing) Kützing var. parvulum 7.3 Planothidium frequentissimum(lange-bertalot) Lange-Bertalot 7.0 Halamphora montana (Krasske) Levkov 6.7 Navicula veneta Kützing 6.5 Gomphonema olivaceum (Hornemann) Brébisson var. olivaceum 6.1 Αυτοοικολογία επιλιθικών διατόμων σύμφωνα με τους Van Dam et al. (1994) και Denys (1991) Βιοκοινότητες Διατόμων - Μάρτιος 2013 Τροφικότητα Σαπροβιότητα Απαιτήσεις σε Οξυγόνο Απαιτήσεις ως προς την ταχύτητα του νερού Ανοχή ως προς την έκθεσή τους στον αέρα (υγρασία αεροφιλία) Εύτροφες Α-μεσοπολυσαπρόβιες Μέτριες Αδιάφορες Αερόφιλες Πίνακας 35: Σταθμός P2 Number of species 10 Diversity 2.07 Population 484 Evenness 0.62 Genera number 6 IPS 11.6 Επικρατόυντα είδη Σχετική Αφθονία (%) Gomphonema olivaceum (Hornemann) Brébisson var. olivaceum 58.3 Halamphora veneta (Kützing) Levkov 11.8 Planothidium frequentissimum(lange-bertalot) Lange-Bertalot 11.4 Nitzschia amphibia Grunow 6.6 Nitzschia linearis(agardh) W.M.Smith var.linearis 5.2 Αυτοοικολογία επιλιθικών διατόμων σύμφωνα με τους Van Dam et al. (1994) και Denys (1991) Βιοκοινότητες Διατόμων - Μάρτιος 2013 Τροφικότητα Εύτροφες Σαπροβιότητα Β-μεσοσαπρόβιες Απαιτήσεις σε Οξυγόνο Αρκετά Υψηλές Απαιτήσεις ως προς την ταχύτητα του νερού Αδιάφορες Ανοχή ως προς την έκθεσή τους στον αέρα (υγρασία αεροφιλία) Αποκλειστικά υδρόβιες 116
Πίνακας 36: Σταθμός P4 Number of species 12 Diversity 2.71 Population 469 Evenness 0.76 Genera number 6 IPS 3.5 Επικρατόυντα είδη Σχετική Αφθονία (%) Navicula veneta Kützing 32.2 Halamphora veneta (Kützing) Levkov 26.4 Nitzschia inconspicua Grunow 9.6 Nitzschia amphibia Grunow 7.2 Halamphora montana (Kützing) Levkov 6.8 Gomphonema olivaceum (Hornemann) Brébisson var. olivaceum 6.6 Gomphonema parvulum (Kützing) Kützing var. parvulum 5.8 Αυτοοικολογία επιλιθικών διατόμων σύμφωνα με τους Van Dam et al. (1994) και Denys (1991) Βιοκοινότητες Διατόμων - Μάρτιος 2013 Τροφικότητα Εύτροφες Σαπροβιότητα Α-μεσοπολυσαπρόβιες Απαιτήσεις σε Οξυγόνο Μέτριες Απαιτήσεις ως προς την ταχύτητα του νερού Αδιάφορες Ανοχή ως προς την έκθεσή τους στον αέρα (υγρασία - αεροφιλία) Αερόφιλες Πίνακας 37: Σταθμός P6 Number of species 11 Diversity 2.07 Population 452 Evenness 0.60 Genera number 6 IPS 2.4 Επικρατόυντα είδη Σχετική Αφθονία (%) Navicula veneta Kützing 52.0 Halamphora veneta (Kützing) Levkov 23.7 Nitzschia amphibia Grunow 9.5 Gomphonema olivaceum (Hornemann) Brébisson var. olivaceum 6.2 Αυτοοικολογία επιλιθικών διατόμων σύμφωνα με τους Van Dam et al. (1994) και Denys (1991) Βιοκοινότητες Διατόμων - Μάρτιος 2013 Τροφικότητα Σαπροβιότητα Απαιτήσεις σε Οξυγόνο Απαιτήσεις ως προς την ταχύτητα του νερού Ανοχή ως προς την έκθεσή τους στον αέρα (υγρασία αεροφιλία) Εύτροφες Α-μεσοπολυσαπρόβιες Χαμηλές Αδιάφορες Αερόφιλες 117
Οι παράμετροι της σαπροβιότητας και οι απαιτήσεις σε οξυγόνο ερμηνεύονται σύμφωνα με τον ακόλουθο υπόμνημα: Απαιτήσεις σε Οξυγόνο 1. Πολύ υψηλές (DO 100% sat.) 2. Αρκετά υψηλές (DO > 75% sat.) 3. Μέτριες (DO > 50% sat.) 4. Χαμηλές (DO > 30% sat.) 5. Πολύ χαμηλές (DO 10% sat.) Σαπροβιότητα 1. Ολιγοσαπρόβιο BOD 20 5 (mg l -1 ) < 2 2. Β-μεσοσαπρόβιο BOD 20 5 (mg l -1 ) 2-4 3. Α-μεσοσαπρόβιο BOD 20 5 (mg l -1 ) 4 13 4. Α-μεσοπολυσαπρόβιο BOD 20 5 (mg l -1 ) 13-22 5. Πολυσαπρόβιο BOD 20 5 (mg l -1 ) > 22 Συνοψίζοντας τα αυτοοικολογικά χαρακτηριστικά των βιοκοινοτήτων των βενθικών διατόμων του ρέματος της Πικροδάφνης από τους τέσσερις (4) σταθμούς δειγματοληψίας κατά την περίοδο της μελέτης παρατηρούμε τα εξής: - Ως προς την τροφικότητα, το σύνολο των βιοκοινοτήτων (100%) αντικατοπτρίζει ευτροφικές συνθήκες. - Ως προς την σαπροβιότητα, το 75% των βιοκοινοτήτων είναι τυπικές Α-μεσοπολυσαπρόβιων συνθηκών (BOD5 13-22 mg/l) και το υπόλοιπο 25% αναπτύσσεται σε Β-μέσοσαπροβιες συνθήκες (BOD5 2-4 mg/l) (Εικόνα 74). - Ως προς τις απαιτήσεις σε οξυγόνο, το 50% έχει μέτριες απαιτήσεις (>50% sat), το 25% χαμηλές (>30% sat) και το υπόλοιπο 25% αρκετά υψηλές (>75% sat) απαίτησης σε οξυγόνο (Εικόνα 75). - Όσον αφορά τον διατομικό δείκτη IPS κατά την περίοδο της δειγματοληψίας (Μάρτιος 2013), τρις από τους τέσσερις σταθμούς εμφάνισαν κακή ποιότητα και μόνο ένας σταθμός εμφάνισε μέτρια ποιότητα (Εικόνα 76). Σαπροβιότητα Α-μεσοπολυσαπρόβιες Β-μέσοσαπροβιες Εικόνα 74: Σαπροβιότητα των βιοκοινοτήτων του ρέματος Πικροδάφνης 118
Απαιτήσεις σε Οξυγόνο Μέτριες Χαμηλές Αρκετα Υψηλές Εικόνα 75: Απαιτήσεις σε οξυγόνο των βιοκοινοτήτων του ρέματος Πικροδάφνης Δείκτης IPS Κακή ποιότητα Μέτρια ποιότητα Εικόνα 76: Διατομικής δείκτης IPS του ρέματος Πικροδάφνης Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι πριν την δειγματοληψία (τέλος Φεβρουαρίου) είχε προηγηθεί μεγάλη νεροποντή. Το συμβάν αυτό μάλλον επηρέασε την δομή και σύνθεση των βιοκοινοτήτων πράγμα που αντανακλάτε από την παρουσία και την υψηλή σχετική αφθονία ειδών που ευδοκιμούν σε εφήμερα νερά όπως το Gomphonema olivaceum (Hornemann) Brébisson var. Olivaceum και Halamphora veneta (Kützing) Levkov. Παρόλο αυτά στο σύνολο τους οι βιοκοινότητες των επιλιθικών διατόμων αποτελούνται από ανθεκτικά έως πολύ ανθεκτικά - σαπρόφιλα είδη. Είδη όπως το Planothidium frequentissimum (Lange-Bertalot), Nitzschia amphibia Grunow, Nitzschia inconspicua Grunow αυξάνουν τους πληθυσμούς τους όταν παρατηρείτε αύξηση στα επίπεδα των θρεπτικών συστατικών και του οργανικού φορτίου. Το είδος Gomphonema parvulum (Kützing) 119
Kützing var. parvulum αναπτύσσεται σε ακόμη εντονότερες συνθήκες ευτροφισμού και οργανικής ρύπανσης. Τέλος τα είδη Halamphora veneta (Kützing) Levkov και Navicula veneta Kützing τα οποία βρέθηκαν σε όλους τους σταθμούς και σε υψηλά ποσοστά είναι πολύ ανθεκτικά έως σαπρόφιλα είδη και αναπτύσσονται σε νερά όπου τα επίπεδα ευτροφισμού και η οργανική ρύπανση βρίσκονται σε δραματικά επίπεδα. Επίσης θα ήταν σκόπιμο να τονισθεί ότι το ρέμα της Πικροδάφνης εμφάνισε όμοια σχεδόν σύσταση των διατομικών βιοκοινοτήτων σε όλους τους σταθμούς όπου πραγματοποιήθηκαν οι δειγματοληψίες. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι το ρέμα δέχεται πιέσεις καθ' όλο το μήκος του, και σε συνδυασμό με την ελάχιστη ή και καθόλου ροή σε κάποια σημεία, δεν υπάρχει δυνατότητα αυτοκαθαρισμού. 120