ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ Αριστέα Σκούλικα Θα εκθειάσουμε την απόφαση του Χ Ιωαννίδη να γράψει τόσο προσωπικά για ένα ζήτημα τόσο δύσκολο. Μας βρίσκει σύμφωνους η επιλογή του να αναφερθεί στις θεωρητικές επεξεργασίες για την δυναμική των ομάδων και θεωρούμε ενδιαφέρουσα την άποψη του για την εμπλοκή στις θεωρητικές αντιπαραθέσεις εκτός των άλλων και ναρκισσικών διακυβευμάτων. Πρώτο ζήτημα Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η εποπτεία και η εκπαίδευση στην ψυχοθεραπεία,ήτοι το πλαίσιο «πρόσωπο με πρόσωπο»/ χαμηλή συχνότητα, παρέχει στον αναλυτή μια γνώση τεχνικής διαφορετική από εκείνη που παρέχεται κατά την εποπτεία τυπικών ψυχαναλυτικών περιπτώσεων. Αναφέρει ενδεικτικά την διαχείριση στοιχείων του πλαισίου, όπως είναι η οπτική επαφή θεραπευομένου αναλυτή, τα κενά μεταξύ των συναντήσεων, το γεγονός ότι υπάρχει θεραπευτικός στόχος. Ο συγγραφέας εξετάζει απόψεις (Aisenstein,2003) που υποστηρίζουν ότι η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία δεν υπάρχει, κι ότι η θεραπευτική εργασία με ασθενείς που δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε μια κλασική ανάλυση συνιστά όχι εργασία μικρότερης αξίας από μια ανάλυση αλλά κάτι διαφορετικό, το οποίο όμως για να επιτευχθεί απαιτεί πλήρη αναλυτική παιδεία από την πλευρά του προσώπου που την αναλαμβάνει. Θα προσθέταμε ότι σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς (Κωστούλας,2003, Μανωλόπουλος, 2003) η ψυχοθεραπευτική εργασία μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο δύσκολη από την τυπική ανάλυση και είναι ακριβώς για τον λόγο αυτό που απαιτεί από την πλευρά του θεραπευτή εμπειρία και υψηλή προσωπική ικανότητα. Η αυτοπεριγραφή του συγγραφέα δίδει την εντύπωση ότι η θεωρητική κατανόηση που πραγματοποιεί ως ψυχοθεραπευτής όπως και η στάση του στο εσωτερικό της ψυχοθεραπευτικής συνεργασίας δεν είναι ίδιες με εκείνες που υλοποιεί ως αναλυτής στο πλαίσιο της τυπικής ανάλυσης. Ο συγγραφέας ψυχοθεραπευτής επιδεικνύει βεβαίως ενδιαφέρον για το αντικείμενο «ασυνείδητη ψυχική λειτουργία», όμως ταυτόχρονα τον απασχολεί η εξωτερική πραγματικότητα του ασθενούς και υιοθετεί την τακτική να εξετάζει την εξέλιξη της εργασίας μέσω του ελέγχου των αποτελεσμάτων στο επίπεδο της εξωτερικής πραγματικότητας και ακόμη προχωρεί σε παρεμβάσεις που δεν αναφέρονται στον μεταβιβαστικό άξονα ή στα ασυνείδητα περιεχόμενα αλλά επιδιώκουν τον χειρισμό της εξωτερικής πραγματικότητας του 1
ασθενούς. Ο συγγραφέας αναλυτής κινείται διαφορετικά. Ασχολείται μόνο και χωρίς διφορούμενα με την ασυνείδητη εσωτερική σκηνή. Με αυτά τα δεδομένα ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι η εκπαίδευση στην ΨΨΘ καλλιεργεί μια στάση πιο πραγματιστική έναντι του ασθενούς όταν αυτή είναι απαραίτητη. Αυτό ανακινεί πληθώρα ερωτημάτων. Η συζήτηση παραπέμπει στην ανάγκη να προσαρμόζεται, στις δύσκολες περιπτώσεις, η τεχνική σε ειδικές ανάγκες του ασθενούς. Με την ίδια κίνηση τίθεται ερώτημα για την ίδια την τεχνική αυτής της προσαρμογής. Υπάρχουν άραγε καθοδηγητικές γραμμές χρησιμοποιήσιμες σε αυτές τις περιστάσεις; Θα αναφέρουμε το παράδειγμα της πρακτικής της «λειτουργίας επιφυλακής» που περιέγραψε η Ποταμιάνου (2004). Συνιστά έναν τύπο ακούσματος διαφορετικό από τον τυπικό. Μια στάση επιφυλακής συνυπάρχει με εκείνη της κυμαινόμενης προσοχής. Η διαφορά της από εκείνο που περιγράφεται από τον συγγραφέα ως προσαρμογή στις αυξημένες ανάγκες ενός υποκειμένου στο εσωτερικό της ψυχοθεραπευτικής εργασίας είναι ότι η «λειτουργία επιφυλακή» ενεργοποιείται έναντι των αιτημάτων της εσωτερικής πραγματικότητας και κατευθύνεται προς αυτήν και μόνο, όπως εξάλλου κάθε έκφραση και σκέψη του αναλυτή. Ίσως αυτή να είναι μια από τις καθοδηγητικές γραμμές που αναζητούσαμε. Κατανοούμε αυτή την πρακτική ως εμπλοκή ενός διαφοροποιημένου μέρους του ψυχισμού του αναλυτή, το οποίο διαχωριζόμενο από την κεντρική δέσμη των επενδύσεων και των συνήθων λειτουργικών γραμμών του, επικοινωνεί με ένα μέρος του ασθενούς, αρχαϊκού και σε κατάσταση ένδειας, ίσως πέραν του συμβολικού του λόγου. Αυτό δεν αναφέρεται στην εξωτερική πραγματικότητα. Μήπως στην πράξη το να συγχέονται και να αναμειγνύονται εξωτερική και εσωτερική πραγματικότητα προδίδει κάποια αμηχανία εν σχέσει προς τα υποσυστήματα στα οποία απευθυνόμαστε; Δεύτερο ζήτημα Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η ψυχανάλυση έχει επινοήσει μια τεχνική, που δεν χρειάζεται να μετασχηματίζεται, να επιδιώκει να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες, ή τέλος να την αφορούν οι επιστημονικές εξελίξεις. Αν κατανοούμε καλά τον συγγραφέα η ψυχανάλυση μπορεί να το κάνει αυτό επειδή, κατ αυτόν, φέρει σημαντικό πλούτο αφ εαυτής, ενδεχομένως ακόμη ανεξερεύνητο σε πολλές από τις πτυχές του, που της αρκεί για να παραμένει ζωντανή χωρίς να υποχρεούται σε μεταλλαγές και ουσιώδεις τροποποιήσεις. Είναι έτσι; Ας σημειωθεί εδώ το ανέφικτο και η τυφλότητα ενός τέτοιου εγκλεισμού, μιας και η οριοθέτηση ενός ιδίου πεδίου σκέψης δεν ισοδυναμεί με απομόνωση. Εξ άλλου, διερωτώμεθα αν η επιτυχημένη διατύπωση του Pontalis, στην οποία αναφέρεται ο συγγραφέας, ότι ο αναλυτής είναι «Ούτις», ήτοι ο «Κανένας» της απάντησης του Οδυσσέα προς τον Κύκλωπα, μας 2
παραπέμπει σε έναν χώρο «ποίησης» όπως μοιάζει να υποστηρίζει ο συγγραφέας. Θα τείναμε μάλλον να κατανοήσουμε τον «Ούτις» ως μια διατύπωση, συγγενή της σύγχρονης επιστημονικής λογικής, που αναγνωρίζει την αβεβαιότητα του παρατηρούντος και την περιπλοκότητα της σχέσης παρατηρών/παρατηρούμενο, καθώς επίσης και ως επιτυχημένη έκφραση του γεγονότος ότι η εξωτερική πραγματικότητα στην αναλυτική σχέση είναι μια αυταπάτη και ότι ο αναλυτής είναι οθόνη και μόνο, αλλά οθόνη ζώσα. Τρίτο ζήτημα Ο συγγραφέας υιοθετώντας προοπτικές σαν αυτή του Bion, ότι ο αναλυτής οδεύει στο εσωτερικό της αναλυτικής πράξης χωρίς επιθυμία και μνήμη, αποδέχεται ως ακρογωνιαία διάσταση της ανάλυσης την μη διανοητική της πλευρά. Σκεπτόμαστε ότι με το «μη διανοητική» εννοεί την παλινδρόμηση του αναλυτή ή «figurabilité» (εικονοποιητική μορφοποίηση) των Botella, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι αυτό ισοδυναμεί με μια εύλογη και θεμιτή εγκατάλειψη κάθε ιδέας περί επιστημονικότητας της ψυχανάλυσης. Φυσικά εκτός των άλλων εδώ τίθεται το ζήτημα της διαφοράς μεταξύ της διανοητικοποίησης, μίας άμυνας που μειώνει την κατανόηση και της διερεύνησης μέσω των δευτερογενών διαδικασιών, οι οποίες συνιστούν διεργασίες απαραίτητες στο διάβημα της αναζήτησης της γνώσης. Ο Bion μας δίδει ακριβώς μια ιδέα για το πώς μπορούμε να χρησιμοποιούμε την νοητική μας συσκευή χωρίς με την κίνηση αυτή να υποπίπτουμε σε διανοητικοποιητική διεργασία. Τέταρτο ζήτημα Κατά τον συγγραφέα το αναλυτικό αντικείμενο αποκτά υπόσταση μέσω μίας πράξης πίστης: την πίστη στην ύπαρξη του ασυνειδήτου. Νομίζουμε ότι ο Φρόιντ (1900,1933) διατύπωσε την υπόθεση του για το ασυνείδητο ερειδόμενος αποκλειστικά στα δεδομένα της πραγματικότητας. Κινητοποιήθηκε από την ανάγκη για μία έννοια και ένα αντικείμενο διερεύνησης που να ανταποκρίνεται στα αιτήματα που προκύπτουν από την πραγματικότητα της ψυχικής λειτουργίας. Υπέθεσε ότι ο χώρος του συνειδητού είναι ένας χώρος προβολών και ότι οι σημαντικές κινήσεις του υποκειμένου εκτυλίσσονται σε έναν υποθετικό χώρο, ο οποίος αποκαλύπτεται μέσω των αποτελεσμάτων του στον χώρο του συνειδητού και κυρίως μέσω μερικών παραδρομών κατά τους μετασχηματισμούς του. Θα αφήσουμε τα μεγάλα ερωτήματα που ανακινούνται μέσω αυτού και θα παραμείνουμε σε εκείνο που είναι σχετικό με το θέμα μας. Στην πραγματικότητα, ως προς αυτό δε αποστασιοποιούμεθα από τον συγγραφέα, εκείνο το οποίο διακρίνει την ψυχανάλυση από τις άλλες σύγχρονες θεωρίες για τον ψυχισμό, δεν είναι τόσο η παραδοχή της ασυνείδητης λειτουργίας 3
ως εμπειρικό δεδομένο- αλλά κυρίως η θεωρία των ενορμήσεων, καθώς επίσης και η θεώρηση της βιολογικής βάσης κάθε κλινικού φαινομένου. Η βιολογία διαδραματίζει εδώ ρόλο μήτρας των ενορμήσεων. Εκείνο που είναι σχετικό με το θέμα μας είναι τέλος ότι ο Φρόιντ είχε αποδώσει στο ασυνείδητο ιδιότητες που είναι εξερευνήσιμες, ακόμη κι αν δεν είναι επιδεκτικές στην εποχή μας επιστημονικών χειρισμών. Πέμπτο ζήτημα που δεν ετέθη Οι χειρισμοί του αναλυτή σε οιουδήποτε τύπου εργασία εξαρτώνται από την αντιμεταβιβαστική του διακίνηση και την επεξεργασία της, η οποία εξαρτάται με τη σειρά της από το βάθος της προσωπικής του ανάλυσης, καθώς επίσης και από τα προσωπικά του χαρίσματα. Θα διερωτηθούμε αν δεν είναι η πραγματικότητα της επίδρασης της προσωπικής του ανάλυσης επί του αναλυτή, σχεδόν απτή και ικανή να εκτιμηθεί, που καθορίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το βάθος και το εύρος της αναλυτικής του εξερεύνησης, ενώ η εκπαίδευση έρχεται δευτερογενώς να απεικονίσει και να σταθεροποιήσει μια αναλυτική ταυτότητα, σε ένα έδαφος ήδη καλλιεργημένο. Εν τέλει, και πάνω σε αυτό είμαστε όλοι σύμφωνοι, κάθε ΨΨΘ απαιτεί αναλυτική εργασία (Ποταμιάνου, 2004), η επίδραση της οποίας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, το δε βάθος και η ορθότητα της καθορίζουν την έκταση των ψυχικών περιοχών στον αναλυόμενο που θα φωτισθούν ή θα παραμείνουν τυφλές και σκοτεινές. Βιβλιογραφία Aisenstein M, 2003, Psychoanalytic Psychotherapy does not exist, in S Fischer Ed, Psychoanalysis and Psychotherapy, The controversies of the future, Karnac books. Botella C. et S., La figurabilité psychique, Delachaux et Niestlé, Lausanne, 2001. Freud S., The Interpretation of dreams, SE, IV, 1900. Freud S., New Introductory Lectures on Psychoanalysis, SE, XXII, 1933. Κωστούλας Γ.,2003, Σχετικά με την χρήση από τον ψυχαναλυτή του πλαισίου της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, συμπεριλαμβανομένων των οριακών και ψυχωτικών καταστάσεων, Χ Ζερβής επιμ., Πέντε ψυχαναλυτές μιλούν για την σχέση μεταξύ ψυχανάλυσης και ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, εκ Καστανιώτης. Μανωλόπουλος Σ, 2003, H ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία στην εκπαίδευση του ψυχαναλυτή, Χ Ζερβής επιμ.,(όπως πιο πάνω) 4
Potamianou A,.2003, Η ψυχαναλυτική πράξη, Χ Ζερβής επιμ. (όπως πιο πάνω). Potamianou A., 2004, Transformations and Resistances, Congress EPF, Sorrento. 5