ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Σχετικά έγγραφα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. MEΡOΣ A Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Περιεχόμενα ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Α ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ. Πρώτο Κεφάλαιο

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος. Συντομογραφίες..

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. Η πρωτότυπη κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας... 1

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... 4 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 5

1 Μνηστεία Επιστροφή δώρων και συμβόλων

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ)

Η ποινικοποίηση της διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα: Το διεθνές νομικό πλαίσιο και το παράδειγμα της Ελλάδας

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΥΝΗΘΗ ΛΑΘΗ ΚΑΙ ΑΣΤΟΧΙΕΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Ποινική ευθύνη στις σύγχρονες μορφές «ηλεκτρονικής λ ή απάτης» ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΥΛΗΣ

GEORGE BERKELEY ( )

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 3: Η ανάπτυξη της σκέψης του παιδιού Η γνωστική-εξελικτική θεωρία του J. Piaget Μέρος ΙI

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ (σελ. 1-14)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

09. Ποινικό Δίκαιο & Ποινική Δικονομία

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Κύριε εκπρόσωπε του Συμβουλίου της Ευρώπης, Κύριε Πρόεδρε του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας,

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΠΑΤΗ. Παναγιώτης Γεωργίου, CFE, CRMA Πρόεδρος HACFE

ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

Τηλ:

ΙΙ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος Φ. Δωρή... ΧΙ Προλογικό σημείωμα του συγγραφέα... XXXIII Συντομογραφίες... XLV

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0146(COD)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Η Δεοντολογία διδάσκει τη σωστή, την άψογη στάση και συμπεριφορά του γιατρού απέναντι στον άρρωστο συνάνθρωπό του, απέναντι στο συνάδελφό του και

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΑ: ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ NB (2002) σελ

Εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών - Οι λόγοι ποινικοποίησής τους

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 3: Δισσοί Λόγοι. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Θεοδωράκης, Γ., & Χασάνδρα, Μ. (2006). Θεσσαλονίκη. Εκδ. Χριστοδουλίδη

Ένωση Δικαίου Προστασίας Καταναλωτή. Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και προστασία του καταναλωτή

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

16/11/2016. Εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών - Οι λόγοι ποινικοποίησής τους

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Αντί προλόγου. Χολαργός, Ιούλιος 2014 Πόπη Χριστακάκου-Φωτιάδη

Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Τα νομικά πρόσωπα και οι κανόνες γνώσης - Μια πρόκληση για τη νομική σκέψη και πράξη

Αξιολόγηση Επιχειρήματος Θεωρία & Ασκήσεις

Αθήνα, 9 Νοεμβρίου 2007 Αριθ. Πρωτ. : 1549

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Περιορισμοί και Εξαιρέσεις

22/11/2008. Εκδήλωση- ενημέρωση- συζήτηση. με θέματα. «Ηθική και δεοντολογία στο επάγγελμα του οδοντιάτρου & Νομική προσέγγιση ιατρικής ευθύνης»

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

Επιχειρηματική Ηθική Τμήμα Λογιστικής και Χρηματ/μικής

Υποθετικές προτάσεις και λογική αλήθεια

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι Επιμέλεια: Χρήστος Φαρσαλιώτης Θέμα: Βασικά ζητήματα του εγκλήματος της απάτης Θεσσαλονίκη 2012

Περιεχόμενα Σελ. I. Εισαγωγή 1 II. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό 2 a. Η έννοια της περιουσίας προτεινόμενες θεωρίες 2 b. Σχέση περιουσίας ιδιοκτησίας 11 III. Αντικειμενική υπόσταση άδικο 13 a. Μία πρώτη επαφή με τα στοιχεία της 13 αντικειμενικής πλευράς b. Η έννοια του γεγονότος 14 c. Η παραπλανητική συμπεριφορά 31 1) Τρόποι τέλεσης της απάτης 31 2) Σχέση μεταξύ των τρόπων τέλεσης 34 3) Η έννοια του αθέμιτου 36 d. Πλάνη 38 1) Η έννοια της πλάνης και η θέση της στο 38 έγκλημα της απάτης 2) Δυνατότητα αυτοπροστασίας 42 συνυπαιτιότητα του θύματος 3) Η διατήρηση της πλάνης 46 e. Περιουσιακή διάθεση 47 1) Έννοια της περιουσιακής διάθεσης 47 2) Η τριγωνική απάτη 51 3) Ειδικά η απάτη στο δικαστήριο 53 f. Περιουσιακή βλάβη 57 1) Ο προσδιορισμός της περιουσιακής βλάβης 57 2) Η διακινδύνευση της περιουσίας ως βλάβη 59 IV. Υποκειμενική υπόσταση - ενοχή 61 a. Υπαιτιότητα 61 b. Υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση 61 c. Σχέση βλάβης σκοπούμενου οφέλους 64 d. Ζητήματα πλάνης 65 V. Απόπειρα 67 VI. Συμμετοχή 68 VII. Συρροή 70 a. Απάτη και υπεξαίρεση 70 b. Απάτη και πλαστογραφία 71 c. Άλλες χαρακτηριστικές περιπτώσεις συρροής 72 VIII. Ποινική κύρωση 75 IX. Επίλογος 76 X. Βιβλιογραφία 77

Ι. Εισαγωγή Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελούν τα βασικά ζητήματα του εγκλήματος της απάτης, όπως αυτό τυποποιείται στο άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ. Πρόκειται για ένα έγκλημα με μεγάλο θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον, το οποίο έχει απασχολήσει όσο λίγα τη νομολογία και την επιστήμη του ποινικού δικαίου. Εξάλλου, η διατήρηση της υπό εξέταση διάταξης ίδιας από την θέση σε ισχύ του Ποινικού Κώδικα μέχρι και σήμερα συνεπάγεται την επικαιρότητα του μεγαλύτερου τμήματος των σχετικών προβληματισμών. Ήδη με την πρώτη ανάγνωση του άρθρου 386 ΠΚ, καθίσταται εμφανές ότι πρόκειται για ένα πολύπλοκο έγκλημα, καθώς η διαδρομή από την πράξη του δράστη μέχρι το τελικό αποτέλεσμά της περνάει από αρκετά στάδια. Στα πλαίσια αυτής της σύνθετης αλληλουχίας, προκύπτουν δογματικά ζητήματα και προβλήματα που άπτονται της φιλοσοφίας του δικαίου, ενώ δίνονται αφορμές για δικαιοπολιτικούς προβληματισμούς. Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας, αρχικά θα επιχειρηθεί ο προσδιορισμός του προστατευόμενου εννόμου αγαθού, με την παράθεση των σχετικών θεωριών και την προσέγγιση του ιδιαίτερα ενδιαφέροντος ζητήματος της σχέσης ανάμεσα στο ποινικό και το αστικό δίκαιο στο χώρο των εγκλημάτων κατά περιουσιακών αγαθών. Στη συνέχεια θα εξετασθούν η πράξη του δράστη της απάτης και τα διαδοχικά αποτελέσματά της, ξεκινώντας από την κρίσιμη έννοια του γεγονότος, στην οποία θα δοθεί και ιδιαίτερη έμφαση. Στο επόμενο κεφάλαιο θα προσεγγισθεί η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και ιδίως ο πρόσθετος σκοπός του παράνομου περιουσιακού οφέλους. Τέλος, μετά τις αναφορές σε ζητήματα απόπειρας και συμμετοχής, θα εξετασθούν ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις συρροής. 1

II. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό a) Η έννοια της περιουσίας προτεινόμενες θεωρίες Το έγκλημα της απάτης τυποποιείται στο άρθρο 386 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο εντάσσεται στο εικοστό τέταρτο κεφάλαιο του κώδικα αυτού, με τον τίτλο εγκλήματα κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων. Με τις διατάξεις του ως άνω κεφαλαίου προστατεύεται το έννομο αγαθό της περιουσίας, με την προσέγγιση του οποίου θα ξεκινήσει η παρούσα εργασία. Ξεκινώντας από τη σημασία που έχει ο όρος στην καθημερινότητα, η αναφορά στην περιουσία κάποιου προσώπου ταυτίζεται με την αναφορά στα υπάρχοντά του, στο σύνολο των πραγμάτων που του ανήκουν. Ήδη από την πρώτη αυτή διαπίστωση, προκύπτει αφενός μεν η συγγένεια του εννόμου αγαθού της περιουσίας με αυτό της ιδιοκτησίας, καθώς το τελευταίο είναι ακριβώς το πράγμα που (έχει την ιδιότητα να) ανήκει σε κάποιο πρόσωπο 1, αφετέρου δε ο χαρακτήρας του πρώτου ως συνόλου, καθώς φαίνεται να μην ενδιαφέρει, για την έννοια της περιουσίας, το κάθε εξατομικευμένο πράγμα που ανήκει σε κάποιο πρόσωπο αλλά, το σύνολο των επιμέρους τέτοιων πραγμάτων. Σημειωτέον ότι η προσέγγιση αυτή της περιουσίας ως συνόλου στοιχείων γίνεται δεκτή σήμερα από τις υποστηριζόμενες, σχετικά με την ακριβή έννοια του εννόμου αγαθού της περιουσίας, θεωρίες, ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις ως προς τα απαρτίζοντα το σύνολο στοιχεία. Οι δύο βασικές απόψεις, που υποστηρίζονται σήμερα ως προς το ζήτημα αυτό, είναι η οικονομική και η νομικο-οικονομική ή, αλλιώς, ενδιάμεση θεωρία. Ωστόσο, σκόπιμο κρίνεται η προσέγγιση να ξεκινήσει από την, υποστηριζόμενη παλιότερα και πλέον εγκαταλελειμμένη, νομική θεωρία, καθώς μόνο έτσι είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί η σχετική με το έννομο αγαθό προβληματική συνολικά και να γίνουν κατανοητές οι άλλες δύο θεωρίες. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη νομική θεωρία, η οποία ήταν η επικρατούσα παλαιότερα, η περιουσία γίνεται αντιληπτή ως σύνολο περιουσιακών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κάποιου προσώπου, ανεξάρτητα από το αν αυτά έχουν 1 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, σελ. 331 επ. Πρβλ. Ι. Μανωλεδάκη Ν. Μπιτζιλέκη, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, 2004, σελ. 1 επ. 2

οικονομική αξία 2. Με βάση τον ορισμό αυτό, κρίσιμες για τον προσδιορισμό της περιουσίας είναι οι έννοιες δικαίωμα και υποχρέωση, όπως ορίζονται από το αστικό δίκαιο. Δεδομένης της σχέσης μεταξύ των δύο εννοιών, η περιουσιακή βλάβη θα συνίσταται στην απώλεια δικαιώματος ή στην ανάληψη υποχρεώσεως. Η νομική θεωρία για την περιουσία έχει επικριθεί για αρκετούς λόγους. Κατ' αρχάς, σωστά παρατηρείται ότι η έννοια η οποία δίνεται στην περιουσία με βάση τη θεωρία αυτή είναι σε άλλα σημεία υπερβολικά ευρεία και σε άλλα υπερβολικά στενή. Αφενός, αποσυνδέοντας τα δικαιώματα από την οικονομική τους αξία, η περιουσία, κατά την παραπάνω θεωρία, καταλήγει αναπόφευκτα να περιλαμβάνει και δικαιώματα χωρίς κάποιο οικονομικό περιεχόμενο, τα οποία, όμως, ούτε γίνονται εύκολα αντιληπτά ως κομμάτι της, ούτε φαίνονται άξια ποινικής προστασίας 3. Αφετέρου, πραγματικές καταστάσεις οι οποίες έχουν οικονομικό περιεχόμενο μένουν έξω από την έννοια της περιουσίας, καθώς δεν αποτελούν δικαιώματα με την έννοια του αστικού δικαίου 4. Η θέση ότι θα πρέπει να προστατεύεται ποινικά ως τμήμα της περιουσίας κάποιου το δικαίωμα κυριότητας σε ένα αντικείμενο, το οποίο έχει μόνο συναισθηματική αξία, και όχι μια βάσιμη προσδοκία οικονομικού χαρακτήρα, η οποία δεν αποτελεί δικαίωμα, δεν μπορεί μάλλον να γίνει αποδεκτή. Περαιτέρω, όπως ειπώθηκε παραπάνω, με βάση τη νομική θεωρία, η περιουσιακή ζημία θα συνίσταται στην απώλεια δικαιώματος ή στην ανάληψη υποχρέωσης. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το πώς θα εκτιμηθεί η μεταβολή στην περιουσία κάποιου ο οποίος ταυτόχρονα αποκτά δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις ή κάποιου ο οποίος χάνει ένα δικαίωμα του, λαμβάνοντας οικονομικό αντάλλαγμα. Αυτό, εξάλλου, είναι και το σύνηθες στο πλαίσιο των οικονομικών συναλλαγών, όπου κυριαρχούν οι αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. Στις περιπτώσεις αυτές φαίνεται η αδυναμία της νομικής θεωρίας, η οποία πηγάζει ακριβώς από το γεγονός ότι αντιμετωπίζει την περιουσία ως άθροισμα δικαιωμάτων και όχι σαν οικονομικό σύνολο, ώστε να είναι δυνατόν να γίνει συμψηφισμός κέρδους και ζημίας 5. Για τον 2 Βλ. σχετικά Α. Αποστολίδου, Απάτη Η πλάνη ως αποτέλεσμα πράξης εξαπάτησης και η περιουσιακή διάθεση στο έγκλημα της απάτης, σελ. 80 επ., Χ. Μυλωνόπουλου, Ποινικό Δίκαιο ειδικό μέρος (άρθρα 372-406 Π.Κ.), Β έκδοση, σελ. 369, Α. Παπαδαμάκη, Τα περιουσιακά εγκλήματα, σελ. 6, Δ. Σπινέλλη, Ποινικό Δίκαιο ειδικό μέρος εγκλήματα κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών, τ. Β', σελ. 15-16. 3 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 7. 4 Βλ. Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 81, Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 370. 5 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 7. 3

λόγο αυτό, το κριτήριο που απομένει είναι η υποκειμενική στάση του παθόντος, το αν δηλαδή θεωρεί την παροχή αντίστοιχη με την αντιπαροχή 6. Ωστόσο, με την εξάρτηση της ζημίας από την υποκειμενική στάση του παθόντος, όπως ορθά παρατηρείται, μεταβάλλεται η φυσιογνωμία του εννόμου αγαθού της περιουσίας, αφού με τα σχετικά εγκλήματα θα προσβάλλεται στην ουσία η ελευθερία του παθόντος, και διευρύνεται αφόρητα το αξιόποινο 7. Ενόψει των παραπάνω προβλημάτων της νομικής θεωρίας, μάλλον δικαιολογημένα λέγεται 8 ότι «η άποψη αυτή φαίνεται να αποστασιοποιείται από την οικονομική πραγματικότητα, αποτελώντας ένα θεωρητικό οικοδόμημα προορισμένο να εξυπηρετήσει μόνο θεωρητικές απαιτήσεις». Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στο αστικό και το ποινικό δίκαιο. Με αφορμή την κομβική, στα πλαίσια της νομικής θεωρίας, σημασία της έννοιας του δικαιώματος, όπως αυτό ορίζεται από το αστικό δίκαιο, υποστηρίζεται 9 ότι η όποια εμμονή στο ρευστό χώρο του δικαιώματος θα δημιουργούσε μια ανεπιθύμητη προσκόλληση σε ορισμούς του αστικού δικαίου και θα καθιστούσε τις σχετικές διατάξεις του ποινικού κώδικα ελαστικές και δευτερογενείς. Το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στο αστικό και το ποινικό δίκαιο θα εξεταστεί αναλυτικότερα στη συνέχεια, στα πλαίσια της αντιπαράθεσης μεταξύ της οικονομικής και της νομικο-οικονομικής θεωρίας. Ωστόσο, ήδη έχει φανεί ότι η έννοια του δικαιώματος δεν μπορεί να δώσει λύσεις στα προβλήματα που ανακύπτουν και ότι η πρόκριση της νομικής θεωρίας, η οποία στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε έννοιες του αστικού δικαίου, οδηγεί σε μη αποδεκτά συμπεράσματα. Εξάλλου, είναι αμφίβολο αν κάθε απώλεια δικαιώματος θα πρέπει να ενδιαφέρει και το ποινικό δίκαιο, το οποίο ως γνωστόν λειτουργεί, ως ultimum remedium, επικουρικά σε σχέση με την προστασία που παρέχουν οι άλλοι κλάδοι του δικαίου 10. Κατά την οικονομική θεωρία, ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις σε επίπεδο ορολογίας μεταξύ των υποστηρικτών της, περιουσία είναι η συνολική χρηματική αξία των αγαθών που ανήκουν σε ένα πρόσωπο 11. Η θεωρία αυτή, ξεκινώντας από 6 Βλ. A. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 81-82. 7 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 370. 8 Βλ. Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 82. 9 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 10. 10 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 12 11 Βλ. Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 82, Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 370, Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 7, Δ. Σπινέλλη, ο.π., σελ. 16-17 4

εντελώς διαφορετική αφετηρία από τη νομική, φαίνεται να δίνει λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η τελευταία. Η περιουσία αντιμετωπίζεται ως σύνολο πραγμάτων, τα οποία έχουν χρηματική αξία. Με τον τρόπο αυτό δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του εννόμου αγαθού πράγματα χωρίς οικονομική αξία όπως και τα σχετικά δικαιώματα πάνω σε αυτά, ενώ περιλαμβάνονται πραγματικές καταστάσεις που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα. Με την έννοια αυτή, θα πρέπει να ενταχθούν στην έννοια της περιουσίας η εργατική δύναμη, η κατοχή πραγμάτων, η σταθερή πελατεία μιας επιχείρησης αλλά και προσδοκίες 12. Ειδικά ως προς τις τελευταίες, επισημαίνεται ότι η θεώρηση μιας προσδοκίας ως στοιχείου της περιουσίας θα πρέπει να είναι απαλλαγμένη από αόριστες αναγωγές και οπωσδήποτε θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται και να συνυπολογίζεται ως παρούσα οικονομική αξία 13. Σε αντίθετη περίπτωση η ασάφεια του εννόμου αγαθού και η συνεπακόλουθη διεύρυνση του αξιοποίνου φαίνεται προβληματική. Παραπέρα, ο υπολογισμός της περιουσιακής βλάβης ή του περιουσιακού οφέλους αποστασιοποιείται από την υποκειμενική διάθεση του παθόντος και γίνεται με αντικειμενικό τρόπο, συνιστάμενος στον συμψηφισμό της μείωσης της περιουσίας με το τυχόν οικονομικό πλεόνασμα που συνδέεται άμεσα με τη μείωση αυτή 14. Με άλλα λόγια, σημασία έχει η σύγκριση της περιουσίας κάποιου, ως συνολικής αξίας των αγαθών που του ανήκουν, πριν και μετά από κάποια συναλλαγή. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, ο τρόπος απόκτησης των αγαθών δεν έχει σημασία για την ποινική προστασία της περιουσίας, με αποτέλεσμα να αποτελούν κομμάτι της περιουσίας κάποιου και τα αγαθά η κτήση των οποίων αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη. Για παράδειγμα, με βάση τη θεωρία αυτή, απάτη τελεί και αυτός που με ψευδείς παραστάσεις πείθει τον κλέφτη να του δώσει το κλοπιμαίο. Σε αυτό το τελευταίο σημείο έγκειται και η διαφοροποίηση της ενδιάμεσης νομικο-οικονομικής θεωρίας. Η τελευταία αντιμετωπίζει την περιουσία ως το σύνολο των αγαθών ενός προσώπου που έχουν οικονομική αξία, εφόσον επιδοκιμάζονται ή, τουλάχιστον, δεν αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη 15. Συνεπώς, αν κάποιο 12 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 16-17. 13 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 16. 14 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 8 15 Βλ. Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 84, Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 373, Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 8, Δ. Σπινέλλη, 5

πρόσωπο εξουσιάζει μόνο αγαθά τα οποία επιδοκιμάζονται ή, τουλάχιστον, δεν αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη, η ποινικά προστατευόμενη περιουσία του θα είναι η ίδια, όποια από τις δύο θεωρίες κι αν υιοθετηθεί. Ωστόσο, αν το πρόσωπο αυτό εξουσιάζει και αγαθά τα οποία απέκτησε με μη νόμιμο τρόπο, η προστασία αυτών ως τμήμα της περιουσίας του θα εξαρτηθεί από την αποδοχή της μίας ή της άλλης θεωρίας, καθώς, σύμφωνα με την νομικο-οικονομική θεωρία, τα αγαθά αυτά δε θα πρέπει να υπολογιστούν ως τμήμα της περιουσίας του. Επισημαίνεται ότι, μεταξύ των υποστηρικτών της εξεταζόμενης θεωρίας, διατυπώνονται διαφορετικές απόψεις ως προς το κριτήριο βάσει του οποίου θα συμπεριλαμβάνονται ή θα αποκλείονται τα διάφορα αγαθά από την έννοια της περιουσίας 16. Κοινό σημείο είναι, όπως ειπώθηκε παραπάνω, η νομική αξιολόγηση των αγαθών αυτών. Η διαφωνία έγκειται στο αν θα πρέπει τα αγαθά να επιδοκιμάζονται από την έννομη τάξη, ή αρκεί να μην αποδοκιμάζονται από αυτή. Δηλαδή, κατά τους υποστηρικτές αυτής της θεωρίας, ή, μάλλον ορθότερα, αυτών των θεωριών, είναι δεδομένη η σύνδεση της ποινικής προστασίας της περιουσίας με το αστικό δίκαιο και ζητούμενο είναι το εύρος της σύνδεσης αυτής. Πέρα από τις παραπάνω τρεις σημαντικότερες θεωρίες, υποστηρίζονται, κυρίως στη γερμανική επιστήμη, και άλλες απόψεις σχετικά με την έννοια της περιουσίας 17. Η κυριότερη από αυτές, μάλλον, είναι η λεγόμενη προσωπική έννοια της περιουσίας, κατά την οποία η ζημία πρέπει να εντοπίζεται στη μείωση της οικονομικής δυνατότητας του συγκεκριμένου φορέα περιουσίας. Προτείνεται, δηλαδή, ένα εξατομικευμένο κριτήριο για την περιουσιακή ζημία, το οποίο σχετίζεται με τη χρησιμότητα των διαφόρων περιουσιακών στοιχείων για τον παθόντα. Η θεωρία αυτή, στο βαθμό που δεν καταλήγει σε μία υποκειμενικοποίηση της έννοιας της περιουσιακής βλάβης αλλά απλώς προτείνει τη συνεκτίμηση και αντικειμενικών εξατομικευμένων κριτηρίων φαίνεται να μπορεί να συμβάλλει στην εκτίμηση του αν υπάρχει ή όχι περιουσιακή βλάβη σε κάποιες περιπτώσεις 18. Ανεξάρτητα από τη χρησιμότητα της θεωρίας αυτής και άλλων απόψεων για το ο.π., σελ. 18. 16 Για τις απόψεις αυτές βλ. αναλυτικά Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 86-88. 17 Βλ. Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 88 επ, Ν. Πατεράκη, σε συλλογικό τόμο, Το έγκλημα της απάτης, σελ. 100-101. 18 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 376 και 505-507, του ίδιου, Περιουσιακή βλάβη σε περιπτώσεις ισάξιας αντιπαροχής. Η προσωπική πλευρά της ζημίας στην απάτη, σε Εφαρμογές Ποινικού Δικαίου, σελ. 144 επ., Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 15 και 139, Ν. Πατεράκη, ο.π., 116-117, Δ. Σπινέλλη, ο.π., σελ. 18 και 98. 6

έννομο αγαθό της περιουσίας, το σημαντικό ζήτημα παραμένει η επιλογή ανάμεσα στην οικονομική θεωρία, η οποία είναι η κρατούσα στη νομολογία και στηρίζεται από τμήμα της θεωρίας και κάποια παραλλαγή της νομικο-οικονομικής, η οποία είναι η κρατούσα στη θεωρία 19. Στο επίκεντρο της συζήτησης για την ορθότητα της μίας ή της άλλης θεωρίας βρίσκεται η σχέση ανάμεσα στους κλάδους του δικαίου. Ήδη παραπάνω επισημάνθηκε ότι η πλήρως εξαρτημένη από έννοιες του αστικού δικαίου σύλληψη του εννόμου αγαθού της περιουσίας κατά τη νομική θεωρία προκαλούσε προβλήματα, οδηγούσε σε αδιέξοδα και δεν είχε, σε τελική ανάλυση, επαφή με την οικονομική πραγματικότητα. Οι υποστηρικτές της νομικο-οικονομικής θεωρίας αναγνωρίζουν μεν τα προβλήματα μιας εκτεταμένης σύνδεσης του ποινικού με το αστικό δίκαιο, απορρίπτουν δε και την πλήρη ανεξαρτησία της ποινικής προστασίας της περιουσίας από τις ρυθμίσεις του ιδιωτικού δικαίου που διέπουν την κτήση των διαφόρων αγαθών. Το βασικό επιχείρημα της πλευράς αυτής είναι ότι η προστασία από το ποινικό δίκαιο αγαθών τα οποία άλλοι κλάδοι του δικαίου αποδοκιμάζουν συνιστά μια αντίφαση μέσα στο όλο σύστημα της έννομης τάξης ή αλλιώς ότι η εφαρμογή της, αμιγούς όπως αποκαλείται, οικονομικής θεωρίας παραβιάζει την αρχή της ενότητας της έννομης τάξης 20. Στην ίδια κατεύθυνση προτείνεται και το επιχείρημα ότι το ποινικό δίκαιο, αποτελώντας ultimum remedium για την προστασία των εννόμων αγαθών, δε θα πρέπει να επεμβαίνει στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η περιουσία δεν προστατεύεται αστικά 21. Περαιτέρω, υποστηρίζεται ότι η οικονομική θεωρία ενέχει αοριστία περί τον προσδιορισμό των ορίων της περιουσίας 22 και ότι καταλήγει σε άτοπα και αντινομίες, αδυνατώντας τελικά να λειτουργήσει χωρίς να λάβει υπόψη δικαιικές αξιολογήσεις 23. 19 Για διεξοδική παρουσίαση των θέσεων που έχουν εκφραστεί στην ελληνική θεωρία, καθώς και τη στάση της νομολογίας βλ. Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 97 επ. και 106 επ. 20 Βλ. Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 119, Δ. Σπινέλλη, ο.π., σελ. 18, Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 371, ο οποίος ολοκληρώνει την κριτική του στην οικονομική θεωρία υποστηρίζοντας ότι Η έννοια της περιουσίας, όμως, ακόμη και υπό την πλέον ακραία οικονομική θεώρησή της, δεν βρίσκεται σε χώρο εκτός δικαίου αλλά μπορεί να νοηθεί μόνον στο πλαίσιο συγκεκριμένης έννομης τάξης. Αποτελεί έννομο αγαθό. Ώστε η αμιγής οικονομική θεωρία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή (ο.π., σελ. 373). 21 Βλ. Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 119, Ν. Πατεράκη, ο.π., σελ. 99. 22 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 371, Δ. Σπινέλλη, ο.π., σελ. 17. 23 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 371-373, όπου και παραδείγματα περιπτώσεων στις οποίες, κατά τον συγγραφέα, η οικονομική θεωρία καταλήγει σε μη αποδεκτές λύσεις χωρίς τη συνεκτίμηση δικαιικών αξιολογήσεων. 7

Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της οικονομικής θεωρίας, το κύριο είναι η διαφύλαξη της οικονομικής διάστασης του εννόμου αγαθού της περιουσίας, μιας και επηρεασμός του από έννοιες άλλων κλάδων του δικαίου θα μετέτρεπε την περιουσία σε ένα ετεροκαθοριζόμενο νομικό μόρφωμα 24. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η αποδοκιμαζόμενη, ως έγκλημα κατά της περιουσίας, περιουσιακή μετατόπιση συνεχίζει να ενδιαφέρει την έννομη τάξη ανεξάρτητα από το status νομιμότητας της περιουσιακής κατάστασης του θύματος. Με άλλα λόγια, η εξαπάτηση ενός κλέφτη ή ενός απατεώνα συνεχίζει να αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη ως παράνομη περιουσιακή μετακίνηση 25. Παραπέρα, υποστηρίζεται ότι η διάκριση των αγαθών που θα συναποτελούσαν την περιουσία κάποιου με βάση τη νομιμότητα του τρόπου απόκτησής τους δημιουργεί προβλήματα στον προσδιορισμό του προστατευόμενου εννόμου αγαθού, τόσο γενικά όσο και ενόψει μιας συγκεκριμένης προσβολής του 26. Τέλος, επισημαίνεται ότι αυτή η ερμηνευτική εκδοχή είναι συμβατή και με όσα ισχύουν σχετικά με το συγγενικό έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας, όπου γίνεται δεκτή η δυνατότητα τέλεσης κλοπής σε βάρος κλέφτη 27. Εξετάζοντας τα παραπάνω επιχειρήματα των δύο πλευρών και ξεκινώντας από το κεντρικό ζήτημα της σχέσης μεταξύ των κλάδων του δικαίου, επισημαίνεται ότι ο ρόλος του ποινικού δικαίου δεν είναι να ρυθμίζει αστικής φύσεως διαφορές, αλλά να αντιμετωπίζει προσβολές αγαθών. Ειδικότερα στα περιουσιακά εγκλήματα, η προσβολές αυτές συνίστανται σε συγκεκριμένες επιλήψιμες περιουσιακές βλάβες και μεταθέσεις. Υποθέτοντας ότι γίνεται δεκτή ως ορθότερη η οικονομική θεωρία για την περιουσία, η προστασία, ως τμήματος της περιουσίας, και αγαθών αποκτηθέντων με τρόπο που αποδοκιμάζεται από άλλους κλάδους του δικαίου, ή ακόμα και από το ίδιο το ποινικό δίκαιο, δε συνεπάγεται σε καμία περίπτωση και νομιμοποίηση της απόκτησής τους. Η αντιμετώπιση των μεταθέσεων και των βλαβών αυτών είναι διαφορετικό θέμα από την αντιμετώπιση, από αστική ή ποινική σκοπιά, της προηγούμενης συμπεριφοράς του φορέα της περιουσίας 28. Το γεγονός 24 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 11. 25 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Η απειλή κινδύνου χειροτερεύσεως της ενεστώσης περιουσιακής καταστάσεως ως περιουσιακή βλάβη και η αντιστοιχία ζημίας και οφέλους εν τω εγκλήματι της απάτης, ΠοινΧρ 1971, σελ. 2, σημείωση 6, Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 11-12. 26 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ 12-13. 27 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 13. Πρβλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 375-376, ο οποίος θεωρεί τις περιπτώσεις διαφορετικές. 28 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 11-12. 8

ότι η έννομη τάξη αποδοκιμάζει την ύπαρξη ενός περιουσιακού στοιχείου στη σφαίρα του θύματος της απάτης, δε σημαίνει ότι θα πρέπει και να αποδεχτεί, ειδικά για το στοιχείο αυτό, μια κατά τα άλλα επιλήψιμη περιουσιακή μετάθεση με εξαπάτηση. Όσον αφορά στο ενδιαφέρον επιχείρημα ότι το ποινικό δίκαιο αποτελεί ultimum remedium και δεν μπορεί να επεμβαίνει στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες κατά το αστικό δίκαιο δεν επέρχεται κάποια συνέπεια αστικής φύσης, θα πρέπει να γίνουν κάποιες παρατηρήσεις. Πραγματικά, η ακυρότητα μιας παράνομης ή ανήθικης δικαιοπραξίας έχει ως επακόλουθο να θεωρείται ότι δεν έγινε ποτέ. Με την έννοια αυτή, ο πληρωμένος δολοφόνος που δεν πληρώθηκε καθόλου ή πληρώθηκε με πλαστά χαρτονομίσματα δεν μπορεί να αναζητήσει την αμοιβή του με βάση τη συμφωνία που είχε κάνει. Εξάλλου, σύμφωνα με το 907 ΑΚ, δεν είναι δυνατή η αναζήτηση, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, παροχής η οποία έγινε για αιτία ανήθικη, αν αυτή αφορά και το δότη. Ωστόσο, και πάλι τονίζεται ότι το ερώτημα για το ποινικό δίκαιο δεν είναι το αν ο δολοφόνος ή ο έμπορος ναρκωτικών που εξαπατήθηκε μπορεί να αναζητήσει την αμοιβή του. Αν έτσι είχαν τα πράγματα και εξεταζόταν το ίδιο ζήτημα από δύο σκοπιές, το επιχείρημα σχετικά με τον ρόλο του ποινικού δικαίου ως τελευταίου καταφύγιου θα ήταν μάλλον αποφασιστικό. Αντιθέτως, όπως ειπώθηκε και ακριβώς παραπάνω, στο επίκεντρο του ποινικού ενδιαφέροντος βρίσκεται η ετεροπροκαλούμενη περιουσιακή μετάθεση και όχι η τακτοποίηση της διαφοράς σχετικά με την εγκληματική αξίωση των παραπάνω παραδειγμάτων. Περαιτέρω, η προσπάθεια διάκρισης της περιουσίας σε άξια και μη άξια προστασίας, έρχεται σε αντίθεση με τη σύλληψή της ως συνόλου και οδηγεί, για αυτό το λόγο, σε αδιέξοδο. Στην συντριπτική πλειοψηφία των προτεινόμενων, από τους υποστηρικτές της νομικό-οικονομικής θεωρίας, παραδειγμάτων, η προβληματική παρουσιάζεται μάλλον απλουστευμένα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του εμπόρου ναρκωτικών ο οποίος πληρώνεται με πλαστά χαρτονομίσματα από τον αγοραστή 29. Στο τελευταίο, η εξαπάτηση του θύματος, ανεξάρτητα από το αν είναι αξιόποινη ή όχι, πραγματοποιείται στα πλαίσια μιας εγκληματικής συναλλαγής, από τον ίδιο τον συναλλασσόμενο, ενώ το χρηματικό ποσό το οποίο αποτελεί αντικείμενο 29 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ.374 9

της άκυρης αξίωσης του θύματος δεν περνάει ποτέ στην κατοχή του και δεν αναμιγνύεται με τα υπόλοιπα χρήματά του. Για τους λόγους αυτούς, η διάσπαση της περιουσίας σε αυτές τις περιπτώσεις μη ικανοποίησης εγκληματικών αξιώσεων δε φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ιδιαίτερα προβληματική. Ωστόσο πρέπει να επισημανθεί ότι, σε περίπτωση που υιοθετηθεί με συνέπεια η νομικο-οικονομική θεωρία, το τμήμα εκείνο των αγαθών κάποιο, το οποίο έχει αποκτηθεί με επιλήψιμους τρόπους, θα πρέπει να μείνει εκτός ποινικής προστασίας, όχι μόνο κατά το χρόνο απόκτησής του και στα πλαίσια της ίδιας της επιλήψιμης συναλλαγής, αλλά και στη συνέχεια. Έτσι, η περιουσιακή μετάθεση με εξαπάτηση θα συνιστά ή όχι απάτη, ανάλογα με τον τρόπο απόκτησης των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων από το θύμα στο παρελθόν. Η δυσκολία διάκρισης της περιουσίας σε τμήματα και προσδιορισμού της νομιμότητας του καθενός είναι προφανής ειδικά στις περιπτώσεις που το επιλήψιμο τμήμα της, είτε ήταν εξαρχής χρηματικό, είτε μετατράπηκε σε τέτοιο στην πορεία και αναμίχθηκε με τα υπόλοιπα, αποδεκτά από την έννομη τάξη, χρήματα του φορέα της περιουσίας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του φοροφυγά 30, στην περίπτωση του οποίου η προσπάθεια διάκρισης της περιουσίας του σε νόμιμη και παράνομη είναι μάταιη. Σε κάθε περίπτωση, η αποδοχή της νομικο-οικονομικής θεωρίας δυσχεραίνει ιδιαιτέρως τον ακριβή προσδιορισμό του εννόμου αγαθού. Η θέση ότι η οικονομική θεωρία είναι αυτή που ενέχει αοριστία στο συγκεκριμένο θέμα, φαίνεται μάλλον να στηρίζεται σε περιπτώσεις επιλήψιμων προσδοκιών που θα πρέπει, υποτίθεται, να ενταχθούν στην έννοια της περιουσίας με βάση τη θεωρία αυτή 31. Ωστόσο, το πρόβλημα μάλλον είναι η ίδια η συμπερίληψη αφηρημένων προσδοκιών, οι οποίες δε συνυπολογίζονται ως παρούσα οικονομική αξία, στην έννοια της περιουσίας και όχι το αν αυτές είναι νόμιμες ή παράνομες. Τέλος, ο αποκλεισμός τμήματος των αγαθών κάποιου προσώπου από την ποινική προστασία, καθώς αυτά έχουν αποκτηθεί με επιλήψιμο τρόπο, θα άνοιγε το δρόμο για πράξεις αυτοδικίας που δύσκολα μπορεί να γίνουν αποδεκτές 32. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, ορθότερη φαίνεται η υιοθέτηση της οικονομικής θεωρίας για το έννομο αγαθό της περιουσίας. Η θεωρία αυτή, με την συμπερίληψη 30 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 13. Πρβλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 515-516. 31 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 372, όπου αναφέρεται το παράδειγμα της πραγματικής δυνατότητας κάποιου να κλέψει τους καρπούς από τον κήπο του γείτονα που λείπει σε μακρινό ταξίδι. 32 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 12. 10

στην έννοια της περιουσίας των αγαθών με οικονομική αξία που ανήκουν σε κάποιο πρόσωπο, περιορίζει την έννοια του εννόμου αγαθού στα πράγματα που γίνονται αντιληπτά ως περιουσία του προσώπου αυτού, ενώ ταυτόχρονα αποφεύγοντας την προσκόλληση στην έννοια του δικαιώματος επιτρέπει να συμπεριληφθούν και πραγματικές καταστάσεις με οικονομική αξία. Ταυτόχρονα, η αντιμετώπιση της περιουσίας ως συνόλου συνάδει με τη φύση του πράγματος και δίνει λύση στις περιπτώσεις όπου προκύπτει ανάγκη συμψηφισμού οφέλους και ζημίας. Εξάλλου, η διάκριση των αγαθών με βάση το νόμιμο ή μη του τρόπου απόκτησής τους, προκειμένου να λύσει μια, μάλλον μη υπαρκτή, αντίφαση, καταλήγει να δημιουργεί προβλήματα στη σύλληψη του εννόμου αγαθού ως συνόλου και στον προσδιορισμό του ποινικά προστατευόμενου τμήματος της περιουσίας. Σε τελική ανάλυση φαίνεται ότι η λύση όσον αφορά στην έννοια του εννόμου αγαθού της περιουσίας δίνεται, όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί με αφορμή άλλο θέμα περιουσιακού ποινικού δικαίου 33, μέσω του απεγκλωβισμού της ποινικής σκέψης από την δουλική υποταγή της στην αστικολογική εννοιολογία. b) Σχέση περιουσίας ιδιοκτησίας Από την επιχειρηθείσα παραπάνω προσέγγιση του εννόμου αγαθού περιουσία, προέκυψε αυτό που είχε ήδη διαπιστωθεί εισαγωγικά, ήτοι η συγγένεια μεταξύ του εξεταζόμενου εννόμου αγαθού και του εννόμου αγαθού της ιδιοκτησίας. Το τελευταίο, σύμφωνα με μία ρεαλιστική φυσιοκρατική προσέγγιση του θέματος, είναι το πράγμα που ανήκει σε κάποιο πρόσωπο κατά τους ορισμούς του νόμου ή, με άλλα λόγια, το υλικό αντικείμενο της κυριότητας 34. Καθώς η περιουσία, όπως ορίστηκε παραπάνω, αποτελείται από το σύνολο των αγαθών που ανήκουν σε κάποιο πρόσωπο, τα δύο έννομα αγαθά κατά κανόνα θα συμπίπτουν, με την έννοια ότι το κάθε πράγμα που ανήκει σε κάποιον θα συνιστά ταυτοχρόνως ιδιοκτησία του και τμήμα της περιουσία του. Ωστόσο, είναι δυνατόν κάποιο αγαθό το οποίο ανήκει σε κάποιον να μην αποτελεί τμήμα της περιουσίας του, όταν δεν έχει οικονομική αξία. Εξάλλου, στα πλαίσια της περιουσίας 33 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικά Varia, ΠοινΧρ 1995, σελ. 692. 34 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, σελ. 332. 11

προστατεύονται και αγαθά τα οποία δεν είναι πράγματα, όπως δικαιώματα που είναι αποτιμητά σε χρήμα. Ο διαχωρισμός των δύο εννοιών θα πρέπει να εξηγηθεί ιστορικά. Στα πλαίσια των οικονομικών δραστηριοτήτων και σχέσεων που κυριαρχούσαν στο νεοελληνικό κράτος μετά την απελευθέρωση, η αναγκαιότητα προστασίας της ιδιοκτησίας, η οποία προσβαλλόταν με πιο παραδοσιακά εγκλήματα, ήταν εξαιρετικά μεγαλύτερη από αυτήν της περιουσίας, με λογικό επακόλουθο τη διαφοροποίηση των δύο εννοιών 35. Παρά την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας στα επόμενα χρόνια και τη σταδιακή επέκταση πολυπλοκότερων οικονομικών σχέσεων και συναλλαγών, φαίνεται ότι η περιουσία συνέχισε να αντιμετωπίζεται σαν κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από την ιδιοκτησία. Ωστόσο, η αντίληψη αυτή που κυριάρχησε και κατά τη σύνταξη του ισχύοντος ποινικού κώδικα δεν είναι σίγουρο ότι υπηρετεί πάντα την ουσία του πράγματος, καθώς, πρόκειται κατά κανόνα για ένα αγαθό, θεωρούμενο από διαφορετική οπτική γωνία 36. Ανεξάρτητα από την ορθότητα της επιλογή της προστασίας των δύο όψεων του αγαθού σε διαφορετικά κεφάλαια του ποινικού κώδικα, σε πρακτικό επίπεδο θα πρέπει να αποκλεισθεί η αληθινή συρροή εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας με τα οποία προσβάλλεται το ίδιο μέγεθος. 35 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ο.π., σελ. 337-338, Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 5-6. 36 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ο.π., σελ. 336, Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 3. 12

III. Αντικειμενική υπόσταση άδικο a) Μία πρώτη επαφή με τα στοιχεία της αντικειμενικής πλευράς Σύμφωνα με το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, απάτη τελεί όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Εστιάζοντας στα στοιχεία της αντικειμενικής πλευράς του αδικήματος, παρατηρείται εισαγωγικά ότι, στο άρθρο 386 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, περιγράφεται μια συμπεριφορά με περισσότερα του ενός αποτελέσματα 37. Προκειμένου να τελεστεί από αντικειμενική σκοπιά, το έγκλημα της απάτης, ο δράστης του πρέπει, κατ' αρχάς, να προβεί σε μία συγκεκριμένη παραπλανητική συμπεριφορά, ήτοι σε παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή σε αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αυτής πρέπει να είναι, σε πρώτο στάδιο, να πεισθεί αυτός με τον οποίο ο δράστης έρχεται σε επαφή. Στη συνέχεια, εξαιτίας της επιρροής αυτής, ο παραπλανημένος θα πρέπει να προχωρήσει σε κάποια περιουσιακή διάθεση, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί με πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Τέλος, από την περιουσιακή αυτή διάθεση θα πρέπει να προκύψει, ως τρίτο αποτέλεσμα, βλάβη της περιουσίας κάποιου. Με βάση τον παραπάνω τρόπο τυποποίησης του εγκλήματος, η απάτη εντάσσεται στα εγκλήματα αποτελέσματος από ειδική συμπεριφορά, αφού το εγκληματικό αποτέλεσμα παράγεται από μια ειδικά περιγραφόμενη στο νόμο αλληλουχία συμπεριφοράς 38. Η αλληλουχία αυτή θα πρέπει να είναι αιτιώδης, στοιχείο το οποίο θα πρέπει να εξετάζεται σε κάθε βήμα της, από την παραπλανητική συμπεριφορά του δράστη μέχρι την περιουσιακή βλάβη. Προφανές είναι ότι ο έλεγχος της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου διαφοροποιείται ουσιωδώς 37 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 438, Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 90. 38 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ο.π., σελ. 680, σημ. 18. 13

ανάλογα με τη σχετική θεωρία που υιοθετεί ο καθένας 39. Ήδη με βάση αυτή την πρώτη επαφή με τα στοιχεία του εγκλήματος, μπορεί να σημειωθεί ότι πρόκειται για έγκλημα κοινό και όχι ιδιαίτερο, καθώς υποκείμενο μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε. Εξάλλου, πρόκειται για έγκλημα βλάβης και όχι διακινδύνευσης της περιουσίας, καθώς για την ολοκλήρωση του χρειάζεται να επέλθει η βλάβη 40. Στη συνέχεια θα εξετασθούν τα παραπάνω στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, ξεκινώντας από την πράξη παραπλάνησης και προχωρώντας στα τρία διαδοχικά αποτελέσματα της ως άνω αλληλουχίας. Για την προσέγγιση της πράξης παραπλάνησης, αναγκαίο είναι να ερμηνευθεί, κατ' αρχάς, η κρίσιμη για την κατάφασή της, έννοια του γεγονότος. b) Η έννοια του γεγονότος Για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της απάτης δεν αρκεί οποιαδήποτε παραπλανητική συμπεριφορά. Όπως ειπώθηκε ήδη, η συμπεριφορά αυτή θα πρέπει να συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Επιπλέον, καθώς η παραπλανητική συμπεριφορά του δράστη έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση πλάνης σε αυτόν στον οποίο απευθύνεται, και η ίδια η πλάνη θα πρέπει, κατά λογική αναγκαιότητα, να αναφέρεται στα γεγονότα, τα οποία παραστάθηκαν ψευδώς σαν αληθινά ή αποκρύφτηκαν ή παρασιωπήθηκαν αθέμιτα 41. Ενόψει των παραπάνω, προφανής είναι η ιδιαίτερη ερμηνευτική σημασία που έχει η αποσαφήνιση της έννοιας αυτής για την προσέγγιση του εγκλήματος της απάτης. Εξάλλου, ο όρος γεγονός δε συναντάται μόνο στην περίπτωση του 386 παρ. 1 ΠΚ, αλλά, αντιθέτως, έχει ιδιαίτερη σημασία, τόσο στα πλαίσια άλλων κεφαλαίων του ποινικού κώδικα, όσο και σε άλλα γενικότερα θέματα του δικαίου 42. Στα πλαίσια του ποινικού δικαίου, καθοριστική είναι η σημασία του συγκεκριμένου όρου στα 39 Για τις διάφορες θεωρίες περί αιτιότητας βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο γενική θεωρία, σελ. 205 επ. 40 Διαφορετικό είναι το θέμα της αντιμετώπισης, σε κάποιες περιπτώσεις του κινδύνου της περιούσιας ως βλάβης που θα εξετασθεί παρακάτω. 41 Βλ. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 278. 42 Βλ. Ν. Μπιτζιλέκη, Γεγονότα και Κρίσεις στο Δίκαιο και ειδικότερα στο Ποινικό Δίκαιο, σελ. 1 επ. 14

εγκλήματα κατά της τιμής και στα εγκλήματα περί την απονομή δικαιοσύνης. Επιπλέον, η έννοια του γεγονότος παίζει σημαντικό ρόλο στην αποδεικτική διαδικασία, ως περιεχόμενο της μαρτυρικής κατάθεσης και αντικείμενο απόδειξης. Τέλος, η έννοια αυτή έχει σημασία στο επίπεδο του δικανικού συλλογισμού και στη διάκριση μεταξύ νομικού και πραγματικού ζητήματος, διάκριση κρίσιμη στην αναιρετική διαδικασία. Εισαγωγικά πρέπει να επισημανθεί ότι, στην αντιμετώπιση της έννοιας του γεγονότος, καθοριστικό ρόλο παίζει, εκ των πραγμάτων, η φιλοσοφική τοποθέτηση του καθενός. Χωρίς να είναι δυνατόν να επιχειρηθεί στα πλαίσια αυτής της εργασίας η παρουσίαση των διαφόρων φιλοσοφικών ρευμάτων και των προσεγγίσεων τους πάνω στο θέμα, είναι ξεκάθαρο ότι το ερώτημα τι αποτελεί γεγονός; ξεπερνά τα όρια της νομικής επιστήμης. Σε τελική ανάλυση, το παραπάνω ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί χωρίς να πάρει κανείς, έστω ασυνείδητα, θέση πάνω σε θεμελιώδη φιλοσοφικά ζητήματα οντολογικής και γνωσιοθεωρητικής υφής. Αναμενόμενο είναι, λοιπόν, να συναντώνται διαμετρικά αντίθετες θεωρητικές απόψεις σχετικά με το περιεχόμενο της έννοιας αυτής, οι οποίες, κατά κανόνα, έχουν σημασία και για την αντιμετώπιση των βασικών προβληματικών που θα παρουσιαστούν παρακάτω. Οι περισσότερες προσεγγίσεις του ζητήματος εκκινούν από τη θέση ότι το γεγονός αναφέρεται σε αντικείμενα, πρόσωπα, ιδιότητες πραγμάτων ή προσώπων, πράξεις, συμβάντα, καταστάσεις ή σχέσεις που λαμβάνονται χρονικά και περιγραφικά, έχουν υπόσταση εμπειρικά εξατομικευμένη και επιδεκτική απόδειξης, αποκλειομένων των συμβάντων ή καταστάσεων που αναφέρονται στο μέλλον 43. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται, συνήθως, στον μη αξιολογικό χαρακτήρα του γεγονότος, το οποίο αντιπαραβάλλεται ως έννοια προς τις κρίσεις. Διαφοροποιήσεις παρουσιάζονται κυρίως σε σχέση με τα λεγόμενα εσωτερικά γεγονότα και τη διάκριση γεγονότων και κρίσεων. Έτσι, υποστηρίζονται εντελώς ρεαλιστικές θέσεις, όπως αυτή κατά την οποία η έννοια του γεγονότος περιορίζεται στον εξωτερικό κόσμο και ταυτίζεται με αυτή του συμβάντος 44, και λιγότερο ρεαλιστικές, οι οποίες εντάσσουν στα γεγονότα και καταστάσεις του εσωτερικού κόσμου και δέχονται, με μεγαλύτερη ευκολία, ότι μια τεκμηριωμένη κρίση μπορεί να 43 Βλ. Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 285. 44 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 94 επ. και ιδίως 96. 15

συνιστά ισχυρισμό γεγονότος. Κοινό στοιχείο, πάντως, αυτών των απόψεων είναι ότι τοποθετούν τα γεγονότα στο χώρο του είναι 45, διαφοροποιούμενες ως προς την αντιμετώπιση κάποιων συγκεκριμένων περιπτώσεων. Ωστόσο, υποστηρίζεται και η, εντελώς αντίθετη προς τα παραπάνω, άποψη ότι ο όρος γεγονός δεν ταυτίζεται με το ίδιο το ον, αλλά με την αναφερόμενη σε αυτό πρόταση, αποτελώντας οντολογική κρίση 46. Και αυτό καθώς, κατά την άποψη αυτή, το πως ο κόσμος (αυτός) υπάρχει και συμπεριφέρεται πέρα από εμάς, δεν μας ενδιαφέρει, αφού δεν έχουμε πρόσβαση και αναφορά σ' αυτόν σημασία έχει η πραγματικότητα όταν την ανακαλύπτουμε, όταν μπορούμε έτσι να συζητάμε και να συμφωνούμε γι' αυτήν 47. Στα πλαίσια αυτής της άποψης, σημασία δεν μπορεί να έχει η αντικειμενική αλήθεια, η οποία αν και υπάρχει δεν μπορεί να προσεγγιστεί αλλά η σχετική βεβαιότητα για κάτι που παρατηρείται διυποκειμενικά 48. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με την ίδια άποψη, δεν είναι σωστό να αντιδιαστέλλεται το γεγονός προς τις αξιολογικές κρίσεις γενικά, καθώς το πρώτο, ως κρίση περί του υπάρχειν, έχει ενσωματωμένο το αξιολογικό στοιχείο 49. Με βάση τα παραπάνω, υποστηρίζεται ότι γεγονός είναι αυτό που ισχύει διυποκειμενικά ως αληθές, αυτό που έχει αντικειμενικοποιηθεί και αποκρυσταλλωθεί ως μια σταθερή βάση στη γνωστική αναζήτηση και ανθρώπινη επικοινωνία 50, ανεξάρτητα, κατ' αρχήν τουλάχιστον, από το αν ανήκει στον εξωτερικό ή τον εσωτερικό κόσμο, αν αναφέρεται στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον και το αν έχει αξιολογικό χαρακτήρα. Όσον αφορά στο έγκλημα της απάτης και την επίδραση της έννοιας του γεγονότος πάνω σε αυτό, η επικράτηση της μίας ή της άλλης άποψης, πέρα από το θεωρητικό ενδιαφέρον του θέματος, έχει ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση ή τον περιορισμό του αξιοποίνου. Με άλλα λόγια, όπως σημειώνεται 51, όσο πιο φυσιοκρατική-ρεαλιστική είναι η αντίληψη του ερευνητή για το πραγματικό γεγονός, όσο πιο άκαμπτα εφαρμόζεται δηλαδή η αρχή ότι το γεγονός πρέπει να έχει 45 Βλ. Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 281. 46 Βλ. Ν. Μπιτζιλέκη, ο.π., σελ. 43 επ. 47 Βλ. Ν. Μπιτζιλέκη, ο.π., σελ. 101. 48 Βλ. Ν. Μπιτζιλέκη, ο.π., σελ. 102, 104-105. Πρβλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 441, κατά τον οποίο αρκεί το γεγονός να είναι διυποκειμενικά ελέγξιμο. 49 Βλ. Ν. Μπιτζιλέκη, ο.π., σελ. 58 επ. και 108, όπου γίνεται δεκτό ότι αυτό που αντιδιαστέλλεται προς τα γεγονότα δεν είναι γενικά ή κρίσεις ή έστω οι αξιολογικές κρίσεις, αλλά οι απλές γνώμες, οι υποκειμενικές θέσεις και εκτιμήσεις σε σχέση με κάτι. Βλ. και Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 453. 50 Βλ. Ν. Μπιτζιλέκη, ο.π., σελ. 102. 51 Βλ. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 279. 16

εξωτερική υπόσταση, υποκείμενο σε περιγραφή και άμεση παρατήρηση, τόσο πιο πολύ περιορίζεται το αξιόποινο της απάτης. Σε κάθε περίπτωση, χωρίς να είναι δυνατόν να επιχειρηθεί αναλυτική φιλοσοφική προσέγγιση της έννοιας του γεγονότος στο σημείο αυτό, επισημαίνεται ότι είναι διαφορετικό ζήτημα η διάκριση πραγματικότητας και γνώσης σχετικά με αυτή και διαφορετικό η αδιαφορία, επί της ουσίας, για την ύπαρξη της πρώτης. Είναι αληθές ότι ο ισχυρισμός σχετικά με το τι υπάρχει αποτελεί μία κρίση, ορθή ή εσφαλμένη, καθώς η αντίληψη του παρατηρητή για την πραγματικότητα δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με την τελευταία. Ωστόσο, η λέξη γεγονός, όπως γίνεται κατανοητή και χρησιμοποιείται στην καθημερινότητα, αναφέρεται στην ίδια την πραγματικότητα και όχι στην, έστω περιγραφική και απαλλαγμένη από αξιολογικά στοιχεία, πρόταση σχετικά με αυτή 52. Λόγω της διάκρισης μεταξύ πραγματικότητας και κρίσης σχετικά με αυτή, έχει νόημα η παρατήρηση μεγάλου τμήματος της θεωρίας 53 ότι η αναφορά του νόμου σε ψευδή γεγονότα είναι λανθασμένη, καθώς τα ίδια τα γεγονότα δεν μπορούν να είναι αληθή ή ψευδή, αλλά απλώς υπάρχουν ή δεν υπάρχουν. Καθώς η πραγματικότητα υπάρχει ως τέτοια ανεξάρτητα από τη γνώμη του ενός ή του άλλου παρατηρητή, ή ακόμα και του συνόλου των παρατηρητών, κάθε ισχυρισμός που αναφέρεται στην ίδια την αντικειμενικά υπάρχουσα πραγματικότητα θα συνιστά ισχυρισμό γεγονότος. Διαφορετικό είναι το ζήτημα της επαλήθευσης αυτού του ισχυρισμού, το αν δηλαδή αυτός είναι αληθής ή ψευδής και, συνεπώς, το αν το γεγονός υπάρχει ή όχι. Χωρίς να επιχειρείται και πάλι μια φιλοσοφική προσέγγιση της δυνατότητας του ανθρώπου να γνωρίσει τον κόσμο, η αντικατάσταση της αλήθειας από τη γνώμη των πολλών δε φαίνεται σωστή. Αφήνοντας στην άκρη τα προφανή, ότι δηλαδή η ανθρωπότητα συνολικά μπορεί να έχει λανθασμένη, όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων, άποψη για διάφορα γεγονότα για αιώνες, ότι η γνώμη των πολλών, σε μεγάλο βαθμό κατασκευάζεται μέσω συγκεκριμένων μηχανισμών και ότι ιστορικά η ελευθερία πολλές φορές κατακτήθηκε σε πείσμα της δόξας των πολλών, δηλαδή στην ουσία της δόξας των κρατούντων, στα πλαίσια του ποινικού δικαίου η 52 Βλ. και Γ. Πουλή, Γεγονός και αξία: Προλεγόμενα σ' ένα οριακό πρόβλημα της Φιλοσοφίας του Δικαίου, Υπερ 2000, σελ. 487 επ. και ιδίως 512, όπου και κριτική στην άποψη του Μπιτζιλέκη. 53 Βλ. ενδεικτικά Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 440, όπου και περαιτέρω παραπομπές. 17

αποδοχή αυτής της θέσης εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους 54. Συγκεκριμένα, εφόσον γίνει δεκτό ότι η ίδια η πραγματικότητα είναι αδιάφορη για το δίκαιο και σημασία έχει μόνο η κρίση σχετικά με αυτήν, η απαγόρευση τιμώρησης του φρονήματος και η απαίτηση ύπαρξης πράξης ως πυρήνα θεμελίωσης του εγκλήματος μικρή σημασία θα είχαν, παρά τη Συνταγματική τους κατοχύρωση, αφού και τα αντικειμενικά στοιχεία του κάθε εγκλήματος θα αντιμετωπίζονταν ως κρίσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να αλλάξουν ανάλογα με τη δόξα των πολλών. Με βάση τα παραπάνω, ορθότερη φαίνεται η επιλογή μιας ρεαλιστικής προσέγγισης της έννοιας του γεγονότος. Αξιοσημείωτα ρεαλιστική είναι στο συγκεκριμένο θέμα και η στάση της νομολογίας, η οποία, αναφορικά με το έγκλημα της απάτης, μάλλον παγίως πλέον επαναλαμβάνει ότι ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν 55. Με βάση τον παραπάνω ορισμό της νομολογίας, καθώς και τους αντίστοιχους που δίνονται από τους περισσότερους θεωρητικούς, λέγεται 56 ότι για για την κατάφαση της έννοιας του γεγονότος πρέπει να πληρούνται, σωρευτικά τέσσερα κριτήρια: 1) το εμπειρικά εξατομικευμένο αυτού, 2) το επιδεκτικό απόδειξης αυτού, 3) η χρονική έκτασή του, που καταλαμβάνει το παρελθόν και το παρόν και 4) ο μη αξιολογικός μη υποκειμενικός χαρακτήρας του. Τα κριτήρια αυτά φαίνεται να γίνονται αποδεκτά, με κάποιες διαφοροποιήσεις, από την πλειοψηφία της θεωρίας 57, αν και δεν ερμηνεύονται πάντα με τον ίδιο τρόπο. Τα σημαντικότερα ερμηνευτικά προβλήματα προκύπτουν ως προς τα λεγόμενα εσωτερικά γεγονότα, τα οποία συνδέονται με το δεύτερο και, μάλλον όχι ορθά, με το τρίτο κριτήριο και τη διάκριση γεγονότων και κρίσεων, η οποία συνδέεται, προφανώς, με το τέταρτο κριτήριο. Εξάλλου, ζητήματα προκύπτουν και ως προς τη χρονική έκταση του γεγονότος, κυρίως στην περίπτωση αναφοράς σε μελλοντικά περιστατικά τα οποία συνδέονται με γεγονότα του παρόντος ή του παρελθόντος. Τα θέματα αυτά θα εξετασθούν στη συνέχεια. 54 Βλ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Ο κίνδυνος στο ποινικό δίκαιο: Μεταξύ προστασίας των εννόμων αγαθών και εγγυητικής λειτουργίας του ποινικού δικαίου, σε Τιμητικό Τόμο για τον Δ. Σπινέλλη, τ. Α', σελ. 477-478. 55 Βλ. ενδεικτικά την ΑΠ 109/2011, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ. 56 Βλ. Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 285-286 57 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 440, Ν. Πατεράκη, ο.π., σελ. 27-28, Δ. Σπινέλλη, ο.π., σελ. 70. Πρβλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 96 κατά τον οποίο η έννοια του γεγονότος ταυτίζεται με αυτή του συμβάντος και απλά οριοθετείται από τη δυνατότητα απόδειξης και την προϋπόθεση του αντιληπτού. 18

Όπως αναφέρθηκε ήδη, κατά τη σχεδόν απόλυτα κρατούσα σε θεωρία και νομολογία θέση, η έννοια του γεγονότος αναφέρεται σε κάτι που έχει συμβεί στο παρελθόν ή συμβαίνει στο παρόν 58. Αυτό προκύπτει ήδη από τη χρησιμοποίηση της λέξης γεγονός, η οποία σημαίνει αυτό που έχει γίνει, το τετελεσμένο, αυτό που έχει συντελεσθεί και αποτελεί πραγματικότητα. Δεδομένης της γλωσσικής σημασίας του όρου, η ερμηνεία του με τέτοιο τρόπο ώστε να περιληφθούν σε αυτόν και μελλοντικές καταστάσεις φαίνεται μάλλον να αποτελεί ανεπίτρεπτη διεύρυνση του αξιοποίνου 59. Εξάλλου, όπως παρατηρείται, επί μελλοντικών καταστάσεων δεν μπορεί κανείς να έχει γνώση και κρίση και, συνεπώς, ούτε εσφαλμένη κρίση και πλάνη 60. Με βάση τα παραπάνω, πρέπει να αποκλεισθούν από την έννοια του γεγονότος καταστάσεις που αναφέρονται στο μέλλον και υποσχέσεις μελλοντικών δεσμεύσεων. Αυτό, κατ' αρχήν, γίνεται δεκτό τόσο από τη θεωρία όσο και τη νομολογία. Υπάρχουν, ωστόσο, περιπτώσεις στις οποίες ένας ισχυρισμός για κάτι που θα συμβεί στο μέλλον αντιμετωπίζεται ως ισχυρισμός γεγονότος. Υποστηρίζεται, συγκεκριμένα, ότι η υπόσχεση ή ο ισχυρισμός περί μελλοντικού γεγονότος είναι δυνατόν να υποκρύπτει αναφορά σε γεγονός του παρελθόντος ή του παρόντος, οπότε μπορεί να γίνει λόγος για γεγονός 61. Αυτό λέγεται ότι συμβαίνει στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες τα μελλοντικά περιστατικά στηρίζονται σε παρούσα κατάσταση, όπως και όταν αυτά θα συμβούν αναπότρεπτα κατά τους νόμους της φυσικής 62. Εξάλλου, στη νομολογία, μάλλον παγίως πλέον, αναφέρεται ότι όταν οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην 58 Βλ. Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 295-296, Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 442 επ., Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 93-94, Δ. Σπινέλλη, ο.π., σελ. 70. Πρβλ. Ν. Μπιτζιλέκη, ο.π., σελ. 31 επ. και ιδίως 39-41, ο οποίος θεωρεί ότι η έννοια της ιστορικότητας δεν είναι κρίσιμη για την έννοια του γεγονότος και ότι το προτεινόμενο κριτήριο δε συνεισφέρει τίποτα το ουσιαστικό. Κατά τον Μανωλεδάκη, γεγονός είναι συμβάν ή κατάσταση του εξωτερικού κόσμου στο παρελθόν, παρόν ή άμεσο μέλλον επί τη βάσει όμως δρομολογημένης διαδικασίας (βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Ερμηνεία κατ' άρθρο των όρων του ειδικού μέρους του ποινικού κώδικα, σελ. 61). 59 Για τη σημασία του γλωσσικού-λεκτικού νοήματος του κανόνα ποινικού δικαίου ως προς τα όρια μεταξύ επιτρεπόμενης και απαγορευμένης ερμηνείας, βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο γενικό μέρος, β' έκδοση, τ. Ι, σελ. 112 επ. 60 Βλ. Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 296. 61 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 443, Δ. Σπινέλλη, ο.π., σελ. 71. 62 Βλ. Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 297. 19

εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης 63. Ωστόσο, όπως ορθά επισημαίνεται 64, το παραπάνω σχήμα, όπως γίνεται δεκτό από τη νομολογία, έχει ανάγκη από ορισμένες διασαφήσεις για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο υπέρμετρης διεύρυνσης του αξιοποίνου του εγκλήματος της απάτης. Στο βαθμό που ο δράστης προβαίνει σε μία ψευδή παράσταση γεγονότων του παρελθόντος ή του παρόντος και, παραπλανώντας το θύμα ως προς αυτή, πετυχαίνει την πραγμάτωση της επιζήμιας περιουσιακής διάθεσης, η τέλεση της απάτης είναι δεδομένη ανεξάρτητα από τη μελλοντική υποχρέωση που αναλαμβάνει ο δράστης, μη έχοντας σκοπό να την εκπληρώσει. Αντιθέτως, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά του παρελθόντος ή του παρόντος τα οποία επικαλείται ο δράστης είναι αληθινά, η σύνδεσή τους με κάποιο μελλοντικό περιστατικό, το οποίο δε θα επέλθει ποτέ, δεν μπορεί να οδηγήσει στην αντιμετώπιση του περιστατικού αυτού ως γεγονότος και στη θεμελίωση αξιόποινης απάτης, όταν αυτό τελικά δε συμβεί 65. Περαιτέρω, ζήτημα προκύπτει και στην περίπτωση όπου μια υπόσχεση για κάτι που θα συμβεί στο μέλλον θεωρείται ότι υποκρύπτει μια διαβεβαίωση για γεγονός του παρόντος ή του παρελθόντος. Ειδικότερα, φαίνεται προβληματική η προσέγγιση υποσχέσεων ως ισχυρισμών γεγονότων, καθώς σε αυτές υποκρύπτεται η διαβεβαίωση ύπαρξης, ήδη στο παρόν, δυνατότητας εκπλήρωσης της υπόσχεσης. Το πρόβλημα είναι ότι τέτοια διαβεβαίωση ενυπάρχει σε κάθε υπόσχεση, με κίνδυνο να αντιμετωπίζεται κάθε ψευδής υπόσχεση ως αξιόποινη απάτη 66. Ορθό φαίνεται οι ψευδείς υποσχέσεις να αντιμετωπίζονται ως ισχυρισμοί γεγονότων όταν σε αυτές υποκρύπτεται διαβεβαίωση δυνατότητας πραγματοποίησής τους συνδεδεμένη με κάποια ειδικά στοιχεία, τα οποία ως γεγονότα του παρελθόντος ή του παρόντος ασκούν ουσιώδη επιρροή στη συναλλαγή 67. 63 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, Πρόσφατες νομολογιακές διακυμάνσεις και ερμηνευτικές εκτροπές στα εγκλήματα της απάτης και της απιστίας, σε Επίκαιρα ζητήματα περιουσιακού ποινικού δικαίου, σελ.17-18, όπου και παραπομπές στη νομολογία και, από την πρόσφατη νομολογία του ακυρωτικού, ενδεικτικά την ΑΠ 109/2011, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ. 64 Βλ. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 18. 65 Πρβλ. και Ν. Μπιτζιλέκη, ο.π., σελ. 131. 66 Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι η απλή δήλωση ότι μπορεί κάποιος να κάνει κάτι, ως μια γενική δήλωση, δεν είναι παρά η γλωσσική αναδιατύπωση της υπόσχεσης ότι θα κάνει κάτι (βλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 18, Ν. Μπιτζιλέκη, ο.π., σελ. 134). Αυτό δε φαίνεται απόλυτα ακριβές, καθώς η υπόσχεση, πέρα από τη διαβεβαίωση ότι υπάρχει η σχετική δυνατότητα, περιλαμβάνει και την έκφραση της πρόθεσης να υλοποιηθεί η δυνατότητα αυτή. 67 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 18. Για δυνατότητα εκπλήρωσης της παροχής που αποτελεί και το θεμέλιο της σύμβασης και η οποία πρέπει να συγκεκριμενοποιείται σε ειδική ικανότητα συνδεδεμένη με ειδικά στοιχεία που έχουν βαρύτητα στη συγκεκριμένη συναλλαγή μιλάει και η Αποστολίδου (ο.π., σελ. 308). Πρβλ. και Χ. Χριστοφορίδη, Ανάγκη οριοθέτησης του εγκλήματος της απάτης, ΠοινΧρ 1992, σελ. 98. Σε κάθε περίπτωση, η 20

Εξάλλου, όσον αφορά στα περιστατικά τα οποία θα συμβούν αναπότρεπτα κατά τους νόμους της φυσικής, συνεπέστερο, με βάση τουλάχιστον μια ρεαλιστική σύλληψη της έννοιας του γεγονότος, φαίνεται να αντιμετωπίζονται και αυτά ως μελλοντικά και η όποια ψευδής παράσταση γεγονότος να αναφέρεται όχι στα μελλοντικά περιστατικά, ανεξάρτητα από το βαθμό βεβαιότητας από την οποία περιβάλλονται, αλλά στα γεγονότα του παρελθόντος ή του παρόντος, τα οποία, λόγω ακριβώς της ύπαρξης της νομοτέλειας, καθιστούν τα μελλοντικά αναπόφευκτα 68. Ειδικό ζήτημα μελλοντικών γεγονότων το οποίο έχει απασχολήσει τη θεωρία και τη νομολογία, ιδίως κατά το παρελθόν, είναι αυτό της παροχής προβλέψεων από αστρολόγους, μέντιουμ κλπ. έναντι αμοιβής 69. Με βάση τα παραπάνω, δεδομένου ότι οι προβλέψεις αναφέρονται στο μέλλον, η παροχή τέτοιων προβλέψεων δεν αποτελεί απάτη. Υποστηρίζεται, πάντως, ότι στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να θεμελιωθεί απάτη, λόγω της ψευδούς παράστασης ότι κάποιος έχει τη συγκεκριμένη μεταφυσική ικανότητα 70. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο πελάτης πείθεται για την ικανότητα του αστρολόγου να προβλέπει το μέλλον λόγω της παράστασης αυτής. Κατά κανόνα, η πλάνη του διαθέτοντος ως προς την αποτελεσματικότητα των εν λόγω υπηρεσιών είναι προϋφιστάμενη 71, με ο, τι συνέπεια έχει αυτό για τη δυνατότητα στοιχειοθέτησης της απάτης, θέμα που θα εξετασθεί παρακάτω. Εξάλλου, θα πρέπει να επισημανθεί ότι φαίνεται ιδιαίτερα προβληματική η ποινικοποίηση τόσο διαδεδομένων κοινωνικά συμπεριφορών, οι οποίες σαφώς γίνονται αποδεκτές εθιμικά. Για το λόγο αυτό, προτείνεται από ορισμένους 72 η άρση του άδικου χαρακτήρα τέτοιων πράξεων εξαπάτησης με βάση τη θεωρία του κοινωνικά πρόσφορου της πράξης 73. Το επόμενο ζήτημα που θα εξετασθεί είναι αυτό των λεγόμενων εσωτερικών γεγονότων. Ανεξάρτητα από την ορθότητα του συγκεκριμένου όρου, με αυτόν εννοούνται οι διάφορες καταστάσεις του εσωτερικού κόσμου, όπως η γνώση ενός ουσιώδης επιρροή στη συναλλαγή δε φαίνεται να έχει σημασία για την κατάφαση της έννοιας του γεγονότος, αλλά για τη σύνδεση της πλάνης ως προς το γεγονός αυτό με την περιουσιακή διάθεση που θα ακολουθήσει. 68 Πρβλ. Α. Παπαδαμάκη, ο.π., σελ. 19. 69 Βλ. Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 297-300, όπου και παραπομπές σε σχετικές γνωμοδοτήσεις. 70 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ο.π., σελ. 453. 71 Αυτό δέχεται και ο Μυλωνόπουλος, ο.π., σελ. 525. 72 Βλ. Α. Αποστολίδου, ο.π., σελ. 300, Γ. Μαγκάκη, Ιδιωτική Γνωμοδότηση, ΠοινΧρ 1981, σελ. 298 επ. 73 Για τη θεωρία αυτή βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο γενικό μέρος, Β' έκδοση, τ. Ι, σελ. 349 επ. Πρβλ. Ι. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο γενική θεωρία, σελ. 838 επ., όπου προτείνεται ως ορθότερη η θεωρία της επικίνδυνης ζωής των εννόμων αγαθών. 21