Μεταξύ θάλασσας & στεριάς: Η περίπτωση της νήσου κύρου. Φαρίκλεια ΑΠΟΤΝΣΖΗ Αρχιτέκτων μηχανικός ΕΜΠ xaris.arch@yahoo.com ΠΕΡΙΛΗΧΗ το τέλος του εικοστού αιώνα, εντός των πλαισίων της προβληματικής περί της προστασίας του περιβάλλοντος, ο παράκτιος χώρος βρέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης καθώς αποτελεί χωρικό πεδίο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία χρήζουν ειδικής διαχείρισης. Οι ιδιαιτερότητες αυτού του χωρικού πεδίου μολονότι επιβάλλουν μια ισόρροπη σχέση ανάμεσα στους τομείς της οικονομίας, της κοινωνίας και του φυσικού περιβάλλοντος, έρχονται σε αντίθεση με τα χαρακτηριστικά του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης. Με αφετηρία τον ως άνω προβληματισμό η παρούσα εργασία καλείται να διερευνήσει την αλληλεπιδραστική σχέση μεταξύ των σύγχρονων ανθρώπινων δραστηριοτήτων και του παράκτιου χώρου και εν συνεχεία να απαντήσει στο κατά πόσο το υφιστάμενο μοντέλο διαχείρισης του παράκτιου χώρου εξασφαλίζει ταυτοχρόνως την προστασία του και την ευημερία του εντόπιου πληθυσμού επιλέγοντας ως περιοχή μελέτης τη νήσο κύρο. 1. ΕΙΑΓΨΓΗ την εποχή της νεωτερικότητας, σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, η σχέση ανθρώπου - φύσης μετασχηματίστηκε καθοριστικά καθώς εισάχθηκε η έννοια της υποταγής της στις δυνάμεις του ανθρώπου (Μοδινός, 2007). Οι πολύτροπες και πολυεπίπεδες παρεμβολές του στις φυσικές διαδικασίες, μέσω επιστημονικών και τεχνολογικών προσεγγίσεων, απέδωσαν στη φύση μια νέα ποιότητα μετασχηματίζοντάς την σε ένα περιβάλλον προς έλεγχο και υποταγή με δυσδιάκριτα πλέον όρια μεταξύ φυσικού και ανθρωπογενούς (Παπαδημητρίου, 1999). Έκτοτε, το περιβάλλον έχει αποτελέσει το επίκεντρο προβληματισμού του συνόλου της επιστημονικής κοινότητας επιδεχόμενο μια ποικιλία ερμηνειών, εννοιολογικών προσδιορισμών, κρίσεων και ιδεολογιών αποτελώντας τόσο πεδίο αντιπαραθέσεων όσο και αντικείμενο 1
εκμετάλλευσης. Εντός αυτών των πλαισίων, αφενός το περιβάλλον αντιμετωπίστηκε ως πηγή αγαθών για τη συντήρηση του ανθρώπινου είδους κι αφετέρου αποτέλεσε παράγοντα διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας ορίζοντας τις αρχές μέσα στις οποίες αυτή αναπτύσσεται. ήμερα η προαναφερθείσα σχέση έχει αποκτήσει μια διάσταση διαφορετική καθώς το περιβάλλον αντιμετωπίζεται ως ένα δυναμικό ανοιχτό σύστημα συγχρόνως δομημένο κι αδόμητο, το οποίο βρίσκεται σε συνεχή μεταβολή και οργανώνεται από αλληλεπιδράσεις μεταξύ των στοιχείων που το συγκροτούν, βιολογικών και φυσικοχημικών. Αποτελεί το χώρο μέσα στον οποίο κινούνται και δρουν οι οργανισμοί, το σύνολο των γεωφυσικών παραγόντων που τους επηρεάζουν και το σύνολο των πολλαπλών και πολυάριθμων σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ αυτών (Υλογαϊτη, 1998). Προσεγγίζεται ως πόρος προς διαχείριση που απαιτεί προστασία μέσω ενός συγκροτημένου θεσμικού πλαισίου που διαμορφώνει παγκόσμιες και εθνικές πολιτικές, δράσεις μη κυβερνητικών οργανώσεων και κινητοποιήσεις ενεργών πολιτών δεδομένης της αντιμετώπισής του ως υποκείμενο απέναντι στο οποίο η κοινωνία, η σημερινή και η μελλοντική, έχει πολιτισμικά προσδιορισμένες υποχρεώσεις και δικαιώματα. Φαρακτηριστικά της αντίληψης αυτής αποτελεί η άρρηκτη σχέση παγκόσμιου και τοπικού και η συνειδητοποίηση ότι τα ζητήματα που αφορούν το περιβάλλον, παρά τον σχετικά αυτόνομο χαρακτήρα τους, δεν αντιμετωπίζονται μεμονωμένα αλλά αποτελούν τμήμα του συνολικού σχεδιασμού και της λήψης αποφάσεων καθώς έχει πρωτίστως ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα αποβλέποντας στη διασφάλιση ποιοτικών όρων διαβίωσης για την ανθρώπινη κοινότητα. (Παπακωνσταντίνου, 2005) 1.1. ΠΡΟΒΛΗΜΑΣΙΜΟ ΕΡΓΑΙΑ το τέλος του εικοστού αιώνα, εντός των πλαισίων της προαναφερθείσας προβληματικής, ο παράκτιος χώρος βρέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης καθώς αποτελεί περιβάλλον με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία χρήζουν διαχείρισης και προστασίας. Οι ιδιαιτερότητες αυτού του χωρικού πεδίου μολονότι επιβάλλουν μια ισόρροπη σχέση ανάμεσα στους τομείς της οικονομίας, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος, έρχονται σε αντίθεση με τα χαρακτηριστικά του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης. Ένα σύνολο στρατηγικών και πολιτικών που αφορούν στην ολοκληρωμένη διαχείριση του παράκτιου χώρου και τη βιώσιμη ανάπτυξή του καθώς και ένα σύνολο ανεξάρτητων δράσεων για την ανάδειξη της ευθραυστότητας και της ιδιοσυστασίας του έχουν ενεργοποιήσει μια διαδικασία χωρικών μετασχηματισμών και κοινωνικών μεταλλαγών με ερευνητικό ενδιαφέρον. 2
Αφετηρία, λοιπόν, για την παρούσα εργασία αποτέλεσε το ενδιαφέρον διερεύνησης της αναπτυξιακής διαδικασίας που λαμβάνει χώρα στις νησιώτικες περιοχές και των περιβαλλοντικών συνιστωσών του σχεδιασμού και της οικιστικής ανάπτυξης των νησιών του αιγαιακού χώρου και συγκεκριμένα της κύρου. Εστιάζοντας στη διαχείριση του νησιωτικού περιβάλλοντος, σκοπός της εργασίας είναι η διερεύνηση και ερμηνεία της σχέσης των σύγχρονων ανθρώπινων δραστηριοτήτων, οικιστικών και παραγωγικών, με το παράκτιο περιβάλλον και του τρόπου αλληλεπίδρασης τους. Δεδομένου όμως ότι η αντιμετώπιση δεν μπορεί παρά να είναι ολοκληρωμένη, βασικό στόχο αποτελεί η διερεύνηση της υφιστάμενης κατάστασης του νησιού, των παραγόντων που διαμόρφωσαν την κατάσταση αυτή καθώς και των τάσεων που προωθούν την ανάπτυξή του νησιού. Εστιάζοντας, λοιπόν, στη μελέτη της υφιστάμενης κατάστασης της νήσου επιχειρείται μια αποτύπωση των σημαντικών φυσικών και περιβαλλοντικών στοιχείων της, ανάδειξη των κοινωνικών, πολιτισμικών, γεωγραφικών και οικονομικών χαρακτηριστικών που διαμορφώνουν τη φυσιογνωμία της και διερεύνηση του σημερινού αναπτυξιακού προφίλ της αποσκοπώντας στη κριτική αποτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στις ακτές της νήσου. Σα ερωτήματα που καλείται η παρούσα εργασία να απαντήσει μέσω της μελέτης της νησιωτικής κύρου είναι: Τπόκειται σε σχεδιασμό ο παράκτιος χώρος; Κι αν ναι, ποιες είναι οι περιβαλλοντικές συνιστώσες αυτού του σχεδιασμού; Είναι η διαχείριση της παράκτιας ζώνης βιώσιμη; Είναι αποτελεσματική η διαχείριση των αντικρουόμενων χρήσεων γης, αν υπάρχουν; Προστατεύονται οι παράκτιες ζώνες; Εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις για την κοινωνική ευημερία του νησιωτικού πληθυσμού; Έχει προσαρμοστεί η ελληνική πραγματικότητα σε ένα μοντέλο διαχείρισης που θα εξασφαλίζει τόσο την προστασία του παράκτιου χώρου όσο και την ταυτόχρονη οικονομική και κοινωνική ευημερία του εντόπιου πληθυσμού; Κι αν όχι, ποια είναι η θέση της τοπικής κοινότητας απέναντι στο ζήτημα αυτό; 1.2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΕΓΓΙΗ Η προσέγγιση του θέματος γίνεται μέσω της συλλογής, μελέτης και ερμηνείας πρωτογενών και δευτερογενών δεδομένων. Η πρώτη φάση περιλαμβάνει ενδελεχή βιβλιογραφική επισκόπηση, με την ολοκλήρωση της οποίας εντοπίζεται ο προβληματισμός της εργασίας, συσχετίζονται έννοιες και θεωρήσεις και σημειώνονται κατευθύνσεις και προβληματισμοί. Η βιβλιογραφία περιλαμβάνει πονήματα μελετητών, 3
αρθρογραφία και υλικό από το διαδίκτυο και αφορά την προσέγγιση του θεσμικού πλαισίου και των πολιτικών της αειφόρου διαχείρισης του παράκτιου χώρου, αναγνώριση της περιοχής μελέτης και διερεύνηση της υφιστάμενης κατάστασης των ακτών και των προβλημάτων τους. Σο δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει τη συλλογή πρωτογενών δεδομένων μέσω της επαφής και της άτυπης συνέντευξης με παράγοντες και κατοίκους της περιοχής μελέτης, συλλογικότητες και οργανώσεις. τη συνέχεια, μέσω της διερεύνησης των συσχετίσεων μεταξύ παραμέτρων, ακολουθεί ερμηνεία του φαινομένου. 2. ΔΙΑΦΕΙΡΙΗ ΣΟΤ ΠΑΡΑΚΣΙΟΤ ΦΨΡΟΤ Ο παράκτιος χώρος αποτελεί εκείνο το «γεωμορφολογικό χώρο εκατέρωθεν της ακτογραμμής, όπου εκδηλώνεται διαδραστικά η σχέση μεταξύ του θαλάσσιου και του χερσαίου τμήματος, μέσω των σύνθετων οικολογικών συστημάτων πού περιλαμβάνουν βιοτικές και αβιοτικές συνιστώσες. Πρόκειται για μεταβατική ζώνη μεταβλητού πλάτους πού αποτελεί, ταυτόχρονα, ζωτικό χώρο ανθρώπινων κοινωνιών και κοινωνικοοικονομικών δραστηριοτήτων». (Ειδικό Πλαίσιο Φωροταξικού χεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Παράκτιο Φώρο και τα Νησιά, 2009) Γιατί αποτελεί η διαχείριση του παράκτιου χώρου ζήτημα μείζονος σημασίας; ύμφωνα την τε 2993/98 «αι ακταί και δη των μικρών νήσων αποτελούν ευπαθή οικοσυστήματα των οποίων η χερσαία και θαλασσία ζώνη μετά της αντιστοίχου χλωρίδος και πανίδος ευρίσκονται εις στενήν λειτουργικήν αλληλεξάρτησιν, συνιστούν δε άμα και πολυτίμους οπτικούς πόρους, λόγω του αισθητικού κάλλους της γεωμορφολογίας των. Ως εκ τούτου είναι ουσιώδες στοιχείον του φυσικού περιβάλλοντος και τυγχάνουν προστασίας ευθέως εκ του άρθρου 24 του Συντάγματος, κατά την έννοιαν του οποίου δέον να τελούν υπό ιδιαίτερον καθεστώς αυστηράς προστασίας και ηπίας διαχειρίσεως και αναπτύξεως». (www.srcosmos.gr) 2.1. ΘΕΜΙΚΟ ΠΛΑΙΙΟ ΓΙΑ ΣΗ ΔΙΑΦΕΙΡΙΗ ΣΟΤ ΠΑΡΑΚΣΙΟΤ ΦΩΡΟΤ Μια σωρεία νομοθετημάτων και διατάξεων ολοκληρώνουν την προσπάθεια επίτευξης της αειφόρου διαχείρισης του παράκτιου χώρου προσεγγίζοντας τόσο ζητήματα προστασίας υδάτων, πανίδας και χλωρίδας όσο και ζητήματα δόμησης. υνοπτικά αναφέρονται η Διακήρυξη του Ρίο και η Agenda 21, ο ν.3201/2003 που αφορά στην «Αποκατάσταση, προστασία και ανάδειξη του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος των νησιών που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Τπουργείου Αιγαίου», ο ν.3199/2003 για την «Προστασία και διαχείριση των υδάτων», ο ν. 2971/2001 με τον 4
οποίο ρυθμίζονται και θέματα λιμενικών ζωνών, ο ν.2742/1999 για τον «Φωροταξικό σχεδιασμό και την αειφόρο ανάπτυξη», η Τπουργική Απόφαση υπ αρ. 2487/455/1999 θέτει μέτρα και όρους για την πρόληψη και τον περιορισμό της ρύπανσης του περιβάλλοντος από την αποτέφρωση επικίνδυνων αποβλήτων, το π.δ.55/1998 αφορά στην «Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος», ο ν.2508/1997 για τη «Βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη των πόλεων και οικισμών της χώρας και άλλες διατάξεις», ο ν.2242/1994 για την «Πολεοδόμηση περιοχών δεύτερης κατοικίας και ζώνες οικιστικού ελέγχου, προστασία φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος», ο ν.1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» κ.α.(βίττης, 2004) ημαντική κρίνεται η συνειδητοποίηση για μια Ολοκληρωμένη Διαχείριση Παράκτιας Ζώνης, της οποίας η μεθοδολογία περιλαμβάνει περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές συνιστώσες των παράκτιων συστημάτων σε αρμονική αλληλεξάρτηση. Η Ολοκληρωμένη Διαχείριση Παράκτιων Zωνών (ΟΔΠΖ) αποβλέπει στη διαπλοκή διάφορων πολιτικών και λήψη αποφάσεων ως απόρροια του συμμετοχικού σχεδιασμού και η εφαρμογή της αποτελεί μια αργή μακροπρόθεσμη διαδικασία (www.itia.ntua.gr) ύμφωνα με το Πρωτόκολλο Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Παράκτιων Περιοχών της ύμβασης της Βαρκελώνης, η «Ολοκληρωμένη Διαχείριση Παράκτιων Ζωνών» σημαίνει τη δυναμική διαδικασία για την αειφόρο διαχείριση και χρήση των παράκτιων ζωνών, λαμβάνοντας υπόψη τον χρόνο ευθραυστότητας των παράκτιων οικοσυστημάτων και τοπίων, την ποικιλία των δραστηριοτήτων και χρήσεων, των αλληλεπιδράσεων, της ναυτιλιακής κατεύθυνσης συγκεκριμένων δραστηριοτήτων και της επίδρασής της τόσο στο θαλάσσιο όσο και στο χερσαίο τμήμα(www.cyprus.gov.cy). 3. Η ΠΕΡΙΠΣΨΗ ΣΗ ΝΗΟΤ ΚΤΡΟΤ 3.1. ΓΕΝΙΚΑ ΦΑΡΑΚΣΗΡΙΣΙΚΑ ΣΗ ΠΕΡΙΟΦΗ ΜΕΛΕΣΗ Η κύρος αποτελεί τη νοτιότερη και τη μεγαλύτερη σε έκταση νήσο των Βόρειων ποράδων. Γεωγραφικά εντοπίζεται στο κέντρο του Αιγαίου εκτός των θαλάσσιων δρόμων επικοινωνίας της ευρύτερης περιοχής καθώς απέχει από το πλησιέστερο σε αυτή νησί των ποράδων, την Αλόννησο, 26 ναυτικά μίλια, 18 ναυτικά μίλια από την Κύμη Εύβοιας και 48 ναυτικά μίλια από το βορειότερο νησί των Κυκλάδων, την Άνδρο. Η νήσος, με επιφάνεια 223,00 τ. χιλιόμετρα., μέγιστο μήκος 29,00 χιλιόμετρα, ελάχιστο πλάτος 2,00 χιλιόμετρα και μήκος ακτών 129,60 χιλιόμετρα, αποτελεί ενιαίο νησιωτικό 5
σύμπλεγμα μαζί με τις νησίδες κυροπούλα, Βαλάξα και αρακινό, που βρίσκονται σε μικρή απόσταση από τις νότιες και δυτικές ακτές της. Εικόνα 1. Η γεωγραφική θέση της νήσου στον αιγαιακό χώρο. Με μπλε χρώμα σημειώνεται η απόσταση από την Κύμη με την οποία συνδέεται ακτοπλοϊκά ενώ με κίτρινο η απόσταση από τα κοντινότερα σε αυτήν νησιά, την Αλόννησο των ποράδων και την Άνδρο των Κυκλάδων. Η τριγωνική επιφάνεια αποδίδει τη διοικητική σχέση ενώ το ελεύθερο σχήμα τη γεωγραφική. (Πηγή: Αρναούτογλου, 1989/ ιδία επεξεργασία) Διοικητικά ανήκει στο Νομό Ευβοίας της Περιφέρειας τερεάς Ελλάδας. Η διοικητική ενότητα του δήμου κύρου συνταυτίζεται με τη γεωγραφική ενότητα του νησιού και αποτελείται από ένα δημοτικό διαμέρισμα, το οποίο είναι χαρακτηρισμένο ως ορεινό σύμφωνα με την ευρωπαϊκή οδηγία 75/268. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η Φώρα και απέχει 10 χιλ. από τη Λιναριά που αποτελεί το επίνειο του νησιού, μέσω του οποίου συνδέεται ακτοπλοϊκά με την Κύμη Ευβοίας, ενώ αεροπορικά εξυπηρετείται μέσω του στρατιωτικού αεροδρομίου, που από το 1984 έχει αναπτύξει μικτή δραστηριότητα. Εκτός από τους προαναφερθέντες οικισμούς (Φώρα και Λιναριά) καταγράφονται και άλλοι, λίγοι σχετικά με την έκτασή του νησιού, οι οποίοι ανέρχονται σε 12 και εντοπίζονται στο βόρειο και το κεντρικό τμήμα του. (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα κύρου, 2008 / ΦΟΑΑΠ Δήμου κύρου, 2009). Η μέχρι σήμερα οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της κύρου και το σύγχρονο τοπίο της, αυτή η πολυσύνθετη πραγματικότητα η οποία αναπαριστά δομές που αντανακλούν τη βασική οργάνωση της κοινωνίας στον ιστορικό χρόνο, καθορίστηκε αφενός από τον γεωγραφικό εντοπισμό της στο χάρτη κι αφετέρου από τις ιστορικές 6
συνθήκες. Δόκιμη θα ήταν λοιπόν, στα πλαίσια της ερευνητικής εργασίας, μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση. Οι πρώτοι ιστορικά καταγεγραμμένοι κάτοικοι της περιοχής ήταν οι Πελασγοί (2500 1900 π.φ.). την συνέχεια, όταν οι Κρήτες έγιναν οι κύριοι των νησιών του Αιγαίου και καθ όλη την εποχή του Μινωικού πολιτισμού κατεγράφη στη κύρο σημαντική πολιτιστική πρόοδος, αύξηση του πληθυσμού, ανακωχή μεταξύ των οικισμών, διάδοση της καλλιέργειας του αμπελιού και της ελιάς. Αυτή η περίοδος άνθισης διεκόπη γύρω στα 1540 π.φ. όταν οι Κρήτες εκδιώχθηκαν από μια ομάδα Αχαιών, τους Δόλοπες, κυριεύοντας το νησί μέχρι το 475 π.φ. οπότε τους έδιωξαν οι Αθηναίοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο νησί ασκώντας ένα είδος στρατιωτικής κατοχής και χρησιμοποιώντας το ως ενδιάμεσο σταθμό ή ναυτική βάση. Έτη αργότερα, κατά την πρώτη περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η κύρος άνηκε διοικητικά στο θέμα της Αχαΐας ενώ αργότερα υπάχθηκε στο θέμα του Αιγαίου Πελάγους. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου χρησίμευε ως τόπος εξορίας. Οι Βυζαντινοί εξόριστοι και οι οικογένειες που απέκτησαν στα χρόνια της εξορίας τους αποτέλεσαν τη νέα ηγετική τάξη του τόπου. Σο 1269 μ.φ. το νησί επαναστάτησε κατά των Υράγκων και πέρασε στην εξουσία του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου. Παρέμεινε στην κατοχή του μέχρι το 1296 μ.φ., όταν οι Υράγκοι κατέκτησαν για άλλη μια φορά το νησί. Σο 1403 μ.φ. καταλήφθηκε από τις δυνάμεις του ουλεϊμάν αλλά μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης την ξαναπήραν οι Ενετοί. Σο 1537μ.Φ., ο Βαρβαρόσα, γνωστός πειρατής και αργότερα ναύαρχος, κατέλαβε με ισχυρό στόλο τις νήσους κιάθο και κύρο χωρίς να σημειωθεί ιδιαίτερη αντίσταση. Από το 1538μ.Φ. μέχρι το 1821 μ.φ. η κύρος ήταν πλέον υποτελής στο ουλτάνο, είχε κοινοτική και τοπική αυτοδιοίκηση όπως ήταν κανόνας στον ελλαδικό χώρο και οι κάτοικοι της ήταν γεωργοί, ποιμένες. Η κύρος και οι υπόλοιπες ποράδες απελευθερώθηκαν το 1829. Σο 1833 υπάχθηκε στη διοίκηση των Βόρειων ποράδων με έδρα τη κόπελο, το 1836 δημιουργήθηκε ο δήμος κύρου με έδρα τη κύρο υπό τη διοίκηση Καρυστίας, ο οποίος το 1912 αριθμούσε 28 οικισμούς, το 1941 υπάχθηκε στο νομό Θεσσαλονίκης και τελικά το 1942 υπάχθηκε στο νομό της Εύβοιας. Επίσημα σε δήμο αναγνωρίσθηκε τον Ιούλιο του 1950, με έδρα τη Φώρα, στον οποίο υπάχθηκαν τέσσερις οικισμοί, η Λιναριά, που αποτελούσε ιδιαίτερη κοινότητα από το 1912, το Λουτρό, το Σραχύ και οι Αχερούνες. (http://www.servitoros.gr/evia/view.php/708/, Νήσος κύρος: Φωροταξική Μελέτη, 1977, πινέλλη,1974) 7
3.2. ΣΟ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΗ ΚΤΡΟΤ 3.2.1. ΣΟ ΔΟΜΗΜΕΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΗ ΠΕΡΙΟΦΗ ΜΕΛΕΣΗ Βάσει του χεδίου Φωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοιχτής Πόλης (2009) καταγράφονται και οργανώνονται 14 οικισμοί στο σύνολο της έκτασης του νησιού, οι οποίοι χωροθετούνται στο κεντρικό και βόρειο τμήμα του. υγκριτικά με το μέγεθος της κύρου οι οικισμοί σημειώνονται ως λίγοι και το νησί ως αραιοκατοικημένο δεδομένης της πυκνότητας των 12 κατ./τ.χλμ. Οι περισσότεροι, εκτός από τους οικισμούς της Φώρας και της Λιναριάς, αποτελούν διάσπαρτα και αδιάφορα (ΥΕΚ 210Δ/1989) σύνολα ενοικιαζόμενων, παραθεριστικών και μόνιμων κατοικιών και χαρακτηρίζονται από την απουσία κοινόχρηστων χώρων και κοινωφελών εξυπηρετήσεων. Οι εν λόγω οικισμοί εντοπίζονται πάνω σε γεωργικές γαίες, σε λιμνάζουσες και γεωλογικά ακατάλληλες περιοχές, χωρίς πολεοδομική μελέτη και σχεδιασμό ή μέχρι πρότινος οικιστικά όρια (ΦΟΟΑΠ Δήμου κύρου, 2009). Βάσει των δημογραφικών στοιχείων σχεδόν στο σύνολο τους οι υπερκείμενοι οικισμοί είναι σχετικά νεοδημιουργηθέντες καθώς σημειώνονται μετακινήσεις πληθυσμού από τη Φώρα προς αυτές τις περιοχές ενώ το 57,30% του συνόλου των οικισμών φέρεται να κτίσθηκε μετά το 1981. Βασικά χαρακτηριστικά αυτών των οικιστικών συνόλων είναι η αντικατάσταση των τοπικών υλικών με τη συμβατική κατασκευή (σκυρόδεμα, τούβλο) και η αδιαφορία ως προς τον προσανατολισμό και την τοπογραφία του οικοπέδου. Εικόνα 2. Ο διάσπαρτος οικισμός Ασπούς. (Πηγή: Προσωπικό αρχείο) 8
ε αντιπαράθεση, ο παραδοσιακός οικισμός της Φώρας αναπτύσσεται στη νοτιοδυτική πλαγιά του βράχου του ενετικού κάστρου αποφεύγοντας τους ισχυρούς βορειοανατολικούς ανέμους και απαρτίζεται από λιθόκτιστες κατασκευές με μικρά ανοίγματα, υπέρθυρο φεγγίτη και δώμα από ξύλινο σκελετό, καλαμωτή, φύκια και χώμα. Εικόνα 3. Ο παραδοσιακός οικισμός της Φώρας.(Πηγή: προσωπικό αρχείο) Οι υποδομές αποχέτευσης και ύδρευσης που εξυπηρετούν τους οικισμούς χαρακτηρίζονται από προβλήματα. Σο δίκτυο αποχέτευσης της Φώρας και της Λιναριάς, θεωρείται υποτυπώδες ενώ οι υπόλοιποι έχουν βόθρο. Η Λιναριά έχει ΒΙΟΚΑ, οποίος βρίσκεται σε λειτουργία σε αντίθεση με εκείνον της Φώρας που δε λειτουργεί. Όσον αφορά τη διαχείριση απορριμμάτων, συνήθως παραχώνονται ή καίγονται. Φωματερή υπάρχει και βρίσκεται υπό κατασκευή ΦΤΣΑ. (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα κύρου, 2008) ημαντική θεωρείται η αναφορά στη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος δεδομένου ότι θεωρείται ως σημειακός βιομηχανικός υποδοχέας μέσης και υψηλής όχλησης και είναι εγκατεστημένη στην περιοχή του οικισμού Αχερούνες. (Παπαδόπουλος, 1997) Σο οδικό δίκτυο του νησιού αποτελείται από το πρωτεύον δίκτυο, το δευτερεύον και το δίκτυο τοπικής εξυπηρέτησης. χεδόν στο σύνολό του αναπτύσσεται στο βόρειο και κεντρικό τμήμα του νησιού ενώ στο νότιο (περιοχή Natura 2000) υπάρχει μόνο ένας κλάδος, προσφάτως κατασκευασμένος λόγω ανέγερσης στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Σο συνολικό μήκος του δικτύου προσεγγίζει τα 80 χλμ., εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος είναι ασφαλτοστρωμένο. Άλλες εγκαταστάσεις που περιλαμβάνονται στο δομημένο περιβάλλον της νήσου είναι το λιμάνι στην περιοχή της Λιναριάς, το οποίο λειτουργεί ως επιβατικό, ως εμπορικό, ως χώρος στάθμευσης για σκάφη αναψυχής και ως αλιευτικό καταφύγιο με 9
αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται από σύγχυση χρήσεων (εμπορευματική διαμετακομιστική τουριστική στάθμευσης). Λειτουργεί, επίσης, αλιευτικό λιμάνι στην περιοχή Μώλος, αυθαίρετα κατασκευασμένο με προβλήματα πρόσβασης και υπάρχει και στον όρμο Αχίλλι μαρίνα 150 θέσεων που λόγω κακού προσανατολισμού δε λειτουργεί. το νησί της κύρου εντοπίζεται το μοναδικό αεροδρόμιο του Νομού Ευβοίας. Πρόκειται για στρατιωτικό αεροδρόμιο, το οποίο κατασκευάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (1975-1981) και εξυπηρετεί με μικτή χρήση το νησί, από το 1984 τις εσωτερικές πτήσεις και από το 1996 τις πτήσεις εξωτερικού. (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα κύρου, 2008) Αεροδρόμιο Οδικό Δίκτυο Μαρίνα Λιμάνι Εικόνα 4. Σο δίκτυο υποδομής της περιοχής μελέτης (Πηγή: ιδία επεξεργασία) ημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα και ισχυρό σημείο της νήσου αποτελεί το πολιτιστικό περιβάλλον της που περιλαμβάνει παραδοσιακούς οικισμούς και τόπους αρχαιολογικής και ιστορικής αξίας. Η Φώρα της κύρου μαζί με το επίνειο της τα Μαγαζιά σύμφωνα με την Τπουργική Απόφαση 24946/26-08-1967 (ΥΕΚ 606Β/1967) χαρακτηρίστηκε ως Ιστορικός Διατηρητέος Σόπος και με την Τπουργική Απόφαση υπ αριθμό 30806/06-12-1967(ΥΕΚ 737Β/1967) χαρακτηρίστηκε ως Σόπος παρουσιάζων Ιδιαίτερο Υυσικό Κάλλος (ΣΙΥΚ - ΑΣ5011082) δεδομένης της αρχαιολογικής, αρχιτεκτονικής και ιστορικής τους αξίας. Η Φώρα, χτισμένη πάνω σε ίχνη παλαιότερων οικιστικών μορφωμάτων, αποτελεί τον πιο παλιό οικισμό του νησιού, τη βυζαντινή πόλη 10
που επιβίωσε από την τουρκοκρατία. Η αρχαία πόλη της κύρου βρισκόταν στην ίδια περιοχή στη θέση Υούρκα. τους θεσμοθετημένους αρχαιολογικούς χώρους συγκαταλέγονται ο προϊστορικός οικισμός στο ακρωτήριο Παλαμάρι στη βόρεια πλευρά του ομώνυμου όρμου (ΥΕΚ 1555/Β/2002), το αρχαίο λατομείο στα Πουριά στο Ακρωτήρι Πουριά στην περιοχή Μώλος (ΥΕΚ 23Β/1990), ο αρχαιολογικός χώρος νεκροταφείου Γεωμετρικής και Αρχαϊκής Εποχής στην περιοχή Φωράφα δυτικά του οικισμού του Μώλου (ΥΕΚ 212Β/1996), η Φώρα της κύρου, η ΒΑ πλευρά της Ακρόπολης (ΥΕΚ 145/Β/1991) καθώς και η θέση Μαρκέσι στο βόρειο τμήμα του νησιού (ΥΕΚ 35/Β/1962). Κατάλοιπα οικισμών και ευρήματα προϊστορικών και μεσαιωνικών χρόνων έχουν εντοπισθεί στην παράκτια ζώνη του νησιού, τα νησάκια αλλά και την ενδοχώρα. (ΦΟΟΑΠ Δήμου κύρου, 2009) Αρχαιολογικοί τόποι Οικισμοί Εικόνα 5. το χάρτη εντοπίζονται οι αρχαιολογικοί τόποι και οι ζώνες οικιστικής διάχυσης. (Πηγή: ιδία επεξεργασία) 11
3.2.2. ΣΟ ΔΗΜΟΓΡΑΥΙΚΟ ΣΟΠΙΟ ΣΗ ΠΕΡΙΟΦΗ ΜΕΛΕΣΗ Εικόνα 6 ( Πηγή: ΕΤΕ http://www.servitoros.gr/population/population.php/21) ύμφωνα με την απογραφή του 2001 καταμετρήθηκαν συνολικά 2.602 κάτοικοι αντιστοιχώντας στο 1.2% του πληθυσμού του Νομού Ευβοίας (215.136 κάτοικοι) ενώ όπως καταγράφεται στο ανωτέρω διάγραμμα παρατηρούνται τάσεις εγκατάλειψης του νησιού προς όφελος αστικών περιοχών με ένα σχετικά συγκρατημένο ρυθμό αποδυνάμωσης εντός των τελευταίων δεκαετιών. Η μείωση του πληθυσμού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1991-2001 είναι της τάξης του 10,31%. Σο σύνολο που προαναφέρθηκε αφορά τον πραγματικό πληθυσμό του νησιού εκ των οποίων το 5% είναι μετανάστες. Ωστόσο, ο μόνιμος πληθυσμός προσεγγίζει τα 2.711 άτομα υπολογίζοντας και τον στρατιωτικό πληθυσμό. τον ακόλουθο χάρτη σημειώνονται οι πληθυσμιακές συγκεντρώσεις σύμφωνα με την καταγραφή της πληθυσμιακής διάχυσης το 2001 όπου παρατηρείται σημαντική συγκέντρωση στη Φώρα (1.748 κατ.), έπειτα στη Λιναριά (319 κατ.) και ακολουθεί μια διασπορά στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της νήσου. Πληθυσμιακές συγκεντρώσεις Εικόνα 7. Οι πληθυσμιακές συγκεντρώσεις σύμφωνα με την απογραφή του 2001 (Πηγή: ΕΤΕ, ιδία επεξεργασία) 12
Αναφορικά με το επίπεδο μόρφωσης των κατοίκων του νησιού, εκτιμάται πως το 12.54% είναι απόφοιτοι γυμνασίου, το ποσοστό που έχει ολοκληρώσει και τη μέση εκπαίδευση ανέρχεται στο 21.26% ενώ οι αναλφάβητοι προσεγγίζουν το 9.63%, ποσοστό κοντά σε εκείνο του Νομού Ευβοίας. (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα κύρου, 2008) Η καταγεγραμμένη πληθυσμιακή αποδυνάμωση αποτελεί επακόλουθο της γεωγραφικής απομόνωσης της νήσου από τον υπόλοιπο Νομό αφενός λόγω της θέσης του στο Αιγαίο (βλ. Εικόνα 1) κι αφετέρου λόγω του νησιωτικού χαρακτήρα της περιοχής. Σαυτόχρονα η σχετική μη ανανέωση του πληθυσμού και η παρουσία υψηλών δεικτών γήρανσης όπως παρουσιάζονται από τα στοιχεία της ΕΤΕ διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερα προβληματικό δημογραφικό προφίλ. Εικόνα 8 ( Πηγή: ΕΤΕ, επεξεργασία τμήμα GIS ΟΑΕ ΑΕ) 3.2.3. ΣΑ ΦΑΡΑΚΣΗΡΙΣΙΚΑ ΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Ο προσανατολισμός της αναπτυξιακής διαδικασίας της περιοχής καθορίστηκε από το νησιώτικο χαρακτήρα της, τη σχετική γεωγραφική απομόνωση, την κακή προσπελασιμότητα σε συνδυασμό με τους περιορισμένους πόρους και την πληθυσμιακή αποδυνάμωση. Ωστόσο, η ιδιαίτερη γεωμορφολογία του νησιού αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα και συγκριτικό πλεονέκτημα δημιουργώντας προϋποθέσεις για την ενασχόληση με διάφορους παραγωγικούς τομείς. Ιστορικά η κύρος στηριζόταν οικονομικά στον πρωτογενή τομέα με έμφαση τόσο στη γεωργία όσο και στην κτηνοτροφία, χωρίς να απουσιάζει ο κλάδος της αλιείας, η μεταποίηση και η βιοτεχνία με έμφαση στην ξυλογλυπτική και την κεντητική, η εξόρυξη μεταλλευμάτων και επεξεργασία ορυκτών, η συλλογή ρητίνης και άλλες δραστηριότητες. Ο πρωτογενής τομέας, μέσα στο πέρασμα των χρόνων και ακολουθώντας την πτωτική πορεία που τον χαρακτηρίζει σε επίπεδο χώρας, σημείωσε σημαντική μείωση στην απασχόληση καταλαμβάνοντας στο τέλος του εικοστού αιώνα την τρίτη θέση στην παραγωγική κατάταξη του νησιού αναλαμβάνοντας κατά βάση συμπληρωματικό 13
χαρακτήρα με ποσοστό συμμετοχής 18,44% επί του συνόλου. Η γεωργία αποτελεί τον κλάδο που έχει πληγεί περισσότερο καθώς η μείωση των υφιστάμενων εκτάσεων για καλλιέργεια λόγω της επέκτασης οικισμών, της δόμησης νέων αλλά και της εγκατάστασης του αεροδρομίου σε τόπο πρόσφορο για καλλιέργεια, μείωση που προσεγγίζει το 53,50%(ΠΚΑ «Ανατολική Ακτή», 2007) σε συνδυασμό με το ισχύον ιδιοκτησιακό καθεστώς του νησιού αποτελούν σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα. Οι κύριες χρήσεις της καλλιεργούμενης έκτασης με σειρά επικράτησης είναι οι αροτραίες καλλιέργειες, οι δενδρώδεις καλλιέργειες, η κηπευτική γη και τα αμπέλια και στα τυπικά χαρακτηριστικά προϊόντα συμπεριλαμβάνονται τα σιτηρά, τα όσπρια με κυρίαρχη τη φάβα, το βαμβάκι και ο καπνός ενώ προϊόντα με Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) δεν παράγονται στην περιοχή. Η κτηνοτροφία παρουσιάζει μια εικόνα δυναμική λόγω της επάρκειας βοσκήσιμων εκτάσεων ενώ ο υφιστάμενος τρόπος εκτροφής προσεγγίζει τα όρια της βιολογικής εκτροφής. Ενώ όμως η αιγοπροβατοτροφία δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα, οι δυσλειτουργίες του συστήματος εμπορίας, η έλλειψη τυποποίησης όσον αφορά την μεταποίηση τους, η απουσία σφαγείων και η μη εξασφάλιση διαφοροποιημένης τιμής προϊόντος του παραγωγού αποτρέπουν την απασχόληση κυρίως του νέου πληθυσμού με τον κλάδο αυτό. Η αλιεία αποτελεί βασική πηγή εισοδήματος για ένα ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της τάξης του 2% παρόλο που η γεωγραφική διαμόρφωση της περιοχής διευκολύνει την αναπαραγωγή και τη διαβίωση ποικίλων αλιευμάτων. (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα κύρου, 2008 / ΦΟΟΑΠ Δήμου κύρου, 2009) Ο δευτερογενής τομέας αφορά βιοτεχνικές μονάδες μικρής κλίμακας και παρουσιάζεται διάσπαρτα χωροθετημένος και περιορισμένος (20.27%). Ο κλάδος που κυριαρχεί είναι το λιανικό εμπόριο ενώ κλάδοι όπως της κεραμικής και της ξυλογλυπτικής βιώνουν την αδυναμία διείσδυσης σε εξωγενείς του νησιού οικονομικές αγορές. Σαυτόχρονα η μη ύπαρξη νεοεισερχόμενων και η μη ενασχόληση νέων σε ηλικία με το συγκεκριμένο αντικείμενο, διαμορφώνουν κινδύνους διακοπής της ιστορικής τους συνέχειας. Επίσης, στην περιοχή δραστηριοποιούνται μονάδες μεταποίησης γεωργικών προϊόντων καθώς διατηρείται και η δραστηριότητα εξόρυξης σκυριανού μαρμάρου. (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα κύρου, 2008) 14
Γεωργία Κτηνοτροφία Σουρισμός - Εμπόριο Εικόνα 9. Παρουσιάζεται διαγραμματικά η χωροθέτηση των βασικών παραγωγικών δραστηριοτήτων της περιοχής μελέτης. Η έκταση που καταλαμβάνει η δραστηριότητα της κτηνοτροφίας αποτελεί ένδειξη των προοπτικών της τοπικής οικονομίας. (Πηγή: ιδία επεξεργασία) Αποδελτιώνοντας τους οικονομικούς δείκτες, τους δείκτες εκμετάλλευσης της γης, συμμετοχής στην παραγωγή κ.α. παρατηρείται στη κύρο κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών μια τάση μονοκαλλιέργειας του τουριστικού προϊόντος με παράλληλη απαξίωση του πρωτογενούς, που υπήρξε σημαντικό συστατικό της ιδιοσυγκρασίας της περιοχής. Όπως στο σύνολο των νησιωτικών περιοχών, ο τριτογενής τομέας με έμφαση στον τουρισμό αποτελεί τον κύριο κλάδο απασχόλησης καθώς απασχολεί το 61,28% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. χετίζεται με επιχειρήσεις εμπορικές, εστίασης και αναψυχής συνήθως οικογενειακού και εποχικού χαρακτήρα ενώ ο κλάδος του τουρισμού φέρεται ως δυναμικός παράγοντας μετασχηματισμού τόσο της κοινωνικής δομής όσο και της χωρικής οργάνωσης του τόπου. (ΦΟΟΑΠ Δήμου κύρου, 2009). 3.3. ΣΟ ΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΗ ΚΤΡΟΤ Σο νησί διαχωρίζεται σε τρεις μορφολογικά σαφώς διακρινόμενες ενότητες καθώς η δομή του τοπίου είναι διαφορετική έως αντιθετική, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι η κύρος αποτελεί συνένωση τριών νησιών, της Μερόης βορειοδυτικά, του Βουνού νοτιοανατολικά, που είναι τα μεγαλύτερα, και του μεσαίου κατά πολύ μικρότερων 15
διαστάσεων νησιού με έδαφος κυρίως αμμώδες έως αργιλοαμμώδες θαλάσσιας προέλευσης. Εικόνα 10. Διακρίνονται η βορειοδυτική, η νοτιοανατολική και η κεντρική ενότητα. (Πηγή: www.google.maps.org) Σο νοτιανατολικό τμήμα του νησιού παρουσιάζει έντονο ανάγλυφο με βραχώδεις περιοχές, απόκρημνες ακτές, βαθιές χαράδρες και κατά τόπους κλειστά υψίπεδα, μέσα στα οποία έχει αποτεθεί ερυθρά γη. Η κορυφή Προφήτης Ηλίας του όρους Κόχυλα με υψόμετρο 793μ. είναι το υψηλότερο σημείο του. Σο 95% της περιοχής καλύπτεται από αγροτικές χρήσεις αποτελώντας έκταση βοσκής ενώ το υπόλοιπο δεν χαρακτηρίζεται από κάποια χρήση γης. Σο εν λόγω τμήμα επιλέχθηκε για την εγκατάσταση αιολικού πάρκου προκαλώντας σημαντικές αντιδράσεις εκ μέρους της τοπικής κοινότητας, για την οποία «μια τέτοια εγκατάσταση σημαίνει την υποβάθμιση του νησιωτικού τοπίου καθώς οι εργασίες εκσκαφής θεμελίων, οι εκβραχισμοί, η διάνοιξη δρόμων θα οδηγήσουν σε ριζική μεταβολή του, θα υπάρξει διάβρωση των εδαφών και αλλαγές στα υδρολογικά χαρακτηριστικά, προσβάλλεται η ακεραιότητα της προστατευόμενης περιοχής NATURA 2000 και απειλείται με εξαφάνιση η προστατευόμενη πανίδα και χλωρίδα, καθώς και η ορνιθοπανίδα της περιοχής αφού η βίαιη αυτή παρέμβαση στη ζωή των κατοίκων με την εγκατάσταση τόσο υπερβολικά μεγάλου αριθμού και μεγέθους ανεμογεννητριών, δεν είναι παρά μια εχθρική εισβολή».(http://www.faltaits.gr) Σο βορειοδυτικό τμήμα, παρουσιάζει πιο ομαλή μορφολογία με κορυφές χαμηλού ύψους (Όλυμπος, Μάρμαρο, Όρος) και πεδινές εκτάσεις. Εκεί εντοπίζονται οι δυο κύριες πεδιάδες του νησιού, ο Κάμπος και το Σραχί, κάποιοι μικρότεροι κάμποι, οι οποίοι βρίσκονται στις περιοχές Αγαλήνη - Αχερούνες και Καλικρί και δύο φυσικά 16
λιμάνια, το ένα στην περιοχή Λιναριάς δυτικά και το άλλο ανατολικά στο Αχίλλι. Σόσο οι βορειοανατολικές όσο και οι νοτιοδυτικές ακτές παρουσιάζουν πολλούς κολπίσκους και κόλπους με αμμουδιές που το μήκος τους ξεπερνά τα 10χλμ. Σο μεσαίο τμήμα, ένας ισθμός με πλάτος 3 χιλιομέτρων, αποτελεί ένα ήπιο τοπίο πεδινών εκτάσεων. (http://www.biodiversity.gr/natura.php /) Ένα σύνολο περιοχών με οικολογικό, τοπιολογικό και αισθητικό ενδιαφέρον, εκ των οποίων κάποιες προστατεύονται θεσμικά ενώ άλλες βρίσκονται σε διαδικασία θεσμοθέτησης ως Περιοχές Ειδικής Προστασίας, συμπληρώνουν την εικόνα της κύρου. Η νησίδα αρακινό (ΑΣ5011061), ο όρμος της Καλογριάς, η περιοχή Ατσίτσα και το γειτνιάζον με αυτή πευκοδάσος (ΑΣ2011032) αποτελούν Σοπία Ιδιαίτερου Υυσικού Κάλλους ως ιδιαίτερης αξίας φυσικά τοπία. Ως περιοχή Natura 2000 με κωδικό GR2420006 έχει χαρακτηριστεί το όρος Κόχυλας, η ανατολική πλευρά του οποίου ανήκει στην ευρωπαϊκή λίστα των περιοχών ιδιαίτερης οικολογικής αξίας που καταρτίσθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος Corine και καταγράφηκε το 1987. Η έκταση του Κόχυλα αποτελεί εξολοκλήρου, μαζί με τις παρακείμενες νησίδες, ημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του αποτελεί Ζώνη Ειδικής Προστασίας της ορνιθοπανίδας(ζεπ)(ευρωπαϊκή Οδηγία 79/409/ΕΟΚ). Επίσης, στο Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών Υύση 2000 (Natura 2000) έχουν ενταχθεί οι νοτιοανατολικές βραχώδεις ακτές, οι νησίδες κυροπούλα, Κούλουρη, Λακκονήσια, Μέσα και Έξω Διαβάτης, Κοτσίλες, Ατσίτσα, Μέσα και Έξω Ποδιές με κωδικό SPA GR2420009 και συνολική έκταση 4.100 εκτάρια (http://www.biodiversity.gr/natura.php / ΦΟΑΑΠ Δήμου κύρου, 2009). Σο κλίμα της περιοχής χαρακτηρίζεται ως εύκρατο, νησιωτικό με δροσερά καλοκαίρια και ήπιους χειμώνες. Η ηλιοφάνεια κατά τους θερινούς μήνες ξεπερνά τις 350 ώρες το μήνα και κατά τους χειμερινούς τις 100 ενώ οι επικρατούντες άνεμοι είναι κατά κανόνα βόρειας κατεύθυνσης και ισχυροί. Η μέση ετήσια βροχόπτωση υπολογίζεται στα 542 mm, με ρυθμό μείωσης 7% ανά δεκαετία και ο μέσος όρος βροχής κυμαίνεται από 1 4 μέρες τον Ιούλιο και σε 158 τον υπόλοιπο χρόνο (αρρής, 2008). Η μέση θερμοκρασία κατά τους θερινούς μήνες είναι 27.9 ο C και κατά τους χειμερινούς 7.3 ο C. 17
Εικόνα 11. Φάρτες της νήσου με σκιαγραφημένες τις περιοχές κοινοτικής σημασίας και τις Ζώνες Ειδικής Προστασίας για την ορνιθοπανίδα. (Πηγή: http://www.minenv.gr) 3.3.1. Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΗ ΠΕΡΙΟΦΗ ΜΕΛΕΣΗ Η πανίδα της νήσου δεν θεωρείται ιδιαιτέρως ποικιλόμορφη αλλά συμπεριλαμβάνει είδη σπάνια και χρήζοντα προστασίας. Σο όρος Κόχυλας αποτελεί σημαντικό σταθμό για τα μεταναστευτικά πτηνά, τα θαλασσοπούλια και τα αρπακτικά καθώς την περιοχή χαρακτηρίζει η χαμηλή όχληση και η απουσία αναπτυξιακών δραστηριοτήτων. Οι απότομες βραχώδεις ακτές του φιλοξενούν μία μεγάλη αποικία του μεταναστευτικού γερακιού Μαυροπετρίτη (falco eleonorae) ενώ στην περιοχή απαντάται κι ένας μεγάλος αριθμός άγριων πουλιών 42 διαφορετικών ειδών που συμπεριλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της κοινοτικής Οδηγίας 79/409, το οποίο αφορά είδη που είτε απειλούνται με εξαφάνιση είτε είναι ευάλωτα σε συγκεκριμένες αλλαγές των βιοτόπων τους, είτε είναι σπάνια λόγω μικρών πληθυσμών ή απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή λόγω της ειδικής φύσης των βιοτόπων τους. τις θαλάσσιες σπηλιές του όρους εμφανίζεται συχνά η μεσογειακή φώκια Monachus monachus και εκεί διαβιεί και το ενδημικό είδος της σαύρας podacris gaigae, που συναντάται μόνο στην κύρο και στο νησί Πιπέρι της Αλοννήσου. Επίσης, αποτελεί το μοναδικό φυσικό οικότοπο διαβίωσης της φυλής των μικρόσωμων κυριανών Αλόγων (Equus cabalus) ενώ θεωρείται ότι οι ιδιαίτερες οικολογικές συνθήκες της περιοχής συνέβαλαν σε μεγάλο 18
βαθμό στη διαμόρφωση των μοναδικών χαρακτηριστικών του είδους. το σύνολο της έκτασης του νησιού εντοπίζονται αιγοπρόβατα τα οποία ανέρχονται σε περισσότερα από 50.000. (http://www.ornithologiki.gr) 3.3.2. Η ΦΛΩΡΙΔΑ ΣΗ ΠΕΡΙΟΦΗ ΜΕΛΕΣΗ το βόρειο τμήμα της νήσου σχεδόν το 26,40%, χαρακτηρίζεται από δασοκάλυψη, η οποία παρατηρείται ως συνέχεια της βλάστησης του νησιωτικού συμπλέγματος των ποράδων, με κυρίαρχο φυτικό είδος τη Φαλέπια Πεύκη (Pinus halepensis). Φαρακτηριστικό της προαναφερθείσας έκτασης είναι ο ταυτόχρονα ιδιωτικός και δημόσιος χαρακτήρας της ενώ παρατηρούνται προβλήματα καθώς δέχεται ισχυρές πιέσεις αμφισβήτησης τμημάτων της έκτασης του δάσους λόγω της διάχυσης του τριτογενή τομέα, της μη ελεγχόμενης βόσκησης καθώς και λόγω στρατιωτικών σχεδιασμών. Επίσης, οι πυρκαγιές των τελευταίων ετών κατέστρεψαν σημαντικό τμήμα του δασικού πλούτου καθώς οι εκτάσεις που κάηκαν ανέρχονται σε 11.850 στρ.(φοοαπ Δήμου κύρου, 2009). την περιοχή συναντώνται υψηλοί θάμνοι και καλλιέργειες οπωροφόρων δένδρων, ελαιόδεντρων και ετήσιες καλλιέργειες. το νότιο η χλωρίδα αποτελείται κυρίως από φρύγανα και χαμηλούς θάμνους. Η χασμοφυτική χλωρίδα της περιοχής είναι καλά αναπτυγμένη, περιέχει όμως σχετικά χαμηλό μικτό αριθμό ειδών κυρίως λόγω υπερβόσκησης. Η μακκία βλάστηση συγκροτείται κυρίως από χαμηλούς θάμνους συγκεκριμένων ειδών αγριελιάς, πουρναριού, θυμαριού και αστοίβης. Επιπροσθέτως, στο τμήμα αυτό συναντάται δενδρώδης βλάστηση η οποία αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο στις ρεματιές και τις χαράδρες του όρους Κόχυλα. Σα φυτικά είδη που συμμετέχουν στις συστάδες δενδρώδους βλάστησης είναι μεταξύ άλλων είδη σφενδαμιού, πουρναριού και αγριελιάς. Πέντε φυτικά είδη που απαντούν στον Κόχυλα έχουν περιληφθεί στον Κατάλογο Ερυθρών Δεδομένων Κινδυνεύοντων και Απειλούμενων ειδών της Ελληνικής Φλωρίδας (http://www.ornithologiki.gr). 3.3.3. ΣΟ ΤΔΑΣΙΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΗ ΠΕΡΙΟΦΗ ΜΕΛΕΣΗ Σο νησί χαρακτηρίζεται από πλούσιο υδάτινο δυναμικό καθώς διασχίζουν την έκτασή του πλήθος υδρορεμάτων εποχιακής ροής που εκβάλουν στις δυτικές και ανατολικές ακτές (Καθαράκης, 2006) και όπως προκύπτει από γεωλογική μελέτη μέσω της οποίας εντοπίστηκε άφθονη ποσότητα νερού σε βάθη 20 έως 30 μέτρων στις περιοχές Κάμπος, Καλλίκρι και Σραχύ. Σο υδάτινο περιβάλλον συμπληρώνουν αρκετές πηγές που τροφοδοτούν μεγάλο μέρος του νησιού, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως πηγές 19
επαφής καθώς βρίσκονται στα σημεία επαφής των ασβεστολιθικών και των υποκείμενων σχιστολιθικών σχηματισμών του υπεδάφους. Φαρακτηριστικές πηγές τέτοιου τύπου είναι η Αναβάλσα, η οποία φέρεται ως η σημαντικότερη του νησιού λόγω αυξημένης παροχής, το Νυφάκι, το Νύφι καθώς και το σύνολο των πηγών από την περιοχή Αχίλλι μέχρι την Καλαμίτσα. τα πλαίσια της διαχείρισης του υδάτινου δυναμικού, βρίσκεται υπό κατασκευή φράγμα στην περιοχή του Υερέκαμπου χωρητικότητας 1.000.000 κυβικών μέτρων, όπου εντοπίζεται και το ποτάμι Κηφισός. (ΦΟΟΑΠ Δήμου κύρου, 2009) Σο 2004 η μη κυβερνητική οργάνωση WWF ανέλαβε πρωτοβουλία για τη συστηματική απογραφή των υγροβιότοπων των νησιών του Αιγαίου αποσκοπώντας στην τεκμηρίωση της αξίας τους και στη διερεύνηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. την κύρο εντοπίστηκαν ο όρμος Καλαμίτσα (SKR01), ο υγροβιότοπος της περιοχής Ασπούς (SKR02), ο ποταμός Κηφισός (SKR03), το ακρωτήρι Παλαμάρι (SKR04) και ο όρμος Καραφλό (SKR05). Μεταξύ αυτών κατεγράφησαν τόποι τεχνητοί που έχουν δημιουργηθεί για τη διευκόλυνση εύρεσης πόσιμου νερού για τα σκυριανά άλογα κατά τη διάρκεια όλου του έτους. 4. Ο ΠΑΡΑΚΣΙΟ ΦΨΡΟ ΣΗ ΝΗΟΤ 4.1. ΦΑΡΑΚΣΗΡΙΣΙΚΑ ΚΑΙ ΔΤΝΑΜΙΚΗ ΣΟΤ ΠΑΡΑΚΣΙΟΤ ΦΩΡΟΤ Η νήσος κύρος χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία δυναμικής και χαρακτηριστικών του παράκτιου χώρου αφενός λόγω της ιδιαίτερης γεωμορφολογίας της, όπως ήδη έχει αναλυθεί ανωτέρω, και αφετέρου λόγω του μεγάλου μήκους ακτών που προσεγγίζει τα 130 χιλιόμετρα. Οι ακτές της διαφέρουν όσον αφορά τον μηχανισμό σχηματισμού τους, τον τύπο των πετρωμάτων και την τεκτονική δομή τους οπότε και εντοπίζονται διάφοροι τύποι ακτών όπως εκείνες που προέρχονται από συσσώρευση υλικών που μεταφέρονται από τα κύματα (χαμηλές ακτές), υψηλές ακτές, απόκρημνες και βραχώδεις ακτές, ακτές με εδαφοκάλυψη χαλέπιας πεύκης κ.α. Επίσης εντοπίζονται παράκτιοι υγροβιότοποι (Ασπούς, Καλίκρι, Καλαμίτσα κ.α.) και μεγάλη έκταση της παράκτιας πεδιάδας καλύπτεται από αµµοθίνες (Όρμος Παλαμαρίου). ημαντικό στοιχείο της δυναμικής του παράκτιου χώρου της κύρου αποτελούν τα θαλάσσια σπήλαια. Αναφέρονται οι σπηλιές Γερανιά, που εντοπίζεται στην ανατολική ακτή της, η Διατρυπητή, σπήλαιο επίσης στην ανατολική ακτή, η Μεγάλη σπηλιά, η οποία έχει μεγάλο άνοιγμα και σταλακτίτες κοντά στην Πεντεκάλη στο ανατολικό μέρος της κύρου, η Καρακασάνη σπηλιά, κοντά στο Νυφάκι σε ύψος 110 μέτρα από την 20
θάλασσα δυστυχώς κατεστραμμένη. Η σπηλιά Πεντεκάλη, στην ανατολική ακτή όπως και οι σπηλιές δυτικά του ακρωτηρίου Αποκλείστρα και ανατολικά από την σπηλιά Γερανιά.(www.skyros.gr) Εικόνα 11. Η δυναμική του παράκτιου χώρου της κύρου (Πηγή: www.google.maps.org) 21
4.2. ΦΡΗΕΙ ΓΗ ΚΑΙ ΟΙΚΙΣΙΚΕ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕ ΔΡΑΣΗΡΙΟΣΗΣΕ Καθώς το 70% του ελληνικού πληθυσμού κατοικεί στην παράκτια ζώνη πλήθος λειτουργιών συγκεντρώνεται στην εν λόγω περιοχή διαμορφώνοντας το ιδιαίτερο παράκτιο τοπίο. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στον παράκτιο χώρο διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες, τις χερσαίες και τις θαλάσσιες. τις χερσαίες δραστηριότητες συμπεριλαμβάνονται η εκμετάλλευση των γεωργικών εκτάσεων με την χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, οι κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, οι βιομηχανικές και μεταποιητικές δραστηριότητες, τα έργα υποδομής (δρόμοι, λιμάνια, μαρίνες κ.α) και η οικιστική ανάπτυξη (κατοικία, παραθερισμός, τουρισμός). την κατηγορία των θαλάσσιων δραστηριοτήτων συμπεριλαμβάνονται οι ιχθυοκαλλιέργειες, η εξόρυξη και μεταφορά πετρελαίου, οι μεταφορές, κ.ά. την περιοχή μελέτης οι χρήσεις που αναφέρονται στον παράκτιο χώρο σήμερα αφορούν τις μεταφορές, στρατιωτικές εγκαταστάσεις, οικιστικές δραστηριότητες και τις δραστηριότητες του πρωτογενούς τομέα παραγωγής (γεωργία, κτηνοτροφία). Αναλυτικότερα, τόσο στο βόρειο όσο και στο δυτικό και ανατολικό τμήμα του νησιού εντοπίζονται εγκαταστάσεις του δικτύου μεταφορών της κύρου που ως πύλες επικοινωνίας διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της και τη διασύνδεση με την υπόλοιπη χώρα με εισροές και εκροές ανθρώπινου δυναμικού (εντόπιος πληθυσμός, επισκέπτες, τουρίστες). Σο λιμάνι του νησιού εντοπίζεται στον όρμο της Λιναριάς στη δυτική παρειά του νησιού. Σα λιμενικά έργα αποτελούνται από κρηπιδώματα, από έναν προσήνεμο μώλο και από έναν προβλήτα για την πρόσδεση τόσο των εμπορικών όσο και των επιβατικών πλοίων. Δεδομένου ότι η ευρύτερη περιοχή αντιμετωπίζει προβλήματα οργανωτικής δομής και λειτουργικότητας, έχει εκπονηθεί μελέτη επέκτασης σύμφωνα με την οποία προβλέπεται η κατασκευή δύο προβλητών και η κατασκευή μαρίνας δυναμικότητας 50-80 θέσεων (ΦΟΟΑΠ Δήμου κύρου, 2009). Εκτός από το προαναφερθέν λιμάνι, λειτουργεί αλιευτικό καταφύγιο στο Μώλο το οποίο έχει κατασκευαστεί αυθαίρετα και η πρόσβαση σε αυτό είναι δύσκολη λόγω έλλειψης οργανωμένου οδικού δικτύου στον οικισμό. Επίσης έχει κατασκευαστεί μαρίνα 150 θέσεων στον όρμο Αχίλλι η οποία όμως δε λειτουργεί λόγω κακού προσανατολισμού και αδυναμίας προστασίας από τους βόρειους ανέμους. ύμφωνα με το Περιφερειακό Πλαίσιο Φωροταξικού χεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Περιφέρειας τερεάς Ελλάδας χαρακτηρίζεται ως πρωτεύον τουριστικό λιμάνι ενώ σύμφωνα με το ΦΟΟΑΠ (2009) προτείνεται κατασκευή νέας μαρίνας στην περιοχή της Καλαμίτσας, όπου και εντοπίζονται ερείπια ρωμαϊκής και βυζαντινής 22
οχύρωσης καθώς και υπολείμματα λιμενικών εγκαταστάσεων της ίδιας περιόδου. το βόρειο τμήμα της κύρου εντοπίζεται το στρατιωτικό αεροδρόμιο, στις εγκαταστάσεις του οποίου έχει επιτραπεί και η λειτουργία του πολιτικού αεροδρομίου, καταλαμβάνοντας εύφορες αγροτικές εκτάσεις που σύμφωνα με το χωροταξικό του 1977 προορίζονταν για εκμετάλλευση τουριστική και γεωργική (Νήσος κύρος: Φωροταξική μελέτη, 1977). Οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις, πέραν της έκτασης του αεροδρομίου, καταλαμβάνουν και τμήμα του παράκτιου χώρου στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού πλησίον της προστατευόμενης περιοχής Natura 2000 όπου λειτουργεί ναύσταθμος (ΝΑΚΤ). ημαντική εδαφοκάλυψη της παράκτιας ζώνης σχετίζεται με τις οικιστικές δραστηριότητες του τέλους του εικοστού αιώνα. Όπως έχει ήδη αναλυθεί στο σύνολό τους οι οικισμοί είναι νεοδημιουργηθέντα διάσπαρτα σύνολα κατοικιών κυρίως τουριστικής ή παραθεριστικής εκμετάλλευσης. Ωστόσο, το φαινόμενο δεν έχει λάβει τις διαστάσεις που συναντώνται σε άλλες νησιωτικές περιοχές του αιγαιακού χώρου καθώς χαρακτηρίζεται από σχετικά ήπια τουριστική ανάπτυξη και αποτελεί ένα αραιοκατοικημένο μεγάλο σε έκταση νησί. Φαρακτηριστικά αναφέρονται οι οικισμοί Αχερούνες, Λιναριά, Καλαμίτσα, Αχίλλι, Μαγαζιά και Μώλος. τις βορειοανατολικές ακτές της νήσου, στον όρμο Παλαμαρίου, όπου εκβάλλει ένα μικρό ρέμα, συναντάται ένας άλλος οικισμός που χρονολογικά κατατάσσεται στην Πρώιμη και Μέση Φαλκοκρατία αποτελώντας μια αρχαιολογική περιοχή μεγάλης σημασίας και ενδιαφέροντος. Σέλος, τμήμα της γεωργικής γης εντοπίζεται στην παράκτια ζώνη κυρίως στο κεντρικό κομμάτι της νήσου δεδομένης της ιδιαίτερης γεωμορφολογίας της καθώς και κτηνοτροφικές δραστηριότητες δεδομένου ότι στο νησί καταγράφονται περισσότερα από 50.000 αιγοπρόβατα υπό το καθεστώς της ελεύθερης βοσκής. Οι αεροφωτογραφίες και φωτογραφίες που ακολουθούν αποτελούν τεκμήρια της κατάληψης της παράκτιας ζώνης από τις προαναφερθείσες δραστηριότητες. 23
Λιμάνι Γεωργική γη Μαρίνα Στρατιωτικές εγκαταστάσεις Αρχαιολογικός χώρος Αερολιμένας Γεωργική γη Εικόνα 13. Οι χρήσεις που καταλαμβάνουν τμήμα του παράκτιου χώρου στη κύρο (Πηγή: www.googleearth.gr) Οικισμός Αλιευτικό καταφύγιο 4.3. ΠΡΟΒΛΗΜΑΣΑ ΚΑΙ ΑΠΕΙΛΕ Σόσο η επίσημη πολιτική σε διεθνές και εθνικό επίπεδο όσο και η δράση μη κυβερνητικών οργανώσεων ή ανεξάρτητων φορέων και πολιτών αποσκοπεί στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας των ακτών καθώς τα παράκτια οικοσυστήματα είναι σημαντικά για τη βιοποικιλότητα, για τη ρύθμιση του κλίματος και την καταπολέμηση της διάβρωσης. Η ιδιαίτερα ευαίσθητη ισορροπία επηρεάζεται αφενός από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και αφετέρου από τις κλιματικές αλλαγές, την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, τις αλλαγές της συχνότητας και της έντασης των ακραίων καιρικών φαινόμενων κ.α. τα πλαίσια της παρούσας εργασίας αναφορά γίνεται στις πιέσεις που αφορούν τις ακτές και σχετίζονται με τις σύγχρονες ανθρώπινες 24
δραστηριότητες όπως υποβάθμιση των παράκτιων φυσικών πόρων, εξάντληση των υδάτινων πόρων, επιτάχυνση της διάβρωσης και συσσώρευση της ρύπανσης κ.α. το σημείο αυτό σημαντική κρίνεται η επισήμανση πως δεν υπάρχουν μετρήσεις για το νησί που να καταδεικνύουν την έκταση των φαινομένων ρύπανσης ή υποβάθμισης του παράκτιου περιβάλλοντος. Ωστόσο τεκμαίρεται ότι η επίδραση των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα στην περιοχή μελέτης είναι σημαντική και έχει αρνητικές επιδράσεις τόσο σε κοινωνικό όσο και σε περιβαλλοντικό επίπεδο. Αναλυτικότερα, αναφορικά με τις εγκαταστάσεις μεταφορών του νησιού, τα παράκτια έργα υποδομής και τα λιμενικά έργα του αλιευτικού καταφυγίου στην περιοχή του Μώλου φέρονται να είναι υπεύθυνα για την τοπική υποβάθμιση της ποιότητας του θαλάσσιου νερού καθώς λόγω της άνευ μελέτη κατασκευής τους έχει ελαχιστοποιηθεί η δυνατότητα ανακύκλωσης και αυτοκαθαρισμού του νερού με ταυτόχρονη ανάπτυξη μικροβίων και ένταση των φαινομένων θερμότητας των υδάτων. Επίσης, στην εν λόγω περιοχή συχνό είναι το φαινόμενο εγκλωβισμού και συσσώρευσης φυκιών (λιβάδια Ποσειδωνίας) που δεν μπορούν να απομακρυνθούν με τους φυσικούς μηχανισμούς και σταδιακά αποσαρθρώνονται με αποτέλεσμα την έκλυση υδρόθειου προκαλώντας αφενός την απομάκρυνση των λουόμενων και των χρηστών του παράκτιου χώρου λόγω της έντονης οσμής και αφετέρου ασφυξία και θανάτωση της θαλάσσιας πανίδας. Πιθανές οχλήσεις και επιπτώσεις στο παρακείμενο περιβάλλον δύνανται να συσχετιστούν με τα παράκτια έργα επέκτασης του λιμανιού στη Λιναριά αλλά και την κατασκευή της μαρίνας στο Αχίλλι καθώς οι εν λόγω ανθρώπινες παρεμβάσεις δεδομένου ότι εκτελούνται χωρίς επαρκή γνώση της δυναμικής του παράκτιου συστήματος διαταράσσουν το ιζηματικό ισοζύγιο των παράκτιων περιοχών προκαλώντας διάβρωση της ακτής (μη φυσικές διεργασίες) ενώ η ρύπανση από τα εμπορικά και επιβατικά πλοία υποβαθμίζει το έδαφος και τα αποθέματα πόσιμου νερού των πλησιέστερων πηγών (Βελεγράκης, 2005). Η κατασκευή του αερολιμένα για την εξυπηρέτηση στρατιωτικών αναγκών και ζητημάτων άμυνας στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970 δεν αποτέλεσε μέρος της χωροταξικής μελέτης καταλαμβάνοντας εύφορη παράκτια γη και εκτιμάται ότι σχετίζεται με προβλήματα επιβάρυνσης του θαλάσσιου οικοσυστήματος δεδομένης της έλλειψης συσκευών ελέγχου ρύπανσης στο σύστημα αποστράγγισης, εκπομπής αέριων ρύπων και ρύπανσης από την απορροή όμβριων υδάτων από τους διαδρόμους κίνησης των αεροσκαφών (Παπαδόπουλος, 1997). 25
ύμφωνα με μελέτες που έχουν λάβει χώρα στη κύρο, η αλόγιστη χρήση γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων στις γεωργικές ζώνες παρακείμενων του παράκτιου χώρου (βλ. Εικόνα 13) προκαλεί ρύπανση καθώς με την απόπλυση καταλήγουν στον επιφανειακό ή υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής με τελικό αποδέκτη τα θαλάσσια οικοσυστήματα (Παπαδόπουλος, 1997). Ενώ η ανεξέλεγκτη υπερβόσκηση στις βραχώδεις ακτές του νησιού υποβαθμίζει το έδαφος των παράκτιων οικοσυστημάτων μειώνοντας τη γονιμότητά του. ημαντική επιβάρυνση αποτελεί και η αστικοποίηση των παράκτιων ζωνών (οικισμοί Μαγαζιά, Μώλος, Αχίλλι κ.α.) δεδομένου ότι παρεμποδίζει τις φυσικές διεργασίες της διάβρωσης μεταβάλλοντας την παράκτια κίνηση των ιζημάτων αν και εκτιμάται ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος ανατροπής του ιζηματικού ισοζυγίου σχετίζεται με την κατασκευή ποτάμιων φραγμάτων στο εσωτερικό των νησιών (Βελεγράκης, 2005), όπως η κατασκευή του φράγματος του Υερέκαμπου. Επιπλέον, λόγω της μη λειτουργίας του ΒΙΟΚΑ της Φώρας τα λύματα διοχετεύονται στον ποταμό Κηφισό και μέσω αυτού καταλήγουν στη θάλασσα με αποτέλεσμα αφενός ο ποταμός να μην αποτελεί πια ζωτικό χώρο για την τοπική κοινότητα αλλά ούτε εκμεταλλεύσιμο πόρο και αφετέρου τοπικά η ακτή να μη συνιστά ένα δημόσιο χώρο ευχάριστα προσπελάσιμο. Σέλος, εκτιμάται ότι η ρύπανση από τα βιομηχανικά απόβλητα είναι μηδαμινή δεδομένου ότι το νησί δε διαθέτει παρά λίγες βιοτεχνικές μονάδες τοπικής σημασίας. Ωστόσο, τα παραγόμενα υγρά απόβλητα των μονάδων αυτών, όπως και το σύνολο των υπόλοιπων λυμάτων, αποτίθενται απευθείας στο περιβάλλον. τα προβλήματα και τις ενδεχόμενες απειλές που αφορούν τον παράκτιο χώρο συγκαταλέγεται και το ζήτημα της αισθητικής του τοπίου. Η αλλοίωση της νησιωτικής τοπιακής ταυτότητας αποτελεί την πιο συνηθισμένη επίπτωση των παράκτιων έργων (υποδομής, εγκαταστάσεων κ.α.) και αφορά τόσο την καθημερινότητα και όσο την ελκυστικότητα του νησιωτικού χώρου. 26
Εικόνα 14. Η περιοχή Μώλος με το αυθαίρετο αλιευτικό καταφύγιο και τον οικισμό που προσεγγίζει την ακτογραμμή. Ποια είναι η σχέση του οικισμού με τον παράκτιο χώρο; (Πηγή: προσωπικό αρχείο) 5. ΤΜΠΕΡΑΜΑΣΑ Αποδελτιώνοντας τα πρωτογενή και δευτερογενή δεδομένα, διαφαίνεται πως η περιοχή διαθέτει πλούσιους φυσικούς πόρους, οι οποίοι διατηρούν ακόμα σε ικανοποιητικό βαθμό τα πρωτογενή χαρακτηριστικά τους δεδομένου ότι δεν παρατηρείται αντικατάσταση των φυσικών στοιχειών από τουριστικά, βαθμιαία απώλεια της ποικιλότητας του φυσικού περιβάλλοντος ή αλλοίωση των γηγενών χαρακτηριστικών αλλά αντιμετωπίζουν προβλήματα με λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές συνέπειες. Σο φυσικό περιβάλλον αποτελεί για την περιοχή της κύρου το σημαντικότερο πόρο καθώς τροφοδοτεί τις βασικές παραγωγικές δραστηριότητες του ενεργού οικονομικά πληθυσμού, τη κτηνοτροφία και τον τουρισμό και διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την κοινωνικό-οικονομική ανάπτυξή της. Η σημαντικότητα και η ιδιαιτερότητα του φυσικού περιβάλλοντός του ενισχύεται και από την ένταξη διάφορων περιοχών του νησιού σε καθεστώτα προστασίας (Natura, Corine,ΣΙΥΚ κ.α.). Η παράκτια ζώνη της κύρου χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών, παραγωγικών οικοσυστημάτων, χλωρίδας και πανίδας αλλά και από συσσώρευση πλήθους ανθρώπινων δραστηριοτήτων. ημαντικός φυσικός πόρος της νήσου είναι ο ποικιλόμορφος παράκτιος χώρος της, ο οποίος όμως, όπως συμπεραίνεται από την ως άνω μελέτη, δεν υπόκειται σε κάποια ιδιαίτερη διαχείριση ενώ ο σχεδιασμός του είτε σχετίζεται με τις εκάστοτε ανάγκες συγκεκριμένων ομάδων (αλιείς, ξενοδόχοι, επαγγελματίες χώρων εστίασης, κράτος) είτε δεν υφίσταται καν. Οι χρήσεις γης που καταλαμβάνουν τις ακτές είναι πολλαπλές ενώ δεν παρατηρείται αποτελεσματικότητα στην διαχείριση των αντικρουόμενων δραστηριοτήτων (αλιευτικό καταφύγιο, χώρος κολύμβησης). Εκτιμάται πως υπάρχει μια 27
τρίπτυχη πίεση που απειλεί τον παράκτιο χώρο και είναι τα έργα υποδομής (μαρίνα, αλιευτικό καταφύγιο κ.α.) που φέρονται να είναι είτε μη βιώσιμες είτε λανθασμένες αναπτυξιακές επιλογές, η αστικοποίηση (ο τρόπος πολεοδόμησης, οικιστικά δίκτυα) και η εφαρμογή της γεωργικής καλλιέργειας. Ποια είναι λοιπόν η ποιότητα αυτού του δημόσιου χώρου; Η παράκτια ζώνη φέρεται να είναι ο βασικός υποδοχέας των προϊόντων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (λύματα κ.λ.π) και συνάμα πεδίο οικονομικής εκμετάλλευσης. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, κρίνεται απαραίτητο να σημειωθεί, πως η τοπική κοινότητα δεν έχει αποκτήσει ενεργό δράση εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις πολιτών.(www.skyroson.gr) Καθίσταται, λοιπόν, απαραίτητη αφενός η επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης του εντόπιου πληθυσμού με αυτόν το δημόσιο χώρο και αφετέρου η υιοθέτηση μιας ειδικής διαχειριστικής πολιτικής που θα εξασφαλίζει τόσο την προστασία των παράκτιων και των θαλάσσιων οικοσυστημάτων όσο και την ανάπτυξη ανθρώπινων δραστηριοτήτων με βιώσιμο τρόπο. ΑΝΑΥΟΡΕ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΥΙΑ Αρναούτογλου Φ. (1989), Σκύρος, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Ανατολικό Αιγαίο ποράδες Επτάνησα, τόμος 1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα Βελεγράκης Α.(2005), Διάβρωση Νησιωτικών παραλιών: Φαινομενολογία και αίτια της υποβάθμισης ου μεγαλύτερου φυσικού πόρου της Νησιωτικής Ελλάδας, υνέδριο «Αειφορία και Περιβάλλον: Ο Νησιωτικός Φώρος στον 21 ο αιώνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Ευρωπαϊκό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Κατάρτισης, Αθήνα Βίττης Ν. (2004), Ολοκληρωμένη διαχείριση παράκτιων ζωνών και ελληνική νομοθεσία, Διπλωματική εργασία, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, χολή θετικών Επιστημών και Σεχνολογίας, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Σκύρου (2008), Οργανισμός Ανάπτυξης τερεάς Ελλάδας- Περιφερειακή Ανώνυμη Αναπτυξιακή Εταιρεία οσα Μοδινός Μ. (2007), Ανθρωπογεωγραφία, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα Νήσος Σκύρος, Χωροταξική μελέτη μετά ρυθμιστικών και πολεοδομικών σχεδίων (1977), ΟΣΟΜΕ, Αθήνα 28