Αγνοια των παραγόντων αυτών μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφική παρερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων 1. ΗΛΙΚΙΑ Στα πρόωρα νεογνά το μεγαλύτερο μέρος της αιμοσφαιρίνης είναι F αντί για Α. Στα νεογνά το πρώτο 24ωρο παρατηρείται πολύ χαμηλός κορεσμός οξυγόνου αρτηριακού αίματος και μεταβολική οξέωση με συσσώρευση γαλακτικού οξέος. Κατά τη γέννηση παρατηρούνται υψηλές τιμές κινάσης της κρεατίνης, γ-γλουταμηλοτρανσφέρασης και ασπαρτικής αμινοτρανσφεράσης. Τα νεογέννητα εμφανίζουν αυξημένα επίπεδα χολερυθρίνης που κορυφώνονται κατά την 3η με 5η ημέρα. Οι τιμές σπανίως ξεπερνούν τα 5 mg/dl και επανέρχονται σταδιακά στα φυσιολογικά, μετά την 4η-5η ημέρα. Τα επίπεδα γλυκόζης και λιπιδίων είναι χαμηλότερα στα νεογέννητα, ενώ παρατηρούνται υψηλές τιμές Na, Cl, K και ασβεστίου. Oι τιμές της θυροξίνης και της τριιωδοθυρονίνης είναι ιδιαίτερα υψηλές και παραμένουν υψηλές κατά την διάρκεια της βρεφικής και παιδικής ηλικίας. Μεγάλες μεταβολές παρατηρούνται στα επίπεδα αίματος των στεροειδών του φύλου και των γοναδοτροφινών κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, της αναπαραγωγικής περιόδου και της εμμηνόπαυσης. Οι τιμές του ανόργανου φωσφόρου και της αλκαλικής φωσφατάσης είναι ιδιαίτερα υψηλές κατά την παιδική ηλικία και πέφτουν δραματικά μετά την εφηβεία, για να αυξηθούν σχετικά ξανά μετά την εμμηνόπαυση στις γυναίκες. Η συγκέντρωση πρωτεϊνών αυξάνει μετά τη βρεφική ηλικία και φτάνει τα επίπεδα ενηλίκων μετά το 10ο έτος ζωής. Η δραστικότητα των ενζύμων ελαττώνεται κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, φτάνοντας τις τιμές ενηλίκων εκτός της αμινοτρανσφεράσης της αλανίνης, η οποία συνεχίζει να αυξάνεται κυρίως στους άνδρες μέχρι την ηλικία των 40 ετών. Στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση εκτός από την αύξηση στις γοναδοτροφίνες και στα επίπεδα αλκαλικής φωσφατάσης και φωσφόρου παρατηρείται σημαντική αύξηση στα ολικά λιπίδια, στο ουρικό οξύ, στη χοληστερόλη και στις τρανσαμινάσες. Στους ηλικιωμένους παρατηρούνται σημαντικά χαμηλότερες τιμές στεροειδών του φύλου, τριωδοθυρονίνης, θεικής δεϋδροεπιανδροστερόνης, δεϋδροεπιανδροστερόνης, παραθορμόνης και κορτιζόλης. 2. ΦΥΛΟ Οι στεροειδείς ορμόνες που σχετίζονται με το φύλο, η αιμοσφαιρίνη και ο σίδηρος αποτελούν τα πιο γνωστά συστατικά του αίματος, των οποίων οι συγκεντρώσεις διαφέρουν σημαντικά μεταξύ ανδρών και γυναικών. Οι δραστικότητες της αλκαλικής φωσφατάσης, των τρανσαμινασών, της αλδολάσης και της κινάσης της κρεατίνης είναι υψηλότερες στους άνδρες απ ό,τι στις γυναίκες. Οι συγκεντρώσεις της αλβουμίνης, του ασβεστίου και 1 / 7
μαγνησίου είναι υψηλότερες στους άνδρες από ότι στις γυναίκες. Η συγκέντρωση της γ-σφαιρίνης, της α-λιποπρωτείνης, και της HDL χοληστερόλης είναι υψηλότερες στις γυναίκες απ ό,τι στους άνδρες. Οι συγκεντρώσεις των αμινοξέων, της ουρίας, της κρεατινίνης, του ουρικού οξέος, της χοληστερόλης και της χολερυθρίνης είναι υψηλότερες στους άνδρες απ ότι στις γυναίκες. 3. ΦΥΛΕΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ Η ολική συγκέντρωση πρωτεϊνών και κυρίως της γ-σφαιρίνης είναι υψηλότερη στους νέγρους απ ότι στους λευκούς, ενώ, η συγκέντρωση αλβουμίνης είναι υψηλότερη στους λευκούς. Οι τιμές της ΙgG είναι υψηλότερες κατά 40% και της ΙgA κατά 20% στους νέγρους σε σχέση με τους λευκούς. Πολύ υψηλότερες τιμές γαλακτικής αφυδρογονάσης και κινάσης κρεατινίνης παρατηρώνται στους νέγρους. Οι Bantu της Αφρικής, οι Γιαπωνέζοι, αλλά και οι νέγροι έχουν σημαντικά χαμηλότερες τιμές χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων από τους λευκούς. Οι διαφορές αυτές οφείλονται μερικώς σε φυλετικούς παράγοντες, αλλά επίσης σε διαφορές δίαιτας και τρόπου ζωής. 4. ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Η πρόσφατη λήψη τροφής αυξάνει τη συγκέντρωση της ινσουλίνης, της γαστρίνης, της γλυκαγόνης, της αυξητικής ορμόνης και της καλσιτονίνης, Μεγάλες αυξήσεις παρατηρούνται ακόμη στα επίπεδα γλυκόζης, σιδήρου, ολικών λιπιδίων και αλκαλικής φωσφατάσης. Η αύξηση της αλκαλικής φωσφατάσης είναι μεγαλύτερη με τη λήψη λιπαρού γεύματος και επηρεάζεται από την ομάδα αίματος του ατόμου και το υπόστρωμα που χρησιμοποιείται για την ενζυμική ανάλυση. Η λιπαιμία πρέπει να αποφεύγεται, διότι επιδρά στην αναλυτική διαδικασία κατά τον προσδιορισμό διάφορων συστατικών του αίματος. Η καφεΐνη που περιέχεται στον καφέ, στο τσάι και στην coca cola, διεγείρει τα επινεφρίδια, προκαλώντας αυξημένη έκκριση κατεχολαμινών και των μεταβολιτών τους και μικρή αύξηση της γλυκόζης του αίματος. Αυξάνεται επίσης η κορτιζόλη του πλάσματος και η απέκκριση ελεύθερης κορτιζόλης, 11-υδροξυκορτικοστεροειδών και 5-ΗΙΑΑ. Η επίδραση της καφεΐνης μπορεί ορισμένες φορές να επικαλύψει το νυχθημερήσιο ρυθμό εκκρίσεως κορτιζόλης. Η καφεΐνη αυξάνει τη συγκέντρωση των ελεύθερων λιπαρών οξέων του πλάσματος κατά 30% και κατά μικρότερο ποσοστό τη συγκέντρωση γλυκερόλης, ολικών λιπιδίων και λιποπρωτεϊνών. 2 / 7
Η λήψη οινοπνευματωδών ποτών σε μεγάλη ποσότητα μπορεί να αυξήσει τη συγκέντρωση της γλυκόζης κατά 20-50%. Η αύξηση αυτή μπορεί να είναι πιο εκσεσημασμένη σε διαβητικούς. Πιο συχνά, συμβαίνει αναστολή της γλυκονεογεννέσεως που εκδηλώνεται ως υπογλυκαιμία και κετοναιμία. Η υπογλυκαιμία είναι πιο συχνή σε παιδιά, αλκοολικούς και άτομα που διατρέφονται πλημμελώς. Παρατηρείται αύξηση του ουρικού οξέος και των τριγλυκεριδίων του αίματος κυρίως όταν το αλκοόλ λαμβάνεται με λιπαρά γεύματα. Η υπερτριγλυκεριδαιμία μπορεί να διατηρηθεί για περισσότερες από 12 ώρες. Η οξεία πρόσληψη αλκοόλ οδηγεί σε απότομη αύξηση της συγκέντρωσης καλσιτονίνης και γαστρίνης καθώς και σε αυξημένη έκκριση κορτιζόλης και κατεχολαμίνων. Στους άνδρες παρατηρείται απότομη ελάττωση της τεστοστερόνης του πλάσματος με αύξηση της LH. H χρόνια λήψη οινοπνευματωδών επηρεάζει τη δραστικότητα πολλών ενζύμων του ορού. Η αυξημένη δραστικότητα της γ-gτ χρησιμοποιείται ως δείκτης αλκοολισμού. Ο χρόνιος αλκοολισμός συνοδεύεται από πολλές χαρακτηριστικές βιοχημικές αλλοιώσεις, όπως παθολογική λειτουργία της υπόφυσης και των επινεφριδίων. Η νικοτίνη αυξάνει τη συγκέντρωση της αδρεναλίνης και την απέκκριση κατεχολαμινών και των μεταβολιτών τους στα ούρα. Η συγκέντρωση της γλυκόζης μπορεί να αυξηθεί μέχρι και 10 mg/dl μέσα σε 10 min από το κάπνισμα ενός και μόνο τσιγάρου και να διατηρηθεί για 1 ώρα, Γενικά η συγκέντρωση της γλυκόζης του πλάσματος είναι υψηλότερη σε καπνιστές απ ότι σε μη καπνιστές, ενώ η ανοχή γλυκόζης επηρεάζεται ελαφρά στους καπνιστές. Η νικοτίνη αυξάνει δραματικά τη συγκέντρωση της αυξητικής ορμόνης, η συγκέντρωση της οποίας μπορεί να αυξηθεί μέχρι και 10 φορές μέσα σε 30 min από το κάπνισμα ενός τσιγάρου. Oι συγκεντρώσεις της β-λιποπρωτεΐνης, χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων είναι υψηλότερες σε καπνιστές απ ότι σε μη καπνιστές. H συγκέντρωση της κορτιζόλης αυξάνεται μέχρι και 40% μέσα σε 5 min, ενώ τα 11-υδροξυκορτικοστεροειδή του πλάσματος μπορεί να αυξηθούν μέχρι και 75% στους βαρείς καπνιστές. Ο αριθμός των ερυθροκυττάρων αυξάνεται στους καπνιστές. Σε βαρείς καπνιστές το ποσοστό της καρβοξυαιμοσφαιρίνης μπορεί να ξεπερνά το 10% της ολικής αιμοσφαιρίνης. Η μερική πίεση οξυγόνου (p02) των καπνιστών συνήθως είναι 5 mmhg χαμηλότερη απ ότι στους μη καπνιστές. Ο αριθμός των λευκοκυττάρων αυξάνεται μέχρι και 30% στους καπνιστές. Η συγκέντρωση ουρικού οξέος, ουρίας και κρεατινίνης είναι ελάχιστα χαμηλότερες στους καπνιστές, όπως και η συγκέντρωση της IgA, IgG και ΙgM ενώ η συγκέντρωση της ΙgE είναι υψηλότερη. Οι καπνιστές εμφανίζουν υψηλότερες τιμές καρκινοεμβρυϊκού αντιγόνου και συχνότερα θετικά αντιπυρηνικά αντισώματα. Τέλος, στους καπνιστές παρατηρούνται σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης Β12. Η πεκτίνη και οι φυτικές ίνες της τροφής ελαττώνουν τη συγκέντρωση της απολιποπρωτεΐνης Β και της χοληστερόλης, Πολλά φρούτα και λαχανικά (π.χ. ντομάτες, μπανάνες) που περιέχουν 5-υδροξυτρυπταμίνη (σεροτονίνη) προκαλούν αυξημένη απέκκριση 5-ΗΙΑΑ. Το avocado ελαττώνει την ανοχή γλυκόζης, επηρεάζοντας την έκκριση της ινσουλίνης. Τα κρεμμύδια ελαττώνουν τόσο τη γλυκόζη του αίματος όσο και την απάντηση της ινσουλίνης στην γλυκόζη. Για να είναι επιτυχημένες οι λειτουργικές μεταβολικές μελέτες χρειάζεται κατάλληλη προπαρασκευή του ασθενούς (π.χ. επαρκής δίαιτα υδατανθράκων για 3 ημέρες πριν από τον προσδιορισμό ανοχής γλυκόζης). 3 / 7
5. ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΡΥΘΜΟΙ Οι τιμές των γοναδοτροφινών και των στεροειδών του φύλου πρέπει να σχετίζονται με τις τιμές αναφοράς που αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη φάση του κύκλου. Σημαντικές μεταβολές παρατηρούνται όμως και στα επίπεδα της κορτικοστερόνης, της ανδροστενεδιόνης, της αλδοστερόνης και της ρενίνης που είναι από 50%-100% υψηλότερα κατά την ωχρινική φάση. Ο ρυθμός παραγωγής πολλών ενδογενών ουσιών και η συγκέντρωσή τους στο αίμα ποικίλλει κατά τη διάρκεια του 24ωρου. Ο πιο γνωστός ανθρώπινος νυχθημερήσιος ρυθμός είναι της κορτιζόλης και της ACTH, τα επίπεδα των οποίων είναι κατά πολύ υψηλότερα τις πρωινές ώρες απ ότι τις απογευματινές και τις βραδινές. Ανάλογοι ρυθμοί που οδηγούν όμως σε μικρότερες διακυμάνσεις έχουν παρατηρηθεί και στα επίπεδα της κορτικοστερόνης, της αλδοστερόνης, της θυροξίνης, της θυρεοτρόπου ορμόνης και του καλίου. Έχει παρατηρηθεί σημαντική αύξηση στα επίπεδα γοναδοτροφινών κατά τη διάρκεια της νύχτας, όπως και στα επίπεδα προλακτίνης και αυξητικής ορμόνης κατά τα αρχικά στάδια του ύπνου. Η μεγίστη δραστικότητα ρενίνης εμφανίζεται νωρίς το πρωί κατά τη διάρκεια του ύπνου, η ελάχιστη αργά το απόγευμα. Ο ρυθμός σπειραματικής διήθησης διακυμαίνεται αντίστροφα από την έκκριση ρενίνης. Η βασική τιμή της ινσουλίνης είναι υψηλότερη το πρωί και η απάντησή της στη γλυκόζη είναι επίσης μεγαλύτερη το πρωί και ελάχιστη γύρω στα μεσάνυχτα. Η απέκκριση στα ούρα κατεχολαμινών και των μεταβολιτών τους είναι μικρότερη κατά την διάρκεια της νύχτας από ότι την ημέρα. Η μέγιστη απέκκριση Κ+ και Νa+ στα ούρα γίνεται το μεσημέρι, ενώ η απέκκριση ασβεστίου και μαγνησίου είναι μεγαλύτερη κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι συγκεντρώσεις του σιδήρου και του ανόργανου φωσφόρου είναι υψηλότερες τις απογευματινές απ ότι τις πρωινές ώρες. Στα τυφλά άτομα οι κυκλικές μεταβολές είναι κατά πολύ μικρότερες, μέχρι και εξαφανισμένες. 6. ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ Τα αποτελέσματα αρκετών βιοχημικών αναλύσεων επηρεάζονται από τη θέση του σώματος κατά τη συλλογή του δείγματος. Τα επίπεδα των πρωτεϊνών στο πλάσμα καθώς και ορισμένων ουσιών που βρίσκονται συνδεδεμένες με τις πρωτεΐνες όπως η κορτιζόλη, η θυροξίνη, το ασβέστιο, ο χαλκός, η χολερυθρίνη και ο σίδηρος, είναι υψηλότερα μέχρι και 20% σε δείγματα που παίρνονται από περιπατητικά άτομα απ ότι όταν τα άτομα αυτά είναι κλινήρη. Οι μεταβολές αυτές είναι μεγαλύτερες σε υπερτασικούς απ ότι σε άτομα με 4 / 7
φυσιολογική πίεση, καθώς και στους ηλικιωμένους σε σχέση με νεαρούς. Η αλλαγή θέσεως από ύπτια σε όρθια αυξάνει την έκκριση κατεχολαμινών, αλδοστερόνης, αγγειοτενσίνης ΙΙ, ρενίνης και αντιδιουρητικής ορμόνης. Ο όγκος αίματος σε όρθια στάση είναι κατά 600-700 ml μικρότερος απ ότι σε ύπτια θέση. Η αλλαγή από ύπτια σε όρθια θέση αντιστοιχεί σε μείωση περίπου 10% του όγκου του αίματος. Παρατεταμένη παραμονή στο κρεβάτι συνοδεύεται από αύξηση της απέκκρισης αζώτου, ασβεστίου, νάτριου, καλίου, φωσφόρου και θειϊκών ενώ ελαττώνεται η απέκκριση ιόντων υδρογόνου. Η παρατεταμένη ακινητοποίηση προκαλεί ελάττωση της νυχθημερήσιας μεταβολής κορτιζόλης, ενώ μεγάλη ελάττωση (65%) παρατηρείται στην απέκκριση κατεχολαμινών και VMA. 7. ΦΥΣΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ STRESS Η έντονη άσκηση προκαλεί υπογλυκαιμία και αυξημένη ανοχή γλυκόζης, ενώ τα επίπεδα γαλακτικού οξέος αυξάνονται μέχρι και 10 φορές. Αυξάνονται επίσης τα επίπεδα πρωτείνων του πλάσματος, κυρίως οι συγκεντρώσεις γλυκοπρωτεϊνών, τρανσφερίνης και α2 μακροσφαιρίνης. Αυξάνονται σημαντικά η δραστικότητα της κινάσης της κρεατίνης, της αλδολάσης, γαλακτικής αφυδρογονάσης και της ασπαρτικής αμινοτρανσφεράσης. Σημαντικά αυξάνεται η συγκέντρωση των ελεύθερων λιπαρών οξέων και σε μικρότερο βαθμό η συγκέντρωση της ουρίας και της κρεατινίνης. Έντονη άσκηση για 10min αυξάνει τη δραστικότητα της ρενίνης του πλάσματος κατά 400% και αντίστοιχες μεγάλες αυξήσεις παρατηρούνται στα επίπεδα αλδοστερόνης, κορτιζόλης, κατεχολαμινών, αυξητικής ορμόνης και προλακτίνης. Το stress προκαλεί αύξηση της προλακτίνης, της αυξητικής ορμόνης, της ACTH, της κορτιζόλης και των κατεχολαμινών. Το stress που προκαλείται από την αποτυχία λήψεως αίματος με την πρώτη προσπάθεια επηρεάζει την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων επακόλουθων παρακεντήσεων. Οι αθλητές γενικά εμφανίζουν υψηλότερη δραστικότητα ενζύμων του ορού που προέρχονται από σκελετικούς μυς απ ό,τι οι μη αθλητές. Οι αθλητές εμφανίζουν ακόμη υψηλότερες συγκεντρώσεις ουρίας, ουρικού οξέος, κρεατινίνης και θυροξίνης. 8. ΦΑΡΜΑΚΑ Οι επιδράσεις των φαρμάκων μπορούν να διακριθούν σε αυτές που προκαλούν μεταβολές in vivo στο μετρούμενο συστατικό (φυσιολογικές, φαρμακολογικές και τοξικές επιδράσεις) και σε αυτές που προκαλούν μεταβολές in vitro κατά τη διάρκεια της αναλυτικής διαδικασίας (φυσικές και χημικές επιδράσεις). Οι επιδράσεις in vivo προέρχονται από την προσδοκούμενη θεραπευτική αξία των φαρμάκων, από τις παρενέργειές τους και από την ιδιοσυγκρασία του ασθενούς. 5 / 7
Πολλά φάρμακα όταν χορηγούνται ενδομυϊκώς προκαλούν απελευθέρωση ενζύμων στον ορό. Τα ένζυμα που επηρεάζονται είναι η αλδολάση, η κινάση της κρεατίνης και η γαλακτική αφυδρογονάση, οι αυξημένες δραστικότητες των οποίων διατηρούνται για αρκετές ημέρες έπειτα από μία μόνο ένεση. Φάρμακα που χορηγούνται ενδομυϊκά και αυξάνουν τη δραστικότητα της κινάσης της κρεατίνης είναι αντιβιοτικά, αναλγητικά, βαρβιτουρικά, διουρητικά, φαινοθειαζίνες, διγοξίνη, λιδοκαΐνη, μορφίνη. Τα οπιούχα όπως η μορφίνη, μπορεί να προκαλέσουν σπασμό του σφιγκτήρα του oddi. Η πίεση προς το ήπαρ που προκαλείται από το σπασμό οδηγεί σε απελευθέρωση ηπατικών και παγκρεατικών ενζύμων, όπως οι τρανσαμινάσες, η αλδολάση κ.λπ. Τα αντισυλληπτικά αυξάνουν την παραγωγή ορμονοδεσμευτικών πρωτεϊνών, όπως η SΗΒG και η ΤΒG με αποτέλεσμα ψευδή αύξηση των επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών και των ορμονών του φύλου. Τα διουρητικά συχνά προκαλούν μικρή ελάττωση της συγκέντρωσης τόσο του καλίου όσο και του νατρίου του πλάσματος. Από την αιμοσυγκέντρωση μπορεί να παρατηρθεί μικρή υπερασβεστιαιμία. Οι θειαζίδες προκαλούν αζωθαιμία με αύξηση του ουρικού οξέος. Η μακροχρόνια χορήγηση φαινυτοΐνης οδηγεί σε ελάττωση της συγκέντρωσης ασβεστίου και φωσφόρου και αύξηση της δραστικότητας της αλκαλικής φωσφατάσης. Προκαλεί, επίσης, επαγωγή ηπατικών ενζύμων, αυξάνοντας τη δραστικότητα της γ-gt και επιταχύνεται η απέκκριση γλουταρικού οξέος στα ούρα. Η δράση της μπορεί να οδηγήσει σε χολοστατικές, κυτταροτοξικές ή μεικτές ηπατικές βλάβες. Η φαινυτοΐνη ελαττώνει την απέκκριση στα ούρα της 17- κετοστεροειδών και 17-υδροξυκορτικοστεροειδών. Η φαινυτοΐνη ελαττώνει τη συγκέντρωση της θυροξίνης και της τριϊωδοθυρονίνης στον ορό, καθώς επίσης ελαττώνει τη συγκέντρωση της FSH και τον αριθμό των σπερματοζωαρίων. Η φαινυτοΐνη προκαλεί αυξημένη απέκκριση χαλκού και ψευδαργύρου στα ούρα καθώς και ελάττωση της συγκέντρωσης της βιταμίνης Β6 και του φυλικού οξέος. Προκαλεί, επίσης, ελάττωση της συγκέντρωσης ουρίας ουρικού οξέος και HDL χοληστερόλης. 9. ΓΕΝΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Ο πυρετός προκαλεί υπεργλυκαιμία που οφείλεται σε υπερέκκριση γλυκαγόνης και αυξητικής ορμόνης, καθώς επίσης αυξάνει την έκκριση ACTH και κορτιζόλης με αποτέλεσμα απώλεια της κυκλικής διακύμανσης. Ο πυρετός προκαλεί ελάττωση της έκκρισης θυροξίνης. Με την εμφάνιση πυρετού επέρχεται γλυκογονόλυση και αρνητικό ισοζύγιο αζώτου. Αυξάνεται η συγκέντρωση κρεατινίνης και ουρικού οξέος καθώς και η έκκριση αλδοστερόνης με κατακράτηση Νa και χλωρίου. Η υπερέκκριση αντιδιoυρητικής ορμόνης συνεισφέρει στην κατακράτηση νερού από τα νεφρά. Ο πυρετός επιταχύνει το μεταβολισμό των λιπών. Αρχικά παρατηρείται ελάττωση της χοληστερόλης, των FFA και άλλων λιπών, μέσα σε λίγες ημέρες όμως τελικά αυξάνεται σημαντικά η συγκέντρωση των FFA. O πυρετός συχνά συνοδεύεται από αναπνευστική αλκάλωση η οποία προκαλείται από υπεραερισμό. Παρατηρείται ελάττωση της 6 / 7
συγκέντρωσης του φωσφόρου, του σιδήρου και του ψευδαργύρου. Το shock και το τραύμα διεγείρουν την έκκριση κορτικοτροπίνης, κορτιζόλης, αλδοστερόνης, κατεχολαμινών, ρενίνης και αυξητικής ορμόνης. Σε ορισμένα τυφλά άτομα έχει παρατηρηθεί υπολειτουργία της υπόφυσης και των επινεφριδίων καθώς και απώλεια του φυσιολογικού νυχθημερήσιου ρυθμού εκκρίσεως κορτιζόλης. Παρατηρούνται χαμηλά επίπεδα Νa+ και χλωρίου στο πλάσμα πιθανώς ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης αλδοστερόνης. Η κυκλική μεταβολή του σιδήρου συχνά εξαφανίζεται στους τυφλούς. Οι τιμές της γλυκόζης και των πρωτεΐνών είναι συχνά ελαττωμένες. 10. ΧΡΟΝΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ Η αιμοληψία θα πρέπει να προηγείται της δακτυλικής εξέτασης του προστάτη, διότι διαφορετικά αυξάνονται υπερβολικά οι τιμές της όξινης φωσφατάσης και του προστατικού αντιγόνου (PSA). Eνδομυϊκές ενέσεις προκαλούν ιδιαίτερα υψηλές τιμές κινάσης της κρεατίνης. Συχνά σε ασθενείς ύποπτους για υπογλυκαιμία η αιμοληψία για προσδιορισμό γλυκόζης γίνεται αφού έχει προηγηθεί η ενδοφλέβια χορήγηση γλυκόζης. 7 / 7