Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Σχολή Νομικών Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Νομικής Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ Διπλωματική Εργασία Ελένης Αϊβατζίδου Θεσσαλονίκη 2009 1
Πίνακας Περιεχομένων ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 3 JUS COGENS I. Γέννηση και ιστορική εξέλιξη της έννοιας. 5 ΙΙ. Η Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969).. 7 ΙΙΙ. Η έννοια του jus cogens στα πλαίσια της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969). 8 IV. Η συμβολή της Συνθήκης της Βιέννης 11 V. Τo jus cogens έξω από τα πλαίσια της Σύμβασης της Βιέννης.... 12 VI. Χαρακτηριστικά αναγνωριστικά των κανόνων jus cogens.. 14 VII. Πηγές των κανόνων jus cogens... 16 VIII. Το jus cogens και η άσκηση της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.. 18 VIIΙI. Jus cogens και Συμβούλιο Ασφαλείας.. 21 ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ERGA OMNES Ι. Υπόθεση Barcelona Traction.. 22 II. Αναγνώριση των υποχρεώσεων erga omnes.. 24 ΙΙΙ. Μέσα επιβολής των υποχρεώσεων erga omnes Α. Η προσφυγή ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης... 27 Β. Λήψη αντιμέτρων ως απάντηση στις σοβαρές παραβιάσεις erga omnes υποχρεώσεων. 30 Γ. Συμβατικοί μηχανισμών επιβολής 31 ΚΑΝΟΝΕΣ JUS COGENS ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ERGA OMNES: ΔΥΟ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ. 33 Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ... 35 ΤΟ ΑΡΘΡΟ 103 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ... 37 ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ Ή ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ; 41 ΕΠΙΛΟΓΟΣ 42 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ. 44 2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο όρος δημόσια τάξη αναφέρεται στην ύπαρξη ενός πυρήνα αρχών και κανόνων που έχουν τεθεί στην υπηρεσία της προστασίας συγκεκριμένων και αυξημένης σημασίας εννόμων συμφερόντων, στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες αυτά τα τελευταία απειλούνται από προσβλητικές ενέργειες. Μία επισκόπηση της ελληνικής έννομης τάξης οδηγεί στη διαπίστωση ότι ο ως άνω όρος απαντάται τόσο στα πλαίσια του Συντάγματος, όσο και σε συγκεκριμένες διατάξεις του Ποινικού και Αστικού μας Κώδικα. Πιο συγκεκριμένα στο Σύνταγμα η δημόσια τάξη εμφανίζεται ως περιορισμός των δικαιωμάτων είτε μέσω της ρήτρας «τηρώντας τους νόμους του κράτους» η οποία συνοδεύει ως επιφύλαξη την άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με τις διατάξεις των άρθρων 12, 14, και 20 (δικαίωμα συνένωσης, ελευθερία της έκφρασης και δικαίωμα δικαστικής προστασίας), είτε άμεσα όπως συμβαίνει με τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 11 και 13 (ελευθερία συνάθροισης και ελευθερία λατρείας αντίστοιχα). Στο επίπεδο του κοινού νόμου ο Ελληνικός Ποινικός Κώδικας αφιερώνει ολόκληρο το Έκτο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους σε άρθρα που αφορούν την επιβουλή της δημόσιας τάξης(183-197 ΠΚ), ενώ σε διάσπαρτα άρθρα του Αστικού Κώδικα (3,33,105,118,125 ΑΚ) συναντούμε επίσης τον ως άνω όρο. Στο πεδίο του διεθνούς δικαίου, τώρα, οι συνθήκες διαφοροποιούνται από αυτές μιας εθνικής έννομης τάξης. Με έντονη την απουσία της διάκρισης των εξουσιών, με έντονη την απουσία ενός διεθνούς συνταγματικού κειμένου και αυτόματα εφαρμόσιμων διαδικασιών επιβολής, το μεγαλύτερο μέρος του αποκεντρωμένου διεθνούς δικαίου απαρτίζεται από κανόνες λειτουργικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών οι οποίοι άλλοτε εφαρμόζονται και άλλοτε όχι στα πλαίσια ενός σκηνικού στο οποίο δεν κυριαρχεί η υποχρεωτική δικαιοδοσία κάποιου δικαιοδοτικού οργάνου, αλλά αντίθετα οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις. Παρά, όμως, τις θεσμικές και οργανωτικές διαφορές μεταξύ διεθνούς και εθνικών εννόμων τάξεων, η έννοια της δημόσιας τάξης στο διεθνές δίκαιο όχι μόνο δεν είναι ξένη, αλλά αντίθετα κρίνεται από πολλούς θεωρητικούς όχι μόνο ως πλήρως αποδεκτή μα και ως αναγκαία. Πιο συγκεκριμένα ο Hermann Mosler κάνει λόγο για ένα minimum, απαραίτητης για την επιβίωση κάθε νομικής κοινότητας, ομοιομορφίας, η οποία θα 3
μπορούσε να εντοπιστεί είτε στις νομικές αξίες της κοινότητας, είτε σε εκείνες τις νομικές αρχές τις οποίες όλα τα μέλη της διεθνούς κοινότητας έχουν την υποχρέωση να αντιληφθούν. Αυτό, υποστηρίζει, ονομάζεται κοινώς δημόσια τάξη και θεωρεί ότι η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να εξαιρεθεί από αυτό που ανωτέρω περιγράφηκε, διότι διαφορετικά αυτή απλά θα έπαυε να υπάρχει 1. Σύμφωνα με τον McNair: «είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια οποιαδήποτε κοινωνία, είτε πρόκειται για κοινωνία ατόμων είτε κοινωνία κρατών, στα πλαίσια της οποίας ο νόμος που τη διέπει να μην θέτει κάποιο περιορισμό της συμβατικής ελευθερίας. Σε κάθε πολιτισμένη κοινότητα υπάρχουν κάποιοι κανόνες δικαίου και κάποιες αρχές ηθικής, οι οποίες δεν επιτρέπεται να παραβλεφθούν ή να τροποποιηθούν βάσει συμφωνιών. Η κοινωνία των κρατών η οποία έχει συνταχθεί με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου- δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση όσον αφορά το σεβασμό των ως άνω αρχών και κανόνων» 2. Στο ίδιο μήκος κύματος ο δικαστής Moreno- Quintana στην υπόθεση της Κηδεμονίας των Ανηλίκων 3 επισημαίνει πως «η διεθνής δημόσια τάξη λειτουργεί στα πλαίσια του συστήματος του δημοσίου διεθνούς δικαίου, όταν αποφαίνεται σχετικά με συγκεκριμένες αρχές, όπως οι αρχές του δικαίου των πεπολιτισμένων εθνών και τα θεμελιώδη δικαιώματα των κρατών, ο σεβασμός των οποίων είναι αναγκαίος για την συνύπαρξη των πολιτικών μονάδων που συνιστούν τη διεθνή κοινότητα.» 4. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν λίγο παραπάνω και με εμφανή την παρουσία της έννοιας της διεθνούς έννομης τάξης στις ενατενήσεις των διεθνολόγων, θα μπορούσαμε κάπου εδώ να ορίσουμε τη διεθνή δημόσια τάξη ως εκείνη τη δέσμη θεμελιωδών και αυξημένης ισχύος κανόνων, ηθικών αρχών, υποχρεώσεων που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο, εισάγουν μία μορφή ιεραρχίας των διεθνών κανόνων, και διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών της διεθνούς κοινότητας 1 Hermann Mosler, The international society as a legal community, Sijthoff & Noordhoff International Publishers B.V, The Netherlands, 1980,σελ.17. 2 Alexander Orakhelashvilli, Peremptory norms in international law, Oxford University Press, New York, 2006, σελ. 28. 3 Η υπόθεση αφορά την κηδεμονία ενός κοριτσιού ολλανδικής εθνικότητας γεννημένο στη Σουηδία, από Ολλανδό πατέρα και μητέρα σουηδικής καταγωγής, όπου και διέμενε. Μετά το θάνατο της μητέρας τα ολλανδικά Δικαστήρια αναγνώρισαν ως κηδεμόνα της μικρής τον πατέρα, κρίνοντας κατ εφαρμογή του ολλανδικού Αστικού Κώδικα. Την ίδια στιγμή οι σουηδικές διοικητικές υπηρεσίες με τη σύμφωνη γνώμη των σουηδικών διοικητικών Δικαστηρίων, διέταξαν την υποβολή του παιδιού σε σουηδικό καθεστώς ανατροφής (skyddsuppfostran), επικαλούμενες λόγους που αφορούσαν τη ψυχική του υγεία. Το ΔΔΧ κλήθηκε να αποφανθεί για την τυχόν υποχρέωση μιας χώρας να εφαρμόσει διατάξεις διεθνούς συνθήκης (εν προκειμένω τη Σύμβαση της Χάγης του 1902) προκειμένου να δοθεί λύση ενόψει σύγκρουσιακών κανόνων του ιδιωτικού δικαίου δύο χωρών. 4 Alexander Orakhelashvilli, Peremptory norms in international law, Oxford University Press, New York, 2006, σελ. 28. 4
στοχεύοντας στην επίτευξη της μεταξύ τους ομαλής συνύπαρξης, συνεργασίας και διάδρασης. Τι απαρτίζει, όμως, αυτό το σώμα ανώτερης ισχύος κανόνων δικαίου, ηθικών αρχών και υποχρεώσεων που υπηρετούν την έννοια της δημόσιας τάξης στο διεθνές σκηνικό; Την απάντηση έρχονται να δώσουν έννοιες τις οποίες η παγκόσμια βιβλιογραφία εντάσσει στη σφαίρα της διεθνούς δημόσιας τάξης, όπως οι κανόνες με χαρακτήρα jus cogens, οι erga omnes υποχρεώσεις των κρατών της διεθνούς κοινότητας, το διεθνές ποινικό δίκαιο και ειδικότερα η στα πλαίσιά του άσκηση της Οικουμενικής Δικαιοδοσίας ή ακόμη και ένα παράδειγμα από το μοναδικό, ίσως, διεθνές κείμενο με κάποια ψήγματα συνταγματισμού, ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών και πιο συγκεκριμένα τα όσα προβλέπει στο 103 ο άρθρο του. JUS COGENS I. Γέννηση και ιστορική εξέλιξη της έννοιας. Είναι κοινή η αντίληψη ότι ο όρος jus cogens είναι δημιούργημα του 20 ου αιώνα. Παρ όλα αυτά η αρχή ότι ορισμένοι θεμελιώδεις κανόνες διαθέτουν αυξημένη τυπική ισχύ στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου είναι πολύ παλαιότερη. Κλασσικοί στοχαστές όπως ο Grotius, ο de Vattel και o Wolf ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια διακρίνουν τους κανόνες του ρωμαϊκού δικαίου σε δύο κατηγορίες, σε jus dispositivum και jus scriptum. Σε αντίθεση με τις συνήθεις έννομες συνέπειες των κανόνων που απορρέουν από τις συνθήκες ή και το έθιμο οι κανόνες του jus scriptum είναι απαράβατοι καθώς απορρέουν από κάποια ανώτερη αρχή. Με τον ερχομό του 19 ου αιώνα και την εγκατάλειψη πια της θεωρίας του φυσικού δικαίου, η αντίληψη της ύπαρξης κανόνων επιτακτικού δικαίου συνεχίζει να επηρεάζει τη διεθνή νομική σκέψη. Ακόμη και τώρα θεωρητικοί αλλά και δικαστές μιλούν για διεθνώς αναγνωρισμένες αρχές που δεν μπορούν να καταργηθούν μέσω συμφωνιών 5, ενώ επιβεβαιώνουν την ύπαρξη επιτακτικών κανόνων διεθνούς δικαίου με αναφορές σε συνθήκες αντίθετες στα χρηστά ήθη (contra bonos mores). Η μεγαλύτερη στροφή, ωστόσο, της ακαδημαϊκής προσοχής προς την έννοια των κανόνων επιτακτικού δικαίου πραγματοποιείται το 1937, όταν ο Alfred von 5 Evan J. Criddle, Evan Fox Decent, A FIDUCIARY THEORY OF JUS COGENS, Yale Journal of International Law, Summer 2009, σελ. 4. 5
Verdross δημοσιεύει το άρθρο του πάνω στις «Απαγορευμένες Συνθήκες του Διεθνούς Δικαίου» 6. Το άρθρο του Verdross είχε ως αντικείμενο το δίκαιο των συνθηκών που είχε αποτύχει στο να επιλύσει το πρόβλημα της σύγκρουσης μεταξύ κανόνων του συμβατικού δικαίου και του γενικού διεθνούς δικαίου. Σύμφωνα με τον Verdross, η ελευθερία παράβασης των συνθηκών θα μπορούσε να περιοριστεί μόνο με την αναγνώριση ενός γενικού διεθνούς δικαίου που θα περιέχει κανόνες με χαρακτήρα jus cogens. Ερευνώντας το ζήτημα πιο διεξοδικά δεν μπόρεσε να εντοπίσει στη θεωρία κάποια αναφορά σε τέτοιου είδους κανόνες και προσανατόλισε την αναζήτησή του στην πρακτική των κρατών και του διεθνούς δικαίου. Από την επισκόπηση αυτή συμπέρανε ότι οι επιτακτικοί κανόνες του εθιμικού διεθνούς δικαίου, όπως η ελευθερία της ανοιχτής θάλασσας, ενεργούν στο να καθιστούν άκυρη κάθε συμφωνία στα πλαίσια της οποίας δύο κράτη επιχειρούν να εμποδίσουν τρίτο, μη συμβαλλόμενο κράτος από την άσκηση αυτής της ελευθερίας. Μία άλλη κατηγορία jus cogens που πρέσβευσε αποτελούνταν από γενικές αρχές ηθικής κοινές στις αξιακές παραδόσεις του συνόλου των εκπολιτισμένων κρατών. Αναγνώρισε τη δυσκολία εύρεσης τέτοιων κοινών κανόνων, ωστόσο εντόπισε μία αναμφισβήτητη κοινή αρχή που αναδύεται από αποφάσεις εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων βάσει των οποίων μία συνθήκη καθίσταται άκυρη όταν περιορίζει την ελευθερία του ενός συμβαλλόμενου μέρους με εκτεταμένο τρόπο διακινδυνεύοντας, με τον τρόπο αυτό, θεμελιώδη δικαιώματα του. Προκειμένου να εξακριβώσει ποιες είναι εκείνες οι συνθήκες που παραβαίνουν τέτοιου είδους θεμελιώδη δικαιώματα και ως εκ τούτου θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «ανήθικες», προσπάθησε να εντοπίσει κάποιες από τις ηθικές υποχρεώσεις των κρατών προκειμένου να διαμορφώσει ένα minimum κανόνων ηθικής. Σε μια προσπάθεια απαρίθμησης τέτοιου χαρακτήρα κανόνων συμπεριέλαβε τη διατήρηση του νόμου και της τάξης στα πλαίσια του κράτους, την άμυνα εναντίον εξωτερικής επίθεσης, τη φροντίδα της ψυχικής και σωματικής υγείας των πολιτών εντός συνόρων και την προστασία των πολιτών που βρίσκονται εκτός συνόρων. Κάθε συνθήκη που θα παρεμπόδιζε ένα κράτος από την εκπλήρωση των ως άνω υποχρεώσεων θα μπορούσε να θεωρηθεί ανήθικη. Αρχικά, το άρθρο του Verdross αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό. Κλασσικοί υποστηρικτές του νομικού θετικισμού της εποχής (καθηγητές Kelsen, Schwarzenberger) διακήρυτταν ότι είναι αδιανόητη η παραδοχή ότι τα κράτη 6 Alfred von Verdross, Forbidden Treaties in International Law, 31 AJIL 571 (1937). 6
μπορούν να δεσμεύονται από νομικούς κανόνες οι οποίοι δεν είναι αποτέλεσμα της προηγούμενης συναίνεσής τους. Σύντομα, όμως, οι φωνές αυτές βρέθηκαν να αποτελούν μειοψηφία. Με το τέλος του καταστροφικού Β Παγκοσμίου Πολέμου και την υιοθέτηση κειμένων παγκόσμιας ακτινοβολίας όπως το Καταστατικό του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης, ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών και το Διεθνές Σύμφωνο Κοινωνικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων οι ενδείξεις, πλέον, για την ύπαρξη κανόνων που θέτουν σαφή όρια στην κρατική κυριαρχία είναι κάτι περισσότερο από εμφανείς. Ωστόσο, όλη αυτή η μεταπολεμική προσπάθεια περιορισμού της ανεξέλεγκτης κρατικής κυριαρχίας, μέσω πολυμερών συνθηκών και της έννοιας των κανόνων επιτακτικού δικαίου, λαμβάνει ένα πιο σαφές σχήμα τη δεκαετία του 60 με τη Συνδιάσκεψη της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών για την κωδικοποίηση του Δικαίου των Συνθηκών που έλαβε χώρα στη Βιέννη. ΙΙ. Η Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969). Με την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών να έχει ήδη δεχτεί ομόφωνα πως υπάρχουν ορισμένες αρχές και κανόνες, από τους οποίους δεν επιτρέπεται απόκλιση με συμφωνία μεταξύ των κρατών, διότι μια τέτοια τυχόν απόκλιση θα συνεπαγόταν ακυρότητα της εκάστοτε συνθήκης, σειρά έχει η Συνδιάσκεψη για την κωδικοποίηση του Δικαίου των Συνθηκών. Στα πλαίσια των εργασιών της γίνεται αναφορά στην έννοια των κανόνων επιτακτικού δικαίου, προκειμένου αυτή να συμπεριληφθεί στο κείμενο της Συνθήκης, και η Συνδιάσκεψη διχάζεται ενόψει της εμφάνισης δύο τάσεων. Η πρώτη δεν απαιτεί κρατική συναίνεση για τη γέννηση ενός τέτοιου επιτακτικού κανόνα του διεθνούς δικαίου, καθώς αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον ίδιο τον επιτακτικό χαρακτήρα του κανόνα, ενώ η δεύτερη θεωρεί μια τέτοια συναίνεση αναγκαίο και απαραίτητο προηγούμενο. Ισχυρός υποστηρικτής της πρώτης άποψης εμφανίστηκε το Σοβιετικό μπλοκ, αποτελούμενο από κομμουνιστικές χώρες στο σύνολό του, έχοντας ως κύριο στόχο τον αποκλεισμό δυτικών επεμβάσεων από την προσπάθεια εγκαθίδρυσης και λειτουργίας του δικού τους αυτόνομου οικονομικού συστήματος. Υπέρμαχοι της ίδιας ως άνω άποψης εμφανίστηκαν και τα κράτη που είχαν προσφάτως αποκτήσει την ανεξαρτησία τους, έχοντας συγχρόνως καταστεί κληρονόμοι ενός ευρωκεντρικού διεθνούς δικαίου, ήδη διαμορφωμένου και με πλήρη απουσία της δικής τους 7
συνδρομής, βλέποντας να τους δίνεται με τον τρόπο αυτό η ευκαιρία να προωθήσουν κανόνες που θα ενισχύσουν και τα δικά τους συμφέροντα. Στην αντίπερα όχθη, αντιτάχθηκαν οι δυτικές κυρίως χώρες μην επικυρώνοντας τη συνθήκη ως επίμονοι αντιρρησίες. Έχοντας θέσει επί τάπητος μία έννοια που αποδείχθηκε τόσο αμφιλεγόμενη, επιχειρείται από τη Συνδιάσκεψη μία προσπάθεια ανεύρεσης τέτοιων επιτακτικών κανόνων διεθνούς δικαίου. Η πρώην Σοβιετική Ένωση και τα κράτη του Τρίτου κόσμου προτείνουν την υιοθέτηση μιας μακράς απαρίθμησης κανόνων, αναφέροντας μεταξύ άλλων τη μη επίθεση, μη επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών, την κυρίαρχη ισότητα, την αυτοδιάθεση των λαών και τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου που εξαγγέλλονται στα άρθρα 1 και 2 του Χάρτη, ενώ αναφέρθηκαν στις γενικές συζητήσεις για του κανόνες που απαγόρευαν τη γενοκτονία και το δουλεμπόριο. Κάποιες χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου μίλησαν, επίσης, για μόνιμη κυριαρχία επί των πλουτοπαραγωγικών τους πηγών, προσβλέποντας σε μια δυνατότητα απομάκρυνσης των αποικιακών δυνάμεων από το έδαφός τους. Οι προτάσεις αυτές δεν γίνονται τελικά δεκτές. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα υπογράφεται το 1969 στη Βιέννη η Σύμβαση για το Δίκαιο των Συνθηκών, η οποία αποτελεί και το μοναδικό διεθνές κείμενο στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά στην έννοια του jus cogens.(άρθρα 53,64,71) ΙΙΙ. Η έννοια του jus cogens στα πλαίσια της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969). Στο άρθρο 53 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών που τιτλοφορείται «Συνθήκες συγκρουόμενες με αναγκαστικό κανόνα του Γενικού Διεθνούς Δικαίου» αναγκαστικός κανόνας του γενικού διεθνούς δικαίου είναι «κανών δεκτός και ανεγνωρισμένος υπό της Διεθνούς κοινότητος των κρατών εν τω συνόλω της ως κανών, εκ του οποίου ουδεμία παρέκκλισις επιτρέπεται και ο οποίος δεν δύναται να τροποποιηθεί ειμή δια νέου, του αυτού χαρακτήρος κανόνος του γενικού Διεθνούς Δικαίου» 7. Ο ορισμός της Συνθήκης της Βιέννης για τους επιτακτικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου προκρίνει τρία κριτήρια που αυτοί θα πρέπει να πληρούν. Σύμφωνα 7 Δ.Σ. Κωνσταντόπουλος, Δημόσιον Διεθνές Δίκαιο ΙΙΙ, Εφαρμογή γενικού και ειδικού Διεθνούς Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1997, σελ.275. 8
με το πρώτο, ο επιτακτικός κανόνας του διεθνούς δικαίου είναι κανόνας του γενικού διεθνούς δικαίου που αναγνωρίζεται και γίνεται αποδεκτός από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Με τον όρο κανόνες του γενικού διεθνούς δικαίου νοούνται όλοι εκείνοι οι κανόνες γενικής εφαρμογής, οι κανόνες, δηλαδή, που αποδίδουν λεκτική ποικιλία ως προς τι ισχύει στο διεθνές δίκαιο έξω από το συμβατικό δίκαιο, αλλά μέσα στη διαδικασία του εθίμου 8. Οι συντάκτες της Συνθήκης κάνοντας λόγο για «σύνολο της διεθνούς κοινότητας», μία έκφραση που έχει αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων και διαφωνιών, φυσικά δεν κυριολεκτούν. Η συγκεκριμένη επιλογή λέξεων, και προκειμένου αυτή να θεωρηθεί ρεαλιστική, δεν μπορεί να υπονοεί τίποτα άλλο από την αναγνώριση και αποδοχή ενός κανόνα ως δεσμευτικού όχι από το σύνολο, αλλά από την πλειοψηφία της διεθνούς κοινότητας. Συνεχίζοντας την ανάγνωση του άρθρου 53, εντοπίζουμε ως δεύτερο κριτήριο αναγνώρισης επιτακτικών κανόνων του διεθνούς δικαίου την απαγόρευση παρέκκλισης από τα όσα αυτοί προβλέπουν. Με τον όρο «παρέκκλιση» νοείται η υποκατάσταση ενός κανονιστικού καθεστώτος από κάποιο άλλο 9. Πρόκειται για μία ενέργεια νομική, η οποία ως παρέκκλιση από το jus cogens, είναι μία ενέργεια πάντα παράνομη και μπορεί να λάβει χώρα με ποικίλες μορφές, είτε ως άρνηση της ύπαρξης ή της δυνατότητας εφαρμογής ενός κανόνα ενόψει μιας κατάστασης, είτε ως χαρακτηρισμός μιας πράξης αντίθετης προς το jus cogens ως νόμιμης ή ακόμα και ως μη αποδοχή του επιτακτικού χαρακτήρα ενός κανόνα εκφρασμένη τόσο ρητά όσο και έμμεσα μέσω της αντίστοιχης πρακτικής των κρατών. Τέλος, ως τρίτο κριτήριο προβλέπεται η δυνατότητα τροποποίησης των επιτακτικών κανόνων του διεθνούς δικαίου μόνο από κάποιο νέο, ανάλογης τυπικής ισχύος κανόνα. Οι κανόνες του jus cogens, όπως αυτοί ορίστηκαν ως άνω, λειτουργώντας μέσα στα πλαίσια του δικαίου των συνθηκών συνιστούν το κύριο μέσο περιορισμού της απόλυτης συμβατικής ελευθερίας των κρατών της διεθνούς κοινότητας. Αυτό συνεπάγεται το ότι καμία συνθήκη, είτε διμερής είτε πολυμερής, δεν μπορεί ως προς τα όσα αυτή προβλέπει να έρθει σε αντίθεση με επιτακτικό κανόνα δικαίου. Μία τέτοια συνθήκη θα ήταν άκυρη, όπως προβλέπει τόσο το άρθρο 53 όταν αναφέρει ότι 8 Εμμανουήλ Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο, Τεύχος Πρώτο, Σχέσεις διεθνούς και εσωτερικού δικαίου, Τρόποι παραγωγής του διεθνούς δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2004, σελ.241. 9 Alexander Orakhelashvilli, Peremptory norms in international law, Oxford University Press, New York, 2006, σελ. 73. 9
«άκυρος είναι η συνθήκη, εφόσον αύτη κατά τον χρόνο της συνομολογήσεώς της συγκρούεται προς αναγκαστικόν κανόνα του γενικού Διεθνούς Δικαίου» 10, όσο και το άρθρο 64 στο οποίο διαβάζουμε ότι «εάν νέος αναγκαστικός κανών του γενικού Διεθνούς Δικαίου ήθελεν να εμφανισθή, πάσα υφιστάμενη συνθήκη, συγκρουόμενη προς τον κανόνα τούτον, καθίσταται άκυρος και τερματίζεται» 11. Άμεση συνέπεια της ακυρότητας αυτής, για την περίπτωση του άρθρου 53, είναι η υποχρέωση των συμβαλλομένων στη Συνθήκη μερών να εξαλείψουν τις συνέπειες των πράξεων που έρχονται σε αντίθεση με αναγκαστικό κανόνα του γενικού Διεθνούς Δικαίου και να εναρμονίσουν τις αμοιβαίες σχέσεις τους με τον αναγκαστικό κανόνα του γενικού Διεθνούς Δικαίου, ενώ για την περίπτωση του άρθρου 64 η απαλλαγή των συμβαλλομένων μερών από την υποχρέωση περαιτέρω εφαρμογής της συνθήκης. Επιπλέον δικαιώματα, υποχρεώσεις και καταστάσεις που γεννήθηκαν διατηρούνται μόνο εφόσον αυτές δεν έρχονται σε σύγκρουση με τον νέο αναγκαστικό κανόνα. Ποιος είναι, όμως, εκείνος που μπορεί να επικαλεστεί την ακυρότητα της Συνθήκης που συγκρούεται με επιτακτικό κανόνα του διεθνούς δικαίου; Κατά τη διάρκεια της Συνδιάσκεψης για την κωδικοποίηση του Δικαίου των Συνθηκών στη Βιέννη, οι αποστολές του Λουξεμβούργου, της Χιλής, του Ισραήλ, της Ελβετίας και άλλα κράτη είχαν τονίσει ότι η αναγνώριση του δικαιώματος σε κάθε κράτος να αιτείται την ακυρότητα Συνθήκης αντίθετης σε επιτακτικούς κανόνες θα ήταν λογικό επακόλουθο της διάταξης του άρθρου 53. Η πρόταση, ωστόσο, απορρίφθηκε και τελικά υιοθετήθηκε το άρθρο 65. Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου διαβάζουμε «το συμβαλλόμενον εις την συνθήκην μέρος, το οποίον, βάσει των διατάξεων της παρούσης συμβάσεως, επικαλείται είτε ελάττωμα της συναινέσεώς του όπως δεσμευθή δια της συνθήκης είτε καταγγέλλει την ισχύ ταύτης, τερματίζει ταύτην, αποχωρεί εκ τάυτης ή αναστέλλει την εφαρμογή της οφείλει όπως γνωστοποιήσει τούτο εις τα έτερα μέλη» 12. Η έκφραση «το συμβαλλόμενο στη Συνθήκη μέρος» περιορίζει μιας πιο ελεύθερης ανάγνωσης του άρθρου, περιορίζοντας ταυτόχρονα και τον κύκλο των κρατών της διεθνούς κοινότητας που μπορούν να επικαλεστούν την ακυρότητα, μόνο στα συμβαλλόμενα στη Συνθήκη της Βιέννης κράτη. Πέρα από το γράμμα της Συνθήκης, υπάρχει, όμως, και η άλλη 10 Δ.Σ. Κωνσταντόπουλος, Δημόσιον Διεθνές Δίκαιο ΙΙΙ, Εφαρμογή γενικού και ειδικού Διεθνούς Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1997, σελ.275. 11 Ως ανωτέρω, σελ.277. 12 Δ.Σ. Κωνσταντόπουλος, Δημόσιον Διεθνές Δίκαιο ΙΙΙ, Εφαρμογή γενικού και ειδικού Διεθνούς Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1997, σελ.277. 10
πλευρά που παραπέμπει στην Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου και στα άρθρα για την Κρατική Ευθύνη. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 48, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα κράτους που δεν έχει υποστεί ζημία να επικαλεστεί την ευθύνη κράτους που έχει προβεί σε ζημιογόνο ενέργεια. Θεωρούν, έτσι, ξεκάθαρο το ότι οι διατάξεις των άρθρων για την Κρατική Ευθύνη προσφέρονται να εφαρμοστούν και στην περίπτωση αντίθετων προς επιτακτικούς κανόνες συνθηκών, παρέχοντας σε τρίτα (μη συμβαλλόμενα) κράτη τη δυνατότητα να εγείρουν ζήτημα ακυρότητας της συνθήκης 13. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθούμε και σε ένα ακόμη ζήτημα που έχει απασχολήσει τη θεωρία. Αυτό έχει να κάνει με την ύπαρξη ή όχι δυνατότητας η ακυρότητα, ως έννομη συνέπεια της παραβίασης επιτακτικών κανόνων, να αφορά όχι την εκάστοτε συνθήκη στο σύνολό της, αλλά μόνο τη διάταξη ή τις διατάξεις εκείνες που την περιλαμβάνουν. Η απάντηση βρίσκεται στο ίδιο το κείμενο της Συνθήκης, στο άρθρο 44 που τιτλοφορείται «Διαχωρισμός διατάξεων συνθήκης» και συγκεκριμένα στη παρ. 5 αυτού, η οποία προβλέπει την αδυναμία διαχωρισμού διατάξεων της συνθήκης μεταξύ άλλων και στην περίπτωση του άρθρου 53. IV. Η συμβολή της Συνθήκης της Βιέννης (1969). Επιχειρώντας μια αξιολόγηση της έννοιας του jus cogens, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τη Σύμβαση της Βιέννης, διαπιστώνουμε ότι εισάγεται στο διεθνές προσκήνιο η αντίληψη μιας αντικειμενικής παρανομίας. Ως αντικειμενική παρανομία θα μπορούσε να οριστεί η αντικειμενική παραδοχή μίας ενέργειας ως παράνομης, η οποία ως τέτοια μπορεί και ενεργοποιεί την αποδοκιμασία και τη θέληση όλων των μελών της διεθνούς κοινότητας να την εξαλείψουν, ανεξάρτητα του αν έχει προκληθεί ή όχι συγκεκριμένη ζημία σε κάποιο ή κάποια κράτη μέλη της 14. Το διεθνές νομικό σύστημα ήταν παραδοσιακά ένα σύστημα εξοικειωμένο με την έννοια της υποκειμενικής παρανομίας. Αναγνώριζε, δηλαδή, σε κράτος τη δυνατότητα να εμπλακεί σε περιπτώσεις παραβιάσεων διεθνών κανόνων, μόνο εφόσον υπήρχε συγκεκριμένο έννομο συμφέρον του που να θίγεται. Πλέον, με την 13 Christian Tomuchat, Jean Marc Thouvenin, Leiden, The fundamental rules of the international legal order: Jus cogens and obligations Erga Omnes, Martinus Nijhoff Publishers, Boston, 2006, σελ.90. 14 Christos L. Rozakis, The concept of jus cogens on the law of treaties, North Holland Pub. Co, Amsterdam, 1976, σελ. 24. 11
παραδοχή του jus cogens και ενόψει της έννοιας της αντικειμενικής παρανομίας, κάθε μέλος της διεθνούς κοινότητας μπορεί ενόψει μιας παράνομης συνθήκης να αρνηθεί να εκπληρώσει τις από αυτήν απορρέουσες υποχρεώσεις του προβαίνοντας, παράλληλα, και σε όλες εκείνες τις ενέργειες που θα οδηγήσουν στην εξαφάνιση από το σύστημα κανόνων δικαίου εκείνου του αντίθετου προς το jus cogens κανόνα. Παράλληλα με την εμφάνιση της έννοιας της αντικειμενικής παρανομίας, το jus cogens οδηγεί και σε μία επιπλέον σημαντική αλλαγή. Μεταμορφώνει το διεθνές δίκαιο σε κάθετο σύστημα δικαίου, σε ένα σύστημα, δηλαδή, με κύριο χαρακτηριστικό του την ιεραρχία μεταξύ των κανόνων δικαίου του. Η ιεραρχία αυτή συνεπάγεται μια διάκριση μεταξύ ανώτερων, αυξημένης τυπικής ισχύος, κανόνων και άλλων υφιστάμενων, από τους οποίους οι μεν πρώτοι διαμορφώνουν το πλαίσιο εντός του οποίου οι δεύτεροι οφείλουν να λειτουργούν, ενώ οι δεύτεροι συμμορφώνονται με τους πρώτους από τους οποίους και έλκουν τη νομική τους ισχύ. Βάσει των όσων έχουν εκτεθεί ανωτέρω η συμβολή της Συνθήκης της Βιέννης στην εξέλιξη του διεθνούς δικαίου δεν είναι παραβλέψιμη. Με τη ρητή αναγνώριση της έννοιας του jus cogens έθεσε σαφή όρια στη συμβατική ελευθερία των κρατών στρέφοντας με τον τρόπο αυτό την προσοχή της διεθνούς κοινότητας από τα ατομικιστικά κίνητρα και τα μεμονωμένα συμφέροντα του κάθε κράτους σε ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος που χρήζουν αυξημένης προσοχής και προστασίας. V. Τo jus cogens έξω από τα πλαίσια της Σύμβασης της Βιέννης. Η Σύμβαση της Βιέννης, ωστόσο, δεν είναι απαλλαγμένη μειονεκτημάτων. Παρά τη σημαντική απόφαση των συντακτών της να συμπεριληφθεί στο σώμα των διατάξεών της η έννοια των κανόνων του jus cogens, η τελευταία δεν κατάφερε να οριστεί με ικανοποιητικό τρόπο. Ο ορισμός του άρθρου 53 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ατυχής, καθώς επιχειρεί να ορίσει μία έννοια μέσω των έννομων συνεπειών της, ενώ,επιπρόσθετα, προϋποθέτει ένα εκ των προτέρων υψηλό επίπεδο συναίνεσης από μέρους της διεθνούς κοινότητας 15. Η έλλειψη, επίσης, ενός, έστω ενδεικτικού, καταλόγου κανόνων jus cogens και η ως εκ τούτου αβεβαιότητα σχετικά με το ποιοι τελικά είναι αυτοί οι επιτακτικοί κανόνες του διεθνούς δικαίου, 15 Christian Tomuchat, Jean Marc Thouvenin, Leiden, The fundamental rules of the international legal order: Jus cogens and obligations Erga Omnes, Martinus Nijhoff Publishers, Boston, 2006, σελ. 87. 12
αποτελεί και το κύριο πρόβλημα που σχετίζεται με την έννοια του jus cogens. Κάποιες ενδεικτικές αναφορές επιτακτικών κανόνων στα πλαίσια της Συνδιάσκεψης της Βιέννης (απαγόρευση της χρήσης βίας, της δουλείας, της πειρατείας, των φυλετικών διακρίσεων, του apartheid, της γενοκτονίας) δίνουν μία κατεύθυνση στη νομική σκέψη, αλλά δεν επαρκούν. Κατά συνέπεια ο ακριβής ορισμός του περιεχομένου της έννοιας του jus cogens στην ουσία αφέθηκε στην επακόλουθη πρακτική 16. Η δικαστηριακή πρακτική του ΔΔΧ είναι, ωστόσο, σχετικά φτωχή. Το Δικαστήριο δεν έχει αναφερθεί ρητά και άμεσα στο jus cogens, ενώ,τουλάχιστον μέχρι σήμερα, οι αναφορές στην έννοια εντοπίζονται αποκλειστικά σε μεμονωμένες απόψεις δικαστών 17. Έτσι, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην απόφασή του στην υπόθεση των Στρατιωτικών και Παραστρατιωτικών δραστηριοτήτων των Ηνωμένων Πολιτειών στη Νικαράγουα και κατ αυτής (1986), η οποία και αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως και η κατεξοχήν απόφαση του με την οποία αποδέχεται την έννοια του jus cogens, κάνει μεν αναφορά στον κανόνα για την απαγόρευση της χρήσης βίας χαρακτηρίζοντάς τον ως θεμελιώδη και ανήκοντα στην κατηγορία του jus cogens 18, στην πραγματικότητα, όμως, δεν καθορίζει το περιεχόμενο της έννοιας. Στην μεταγενέστερη χρονικά γνωμοδότησή του στην υπόθεση της Νομιμότητας της Απειλής ή της Χρήσεως Πυρηνικών Όπλων (1996), το ίδιο Δικαστήριο χρησιμοποιεί φράσεις που θα μπορούσαν να παραπέμψουν στην ύπαρξη επιτακτικών κανόνων, ωστόσο η γλώσσα του είναι και πάλι ασαφής, όταν περιορίζεται να διατυπώνει αφηρημένα ότι υπάρχουν κάποιοι κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου τόσο θεμελιώδεις για το σεβασμό της ανθρώπινης ύπαρξης, οι οποίοι συνιστούν απαραβίαστες αξίες του διεθνούς εθιμικού δικαίου 19. Πιο χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη κρίση του Δικαστηρίου στην υπόθεση του Εντάλματος Σύλληψης της 14.02.2002 20, όταν το Βέλγιο ζήτησε την έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του Υπουργού Εξωτερικών του Κονγκό, με την αιτιολογία της κατάφωρης παραβίασης 16 Ως ανωτέρω. 17 Christian Tomuchat, Jean Marc Thouvenin, Leiden, The fundamental rules of the international legal order: Jus cogens and obligations Erga Omnes, Martinus Nijhoff Publishers, Boston, 2006, σελ.32. 18 Military and Paramilitary Activities in and Against Nicaragua (Nicar. v U.S.), Merits, 1986 ICJ REP. 14, 100, para. 190 (June 27) και στο δικτυακό τόπο http://www.icj-cij.org/docket/files/70/6503.pdf. 19 Legality of the Threat or Use of Nuclear Weapons, Advisory Opinion, 1996 ICJ REP. 226, para. 79 (July 8) και στο δικτυακό τόπο http://www.icj-cij.org/docket/files/95/7495.pdf. 20 Arrest Warrant of 11 April 2000 (Dem. Rep. Congo v. Belg.), 2002 ICJ REP. 3. 12 (Feb. 14) και στο δικτυακό τόπο http://www.icj-cij.org/docket/files/121/8126.pdf. 13
της Συνθήκης της Γενεύης του 1949 και της διάπραξης εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Το Βέλγιο υποστήριξε ότι ο θεσμός της διπλωματικής ασυλίας είναι ένας θεσμός που δεν μπορεί να αντιταχθεί στις περιπτώσεις πράξεων που συνιστούν εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Το Δικαστήριο σε μία κρίση κατά την οποία δεν μπήκε καθόλου στη διαδικασία να ελέγξει τον τυχόν επιτακτικό χαρακτήρα των κανόνων που παραβιάζονταν ή έστω να εξετάσει την επίδραση των κανόνων του jus cogens επί του θεσμού της διπλωματικής ασυλίας, μίλησε για ισχύον εθιμικό διεθνές δίκαιο που δεν περιορίζει τη χορήγηση διπλωματικής ασυλίας όταν κρατικοί αξιωματούχοι είναι ύποπτοι διάπραξης εγκλημάτων πολέμου ή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Πολλοί, όμως, είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η έννοια του jus cogens, ιδιαίτερα ενόψει και της σημασίας της, δεν μπορεί να εξαρτά την ύπαρξή της από κάποια εξαντλητική απαρίθμηση των κανόνων που την απαρτίζουν. Επισημαίνουν ότι η αποτυχία του ΔΔΧ να αναφερθεί στην έννοια δεν συνεπάγεται και την ανυπαρξία αυτής, από τη στιγμή κατά την οποία τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα δεν βρίσκονται εκεί για να παράγουν δίκαιο, αλλά για να αναγνωρίζουν και να εφαρμόζουν το ήδη υπάρχον 21. Για τους λόγους αυτούς, προτείνουν ότι ο κάθε διεθνής κανόνας θα πρέπει να εξετάζεται υπό τη σκοπιά του ουσιαστικού του περιεχομένου προκειμένου να χαρακτηριστεί ή όχι ως επιτακτικός, χωρίς να προσδίδεται στη διεθνής πρακτική ο χαρακτήρας του αποκλειστικού παράγοντα αναγνώρισης τέτοιου είδους κανόνων. Έτσι, με τη διαμόρφωση δέσμης συγκεκριμένων κριτηρίων η αναγνώριση κανόνων jus cogens είναι πλέον δυνατή, ενώ ξεπερνάται με τον τρόπο αυτό και ο σκόπελος της έλλειψης ενός ήδη διαμορφωμένου και εξαντλητικού καταλόγου κανόνων. VI. Χαρακτηριστικά αναγνωριστικά των κανόνων jus cogens. Ποια, όμως, είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθιστούν ένα κανόνα του διεθνούς δικαίου επιτακτικό; Κάπου εδώ θα πρέπει να αναζητήσουμε τα κριτήρια εκείνα που πληρούμενα μπορούν να μετατρέψουν ένα αφηρημένο έννομο συμφέρον, σε έννομο συμφέρον του συνόλου της διεθνούς κοινότητας, το οποίο ως τέτοιο, καταλήγει να προστατεύεται από κανόνες επιτακτικού δικαίου. 21 Alexander Orakhelashvilli, Peremptory norms in international law, Oxford University Press, New York, 2006, σελ 14
Οι απόψεις διακεκριμένων θεωρητικών του διεθνούς δικαίου στα πλαίσια της προσπάθειάς τους να ορίσουν την έννοια του jus cogens περιστρέφονται γύρω από την έννοια της ηθικής. Έτσι, ο McNair αναγνωρίζει ως jus cogens κάποιους κανόνες δικαίου ή αρχές ηθικής που δεν επιτρέπουν στους ανεξάρτητους δρώντες να αγνοήσουν ή να τροποποιήσουν κατά βούληση τις μεταξύ τους συμφωνίες. Πρόκειται για μια αναφορά τόσο στο θετικό δίκαιο όσο και στην ηθική ως δύο ξεχωριστές, αλλά συμπληρωματικές μεταξύ τους έννοιες. 22 Ο Cassese υποστηρίζει ότι «παρά το ότι η έννοια του jus cogens μπορεί περιστασιακά να μην είναι και τόσο ξεκάθαρη, αυτό έχει τη δύναμη βάσει της ηθικής του βαρύτητας να καθιστά άκυρες πράξεις διεθνών δρώντων, με κύρια νομική βάση την ανηθικότητά τους» 23, ενώ τέλος ο Lauterpacht συνδέει τη δημόσια τάξη με την ηθική, τονίζοντας ότι τα κράτη δεν μπορούν να παραβούν μέσω διμερών ή πολυμερών συνθηκών, με τις οποίες θεσμοθετούνται ανήθικες υποχρεώσεις, τους κανόνες του εθιμικού διεθνούς δικαίου 24. Με βάση τα προεκτεθέντα και δεδομένου ότι η έννοια του jus cogens έχει τεθεί στην υπηρεσία της προστασίας των γενικότερων συμφερόντων της διεθνούς κοινότητας, ένας κανόνας του διεθνούς δικαίου εντάσσεται στην κατηγορία του jus cogens όταν πληροί τα εξής κριτήρια: 1. αναφέρεται σε αναγνωρισμένο δικαίωμα ή αξία, 2. έχει τεθεί στην προστασία εννόμων συμφερόντων, τα οποία υπερβαίνουν τα μεμονωμένα συμφέροντα των κρατών της διεθνούς κοινότητας, έχοντας βαθύτερο ηθικό ή ανθρωπιστικό περιεχόμενο και 3. τέλος, η παραβίασή του οδηγεί σε αποτέλεσμα τόσο έντονα ανήθικο, ώστε αυτή να καθίσταται ως ενέργεια αποδοκιμαστέα από τη διεθνή κοινότητα ως σύνολο. Διεθνείς κανόνες που πληρούν τα ως άνω κριτήρια θα μπορούσαν να αποτελέσουν η απαγόρευση της χρήσης βίας, το jus ad bellum στο σύνολό του, η αρχή της αυτοδιάθεσης λαών και κρατών και κατ επέκταση η αρχή της μόνιμης κυριαρχίας των κρατών επί των πλουτοπαραγωγικών τους πηγών, τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Όλοι, δηλαδή, οι κανόνες του γενικού διεθνούς δικαίου που έχουν εδραιωθεί και τεθεί στην υπηρεσία της προστασίας ανθρωπιστικών σκοπών, με την δικαστηριακή πρακτική να τονίζει τη σημασία του δικαιώματος στη ζωή, την 22 Ως ανωτέρω, σελ. 49. 23 Ως ανωτέρω. 24 Ως ανωτέρω. 15
απαγόρευση των βασανιστηρίων, την αρχή της ισότητας, την απαγόρευση των διακρίσεων και τέλος το ανθρωπιστικό δίκαιο στο σύνολό του, όπως αυτό αποκρυσταλλώθηκε στα τέσσερα διεθνή κείμενα της Γενεύης του 1949. Και η απαρίθμηση δεν σταματά εδώ. Ο αριθμός των διεθνών κανόνων που εισέρχονται στη σφαίρα του jus cogens θα αυξάνεται μαζί με την αύξηση των κινδύνων και εκείνων των τεχνικών μέσων που είναι σε θέση να απειλήσουν την ειρηνική συνύπαρξη, ανάπτυξη και συνέχεια της διεθνούς κοινότητας. Για να καταλήξει το jus cogens να αποτελέσει εκείνο το «δικονομικό κλειδί», που το περιεχόμενό του θα εξελίσσεται και θα επαναπροσδιορίζεται προκειμένου να διασφαλιστούν, όσο το δυνατόν πληρέστερα και πιο ευέλικτα, τα έννομα συμφέροντα του συνόλου της διεθνούς κοινότητας. VII. Πηγές των κανόνων jus cogens. Από που, όμως, πηγάζουν τελικά αυτοί οι ανώτεροι ιεραρχικά κανόνες που δεσμεύουν το σύνολο της διεθνούς κοινότητας; Σχετικά με τις πηγές των κανόνων του jus cogens έχει υποστηριχθεί διάφορες απόψεις. Έτσι, κάποιοι υποστήριξαν ότι οι κανόνες jus cogens συνιστούν αυτόνομη πηγή δικαίου, κάποιοι άλλοι ότι πρόκειται για κανόνες που πηγάζουν από διεθνείς πολυμερείς συνθήκες, ενώ, τέλος, και το έθιμο έχει αναγνωριστεί ως πηγή κανόνων jus cogens. Οι παραδοσιακές πηγές των κανόνων του διεθνούς δικαίου είναι η συνθήκη και το έθιμο. Και οι δύο ως άνω πηγές είναι προϊόντα σε κάθε περίπτωση μιας κάποιας κρατικής συναίνεσης. Το ερώτημα που ανακύπτει έχει να κάνει με το πως είναι δυνατόν πηγές του διεθνούς δικαίου που προϋποθέτουν την κρατική συναίνεση μπορούν να οδηγούν στη γέννηση κανόνων δικαίου που εφαρμόζονται στο σύνολο των κρατών της διεθνούς κοινότητας, χωρίς την προηγούμενη συναίνεση αυτών και που λειτουργούν στα πλαίσια μιας εκ των προτέρων αποδεκτής ιεραρχίας κανόνων. Για όλους τους ως άνω λόγους, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι κανόνες του jus cogens εκπορεύονται από ένα αυτόνομο σύστημα ανώτερων ιεραρχικά κανόνων, που είναι ανεξάρτητοι από τις παραδοσιακές πηγές του διεθνούς δικαίου και που εκφράζουν συγκεκριμένες αρχές, οι οποίες δεν έχουν απαραίτητα αποκρυσταλλωθεί από έναν γενικά αποδεκτό κανόνα του διεθνούς δικαίου. Αλλά και οι πολυμερείς συνθήκες είναι δυνατόν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση κανόνων επιτακτικών που θα αποτελέσουν τμήμα του γενικού διεθνούς 16
δικαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Σύμβαση για τη Γενοκτονία με την οποία αναγνωρίστηκε ευρέως ότι η απαγόρευση της γενοκτονίας είναι θεμελιώδους σημασίας για την παγκόσμια τάξη και ως εκ τούτου δεσμεύει το σύνολο των κρατών της διεθνούς κοινότητας. Ωστόσο, ο ισχυρισμός ότι οι επιτακτικοί κανόνες δεσμεύουν το σύνολο των κρατών ακριβώς επειδή εμπεριέχονται σε διατάξεις πολυμερών συνθηκών, παραπέμπει στο ότι οι προθέσεις των συμβαλλομένων κρατών είναι αυτές που προσδίδουν σε έναν κανόνα του διεθνούς δικαίου τον επιτακτικό του χαρακτήρα, που είναι και εκείνος που του εξασφαλίζει την ισχύ να μπορεί να αντιταχθεί έναντι ακόμη και των μη συμβαλλομένων κρατών. Κάτι τέτοιο, όμως, έρχεται σε αντίθεση με το ίδιο το ουσιαστικό περιεχόμενο του jus cogens. Για το λόγο αυτό, ακόμη και αν μια πολυμερής ανθρωπιστική συνθήκη εμπεριέχει κανόνες jus cogens, δεν μπορεί να συνιστά πηγή του τελευταίου, αλλά μόνο ένα μέσο επανεπιβεβαίωσης και κωδικοποίησης του. Το έθιμο θεωρείται μια κοινά αποδεκτή πηγή κανόνων jus cogens, καθώς ο μεγαλύτερος αριθμός των κανόνων του jus cogens, όπως η απαγόρευση της χρήσης βίας και η απαγόρευση της γενοκτονίας και της δουλείας είναι διεθνείς εθιμικοί κανόνες. Και αυτή η άποψη, ωστόσο, πάσχει όσον αφορά την μια εκ των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για το σχηματισμό του διεθνούς εθίμου. Αυτόν της κρατικής πρακτικής. Έτσι, ενώ για τον σχηματισμό ενός εθιμικού κανόνα του διεθνούς δικαίου απαιτείται μακροχρόνια κρατική πρακτική συνειδήσει δικαίου, ένας επιτακτικός κανόνας αναδεικνύεται από την παραδοχή και αναγνώριση κάποιων ηθικών και κοινωνικών αρχών ως κυρίαρχες στα πλαίσια της διεθνούς κοινότητας, με πλήρως απούσα την τυχόν σύμφωνη κρατική πρακτική. Μια τέτοιου είδους προσέγγιση αναγνώρισης κανόνων του εθιμικού jus cogens διαφορετική από την κλασσική μέθοδο αναγνώρισης εθιμικών κανόνων (μακροχρόνια κρατική πρακτική συνειδήσει δικαίου), εφαρμόστηκε στην περίπτωση του ανθρωπιστικού δικαίου. Στην αναζήτηση μιας απάντησης σχετικά με το αν οι Συμβάσεις της Γενεύης εμπεριέχουν εθιμικό δίκαιο, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν ερεύνησε την ύπαρξη τυχόν διεθνούς πρακτικής, υπονοώντας με τον τρόπο αυτό ότι πρόκειται για κανόνες με περιεχόμενο που υπερακοντίζει την κρατική πρακτική. Έτσι, σε αντίθεση με την παραδοσιακή πρακτική, η παραδοχή της εμφάνισης εθιμικών κανόνων jus cogens ελάχιστα απαιτεί την διερεύνηση της συμπεριφοράς ή της πρακτικής συγκεκριμένων κρατών της διεθνούς κοινότητας. Κάποιοι κανόνες ισχύουν απλά και μόνο επειδή ανήκουν στην έννοια της δημόσιας τάξης και όχι επειδή τα κράτη έχουν συμβάλλει 17
στη διαμόρφωσή τους μέσω της αντίστοιχης πρακτικής τους. Έτσι, ενώ οι παραδοσιακές προϋποθέσεις γέννησης εθιμικών κανόνων είναι χρήσιμες για την ερμηνεία της εμφάνισης κανόνων του ενδοτικού δικαίου (jus dispositivum) που τα κράτη κρίνουν ότι εξυπηρετούν αποκλειστικά τα προσωπικά τους συμφέροντα, δεν ισχύει κάτι ανάλογο και στην περίπτωση των κανόνων jus cogens των οποίων η ύπαρξη και η λειτουργία εξυπηρετεί θεμελιώδη συμφέροντα του συνόλου της διεθνούς κοινότητας. VIII. Το jus cogens και η άσκηση της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Η επισκόπηση του συγκεκριμένου θέματος αντιμετωπίζει μία θεμελιώδη δυσκολία. Την παρούσα στιγμή στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου η δικαστική δικαιοδοσία του ΔΔΧ εξαρτάται από τη συναίνεση των κρατών. Η επίλυση των δικαστικών διαφορών, όπως και οι άλλες μέθοδοι επίλυσης διαφορών, αλλά και η επιλογή του δικαίου που θα εφαρμοστεί σε μία διαφορά απαιτεί προηγούμενη συναίνεση των εμπλεκομένων στη διαφορά που εισάγεται προς επίλυση κρατών 25. Αυτή η διεθνής «παράδοση» είναι άμεσο επακόλουθο του γεγονότος ότι το διεθνές δίκαιο δεν δεσμεύει τα κράτη χωρίς την προηγούμενη συναίνεσή τους. Κάτι τέτοιο, όμως, φαντάζει σκανδαλώδες ενόψει του ότι το σύγχρονο διεθνές δίκαιο απομακρύνεται από το μοντέλο των διμερών σχέσεων που βασίζονται στη συναίνεση των μερών και στρέφεται προς την προώθηση των συμφερόντων του συνόλου της διεθνούς κοινότητας. Πολύ περισσότερο δε ενόψει της εμφάνισης εννοιών, όπως οι κανόνες του jus cogens, που είναι σκόπιμα έτσι σχεδιασμένοι, ώστε να επιβάλλονται στα κράτη, χωρίς την προηγούμενη συναίνεσή τους ή ακόμη και ενάντια στη θέλησή τους 26. Τι γίνεται, λοιπόν, όταν για την επίλυση μιας διαφοράς οι κανόνες που πρέπει να εφαρμοστούν είναι οι κανόνες jus cogens; Σε μια τέτοια περίπτωση η αρχή της κρατικής συναίνεσης έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το επιτακτικό του χαρακτήρα των 25 Alexander Orakhelashvilli, Peremptory norms in international law, Oxford University Press, New York, 2006, σελ 489. 26 Christian Tomuchat, Jean Marc Thouvenin, Leiden, The fundamental rules of the international legal order: Jus cogens and obligations Erga Omnes, Martinus Nijhoff Publishers, Boston, 2006, σελ. 297. 18
κανόνων του jus cogens.το ΔΔΧ όντας δεσμευμένο να επιλύει τις ενώπιόν του διαφορές εφαρμόζοντας το διεθνές δίκαιο, όπως ορίζει το άρθρο 38 του Καταστατικού του, θα πρέπει να σέβεται και το γεγονός ότι η τήρηση των κανόνων του διεθνούς δικαίου συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση κάποιων ιδιαίτερων καταστάσεων από την άποψη ότι οι κανόνες δημόσιας τάξης πρέπει να τηρούνται ακόμη και ενόψει μιας αντίθετης συμφωνίας. Κατά συνέπεια μια διαφορά μπορεί να επιλυθεί σε συμφωνία με το διεθνές δίκαιο μόνο όταν οι ιεραρχία των κανόνων του γίνεται σεβαστή 27. Έτσι, όταν οι κανόνες του διεθνούς δικαίου οι οποίοι έχουν επιλεγεί από τα δύο αντίδικα κράτη προκριμένου να εφαρμοστούν στην επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς έρχονται σε αντίθεση με κανόνες δημόσιας τάξης, το Δικαστήριο οφείλει να εκδώσει απόφαση σύμφωνη με τους τελευταίους, υπερβαίνοντας τα όρια που έχουν τεθεί από τα αντίδικα κράτη. Αυτή η υποχρέωση του ΔΔΧ επιβεβαιώθηκε και στην απόφασή του στην υπόθεση των Εξέδρων άντλησης πετρελαίου μεταξύ Ιράν και Η.Π.Α. 28. Το πιο ογκώδες τμήμα του 27 Alexander Orakhelashvilli, Peremptory norms in international law, Oxford University Press, New York, 2006, σελ 492. 28 Τα γεγονότα που σχετίζονται με την υπόθεση έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του λεγόμενου «Πολέμου των Τάνκερ» που αποτέλεσε τμήμα των πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ Ιράν και Ιράκ την περίοδο 1980-1988. Κατά τη διάρκειά του, τα δύο εμπλεκόμενα κράτη διενεργούσαν επιθέσεις με στόχους εμπορικά και στρατιωτικά πλοία που έπλεαν εντός του Περσικού κόλπου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η εθνικότητά τους, ακόμη και εναντίον στόλων ουδέτερων κρατών, όπως το Κουβέιτ. Κάποιες εκ των χωρών που δραστηριοποιούνταν εμπορικά στην περιοχή, προκειμένου να προστατεύσουν τους στόλους τους, αλλά και την διεθνή εμπορική ναυτιλία εντός του Περσικού Κόλπου, απευθύνονταν σε ουδέτερα κράτη ζητώντας την εγγραφή των πλοίων τους σε δικά τους νηολόγια. Το ίδιο έπραξε και το Κουβέιτ στρεφόμενο προς τις Η.Π.Α., οι οποίες τελικά ενέγραψαν έντεκα πλοία της χώρας σε αμερικανικά νηολόγια. Ταυτόχρονα οι Η.Π.Α. παρείχαν και ναυτική συνοδεία σε πλοία που έπλεαν εντός του Κόλπου και έφεραν την αμερικανική σημαία. Τα έτη 1987 και 1988 δύο εμπορικά πλοία του Κουβέιτ, που στο μεταξύ είχαν εγγραφεί σε αμερικανικά νηολόγια και έπλεαν υπό τη σημαία των Η.Π.Α., αποτέλεσαν στόχο επίθεσης. Συγκεκριμένα, στις 16.10.1987 το Sea Isle City δέχθηκε επίθεση από πύραυλο όσο έπλεε στα εθνικά ύδατα του Κουβέιτ. Προς απάντηση οι Η.Π.Α., που στο μεταξύ έχουν διαπιστώσει πως την επίθεση είχε εξαπολύσει το Ιράν, ανταποδίδουν πλήττοντας δύο θαλάσσιες εξέδρες άντλησης πετρελαίου του Ιράν, θεωρώντας πως χρησιμοποιούνταν προς εξυπηρέτηση στρατιωτικών επιθέσεων. Προηγουμένως, ενημερώνουν το προσωπικό των εγκαταστάσεων για την επικείμενη επίθεση και μετά το πέρας της το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ότι ενήργησαν κάνοντας χρήση του δικαιώματος άμυνας κατά το άρθρο 51 του Χάρτη. Στη συνέχεια, στις 14.04.1988, πλοίο του αμερικανικού ναυτικού χτυπάται από νάρκη σε διεθνή ύδατα κοντά στο Μπαχρέιν, καθώς επέστρεφε από διενέργεια ναυτικής συνοδείας. Προς απάντηση οι αμερικανοί χτυπούν δύο ακόμη θαλάσσιες εξέδρες άντλησης πετρελαίου, ενημερώνοντας και πάλι τόσο το προσωπικό των εγκαταστάσεων, όσο και μετά το τέλος της επίθεσης το Συμβούλιο Ασφαλείας. Το Ιράν φέρει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου τον Νοέμβριο του 1992 ζητώντας αποκατάσταση, επικαλούμενο τη Συνθήκη Φιλίας, Οικονομικών Σχέσεων και Προξενικών Δικαιωμάτων που υπεγράφη μεταξύ Ιράν και Η.Π.Α. στην Τεχεράνη το 1955. Σύμφωνα με το αιτούν κράτος η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου θεμελιώνεται στο άρθρο XXI(2) της ως άνω Συνθήκης το οποίο προέβλεπε πως κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών σχετικά με την εφαρμογή ή την ερμηνεία της Συνθήκης, που δεν μπορούσε να διευθετηθεί ικανοποιητικά μέσω της διπλωματίας θα τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου, εκτός και αν τα συμβαλλόμενα κράτη καταλήξουν με άλλα ειρηνικά μέσα σε συμφωνία. 19
συλλογισμού του Δικαστηρίου αφορούσε το ερώτημα αν οι ενέργειες των Η.Π.Α. θα μπορούσαν να συνιστούν πράξεις άμυνας και ως τέτοιες μέτρα απαραίτητα για την προστασία των συμφερόντων των εμπλεκόμενων με τη ασφάλειά τους. Το Δικαστήριο προκειμένου να αποφανθεί ξεπέρασε τα όρια του κειμένου της Συνθήκης μεταξύ Ιράν και Η.Π.Α. στο οποίο και θεμελιωνόταν η δικαιοδοσία του και ήρθε να κρίνει το θέμα υπό το φίλτρο των αρχών του συμβατικού και εθιμικού διεθνούς δικαίου που αφορούν την άσκηση του δικαιώματος άμυνας. Στο πνεύμα αυτό, επικαλέστηκε τη Συνθήκη της Βιέννης του 1969 περί του Δικαίου των Συνθηκών, σύμφωνα με την οποία η ορθή ερμηνεία μιας συνθήκης προϋποθέτει να ληφθούν υπόψιν οποιοιδήποτε από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου είναι εφαρμόσιμοι μεταξύ των μερών. Με αυτόν τον τρόπο το Δικαστήριο αρνήθηκε τον ισχυρισμό των Η.Π.Α. ότι η συνθήκη λειτουργούσε αποκομμένη από τις αρχές του διεθνούς δικαίου και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αρχές του διεθνούς δικαίου που αφορούν τη χρήση βίας και την άσκηση του δικαιώματος άμυνας συνιστούν αναπόσπαστο τμήμα της ερμηνευτικής διαδικασίας, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου θεμελιώνεται σε διάταξη διμερούς συνθήκης. Πολλοί, μάλιστα, προχωρούν ένα βήμα πιο πέρα και μιλούν για δυνατότητα ή ακόμη και υποχρέωση του ΔΔΧ να λαμβάνει, κατά την εκδίκαση της εκάστοτε ενώπιόν του διαφοράς, αυτεπάγγελτα υπόψιν τυχόν εφαρμόσιμους κανόνες jus cogens. Έτσι, αν ζητηθεί από δικαιοδοτικό όργανο η επίλυση διαφοράς με βάση ένα διεθνές κείμενο του οποίου οι διατάξεις έρχονται σε αντίθεση με κανόνες του jus cogens και οι αντίδικοι δεν θέσουν ζήτημα ακυρότητας της συνθήκης, σε εκείνη την περίπτωση το δικαιοδοτικό όργανο δεσμεύεται να ελέγξει και επισημάνει αυτεπάγγελτα την ακυρότητα της συνθήκης λόγω της αντίθεσής της σε κανόνες του jus cogens 29. Στα πλαίσια της ως άνω λογικής η δυνατότητα των κρατών της διεθνούς κοινότητας να διατυπώνουν σε διεθνείς συνθήκες, οι οποίες λόγω του περιεχομένου τους περιλαμβάνουν κανόνες jus cogens, επιφυλάξεις σχετικές με τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ για την επίλυση συγκεκριμένων διαφορών θα πρέπει και αυτή να βρίσκεται σε αρμονία με τους διεθνείς κανόνες που απαρτίζουν τη διεθνή δημόσια τάξη και αποτελούν τμήμα του γενικού διεθνούς δικαίου. Κατά συνέπεια, όταν κράτος 29 Alexander Orakhelashvilli, Peremptory norms in international law, Oxford University Press, New York, 2006, σελ 497. 20
διατυπώνει σχετική επιφύλαξη, έχοντας ως απώτερο σκοπό να αποφύγει να εξεταστεί η νομιμότητα δεδομένων πράξεών του από το Δικαστήριο αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί τίποτα άλλο παρά ανίσχυρη. Συνεπώς οι επιφυλάξεις εκείνες που προσβάλλουν το σύστημα απονομής δικαιοσύνης ή έρχονται σε αντίθεση με τη διεθνή δημόσια τάξη θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως άκυρες και ανίσχυρες 30. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο ρόλος του Δικαστηρίου συνιστά μονόδρομο. Προκειμένου το τελευταίο να διαφυλάξει το αντικείμενο και τους σκοπούς των συνθηκών, θα πρέπει να παραβλέψει τη θέληση των μεμονωμένων κρατών και να θέσει άνευ αντικειμένου την επιφύλαξη που περιορίζει τη δικαιοδοσία του για απονομή δικαιοσύνης. VIIΙI. Jus cogens και Συμβούλιο Ασφαλείας. Οι διεθνείς οργανισμοί, ως υποκείμενα του διεθνούς δικαίου και αυτοί, δεν εξαιρούνται από τη δέσμευση που οι κανόνες του jus cogens λόγω του αναγκαστικού χαρακτήρα τους επιβάλλουν. Κατά συνέπεια, καταστατικά και ενέργειες των οργάνων τους θα πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία με τα όσα προβλέπουν οι επιτακτικοί κανόνες του διεθνούς δικαίου. Η πρακτική των διεθνών οργανισμών έχει αποδείξει ότι αυτοί προσβάλλουν συχνά επιτακτικούς κανόνες του jus ad bellum, την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, τα ανθρώπινα δικαιώματα και κανόνες του ανθρωπιστικού δικαίου 31. Η αναφορά μας θα περιοριστεί στα όργανα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και ειδικότερα στο μοναδικό του όργανο, το οποίο επιφορτισμένο με τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, λαμβάνει πολιτικού μεν, υποχρεωτικού δε για τα μέλη της διεθνούς κοινότητας χαρακτήρα αποφάσεις, το Συμβούλιο Ασφαλείας. Οι επιτακτικοί κανόνες του διεθνούς δικαίου δεσμεύουν το Συμβούλιο Ασφαλείας με τρεις δυνατούς τρόπους. Είτε μέσω της ενσωμάτωσής τους στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, είτε μέσω της εφαρμογής τους στις πράξεις του Συμβουλίου Ασφαλείας μέσω του δικαίου των Συνθηκών 32, ενώ, τέλος, μπορούν να έχουν άμεση ή αυτόνομη επίδραση στις αποφάσεις του Συμβουλίου, από τη στιγμή που αυτοί είναι εφαρμόσιμοι στις πράξεις όλων ανεξαιρέτως των νομικών υποκειμένων του διεθνούς 30 Alexander Orakhelashvilli, Peremptory norms in international law, Oxford University Press, New York, 2006, σελ 506. 31 Ως ανωτέρω, 414. 32 Η Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969) εφαρμόζεται σε κάθε διεθνές συμβατικό κείμενο και ως εκ τούτου και στα καταστατικά των διεθνών οργανισμών. Ο Χάρτης του ΟΗΕ δεν αποτελεί εξαίρεση στον ως άνω κανόνα. 21
δικαίου καθορίζοντας το κύρος και τις έννομες συνέπειες των πράξεων των τελευταίων 33. Η πρακτική του Συμβουλίου αποδεικνύει ότι παραβιάσεις των κανόνων jus cogens από το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν είναι άγνωστες. Η έκδοση ψηφισμάτων άμεσα ή και έμμεσα αντίθετων σε κανόνες του jus cogens, η αδράνεια του Συμβουλίου να ενεργήσει ενόψει μιας ξεκάθαρης παραβίασης επιτακτικών κανόνων, ψηφίσματα βάσει του Κεφαλαίου VII του Χάρτη που έχουν παράσχει σε κράτη δικαιολογητική βάση για ενέργειές αντίθετες στα ανθρώπινα δικαιώματα και το ανθρωπιστικό δίκαιο, με θύματα να εντοπίζονται σε άμαχους πληθυσμούς των κρατών στόχων, με πολύ πρόσφατο αλλά και χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Πρώην Γιουγκοσλαβίας, είναι μερικές από αυτές. Βασική έννομη συνέπεια και στις περιπτώσεις παραβιάσεων από μέρους του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι η αντικειμενική ακυρότητα των αντίθετων στο jus cogens πράξεών του. Είτε αυτή προκύπτει με σαφή τρόπο από το ίδιο το κείμενο του ψηφίσματος, είτε ακόμη και αν στο κείμενο γίνεται χρήση ουδέτερων όρων, μα βάσει ερμηνείας προκύπτει πρόθεση υποστήριξης κρατικών ενεργειών που προσβάλλουν κανόνες της διεθνούς δημόσιας τάξης. Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις η υποχρέωση των κρατών σύμφωνα με το άρθρο 25 του Χάρτη να αποδέχονται και να εκτελούν τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας καθίσταται φυσικά χωρίς αντικείμενο. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ERGA OMNES Ι. Υπόθεση Barcelona Traction Η Barcelona Traction ήταν μία εταιρεία παροχής ηλεκτρικού ρεύματος που συστάθηκε το 1911 στο Τορόντο του Καναδά, όπου διατηρούσε και την έδρα της. Στην πραγματικότητα, η εν λόγω εταιρεία λειτουργούσε κυρίως μέσω παραρτημάτων, πάνω από δώδεκα εκ των οποίων λειτουργούσαν επί ισπανικού εδάφους. Μετά το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου το μεγαλύτερο μέρος του εταιρικού κεφαλαίου της εταιρείας είχε περιέλθει στην κατοχή μετόχων βελγικής καταγωγής. Η ως άνω εταιρεία, και πιο συγκεκριμένα τα παραρτήματα αυτής που δραστηριοποιούνταν σε 33 Alexander Orakhelashvilli, Peremptory norms in international law, Oxford University Press, New York, 2006, σελ 429. 22