ΘΕΜΑ: ΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

Σχετικά έγγραφα
ΕΜΠ/ΔΠΜΣ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Σύστημα πολεοδομικών μελετών στην Ελλάδα

Τ.Ε.Ε. τμήμα Κερκύρας / Ν.Α. Νομού Κερκύρας. Ημερίδα με θέμα: Χωροταξικός και Πολεοδομικός Σχεδιασμός Όρος Ζωής για την Κέρκυρα

Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την εφαρμογή προγραμμάτων αστικής αναγέννησης. Προτάσεις για το μέλλον

ΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Σελ. 1

Αστική ανάπτυξη και πολιτικές: Η περίπτωση των αναπλάσεων σε αστικές περιοχές.

Χωρικός Σχεδιασµός & Αρχιτεκτονική. Τάκης ούµας Αρχιτέκτονας Μηχανικός

«γεωγραφικές δυναμικές και σύγχρονοι μετασχηματισμοί του ελληνικού χώρου» σ. αυγερινού- κολώνια, ε. κλαμπατσέα, ε.χανιώτου ακαδημαϊκό έτος

Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την. Προτάσεις για το μέλλον

Εργαλεία του Πολεοδοµικού Σχεδιασµού ΓΠΣ - ΣΧΟΟΑΠ

Εργαλεία του Πολεοδοµικού Σχεδιασµού ΓΠΣ - ΣΧΟΟΑΠ

Θεωρίες Πολεοδομικού Σχεδιασμού

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Η πόλη και οι λειτουργίες της.

Αστική αειφορία. ιαµόρφωση και εφαρµογή ολοκληρωµένων πιλοτικών προγραµµάτων βιώσιµης αστικής ανάπτυξης. Το πρόγραµµα URBAN Κερατσίνι - ραπετσώνα.

ο εκτοπισμός της κατοικίας από το Γκαζοχώρι

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ A.Π. / ΔΤΥ ΠΡΟΣ : Πρόεδρο ΔΣ

ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΗΣΗ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΟΙΚΙΣΜΩΝ»

Συνεργασίες με τον Λευτέρη Παπαγιαννάκη. Ερευνητικά προγράμματα Ε.Μ.Π. για την. Ερευνητικό πρόγραμμα Ε.Μ.Π. για ένα. Αθήνας Αττικής (δεκαετία 2000)

ΘΕΜΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ «Το φαινόμενο της αστικοποίησης στο Δήμο Ζωγράφου»

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ. Οκτώβρης 2008

ένα αειφόρο πρότυπο Ήβη Νανοπούλου Αρχιτέκτων - Διευθύνων σύμβουλος ΘΥΜΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΕΜ

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΝΑΥΠΛΙΟ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΗΠΑΛΙΑΠΟΛΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑ

Οριοθέτηση αναοριοθέτηση αρχαιολογικού χώρου πόλεως Βέροιας

Δίνοντας ζωή στην Πόλη της Ορεστιάδας

ΜΑΘΗΜΑ : ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α ΓΠΣ - ΠΜ

Φισκάρδο: προβλήματα ανάπτυξης και προστασίας του περιβάλλοντος σε έναν τουριστικό παραδοσιακό οικισμό

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 10 η Διάλεξη Όραμα βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου

ΠΑΝΤΕΙΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

B Η ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Διερεύνηση Δυνατοτήτων Αντιμετώπισης Παραγωγικών Προβλημάτων του Νόμου Κοζάνης. Αξιοποίηση των Εγκαταστάσεων της Εταιρείας Α.Ε.Β.Α.Λ.

Η πόλη κινείται κάνουμε μαζί το επόμενο βήμα!

ΑΣΤΙΚΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΜΕΤΩΠΟ: Η περίπτωση του Φαληρικού Όρµου

Πλαίσια Χωρικού Σχεδιασµού στον Ευρωπαϊκό και Ελληνικό χώρο: πολιτικές και θεσµοί Αθηνά Γιαννακού ρ. Χωροτάκτης-Πολεοδόµος (M.Sc.&Ph.D.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΗΜΟΥ ΚΟΝΙΤΣΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΗΜΟΥ ΚΟΝΙΤΣΑΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ

Η περιοχή του ήµου Μενεµένης βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Πολεοδοµικού Συγκροτήµατος

Νέο υπόδειγμα σχεδιασμού με στόχο: Την προσέλκυση «στρατηγικών επενδύσεων» Την «αξιοποίηση» της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου

Η πολιτική αστικής ανάπτυξης περιλαµβάνει δράσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση των συνθηκών του αστικού περιβάλλοντος και διαβίωσης του πληθυσµού.

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑΣ

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΔΥΤΙΚΟΥ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ

Δυναμικές των Πόλεων και Σύγχρονες Πρακτικές του Σχεδιασμού. Ακαδ. Έτος Aθ. Α. 4η Διάλεξη

Η εξέλιξη στις καμπύλες ενοικίου μετά την αναβάθμιση της κεντρικής υποβαθμισμένης περιοχής στην πόλη

Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Ο Δήμος Αχαρνών. ΓΠΣ Δήμου Αχαρνών (2004) Υφιστάμενες χρήσεις γης

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Μεταπτυχιακό Πρόγραµµα Πολεοδοµίας και Χωροταξίας Ακαδ. Έτος

1. Οικονοµική Κοινωνική και πολιτική διάσταση και πολεοδοµικός σχεδιασµός

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΟΜΗΜΕΝΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΑ ΖΑΓΟΡΟΧΩΡΙΑ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΙΤΣΑΣ

Η Έννοια της Εταιρικής Σχέσης & τα νέα Χρηματοδοτικά Εργαλεία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Περιοχές ανάπλασης Ανάπλαση περιοχής Για να χαρακτηρισθεί µια περιοχή ανάπλασης Φορέας ανάπλασης Στάδια ανάπλασης Προκαταρκτική Πρόταση Ανάπλασης

Ολόκληρη η Τροπολογία με την Αιτιολογική της Έκθεση έχουν ως εξής:

Εισήγηση της ΓΓΠΠ Αγγέλας Αβούρη στην ενημερωτική συνάντηση για τη δημιουργία Οργανισμού Τουριστικής Ανάπτυξης ( )

Ενότητα 1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ [ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ] 1.1. ΓΕΝΙΚΑ ΕΝΟΤΗΤΑ 1

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Αειφορικός σχεδιασµός & κατασκευή κτιρίων

Περιεχόμενα. Πρόλογος 14

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ- ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΡΙΖΟΥΠΟΛΗΣ ΠΕΡΙΣΣΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Κατάλογος Εικόνων...XIII Κατάλογος Σχημάτων...XV Κατάλογος Πλαισίων...XIX Κατάλογος Πινάκων...XXII Βιβλιογραφικές Αναφορές...

H Μητροπολιτική Αθήνα αντιμετωπίζει ριζικές αλλαγές και σύνθετα πολεοδομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά προβλήματα

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗΣ

Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης. Ειδικά Πλαίσια για. Βιομηχανία

Η παραθεριστική κατοικία. στην Ελλάδα

Αξιολόγηση σεναρίου (1) Σενάριο 1: Μη παρέμβασης (do-nothing case)

Ολοκληρωμένων Χωρικών Επενδύσεων στην Περιφέρεια Αττικής

Georgios Tsimtsiridis

ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ, ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ KAI ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ. Εκτεταμένο Εργαστήριο Πολεοδομικού Σχεδιασμού

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μάθημα 2Σ6 01. ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ελένη ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόρης ΚΑΥΚΑΛΑΣ Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο

Καθορισµός κριτηρίων αξιολόγησης Περιγραφή και βαθµονόµηση κριτηρίων. 1. Εισαγωγή

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Ιωάννα Καταπίδη, PhD, Research Fellow, University of Birmingham

Σημερινές ελληνικές πόλεις δέχονται μεγάλο αριθμό μεταναστών Εγκατάσταση τους σε υποβαθμισμένες περιοχές Προβληματισμός : Πως μπορεί ο αρχιτέκτων

ΕΜΠ / ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ / ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ / ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2008

Αλλαγή στα κοινωνικά, οικονομικά και πολεοδομικά δεδομένα της περιοχής του Κέντρου της Πόλης

ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ Έγκαιρη ειδοποίηση, Σχεδιασμός, Αντιμετώπιση

ΓΕΝΙΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ. Ελευσίνα. 08 / 09 /2011 Αρ. Πρωτ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Οι συγγραφείς... xiii Πρόλογος και ευχαριστίες...xv

ενεργειακό περιβάλλον

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΠΑΑ )

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Εθνικό Πρόγραμμα για την Επανεκκίνηση της Αθήνας, τη Δημιουργία Θέσεων Εργασίας και τη Στήριξη της Κοινωνικής Συνοχής

Κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις της αστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα Διαχρονικές αναγνώσεις

Οι παραδοσιακοί οικισμοί Η ανάδειξή τους και η Χάρτα του Πολιτιστικού Τουρισμού

Πόλη = χώρος συνάντησης του συνόλου των ανθρώπινων δραστηριοτήτων

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού

Τα ΕΧΣ ως εργαλεία προσέλκυσης επενδύσεων, αστικής ανάπλασης και περιβαλλοντικής προστασίας (ν. 4269/14 όπως τροποποιήθηκε με τον ν.

ΤΕΧΝΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΠΡΟΕΝΤΑΞΗΣ ΕΡΓΟΥ 1

ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟ ΟΜΙΑ Φονξιοναλισµός και Κονστρουκτιβισµός

1. Βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της τοπικής οικονομίας και αξιοποίηση ΤΠΕ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ- ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. m npcf ρπμμη ψβ tjw σ^πτυξπι

Τα κυριότερα ζητήματα του χωρικού σχεδιασμού

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Συνάντηση: ΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΜΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ (επαγγελματικά & θεσμικά)

Ομιλία του Κωνσταντίνου Τσουτσοπλίδη Γενικού Γραμματέα Διαχείρισης Κοινοτικών και άλλων Πόρων, στην

Πιλοτική μελέτη για την πόλη της Λεμεσού. Ημερίδα στα πλαίσια του προγράμματος SUSREG, 18/03/2015, Λεμεσός

Πρόγραμμα FATE ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΥ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΔΠΜΣ «ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ-ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ» ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΧΩΡΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Υπεύθυνος Μαθήματος: Μ. Αγγελίδης ΘΕΜΑ: ΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ Π. ΚΑΡΑΒΙΑ ΑΘΗΝΑ 2006

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ...2 2. ΠΕΡΙΛΗΨΗ...3 3. ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΚΑΙ ΕΙΔΗ ΑΝΑΠΛΑΣΕΩΝ...4 3.1. ΟΙ ΡΙΖΙΚΕΣ ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ...4 3.2. ΟΙ ΗΠΙΕΣ ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ...6 4. ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΜΕΝΩΝ...8 ΠΕΡΙΟΧΩΝ...8 5. ΤΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΛΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ...11 5.1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ...11 5.2. ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ...13 6. ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ...15 6.1. Η ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ...15 6.2. Η ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΝΑΠΛΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΑΘΗΝΑ...18 7. Η ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΕΙΦΟΡΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ...24 8. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...26 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...28

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Αντικείμενο της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίας είναι οι αστικές αναπλάσεις των υποβαθμισμένων περιοχών. Στο πλαίσιο αυτής της εργασίας, γίνεται μια προσπάθεια συγκριτικής αξιολόγησης της εξέλιξης των αναπλάσεων στην Ευρώπη και στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, με σκοπό να καταγραφούν τα προβλήματα υποβάθμισης που χαρακτηρίζουν τις περιοχές ανάπλασης και να διαπιστωθούν τυχόν εμπόδια που καθιστούν δύσκολη την εφαρμογή των προγραμμάτων ανάπλασης στη χώρα μας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι πρόκειται για ένα θέμα με πολλές παραμέτρους το οποίο δεν είναι δυνατόν να εξαντληθεί στα πλαίσια αυτής της εργασίας. Το ερώτημα στόχος της εργασίας είναι κατά πόσο εφαρμόζονται και πετυχαίνουν τους στόχους τους τα προγράμματα ανάπλασης στη χώρα μας και κυρίως στην Αθήνα, η οποία ως γνωστό συσσωρεύει τα πιο πολύπλοκα προβλήματα, που σχετίζονται με την οικονομική διάρθρωση, την κοινωνική συνοχή, την πολεοδομική οργάνωση, την ποιότητα των υποδομών και του περιβάλλοντός της και που οδηγούν στην υποβάθμιση του τρόπου ζωής των κατοίκων της. Η μεθοδολογία ανάπτυξης του θέματος στηρίζεται στα ακόλουθα βήματα: 1 Θεωρητική προσέγγιση των αναπλάσεων στον αστικό χώρο κατά τη μεταπολεμική περίοδο τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα με συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς την Αθήνα και με έμφαση στην έννοια της ανάπλασης. 2 Συγκριτική αξιολόγηση των αναπλάσεων στην Ελλάδα με βάση τα προβλήματα υποβάθμισης των ελληνικών πόλεων. 3 Πως αντιμετωπίζεται το θέμα των αναπλάσεων σήμερα, που εντοπίζονται οι δυσκολίες εφαρμογής τους. Συμπεράσματα για την ελληνική πραγματικότητα.

2. ΠΕΡΙΛΗΨΗ Το κεφάλαιο «Αστική ανάπλαση και είδη αναπλάσεων», αναφέρεται στα είδη της αστικής ανάπλασης, έτσι όπως αυτά καθορίζονται, ανάλογα με τα προβλήματα της περιοχής και την ένταση της πολεοδομικής επέμβασης. Διακρίνουμε γενικά δύο τύπους ανάπλασης, τη ριζική και την ήπια ανάπλαση, οι οποίες στηρίζονται σε διαφορετική λογική. Στο επόμενο κεφάλαιο, εξετάζουμε κυρίως τις περιοχές ανάπλασης με βάση τα προβλήματα που αυτές παρουσιάζουν και τις καθιστούν ως υποβαθμισμένες περιοχές. Αρχικά, γίνεται μια γενική ταξινόμηση των προβλημάτων που παρουσιάζουν οι περιοχές αυτές και στη συνέχεια το ενδιαφέρον εστιάζεται στο τι συμβαίνει στον ελληνικό αστικό χώρο. Είναι σαφές ότι τα προβλήματα υποβάθμισης των αστικών περιοχών εξαρτώνται από τα ιδιαίτερα κοινωνικά και οικιστικά χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής. Συνεπώς, τα προβλήματα των ελληνικών περιοχών εξαρτώνται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν οι περιοχές αυτές. Το κεφάλαιο με τίτλο «Το θεσμικό πλαίσιο περί αναπλάσεων στην Ελλάδα», έχει σα σκοπό να παρουσιάσει την ιστορική εξέλιξη των αναπλάσεων στη χώρα μας μέσα από την πολεοδομική νομοθεσία από το 1970 έως σήμερα με πιο πρόσφατο το νόμο 2508/97. Το κεφάλαιο αυτό δεν υπεισέρχεται σε λεπτομερείς περιγραφές όλων των νομοθετικών εργαλείων, καθώς κάτι τέτοιο δεν αποτελεί στόχο της παρούσας εργασίας. Το κεφάλαιο «Πολιτικές που εφαρμόζονται στις περιοχές ανάπλασης» εξετάζει τις διάφορες πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί τις τελευταίες δεκαετίες, δηλαδή μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο, σε Ευρώπη και Ελλάδα προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο των υποβαθμισμένων περιοχών, δηλαδή των περιοχών ανάπλασης και επιχειρείται μια σύγκριση ως προς τα είδη της υποβάθμισης που εμφανίζονται και τους μηχανισμούς παρέμβασης. Γίνεται εύκολα αντιληπτό, ότι το θέμα των αναπλάσεων στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αθήνα, όπου μελετήθηκαν συγκεκριμένα παραδείγματα, τίθεται με διαφορετικούς όρους από ό,τι στις χώρες της Ευρώπης. Στο τελευταίο κεφάλαιο διατυπώνονται τα συμπεράσματα που προκύπτουν από το σύνολο της εργασίας αυτής σε σχέση με τις αστικές αναπλάσεις γενικά και σε σχέση με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων ανάπλασης στην Ελλάδα. Κάποια από αυτά είναι απλές διαπιστώσεις από τα στοιχεία που

συγκεντρώθηκαν και κάποια άλλα προκύπτουν από βαθύτερο προβληματισμό και ίσως απαιτούν περαιτέρω έρευνα. 3. ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΚΑΙ ΕΙΔΗ ΑΝΑΠΛΑΣΕΩΝ Η έννοια της αστικής ανάπλασης έχει αποκτήσει διαφορετικά περιεχόμενα, με το πέρασμα των χρόνων και μεταξύ διαφορετικών χωρών, καθώς οι πόλεις υπόκεινται σε μια συνεχή διαδικασία εξέλιξης ανάλογα με τις υπάρχουσες συνθήκες, τις ευκαιρίες και τις απειλές που δέχονται από το εξωτερικό περιβάλλον. Ένας ορισμός θεσμικού χαρακτήρα είναι ο ακόλουθος: Ως ανάπλαση θεωρείται η επέμβαση σε μια περιοχή, η οποία περιλαμβάνει σύνολο κατευθύνσεων, μέτρων, παρεμβάσεων και διαδικασιών πολεοδομικού, κοινωνικού, οικονομικού, οικιστικού και ειδικού αρχιτεκτονικού χαρακτήρα με σκοπό τη βελτίωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων, τη βελτίωση του δομημένου περιβάλλοντος, καθώς και την προστασία και ανάδειξη των πολιτιστικών, ιστορικών, μορφολογικών και αισθητικών στοιχείων και χαρακτηριστικών της περιοχής (άρθρ. 8.1337/83). Στο πλαίσιο αυτό, οι επιμέρους στόχοι και το θεματικό εύρος των αναπλάσεων προσδιορίζονται από τα κατά περίπτωση πολεοδομικά προβλήματα και από ένα πλήθος άλλων παραμέτρων που σχετίζονται με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες των περιοχών μελέτης καθώς και τη σχέση τους με το ευρύτερο περιβάλλον. Περιοχές ανάπλασης είναι οι περιοχές των εγκεκριμένων σχεδίων πόλεως ή οροθετημένων οικισμών, στις οποίες υφίστανται ιδιαίτερα προβλήματα υποβάθμισης ή αλλοίωσης του οικιστικού περιβάλλοντος, τα οποία δε μπορεί να αντιμετωπισθούν με τα συνήθη πολεοδομικά μέσα της αναθεώρησης του σχεδίου πόλεως και των όρων και περιορισμών δόμησης. Για να χαρακτηρισθεί μια περιοχή ως περιοχή ανάπλασης πρέπει να διαπιστώνεται η συνδρομή μιας σειράς προβλημάτων, όπως μεγάλες κτιριακές πυκνότητες ή μεγάλες ελλείψεις κοινόχρηστων χώρων, συγκρούσεις χρήσεων, έλλειψη προστασίας των ιστορικών, αρχαιολογικών και πολιτιστικών στοιχείων και δραστηριοτήτων της περιοχής. Ανάλογα με τα προβλήματα της περιοχής και την ένταση της πολεοδομικής επέμβασης,

διακρίνουμε γενικά δύο είδη αναπλάσεων στον αστικό χώρο, τις ριζικές και τις ήπιες αναπλάσεις. 3.1. Οι ριζικές αναπλάσεις Πρόκειται για «τολμηρές» επεμβάσεις ανατρεπτικού θα λέγαμε χαρακτήρα αφού φέρουν τεράστιες αλλαγές στην περιοχή στην οποία λαμβάνουν χώρα. Οι αλλαγές αυτές μεταφράζονται σε ισοπέδωση και ξαναχτίσιμο από την αρχή και ενδεχόμενα να συνεπάγονται και αλλαγές στον πληθυσμό και στις λειτουργίες που θα στεγαστούν στη νέα πλέον περιοχή. Επομένως, αυτού του είδους η ανάπλαση αποτελεί την δραστικότερη μορφή πολεοδομικής επέμβασης που αποσκοπεί στην ανασυγκρότηση ορισμένης δομημένης περιοχής, δηλαδή στην αναδόμηση του μεγαλύτερου τουλάχιστον τμήματος της περιοχής που μετατρέπεται σε ανάπτυξη «νέας» περιοχής. Τέτοιου είδους παρεμβάσεις γίνονται συνήθως σε περιοχές αστικών κέντρων που είναι πολύ υποβαθμισμένες. Υπάρχει περίπτωση μετά την ισοπέδωση να μην ακολουθήσει ο μηχανισμός της οργανωμένης δόμησης, αλλά να γίνει νέα κατάτμηση του γηπέδου με βάση νέο ρυμοτομικό σχέδιο και νέους όρους δόμησης, οπότε και δε συντάσσεται σχέδιο πολεοδομικής διάταξης, παρά μόνο ίσως για εγκαταστάσεις που ελέγχονται από το Δημόσιο. Από τα παραπάνω, είναι ολοφάνερο ότι αυτού του είδους οι επεμβάσεις συναντούν τις μεγαλύτερες δυσκολίες στο ιδιοκτησιακό καθεστώς που διέπει την περιοχή και προϋποθέτει εφαρμογή συστημάτων αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, αστικού αναδασμού, μεταφοράς συντελεστή δόμησης κ.ά. Σε χώρες ανεξέλεγκτης καπιταλιστικής οικονομίας όπως και σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, η ριζική επέμβαση συνοδεύεται κατά κανόνα από απομάκρυνση εθελοντική ή υποχρεωτική, στιγμιαία ή σταδιακή του παλιού πληθυσμού της περιοχής (προφανώς χαμηλών εισοδημάτων) και αντικατάστασή του με πληθυσμό μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης. Μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο και σε όλη τη δεκαετία του 50, οι ριζικές αναπλάσεις για την ακρίβεια ανοικοδομήσεις, ήταν η συνηθέστερη, αν όχι η μοναδική, μορφή επέμβασης στις δομημένες περιοχές, κυρίως στις χώρες που είχαν υποστεί καταστροφές ανεξαρτήτως από το κοινωνικοοικονομικό τους σύστημα. Έτσι, ακόμα και κεντρικές και ιστορικές περιοχές με επιχείρημα τις μεγάλες καταστροφές τους ισοπεδώθηκαν και άλλαξαν τελείως μορφή, ενώ το γνωστό συνεχές οικοδομικό σύστημα σχεδόν παραγκωνίστηκε και αντικαταστάθηκε από τις ελεύθερες διατάξεις των κτιριακών όγκων. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε στο κέντρο του Leipzig στη Γερμανία (εικ. 1), όπου μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε η ανοικοδόμησή του με κατάργηση του παραδοσιακού χαρακτήρα και του συνεχούς οικοδομικού συστήματος και αντικατάστασή του από την ελεύθερη σύνθεση. (Αραβαντινός, 1997/98).

Εικ.1 Ριζική ανάπλαση στο κέντρο του Leibzig μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο (Γερμανία) Προγράμματα ριζικών αναπλάσεων, έγιναν στα πλαίσια της κρατικής οικιστικής πολιτικής με φορείς το δημόσιο, τους Δήμους ή κοινωφελείς επιχειρήσεις και προωθήθηκαν με διάφορα κίνητρα όπως ευνοϊκή χρηματοδότηση, επιχορηγήσεις κ.ά. (Αραβαντινός, 1997/98). Τα προγράμματα των ριζικών αναπλάσεων όπως ήταν αναμενόμενο είχαν κάποιες αρνητικές επιπτώσεις που προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των πολιτών στις περιοχές όπου εφαρμόστηκαν. Οι επιπτώσεις αυτών των πολεοδομικών παρεμβάσεων είχαν να κάνουν κυρίως με το σύστημα χρηματοδότησης που ωφέλησε τις οικοδομικές επιχειρήσεις, ενώ με την αύξηση των ενοικίων, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, πολλοί από τους ενοικιαστές που ανήκαν σε χαμηλά εισοδηματικά στρώματα αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την περιοχή. 3.2. Οι ήπιες αναπλάσεις Πρόκειται για επεμβάσεις ήπιου, συντηρητικού χαρακτήρα, που αποσκοπούν όχι σε διαρθρωτικές αλλαγές, όπως στην προηγούμενη περίπτωση, αλλά σε βελτίωση των οικοδομήσιμων και κοινόχρηστων χώρων με επεμβάσεις στις χρήσεις, όψεις ή την εσωτερική διαρρύθμιση των κτιρίων, όπως επίσης συμπληρώσεις σε αναγκαίους χώρους και δίκτυα στα κτίρια, καθώς και στη διαμόρφωση και αναβάθμιση των ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων, των ακαλύπτων χώρων των οικοδομικών τετραγώνων, τη δημιουργία ή συμπλήρωση της αναγκαίας υποδομής κ.λ.π. Η μορφή της πολεοδομικής παρέμβασης των μερικών αναπλάσεων άρχισε να

εφαρμόζεται στα μέσα της δεκαετίας του 70 σε μεμονωμένα κτίρια, οικοδομικά τετράγωνα και γειτονιές προκειμένου να αποφευχθούν οι αρνητικές επιπτώσεις που είχαν παρουσιάσει νωρίτερα οι ριζικές αναπλάσεις. Αυτή η στροφή της πολιτικής σε προγράμματα αναπλάσεων με διατήρηση της υπάρχουσας πολεοδομικής και κτιριακής δομής, ανταποκρινόταν στη γενική πολιτική περιορισμού των δημόσιων δαπανών και στην κρίση του τομέα των κατασκευών. Παράλληλα, προβλήθηκαν πιο συστηματικά κοινωνικοί στόχοι που υιοθετήθηκαν από την πλευρά της κρατικής πολιτικής όπως συμμετοχή των ήδη οργανωμένων επιτροπών πολιτών και όλων των ενδιαφερόντων στα προγράμματα και στις διαδικασίες λήψεις αποφάσεων και δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στα κοινωνικά προβλήματα μειονοτήτων και αδύνατων οικονομικά στρωμάτων (Αραβαντινός, 1997/98). Η μορφή της πολεοδομικής παρέμβασης των μερικών αναπλάσεων άρχισε να εφαρμόζεται από τα μέσα της δεκαετίας του 70 σε μεμονωμένα κτίρια, οικοδομικά τετράγωνα και γειτονιές. Στην περίπτωση της ήπιας ανάπλασης θα μπορούσαν να αναφερθούν τα παραδείγματα του Kreuzberg στο Βερολίνο και της Alma Gare στην πόλη Roubaix της Β. Γαλλίας, όπου η έμφαση δόθηκε στις συμμετοχικές διαδικασίες των ενδιαφερομένων κατοίκων και στην κατεύθυνση της διατήρησης μεγάλου τμήματος του κτιριακού αποθέματος, της βελτίωσης του υπάρχοντος αστικού ιστού και της χωροθέτησης εκείνων των λειτουργιών που εξυπηρετούν τις ανάγκες των κατοίκων (Λουκόπουλος Δ., Πολύζος Ι., Πυργιώτης Ι., Τούντα Φ., 1990).

Εικ. 2, 3 Συνοικία Kreuzberg Δυτ. Βερολίνου. Ένα πετυχημένο παράδειγμα ήπιας μορφής ανάπλασης Παρά το γεγονός ότι τα προγράμματα των ήπιων αναπλάσεων ήταν πολύ πιο συντηρητικά σε σχέση με αυτά των ριζικών αναπλάσεων, είχαν και αυτά αρνητικές επιπτώσεις. Έτσι, παρουσιάστηκε και εδώ το φαινόμενο αυτή τη φορά της «εκούσιας» απομάκρυνσης των παλιών ενοικιαστών που αδυνατούσαν και πάλι να αντεπεξέλθουν στο νέο υψηλό ενοίκιο. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η αποτελεσματικότητα των αναπλάσεων συνδέεται με πολλές παραμέτρους και ότι οι διαστάσεις που οφείλουν να καλύπτουν τα προγράμματα ανάπλασης είναι ποικίλες και δεν περιορίζονται σε αυτές που συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε ως τεχνικές. 4. ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ Η ανάπλαση μιας περιοχής έχει πολύπλευρους στόχους και κατευθύνσεις που αφορούν τόσο στην αξιοποίηση του ίδιου του χώρου, στην επαναξιολόγηση των κελυφών και των χρήσεών τους αλλά και στην προσφορά υψηλής αισθητικής στάθμης περιβάλλοντος στους χρήστες. Επιπλέον, τα προβλήματα υποβάθμισης αστικών περιοχών, όπως και οι απαιτούμενοι τύποι αναπλάσεων, διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα και εξαρτώνται από τα ιδιαίτερα κοινωνικά και οικιστικά χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής. Ανάλογα με τα προβλήματα και τα χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής δίνεται και ιδιαίτερη έμφαση σε κάποιον από τους στόχους. Η κατηγοριοποίηση των περιοχών

ανάπλασης ποικίλλει ανάλογα με το κριτήριο που εξετάζουμε κάθε φορά και επομένως μπορούμε να κάνουμε πολλών ειδών κατηγοριοποιήσεις. Στο κεφάλαιο αυτό, μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε κυρίως τις περιοχές ανάπλασης με βάση τα προβλήματα που αυτές παρουσιάζουν και τις καθιστούν ως υποβαθμισμένες περιοχές. Αρχικά, θα αναφερθούμε σε μια γενική κατηγοριοποίηση και στη συνέχεια θα εξετάσουμε τι συμβαίνει στον ελληνικό αστικό χώρο. Τα προβλήματα που συναντώνται συνήθως και μπορεί να προκαλέσουν την ανάγκη για ανάπλαση σε μια δομημένη περιοχή μπορούν να χωριστούν συνοπτικά σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: 1. Προβλήματα κελύφους Αναφέρονται στην παλαιότητα και ενδεχομένως ακαταλληλότητα για χρήση του κτιριακού όγκου που διαθέτει μια περιοχή. Πρόκειται λοιπόν για περιοχές που παρουσιάζουν προβληματικές στεγαστικές συνθήκες και εξοπλισμό μέσα στα κτίρια, ή ανεπαρκή τεχνική και κοινωνική υποδομή οπότε χαρακτηρίζονται από εντεινόμενη υποβάθμιση της αισθητικής και εν γένει ποιότητας του δομημένου περιβάλλοντος της περιοχής, καθώς και των φυσικών της στοιχείων. 2. Προβλήματα ανθρώπινου δυναμικού Τα προβλήματα αυτής της κατηγορίας είναι οικονομικοκοινωνικής τάξης δηλ. αναφέρονται κατά κανόνα στις ανάγκες των κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων που οφείλονται στην υποβάθμιση ή αναβάθμιση της περιοχής. Οι υψηλοί δείκτες ανεργίας, η ύπαρξη φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού λόγω ανομοιογένειας του πληθυσμού, και το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο του πληθυσμού είναι μερικά από τα κοινωνικο οικονομικά δεδομένα μιας περιοχής. 3. Προβλήματα χρήσεων γης Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν τα προβλήματα υποβάθμισης χρήσεων ή προβλήματα που προκύπτουν εξαιτίας των συγκρούσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα σε υπάρχουσες χρήσεις σε μια περιοχή οπότε οδηγούν στην ανάγκη ανάπλασης ολόκληρης της περιοχής. Η χωροθέτηση ανθυγιεινών ή επικίνδυνων για το περιβάλλον δραστηριοτήτων, ως γνωστό, συντελεί στην υποβάθμιση μιας περιοχής. Επίσης, εδώ ανήκει και η έλλειψη κοινόχρηστων χώρων και χώρων για κοινωφελείς εγκαταστάσεις. 4. Ελλιπής προστασία και ανάδειξη των ιστορικών και πολιτιστικών στοιχείων και χαρακτηριστικών της περιοχής. Πρόκειται για περιοχές με πλούσια ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά που έχουν

χάσει την ταυτότητά τους και χαρακτηρίζονται από μια εικόνα γενικής υποβάθμισης που λειτουργεί αρνητικά για την περιοχή. Στην Ελλάδα γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι εμφανίζονται και οι τέσσερις παραπάνω κατηγορίες προβλημάτων. Πιο αναλυτικά, ακολουθεί μια κατηγοριοποίηση των περιοχών ανάπλασης του ελληνικού αστικού χώρου, με βάση τα στοιχεία υποβάθμισης που τις χαρακτηρίζουν, όπως αυτή παρουσιάζεται στο βιβλίο του κ. Αραβαντινού, «Πολεοδομικός Σχεδιασμός Για μια βιώσιμη ανάπτυξη του αστικού χώρου»: 1. Κεντρικές περιοχές υψηλών κτιρίων με απαράδεκτα υψηλούς επιτρεπόμενους συντελεστές δόμησης και με προέχουσες κεντρικής λειτουργίες (διοίκηση, γραφεία, εμπόριο, πολιτιστικές, ψυχαγωγικές εγκαταστάσεις) αλλά και κατοικίες σε περιορισμένο βαθμό (εικ. 4). 2. Περιοχές «εργασίας» ή και μικτές περιοχές με προέχουσες οικονομικές λειτουργίες, του δευτερογενούς τομέα και των μεταφορών ή και άλλων σχετικών (βιομηχανία, βιοτεχνία, αποθήκες, χονδρεμπόριο, λειτουργίες λιμένων ή άλλων εγκαταστάσεων μεταφορών) που υφίστανται ακόμη ή οι οικονομικές τους λειτουργίες έχουν διακοπεί στα πλαίσια της αποβιομηχάνισης. Τα προβλήματα εδώ έχουν να κάνουν κυρίως με ανάμειξη αντιμαχόμενων χρήσεων που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση μεταξύ τους. 3. Περιοχές κατοικίας με απαράδεκτα υψηλούς συντελεστές δόμησης, μεγάλα ποσοστά κάλυψης και υψηλές πυκνότητες. Χαρακτηριστικά τέτοιων περιοχών είναι η ανεπάρκεια τεχνικής και κοινωνικής υποδομής καθώς και των ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου με συνακόλουθο αποτέλεσμα την υποβάθμιση του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος (π.χ. Παγκράτι, Κυψέλη). Το πρόβλημα των μεγάλων πυκνοτήτων και των υψηλών συντελεστών δόμησης στις κεντρικές κυρίως περιοχές της Αθήνας συναρτάται σήμερα με την τυπική πλέον αθηναϊκή πολυκατοικία. Το σύστημα της αντιπαροχής που κάποτε λειτούργησε ως μέσο στεγαστικής αποκατάστασης για κάθε κοινωνικό στρώμα της μεταπολεμικής Ελλάδας, συνετέλεσε στη ραγδαία επέκταση της δόμησης και στον περιορισμό των ελεύθερων χώρων. 4. Περιοχές κατοικιών, συνοικιών ή συνοικισμών αυθαιρέτων που εντάχθηκαν αργότερα στο Σχέδιο αλλά εξακολουθούν να παρουσιάζουν προβληματικές στεγαστικές συνθήκες. 5. Περιοχές εκτός εγκεκριμένου σχεδίου συνήθως με «αυθαίρετα» ή λυόμενα κτίσματα που επιδιώκουν να καλύψουν ανάγκες μόνιμης στέγασης. Τόσο οι υποβαθμισμένες στεγαστικές συνθήκες όσο και η τεχνικοκοινωνική υποδομή, καθιστούν την κατοικία αυτής της μορφής και την περιοχή της πολύ προβληματική (εικ. 5).

6. Περιοχές παραθεριστικής κατοικίας με εγκεκριμένα σήμερα σχέδια και με κτίσματα. Τα στεγαστικά και πολεοδομικά χαρακτηριστικά των περιοχών αυτών κάνουν προβληματική την αποστολή τους. 7. Χωριά στο σύνολο τους ή τμήματά τους. Εδώ μπορεί να υπάρχουν λειτουργικές, τεχνικές, στεγαστικές, πολεοδομικές και κοινωνικές αδυναμίες που καθιστούν τις περιοχές προβληματικές. Εικ. 4 Το πρόβλημα των απαράδεκτα υψηλών συντελεστών δόμησης στην Αθήνα.

Εικ. 5 Συνοικία αυθαιρέτων στο Πέραμα 5. ΤΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΛΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 5.1. Ιστορική εξέλιξη Το κείμενο που ακολουθεί και περιγράφει την ιστορική εξέλιξη του θεσμικού πλαισίου στην Ελλάδα, ανατρέχει σε ορισμένα σημεία στο βιβλίο με τίτλο «Αστική Ανάπλαση Πολεοδομία, Δίκαιο, Κοινωνιολογία», Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ. (1995), ΤΕΕ, Αθήνα. Στην πολεοδομική νομοθεσία ο όρος «ανάπλαση» αναφέρεται για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1970, εποχή κατά την οποία τέθηκαν οι βάσεις, ειδικότερα μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1975, της θεσμοθέτησης του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού και έγιναν προσπάθειες για την αναβάθμιση της οικιστικής πολιτικής. Η νομοθεσία της εποχής εκείνης ανταποκρίνεται κυρίως στη μεθοδολογία των αναπλάσεων που είχαν εφαρμοστεί στις Δυτικοευρωπαϊκές χώρες, μετά τις καταστροφές του Β Παγκόσμιου Πολέμου, που στάθηκαν η αφορμή για την ανανέωση του πολεοδομικού ιστού των ίδιων αυτών πόλεων, τη ριζική αναδιάταξη του δομημένου περιβάλλοντος στις συγκεκριμένες θέσεις. Τα χαρακτηριστικά αυτών των ρυθμίσεων είναι η μεγάλη κλίμακα παρεμβάσεων, η ενεργός συμμετοχή του δημόσιου τομέα στο σχεδιασμό και στην εκτέλεση των προγραμμάτων και η ίδρυση για το σκοπό αυτό δημοσίων επιχειρήσεων. Η ανάπλαση καθιερώνεται ως έννοια με νομικό περιεχόμενο για πρώτη φορά από το ν. δ.

1003/71 «περί ενεργού πολεοδομίας» όπου ορίζεται ως πολεοδομική εξυγίανση και εκσυγχρονισμός συνόλου ή μέρους ενός οικισμού. Μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1975, καταργείται αυτό το ν. δ. και αντικαθίσταται από το ν. 947/1979 «περί οικιστικών περιοχών», στον οποίο αναφέρεται ο όρος «αναμόρφωση», το οποίο φαίνεται να είναι ταυτόσημο με εκείνο της ανάπλασης. Παράλληλα, ο νόμος αυτός εισάγει και τις Ζώνες Αστικού Αναδασμού. Ο αναδασμός συνίσταται στην εισφορά και συνένωση των ιδιοκτησιών που περιλαμβάνονται στην περιοχή και στην αναδιανομή τους, υπό τη μορφή πολεοδομημένης γης ίσης αξίας στους αρχικούς ιδιοκτήτες, μετά την αφαίρεση των εισφορών γης για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων. Παρά το γεγονός ότι ο νέος αυτός νόμος δίνει τη δυνατότητα για μια ελεγχόμενη πολεοδομική ανάπτυξη, καθώς και μια εκτεταμένη επέμβαση σε περιοχές με προβληματικό ιδιοκτησιακό καθεστώς, παρέμεινε ανενεργός για πάνω από 10 χρόνια. Στο πνεύμα του κρατικού παρεμβατισμού, το 1973 ιδρύθηκε από την Εθνική Κτηματική Τράπεζα η «ΕΚΤΕΝΕΠΟΛ Εταιρεία Ενεργού Πολεοδομίας ΑΕ» και το 1976 ιδρύθηκε η Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στέγασης (ΔΕΠΟΣ). Οι φορείς αυτοί λειτουργούσαν με τους κανόνες ιδιωτικής οικονομίας, αλλά ανήκαν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο ή σε Κρατικές Τράπεζες. Το 1978 δημοσιεύεται το π. δ. 4/19/1978, το οποίο αναφέρεται, στην εφαρμογή μελετών ανάπλασης, ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων, οικισμών ή περιοχών αυτών και στον καθορισμό των υποχρεώσεων των παρόδιων ιδιοκτητών. Η ανάπλαση στο διάταγμα αυτό αποβλέπει κυρίως σε διαμόρφωση κοινόχρηστων χώρων για πολεοδομικούς σκοπούς, με ενδεχόμενη και περιορισμένη επέμβαση στα κτίρια. Το 1983 ψηφίζεται ο νέος οικιστικός νόμος 1337/83, «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις». Ο νόμος αυτός ρυθμίζει τις εντάξεις περιοχών στο σχέδιο πόλης ή επεκτάσεις του σχεδίου, καθώς επίσης σημαντικές τροποποιήσεις εντός του σχεδίου, εφόσον πρόκειται για προβληματικές περιοχές ή πολεοδομικά συγκροτήματα της πόλης που απαιτούν αναμόρφωση. Επίσης, ο νόμος αυτός προβλέπει ζώνες επεμβάσεων, όπως οι Ζώνες Ειδικής Ενίσχυσης και οι Ζώνες Ειδικών Κινήτρων με στόχο την ανάπλαση των πυρήνων των πόλεων ή κτιρίων τους. Το 1985 ψηφίζεται ο ν. 1577/85 (ΓΟΚ), ο οποίος καθιερώνει το ενεργό οικοδομικό τετράγωνο, ορίζοντας ότι: «ο χαρακτηρισμός οικοδομικού τετραγώνου ως ενεργού αποβλέπει μεταξύ άλλων, στην ανάπλαση του οικοδομικού τετραγώνου, ιδίως με την ενοποίηση των ακαλύπτων χώρων». Η ιδεολογία αυτής της περιόδου φαίνεται να διχάζεται ανάμεσα σε ένα έντονο κρατικό παρεμβατισμό του τύπου των ριζικών αναπλάσεων από ευρύτερη κλίμακα παρέμβασης (ΖΕΠ) ως και σημειακές παρεμβάσεις (ΖΕΕ) και στην εφαρμογή των κανονιστικών όρων δόμησης και παροχής χρηματοδοτικών κινήτρων για την ανάπλαση (ΖΕΚ, ενεργό πολεοδομικό τετράγωνο, κ.ά.). Παράλληλα, επιδιώκεται η συναίνεση των

ενδιαφερομένων κατοίκων της περιοχής με τη θεσμοθέτηση μηχανισμών συμμετοχής τους στις διαδικασίες για τη λήψη των αποφάσεων, όπως η Πολεοδομική Επιτροπή Γειτονιάς και η Γενική Συνέλευση του Ενεργού Οικοδομικού Τετραγώνου. Στην πράξη φάνηκε ότι δεν υπήρχε πρόθεση εφαρμογής των διατάξεων που προέβλεπαν παρεμβατικές αναπλάσεις, ακόμη και σε μικρή κλίμακα. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι μελέτες που συντάχθηκαν στα πλαίσια της Επιχείρησης Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης (ΕΠΑ), για τις οποίες έχουν επιχειρηθεί όλες οι εντάξεις ή επεκτάσεις του σχεδίου πόλεως, αγνόησαν εντελώς τη φιλοσοφία των αναπλάσεων και των σχετικών διατάξεων και περιορίστηκαν στον τρόπο σχεδιασμού από το ν. δ. 1923, δηλαδή στις συμβατικές χαράξεις των ρυμοτομικών γραμμών, τακτοποιήσεις, προσκυρώσεις και καθορισμό κοινοχρήστων, κοινωφελών και ιδιόκτητων χώρων εφαρμόζοντας μόνο τις νέες ρυθμίσεις για την εισφορά σε γη και χρήμα. 5.2. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο Ο νέος οικιστικός νόμος 2508/97 με τίτλο «Βιώσιμη Οικιστική Ανάπτυξη των Πόλεων και Οικισμών της χώρας και άλλες διατάξεις», έρχεται ως συνέχεια και συμπλήρωση του Ν. 1337/83 με την φιλοδοξία να αποτελέσει ένα νέο ευέλικτο και αποτελεσματικό εργαλείο για την επέκταση, ανάπλαση και γενικότερα αναβάθμιση και προστασία των πόλεων και οικισμών της χώρας (Αθ. Ι. Αραβαντινός, 1997). Συγκεκριμένα ο νόμος θέτει ένα γενικό πλαίσιο πολεοδομικών αρχών, κατευθύνσεων, όρων και διαδικασιών για τη μελλοντική οργάνωση και ανάπτυξη των πόλεων και οικισμών της χώρας, με σκοπό να συμβάλει αποφασιστικά στην αναβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος, καθώς και την εξασφάλιση και διατήρηση της βιωσιμότητας (αειφορίας) των πόλεων, των οικισμών και της ευρύτερης περιοχής τους. Σύμφωνα με τον ορισμό του νόμου, «ανάπλαση περιοχής είναι το σύνολο των

κατευθύνσεων, μέτρων, παρεμβάσεων και διαδικασιών πολεοδομικού, οικονομικού και ειδικού αρχιτεκτονικού χαρακτήρα, που προκύπτουν από σχετική μελέτη και που αποσκοπούν κυρίως στη βελτίωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων, τη βελτίωση του δομημένου περιβάλλοντος, την προστασία και ανάδειξη των πολιτιστικών, ιστορικών μορφολογικών και αισθητικών στοιχείων και χαρακτηριστικών της περιοχής». Σύμφωνα με το άρθρο 8 του κεφαλαίου Β του Νόμου 2508, περιοχές ανάπλασης είναι εκείνες οι περιοχές των εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οριοθετημένων οικισμών, στις οποίες διαπιστώνονται προβλήματα υποβάθμισης ή αλλοίωσης του οικιστικού περιβάλλοντος που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με τις συνήθεις διαδικασίες της αναθεώρησης του σχεδίου πόλεως και των όρων δόμησης. Η περιοχή ανάπλασης μπορεί να περιλαμβάνει μία ή περισσότερες πολεοδομικές ενότητες ή τμήματα πολεοδομικών ενοτήτων. Οι περιοχές ανάπλασης ορίζονται στα αντίστοιχα ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ, ή Ρυθμιστικά Σχέδια, ή καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, όταν συντρέχουν σε αυτές ιδιαίτερα προβλήματα οικιστικής υποβάθμισης που δε μπορούν να αντιμετωπιστούν με τα συνήθη πολεοδομικά μέσα. Τέτοια προβλήματα είναι μεγάλες κτιριακές πυκνότητες και ελλείψεις κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, συγκρούσεις χρήσεων γης, έλλειψη προστασίας πολιτιστικών στοιχείων, εντεινόμενη υποβάθμιση αισθητικής και φυσικών στοιχείων και σοβαρά προβλήματα στο απόθεμα των κατοικιών. Τα σχέδια αυτά όμως χαρακτηρίζονται από την απουσία ρυθμίσεων σχετικά με την οικονομική και κοινωνική βιωσιμότητα των παρεμβάσεων. Η διαδικασία ανάπλασης της περιοχής γίνεται με πρωτοβουλία: α) του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης βαθμίδας β) του οικείου συμβουλίου της περιοχής, αν αυτή εμπίπτει στα όρια δύο ή περισσότερων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης βαθμίδας γ) της οικείας νομαρχιακής αυτοδιοίκησης δ) του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ε) της Δ. Ε.Π. Ο.Σ. στ) του οικοδομικού συνεταιρισμού προκειμένου για την έκτασή του Η καινοτομία του νόμου αυτού είναι η δημιουργία του πρώτου στην Ελλάδα θεσμικού πλαισίου για αναπλάσεις και αναμορφώσεις εντός σχεδίου υποβαθμισμένων περιοχών, πολεοδομικών ενοτήτων ή τμημάτων τους, οι οποίες χαρακτηρίζονται από προβληματικές πολεοδομικές συνθήκες. Για πρώτη φορά η κύρια έμφαση σε έναν οικιστικό νόμο μετατοπίζεται από τις επεκτάσεις σχεδίων πόλεως προς τη διαχείριση του σχεδιασμού στις περιοχές εντός σχεδίου με στόχο και κατεύθυνση την πολεοδομική και περιβαλλοντική τους αναβάθμιση. Εντούτοις, οι αναπλάσεις, έτσι όπως περιγράφονται στο κεφάλαιο Β του νόμου 2508/97, δεν έχουν προχωρήσει σχεδόν καθόλου από τους αρμόδιους φορείς, γεγονός που γεννά αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητα του νέου αυτού θεσμικού πλαισίου και

δημιουργεί ίσως την ανάγκη για απλούστευση των διατάξεων του νόμου και συμπλήρωσή τους με τις νεότερες τάσεις της Ευρώπης και τις κατευθύνσεις στρατηγικού σχεδιασμού. 6. ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ Σε αυτό το κεφάλαιο θα μελετήσουμε τις διάφορες πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί τις τελευταίες δεκαετίες, δηλαδή μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο, σε Ευρώπη και Ελλάδα προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο των υποβαθμισμένων περιοχών, δηλαδή των περιοχών ανάπλασης και θα επιχειρήσουμε μια σύγκριση ως προς τα είδη της

υποβάθμισης που εμφανίζονται και τους μηχανισμούς παρέμβασης. 6.1. Η ανάπλαση στην Ευρώπη Εξετάζοντας τον ευρωπαϊκό χώρο θα διαπιστώσει κανείς ότι παρά τις τυχόν πολιτικές, οικονομικές ή διοικητικές διαφορές, η ανάπλαση του πολεοδομικού ιστού μέσα στο σύνολο των ευρωπαϊκών χώρων υπακούει στις ίδιες νομοτέλειες, ακολουθεί παρόμοιους στόχους και έχει παράλληλη εξέλιξη. Είναι γνωστό ότι μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πόλεμου οι περισσότερες Ευρωπαϊκές πόλεις είχαν υποστεί τεράστιας κλίμακας καταστροφές. Εκείνες οι καταστροφές στάθηκαν η αφορμή για την ανανέωση του πολεοδομικού ιστού των ίδιων αυτών πόλεων, την πολεοδομική ανάπλαση των κατεστραμμένων εκτάσεων, που εδώ είχε τη μορφή της ριζικής ανάπλασης του δομημένου περιβάλλοντος στις συγκεκριμένες θέσεις. Η συνολική όμως διαδικασία της πολεοδομικής ανάπλασης δε σταματά εδώ αλλά συνεχίζεται, κάτω από τις συνεχείς πιέσεις που αντιμετωπίζουν οι μεγάλες πόλεις στο να ανταποκριθούν στις μεταβολές των κοινωνικο οικονομικών δεδομένων. Γίνεται αντιληπτό ότι, οι καταστροφές του πολέμου έδωσαν απλά το έναυσμα για τις διαδικασίες πολεοδομικής ανάπλασης των μεγάλων πόλεων των αναπτυγμένων βιομηχανικά Δυτικο Ευρωπαϊκών κρατών που ακολούθησαν και την άσκηση μιας σύγχρονης πολεοδομικής πρακτικής. Ιδιαίτερα κάτω από τις σημερινές συνθήκες συστηματοποίησης της κρατικής παρέμβασης στην οργάνωση του χώρου, ο εκσυγχρονισμός των ίδιων αυτών πόλεων αποτελεί και όρο διαβίωσής τους (Καρύδης Δημ., 1990). Μετά τη ριζική ανακαίνιση των ετών 50-70 με τις σαρωτικές και μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις και μετά από τις οργανωμένες μεγάλες επιχειρήσεις αναπλάσεων, ανακατασκευών και επισκευών συντήρησης των ετών 70-80, η πολιτική που ακολουθείται γενικά σήμερα είναι των «μικρών βημάτων». Μέσα στην περιορισμένη κλίμακα της γειτονιάς ή συνοικίας διαλέγεται προσεκτικά αυτό το οποίο πρέπει να διατηρηθεί, ανακαινισθεί ή ξανακτιστεί και ό,τι καινούριο χρειάζεται ο τόπος. Επιλέγεται ακόμη ποιες είναι οι εγκαταστάσεις που επείγουν αλλά και ποιες είναι δυνατόν, λόγω συνθηκών, να αρχίσουν συντομότερα. Μια ελευθερία στα προγράμματα και στα χρονοδιαγράμματα κάνει τις επιχειρήσεις πιο ευέλικτες, ενώ παράλληλα ο κρατικός παρεμβατισμός παραχωρεί τη θέση του σε νέες μορφές συνεργατικής δράσης ανάμεσα στους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς (Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ., 1995). Στην Γαλλία, κάθε δραστηριότητα ανάπλασης εξελίσσεται σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο των Ζωνών Συντονισμένης Διευθέτησης (ZAC), το οποίο συνοψίζεται σε ισότιμη συμμετοχή Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα, σεβασμό της κτισμένης παραδοσιακής και ιστορικής κληρονομιάς, επαναχρησιμοποίηση των υπαρχόντων κελυφών και την πλήρωση των αστικών κενών και ευελιξία στο σχεδιασμό. Το μέσο παρέμβασης που χρησιμοποιείται στη Γαλλία είναι το «Σχέδιο Πρόγραμμα» που συνοψίζει με τις αρχές του όλη τη σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία των αναπλάσεων και το

οποίο επιτρέπει, αλλαγές, βελτιώσεις και συμπληρώσεις, ανάλογα με τις συνθήκες και τις διάφορες παραμέτρους, που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης. Επιπλέον, οι ZAC, που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν οριοθετούν αυστηρά μια ζώνη στην οποία απευθύνεται η παρέμβαση, αλλά ευνοούν συμπληρωματικές παρεμβάσεις στον περιβάλλοντα χώρο, ενώ ταυτόχρονα δίνεται σημασία και στις θετικές αναξιοποίητες δυνατότητες της περιοχής (Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ., 1995). Στην Αγγλία, γρηγορότερα από τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, έγινε αντιληπτή η αξία των μικρών παρεμβάσεων με στόχο την επανάχρηση του παλαιού κελύφους. Ήδη στα μέσα της δεκαετίας του 60 οι συνολικές ολοκληρωμένες παρεμβάσεις εγκαταλείπονται μετά από έντονη κριτική και στη θέση τους αρχίζουν οι μικρές παρεμβάσεις κλίμακας γειτονιάς. Οι Ζώνες κινήτρων για την κατοικία Hausing Action Areas στοχεύουν σε βελτίωση του υπάρχοντος κελύφους και αντικατάσταση μόνο των άχρηστων κτιρίων. Ενδεικτικοί της όλης αντίληψης είναι οι χρονικοί στόχοι για τη διάρκεια των ανακαινισμένων κελυφών που φτάνουν τη δεκαπενταετία και σε εξαιρετικές περιπτώσεις την τριακονταετία. Μετά από την περίοδο αυτή η ποιότητα, η ικανότητα και η χρήση των κτιρίων θα επανεξετάζονται. Η ίδια αντίληψη του περιορισμένου και ελεγχόμενου αντικειμένου αφορά και το χώρο. Μικροί πυρήνες ανάπλασης με μικρές φάσεις παρέμβασης. Η ρεαλιστική αυτή αντιμετώπιση δεν εμπόδισε τους Άγγλους να συλλάβουν και να πραγματοποιήσουν τη μεγαλύτερη ίσως επιχείρηση ανάπλασης του αιώνα, αυτή της επανάκτησης των DOCKS. Στη Γερμανία, αν και πολύ αργότερα από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γίνεται φανερή η στροφή προς την επαναχρησιμοποίηση του κελύφους των ιστορικών πόλεων. Απέναντι στην αστική ανανέωση με «βαρειά» παρέμβαση μέσω σημαντικών κατεδαφίσεων, σήμερα προβάλλεται και εδώ μια πολιτική αναζωογόνησης των υποβαθμισμένων συνοικιών, η οποία βασίζεται στα «μικρά βήματα». Παρά την επιτυχία της επιχείρησης ανάπλασης της Διεθνούς Έκθεσης Αρχιτεκτονικής Δημόσιου Οργανισμού στο κέντρο του Βερολίνου, αυτή συνεχίστηκε από ιδιωτική επιχείρηση. Η συνεργασία των ιδιωτικών επενδυτών θεωρείται και στη Γερμανία ως η ενδεικνυόμενη λύση για τα προβλήματα της ανάπλασης, στο πλαίσιο βέβαια των στόχων της ανάπλασης. Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι έχει γίνει πια κοινή πεποίθηση ότι η ανάπλαση, ανεξάρτητα από τους στόχους της, δεν είναι δυνατόν να αναλαμβάνεται αποκλειστικά από το Δημόσιο, αλλά ένα μέρος των επιχειρήσεών της εκχωρείται στους δήμους, οι οποίοι συνεργάζονται με τον ιδιωτικό τομέα ή αναθέτουν σε αυτόν τα έργα. Το διάγραμμα που ακολουθεί δίνει μια εικόνα της διαχρονικής μεταβολής των βασικών χαρακτηριστικών των αναπλάσεων στον ευρωπαϊκό χώρο κατά τη μεταπολεμική περίοδο και προέρχεται από μια εισήγηση του Δ. Οικονόμου με τίτλο «Αστική Αναγέννηση και Πολεοδομικές Αναπλάσεις». Χαρακτηριστικάαναπλάσεων Χωρικήδιάστ Κέντρα πόλεων Περίοδος 1950 1960 1970 1980 1990 2000

αση Βιομηχανικές ζώνες Γειτονιές - περικεντρικές ζώνες (Κοινωνική) Κατοικία Περιεχόμενο Κοινωνικός εξοπλισμός Επιχειρηματικές δραστηριότητες Κεντρικό κράτος Βασικοίφορείς Τοπική αυτοδιοίκηση Ιδιωτικός τομέας Ισχυρή παρουσία Μειωμένη παρουσία Πηγή: Δ. Οικονόμου, «Αστική Αναγέννηση και Πολεοδομικές Αναπλάσεις», Τεχνικά Χρονικά, Μάιος Ιούνιος 2004) Πιν. 1 Μεταλλαγές των αναπλάσεων στον ευρωπαϊκό χώρο κατά τη μεταπολεμική περίοδο Συνοψίζοντας και όπως προκύπτει και από το διάγραμμα, στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο βασική προτεραιότητα στον υφιστάμενο αστικό χώρο ήταν η αντιμετώπιση των καταστροφών από τον πόλεμο και η ανασυγκρότηση του οικιστικού ιστού, ιδίως στις κεντρικές περιοχές, ενώ δεύτερη βασική προτεραιότητα ήταν οι μαζικές επεκτάσεις των πόλεων για να υποδεχθούν το πρώτο κύμα της μεταπολεμικής αστικοποίησης. Και οι δύο αυτές κατηγορίες παρεμβάσεων καθοδηγήθηκαν κυρίως από τις κεντρικές κυβερνήσεις. Από τα μέσα της δεκαετίας του 60 και μετά έχουμε την ύπαρξη παρεμβάσεων νέου τύπου με έμφαση στη βελτίωση και ανανέωση. Οι αναπλάσεις αυτής της εποχής εξακολούθησαν να δίνουν το κύριο βάρος στη «λειτουργικότητα», αλλά εμπλουτίστηκαν με νέα στοιχεία και άρχισαν να αντανακλούν περισσότερο τις κατά περιοχή ειδικές συνθήκες. Έτσι, κατά τη δεκαετία του 80, οι αναπλάσεις άρχισαν να αντιμετωπίζονται περισσότερο ως μεμονωμένες και αποσπασματικές παρεμβάσεις. Την ίδια περίοδο, η ιδέα ότι το κεντρικό κράτος όφειλε ή μπορούσε να καλύπτει το σύνολο των αναγκαίων πόρων για τις παρεμβάσεις άρχισε να υποχωρεί και αντίστοιχα να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στο ρόλο των συνεργασιών είτε με την τοπική αυτοδιοίκηση, είτε με τον ιδιωτικό τομέα.

6.2. Η ανάπλαση στην Ελλάδα Παραδείγματα αναπλάσεων στη Αθήνα Στην Ελλάδα, η ανάπλαση βρίσκεται ακόμα σε νηπιακό στάδιο και η έλλειψη εμπειρίας είναι προφανής. Εδώ δεν εμφανίζονται οι τρεις ιστορικές φάσεις των Ευρωπαϊκών χωρών, αφού πλην της περίπτωσης της Πλάκας, καμιά άλλη επιχείρηση σημαντικής κλίμακας δεν υπάρχει. Οι προσπάθειες του ΕΟΤ, στρεφόμενες μόνο στην αποκατάσταση μερικών κελυφών για τουριστική χρήση, απέχουν πολύ από τις αναπλάσεις που έχουν ως στόχο την επανακατάκτηση των τόπων από τους δικαιωματικούς χρήστες τους. Ισχνές προσπάθειες ανάπλασης με στόχο την εξυγίανση, ανακαίνιση κατοικίας εμφανίζονται από τη ΔΕΠΟΣ, η οποία όμως παρά τη θεσμική της κατοχύρωση και τους διατυπωμένους στόχους της δε μπόρεσε να επιτύχει άξια λόγου αποτελέσματα. (Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ. 1995). Η έννοια της ανάπλασης στην Αθήνα οριοθετείται γύρω στη δεκαετία του 80 παράλληλα με τη μετάθεση των κοινωνικών αιτημάτων προς την κατεύθυνση της περιβαλλοντικής αναβάθμισης. Τότε αρχίζει να διατυπώνεται και να διαπιστώνεται το πλαίσιο των προβλημάτων προς αντιμετώπιση, προβλήματα που συνηθίζεται να συνδέονται με ορισμένες κοινωνικοπολεοδομικές εκφάνσεις του σύγχρονου αστικού χώρου της πρωτεύουσας. Με αφετηρία αυτά τα κοινώς αποδεκτά προβλήματα αρχίζει να τίθεται και να εφαρμόζεται το πλαίσιο των μέτρων και των παρεμβάσεων που κρίνεται ως αναγκαίο για την αντιμετώπισή τους. Με άλλα λόγια δηλαδή, τις δύο τελευταίες δεκαετίες η πολιτική της αστικής αναβάθμισης θέτει συγκεκριμένες προτεραιότητες παρέμβασης, προτείνει ένα σύστημα ανίχνευσης, ιεράρχησης, αλληλεξάρτησης και επίλυσης κάποιων προβλημάτων και προωθεί ένα σύνολο μηχανισμών, προτύπων και ιδεολογημάτων σχετικών με την υπόθεση της αστικής αναβάθμισης (σε επίπεδο κοινωνικό, πολεοδομικό, θεσμικό, οικονομικό, πολιτιστικό, περιβαλλοντικό, κ.λ.π.) (Γ. Κ. Βαρελίδης, «Δυνατότητες Αναπλάσεων Οικιστικών Περιοχών στο Μητροπολιτικό Πεδίο της Πρωτεύουσας», Τεχνικά Χρονικά, Ιούλιος Αύγουστος 2003). Εξελισσόμενο ιστορικά, το θέμα των αναπλάσεων που αρχικά αφορούσε επανάχρηση ιστορικών κτιρίων και συγκροτημάτων, πέρασε στην προβληματική των χρήσεων των χώρων και στη συνέχεια προσπάθησε να αντιμετωπίσει το θέμα των χρηστών αφού συχνά παρουσιάστηκε το πρόβλημα μια ανάπλαση να έχει σαν αποτέλεσμα την εξαίρεση από το χώρο χρήσεων και χρηστών που αρχικά υπήρχαν. Μελέτες αναπλάσεων έχουν εκπονηθεί στα πλαίσια Ρυθμιστικών Σχεδίων και έχει ήδη εφαρμοστεί η ανάπλαση στην Πλάκα, όπου διαπιστώνεται ότι η αποτελεσματικότητα των αναπλάσεων στη χώρα μας δεν εμποδίζεται μόνο από την έλλειψη θεσμικού πλαισίου, μια και σε σχέση με αυτό η ανάπλαση της Πλάκας πέτυχε σε ικανοποιητικό βαθμό. Η κριτική στην προκειμένη περίπτωση αφορά την έλλειψη ευρύτερης ένταξης του προγράμματος σε ένα γενικότερο πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό της Αθήνας. Τα κυκλοφοριακά προβλήματα που δημιουργούνται στην περίμετρο της πεζοδρομημένης γειτονιάς οφείλονται στην έλλειψη εφαρμογής μιας συνολικής κυκλοφοριακής μελέτης και η ανεξέλεγκτη μετεγκατάσταση των οχλουσών χρήσεων σε

άλλες περιοχές του κέντρου οφείλεται επίσης στην έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής ενός Ρυθμιστικού Σχεδίου και ελέγχου χρήσεων στην πόλη της Αθήνας. Επίσης, επιχειρήθηκαν και υλοποιήθηκαν αναπλάσεις προσφυγικών περιοχών όπως η Ν. Φιλαδέλφεια, η Καισαριανή και ο Ταύρος, από τους ενδιαφερόμενους Δήμους και τη ΔΕΠΟΣ. Βασικός στόχος των προγραμμάτων αυτών υπήρξε η επανεγκατάσταση όλων των ιδιοκτητών στην ίδια περιοχή σε νέες κατοικίες με σαφώς βελτιωμένα πρότυπα, χωρίς να αντιμετωπιστεί όμως και το πρόβλημα ένταξης των ενοικιαστών στα προγράμματα αυτά. Το κυρίαρχο πρόβλημα αυτών των περιοχών είναι το ιδιόμορφο ιδιοκτησιακό καθεστώς (ανυπαρξία τίτλων κυριότητας, ύπαρξη πολλών κληρονόμων, κλπ.), καθώς και το γενικότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα που συναντάμε στον ελληνικό χώρο, των πολλών μικρών ιδιοκτησιών που προκαλεί δυσκολίες στην εφαρμογή των προγραμμάτων μια και δεν υπάρχουν ευέλικτες μορφές αντιμετώπισης μέσω της νομοθεσίας (Αστικός Κώδικας). Ο συνδυασμός των παραπάνω προβλημάτων, με το γεγονός ότι κατοικίες και οικόπεδα ανήκουν στους οικιστές, οδηγεί συχνά σε υιοθέτηση διαδικασιών άλλων από αυτών της απαλλοτρίωσης, εξίσου όμως προβληματικών ως προς την εφαρμογή τους όπως, για παράδειγμα, της σύστασης αναγκαστικού συνεταιρισμού (Δυνατότητες και προοπτικές των προγραμμάτων ανάπλασης Προτάσεις για ένα νέο οργανωτικό σχήμα, ΕΜΠ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Τομέας Πόλη & Κοινωνικές πρακτικές, Γενική Γραμματεία Έρευνας & Τεχνολογίας, Ελληνική Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης & Αυτοδιοίκηση, 1990). Τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική η ανάγκη για «ποιότητα ζωής» στα κέντρα των πόλεων που επιβάλλει την αναβάθμισή τους. Στην πόλη της Αθήνας, οι στόχοι αυτής της αναβάθμισης καθορίζονται από το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας (Ν. 1515/85), ακόλουθα δε εξειδικεύονται από το ΓΠΣ, και είναι συνοπτικά οι ακόλουθοι: 1 Έλεγχος των χρήσεων και της εγκατάστασης νέων κεντρικών λειτουργιών 2 Τόνωση και αναβάθμιση της κατοικίας 3 Κυκλοφοριακή οργάνωση αποσυμφόρηση 4 Ενοποίηση ιστορικών και αρχαιολογικών χώρων δημιουργία δικτύου χώρων πρασίνου και αναψυχής 5 Η αναβάθμιση των δυτικών περιοχών του κέντρου. Από το σχέδιο αυτό όμως δεν καθορίζεται (με εξειδικευμένες προτάσεις) ο ρόλος που θα παίξει οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά το κέντρο της Αθήνας στο συνολικό, αναπτυξιακό προγραμματισμό της μητροπολιτικής της περιοχής και της χώρας, όπως δεν προσδιορίζεται η σχέση μεταξύ του κέντρου αυτού και των κέντρων των υποπεριφερειών καθώς και η εξάρτησή του από τους άξονες, κατά μήκος των οποίων εγκαθίστανται όλο και περισσότερες κεντρικές λειτουργίες. Ο καθορισμός όμως του κέντρου της Αθήνας, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη χάραξη των στόχων της ανάπλασής του. Στη χώρα μας επομένως και συγκεκριμένα στην Αθήνα, η αναποτελεσματικότητα των αναπλάσεων δεν οφείλεται τόσο στην έλλειψη θεσμικού πλαισίου όσο στην έλλειψη ένταξης των προγραμμάτων σε ένα γενικότερο πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό της Αθήνας και στην έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής ενός Ρυθμιστικού σχεδίου και

ελέγχου χρήσεων γης στην ίδια την πρωτεύουσα. Οι μέχρι τώρα αναπλάσεις που υλοποιήθηκαν ή βρίσκονται ακόμη στα σχέδια, δεν προέκυψαν από ένα συνολικό πρόγραμμα ανάπλασης του κέντρου. Ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους και ορισμένες από αυτές αποσπασματικές. Δε θεωρήθηκαν ως μια ενότητα, ώστε να υπάρξει συσχετισμός των νέων χρήσεων που θα δημιουργούσαν τους πόλους έλξης για τους κατοίκους της Αθήνας και θα αναβάθμιζαν επομένως την ποιότητα ζωής. Η ευελιξία, η πολιτική μικρών βημάτων και μεμονωμένων παρεμβάσεων, η οποία εφαρμόζεται σήμερα στην Ευρώπη εντάσσονται σε γενικά κατευθυντήρια ρυθμιστικά σχέδια. Σήμερα οι μικρές ασήμαντες μεμονωμένες προσπάθειες ορισμένων δημοτικών επιχειρήσεων, δείχνουν μια προσγειωμένη πλέον και ρεαλιστική αντίληψη για τη δυνατότητα ανάπλασης στον ελληνικό χώρο. Η πολιτική των «Μικρών Βημάτων» των επικεντρωμένων στο συγκεκριμένο αντικείμενο, χωρίς να αγνοείται η ένταξη και προσαρμογή τους στο ευρύτερο περιβάλλον και η ευελιξία των μηχανισμών αρχίζουν και στη χώρα μας να υιοθετούνται ως τα καταλληλότερα μέσα για ανάπλαση. Το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στο δημόσιο χώρο όπου εφαρμόζονται ήπιας μορφής αναβαθμίσεις, όπως π.χ. το πρόγραμμα ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας (εικ. 6,7). Η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στο πρόγραμμα ανάπλασης με δημιουργία κινήτρων, ίσως διεύρυνε την κλίμακα των επιχειρήσεων και την αποτελεσματικότητά τους. Η συγκρότηση μικτών φορέων, Τοπικών Αυτοδιοικήσεων, συνεταιριστικών εταιριών και ιδιωτικών, επιτρέπει ουσιαστική συμμετοχή και στο οικονομικό μέρος, γεγονός που εξασφαλίζει και τον κοινωνικό έλεγχο και την ευκολότερη χρηματοδότηση.

Εικ. 4 Οι περιοχές του Δήμου Αθηναίων για τις οποίες εκπονήθηκαν Μελέτες Πολεοδομικής Αναβάθμισης

Εικ. 5 Προσφυγικές πολυκατοικίες Δήμου Ταύρου. Σχέδιο του οικοδομικού τετραγώνου πριν και μετά την ανάπλαση από τη ΔΕΠΟΣ.

Εικ. 6,7 Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας

Εικ. 8 Τμήμα της περιοχής του ελαιώνα όπως είναι σήμερα Εικ. 9 Πρόταση της μελέτης για δημιουργία χώρων πρασίνου

7. Η ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΕΙΦΟΡΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Είναι γεγονός ότι οι πόλεις αντιμετωπίζουν σήμερα μια σειρά από νέες προκλήσεις, αλλά και νέες ευκαιρίες, οι οποίες προέρχονται από ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, το οποίο χρειάζεται να κατανοήσουν προκειμένου να τις αντιμετωπίσουν και να τις εκμεταλλευτούν με τον καλύτερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο, έτσι ώστε να συμβάλλουν στην αναβάθμισή τους και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων τους. Το κείμενο που ακολουθεί έχει ως αφετηρία το βιβλίο «Αειφόρος Ανάπτυξη των Πόλεων στην Ευρώπη και στην Ελλάδα» που επιμελήθηκε ο Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΜΠ, Μ. Αγγελίδης. Από τα τέλη της δεκαετίας του 80 και στις αρχές της δεκαετίας του 90, ξεκίνησαν οι πρώτες προσπάθειες για την αξιολόγηση των προβλημάτων των πόλεων και άρχισαν να διατυπώνονται ιδέες και προτάσεις πολιτικής για τα θέματα της αειφόρου ανάπτυξης των πόλεων ενώ ταυτόχρονα γίνεται επανεκτίμηση του ρόλου των μητροπόλεων ως τόπων χωροθέτησης οικονομικών δραστηριοτήτων αιχμής και ως προϋποθέσεων της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πολλές ευρωπαϊκές πόλεις προχώρησαν τότε σε νέας μορφής αναπλάσεις, κυκλοφοριακές εξυγιάνσεις κλπ. ή έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στα δίκτυα «πρασίνου ελεύθερων χώρων», στην «οικολογική διάσταση» των αστικών πολιτικών χρηματοδοτώντας, τις περισσότερες φορές, τις αντίστοιχες παρεμβάσεις με δικούς τους πόρους και ενίοτε με Κοινοτικούς πόρους. Διαμορφώθηκε, επομένως μια δέσμη ιδεών «νέου τύπου αστικής παρέμβασης», πιο κοντινής στις κατευθύνσεις της αειφόρου ανάπτυξης. Παρακάτω, παρατίθενται κάποιες κατευθύνσεις πολιτικής και δράσης που προέρχονται κατά βάση από την Έκθεση εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την «αειφόρο ανάπτυξη των πόλεων» (1996). Σύμφωνα με αυτές τις συστάσεις, η αστική ανάπλαση πρέπει να χρησιμοποιείται για την επίτευξη των στόχων της αειφόρου ανάπτυξης σε ποικίλες κατευθύνσεις. Ενδεικτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί προκειμένου: 1 Να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή με τη συμμετοχή στη διαδικασία ανάπλασης ατόμων που κατοικούν σε υποβαθμισμένες περιοχές. 2 Να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση των οικολογικών δεσμών και η ενίσχυση και η διατήρηση των οικολογικών αξιών, ως μέρους ενός ολοκληρωμένου συστήματος 3 Να βελτιωθεί η δυνατότητα πρόσβασης σε υπάρχουσες περιοχές. Προκειμένου να δοθούν ευκαιρίες για πλέον αειφόρους μορφές μεταφοράς, μπορεί ειδικότερα, να προβλεφθεί η κατασκευή νέων υποδομών όπως είναι οι πεζόδρομοι και οι

αυτοκινητόδρομοι, ενώ πρέπει να ενθαρρυνθεί η βελτίωση των δημόσιων μεταφορικών μέσων. Ενδεικτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η αστική ανάπλαση εκτάσεων που βρίσκονται κοντά σε σιδηροδρομικούς σταθμούς για υψηλής πυκνότητας ανάπτυξη, η οποία συγκεντρώνει πολλές δραστηριότητες. 4 Να αναδειχθεί η αστική πολιτιστική κληρονομιά. 5 Να αναβαθμιστούν και να αξιοποιηθούν στην κατεύθυνση της αειφορίας οι αχρηστεμένες, εγκαταλελειμμένες ή μολυσμένες εκτάσεις. Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι η ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος έχει αναδειχθεί σε θέμα πρώτης προτεραιότητας στις πολιτικές για τις πόλεις. Σε σχέση με τον πολεοδομικό σχεδιασμό δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ανάδειξη / προστασία των φυσικών και πολιτιστικών πόρων, τη βελτίωση των υποδομών και την ενίσχυση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς καθώς επίσης την ευαισθητοποίηση των ανθρώπων για τα περιβαλλοντικά θέματα μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες στα προγράμματα ανάπλασης. Το περιβάλλον δεν πρέπει να θεωρείται πλέον μόνο χώρος για οικιστική ανάπτυξη αλλά ως ουσιαστικός παράγοντας για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη του αστικού χώρου και την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής. Η αναζήτηση της αειφόρου ανάπτυξης, δηλαδή της εξισορρόπησης των κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών στόχων είναι συνάρτηση των ιδιαιτεροτήτων της κάθε πόλης και επομένως μπορεί να διαφέρει από τόπο σε τόπο.

8. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Στο τελευταίο αυτό κεφάλαιο διατυπώνονται κάποια συμπεράσματα που προκύπτουν από το σύνολο της εργασίας αυτής σε σχέση με τις αστικές αναπλάσεις. Κάποια από αυτά είναι απλές διαπιστώσεις από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν και κάποια άλλα προκύπτουν από βαθύτερο προβληματισμό και ίσως απαιτούν περαιτέρω έρευνα. Τα προβλήματα υποβάθμισης αστικών περιοχών, όπως και οι απαιτούμενοι τύποι αναπλάσεων, διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα και εξαρτώνται από τα ιδιαίτερα κοινωνικά και οικιστικά χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής. Επομένως, τα προγράμματα ανάπλασης θα πρέπει να θέτουν και κοινωνικούς κυρίως στόχους όπως κοινωνική στήριξη των αποκλεισμένων κοινωνικών ομάδων, ενίσχυση της απασχόλησης, εξασφάλιση τεχνικής και κοινωνικής υποδομής κ.ά. Η ανάπλαση μιας περιοχής έχει πολύπλευρους στόχους και κατευθύνσεις που αφορούν τόσο στην αξιοποίηση του ίδιου του χώρου, στην επαναξιολόγηση των κελυφών και των χρήσεών τους αλλά και στην προσφορά υψηλής αισθητικής στάθμης περιβάλλοντος στους χρήστες. Συχνά, παρουσιάστηκε το πρόβλημα μια ανάπλαση να έχει σαν αποτέλεσμα την εξαίρεση από το χώρο χρήσεων και χρηστών που αρχικά υπήρχαν. Τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα κάθε περιοχής (ενδογενείς τάσεις) έχουν τη δυνατότητα να μετατραπούν σε ευκαιρίες και απειλές - ή και αντίστροφα. Στόχος κάθε ανάπλασης θα πρέπει να είναι να μετατρέψει τόσο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα όσο και τα μειονεκτήματα κάθε περιοχής ανάπλασης σε ευκαιρίες, αξιοποιώντας τα ορθά και λαμβάνοντας πάντα υπόψη την αλληλεπίδρασή τους με εξωγενείς τάσεις. Ως προς τις διαδικασίες εφαρμογής των προγραμμάτων ανάπλασης στην Ελλάδα, έχουμε να διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν βασικά προβλήματα. Ένα από αυτά είναι η ανεπάρκεια και δυσκολία εφαρμογής πολεοδομικών μηχανισμών και θεσμικών εργαλείων. Ειδικότερα, δεν έχει διαμορφωθεί επαρκώς το θεσμικό καθεστώς που να διευκολύνει τη χρησιμοποίηση της γης για τις αναπλάσεις και τη συμμετοχή των κατοίκων στην

ανάπλαση μέσω συνεταιρισμών κλπ. Ωστόσο, στην Αθήνα, η αναποτελεσματικότητα των αναπλάσεων δεν οφείλεται τόσο στην έλλειψη θεσμικού πλαισίου όσο στην έλλειψη ένταξης των προγραμμάτων σε ένα γενικότερο πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό της Αθήνας και στην έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής ενός Ρυθμιστικού σχεδίου και ελέγχου χρήσεων γης στην ίδια την πρωτεύουσα. Οι ριζικές αναπλάσεις συναντούν τις μεγαλύτερες δυσκολίες στο ιδιοκτησιακό καθεστώς που διέπει την περιοχή και προϋποθέτει εφαρμογή συστημάτων αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, αστικού αναδασμού, μεταφοράς συντελεστή δόμησης κ.ά. Αυτό και μόνο καθιστά σχεδόν αδύνατη την εφαρμογή τους στη χώρα μας καθώς πέρα από το ιδιόμορφο ιδιοκτησιακό καθεστώς (ανυπαρξία τίτλων κυριότητας, ύπαρξη πολλών κληρονόμων, κλπ.), υπάρχει και το γενικότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα που συναντάμε στον ελληνικό χώρο, των πολλών μικρών ιδιοκτησιών, το οποίο προκαλεί δυσκολίες στην εφαρμογή των προγραμμάτων μια και δεν υπάρχουν ευέλικτες μορφές αντιμετώπισης μέσω της νομοθεσίας (Αστικός Κώδικας) Το πιο καίριο ίσως πρόβλημα κατά την εφαρμογή των προγραμμάτων ανάπλασης στην Ελλάδα είναι η έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης καθώς δεν υπάρχουν οι φορείς οι οποίοι θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση των αναπλάσεων με ευνοϊκούς όρους. Απαιτείται η ουσιαστική συμμετοχή της Αυτοδιοίκησης καθώς και ιδιωτικών φορέων που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην υλοποίηση των αναπλάσεων. Ως προς τους φορείς ανάπλασης και τη συμμετοχή των κατοίκων διαπιστώσαμε ότι στις ευρωπαϊκές χώρες έχει διαμορφωθεί ένα ευρύ φάσμα σύνθεσης των φορέων που σχεδιάζουν επιβλέπουν και υλοποιούν τις αναπλάσεις. Επομένως, σημαντικό ρόλο θα παίξει και στη χώρα μας η κατάλληλη ενημέρωση των πολιτών προκειμένου να πάρουν μέρος στην ανάπτυξη πρωτοβουλιών προς τη σωστή κατεύθυνση και να συμμετέχουν ουσιαστικά στην υλοποίηση των αναπλάσεων που αποσκοπούν στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής τους.