ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΛΙΒΑΔΟΠΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ- ΙΧΘΥΟΠΟΝΙΑΣ ΓΛΥΚΕΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ Μεταπτυχιακή διατριβή «Απόκριση των λιβαδικών φυτών σε σχέση με το μέγεθος και την ημερομηνία σποράς» ΚΕΪΣΟΓΛΟΥ ΙΩΑΝΝΑ Α.Μ 488 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 217
Ευχαριστίες Περιεχόμενα 1. Θέση προβλήματος... 4 2. Ανασκόπηση βιβλιογραφίας... 6 2.1 Λιβαδικά φυτά και αναπαραγωγή... 6 2.2 Επίδραση του μεγέθους του σπόρου...... 8 2.3 Θέση στη ταξιανθία..9 2.4 Φύτρωση των σπόρων.....9 2.5 Παράγοντες που επηρεάζουν τη φύτρωση..1 2.6. Αλλομετρικοί παράμετροι..12 2.6.1 Φυλλική επιφάνεια..13 2.6.2 Δείκτης φυλλική επιφάνειας (LAI)....13 2.6.3 Ειδική φυλλική επιφάνεια (SLA).. 14 2.6.4 Ειδικό φυλλικό βάρος (SLW). 14 2.6.5 Καθαρός ρυθμός αφομοίωσης (NAR)....15 2.7 Το γένος Aegilops....15 3. Σκοπός της εργασίας..17 4. Υλικά και Μέθοδοι... 18 4.1 Περιοχή έρευνας... 18 4.2 Έδαφος και κλίμα... 18 4.3 Βλάστηση.. 21 5.Σχεδιασμός πειράματος.. 22 5.1 Μετρήσεις...23 5.2 Υπολογισμός αλλομετρικών παραμάτρων.. 24 5.3 Στατιστική ανάλυση.. 26 6. Αποτελέσματα Συζήτηση..... 27 7. Συμπεράσματα.. 7 8. Περίληψη- Abstract.71 8. Βιβλιογραφία..73 2
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στην Τράπεζα Γενετικού Υλικού Θεσσαλονίκης που μας παραχώρησε το γενετικό υλικό του είδους Aegilops triuncialis για την πραγματοποίηση της μεταπτυχιακής διατριβής. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω την κ. Μαρία Καρατάσιου Αναπλ. Καθηγήτρια η οποία με βοήθησε από την αρχή μέχρι το τέλος στην ολοκλήρωση της μεταπτυχιακής μου διατριβής με τις πολύτιμες συμβουλές της και τα υπόλοιπα μέλη της εξεταστικής επιτροπής την κ. Ζωή Παρίση Αναπλ. Καθηγήτρια και την κ. Ελένη Αβραάμ για τις διορθώσεις και παρατηρήσείς τους. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένεια μου η οποία ήταν καθ όλη την διάρκεια του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών μου δίπλα μου με στήριζε και με ενθάρρυνε ψυχολογικά. 3
1. Θέση του προβλήματος Η περιοχή της Μεσογείου βρίσκεται σε μια μεταβατική ζώνη μεταξύ του ξηρού κλίματος της Βόρειας Αφρικής και του εύκρατου και βροχερού κλίματος της Κεντρικής Ευρώπης. Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών αλλά και με σχετικά μικρές τροποποιήσεις όπως οι μετατοπίσεις στη θέση των καταιγίδων μεσαίου γεωγραφικού πλάτους ή των υποτροπικών κυψελών υψηλής πίεσης, μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές αλλαγές στο μεσογειακό κλίμα (Giorgi and Lionello, 28). Η περιοχή της Μεσογείου έχει δεχθεί μεγάλες κλιματικές αλλαγές στο παρελθόν (Luterbacher et al., 26) και δυνητικά θεωρείται ευάλωτη περιοχή σε κλιματικές αλλαγές όπως προκαλείται, για παράδειγμα, από την αύξηση των συγκεντρώσεων αερίων θερμοκηπίου (π.χ., Lionello et al., 26a, Ulbrich et al., 26).. Το κλίμα κατά τη διάρκεια του χειμώνα κυριαρχείται κυρίως από τη δυτική κίνηση καταιγίδων που προέρχονται από τον Ατλαντικό και προσκρούουν στις δυτικές ευρωπαϊκές ακτές. Το κλίμα της Μεσογείου, και κυρίως η βροχόπτωση, επηρεάζεται από τη βορειοατλαντική ταλάντωση στις δυτικές περιοχές της (π.χ. Hurrell 1995), στον Ανατολικό Ατλαντικό και σε άλλα πρότυπα στις βόρειες και ανατολικές περιοχές (Trigo κ.ά.., 26). Εκτός από τις καταιγίδες του Ατλαντικού, οι μεσογειακές καταιγίδες μπορούν να παραχθούν εσωτερικά στην περιοχή, σε αντιστοιχία με τις κυκλoγενετικές περιοχές όπως η λουρίδα των Άλπεων, ο κόλπος της Λυών και ο κόλπος της Γένοβας (Lionello et al., 26b). Η σύνθετη τοπογραφία, η ακτογραμμή και η κάλυψη της βλάστησης της περιοχής είναι γνωστό ότι διαμορφώνουν το σήμα περιφερειακού κλίματος σε μικρές χωρικές κλίμακες (π.χ. Lionello et al., 26a).Η παγκόσμια κλιματική αλλαγή είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα του πλανήτη για την ανάπτυξη και επιβίωση των φυτών λόγω των σημαντικών αλλαγών που προκαλούνται στη θερμοκρασία, τα κατακρημνίσματα κ.α. Η ανάπτυξη των φυτών εξαρτάται άμεσα από τις συνθήκες του περιβάλλοντος για αυτό τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον για την ανταπόκριση των φυτών σε αβιοτικούς παράγοντες καθώς και 4
στη δημιουργία γενοτύπων ανθεκτικών σε συνθήκες αβιοτικής και βιοτικής καταπόνησης. Συνεπώς η ανταπόκριση των φυτών σε διάφορες περιβαλλοντικές συνθήκες είναι σημαντική. Στα πλαίσια της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής μελετήθηκε η ικανότητα του είδους Aegilops triuncialis να προσαρμόζεται σε διάφορες περιβαλλοντικές συνθήκες. 5
2. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 2.1 Λιβαδικά φυτά και αναπαραγωγή Τα λιβάδια είναι εκτάσεις οι οποίες καλύπτονται από ποώδη ή θαμνώδη βλάστηση και κατά κύριο λόγο παράγουν βοσκήσιμη ύλη για τα αγροτικά και άγρια ζώα. Η χλωρίδα των λιβαδιών είναι γενικά πλούσια σε φυτικά είδη. Τα λιβαδικά φυτά χωρίζονται σε δύο κύριες κατηγορίες, ποώδη και ξυλώδη. Τα ποώδη μπορεί να είναι μονοετή, διετή ή πολυετή ενώ τα ξυλώδη είναι πολυετή. Στα ποώδη είδη ανήκουν τα αγρωστώδη και οι πλατύφυλλες πόες ενώ στα ξυλώδη ανήκουν οι θάμνοι, τα δέντρα και τα φρύγανα. - Λιβαδικά φυτά - Ποώδη ( αγροστώδη, πλατύφυλλες πόες) - Μονοετή - Διετή - Πολυετή - Ξυλώδη ( θάμνοι, δέντρα, φρύγανα) - Πολυετή Η αναπαραγωγή των λιβαδικών φυτών μπορεί να πραγματοποιηθεί με δύο τρόπους: 1) Ο πρώτος είναι ο εγγενής πολλαπλασιασμός ο οποίος γίνεται από τους σπόρους του φυτού. Οι σπόροι προέρχονται από υγιή και εύρωστα φυτά κατά την περίοδο της ανθοφορίας. Ο επιτυχής πολλαπλασιασμός με σπόρους καθορίζεται από τη ζωτικότητα του σπόρου η οποία με τη σειρά της καθορίζεται από την ηλικία του. Η απόκτηση νέων φυτών προέρχεται από κυτταροδιαίρεση και ανάπτυξη ενός αρχικού κυττάρου, του ζυγωτού, το οποίο σχηματίζεται μέσω συνένωσης δύο κυττάρων διαφορετικού γένους, ενός θηλυκού (ωάριο) και ενός αρσενικού (σπέρμιο) ( Μερέτη, 1999). Τα φυτά στα οποία πραγματοποιείται ο πολλαπλασιασμός με σπόρους είναι: α) φυτά που μεταδίδουν πιστά 6
τους χαρακτήρες της ποικιλίας στους απογόνους τους, β) φυτά που είναι δύσκολο να πολλαπλασιαστούν με άλλο τρόπο, γ) επιθυμητές ποικιλίες φυτών οι οποίες χαρακτηρίζονται για τη ζωηρή ανάπτυξη, το πλούσιο ριζικό σύστημα και την αντοχή σε δυσμενείς καιρικές και εδαφικές συνθήκες, και δ) φυτά που φυτεύονται για την απόκτηση νέων ποικιλιών, κατόπιν διασταυρώσεων μητρικών ποικιλιών. Στη φύση, για να αυξήσουν τις πιθανότητες διαιώνισης του είδους, τα φυτά έχουν αναπτύξει διάφορους μηχανισμούς κατάλληλους για τη διασπορά των σπόρων. Η μεταφορά των σπόρων μπορεί να πραγματοποιηθεί (Μποζαμπαλιδης, 24): o με εκτόξευση o με τον άνεμο o με το νερό o με τα ζώα 2) Ο δεύτερος είναι ο αγενής πολλαπλασιασμός ο οποίος γίνεται με παραβλαστήματα, μοσχεύματα ή καταβολάδες. Με αγενή πολλαπλασιασμό πολλαπλασιάζονται κυρίως τα πολυετή φυτά που είναι ετεροζυγωτά. Η αναπαραγωγή μπορεί να προκύψει από τμήματα κλαδιών, φύλλων, ριζών καθώς επίσης και με εμβολιασμό ή ενοφθαλμισμό ή από ένα απλό σωματικό κύτταρο. Φυτά που προέρχονται από το βλαστικό πολλαπλασιασμό έχουν τον ίδιο γενότυπο μεταξύ τους αλλά και με το μητρικό φυτό. Οι μέθοδοι του βλαστικού πολλαπλασιασμού είναι: - Εμβολιασμός - Πολλαπλασιασμός με καταβολάδες - Πολλαπλασιασμός με μοσχεύματα - Πολλαπλασιασμός με φυλλομοσχεύματα - Πολλαπλασιασμός με ριζομοσχεύματα (Πανέτσος, 1986) 7
2. 2 Επίδραση του μεγέθους σπόρου Τα φυτά αντιμετωπίζουν διάφορους κινδύνους κατά την εγκατάστασή τους. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι το μέγεθος του σπόρου εντός των ειδών (Dolan 1984, Moegenburg 1996) και μεταξύ των ειδών (Stebbins 1976, Cornelissen 1999) συνδέεται με το μέγεθος του φυτού. Επίσης, το μέγεθος του σπόρου καθορίζει την επιβίωση του φυτού εντός των ειδών (Stanton 1984, Wod and Morris 199) και μεταξύ των ειδών (Marshall 1986, Geen and Johnoson 1998). Γενικά οι μεγαλύτεροι σπόροι ευνοούν την επιβίωση του φυτού από ότι οι μικρότεροι σπόροι. Τα πλεονεκτήματα των μεγάλων σπόρων είναι περισσότερα από συγκεκριμένους κινδύνους που επηρεάζουν την ανάπτυξη των φυτών. Πειράματα για τον ανταγωνισμό μεταξύ φυτικών ειδών διαφορετικά μεγέθη σπόρων (μεγάλων, μικρών)έχουν δείξει ότι στα είδη με μικρούς σπόρους η εγκατάστασή τους δεν ήταν εύκολη κάτω από κλειστά συστήματα σε διάφορα περιβάλλοντα (Goss and Werner 1982, Ryser 1993). Επίσης, επηρεάζονται περισσότερο από τη διαταραχή ενός οικοτόπου (Burke and Gime 1996, Eriksson 1997). Επιπροσθέτως, τα είδη που προέρχονται από μικρούς σπόρους υποφέρουν περισσότερο κάτω από συνθήκες σκίασης (Gime and Jeffrey 1965, Hutchinson 1967). Όσον αφορά την υγρασία του εδάφους, υπάρχουν διαφορετικά αποτελέσματα ερευνών. Σύμφωνα με το Wulff (1986), είδη με μεγαλύτερους σπόρους είχαν καλύτερη επιβίωση σε συνθήκες ξηρασίας, ενώ αντίθετα ο Hedrix et al (1982) έδειξε το αντίθετο. Σε σχέση με τα θρεπτικά στοιχεία του εδάφους αποδείχθηκε ότι ορισμένα είδη είχαν καλύτερη επιβίωση σε εδάφη με λίγα θρεπτικά στοιχεία (Kranitz et al 1991, Jurando and Westoby 1992) ενώ σε ορισμένα, δεν επηρεάστηκε η επιβίωση τους από το μέγεθος των σπόρων (Stock et al 199). Τέλος, σε διάφορα πειράματα που έγιναν σε διαφορετικά είδη και οικοτόπους έδειξαν ότι τα είδη με μεγαλύτερους σπόρους μπορούν να βλαστάνουν σε μεγαλύτερα βάθη (Maun and Lapiere 1986, Gulmon et al 1992, Jurik et al 1994). 8
2.3 Θέση στην ταξιανθία Η θέση του σπόρου στην ταξιανθία στο μητρικό φυτό μπορεί να επηρεάσει το χρώμα των σπόρων, το μέγεθος και - σε πολλά είδη - τη βλάστηση των φυτών. Σύμφωνα με τον Hannan (198), οι σπόροι που προέρχονται από τα καρπόφυλλα είναι πιο αδρανείς από τους σπόρους που σχηματίζονται στον κεντρικό θάλαμο του φυτού. Επίσης, σε ορισμένα είδη, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των σπόρων από διαφορετικές κάψουλες στο ίδιο φυτό, όπως για παράδειγμα στο αφρικανικό είδος Glottiphyllum linguiforme το οποίο διαθέτει δύο κάψουλες σπόρων, την κεντρική και τη περιφερειακή, με διαφορετικό αριθμό και μέγεθος σπόρων. Σε άλλα είδη, όπως η Neotorularia torulosa αναπτύσσονται δύο τύποι λοβών : α) ο κίτρινος λοβός στο επάνω μέρος της ταξιανθίας που είναι λιγότερο ξυλώδης και β) ο καφέ λοβός που αναπτύσσεται στο κάτω μέρος της ταξιανθίας. Οι πρώτοι διασπείρονται πιο εύκολα με τον αέρα και βλαστάνουν ταχύτερα ενώ οι άλλοι διασπείρονται μόνο μετά από περίοδο βροχής και βλαστάνουν εμφανώς πιο αργά (Gutterman,1998b). 2.4 Φύτρωση των σπόρων Κατά τη φύτρωση των σπόρων, το νερό διαπερνάει το περίβλημα του σπέρματος και αρχίζει μια έντονη φυσική διεργασία απορρόφησης νερού, η οποία προκαλεί διόγκωση των ιστών του από 25% μέχρι 2%. Η φύτρωση των σπόρων πραγματοποιείται σε τρία στάδια: α) στο πρώτο στάδιο βλάστησης των σπερμάτων, όπου παρατηρείται έντονη πρόσληψη νερού, β) στο δεύτερο στάδιο λόγω πρόσκαιρης μείωσης του οσμωτικού δυναμικού των σπόρων, ο ρυθμός πρόσληψης του νερού παραμένει σταθερός ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται ενεργοποίηση των ενζυμικών μηχανισμών και τέλος, γ) στο τρίτο στάδιο αρχίζει η επιμήκυνση του εμβρύου, γεγονός που απαιτεί τη διάσπαση των διάφορων αποταμιευμένων ουσιών σε απλούστερες μορφές, ώστε να δομηθούν τα επιμέρους συστατικά των νέων κυττάρων και αφ ετέρου παρατηρείται αυξημένος ρυθμός πρόσληψης νερού προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες του επιμηκυνόμενου εμβρύου (Καραταγλής, 1994). 9
2.5 Παράγοντες που επηρεάζουν τη φύτρωση Η βλάστηση των σπόρων αποτελεί ένα κρίσιμο σημείο για την εγκατάσταση των φυταρίων και κατ επέκταση την υγεία, την ευρωστία, την αύξηση και εγκατάσταση των νέων φυτών. Η φύτρωση των σπόρων επηρεάζεται από παράγοντες όπως: 1) Υδατική καταπόνηση Η φύτρωση των σπόρων επηρεάζεται από τη διαθέσιμη ποσότητα νερού. Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια νερού προκαλεί προβλήματα στη φύτρωση των σπόρων. Το ποσοστό της υγρασίας, που απαιτείται για την έναρξη της φύτρωσης, εξαρτάται από το είδος, αλλά και μέσα στο ίδιο είδος παρατηρούνται διαφορές μεταξύ των σπόρων. Έχει υπολογιστεί ότι το ποσοστό υγρασίας για να φυτρώσουν οι σπόροι κυμαίνεται μεταξύ 4-8% στα περισσότερα είδη (Αλήμπαση κ.α 211). Οι επιπτώσεις της υδατικής καταπόνησης στην παραγωγικότητα και στην επιβίωση των σπόρων είναι πολυσύνθετες και διαφέρουν ανάλογα με την ένταση και τη διάρκεια της καταπόνησης (Chaves and Oliveira 24, Lizara et al 26, Fan et al 29). Η ικανότητα των σπόρων να βλαστάνουν κάτω από συνθήκες υδατικής καταπόνησης μπορεί να επιφέρει ορισμένα οικολογικά πλεονεκτήματα για τους ίδιους τους σπόρους όπως την εγκατάσταση τους σε πιο ξηρικές περιοχές. 2) Αλατότητα Η αλατότητα των εδαφών μπορεί να προκαλέσει αρνητικές επιδράσεις στην φύτρωση των σπόρων (Yakgmur et al 27) προκαλώντας ταυτόχρονα οσμωτική και ιοντική καταπόνηση (Ueda et al 23). Η ιοντική καταπόνηση προκαλείται μέσω τοξικής συσσώρευσης του NaCl στους φυτικούς ιστούς. Τα ποσοστά βλάστησης μειώνονται καθώς υπάρχει αύξηση των συγκεντρώσεων NaCl (Murillo Amador et al 22). Ο σχηματισμός των ριζικών τριχιδίων επίσης μειώνεται με την αυξημένη συγκέντρωση διαλυτών στο μέσο της βλάστησης. Τα ριζικά τριχίδια είναι κρίσιμης σημασίας για την απορρόφηση θρεπτικών στοιχείων από την εδαφική ριζόσφαιρα και πιθανή μείωση της πυκνότητάς τους αναστέλλει την ορθή εγκατάσταση των φυταρίων. Η αλατότητα του εδάφους μπορεί να επηρεάσει τη βλαστικότητα των σπόρων με δύο τρόπους : α) με τη δημιουργία ενός οσμωτικού δυναμικού που αποτρέπει την απορρόφηση νερού και β) με τη 1
δημιουργία συνθηκών που ευνοούν την είσοδο των ιόντων τα οποία μπορεί να είναι τοξικά για το σπόρο ή την ανάπτυξη των φυτών. Ενώ οι σπόροι των αλοφύτων προσαρμόζονται σε περιβάλλον αλατότητας, εκείνοι των μη αλοφύτων έχουν μεταβλητά όρια αντοχής στην αλατότητα όσον αφορά τη βλάστηση. Ο βαθμός ευαισθησίας στα άλατα μπορεί να είναι μεγαλύτερος κατά τη βλάστηση παρά κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης των φυτών. Οι σπόροι μπορούν να βλαστήσουν μόνο όταν η περιεκτικότητα σε άλατα του ενδιαιτήματός τους φθάνει σε χαμηλό επίπεδο, ανεξάρτητα αν οι σπόροι έχουν μεγάλη αντοχή στην αλατότητα (Μπόκας, 216). 3) Θερμοκρασία Η φύτρωση των σπόρων επηρεάζεται από τη θερμοκρασία και έχει παρατηρηθεί αύξηση του ποσοστού φυτρωτικότητας με την αύξηση της θερμοκρασίας μέχρις ενός ορίου ανάλογα με το είδος που μελετάται. Υπάρχει ένα ελάχιστο και ένα μέγιστο θερμοκρασίας για τη φύτρωση των σπόρων των διαφόρων ειδών ανάλογα με το φωτοσυνθετικό μονοπάτι που ακολουθούν C 3, C 4 και CAM. Στα C 3 είδη η φύτρωση πραγματοποιείται όταν η θερμοκρασία κυμαίνεται από 15 έως 3 o C, στα C 4 είδη από 3-45 o C και στα CAM από 3-35 o C (Loomis and Conner, 1992). Από έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί έχει βρεθεί ότι οι υψηλές θερμοκρασίες επιδρούν αρνητικά στη φύτρωση των σπόρων με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις οι σπόροι να μην μπορούν να επιβιώσουν. 4) Οξυγόνο Το οξυγόνο είναι απαραίτητο για τη φύτρωση των σπόρων. Οι σπόροι, κατά τη διαδικασία της φύτρωσής τους προσλαμβάνουν οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Επομένως, η ποσότητα του οξυγόνου στο άμεσο περιβάλλον επηρεάζει θετικά ή αρνητικά την βλάστηση των σπερμάτων (Καραταγλής, 1999). Εκτός από τους αβιοτικούς παράγοντες, όπως το φως, το νερό και το οξυγόνο, καθοριστικός παράγοντας είναι και το μέγεθος των σπόρων. Τα μεγαλύτερα σπέρματα παράγουν σποριόφυτα που εμφανίζονται πιο γρήγορα, είναι μεγαλύτερα και έχουν καλύτερη πρόσβαση σε πηγές θρεπτικών συστατικών (Τεκέογλου, 211). Οι σπόροι μεγάλης καλλιέργειας με άφθονες αποθησαυριστικές ουσίες μπορούν να φυτευτούν βαθιά στο έδαφος όπου η 11
υγρασία είναι διαθέσιμη. Αντιθέτως, οι μικρότεροι σπόροι μειονεκτούν διότι μπορούν να φυτρώσουν μόνο επιφανειακά όπου η υγρασία ενδέχεται να είναι περιορισμένη. Επομένως οι μεγαλύτεροι σπόροι ίσως να επιβιώνουν καλύτερα σε ξηρά εδάφη γιατί μπορούν να είναι πιο ανταγωνιστικοί σε μεγαλύτερα βάθη (Μπόκας, 216). Στην πληθυσμιακή οικολογία, ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπάρχει τις τελευταίες δεκαετίες στην ανάπτυξη και επιβίωση των φυτών και πως αυτή επηρεάζεται από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες αλλά και τη γενετική συγκρότηση του ίδιου του φυτού. 2.6 Αλλομετρικοί παράμετροι 2.6.1 Φυλλική επιφάνεια Η φυλλική επιφάνεια (LA) είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό για την εκτίμηση της ανάπτυξης των φυτών μέσω της επίπτωσής της στη φυσιολογία των σπόρων (Ramesch και Singh,1989, Portela, 1999, Bhatt και Chanda, 23). Χρησιμοποιείται ως μεταβλητή σε μοντέλα φωτοσύνθεσης, σε αξιολόγηση των συστημάτων εκπαίδευσης και σε πρακτικές κλαδέματος ( Guttierrez and Lavin, 2). Σε ορισμένες καλλιέργειες όπως στην κερασιά, η φυλλική επιφάνεια είτε εκφράζεται ανά δέντρο είτε ως δείκτης φυλλικής επιφάνειας (LAI), είναι μια χρονοβόρα διαδικασία (Portela, 1999) και απαιτεί εξελιγμένα ηλεκτρικά μέσα (Bhatt and Chanda, 23). Επιπλέον, καταστρεπτικές μέθοδοι μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα σε ορισμένες έρευνες (Chirinos et al., 1997). Ως εκ τούτου, εναλλακτικές για την εκτίμηση της φυλλικής επιφάνειας μπορούν να παραχθούν με μη καταστρεπτικές μεθόδους (Gutierrez and Lavín, 2). Για παράδειγμα, μια γρήγορη και μη καταστρεπτική μέθοδος για την εκτίμηση της φυλλικής επιφάνειας είναι η χρήση της εξίσωσης που χρησιμοποιεί τις διαστάσεις του φύλλου (μήκος και πλάτος). Αυτή η μέθοδος έχει χρησιμοποιηθεί για την άμπελο ( Gutierrez and Lavin, 2, Williams and Martinson, 23), στο φασόλι (Bhatt and Chanda, 23), την μπανάνα (Potdar and Pawar, 1991), το πεπόνι (Chirinos et al., 1997) κ.α. Τέτοιες εξισώσεις επιτρέπουν στους καλλιεργητές και τους ερευνητές να εκτιμήσουν τη φυλλική επιφάνεια σε σχέση με άλλους 12
παράγοντες, όπως το φορτίο των καλλιεργειών, το στρες στην ξηρασία και τα έντομα (Williams and Martinson, 23). 2.6.2 Δείκτης φυλλικής επιφάνειας (LAI) Ο δείκτης φυλλικής επιφάνειας αντιπροσωπεύει την ποσότητα των φύλλων σε ένα οικοσύστημα και ελέγχει τις συνδέσεις μεταξύ βιόσφαιρας και ατμόσφαιρας μέσω διαφόρων διεργασιών, όπως φωτοσύνθεση, αναπνοή και διαπνοή (Nadine, 28). Ορίστηκε από τον Watson (1947) ως το συνολικό εμβαδόν της μιας πλευράς των φύλλων ανά μονάδα εμβαδού του εδάφους. Για τα πλατύφυλλα είδη με επίπεδα φύλλα, ο ορισμός αυτός ισχύει, διότι αμφότερες οι πλευρές ενός φύλλου έχουν το ίδιο εμβαδόν στην επιφάνεια. Ωστόσο, εάν τα στοιχεία του φυλλώματος δεν είναι επίπεδα αλλά ζαρωμένα ή λυγισμένα, η μονόπλευρη περιοχή δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και στα κωνοφόρα δέντρα στα οποία οι βελόνες έχουν κυλινδρικό ή ημικυλινδρικό σχήμα (Chen and Black, 1992). Για τον λόγο αυτόν, ορισμένοι συγγραφείς προτείνουν την προβαλλόμενη φυλλική επιφάνεια προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη και η ιδιαίτερη μορφή βελόνων και φύλλων (Smith, 1991, Bolstad and Gower, 199). Η παρακολούθηση του LAI είναι σημαντική για την αξιολόγηση της ανάπτυξης και της ευρωστίας της βλάστησης στον πλανήτη. Ο δείκτης φυλλικής επιφάνειας (LAI) σχετίζεται με μια σειρά καθοριστικών παραμέτρων για κάθε οικοσύστημα, όπως το μικροκλίμα μέσα και κάτω από το θόλο, τη διάχυση της ηλιακής ακτινοβολίας και την κρίσιμη επιφάνεια μέσω της οποίας συμβαίνουν οι ανταλλαγές αερίων ανάμεσα στο θόλο και την ατμόσφαιρα. Μοντέλα φωτοσύνθεσης θόλου και παραγωγικότητας οικοσυστημάτων χρησιμοποιούν τιμές LAI σαν δεδομένα εισόδου για ποσοτικοποιημένες αναλύσεις παραγωγικότητας, μιας και ο δείκτης αυτός είναι απαραίτητος για τη μετατροπή των δεδομένων ανταλλαγών αερίων από επίπεδο φύλλου σε επίπεδο θόλου ή οικοσυστήματος. Προς αυτήν την κατεύθυνση, η χαρτογράφηση και η παρακολούθηση της δυναμικής του LAI σε μεγάλη χωρική κλίμακα είναι απαραίτητη για τον υπολογισμό των παγκόσμιων ροών CO 2 και συνεπώς για την έρευνα των παγκόσμιων κλιματικών αλλαγών (http://bot.bat.uoi.g). 13
2.6.3 Ειδική φυλλική επιφάνεια (SLA) Η σχέση ανάμεσα στη μορφή των φυτών και του περιβάλλοντος έχει σημαντικό ρόλο στην οικολογία των φυτών και τη μελέτη της συγκλίνουσας εξέλιξής τους (Mooney 1977, Box 1981). Τα χαρακτηριστικά των φύλλων έχουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην αφομοίωση του άνθρακα και τις σχέσεις του νερού με το ενεργειακό ισοζύγιο. Το μέγεθος των φύλλων και η ειδική φυλλική επιφάνεια μειώνονται ανάλογα με τη μείωση της υγρασίας και τη διαθεσιμότητα των θρεπτικών συστατικών (Hamann 1979, Dolph and Dilcher 198, Givnish 1984, Skarpe 1996, Fonseca et al. 2). Η ειδική φυλλική επιφάνεια καθορίζεται από το ξηρό βάρος των φύλλων και το πάχος τους (Witkowski and Lamont 1991, Shipley 1995). Επίσης, συσχετίζεται αρνητικά με τη διάρκεια ζωής των φύλλων και τις τιμές αφομοίωσης του άνθρακα. Γενικά, είναι χαμηλότερη στα φύλλα των αειθαλών σε σύγκριση με τα φυλλοβόλα ( Reich et al, 1997). Χαμηλή ειδική φυλλική επιφάνεια εξαιτίας παχύτερων ή πιο πυκνών φύλλων συμβάλλει στη μεγαλύτερη επιβίωση των φύλλων, στη διατήρηση των θρεπτικών ουσιών και στην προστασία από την ξηρασία (Mooney and Dunn 197). 2.6.4 Ειδικό φυλλικό βάρος (SLW ) Το ειδικό φυλλικό βάρος (SLW) αποτελεί δείκτη φωτοσυνθετικής αποτελεσματικότητας (Κούκουρα 1984) και αντανακλά το τρέχον επίπεδο της ενεργής φωτοσυνθετικής ακτινοβολίας (Bjοrkman 1981, Tucker and Emmingham 1977, Drew and Ferrell 1977, Del Rio and Berg 1979). Έχει αποδειχθεί ότι οι τιμές του ποικίλουν ανάλογα με τη δραστηριότητα του ενζύμου της καρβοξυλίωσης (Bowes et al. 1972, Frey and Moss 1976, Augustine et al. 1979, Bjorkman 1981). Οι υψηλές τιμές του ειδικού φυλλικού βάρους είναι κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα της αύξησης του πάχους των φύλλων που παράγονται ως επιπλέον στρώματα στο μεσόφυλλο (Turrel 1936; Nobel et al. 1975) και από αύξηση της περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες ανά μονάδα φυλλικής επιφάνειας. 14
2.6.5 Καθαρός ρυθμός αφομοίωσης (NAR) Ο καθαρός ρυθμός αφομοίωσης είναι το καθαρό ποσοστό φωτοσύνθεσης ολόκληρου του φυτού και έχει άμεση σχέση με το ρυθμό μεταβολής του περιεχομένου άνθρακα στα φυτά (Poorter 1989, Poorter and van der Werf 1998, McKenna and Shipley 1999). 2.2 Το γένος Aegilops Το γένος Aegilops ανήκει στην οικογένεια Poaceae και περιλαμβάνει έξι είδη από τα οποία τα τρία είναι καλλιεργήσιμα. (http:// www.kstate.edu./wgc/taxonomy/triticeaetax.html ). Αποτελείται από 11 διπλοειδή και 2 εξαπλοειδή γένη (van Slageren 1994) με εξαιρετικά ποικιλόμορφους γονιδιακούς τύπους. Το Aegilops triuncialis είναι ετήσιο είδος και φυτρώνει από το Μάιο ως τον Αύγουστο. Εξαπλώνεται κυρίως στη μεσογειακή Ευρώπη, στη Νότια Ουκρανία, στην Αφρική Βόρεια της Σαχάρας και στη Δυτική και Κεντρική Ασία. Χαρακτηρίζεται κυρίως ως μεσογειακό και δυτικοασιατικό είδος (Hedge 22). Εικόνα: Εξάπλωση του Aegilops triuncialis (Πηγή: Benjamin Kilian, 211) Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί η εισβολή του είδους στην περιοχή της Βόρειας Καλιφόρνιας. Η πρώτη καταγραφή έγινε το 1914 στους πρόποδες της 15
Σιέρα Νεβάδα (Kennedy 1928, Jacobsen 1929, Talbot & Smith 193) και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 196 εμφανίστηκαν στην ακτή της Βόρειας Καλιφόρνιας με δύο ανεξάρτητες εξαπλώσεις που πρόσφατα επιβεβαιώθηκαν από τον Meimberg et al. (26). Το Aegilops triuncialis εισβάλλει σε εδάφη με χαμηλή γονιμότητα και μπορεί να εξαπλωθεί όταν αυτό ευνοείται από τις περιβαλλοντικές συνθήκες (Peters et al, 1996). Το είδος έχει παρατηρηθεί σε διαταραγμένους οικοτόπους και γενικά σε εδάφη με λιγοστή υγρασία και βραχώδεις περιοχές. Επίσης, μέσα σε χορτολιβαδικές εκτάσεις, που οι κύριες καλλιέργειες τους ήταν τα φρύγανα και θάμνοι, δασικές και θαμνώδεις εκτάσεις και σε ανοιχτά δάση. Τέλος, βρέθηκε στη στέπα μέχρι τα όρια της ερήμου και σε σπάνιες περιπτώσεις σε υγρά λιβάδια και σε παραθαλάσσιες περιοχές. Τα είδη αναπτύσσονται κυρίως σε εδάφη αργιλώδη και αμμοπηλώδη αλλά έχουν παρατηρηθεί και σε ασβεστολιθικά και σχιστολιθικά εδάφη. Επίσης, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διακύμανση της ετήσιας βροχόπτωσης που κυμαίνεται από 125 μέχρι 14 χιλιοστά (Benjamin e.t, 216). Το είδος Aegilops triuncialis έχει παρατηρηθεί ότι έχει αντοχή στην ξηρασία (Molna r et al 24), στην αλατότητα ( Colmer et al 26), σε ασθένειες και στα παράσιτα (Gill et al. 1983, 1985, 1987, Raupp et al. 1993, 1995, 1997, Zaharieva et al. 21) χαρακτηριστικά που βοηθούν στη μεγάλη εξάπλωσή του. Το γένος παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις γεωπονικές επιστήμες διότι ορισμένα είδη του έχουν συμβάλει στη δημιουργία γονιδιωμάτων για νέες ποικιλίες και αποτελεί μια πηγή πολύτιμων γνωρισμάτων που μπορούν να αξιοποιηθούν ώστε να δημιουργηθούν νέες ποικιλίες (Lambers et al., 1995), με μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στις ασθένειες (Feldman, 1991) ή υψηλότερο ποσοστό φωτοσύνθεσης (Garcíα et al., 1997) και άρα μεγαλύτερη παραγωγή. Το Aegilops triuncialis έχει ποικιλόμορφο γονιδιωματικό τύπο και συμπεριλαμβάνει τα γονιδιώματα D, S, U, N και M. Μερικά είδη ανήκουν στη δευτερογενή γονιδιακή κατηγορία του σιταριού, δηλαδή τουλάχιστον ένα γονιδίωμα είναι παρόμοιο με ένα από τα καλλιεργούμενα είδη σιταριού, δίνοντας τη δυνατότητα να μεταφερθούν χαρακτηριστικά του γένους στα καλλιεργούμενα είδη (Rajib et. al 23). 16
3. Σκοπός διατριβής Στην παρούσα μεταπτυχιακή εργασία χρησιμοποιήθηκε το είδος Aegilops triuncialis ως μοντέλο προκειμένου να ελεγχθεί κατά πόσο: 1) Η ημερομηνία σποράς- φύτρωσης μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη και επιβίωση των φυτών 2) Tο μέγεθος του σπόρου επηρεάζει το παραγωγικό δυναμικό των φυτών 3) Εάν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της ημερομηνίας σποράς και των μορφολογικών χαρακτηριστικών του σπόρου και 4) Εάν η θέση του σπόρου πάνω στην ταξιανθία επηρεάζει την ανάπτυξη και την παραγωγή των φυτών. 17
4. ΜΕΘΟΔΟΣ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ 4.1 ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στην περιοχή του Σιδηροκάστρου, 26 χλμ βορειοδυτικά της πόλης των Σερρών σε υψόμετρο 1 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, με γεωγραφικό μήκος 41 ο 14'2.75" και γεωγραφικό πλάτος 23 ο 23'21.89" (Εικόνα 2). Από τη βορειανατολική πλευρά της πόλης του Σιδηροκάστρου υπάρχουν τα όρη της Βροντού και του Αγκίστρου ενώ στα δυτικά υπάρχει ο ποταμός Στρυμόνας. Από τη βορειοδυτική πλευρά, υπάρχει το όρος Κερκίνη όπου διέρχεται ο ποταμός Στρυμόνας και δημιουργείται η τεχνητή λίμνη Κερκίνη που είναι ένας πλούσιος υγροβιότοπος και έχει χαρακτηριστεί ως περιοχή Natura. Εικόνα 1: Περιοχή έρευνας Σιδηρόκαστρο, Σερρών. 4.2 Έδαφος και κλίμα Το κλίμα που επικρατεί στην περιοχή έρευνας χαρακτηρίζεται ως ημίξηρο Μεσογειακό με ψυχρούς χειμώνες. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 15 C, θερμότερος μήνας είναι ο Ιούλιος (μέση μηνιαία θερμοκρασία 26,1 C) και 18
ψυχρότερος ο Ιανουάριος (μέση μηνιαία θερμοκρασία 3,8 C). Η μέση μέγιστη ετήσια θερμοκρασία είναι 2,2 C και η μέση ελάχιστη 9, C. Η απολύτως ελάχιστη και η απολύτως μέγιστη ετήσια θερμοκρασία είναι 17,6 C (Ιανουάριος) και 42,8 C (Ιούλιος) αντίστοιχα. Το μέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης για την περίοδο 1971 1992 είναι 444,6 mm, ενώ οι ημέρες βροχής κατά τη διάρκεια του χρόνου ανέρχονται σε 87. Ξηρότερος μήνας είναι ο Σεπτέμβριος με μέσο ύψος βροχόπτωσης 21, mm, ενώ ο πιο βροχερός είναι ο Νοέμβριος με μέσο ύψος βροχόπτωσης 51,9 mm. Οι χιονοπτώσεις στην περιοχή παρατηρούνται από το Νοέμβριο έως και το Μάρτιο και ο μέσος αριθμός ημερών χιονόπτωσης είναι 4. Το χαλάζι στην περιοχή αποτελεί σπάνιο φαινόμενο, ενώ ο μέσος ετήσιος αριθμός ημερών παγετού είναι 25. Η σχετική υγρασία στην περιοχή είναι 64,7 %. (Φορέας Κερκίνης, 212). Για τα μετεωρολογικά στοιχεία των ετών 213-216 χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία από τον κοντινότερο μετεωρολογικό σταθμό (Κερκίνη), με γεωγραφικό μήκος 41 ο 13'12" και γεωγραφικό πλάτος 23 ο 5'2" (Διάγραμμα 1). Διάγραμμα 1: Ομβροθερμικό διάγραμμα για την περιοχή του Σιδηροκάστρου την περίοδο 213-216. 19
Στο διάγραμμα 2 παρουσιάζονται οι θερμοκρασίες κατά τα δύο χρόνια της έρευνας. Παρατηρούμε ότι και τις δύο χρονιές η θερμοκρασία κυμάνθηκε από 13 ο C έως 34 o C. Διάγραμμα 2. Στοιχεία θερμοκρασίας κατά πείραμα και τα δύο χρόνια της έρευνας Οι θερμοκρασίες της ημέρας σε κάθε σπορά δίνονται στο διάγραμμα 3 και παρατηρούμε ότι μόνο στην πρώτη σπορά της πρώτης χρονιάς είχαμε χαμηλότερη θερμοκρασία, ενώ στις άλλες δύο σπορές την πρώτη χρονιά ήταν υψηλότερη. Η θερμοκρασία για την ανάπτυξη των ετήσιων φυτών κυμαίνεται από 15-3 o C.Το είδος που μελετάμε ανήκει στα ετήσια φυτά, επομένως, παρατηρούμε ότι υπήρχαν οι ιδανικές συνθήκες για τη φύτρωση των σπόρων. 2
Διάγραμμα 3. Θερμοκρασιες στην περιοχή έρευνας 215 και 216 στην ημέρα σποράς 4.3 Βλάστηση Η περιοχή κατατάσσεται στην παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης και χαρακτηρίζεται ως λοφώδη, υποορεινή. Η βλάστηση της περιοχής του Σιδηροκάστρου είναι πλούσια και περιλαμβάνει ορισμένα ενδημικά είδη. Στους ορεινούς όγκους της περιοχής κυριαρχεί η οξιά (Fagus sylvatica), η ελάτη, το σκλήθρο (Alnus glutinosa), η οστρυά (Ostrya carpinifolia), η καστανιά (Castanea sativa), οι κράταιγοι (Crataegus spp.), ο φράξος (Fraxinus ornus), τα σφεδάμια (Acer spp), η σορβία (Sorbus torminallis) και πολλά άλλα είδη. Στην περιοχή υπάρχουν δύο ενδημικά taxa, (Aspe rulaaristata spp. thessala, Acinosalpinu sssp. nomismophyllus), δύο είδη με μοναδικές εμφανίσεις στην Ελλάδα, (Marsile aquadrifolia, Najas gacillima) και ορισμένα είδη με σπάνιες εμφανίσεις στην Ελλάδα (Riccia fluitans, Ricciα carpusnatans, Azolla filiculoides). Επίσης υπάρχουν πέντε χερσαία είδη για τα οποία η βόρεια Ελλάδα αποτελεί το ακραίο όριο εξάπλωσής τους (Crepis conyzifolia, Ornithogalum bucheanum, Peucedanu maequiradium, Peucedanu mofficinale, Stachys officinalis) και τέσσερα είδη τα οποία περιλαμβάνονται στον Κόκκινο Κατάλογο φυτών της Ευρώπης (Minuartia saxifraga (R), Salvinia natans (E), Trapa natans (V), Viola stojanowii (R). Τέλος, προστατεύονται βάσει 21
του προεδρικού διατάγματος 67/81 «Περί προστασίας της αυτοφυούς χλωρίδας και άγριας πανίδας και καθορισμού διαδικασίας συντονισμού και ελέγχου έρευνας επ αυτών» (ΦΕΚ 23 A/3.1.1981) 11 είδη (Atropa bella-donna, Convolvulus boissieri ssp. parnassicus, Dactylorhiza incarnata, Dianthus petraeus ssp. orgelicus, Gentiana verna ssp. balcanica, Himantoglossum hircinum, Jovibarba heuffelii, Lilium carniolicum ssp. albanicum, Lilium martagon, Orchis pallens, Viola tricolor ssp. Macedonica). Τέλος, 18 είδη είναι ενδημικά της Βαλκανικής χερσονήσου (Alchemilla lanuginosa, Asperula aristata ssp. condensata, Brucuenthalia spiculifolia, Centaurea napulifera ssp. napulifera, Cerastium decalvans, Cirsium appendiculatum, Erysimum drenowskii, Galium hellenicum, Genista tinctoria, Knautia macedonica, Pedicularis brachyodonta ssp. moesiaca Scrophularia aestivalis, Silene asterias, Silene balcanica, Silene waldsteinii, Stachys plumosa, Thymus degenii, Veronica barrelieri). 5. Σχεδιασμός πειράματος Στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή χρησιμοποιήθηκε το ετήσιο λιβαδικό φυτό Aegilops triuncialis. Το γενετικό υλικό (σπόροι) του είδους που χρησιμοποιήθηκε προέρχεται από την Τράπεζα Γενετικού Υλικού Θεσσαλονίκης. Χρησιμοποιήθηκαν σπόροι από δύο περιοχές της Πελοποννήσου με διαφορετικό υψόμετρο: α) από την περιοχή της Αγίας Λάβρας με υψόμετρο 125 μέτρων (Περιοχή 1) και β) από την περιοχή της Στέρνας με υψόμετρο 134 μέτρων (Περιοχή 2). Η έρευνα πραγματοποιήθηκε τα έτη 215 και 216 και έλαβαν χώρα συνολικά έξι πειράματα, τρία πειράματα σε κάθε έτος. Όλα τα πειράματα πραγματοποιήθηκαν από την αρχή της άνοιξης μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Στον Πίνακα 1, παρουσιάζονται οι ημερομηνίες που πραγματοποιήθηκε το κάθε πείραμα καθώς και η χρονική του διάρκεια. Σε κάθε πείραμα χρησιμοποιήθηκαν εκατό σπόροι από την κάθε περιοχή. Για το κάθε είδος σε κάθε σπορά οι μισοί σπόροι (πενήντα) προέρχονταν από τη βάση της ταξιανθίας και οι υπόλοιποι πενήντα από την κορυφή. 22
Πίνακας 1 :Ημερομηνία σποράς διεξαγωγής των πειραμάτων τα έτη 215 και 216 Σπορά Διάρκεια Πειράματος 1 η σπορά Από 23 Απριλίου 215 ως 22 Ιουνίου 215 2 η σπορά Από 7 Ιουνίου 215 ως 2 Αυγούστου 215 3 η σπορά Από 3 Ιουλίου 215 ως 16 Σεπτεμβρίου 215 4 η σπορά Από 9 Απριλίου 216 ως 19 Ιουνίου 216 5 η σπορά Από 15 Μαΐου 216 ως 17 Ιουλίου 216 6 η σπορά Από 19 Ιουνίου 216 ως 2 Αυγούστου 216 Ο κάθε σπόρος φυτεύτηκε σε γλάστρες 1x1 cm και σε βάθος περίπου,2-,4cm. Σε κάθε πείραμα οι γλάστρες τοποθετήθηκαν με πλήρως τυχαιοποιημένο σχέδιο προκειμένου να εξασφαλιστεί η τυχαιοποίηση της κάθε δειγματοληψίας. Καθόλη τη διάρκεια των πειραμάτων όλα τα φυτά ποτίζονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να διατηρούνται στο σημείο υδατοϊκανότητας στο έδαφος. 5.1 Μετρήσεις Οι σπόροι, που χρησιμοποιήθηκαν σε κάθε πείραμα, πριν φυτευτούν, ζυγίστηκαν σε ζυγαριά ακριβείας και μετρήθηκε το μήκος τους. Πραγματοποιήθηκαν καθημερινές παρατηρήσεις και καταγράφηκε η ημερομηνία φύτρωσής τους. Μετά τη φύτρωσή τους, ανά δύο μέρες τον πρώτο μήνα και μετά κάθε τέσσερις μέρες, μετρήθηκε το ύψος του φυτού, ο αριθμός των φύλλων καθώς και τα μήκη τους. Στο στάδιο έκπτυξης της ταξιανθίας τα φυτά συλλέγονταν, καθαρίζονταν από το χώμα και χωρίζονταν η ρίζα από τους βλαστούς και τα φύλλα. Ο υπολογισμός της φυλλικής επιφάνειας έγινε με το πρόγραμμα image tools. Τα φύλλα τοποθετούνταν σε scanner προκειμένου να μετρηθεί η φυλλική τους επιφάνεια (Εικόνα 3). Μετά τον υπολογισμό της φυλλικής επιφάνειας, τόσο το υπόγειο όσο και το υπέργειο τμήμα των φυτών (φύλλα, βλαστοί, ρίζες) 23
τοποθετήθηκαν στο πυριαντήριο για 24 ώρες στους 7 o C προκειμένου να υπολογιστεί το καθαρός βάρος τους. Εικόνα 2: Σκαναρισμένα φύλλα από το είδος Aegilops triuncialis προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό της φυλλικής επιφάνειας με το πρόγραμμα image tool. Μετρήσεις για τη παραγωγή βιομάζας έχουμε μόνο για τα πέντε πειράματα, λόγω του ότι, από το δεύτερο πείραμα της πρώτης χρονίας λόγω προβλήματος κατά την αποθήκευση, τα δείγματα καταστράφηκαν. 5.2 Υπολογισμός αλλομετρικών παραμέτρων Με βάση τα στοιχεία των μετρήσεων φυλλικής επιφάνειας, βάρος φύλλων, βάρος βλαστών, βάρος ρίζας κ.α υπολογίστηκαν διάφορες αλλομετρικές παράμετροι. Οι παράμετροι οι οποίες μετρήθηκαν ή υπολογίστηκαν είναι: α) Φυλλική επιφάνεια. Υπολογίστηκε με την βοήθεια του προγράμματος image tools στα ψηφιοποιημένα φύλλα β) Δείκτης φυλλικής επιφάνειας (L.A.I): υπολογίστηκε με βάση τον τύπο LAI= LA/Es LA = φυλλική επιφάνεια Es = εμβαδόν της γλάστρας γ) Ειδική φυλλική επιφάνεια (S.L.A) υπολογίζεται από τον τύπο: 24
S.L.A= L.A/ W L LA = φυλλική επιφάνεια W L = ξηρό βάρος των φύλλων δ) Ειδικό φυλλικό βάρος (S.L.W): υπολογίζεται από τον τύπο: S.L.W= W L /LA WL = ξηρός βάρος των φύλλων LA = φυλλική επιφάνεια ε) Καθαρός ρυθμός αφομοίωσης (N.A.R) που υπολογίστηκε από τον τύπο: NAR = W/LA LA = φυλλική επιφάνεια στ) Αναλογία υπόγειου με υπέργειου τμήμα (shoot/root): υπολογίζεται από τον τύπο: βάρος υπέργειου/βάρος υπόγειου 25
5.3 Στατιστική ανάλυση Η στατιστική ανάλυση των στοιχείων έγινε με τη βοήθεια του προγράμματος SPSS (version 21 Windows). Πραγματοποιήθηκε multivariate ανάλυση και για επίπεδο σημαντικότητας καθορίστηκε το,5. Οι παράμετροι που υπολογίστηκαν ήταν οι μέσοι όροι και το τυπικό σφάλμα. Η ανάλυση πραγματοποιήθηκε για τις σπορές μέσα στην ίδια χρονιά αλλά και μεταξύ των δύο χρόνων. Ελέγχθηκε η επίδραση της ημερομηνίας σποράς και με του μεγέθους του σπόρου στις ακόλουθες αυξητικές παραμέτρους: α) μήκος της ρίζας, β) βάρος της ρίζας, γ) μήκος βλαστού, δ) βάρος βλαστού, ε) βάρος φύλλων, στ) φυλλική επιφάνεια, ζ) δείκτης φυλλικής επιφάνειας, η) ειδική φυλλική επιφάνεια, θ) συνολικό φυλλικό βάρος, ι) καθαρού ρυθμού αφομοίωσης και κ) αναλογία υπέργειου προς υπόγειου τμήματος. Τέλος, με τη βοήθεια του προγράμματος SPSS έγινε η ανάλυση cox regaession και δημιουργήθηκαν οι καμπύλες επιβίωσης. 26
Βάρος σπόρου ( g) 6. Αποτελέσματα- Συζήτηση Η ανάλυση της διακύμανσης έδειξε τόσο το βάρος και το μήκος του σπόρου όσο και η θέση του σπόρου στην ταξιανθία, δεν επηρέασαν σημαντικά τα αυξητικά χαρακτηριστικά του είδους και από τις δύο περιοχές P>,5. Σημαντικές διαφοροποιήσεις δεν παρατηρήθηκαν και στο μέγεθος των σπόρων και από τις δύο περιοχές μελέτης. Το βάρος των σπόρων στην περιοχή 1 (Αγία Λάβρα) κυμάνθηκε από,4 g ως,15 g (Διάγραμμα 4) ενώ στην περιοχή 2 (Στέρνα) παρατηρούμε ότι κυμάνθηκε από,2 g έως,1 g (Διάγραμμα 5). Ενώ το μήκος του σπόρου στην περιοχή 1 κυμάνθηκε από,3 cm έως,6 cm (Διάγραμμα 6) ενώ στην περιοχή 2 από,3 cm έως,68 cm (Διάγραμμα 7).,5 Περιοχή 1,25 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 4. Μέσος βάρος σπόρου του Aegilops triuncialis ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία και για τα δύο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 1:Αγία Λάβρα) 27
Βάρος σπόρου ( g),5 Περιοχή 2,25 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 5. Μέσο βάρος σπόρου του Aegilops triuncialis ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία και για τα δύο χρόνια των μετρήσεων. (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 2: Στέρνα) Διάγραμμα 6. Μέσο μήκος σπόρου του Aegilops triuncialis ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία σε κάθε σπορά και για τα δύο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα). 28
Διάγραμμα 7. Μέσο μήκος σπόρου του Aegilops triuncialis ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία σε κάθε σπορά και για τα δύο χρόνια των μετρήσεων. (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 2: Στέρνα). Ο μέσος όρος του μήκους της ρίζας, και για τις δύο περιοχές, παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 8, ενώ στο Διάγραμμα 9 ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία και στις δύο περιοχές. Είναι εμφανές ότι παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές στο μήκος της ρίζας τόσο μεταξύ των δύο περιοχών (Ρ<,5) όσο και μεταξύ των διαφορετικών θέσεων προέλευσης του σπόρου πάνω στην ταξιανθία (Ρ<,5). Η μέση τιμή του μήκους της ρίζας στις δύο περιοχές ήταν περίπου 11 cm και δεν επηρεάστηκε σημαντικά από τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία. 29
Μήκος ρίζας (cm) 2 16 12 8 4 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Είδος Διάγραμμα 8 : Μέσο μήκος ρίζας του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). Διάγραμμα 9: Μέσο μήκος ρίζας του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). Στο Διάγραμμα 1 δίνεται το μήκος της ρίζας σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης το σπόρου. Ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία, σε κάθε σπορά για την περιοχή 1 παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 11 ενώ για την περιοχή 2 στο Διάγραμμα 12. Στη περιοχή 1, το μήκος ρίζας κυμάνθηκε 3
από 6-14 cm ενώ στην περιοχή 2 από 7-15 cm. Όταν η θέση στην ταξιανθία του σπόρου στην περιοχή 1 είναι από την βάση, το μήκος ρίζας κυμάνθηκε από 6-13 cm ενώ από την κορυφή είναι 6-14 cm. Στην περιοχή 2, όταν η θέση στην ταξιανθία του σπόρου είναι από τη βάση, κυμαίνεται 7-17 cm ενώ όταν είναι από την κορυφή, είναι από 7-18 cm. Το μεγαλύτερο μήκος ρίζας παρατηρείται στη δεύτερη σπορά, τόσο μεταξύ των δύο περιοχών όσο και ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία, ενώ το μικρότερο στην τρίτη σπορά. Στη δεύτερη χρονιά, παρατηρούμε μικρότερο μήκος ρίζας σε όλες τις σπορές σε σχέση με την πρώτη χρονιά μεταξύ των δύο περιοχών και μεταξύ της διαφορετικής θέσης σου σπόρου στην ταξιανθία. Διάγραμμα 1: Μέσο μήκος ρίζας του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης της θέσης του σπόρου και για τα δύο χρόνια των μετρήσεων (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 31
Διάγραμμα 11: Μέσο μήκος ρίζας του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του στην ταξιανθία στην Περιοχή 1 και για τα δύο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα) Διάγραμμα 12: Μέσο μήκος ρίζας του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην Περιοχή 2 και για τα δύο χρόνια των μετρησεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 2: Στέρνα) 32
Βάρος ρίζας(g) Από τα Διαγράμματα 13 και 14, όπου παρουσιάζεται το μέσο βάρος του ριζικού συστήματος που ανέπτυξαν τα φυτά στις δύο περιοχές, γίνεται εμφανές ότι δεν παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές στο βάρος της ρίζας μεταξύ των δύο περιοχών (Ρ>,5) αλλά ούτε και ανάλογα με τη προέλευση της θέσης του σπόρου πάνω στην ταξιανθία (Ρ>,5). Η μέση τιμή του βάρους της ρίζας στις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου κυμάνθηκε περίπου στο 1 g χωρίς να επηρεάζεται από την θέση του σπόρου στην ταξιανθία. Στο διάγραμμα 14 δίνεται το βάρος της ρίζας σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης του σπόρου. Ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία, σε κάθε σπορά για την περιοχή 1 παρουσιάζεται στο διάγραμμα 15 ενώ για την περιοχή 2 στο διάγραμμα 16. 3 2 1 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Είδος Διάγραμμα 13: Μέσο βάρος ρίζας του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 33
Βάρος ρίζας (g) 6 4 2 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Βάση Κορυφή Διάγραμμα 14: Μέσο βάρος ρίζας του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). Στο διάγραμμα 15 δίνεται το βάρος της ρίζας σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης το σπόρου. Ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία, σε κάθε σπορά για την περιοχή 1 παρουσιάζεται στο διάγραμμα 16 ενώ για την περιοχή 2 στο διάγραμμα 17. Στη περιοχή 1, το βάρος ρίζας κυμάνθηκε από,2 1 g ενώ στη περιοχή 2 από,1-2,5 g. Όταν η προέλευση του σπόρου στην περιοχή 1 είναι από τη βάση της ταξιανθίας, το βάρος ρίζας κυμάνθηκε από,2 1 g ενώ από την κορυφή είναι,3 1 g. Στην περιοχή 2, όταν η θέση του σπόρου είναι από τη βάση της ταξιανθίας το βάρος κυμαίνεται από,2 2,5 g, ενώ όταν είναι από την κορυφή είναι από,3 2,5 g. Το μεγαλύτερο βάρος ρίζας παρατηρείται στη δεύτερη σπορά, τόσο μεταξύ των δύο περιοχών όσο και ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία, ενώ το μικρότερο στην τρίτη σπορά. Στη δεύτερη χρονιά, παρατηρείται μικρότερο βάρος ρίζας σε όλες τις σπορές σε σχέση με την πρώτη χρονιά, τόσο μεταξύ των δύο περιοχών όσο και μεταξύ της διαφορετικής θέσης του σπόρου στην ταξιανθία, χωρίς όμως να εμφανίζονται μεγάλες διαφορές. 34
Βάρος ρίζας (g) Βάρος ρίζας (g) 3 2 Περιοχή 1 Περιοχή 2 1 1 2 3 4 5 1 2 3 4 5 215 216 215 216 Διάγραμμα 15: Μέσο βάρος ρίζας του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης του σπόρου για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 3 2 Περιοχή 1 1 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 16: Μέσο βάρος ρίζας του Aegilops triuncialis στη Περιοχή 1 σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευσης της θέση του σπόρου στην ταξιανθία για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα). 35
Βάρος ρίζας (g) 3 2 Περιοχή 2 1 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 17: Μέσος βάρος ρίζας του Aegilops triuncialis στη Περιοχή 2 σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 2: Στέρνα) Οι μέσες τιμές του μήκους του βλαστού στις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου παρουσιάζονται στο Διάγραμμα 18, ενώ στο Διάγραμμα 19 είναι ανάλογα με την προέλευση του σπόρου στην ταξιανθία και στις δύο περιοχές. Είναι εμφανές ότι δεν παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές στο μήκος του βλαστού μεταξύ των δύο περιοχών (Ρ<,5) αλλά και ανάλογα με τις διαφορετικές θέσεις προέλευσης του σπόρου πάνω στην ταξιανθία (Ρ<,5). Η μέση τιμή του μήκους του βλαστού από τις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου κυμάνθηκε περίπου στα 3 cm έως 4 cm, χωρίς να επηρεάζεται από τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία. 36
Μήκος βλαστού (cm) 6 4 2 Περιοχή 1 Είδος Περιοχή 2 Διάγραμμα 18: Μέσο μήκος βλαστού του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). Διάγραμμα 19: Μέσο μήκος βλαστού του Aegilops triuncialisσ στις δύο περιοχές έρευνας ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα) Στο διάγραμμα 2, δίνεται το μήκος του βλαστού σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης το σπόρου. Ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία σε κάθε σπορά για την περιοχή 1 παρουσιάζεται στο διάγραμμα 21, ενώ για την περιοχή 2 στο διάγραμμα 22. Στην περιοχή 1, το μήκος του βλαστού 37
κυμάνθηκε από 2,5-5 cm είτε προερχόταν από τη βάση είτε από την κορυφή, ενώ στην περιοχή 2 από 2,8-5 cm. Το μεγαλύτερο μήκος του βλαστού το παρατηρούμε στην πρώτη σπορά τόσο μεταξύ των δύο περιοχών όσο και ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία ενώ το μικρότερο στη τρίτη σπορά. Στη δεύτερη χρονιά παρατηρούμε μικρότερο μήκος του βλαστού σε όλες τις σπορές σε σχέση με την πρώτη χρονιά μεταξύ των δύο περιοχών και μεταξύ της διαφορετικής θέσης του σπόρου στην ταξιανθία, χωρίς όμως να υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Διάγραμμα 2: Μέσο μήκος βλαστού του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης της του σπόρου και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 38
Διάγραμμα 21: Μέσο μήκος βλαστού του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 1 και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα) Διάγραμμα 22: Μέσο μήκος βλαστού του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 2 και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 2: Στέρνα) 39
Βάρος βλαστού (gr) Οι μέσες τιμές του βάρους του βλαστού, στις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου, παρουσιάζονται στο Διάγραμμα 23, ενώ στο Διάγραμμα 24 είναι ανάλογα με την προέλευση του σπόρου στην ταξιανθία και από τις δύο περιοχές. Είναι εμφανές ότι παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές στο βάρος του βλαστού μεταξύ των δύο περιοχών (Ρ<,5) αλλά και ανάλογα με τις διαφορετικές θέσεις του σπόρου πάνω στην ταξιανθία (Ρ<,5). Η μέση τιμή του βάρους του βλαστού στις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου κυμάνθηκε περίπου από,1g έως,3g, χωρίς να επηρεάζεται από τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία.,5,25 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Είδος Διάγραμμα 23: Μέσο βάρος βλαστού του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 4
Βάρος βλαστού(gr),5,25 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Βάση Κορυφή Διάγραμμα 24 : Μέσο βάρος βλαστού του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα) Στο διάγραμμα 25, δίνεται το βάρος του βλαστού σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης το σπόρου. Ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία, σε κάθε σπορά για την περιοχή 1 παρουσιάζεται στο διάγραμμα 26, ενώ για την περιοχή 2 στο διάγραμμα 27. Στην περιοχή 1, το βάρος του βλαστού κυμάνθηκε από 2,5-5g, ενώ στην περιοχή 2 από 2,8-5,7g είτε ο σπόρος προερχόταν από τη βάση της ταξιανθίας είτε από την κορυφή. Το μεγαλύτερο βάρος του βλαστού το παρατηρούμε στη δεύτερη σπορά, τόσο μεταξύ των δύο περιοχών όσο και ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία, ενώ το μικρότερο στην τρίτη σπορά. Στη δεύτερη χρονιά, παρατηρούμε μικρότερο βάρος του βλαστού σε όλες τις σπορές σε σχέση με την πρώτη χρονιά μεταξύ των δύο περιοχών και μεταξύ της διαφορετικής θέσης του σπόρου στην ταξιανθία, χωρίς όμως να υπάρχουν μεγάλες διαφορές. 41
Βάρος βλαστού(gr) Βάρος βλαστού (gr),5 Περιοχή 1 Περιοχή 2,25 1 2 3 4 5 1 2 3 4 5 215 216 215 216 Διάγραμμα 25. Μέσο βάρος βλαστού του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης του σπόρου και για τα δύο χρόνια των μετρήσεων (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα).,5 Περιοχή 1,25 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 26. Μέσο βάρος βλαστού του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στη περιοχή 1 και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα) 42
Βάρος βλαστού(gr) 1,75 Περιοχή 2,5,25 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 27. Μέσο βάρος βλαστού του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 2 και για τα δύο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 2: Στέρνα) Οι μέσες τιμές του βάρους των φύλλων στις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου παρουσιάζονται στο Διάγραμμα 28, ενώ στο Διάγραμμα 29 είναι ανάλογα με την προέλευση του σπόρου στην ταξιανθία και από τις δύο περιοχές. Είναι εμφανές ότι παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές στο βάρος των φύλλων μεταξύ των δύο περιοχών (Ρ<,5) αλλά και ανάλογα με τις διαφορετικές θέσεις του σπόρου πάνω στην ταξιανθία (Ρ<,5). Η μέση τιμή του βάρους των φύλλων στις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου κυμάνθηκε περίπου στα,3g, χωρίς να επηρεάζεται από τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία. Στο ίδιο αποτέλεσμα κατέληξε και η Δημητρίου (1998) σε καλλιεργούμενο σκληρό σιτάρι, όπου η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε τρεις επαναλήψεις διαφορετικής ημερομηνίας. 43
Βάρος φύλλων (gr) Βάρος φύλλων (gr),5,25 Διάγραμμα 28: Μέσο βάρος φύλλων του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 1 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Είδος,75,5,25 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Βάση Κορυφή Διάγραμμα 29 : Μέσο βάρος φύλλων του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). Στο διάγραμμα 3 δίνεται το μέσο βάρος των φύλλων σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης το σπόρου. Ανάλογα με την θέση του 44
Βάρος φύλλων(gr) σπόρου στην ταξιανθία σε κάθε σπορά για την περιοχή 1 παρουσιάζεται στο διάγραμμα 31, ενώ για την περιοχή 2 στο διάγραμμα 32. Το βάρος των φύλλων κυμάνθηκε από,1 -,5 g, τόσο μεταξύ των δύο περιοχών όσο και μεταξύ των διαφορετικών θέσεων του σπόρου στην ταξιανθία. Στην 5η σπορά παρατηρείται το μεγαλύτερο βάρος των φύλλων, ενώ το μικρότερο είναι στην 3η σπορά. Μεταξύ της πρώτης, δεύτερης και τρίτης σποράς με την τέταρτη και πέμπτη παρατηρούμε μεγάλη διαφορά στο βάρος των φύλλων. 1,75 Περιοχή 1 Περιοχή 2,5,25 1 2 3 4 5 1 2 3 4 5 215 216 215 216 Διάγραμμα 3. Μέσο βάρος φύλλων του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης του σπόρου και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 45
Βάρος φύλλων( gr) Βάρος φύλλων( gr) 1,75 Περιοχή 1,5,25 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 31: Μέσο βάρος φύλλων του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 1 και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα,) 1,75 Περιοχή 2,5,25 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 32: Μέσο βάρος φύλλων του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 2 και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 2: Στέρνα) 46
LA (cm 2 ) Η μέση τιμή της φυλλικής επιφάνειας στις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 33, ενώ στο Διάγραμμα 34 είναι ανάλογα με την προέλευση του σπόρου στην ταξιανθία και στις δύο περιοχές. Είναι εμφανές ότι παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές στο βάρος των φύλλων μεταξύ των δύο περιοχών (Ρ<,5) αλλά και ανάλογα με τις διαφορετικές θέσεις του σπόρου πάνω στην ταξιανθία (Ρ<,5). Ο μέσος όρος της φυλλικής επιφάνειας από τις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου κυμάνθηκε περίπου στο 2, χωρίς να επηρεάζεται από τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία. Σύμφωνα με την Καιμαξή (216), η φυλλική επιφάνεια επηρεάζεται από τις κλιματολογικές συνθήκες, κάτι το οποίο παρατηρήθηκε από τη διαφορά που υπήρχε στη φυλλική επιφάνεια μετά από περίοδο υψηλής θερμοκρασίας και ηλιακής ακτινοβολίας. 16 14 12 1 8 6 4 2 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Είδος Διάγραμμα 33: Μέση φυλλική επιφάνεια (LA) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 47
LA(cm 2 ) 16 14 12 1 8 6 4 2 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Bάση Kορυφή Διάγραμμα 34 : Μέση φυλλική επιφάνεια (LA) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). Στο διάγραμμα 35, δίνεται η μέση της φυλλικής επιφάνειας σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης το σπόρου. Ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία σε κάθε σπορά, για την περιοχή 1 παρουσιάζεται στο διάγραμμα 36, ενώ για την περιοχή 2 στο διάγραμμα 37. Η φυλλική επιφάνεια κυμάνθηκε από 38-13 cm 2 είτε προερχόταν από διαφορετική περιοχή είτε από διαφορετική θέση στην ταξιανθία. Η μικρότερη φυλλική επιφάνεια ήταν στην τρίτη σπορά, ενώ η μεγαλύτερη ήταν στην πρώτη. Τέλος, δεν παρατηρήθηκαν μεγάλες διακυμάνσεις στις σπορές μεταξύ των δύο περιοχών αλλά παρατηρήθηκαν μεγάλες διαφορές μεταξύ των σπορών στην ίδια περιοχή. 48
LA (cm 2 ) LA (cm 2 ) 16 14 12 1 8 6 4 2 Περιοχή Περιοχή 2 1 2 3 4 5 1 2 3 4 5 215 216 215 216 Διάγραμμα 35: Μέση φυλλική επιφάνεια (LA) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης του σπόρου και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 16 14 12 1 8 6 4 2 Περιοχή 1 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 36: Μέση φυλλική επιφάνεια (LA) του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 1 και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα) 49
LA (cm 2 ) 16 14 12 1 8 6 4 2 Περιοχή 2 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 37: Μέση φυλλική επιφάνεια (LA) του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 2 και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 2:Στέρνα) Η μέση τιμή του δείκτη της φυλλικής επιφάνειας στις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 38, ενώ στο Διάγραμμα 39 είναι ανάλογα με την προέλευση του σπόρου στην ταξιανθία και στις δύο περιοχές. Ο δείκτης φυλλικής επιφάνειας παρουσίασε σημαντική διαφορά (P<,5). Για τα φυτά που προέρχονται από σπόρους της περιοχής 1, η τιμή του δείκτη ήταν περίπου 1 και ήταν ελάχιστα μικρότερη σε σχέση με αυτά που προερχόταν από σπόρους της περιοχής 2. Ο μέσος όρος του δείκτη της φυλλικής επιφάνειας στις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου κυμάνθηκε περίπου από,4 έως,1, χωρίς να επηρεάζεται από τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία. Σύμφωνα με τον Lorcher (23), ο δείκτης φυλλικής επιφάνειας εκφράζει ποσοτικά την πυκνότητα του φυλλώματος, από το οποίο γίνεται - κατά κύριο λόγο - η απορρόφηση της ηλιακής ακτινοβολίας. Η ηλιακή ακτινοβολία διαφέρει σε κάθε εποχή του χρόνου, για αυτό δικαιολογούνται και τα αποτελέσματά μας, 5
LAI LAI δηλαδή η επίδραση που είχε η ημερομηνία σποράς αναλόγως με το δείκτη φυλλικής επιφάνειας. 3 2 1 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Είδος Διάγραμμα 38: Μέσος δείκτη της φυλλικής επιφάνειας (LAI) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 3 2 1 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Bάση Κορυφή Διάγραμμα 39 : Μέσος δείκτης φυλλικής επιφάνειας (LAI) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 51
LAI Στο Διάγραμμα 4, παρατηρούμε ότι ο δείκτης φυλλικής επιφάνειας στην περιοχή 1 κυμάνθηκε από,38 έως 1,3, ενώ στην περιοχή 2 από,38 έως 2. Στο Διάγραμμα 41 και στο Διάγραμμα 42, παρουσιάζεται ο δείκτης φυλλικής επιφάνειας στις δύο περιοχές ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία. Ο μικρότερος δείκτης φυλλικής επιφάνειας είναι στην τρίτη σπορά και ο μεγαλύτερος στην πρώτη σπορά, ανεξάρτητα από την περιοχή προέλευσης και από τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία. Στην πρώτη σπορά παρατηρήθηκε μεγάλη διαφορά στο δείκτη φυλλικής επιφάνειας ανάμεσα στις δύο περιοχές. 3 Περιοχή 1 Περιοχή 2 2 1 1 2 3 4 5 1 2 3 4 5 215 216 215 216 Διάγραμμα 4: Μέσος δείκτης φυλλικής επιφάνειας (LAI) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης του σπόρου και για τα δύο χρόνια των μετρήσεων (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 52
LAI LAI 3 Περιοχή 1 2 1 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 41: Μέσος δείκτης φυλλικής επιφάνειας (LAI) του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 1 και για τα δυο χρόνια των μερτρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα). 3 Περιοχή 2 2 1 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 42: Μέσος δείκτης φυλλικής επιφάνειας (LAI) του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 2 και για τα δυο χρόνια των μερτρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 2:Στέρνα). 53
SLA(cm 2 /gr) Οι μέσες τιμές της ειδικής φυλλικής επιφάνειας από τις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου παρουσιάζονται στο Διάγραμμα 43, ενώ στο Διάγραμμα 44 είναι ανάλογα με την προέλευση του σπόρου στην ταξιανθία και στις δύο περιοχές. Είναι εμφανές ότι παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο περιοχών (Ρ<,5) αλλά και ανάλογα με τις διαφορετικές θέσεις προέλευσης του σπόρου πάνω στην ταξιανθία (Ρ<,5). Η μέση τιμή της ειδικής φυλλικής επιφάνειας στις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου κυμάνθηκε περίπου στο 4 cm 2 /gr, χωρίς να επηρεάζεται από τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία. Η ειδική φυλλική επιφάνεια είναι ένας δείκτης που επηρεάζει τη φωτοσυνθετική ικανότητα (Niinemets 1999, Reich et al. 1999, Sefton et al. 22, Wright et al. 24, Shipley et al. 25). Οι Driessen and Konijn (1992) υπογράμμισαν την αντίστροφη συσχέτισή της με την ένταση του φωτός και τη θετική συσχέτιση της από τη θερμοκρασία. 16 14 12 1 8 6 4 2 Περιοχή 1 Είδος Περιοχή 2 Διάγραμμα 43: Μέση ειδική φυλλική επιφάνεια (SLA) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 54
SLA(cm 2 /gr) 16 14 12 1 8 6 4 2 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Βάση Κορυφή Διάγραμμα 44: Μέση ειδική φυλλική επιφάνεια (SLA) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). Στο διάγραμμα 45, δίνεται ο μέσος όρος της ειδικής φυλλικής επιφάνειας σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης το σπόρου. Ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία σε κάθε σπορά, για την περιοχή 1 παρουσιάζεται στο διάγραμμα 46, ενώ για την περιοχή 2 στο διάγραμμα 47. Η ειδική φυλλική επιφάνεια στην περιοχή 1 κυμάνθηκε από 577-88 cm 2 /gr ενώ στην περιοχή 2 από 577 1 cm 2 /gr. Η μικρότερη ειδική φυλλική παρατηρήθηκε στην πέμπτη σπορά, ενώ η μεγαλύτερη ήταν στην πρώτη σπορά. Στην πρώτη και στη δεύτερη σπορά παρατηρήθηκε μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο περιοχών. 55
SLA(cm 2 /gr) SLA(cm 2 /gr) 16 14 12 1 8 6 4 2 Περιοχή 1 Περιοχή 2 1 2 3 4 5 1 2 3 4 5 215 216 215 216 Διάγραμμα 45: Μέση ειδική φυλλική επιφάνεια (SLA) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης του σπόρου και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 16 14 12 1 8 6 4 2 Περιοχή 1 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 46: Μέση ειδική φυλλική επιφάνεια (SLA) του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 1και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα). 56
SLA(cm 2 /gr) 16 14 12 1 8 6 4 2 Περιοχή 2 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 47: Μέση ειδική φυλλική επιφάνεια (SLA) του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 2 και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 2: Στέρνα). Η μέση τιμή της ειδικής φυλλικού βάρους, από τις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 48, ενώ στο Διάγραμμα 49 είναι ανάλογη με την προέλευση του σπόρου στην ταξιανθία και στις δύο περιοχές. Είναι εμφανές ότι δεν παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο περιοχών (Ρ>,5) αλλά παρουσιάστηκαν διαφορές ανάλογα με τη θέση προέλευσης του σπόρου πάνω στην ταξιανθία (Ρ<,5). Η μέση τιμή του ειδικού φυλλικού βάρους στις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου κυμάνθηκε περίπου στο,4 gr /cm 2, χωρίς να επηρεάζεται από τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία. Το ειδικό φυλλικό βάρος αποτελεί δείκτης φωτοσυνθετικής αποτελεσματικότητας (Κουκούρα 1984). 57
SLW(gr /cm 2 ) SLW(gr /cm 2 ),1,8,6,4,2-2,8E-17 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Είδος Διάγραμμα 48: Μέσο ειδικού φυλλικού βάρους (SLW) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα).,1,5 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Βάση Κορυφή Διάγραμμα 49: Μέσο ειδικού φυλλικού βάρους (SLW) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 58
SLW(gr /cm 2 ) Στο διάγραμμα 5, δίνεται το ειδικό φυλλικό βάρος σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης του σπόρου. Ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία σε κάθε σπορά για την περιοχή 1 παρουσιάζεται στο διάγραμμα 51, ενώ για την περιοχή 2 στο διάγραμμα 52. Στην περιοχή 1, στην τέταρτη σπορά παρατηρήθηκε το μεγαλύτερο ειδικό βάρος ενώ το μικρότερο ήταν στη σπορά 1. Στην περιοχή 2, το μεγαλύτερο ειδικό βάρος, παρατηρήθηκε στη σπορά 5, ενώ το μικρότερο στην τρίτη σπορά. Μεγάλη διαφορά παρατηρήθηκε στην πρώτη σπορά μεταξύ των περιοχών, ενώ στις υπόλοιπες σπορές ήταν μικρές οι διαφορές. Επίσης, διαφορές παρατηρούμε στην ίδια περιοχή ανάμεσα στις σπορές.,1,8 Περιοχή 1 Περιοχή 2,6,4,2 1 2 3 4 5 1 2 3 4 5 215 216 215 216 Διάγραμμα 5: Μέσο ειδικό φυλλικό βάρος (SLW) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης του σπόρου και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 59
SLW(gr /cm 2 ) SLW(gr /cm 2 ),1 Περιοχή 1,5 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 51: Μέσο ειδικό φυλλικό βάρος (SLW) του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 1 και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα).,1 Περιοχή 2,5 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 52: Μέσο ειδικό φυλλικό βάρος (SLW) του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 2 και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 2:Στέρνα). 6
NAR(gr/cm 2 ) Οι μέσες τιμές του καθαρού ρυθμού αφομοίωσης στις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου παρουσιάζονται στο Διάγραμμα 53, ενώ στο Διάγραμμα 54 είναι ανάλογα με την προέλευση του σπόρου στην ταξιανθία και στις δύο περιοχές. Είναι εμφανές ότι παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές στο βάρος των φύλλων μεταξύ των δύο περιοχών (Ρ<,5) αλλά και ανάλογα με τις διαφορετικές θέσεις του σπόρου πάνω στην ταξιανθία (Ρ<,5). Η μέση τιμή του καθαρού ρυθμού αφομοίωσης στις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου κυμάνθηκε περίπου στo,1 gr/cm 2, χωρίς να επηρεάζεται από τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία.,5,4,3,2,1 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Είδος Διάγραμμα 53: Μέσο καθαρού ρυθμού αφομοίωσης (NAR) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 61
NAR(gr/cm 2 ),5,4,3,2,1 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Bάση Κορυφή Διάγραμμα 54: Μέσο καθαρού ρυθμού αφομοίωσης (NAR) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). Στο διάγραμμα 55, παρουσιάζεται οι μέσες τιμές του καθαρού ρυθμού αφομοίωσης σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης του σπόρου. Ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία σε κάθε σπορά για την περιοχή 1 παρουσιάζεται στο διάγραμμα 56, ενώ για την περιοχή 2 στο διάγραμμα 57. Στην τρίτη σπορά παρατηρήθηκε μεγάλη διαφορά σε σχέση με τις άλλες σπορές που κυμάνθηκαν στα ίδια επίπεδα, ανεξαρτήτως περιοχής και θέσης προέλευσης του σπόρου από την ταξιανθία. 62
NAR(gr/cm 2 ) NAR(gr/cm 2 ),5,4 Περιοχή 1 Περιοχή 2,3,2,1 1 2 3 4 5 1 2 3 4 5 215 216 215 216 Διάγραμμα 55: Μέσο καθαρού ρυθμού αφομοίωσης (NAR) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης του σπόρου και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα).,5,4 Περιοχή 1,3,2,1 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 56: Μέσο καθαρού ρυθμού αφομοίωσης (NAR) του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 1 και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα). 63
NAR(gr/cm 2 ),5,4 Περιοχή 2,3,2,1 Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ Β Κ 1 2 3 4 5 215 216 Διάγραμμα 57: Μέσο καθαρού ρυθμού αφομοίωσης (NAR) του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 2 και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 2: Στέρνα). Ο μέσος όρος του υπέργειου/ υπόγειου τμήματος, στις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 58, ενώ στο Διάγραμμα 59 είναι ανάλογα με την προέλευση του σπόρου στην ταξιανθία και στις δύο περιοχές. Είναι εμφανές ότι παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές στο βάρος των φύλλων μεταξύ των δύο περιοχών (Ρ<,5) αλλά και ανάλογα με τις διαφορετικές θέσεις του σπόρου πάνω στην ταξιανθία (Ρ<,5). Ο μέσος του υπέργειου/ υπόγειου τμήματος στις δύο περιοχές προέλευσης του σπόρου κυμάνθηκε περίπου στo,7, χωρίς να επηρεάζεται από τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία. 64
ShootRoot 2 1 Περιοχή 1 Περιοχή 2 Είδος Διάγραμμα 58: Μέσο βάρος υπέργειο/ υπόγειο τμήμα (Shoot/Root) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). Διάγραμμα 59: Μέσο βάρος υπέργειο/ υπόγειο τμήμα (Shoot/Root) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα) 65
Στο διάγραμμα 6 δίνονται οι μέσες τιμές του υπέργειου/ υπόγειου τμήματος σε κάθε σπορά, ανάλογα με την περιοχή προέλευσης του σπόρου. Ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία σε κάθε σπορά για την περιοχή 1 παρουσιάζεται στο διάγραμμα 61, ενώ για την περιοχή 2 στο διάγραμμα 62. Στη δεύτερη σπορά παρατηρήθηκε το μικρότερο υπέργειο/ υπόγειο τμήμα και στις δύο περιοχές. Στην περιοχή 1, ανάλογα με τη θέση του σπόρου στην ταξιανθία στη σπορά 1 και στη σπορά 3, παρατηρήθηκαν μεγάλες διαφορές, ενώ στην περιοχή 2 παρατηρήθηκαν στις σπορές ένα, τρία και τέσσερα. Περιοχή 1 Περιοχή 2 Διάγραμμα 6: Μέσο βάρος υπέργειο/ υπόγειο τμήμα (Shoot/Root) του Aegilops triuncialis στις δύο περιοχές έρευνας σε κάθε σπορά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης του σπόρου και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα, Περιοχή 2: Στέρνα). 66
Διάγραμμα 61: Μέσο βάρος υπέργειο/ υπόγειο τμήμα (Shoot/Root) του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 1 και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 1: Αγία Λάβρα). Διάγραμμα 62: Μέσο βάρος υπέργειο/ υπόγειο τμήμα (Shoot/Root) του Aegilops triuncialis σε κάθε σπορά ανάλογα με την προέλευση της θέσης του σπόρου στην ταξιανθία στην περιοχή 2 και για τα δυο χρόνια των μετρήσεων (Β=Βάση- Κ=Κορυφή) (Περιοχή 2: Στέρνα). 67
Από τις αθροιστικές καμπύλες επιβίωσης γίνεται εμφανές ότι δεν παρατηρήθηκε διαφοροποίηση στο χρόνο φύτρωσης μεταξύ των δύο περιοχών (Διάγραμμα 63). Η περιοχή προέλευσης του σπόρου καθώς και το μέγεθός του, δεν επηρέασαν σημαντικά τη φύτρωση αλλά ούτε και την έκπτυξη του πρώτου φύλλου (Διάγραμμα 64). Σημαντικές διαφορές εμφανίστηκαν μεταξύ των δύο περιοχών, καθώς επίσης και μέσα σε κάθε περιοχή, όσον αφορά τις αθροιστικές καμπύλες μόνο, μεταξύ των διαφορετικών ημερομηνιών που έγιναν τα διάφορα πειράματα. Διάγραμμα 63. Aθροιστικές καμπύλες φύτρωσης 68