Κυριακή Αγγελοπούλου Επιβλέπων Καθηγητής: Μανώλης Πατηνιώτης
Οι πρώτες προσπάθειες μελέτης του τρόπου επιστημονικής εργασίας έγιναν το 1970. Πραγματοποιήθηκαν μέσω της άμεσης παρατήρησης των επιστημόνων μέσα στα εργαστήριά τους. Οι πρώτοι που ασχολήθηκαν ήταν οι Latour, Cetina, Collins, Lynch, Traweek, Zenzen και Restivo. Οι παρατηρητές χρησιμοποίησαν τα δεδομένα που συνέλεξαν ώστε να αναπτύξουν φιλοσοφικά επιχειρήματα σχετικά με τη φύση της επιστημονικής γνώσης, μέσα σε ένα ανθρωπολογικό πλαίσιο.
Το βιβλίο των Latour και Wooglar Laboratory Life αναφέρεται στη μελέτη των επιστημόνων. Χαρακτηριστικά, οι συγγραφείς του αναφέρουν ότι ενώ μέχρι τότε είχαν μελετηθεί σε βάθος πολλές μακρινές ή και εχθρικές φυλές, ποτέ δεν μελετήθηκαν οι επιστημονικές κοινότητες. Συνεπώς, φέρθηκαν σε αυτούς σαν να είναι μια εξωγήινη φυλή, όπως έλεγαν. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούσαν να αναλύουν τις πρακτικές τους ως μη οικείες και να θέτουν ερωτήματα που συνήθως κανείς δεν ρωτούσε.
Η βασική ερώτηση που δημιουργήθηκε ήταν το πώςοιισχυρισμοίμπορούννααποτελέσουν γνώση. Έτσι, οι μελετητές απέρριπταν τη γενική τάση να θεωρούνται ως αληθείς οι ισχυρισμοί που προέκυπταν από τα επιστημονικά πειράματα. Ο τρόπος απόδοσης των πειραματικών αποτελεσμάτων και η εξαγωγή των συμπερασμάτων γίνεται μέσω συζητήσεων και διαπραγματεύσεων. Με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνονταν οι γενικώς αποδεκτές επιστημονικές απόψεις.
Οι παρατηρητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Η εξήγηση μπορεί να δοθεί μέσα από δύο μεθόδους. Η πρώτη μέθοδος είναι η θεωρία δράστηδικτύου (actor-network theory), σύμφωνα με την οποία το εργαστηριακό περιβάλλον παρέχει όλα τα εργαλεία που απαιτούνται ώστε να χειραγωγηθεί η φύση με σκοπό την παραγωγή γνώσης. Η δεύτερη μέθοδος στηρίζεται στη γενίκευση που επιτυγχάνεται από τη χειραγώγηση της φύσης.
Τα δεδομένα μιας έρευνας δεν γίνονται εύκολα κατανοητά από όλους. Οι επιστήμονες ξέρουν πώς να τα ερμηνεύσουν, ώστε να προκύψουν κατάλληλα συμπεράσματα. Μέσα από την ανάλυση των δεδομένων και ύστερα από συζήτηση, οι επιστήμονες σχηματίζουν μια συνολική εικόνα της παρατήρησης. Όμως, αυτό μπορεί να έχει ως συνέπεια την παράλειψη κάποιων χαρακτηριστικών στοιχείων των δεδομένων.
Σκοπός των επιστημόνων είναι η χρησιμοποίηση των υλικών και η επέμβαση σε αυτά. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό δεν είναι εφικτό, με αποτέλεσμα να μην προκύπτουν σαφή συμπεράσματα από τα πειράματα. Ο εκ των προτέρων κατάλληλος σχεδιασμός των πειραμάτων, μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση των τελικών αποτελεσμάτων.
Ο Collins μελέτησε τις προσπάθειες ανάπτυξηςενόςνέουτύπουlaser, που ονομάστηκε TEA-laser. Πήρε συνέντευξη από επιστήμονες 6 βρετανικών και 5 αμερικανικών εργαστηρίων. Τα βήματα κατασκευής αυτού του laser ήταν συγκεκριμένα, οπότε μπορούσαν να πραγματοποιηθούν εύκολα από τους ειδικούς.
Το πρόβλημα που παρατήρησε ήταν στη μετάδοση της γνώσης μεταξύ των επιστημόνων. Παρόλο που η γνώση παρεχόταν ελεύθερα, το τελικό αποτέλεσμα της κατασκευής δεν ήταν ποτέ το αναμενόμενο. Αυτό οφείλεται στο ότι χρειαζόταν και η μετάδοση των απαραίτητων ικανοτήτων.
Ο Collins επισήμανε την ύπαρξη δύο μοντέλων μεταφοράς της γνώσης. Το αλγοριθμικό που στηρίζεται στον ορισμό σαφών οδηγιών και στο κοινωνικό που βασίζεται στην ύπαρξη κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των ειδικών. Συνεπώς, ένα μέρος της γνώσης μπορεί να διαδοθεί μόνο μέσω διαδικασιών κοινωνικοποίησης, χωρίς να είναι δυνατή η τυποποίησή της. Παράδειγμα τέτοιας μορφής γνώσης είναι και ο τρόπος που λειτουργεί η τεχνητή νοημοσύνη, ακολουθώντας συγκεκριμένα πρότυπα.
Η επεξεργασία των δεδομένων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από τους ειδικούς, οι οποίοι έχουν τις απαραίτητες ικανότητες. Τα επεξεργασμένα δεδομένα που προκύπτουν μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από αυτούς που δεν σχετίζονται άμεσα με το αντικείμενο για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Η επεξεργασία των δεδομένων επιτυγχάνεται μέσω της χρήσης κάποιων βασικών κανόνων μεθοδολογίας.
Τελικά, οι ερευνητές πρέπει να αποφασίσουν ποια δεδομένα αποτελούν αποδείξεις για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την ανταλλαγή απόψεων και ιδεών σχετικά με το νόημα των δεδομένων που προέκυψαν. Παραθέτοντας επιχειρήματα και αντικρούοντάς τα, διαμορφώνεται η άποψη των επιστημόνων και τελικά καταλήγουν σε κάποιο συμπέρασμα.
Από τα παραπάνω γίνεται εμφανής η σημασία της κοινωνικοποίησης στις επιστημονικές ομάδες. Η συζήτηση μεταξύ των επιστημόνων βοηθά στη διαμόρφωση των απόψεων για την αξιοποίηση των δεδομένων που προκύπτουν. Πολλές από τις πληροφορίες που προκύπτουν μέσω της συζήτησης δεν μπορούν να προκύψουν με άλλον τρόπο, όπως για παράδειγμα μέσω της ανάγνωσης ενός επιστημονικού άρθρου.
Οι εικόνες και τα διαγράμματα είναι ένας, ακόμη, τρόπος που βοηθά στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Η γραφική απεικόνιση διευκολύνει στην ομαδοποίηση των δεδομένων και στην κατανοητή παρουσίασή τους. Παρ όλα αυτά, μπορεί να παρουσιάζουν μόνο ένα μέρος του συνόλου των δεδομένων, αποκρύπτοντας την πλήρη εικόνα της θεωρίας.
Οι παρατηρήσεις των δεδομένων και τα συμπεράσματα που προκύπτουν μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία γενικότερων ισχυρισμών. Η γενίκευση των συμπερασμάτων μπορεί να γίνει σε μικρότερο ή και μεγαλύτερο βαθμό. Σκοπός των ερευνητών είναι να εξαγάγουν γενικευμένα συμπεράσματα που θα αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους, αλλά ταυτοχρόνως θα είναι και ασφαλή, δηλαδή δεν θα αντικρούονται εύκολα.
Ο τρόπος συγγραφής μιας επιστημονικής εργασίας είναι τέτοιος ώστε να οδηγείται ο αναγνώστης στην επιβεβαίωση των ισχυρισμών του συγγραφέα Όμως, σε αυτήν δεν αναφέρονται συνήθως οι αποτυχημένες προσπάθειες που πιθανώς προηγήθηκαν, οι συζητήσεις ή διαφωνίες για τα αποτελέσματα των πειραμάτων και οι μέθοδοι που εγκαταλείφθηκαν, καθώς δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Σε πολλές περιπτώσεις, ακόμη και οι ίδιοι οι επιστήμονες αρνούνται να παραδεχθούν ότι αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες κατά τις επιμέρους φάσεις, μέχρι την ολοκλήρωση των πειραμάτων τους.
Μέσα από διάφορες μελέτες έχουν παρατηρηθεί οι διαφορετικές πολιτισμικές αντιλήψεις των επιστημόνων. Οι επιστήμονες ανάλογα με τον τομέα επιστημονικού ενδιαφέροντος, το φύλο ή και τη φυλή τους παρουσιάζουν διαφορές στον τρόπο οργάνωσης των εργαστηρίων τους, εκτέλεσης των πειραμάτων και κατανόησης των αποτελεσμάτων. Αυτό μπορεί να οφείλεται τόσο στον τρόπο σκέψης των διαφόρων επιστημόνων, όσο και στις ιδιομορφίες της επιστήμης με την οποία ασχολούνται.
Μερικές από τις ανακαλύψεις των επιστημόνων μπορούν να προκαλέσουν και αρνητικές συνέπειες στην κοινωνία. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι επιστήμονες και μηχανικοί που κατασκευάζουν πυρηνικά όπλα. Αν και κατανοούν τα αποτελέσματα που έχει η χρήση των όπλων που κατασκευάζουν, ταυτόχρονα τρέφουν συναισθήματα αγάπης γιαταδημιουργήματάτουςκαισεβασμούγια τη δύναμή τους.
Η έρευνα για πολλούς τομείς δεν περιορίζεται σε πειράματα που εκτελούνται εντός ενός εργαστηρίου. Πολλές μελέτες μπορεί να βασίζονται στην εύρεση και ανάπτυξη θεωρητικών μοντέλων που απαιτούν τη διερεύνηση πιθανών λύσεων. Άλλοι επιστημονικοί κλάδοι στηρίζονται στην επί τόπου έρευνα εκτός του εργαστηρίου, όπως είναι οι τοπογράφοι, οι περιβαλλοντολόγοι και οι ωκεανολόγοι.
Η μελέτη των εργαστηρίων ανέδειξε άγνωστες πτυχές της επιστημονικής έρευνας. Μελετήθηκε ο τρόπος εργασίας των επιστημόνων, τα βήματα που ακολουθούνται για την εξαγωγή των συμπερασμάτων, οι δυσκολίες και οι επιρροές που δέχονται. Προβλήθηκαν οι διαφορές στον τρόπο εργασίας, στις αντιλήψεις και στην ηθική των διαφόρων επιστημόνων. Αναδείχθηκε η σημασία της κοινωνικοποίησης των επιστημονικών ομάδων, ώστε μέσω της συζήτησης να βελτιωθεί η επικοινωνία και η καλύτερη πληροφόρησή τους.