2
3
ISBN: 978-960-99765-0-3 Ψηφιακή έκδοση (e-book) του Περιοδικού Γραµµάτων και Τεχνών Βακχικόν www.vakxikon.gr Μαραθώνος 36, 122 44 Αιγάλεω e-mail : info@vakxikon.gr 2011 Ζ.. Αϊναλής & Εκδόσεις του Περιοδικού Βακχικόν Σειρά: Βακχικόν Ποίηση - 4 Πρώτη Έκδοση: Μάρτιος 2011 Υϖεύθυνος Σειράς: Νέστορας Ι. Πουλάκος Εϖιµέλεια Έκδοσης: Ζ.. Αϊναλής Σχεδίαση Εξωφύλλου: Χρήστος Αϊναλής Γραφιστική Εϖιµέλεια: Στράτος Π. Αϖαγορεύεται η αναϖαραγωγή του συνόλου ή τµηµάτων του ϖαρόντος έργου µε οϖοιονδήϖοτε τρόϖο και η µετάφρασή του ή διασκευή του ή εκµετάλλευσή του µε οϖοιονδήϖοτε τρόϖο αναϖαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, όϖως ορίζουν οι διατάξεις του ν. 2121/1993 και της ιεθνούς Σύµβασης Βέρνης-Παρισιού, η οϖοία κυρώθηκε µε το ν. 100/1975. 4
Ζ.. Αϊναλής Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΣΙΒΑΣ Βακχικόν 2011 5
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΠΟΙΗΣΗ Ηλεκτρογραφία, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2006. Αποσπάσματα, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2008. ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Antonin Artaud, «Εξέγερση και Ουτοπία», Πλανόδιον, τ. 49, Αθήνα, 2010 (σε συνεργασία με τους Ήλιο Chailly & Ειρήνη Παπαδοπούλου). Ρομαντική Αισθητική. Οι ποιητές των Λιμνών και η Σχολή της Ιένα, Κριτική, Αθήνα, 2011 (σε συνεργασία με τον Μιχάλη Παπαντωνόπουλο). 6
Ζ.. Αϊναλής Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΣΙΒΑΣ 7
8
Καὶ βασίλισσα Σαβὰ ἤκουσεν τὸ ὄνοµα Σαλωµὼν καὶ τὸ ὄνοµα κυρίου καὶ ἦλθεν ϖειράσαι αὐτὸν ἐν αἰνίγµασιν Βασιλειών Γ, 10.1 And the Queen rejoiced, and she went forth in order to depart, and the King set her on her way with great pomp and ceremony. And SOLOMON took her aside so that they might be alone together, and he took off the ring that was upon his little finger, and he gave it to the Queen, and said unto her, "Take [this] so that thou mayest not forget me. And if it happens that I obtain seed from thee, this ring shall be unto it a sign; and if it be a man child he shall come to me; and the peace of God be with thee! Whilst I was sleeping with thee I saw many visions in a dream, [and it seemed] as if a sun had risen upon ISRAEL, but it snatched itself away and flew off and lighted up the country of ETHIOPIA; Kebra Nagast, XXXI 9
10
«Τα δάχτυλα των ψηφοφόρων ϖρέϖει να κοϖούνε αϖό τη ρίζα», µου είϖες, και ϖήρες να ταξιδεύεις σε µιαν άγνωστη θάλασσα εγώ σ έβλεϖα να βαδίζεις στα κύµατ ατάραχη το στήθος χαµαιλέοντα το άσϖρο του αφρού των και ϖέφταν τα δόντια αϖό το στόµα µου σαν όξινη βροχή στην ϖεριφέρεια των βηµάτων σου. Ι Σε είδα τότε να σκύβεις και να µαζεύεις υγρή σταγόνα-σταγόνα τη θάλασσα. Εισακουσθήκαν οι ϖροσευχές µου, ψιθύρισα, κι έκανα να ευχαριστήσω µάταια ένα µελάνωµα στην άκρη του θόλου τόσο ήθελα ν αφήσω την καρδιά µου να χτυϖήσει ξανά. Είχα βαρεθεί να µετρώ µε το µάτι τις µύτες των άστρων, να κουλουριάζοµαι ευρυγώνιος στον ϖήχη του άβακα, να τρυϖώ µε διαβήτες το θόλο χαράσσοντας σχέδια. Ήθελα ν ανοίξω τα χέρια σταυρό ζητώντας τον θεό-κεραυνό, να ϖέσω στα τέσσερα και να ϖροσκυνώ µια συνείδηση άλλη, έξω αϖό µένα, µια θάλασσα φως. Πέρασα τη ζωή µου µες στ αυτοκίνητα και τ αεροϖλάνα, είδα τα λεϖτά µου να τρώγονται αλεσµένα στις µυλόϖετρες των διοδίων την µαγγανεία των τελωνείων τα καυλωµένα τυφέκια και τα µυδραλιοφόρα. Είδα δέντρα να φυτρώνουνε, ν ακµάζουνε, ν αναϖαράγονται και να ϖεθαίνουν. Είδα το χρόνο να τρώγεται και να γίνεται άµµος. Πέρασα ϖάνω αϖό τις ϖολιτείες ουρανοµήκης, έξω αϖ τους ανθρώϖους, σαν τον Πρωτέα, υϖοκαθιστώντας τον χρόνο µου µε τον χρόνο τους. ιέθεσα όλο το χρόνο ϖου είχα για να ζήσω µακριά αϖ τον εαυτό µου αναζητώντας τον εαυτό µου. Τώρα δεν έχω τίϖοτα για να εγκαταλείψω. Μόνο τη σιωϖή. Κι εκείνη δική σου. 11
ΙΙ Ήρθες στολισµένη ϖετράδια βαρύτιµα κι αρώµατα µύρα και ξοϖίσω σου το όραµα ασθµαίνοντας και κοντανασαίνοντας ολόκληρος θίασος σαλϖιγκτές και αυλήτριδες ϖολύβουος συρφετός µες στα ϖόδια σου τσιρκολάνοι και ϖρίγκιϖες. Κι εσύ να κρύβεσαι αναµεταξύ τους κρατώντας δυο φορές την ανάσα σου ϖριν µιλήσεις κι αναµετρώντας τη γλώσσα σου µέσα σε ϖύργους αιµάτινους και κάστρα αϖό σάρκα χαµογελώντας δυστυχισµένα τη γλώσσα µου. Κι έφυγες. Όϖως ήρθες. Μυστήριο µειδίαµα. Οι υϖοτακτικοί ετοιµάζαν ολοκαυτώµατα σ έναν ξένο θεό. Σαράντα µέρες και σαράντα νύχτες και ϖηγαινέλα κι ιµατισµοί και βρώµατα και οινοϖοσίες κι οι οινοχόοι να εναλλάσσονται µεθυσµένοι τρεκλίζοντας έναν ξένο θεό ϖου αϖαγόρευε τα ειδωλόθυτα της σάρκας σου και τη γυναίκα του κτήνους και το τέκνο του κτήνους και το οκτώ της οκτάνας ικρίωµα και οι µέρες εξέϖνεαν τριϖοδίζοντας κι αλαφιάζοντας το έσχατο λίκνισµα του αέρα ανάµεσα της κουνουϖιέρας και του κορµιού σου το µελανό σηµάδι και το µίασµα ϖου ανάτελλε. Και µου δόθηκες το κορµί σου και κάρϖισε. Ξεχέρσωσα τη σϖορά σου θυµίαµα και βλάστησε ϖόνος και αίµα και κλάµα. Κι έφυγες. Όϖως ήρθες. Χωρίς να µείνει τίϖοτ αϖό σένα ο ϖόνος. 12
Κρέµασα την καρδιά µου σε τριακόσια δόρατα χρυσά ελατά να σε ξορκίσω και να σ εξαργυρώσω. Έξω η νύχτα σάλϖιζε τη µέρα. 13
III εν ήµουν εγώ ϖου µιλούσε. Άλλωστε κατά κάϖοιο τρόϖο εγώ ϖοτέ δεν υϖήρξα. Κι οι ρήσεις µου χωρίς οστά και σάρκα συνέχιζαν να υϖάρχουν έξω αϖό µένα. Και τότ ερχόνταν οι φωνές και ροκανίζαν το µυαλό µου και φώναζα τους αυλικούς στην µοναξιά του τέµϖλου και έσκιζα τα ρούχα µου κι έγδερνα τις ϖαρίες και ϖασϖατεύοντας κάρβουνο ψυχή ταλάνιζα τα λόγια και υϖαγόρευε φωνή, άλλη, έξω αϖό µένα: εν έχω βιώµατα. Η ζωή µου είναι ένα ϖοτάµι ϖεριστατικών. Το ϖοτάµι κυλάει, κυλάει κι εγώ µέσα του ϖηγαίνω όϖου µε ϖάει. Το ϖοτάµι δεν έχει σηµεία αναφοράς. εν έχει, ας ϖούµε, ένα βράχο αϖό τον οϖοίο να µϖορώ να γαντζωθώ καθώς ακολουθώ άβουλα τη ροή του ϖοταµού. Έναν βράχο ϖου να µϖορώ να ϖιαστώ και µε κόϖο να ανασύρω ολόκληρο το κορµί µου αϖό τη ρευστότητα του ϖοταµού. Όχι. Μία ατελείωτη ϖοτάµια οδός, χωρίς βράχια, χωρίς εϖιϖλέοντα αντικείµενα, χωρίς κορµούς δέντρων, χωρίς ίχνος ζωής. Μες στο ϖοτάµι δεν βρίσκεται ούτε ένα ψάρι. Παρατηρώ τον εαυτό µου καθώς το ϖοτάµι µε ϖαρασέρνει, χωρίς να χάνω στιγµή την ικανότητα ενώ ϖαρασέρνοµαι να αντιλαµβάνοµαι ότι ϖαρασέρνοµαι, αλλά µες στο ϖοτάµι δεν µϖορώ τίϖοτα άλλο να ϖαρατηρήσω. Αρχικά αυτό µε ξενίζει. Το ϖοτάµι θα έϖρεϖε να κατοικείται αϖό ψάρια, αµφίβια, βίδρες (ίσως), µία δική του χλωρίδα να αναφύεται στο βυθό του και να λικνίζεται στην κίνηση των νερών του, µία δική του ϖανίδα να κατοικεί τις όχθες του, έντοµα και κουνούϖια, το φθινόϖωρο ξεραµένα φύλλα να εϖιϖλέουν στην εϖιφάνεια του ϖαρασυρµένα αϖ τον αφρό των δινών του. Κι όµως όχι. Στο ϖοτάµι ϖέρα αϖό µένα δεν υϖάρχει τίϖοτε άλλο ϖου να µαρτυρεί µια ζωντανή ϖαρουσία. Υϖό µία έννοια το ϖοτάµι είµαι εγώ. Αλλά ϖοιος είµαι εγώ όταν δεν µϖορώ να σταθώ σ ένα συγκεκριµένο σηµείο και να ϖαρατηρήσω έξωθεν τη διαδροµή; 14
Με κάτι τέτοια υλικά άρχονται και ϖερατώνονται οι ψαλµοί. Το ξέρω αϖό ϖρώτο χέρι. Πόσες και ϖόσες φορές δεν µ έβαλε ο ϖατέρας µου ν αϖοστηθίσω ψόφιους στίχους; Και τι έφταιγα γω για κείνον; Για τη δική του άρνηση, για τα δικά του όχι; Για τη δική του µίζερη σιωϖή, για την υϖοταγή του; Για το σκυφτό κεφάλι του, για την ϖαραίτηση του; Εσύ στεκόσουν σιωϖηλή ανεξιχνίαστη σαν στήλη άλατος καραδοκώντας µε κοιτούσες. 15
Εγώ ο φτωχός ο Σαλωµών υιός αυίδ υιού Σαλωµών και εγγονού του δεµένος στην ϖάροδο των ονοµάτων [ / δεν ήµουν ϖάντοτ ο σοφός] φυλώντας ξένα αρχοντικά και κατουρώντας στις γωνίες άγγελος εκϖεσών µικρός ϖολύ µικρός φερέφωνο θανάτου σε ϖόλεις δίχως δάση σκοτεινές αραχνιασµένος ήλιος τριάντα χρόνια άεργος να βρίζοντας οληµερίς το σύµϖαν τον ρεµϖεσκέ ανάξιο εαυτό µου µισώντας το µισό µου κακιώνοντας γυρεύοντας αρνούµενος µιζέρια καραδοκώντας χάραµα ϖώς να τρυϖώσω κόσµο να τρέχοντας να κλαίγοντας ηµικρανία στα µάτια θολό το βλέµµα υδαρή ϖου ψάχνοντας στον κόσµο κάτω αϖό αϖοβάθρες γέφυρες όνειρα γόνιµα ϖουλιά µες σε χηµείες τέρατα ναρκωτικά ακριβά µϖάφους τσιγαριλίκια και ϖοταµούς ϖοτά τις νύχτες ϖου να σέρνοµαι τα ϖόδια µου στους δρόµους ξερνώντας στα διαστήµατα τον θλιβερό εαυτό µου τα σϖλάχνα µου τους ϖνεύµονες τη σϖλήνα τους νεφρούς µου οδοκαθαριστές σαρώνοντας στις ράγες το εγώ µου Εγώ ο φτωχός ο Σαλωµών υιός αυίδ υιού Σαλωµών και εγγονού του δεµένος στην ϖάροδο των ονοµάτων να µε κλωτσούνε στ αχαµνά άσϖλαχνα µούλικα ϖαιδιά εγώ ϖου εϖέζησα ένα χειµώνα θάνατο να κατουρώντας αίµα και να γυµνώνοντας τον ϖούτσο µου τη νύχτα στις κυρίες χίλιες γυναίκες! Χίλιες γυναίκες θάνατος αργός ένα χειµώνα θάνατο να φτύνοντας το αίµα και να γυµνώνοντας τα λόγια µου κουκούτσια µες το στόµα να φτύνοντας τα δόντια σάλια να καρφώνοντας τέσσερις τοίχους φυλακή το θάνατο στο στήθος κρεµώντας τα ϖουκάµισα να ϖέφτουν οσονούϖω ϖοια θέρµανση ανάσες µου καϖνός µες τις ϖαλάµες ϖοιο κρύο να ϖαλεύοντας καµιά φωτιά στο στήθος να ζεστάνεις ϖοιος άρτος εϖιούσιος να ζητιανεύεις µες το στόµα και να χωνεύεις τη χολή το φτωχικό σου γεύµα λίγο νερό ναρκωτικό και σοκολάτα ϖαξιµάδι µαρκάρισµα στα χείλη η καύτρα το σηµάδι IV 16
Εγώ ο φτωχός ο Σαλωµών υιός αυίδ υιού Σαλωµών και εγγονού του δεµένος στην ϖάροδο των ονοµάτων να σέρνοµαι άγνωστα χέρια αφεντικά τυφλά ϖου ν αγαϖώντας σϖάταλα και σα γερό-λαδάς µισώντας ϖ αγάϖησα ϖου ϖίστεψα και ϖόνεσα κι αγάϖησα ξανά χορεύοντας τους ίσκιους στο ηµίφως να κυνηγώντας τρέχοντας ϖοιο φως ϖοιο φόρεµ άλικο ραχιτικές σκεϖές αερικό ϖου να ϖετά στις καµινάδες ένα χορό αστέρια µες τη νύχτα και τα µαλλιά ξανθά να χύνονται στους ώµους ο τυφώνας να χύνοµαι στον άνεµο δάκρυα άδεια αγκαλιά ϖου κυνηγώντας να τρέχοντας δίχως κανένα µέτρο ϖάθος ϖόσα οράµατα χαµένες ψευδαισθήσεις και ϖόσες νύχτες έρηµος σε στάσεις λεωφορείων και ϖόσες ϖόλεις έρηµος τις νύχτες στις γωνίες και ϖοια ϖαράθυρα κλειστά µες τη βροχή να τρέµω ϖοια µάτια ξένες γυναίκες µακρινές το γάλα τ αγωγιάτη ϖοια στύση στο καυλί τον ϖόνο της εσϖέρας ϖοια χέρια στα γόνατα αγκαλιάζοντας στο στήθος ϖοιου εαυτού σκιά µου; Εγώ ο φτωχός ο Σαλωµών υιός αυίδ ένα ϖρωί γυµνό ϖου βρήκανε το ϖτώµα µου στο δρόµο 17
V Και τότε ήρθες κεραυνός εκκένωση και άδειασε το σώµα. Στέγνωσαν όλα τα υγρά και έκατσε το αίµα. Και ϖήρε η ϖαλιά ϖληγή να σβήνει λίγο-λίγο. Κι έγινε η κραυγή συνείδηση κι αρθρώθηκε φωνή. Και τα τελώνια φεύγαν άτακτα και στο µυαλό ανέτειλ ησυχία. Και κρέµασ o ήλιος ουρανό το φως ωκεανό. [Θέλησ αϖλά να κλέψω το φεγγάρι θέλησα να γυρίσω στη λατρεία του ήλιου και της σελήνης στα θερµά χρώµατα και την ϖανδαισία της ζέστης να ζεστάνω τα χέρια µου στο κονίαµα των ειδώλων και να λατρέψω γυµνή τη µορφή σου. Να φτύσω στα µούτρα το Θεό των ϖατέρων το µοσχάρι χρυσό και της θυσίας το αίµα. Σκέψου: η έρηµος στιλϖνή και το ϖλατύ φεγγάρι σκέψου: τα ϖέλµατα έκθετα να εκτείνονται στον ήλιο σκέψου: την άνοιξη στεγνή και τα τσακάλια νύχτα.] [έϖεσα δυο φορές να κοιµηθώ και τρεις να εκσϖερµατώσω] [δεν έµειν αϖωθηµένο στερεό εγώ να θεµελιώσω] [δεν σ εκδικούνε ϖια οι φωνές δεν σε στοιχειώνουν οι ίσκιοι] 18
[νεκρός Θεός ϖατέρας θάνατος κι οι τύψεις κι η χολέρα] Κι ανάβλεψα τον µέσα άνεµο και γύρισα και είδα ϖρώτη φορά σιωϖή ϖεϖοίθηση ηρεµία. Κι έφυγες κι ο ήλιος έφυγε τη χώρα. [θυµήσου και τον Συµεών στο τέλος! κι αν αγρυϖνώντας θάνατος αξίωσε την ϖέτρα; κι αν νύχτα κι αν σιωϖή κι αν σοροκάδα φρίκη;] 19
VI Ρε συ ϖατέρα ξέρεις κάτι δεν καταλαβαίνω γιατί αρνείσαι να ϖεθάνεις Ακόµη αναρωτιέσαι για τον Αβεσσαλώµ θρηνείς Αναρωτιέµαι αλήθεια Ο Αδωνίας ϖήρε να σφάζει κιόλα αρνιά και ϖρόβατα και µόσχους Τι ϖεριµένεις δηλαδή; Στο τέλος θα σφαχτούµε όλοι αναµεταξύ µας. Θα τρέχουµε όλοι ϖαραλοϊσµένοι εϖάνω σε µουλάρια του Άµνωνα το ϖτώµα ϖελεκηµένο θα σαϖίζει κι ούτε ένας δεν θα βρεθεί ούτε ένας! µ ακούς; να κλάψει. Βιτρίνες να σϖάνε ϖέτρες χέρια να εκτείνονται µϖουκάλια θα λαµϖαδιάζουν οι υϖοτακτικοί σου ένας-ένας και θα ολοκαυτώνονται. Θα εξεγείρετ η Χεβρώνα σύσσωµη στις φλόγες και οδοφράγµατα σφεντόνες. Τι ϖεριµένεις δηλαδή; Κοιµήσου ϖατέρα. ώσε ϖια την ευλογία σου, ϖατέρα, και κοιµήσου. 20
Σ αφήνω τώρα. Αρκετά ασχολήθηκα µαζί σου. Με καρτερεί ο γιος µου στη γωνία. (ϖρέϖει κι εγώ κάϖου στο ενδιάµεσο να ζήσω) 21
VII εν θ αϖοστρέψω Ροβοάµ το ϖρόσωϖο αϖό σένα. Είσαι κι εσύ της σάρκας µου ϖαιδί. Είσαι όµως µικρός ϖολύ και δεν αρκείς, το ξέρεις, µαύρισε τόσο καιρό η καρδιά και στένεψε ο νους µες στο ηµίφως τα σκατά και τη σαϖίλα της Σιών τη φτήνια τις ϖοµϖές τις µηχανορραφίες τη διαϖλοκή τα σκάνδαλα τις ϖατρωνίες την ενοχή σιωϖή της Ιερουσαλήµ ϖτώµα ϖου ζέχνει θάνατο ϖληγή στο σώµα ετοιµοθάνατου κράτους λεϖρού µϖαταρισµένου. Πρέϖει να στείλω στο Σαβά τον Νάθαν ϖρέϖει να βρει τον Μενελίκ. 22
VIII Αϖό την άλλη, τι; Θα κάνω κι εγώ αυτά ϖου έκαν ο αυίδ; Έχει το δαχτυλίδι, τη σφραγίδα µου είναι το σϖέρµα µου έχει την Κιβωτό τι ϖεριµένει; Μην ϖεριµένεις άνθρωϖο µικρό να αξιώσει όσα της µοίρας δάνεια είναι δική του τώρα η µνήµη και το ξέρει ϖρέϖει ϖως είναι γιος δικός µου και δικός Της (Κι έφυγες κι ο ήλιος έφυγε τη χώρα) Τοῖς ϖᾶσιν χρόνος, καὶ καιρὸς τῷ ϖαντὶ ϖράγµατι ὑϖὸ τὸν οὐρανόν. καιρὸς τοῦ τεκεῖν καὶ καιρὸς τοῦ ἀϖοθανεῖν, καιρὸς τοῦ φυτεῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκτῖλαι ϖεφυτευµένον, καιρὸς τοῦ ἀϖοκτεῖναι καὶ καιρὸς τοῦ ἰάσασθαι, καιρὸς τοῦ καθελεῖν καὶ καιρὸς τοῦ οἰκοδοµῆσαι, καιρὸς τοῦ κλαῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ γελάσαι, καιρὸς τοῦ κόψασθαι καὶ καιρὸς τοῦ ὀρχήσασθαι, καιρὸς τοῦ βαλεῖν λίθους καὶ καιρὸς τοῦ συναγαγεῖν λίθους, καιρὸς τοῦ ϖεριλαβεῖν καὶ καιρὸς τοῦ µακρυνθῆναι ἀϖὸ ϖεριλήµψεως, καιρὸς τοῦ ζητῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ ἀϖολέσαι, καιρὸς τοῦ φυλάξαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκβαλεῖν, καιρὸς τοῦ ῥῆξαι καὶ καιρὸς τοῦ ῥάψαι, καιρὸς τοῦ σιγᾶν καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν, καιρὸς τοῦ φιλῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ µισῆσαι, καιρὸς ϖολέµου καὶ καιρὸς εἰρήνης. 23
Καιρός του τεκείν, καιρός του φυτεύσαι, καιρός του φιλήσαι στο γύψο Τώρα Καιρός Του Μισήσαι Καιρός Του Πολέµου. γιε µου, Υϖάρχουν ϖράµατα ϖου ϖρέϖει, θέλεις δε θέλεις, να τα ϖράξεις. 24
Τόσο καιρό ϖροσµένω θάνατο αϖ το χέρι σου να µ αϖοκαθηλώσεις. Έφυγες ϖριν να γεννηθείς και τώρα έχεις ϖετάξει. Μην ϖεριµένεις, γιε µου, ϖια στο νάρθηκα µϖες στο ιερό και σφάξε. Μην ϖεριµένεις συµβουλές ο νους έχει γεράσει. Εγώ δεν είµαι ο αυίδ βδέλλα ν αγκιστρωθώ στο σκήϖτρο. Άνοιξε τις ϖαλάµες σου και ϖάρε αυτά ϖου σου χουν τάξει. Άρϖαξε λίθους τίµιους κι αρώµατα και µύρα και µετάξι. IX Μονάχα, γιε µου, να χαρείς, µην αναµένεις ευσεβής τα γηρατειά να κάνουνε το χρέος τους να µε ξεκάνουνε αργά στον ϖνιγηρό ιστό τους. Τα γηρατειά δεν ϖράττουν, σήϖουν. Και τώρα ϖρέϖει ϖράξη. 25
ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΜΕΝΕΛΙΚ 1.) Και είδα και λέω και λέω και ϖιστεύω ό,τι ϖου είδα. 2.) Και είδα ότι όϖου να έχουνε ϖαρέλθει τρεις φορές εκατό ζωές ανθρώϖων κι όϖου να έχει αρχίσει να ξηµερώνει η εϖοχή της Μεγάλης Νύχτας. 3.) Και ήταν καιρός. 4.) Ότι τα ϖαιδιά του ανθρ[ώϖου] όϖου να έχουν αρχίσει να χάνουνε τα χαρακτηριστικά των. 5.) Και το κορµί των δεµένο την ϖαγωνιά και την υγρασία της νύχτας όϖου να έχει αρχίσει να κρουσταλλιάζει κι όϖου να µην ξεχωρίζει θερµοκρασία κι όϖου τα µάτια των να έχουνε γίνει τυφλά και λευκά και µεγάλα και να µην µϖορούν να ιδούν ό,τι να µην µϖορ[ούν] να κοιτάξουν. 6.) Κι όϖου να τρώνε ο ένας τον άλλο ότι λ[ίγη] η τροφή και οι ϖόλεις των όϖου να έχουν τώρα αϖό του αιώνος ϖαρακ[µάσει]. 7) Ότι αέναη η ϖεριϖλάνηση κι άσκοϖη. 26
8.) Κι όϖου να σήϖονται οι νεκυιόντες των έκθετοι υϖοκάτω του ουρανού τις τρεις φορές γ[εµάτο] το ϖρόσωϖο του Χρυσαυγού και τα όρνια και οι κύνες η σάρκα σφάγιο στο χώµα [κι εϖικλινής ο Κυνοκέφαλος τη λατρεία του κι ο ϖριµηκύρης ξεβράκωτος]. 9.) Ότι ϖου να µην έχει φαΐ και τα ζωντ[ανά] όϖου όσα να έχουν γλιτώσει της καταστροφής να έχουνε µάθει να κρύβουνται και ν αϖοφεύγουνε κακοτοϖιές και ενέδ[ρες]. 10.) Και είδα την βλάστηση άγρια όϖου να φυτρώνει ϖαντού και το χόρτο ϖικρό και τα δέντρα ϖου να µην δίνουν καρϖό. 11.) Και λίγο ϖου το νερό και λ[άσ]ϖ[η]. 12.) Και να βλέϖεις το άρρεν όϖου να σέρνεται έως του σκώληκος µε την κοιλία στο έδαφος κι όϖου να σταµατώντας τροµόϖληκτο και ϖειναλέο κι όϖου να οσµίζεται τον αέρα ηδέως έως του Κτήνους κι όϖου να γλείφει τη δρόσο υγρή αϖό τα βρύα και της µ[ούχλας] το υϖογάστριο. 13.) Κι όϖου να µαζεύει το θήλυ στα δέντρα το γάλα του κι όϖου να ϖίνει κι όϖου στα τέ[κνα] του να µην δίνει κι όϖου να ϖηδώντας αϖό το κλαδί στο ϖαρακείµενο και να φεύγοντας τις κραυγές τους άναρθρες και τα χέρια την ϖαράκληση υψωµένα κι ανήµϖορα. 27
14.) Ότι το άρρεν ϖοτέ να µην µένει για ϖολύ µε το θήλυ και το θήλυ να µην αντέχει του άρρενος και να φωνασκεί και να τεκνογονεί µόνο την ιαχή και να γεννούνται τα τέκνα φορές ϖολλές νεκρά και να σκίζει µε τα δόντια σάϖια τον ϖλακούντα του και να βυθίζοντας τα χέρια και άϖληστα να τρώει τη σάρκα νέα ζεστή και σϖαράσσουσα. 15.) Ότι να µην υϖάρχει τροφή. 16.) Και να βουρλίζεται το στοµάχι σελέµικο την καρδιά του ανθρώϖου. 17.) Κι όϖου όσα των γεννηµάτων να µεγαλώνουνε να µεγαλώνουν µονήρη και δίχως τεκόντες και οι τεκόντες όϖου δίχως γεννήµατα και τεκ[όντες]. 18.) Κι όϖου να µην έχει χώµα κανείς να σϖείρει ζωή. 19.) Ότι ο θάνατος ϖου να µεγαλώνει την ϖέτρα και να µετοικεί η σϖορά. 20.) Κι όϖου να µαθαίνουνε άϖαντες τον εχθρό κι όϖου να τροµοκρατώντας ο ένας τον άλλον τη σάρκα εχέµυθη. 28
21.) Και είδα και λέω εκείν όϖου είδα: ότι ο Ταύρος στην λίµνη του Ουρανού ν ανακινεί µε τα κέρατα του το ϖανάρχαιο Χρυσαυγό. Και ν αναταράσσονται της Νύχτας τα ύδατα κι όϖου να ξηµερώνοντας ανά τρεις νύχτες για τρεις ώρες ϖρώτη φορά µετά αϖό τρεις φορές εκατό ζωές ανθρώϖων. 22.) Και για τρεις ώρες σκιζόταν η Νύχτα στα δύο τελείως και το Χρυσαυγό λευκό έως του διάφανου και στο ανάµεσο ο οφθαλµός του Ηλίου να ψήνει το ϖρόσωϖο της Γης και να εκδικώντας. 23.) Και ο Άρης την Αφροδίτη στα τέσσερα. 24.) Και να φοβήται το θήλυ του ϖολεµιστή και µάχαιρα µικρή να µουνουχίζοντας ϖλανήτη. 25.) Και να γυρνώντας τα µάτια η κόρη στη µητέρα θάλασσα εκ θαλάσσης και να ξιφουλκώντας το ύδωρ. 26.) Κι όϖου να ϖαίρνει τ Αστέρι του δειλινού τα µάτια του αϖ τον κόσµο και να γυρίζοντας ϖαράκληση δυο χέρια τέµενος στη Νύχτα. 27.) Κι όϖου να κλείνει η Έσϖερος υγρή µητέρα µήτρα κι όϖου ν ανθίζοντας τον κόσµο έως του όντος το ρόδο υγρό και ϖεντάλφαδο. 29
28.) Ότι να κλαίει η σϖορά της Ηούς και να ολοφύρεται την ϖτώση του θήλεος. 29.) Και ήταν καιρός ότι το θήλυ στο θρόνο του κι ο ιδαλγός τη σϖορά του και στο χώµα του ο εξόριστος. 30.) Και είδα και λέω και λέω και ϖιστεύω ό,τι ϖου είδα ότι η κληρονοµία σου στη κληρονοµία σου κι ο Ήλιος στη χώρα του. 30
Παρίσι Οκτώβρης Νοέµβρης 2010 31
32
Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΚ ΟΣΗ (E-BOOK) Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΣΙΒΑΣ ΤΟΥ Ζ.. ΑΪΝΑΛΗ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 2011 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚ ΟΣΕΩΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟ ΙΚΟΥ ΒΑΚΧΙΚΟΝ www.vakxikon.gr ΤΗΝ ΕΚ ΟΣΗ ΣΧΕ ΙΑΣΕ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ 33
34
35
36
37