ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΗΜΙΟ ΑΘΗΝΨΝ ΦΟΛΗ ΝΟΜΙΚΗ, ΣΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗ «ΧΗΥΟ ΕΜΠΙΣΟΤΝΗ ΑΠΟ ΣΟ Β ΠΑΓΚΟΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ ΜΕΦΡΙ ΗΜΕΡΑ.» ΕΡΓΑΙΑ ΣΟ ΜΑΘΗΜΑ «ΕΥΑΡΜΟΓΕ ΔΗΜΟΙΟΤ ΔΙΚΑΙΟΤ» ΔΙΔΑΚΨΝ ΚΑΘΗΓΗΣΗ Κος ΑΝΔΡΕΑ Γ. ΔΗΜΗΣΡΟΠΟΤΛΟ ΕΤΓΕΝΙΑ Φ. ΣΑΤΡΟΠΟΤΛΟΤ (Α.Μ. 1340201000338) ΑΘΗΝΑ, 2014
ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟ ΚΕΥΑΛΑΙΟ ΠΡΨΣΟ ΣΟ ΚΟΙΝΟΒΟΤΛΕΤΣΙΚΟ ΤΣΗΜΑ I ΓΕΝΙΚΑ ΙΣΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ 1 Η ΓΕΝΝΗΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΣΤΞΗ ΣΟΤ ΚΟΙΝΟΒΟΤΛΕΤΣΙΜΟΤ - ΣΟ ΑΝΣΙΠΡΟΨΠΕΤΣΙΚΟ ΚΑΙ ΣΟ ΚΟΙΝΟΒΟΤΛΕΤΣΙΚΟ ΤΣΗΜΑ 2 ΣΟ ΚΟΙΝΟΒΟΤΛΕΤΣΙΚΟ ΤΣΗΜΑ ΣΗΝ ΑΓΓΛΙΑ 3 ΜΟΡΥΕ ΣΤΠΟΙ ΚΟΙΝΟΒΟΤΛΕΤΣΙΚΟΤ ΤΣΗΜΑΣΟ II ΣΟ ΚΟΙΝΟΒΟΤΛΕΤΣΙΚΟ ΤΣΗΜΑ ΣΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1 ΣΑΔΙΑ ΕΞΕΛΙΞΗ ΣΟΤ ΚΟΙΝΟΒΟΤΛΕΤΣΙΚΟΤ ΤΣΗΜΑΣΟ : ΑΠΟ ΣΟΝ ΕΛΕΓΦΟ, ΣΗ ΔΙΑΣΗΡΗΗ ΚΑΙ ΣΕΛΙΚΑ ΣΗΝ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΣΗ ΚΤΒΕΡΝΗΗ 2 ΣΑ ΤΣΗΜΑΣΑ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΚΑΙ ΔΙΑΣΗΡΗΗ ΣΗ ΚΤΒΕΡΝΗΗ i. Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΣΗ ΚΤΒΕΡΝΗΗ : Η ΑΡΦΗ ΣΗ ΔΕΔΗΛΨΜΕΝΗ ii. Η ΔΙΑΣΗΡΗΗ ΣΗ ΚΤΒΕΡΝΗΗ ΣΗΝ ΕΞΟΤΙA : Η ΧΗΥΟ ΕΜΠΙΣΟΤΝΗ 1. ΓΕΝΙΚΑ 2. Η ΔΙΑΔΙΚΑΙΑ ΠΑΡΟΦΗ ΧΗΥΟΤ ΕΜΠΙΣΟΤΝΗ ΚΕΥΑΛΑΙΟ ΔΕΤΣΕΡΟ Η ΧΗΥΟ ΕΜΠΙΣΟΤΝΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕ ΚΤΒΕΡΝΗΕΙ ΑΠΟ ΣΟ Β ΠΑΓΚΟΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ ΜΕΦΡΙ ΗΜΕΡΑ I ΠΕΡΙΟΔΟ ΕΜΥΤΛΙΟΤ ΠΟΛΕΜΟΤ (1944-1949) II ΑΠΟ ΣΟ ΣΕΛΟ ΣΟΤ ΕΜΥΤΛΙΟΤ ΠΟΛΕΜΟΤ Ψ ΣΗ ΧΗΥΙΗ ΣΟΤ ΤΝΣΑΓΜΑΣΟ ΣΟΤ 1952 (1949-1952) III ΣΟ ΚΟΙΝΟΒΟΤΛΕΤΣΙΚΟ ΤΣΗΜΑ ΤΠΟ ΣΟ ΤΝΣΑΓΜΑ ΣΟΤ 1952 (1952-1967) 1 Η ΑΔΤΝΑΜΙΑ ΤΜΒΙΨΗ ΜΕ ΣΟ ΒΑΙΛΙΚΟ ΘΕΜΟ 2 Η ΠΡΟΣΑΗ ΑΝΑΘΕΨΡΗΗ IV Η Γ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΣΙΑ (1974-1986) V Η «ΚΑΜΠΗ» ΣΟΤ 89 ΚΑΙ Ο «ΕΚΤΓΦΡΟΝΙΜΟ» ΣΟΤ 90 (1987-2000) 1
ΤΜΠΕΡΑΜΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΥΙΑ 2
ΠΡΟΛΟΓΟ Με αφορμή το μάθημα Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, η παρούσα εργασία πραγματεύεται το ζήτημα της ψήφου εμπιστοσύνης στην Ελλάδα και, πιο συγκεκριμένα, την εξέλιξη του θεσμού αυτού κατά την περίοδο μετά το πέρας του Β Παγκοσμίου Πολέμου και την αποκατάσταση του ελληνικού κράτους, ως και τη σημερινή εποχή. Πρέπει να σημειωθεί εξ αρχής ότι η διερεύνηση του ζητήματος κατά τη χρονική περίοδο αυτή αφορά αποκλειστικά και μόνο μία εκ των εκφάνσεων του θεσμού της ψήφου εμπιστοσύνης, αυτή της διατήρησης της κυβέρνησης στην εξουσία. Η έννοια, όμως, παρά την εδώ μονοδιάστατη εξέτασή της, κάθε άλλο παρά στατική είναι, αφού μέσα από τις επόμενες σελίδες στόχος είναι να διαφανεί η εξέλιξη του θεσμού μέσα από τις πολιτικές μεταβολές, την ποιοτική μεταβολή της Δημοκρατίας και του κοινοβουλευτικού συστήματος, οι οποίες αναπόφευκτα επηρεάζουν το περιεχόμενο του θεσμού, κάτι που με τη σειρά του μεταβάλλει ποιοτικά τον τρόπο ανάδειξης της κυβέρνησης. υνοπτικά, οι σταδιακές μεταβολές έγκεινται στην εξουσία του εκάστοτε ανώτατου άρχοντα και στο πώς αυτή ασκείται σύμφωνα με τις προδιαγραφές που θέτει το ύνταγμα, ενώ δεν θα ήταν υπερβολικό να διακρίνουμε σε δύο σημαντικές περιόδους την εξέλιξη του θεσμού στο σύγχρονο ελληνικό κράτος, οι οποίες σηματοδοτούνται με την επίλυση του πολιτειακού ζητήματος και την καθιέρωση της προεδρευομένης δημοκρατίας στη χώρα μας. 3
ΚΕΥΑΛΑΙΟ ΠΡΨΣΟ ΣΟ ΚΟΙΝΟΒΟΤΛΕΤΣΙΚΟ ΤΣΗΜΑ I. ΓΕΝΙΚΑ ΙΣΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ το κεφάλαιο αυτό επιχειρείται μία αναδρομή στις ιστορικές αιτίες που κατέστησαν σημαντικό το θεσμό της ψήφου εμπιστοσύνης, καθώς και μία θεωρητική ανάπτυξη του όρου, ο οποίος πέρασε από πολλά στάδια μεταβολής για να αποκτήσει, τουλάχιστον στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, τη σημερινή του σημασία. 1. Η ΓΕΝΝΗΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΣΤΞΗ ΣΟΤ ΚΟΙΝΟΒΟΤΛΕΤΣΙΜΟΤ - ΣΟ ΑΝΣΙΠΡΟΨΠΕΤΣΙΚΟ ΚΑΙ ΣΟ ΚΟΙΝΟΒΟΤΛΕΤΣΙΚΟ ΤΣΗΜΑ Πριν γίνει αναφορά στο κοινοβουλευτικό σύστημα, βασική προϋπόθεση που πρέπει να εξεταστεί είναι αυτή της ύπαρξης αντιπροσωπευτικού συστήματος διακυβέρνησης σε ένα κράτος. Σο αντιπροσωπευτικό σύστημα συνίσταται στην ύπαρξη αντιπροσώπων του Λαού, στην ύπαρξη, δηλαδή, Βουλής, η οποία θα ελέγχει αδιάκοπα την εκτελεστική εξουσία συλλογικώς (κοινοβουλευτικός έλεγχος) και θα δύναται, εκ μέρους και στο όνομα του Λαού, να απαιτεί τη λογοδοσία της Κυβέρνησης και των Τπουργών της για την οποιαδήποτε συμπεριφορά της. το χώρο της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, το αντιπροσωπευτικό σύστημα έχει σχεδόν ταυτιστεί με τον όρο «κοινοβουλευτικό σύστημα», αν και με τον πρώτο αναδεικνύεται περισσότερο το μέσο ενώ με το δεύτερο η βασική αρχή. Μία έκφανση αυτού, ο κοινοβουλευτισμός ή κοινοβουλευτικό σύστημα/πολίτευμα ή κοινοβουλευτική αρχή αναπτύχθηκε ως κύριο πολιτικό ιδεώδες κατά τη διάρκεια του 19 ου αιώνα ως δύναμη αντίρροπη και αντίμαχη προς τον αυταρχισμό και ως ένα μέσο καθιέρωσης της δημοκρατικής αρχής, με την οποία είναι στενότατα συνδεδεμένη. Ψς κοινοβουλευτικό σύστημα ορίζουμε μία έννοια με συγκεκριμένο περιεχόμενο. Η Κυβέρνηση, η οποία συν-αποτελείται από τον Πρωθυπουργό και τους Τπουργούς του, και η οποία διορίζεται από τον Αρχηγό του Κράτους, εξαρτάται από το Κοινοβούλιο, δηλαδή αναδεικνύεται και διατηρείται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ελεγχόμενη κατά τη διάρκεια του βίου της από τη μειοψηφία 1. Από τον 1 Βλ. Α.Γ. Δημητρόπουλος, Γενική υνταγματική Θεωρία, ύστημα υνταγματικού Δικαίου τόμος α, Εκδ. Αντ. Ν. άκκουλα, Αθήνα, 2004, σελ. 523. 4
ορισμό αυτό αναδεικνύεται η ύπαρξη τριών βασικών οργάνων, του αρχηγού του κράτους (είτε κληρονομικός είτε αιρετός), του Κοινοβουλίου και της Κυβέρνησης, η οποία είναι συλλογικό όργανο, τα μέλη του οποίου προέρχονται κατά κανόνα από το Κοινοβούλιο 2. Βασικό χαρακτηριστικό του συστήματος αυτού, και ο λόγος για τον οποίο έχει πλέον σχεδόν ταυτιστεί με την έννοια της δημοκρατίας, είναι η κοινοβουλευτική ευθύνη των Τπουργών ατομικά, αλλά και της Κυβέρνησης συλλογικά. Η κοινοβουλευτική ευθύνη συνίσταται στα εξής επί μέρους στοιχεία : το δικαίωμα της Βουλής να ασκεί διαρκή έλεγχο στους Τπουργούς (άρ. 70 παρ. 6 ΤΝ) μέσω των αιτήσεων καταθέσεως εγγράφων, αναφορών (άρ. 69 ΤΝ), ερωτήσεων, επερωτήσεων, σύστασης εξεταστικών των πραγμάτων επιτροπών (άρ. 68 παρ. 2 ΤΝ) την υποχρέωση των Τπουργών να λογοδοτούν ενώπιον της Βουλής (άρ. 69 εδ. β, 66 παρ. 3 ΤΝ) την υποχρέωση της Κυβερνήσεως και των Τπουργών να παραιτηθούν εφόσον στερηθούν της εμπιστοσύνης της Βουλής, με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρ. 84 παρ. 1-7 ΤΝ. Ο διαρκής κοινοβουλευτικός έλεγχος κάθε άλλο παρά περιοριστικός της ανεξαρτησίας της Κυβέρνησης είναι, η οποία είναι φορέας ξεχωριστός σε σχέση με τη Βουλή. Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος μάλλον ενώνει τους δύο φορείς, και, πιο συγκεκριμένα, η πολιτική ευθύνη. Η Κυβέρνηση δρα υπό ένα καθεστώς εντολής, από την οποία δεσμεύεται να ενεργεί κατά τρόπο που να εναρμονίζεται με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η Κυβέρνηση, δηλαδή, συντονίζει τη δράση της με βάση τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η οποία, με τη σειρά της, αντιπροσωπεύει τη θέληση και τα συμφέροντα του εκλογικού σώματος. Η διαπίστωση της ύπαρξης εμπιστοσύνης ανάμεσα στη Βουλή και την Κυβέρνηση μέσω της διενέργειας ψηφοφορίας στο Κοινοβούλιο αποτελεί ουσιαστικά τον έλεγχο ότι η τελευταία είναι πιστή στην πολιτική της ευθύνη. 2 Βλ. Α. Ι. Μάνεση, Πολιτική Ιστορία και σύγχρονοι πολιτικοί θεσμοί, α, κατά τις πανεπιστημιακές παραδόσεις του καθηγητή Α. Ι. Μάνεση, Εκδ. άκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1978, σελ 76 επ. 5
2. ΣΟ ΚΟΙΝΟΒΟΤΛΕΤΣΙΚΟ ΤΣΗΜΑ ΣΗΝ ΑΓΓΛΙΑ Ο κοινοβουλευτισμός, ως πολιτικό σύστημα, αποτελεί κατεξοχήν προϊόν της πολιτικής ιστορίας της Αγγλίας. ε μία προσπάθεια περιορισμού της βασιλικής αυθαιρεσίας, η οποία θεμελιωνότανε και νομικά στο ανεύθυνο του βασιλιά («The King can do no Wrong»), εισήχθη στο Αγγλικό Κοινοβούλιο για πρώτη φορά το σύστημα ευθύνης των συμβούλων υπουργών αυτού, οι οποίοι έφεραν ευθύνη ατομική και ποινική για τις πράξεις τους. Η Επανάσταση του 1688 αποτέλεσε καμπή στην πορεία ανάπτυξης του κοινοβουλευτισμού, αφού μετά το πέρας αυτής καθιερώνεται για πρώτη φορά και η κοινοβουλευτική ή πολιτική ευθύνη των Τπουργών, η οποία συνοδεύεται από περιορισμό των περιπτώσεων ποινικής δίωξης τους 3, ενώ παράλληλα συντελείται σταδιακά και μία εμφανής μείωση των εξουσιών του βασιλιά. Αναπτύσσεται κατ αυτόν τον τρόπο μία πρακτική, μία «συνθήκη του πολιτεύματος» θα λέγαμε, σύμφωνα με την οποία ο αρχηγός του κράτους (εδώ ο βασιλιάς) υποχρεούται να αναδείξει ως Τπουργούς του τα μέλη εκείνα του Κοινοβουλίου, τα οποία χαίρουν της εμπιστοσύνης της Βουλής. Αυτά, μάλιστα, καλούνταν να παραιτηθούν όταν η εμπιστοσύνη αυτή αποσυρόταν από το πρόσωπό τους. ε κάθε περίπτωση, αυτό που παρατηρείται είναι ακριβώς μία προσπάθεια μείωσης των εξουσιών του βασιλιά, η οποία με τη σειρά της εμπίπτει σε μία ευρύτερη διαμάχη για πολιτική υπεροχή ανάμεσα στο βασιλιά και το Κοινοβούλιο. Η κυβέρνηση της χώρας υπήρξε «το μήλο της έριδος» 4 μεταξύ των δύο αυτών θεσμών στην Αγγλία πολύ περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, γι αυτό άλλωστε και οι ραγδαίες εξελίξεις στον τομέα. 3. ΜΟΡΥΕ ΣΤΠΟΙ ΚΟΙΝΟΒΟΤΛΕΤΣΙΚΟΤ ΤΣΗΜΑΣΟ Μπορεί κοιτίδα του κοινοβουλευτικού συστήματος στην Ευρώπη να υπήρξε η Αγγλία, παρ όλ αυτά ο κοινοβουλευτισμός εξαπλώθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο και εφαρμόστηκε σε κάθε περίπτωση κατά τρόπο αρμονικό προς τις πολιτικές ανάγκες κάθε κράτους. Σα διάφορα κοινοβουλευτικά μορφώματα που προέκυψαν, λοιπόν, αποτελούν απαύγασμα δεκαετιών πολιτικής πρακτικής, και όχι απλά θεωρητικά κατασκευάσματα. 3 Βλ. P. Ardant, Instit. Politiques, σελ. 238, όπ. σημειώνεται ότι η διαδικασία του Impeachment εφαρμόστηκε για τελευταία φορά το 1806 στην περίπτωση του Lord Melville. 4 Βλ. Γενικά Scmidt, Die Prinzipien des Parliamentarismus και Kelsen, Vom Wesen und Wert der Dempokratie. 6
Διακρίνουμε, λοιπόν, τα εξής συστήματα : To δυαδικό ή ορλεανικό σύστημα, όπου ο κανόνας της ευθύνης των Τπουργών ίσχυε τόσο απέναντι στο Κοινοβούλιο όσο και απέναντι στον Αρχηγό του κράτους. Σο μονιστικό σύστημα, το οποίο αποτελεί και τον κανόνα στα σύγχρονα κοινοβουλευτικά συστήματα και το οποίο συνίσταται στην ευθύνη των Τπουργών μόνο απέναντι στο Κοινοβούλιο. Η εκλογίκευση του κοινοβουλευτικού συστήματος, που συνίσταται στην γραπτή κατοχύρωση εντός του ανώτατου νόμου του κράτους του κοινοβουλευτικού συστήματος, καθώς και των τρόπων άσκησης αυτού. Ο πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός, ο οποίος τείνει να προκαλέσει μία σύγχυση ανάμεσα στις δύο εξουσίες, αφού προβλέπει ότι ένα κόμμα ή συνασπισμός κομμάτων εξασφαλίζει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα ο βίος της Κυβέρνησης να τερματίζεται με τη λήξη της βουλευτικής περιόδου. Το κοινοβουλευτικό ςφςτθμα αμζςου διαγνϊςεωσ εμπιςτοςφνθσ, ςτο οποίο κάκε νζα Κυβζρνθςθ οφείλει να ηθτιςει ψιφο εμπιςτοςφνθσ από τθ Βουλι αμζςωσ μετά τθν ανάδειξι τθσ (Ελλάδα, Ιταλία, Γερμανία, Βζλγιο κτλ). II. ΣΟ ΚΟΙΝΟΒΟΤΛΕΤΣΙΚΟ ΤΣΗΜΑ ΣΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 5 Όπως και στα υπόλοιπα κράτη της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, έτσι και στην Ελλάδα το κοινοβουλευτικό σύστημα υπέστη ζυμώσεις υπό τον ιδιαίτερο εθνικό πολιτικό χαρακτήρα της χώρας. Μπορεί στην Ελλάδα να μην εμφανίστηκαν με την ίδια ένταση οι κοινωνικές αντιθέσεις, όπως σε άλλες χώρες του δυτικοευρωπαϊκού χώρου, και σε αυτή, όμως, κυριαρχεί, κατά την πρώτη φάση διαμόρφωσης, μία συνεχής σύγκρουση βασιλιά και κοινοβουλίου. Η διάσταση αυτή εντείνεται μέσω της δημιουργίας μίας δυνατής ελληνικής αστικής τάξης, η οποία, αν και δραστηριοποιούταν κυρίως εκτός της ελληνικής επικράτειας, ήθελε ωστόσο τα συμφέροντα αυτής, τα οποία ήρθαν σε σύγκρουση με αυτά του βασιλιά, να αντιπροσωπεύονται δυναμικά στην ελληνική Βουλή. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι το ελληνικό ύνταγμα του 1844 υπήρξε πρωτοπόρο παγκοσμίως με την καθιέρωση της καθολικής ψήφου για τους άντρες και δείγμα της ιδιαίτερης εξέλιξης που θα ακολουθούσε το κοινοβουλευτικό σύστημα στην Ελλάδα. Η 5 Βλ. Α. Γ. Δημητρόπουλος, Γενική υνταγματική Θεωρία, ύστημα υνταγματικού Δικαίου, τόμος α, Εκδ. Αντ. Ν. άκκουλα, Αθήνα, 2004. 7
αντιπαράθεση βασιλιά και κοινοβουλίου, μάλιστα, πήρε ιδιαίτερη τροπή όταν, με την Επανάσταση του 1862, ο τότε βασιλιάς Όθωνας εκθρονίζεται, κατά την απουσία βασιλιά, μάλιστα, επικρατεί ένα πρώιμο κοινοβουλευτικό σύστημα, το οποίο υποδέχεται στην συνέχεια τον καινούριο βασιλιά σε μία ήδη διαμορφωμένη πολιτική κατάσταση. Σα έτη 1864-1875 χαρακτηρίζονται από μία σχέση σχετικά αρμονική ανάμεσα σε βασιλιά και λαό, οι ρήξεις, όμως, σε κοινοβουλευτικό επίπεδο δεν λείπουν, και είναι κυρίως πολιτικοί οι λόγοι που οδηγούν στο 1875 και τη διακήρυξη της αρχής της δεδηλωμένης από το Φ. Σρικούπη. Σο κοινοβούλιο ισχυροποιείται μια και καλή απέναντι στο μονάρχη και έτσι ξεκινά μία καινούρια περίοδος συνύπαρξης ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πολιτικούς πόλους. Παράλληλα, το 1875 σηματοδοτεί και την έναρξη μίας καινούριας περιόδου για τον κοινοβουλευτισμό, η οποία διήρκησε μέχρι το 1975 και χαρακτηρίστηκε από την έλλειψη γραπτής συνταγματικής πρόβλεψης όσον αφορά την ανάδειξη του Πρωθυπουργού και των υπουργών, με εξαίρεση τη διάταξη του άρ. 71 του υντάγματος του 1927, κατά την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει και παύει τους Τπουργούς μετά από πρόταση του Πρωθυπουργού. Σο 1975 συντελείται η πρώτη γραπτή αποτύπωση των κανόνων ανάδειξης στο ελληνικό ύνταγμα, και κάπως έτσι ξεκινά και μία καινούρια περίοδος για τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό. 1. ΣΑΔΙΑ ΕΞΕΛΙΞΗ ΣΟΤ ΚΟΙΝΟΒΟΤΛΕΤΣΙΚΟΤ ΤΣΗΜΑΣΟ : ΑΠΟ ΣΟΝ ΕΛΕΓΦΟ, ΣΗ ΔΙΑΣΗΡΗΗ ΚΑΙ ΣΕΛΙΚΑ ΣΗΝ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΣΗ ΚΤΒΕΡΝΗΗ 6 την Ελλάδα, η πρώτη περίοδος του κοινοβουλευτισμού αρχίζει με την ίδρυση και λειτουργία του πρώτου ελληνικού Κοινοβουλίου και Γερουσίας με το ύνταγμα του 1844. Η εξέλιξή του διακρίνεται σε τρεις φάσεις, οι οποίες συμπίπτουν και με τις τρεις διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήματος στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Η πρώτη φάση αφορά τον υποτυπώδη ελληνικό κοινοβουλευτισμό και διαρκεί από το 1844 μέχρι και την έξωση του Όθωνα από την Ελλάδα και το θρόνο το 1862, όποτε και το σύστημα εμφανίζεται σαν μέθοδος ελέγχου της Κυβέρνησης από το Κοινοβούλιο και τη Γερουσία, δίχως, όμως, την ύπαρξη εννοιών όπως ο πολιτικός έλεγχος 6 Βλ. Α.Γ. Δημητρόπουλος, Η Γένεση του Κοινοβουλευτικού υστήματος, π.α. 245, 380, 471, 487 επ. 8
και η πολιτική ευθύνη. Οι Τπουργοί ελέγχονται αστικά και ποινικά και το ύνταγμα προσβλέπει σε μία ισορροπία ανάμεσα σε μονάρχη και Κοινοβούλιο, η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ διαφορετική, με το μονάρχη να διατηρεί το «πάνω χέρι» στις σχέσεις του με την Κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο. Η δεύτερη φάση ονομάζεται περίοδος του πρώιμου κοινοβουλευτισμού και διαρκεί μέχρι και το 1875 (1862-1875). Ψς πρώιμο ή γνήσιο κοινοβουλευτικό σύστημα νοείται το σύστημα κατά το οποίο η Κυβέρνηση, αναδεικνυόμενη από τον ανώτατο άρχοντα εξαρτάται από το Κοινοβούλιο, δηλαδή διατηρείται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ελέγχεται από την κοινοβουλευτική μειοψηφία. Εδώ εισάγεται για πρώτη φορά στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό η κοινοβουλευτική ευθύνη της Κυβέρνησης και διαμορφώνεται ο κανόνας της παραίτησης των Τπουργών που δεν διαθέτουν την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου. Σέλος, και από το 1875 και ύστερα, με τη διακήρυξη της αρχής της δεδηλωμένης στην Ελλάδα αρχίζει μία περίοδος διαμόρφωσης του κοινοβουλευτικού συστήματος ως συστήματος ανάδειξης της Κυβέρνησης. 2. ΣΑ ΤΣΗΜΑΣΑ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΚΑΙ ΔΙΑΣΗΡΗΗ ΣΗ ΚΤΒΕΡΝΗΗ i. Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΣΗ ΚΤΒΕΡΝΗΗ : Η ΑΡΦΗ ΣΗ ΔΕΔΗΛΨΜΕΝΗ Για πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική σκηνή εμφανίζεται η αρχή της δεδηλωμένης το 1875, όπως διατυπώνεται από το νέο τότε πολιτικό Φαρίλαο Σρικούπη και όπως εκφωνείται από το βασιλιά Γεώργιο Α 7. το εξής, κυβέρνηση θα σχημάτιζε μόνον όποιος εξασφάλιζε την πλειοψηφία, με την έκφραση εμπιστοσύνης από το Κοινοβούλιο. Ουσιαστικά, ο Γεώργιος απεμπολούσε ένα προνόμιό του και καταργούσε το άρθρο του υντάγματος, που προέβλεπε ότι την κυβέρνηση διορίζει ο βασιλιάς. Ήταν η απάντηση στο πρόβλημα εκείνο που αφορούσε την ατελή κατοχύρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος από το ύνταγμα του 1864 και την κατάσταση που δημιουργήθηκε ακολούθως, κατά την οποί ο κοινοβουλευτισμός 7 Βλ. Παπαρηγόπουλος, Φαρίλαος Σρικούπης, στον τόμο «Παρουσίαση Φ. Σρικούπη», σελ. 138. 9
ίσχυε απλά ως πολιτικό κανόνας και όχι ως νομική επιβολή 8. Η ατελής αρχή της δεδηλωμένης συνίστατο στην ανάδειξη κυβέρνησης μειοψηφίας, σε περίπτωση έλλειψης ικανής προς δημιουργία Κυβέρνησης πλειοψηφίας. Η διατύπωση αυτή έδινε την ευκαιρία στο βασιλιά να διορίζει αυθαίρετα Κυβερνήσεις της αρεσκείας του. Η αρχή της δεδηλωμένης ήρθε να θεραπεύσει την ασάφεια αυτή και να συντελέσει στην εκδημοκρατικοποίηση του πολιτικού συστήματος. Πέρα όμως από τη διακήρυξη της αρχής της δεδηλωμένης το 1875, ούτε το ύνταγμα του 1927 (άρ. 71) ούτε αυτό του 1952 (άρ. 31)περιείχαν ρητά ολοκληρωμένη την αρχή. Μόνο με το ύνταγμα του 1975, έναν αιώνα, δηλαδή, αργότερα, διακρίνονται για πρώτη φορά οι περιπτώσεις κατά την οποία υπάρχει ή όχι δεδηλωμένη εμπιστοσύνη και θέληση του Κοινοβουλίου προς σχηματισμό Κυβέρνησης. Σο άρ. 37 προβλέπει ότι σε αυτή την περίπτωση, Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός της πλειοψηφίας. Η ρύθμιση, όμως, συνεχίζει να αναφέρεται στην ατελή αρχή της δεδηλωμένης, αφού και κατά το ύνταγμα αυτό, είναι δυνατός ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας, όταν δεν υπάρχει δεδηλωμένη στο Κοινοβούλιο. Η απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης εμφανίζεται για πρώτη φορά στο αναθεωρημένο ύνταγμα του 1986, στο άρ. 37 παρ. 2. Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του Κόμματος το οποίο διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Με τη διατύπωση αυτή, ο αρχηγός του κράτους δεσμεύεται ρητά όσον αφορά την επιλογή του Πρωθυπουργού, ενώ η διάταξη διακρίνει σε δύο βασικές εκδοχές της διαδικασίας. ύμφωνα με την παρ. 2, Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο διαθέτει στη Bουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Aν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Kυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Bουλής. την παρ. 3 ο συντακτικός νομοθέτης ορίζει ότι αν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος. Kάθε διερευνητική εντολή ισχύει 8 Βλ. Α. Μάνεσης, Εγγυήσεις Σήρησης του υντάγματος 2, Εκδ. Αντ. Ν. άκκουλα, Αθήνα 1991, σελ. 422. 10
για τρεις ημέρες. Aν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων και, αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Kυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής, επιδιώκει το σχηματισμό Kυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Bουλής για τη διενέργεια εκλογών και σε περίπτωση αποτυχίας αναθέτει στον Πρόεδρο του υμβουλίου της Eπικρατείας ή του Aρείου Πάγου ή του Eλεγκτικού υνεδρίου το σχηματισμό Kυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές, και διαλύει τη Bουλή. Σο ουσιώδες στοιχείο στην περίπτωση αυτή εντοπίζεται στο ότι στο δημιουργηθέν αυτό δημοκρατικό κοινοβουλευτικό σύστημα, στη διακυβέρνηση καλούνται μόνο όσοι αλλά και όλοι όσοι έχουν τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του Κοινοβουλίου. ε περίπτωση πλειοψηφίας, όπως και αν έχει αυτή δημιουργηθεί, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεσμεύεται από το ύνταγμα να διορίσει Πρωθυπουργό τον υποδεικνυόμενο από την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Επιπλέον, σε περίπτωση που κανένα κόμμα δεν διαθέτει πλειοψηφία, το ύνταγμα καθιερώνει μία πλήρη ή τέλεια αρχή της δεδηλωμένης, η οποία θεσπίζει τεκμήριο κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης, ελλείψει του οποίου ως επόμενο βήμα αναδεικνύεται η προκήρυξη νέων εκλογών. ii. Η ΔΙΑΣΗΡΗΗ ΣΗ ΚΤΒΕΡΝΗΗ ΣΗΝ ΕΞΟΤΙA : Η ΧΗΥΟ ΕΜΠΙΣΟΤΝΗ 1. ΓΕΝΙΚΑ Σο κοινοβουλευτικό σύστημα ως θεσμός δεν απαιτεί κατοχύρωση σε πανηγυρική συνταγματική διάταξη, αλλά αρκεί το ότι καθιερώνεται η κυβερνητική ευθύνη ενώπιον του Κοινοβουλίου μέσω του άρ. 84, παρ. 1 ΤΝ. Η κοινοβουλευτική αρχή περιγράφεται, λοιπόν, εκεί ως η υποχρέωση της Κυβέρνησης να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Mέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, η Kυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Bουλής και μπορεί να τη ζητεί και οποτεδήποτε άλλοτε. H Bουλή, αν έχουν διακοπεί οι εργασίες της κατά το σχηματισμό της Kυβέρνησης, καλείται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες να αποφανθεί για την πρόταση εμπιστοσύνης. Ουσιαστικά, πρόκειται για τη διαδικασία διορισμού του Πρωθυπουργού, ο οποίος γίνεται με διάταγμα του ΠτΔ και μάλιστα 11
προηγείται χρονικά της ψηφοφορίας για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. Κατ αυτό τον τρόπο δημιουργείται ουσιαστικά ένα τεκμήριο σχετικά με το αν ο πρόεδρος του πλειοψηφούντος κόμματος απολαμβάνει την πλειοψηφία της εμπιστοσύνης, πρόβλεψη που βασίζεται στο φαινόμενο της κομματικής πειθαρχίας καθώς και στις θέσεις που έχουν εκφράσει τα κόμματα πριν από τη σύγκληση της Βουλής. 2. Η ΔΙΑΔΙΚΑΙΑ ΠΑΡΟΦΗ ΧΗΥΟΤ ΕΜΠΙΣΟΤΝΗ Πρόταση εμπιστοσύνης είναι η αίτηση της κυβέρνησης για τη λήψη απόφασης, κατά την οποία το κοινοβούλιο τάσσεται υπέρ του δεδομένου κυβερνητικού σχήματος και της κυβερνητικής πολιτικής. Η πρόταση εμπιστοσύνης χωρίζεται σε υποχρεωτική, αυτή η οποία συναντάται πρώτη κατά τη βουλευτική περίοδο και πρώτη αμέσως μετά το σχηματισμό της κυβέρνησης, καθώς και σε δυνητική, η οποία προϋποθέτει υποβολή πρότασης της κυβέρνησης οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. «Μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής και μπορεί να τη ζητεί και οποτεδήποτε άλλοτε.» (αρθρ. 84 παρ. 1 εδ. β ΤΝ και αρθ. 141 παρ. 1 ΚΒ). Ακολούθως της συζήτησης των προγραμματικών της δηλώσεων, η Κυβέρνηση έχει την υποχρέωση να παρουσιαστεί στη Βουλή και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Ο πρόεδρος της Βουλής, μετά από συνεννόηση με την κυβέρνηση, προσδιορίζει χρονικά το σημείο από όπου θα αρχίσει η συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις και την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. ε ειδική ημερήσια διάταξη καταγράφονται η ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης καθώς και η πρόταση εμπιστοσύνης. Ο πρωθυπουργός, με γραπτή ή και προφορική δήλωσή του ενώπιον της Βουλής μπορεί οποτεδήποτε άλλοτε να ζητήσει εκ μέρους της κυβέρνησης ψήφο εμπιστοσύνης. (άρθ. 141 παρ. 4 εδ α ΚΒ). Πιθανή σχετική δήλωση του Πρωθυπουργού σε άλλο χώρο στερείται νομικής δεσμευτικότητας. Η πρόταση εμπιστοσύνης καταγράφεται επίσης σε ημερήσια διάταξη. Δύο ημέρες μετά την υποβολή της πρότασης ξεκινά η συζήτηση και ολοκληρώνεται με ψηφοφορία. Η ψηφοφορία για τις προτάσεις εμπιστοσύνης είναι πάντοτε ονομαστική. Τπουργοί και Τφυπουργοί συμμετέχουν στην ψηφοφορία, εάν αποτελούν μέλη της Βουλής. Σο ύνταγμα ορίζει ρητή προθεσμία για την πρώτη, ex constitutione πρόταση εμπιστοσύνης της κυβέρνησης. Μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, πραγματοποιείται υποχρεωτικά η πρώτη αυτή πρόταση εμπιστοσύνης. Αν η Βουλή έχει διακόψει τις 12
εργασίες της κατά το χρόνο αυτό, δεν επηρεάζεται και ο χρόνος παροχής εμπιστοσύνης. Αν κατά το σχηματισμό της κυβέρνησης οι εργασίες του Κοινοβουλίου έχουν διακοπεί, «καλείται μέσα σε δέκα πέντε ημέρες να αποφασίσει για την πρόταση εμπιστοσύνης.» (αρθρ. 84 παρ. 2 εδ α ). Από τη στιγμή που η κυβέρνηση πάρει την ψήφο εμπιστοσύνης θεωρείται ως δεδομένο ότι τη διατηρεί για όλη τη διάρκεια του βίου της, εκτός και αν παρουσιαστεί δεδηλωμένη κοινοβουλευτική δυσπιστία. Δεν προβλέπεται συγκεκριμένος χρονικός περιορισμός ως προς την παροχή της κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης. Αντιθέτως, μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή μέσα στο διάστημα της βουλευτικής περιόδου. Η Βουλή έχει το δικαίωμα με απόφασή της, οποιαδήποτε στιγμή να άρει την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση συλλογικά ή από μέλος αυτής (αρθρ. 84 παρ. 2 εδ α ). η απόσυρση της εμπιστοσύνης είναι προϊόν εκ νέου ψηφοφορίας στη Βουλή και μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε από πρόταση εμπιστοσύνης που θέτει η κυβέρνηση η ίδια, είτε από πρόταση δυσπιστίας με πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης. χετικά με την πλειοψηφία που είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η ψήφος εμπιστοσύνης, το ύνταγμα προβλέπει τα εξής: «Πρόταση εμπιστοσύνης δε μπορεί να γίνει δεκτή αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών (αρθρ. 84 παρ. 6 εδ α και αρθρ. 14 παρ. 6 ΚΒ). Σο ύνταγμα, κάνει αναφορά στην απόλυτη πλειοψηφία, όχι επί του συνόλου αλλά επί των παρόντων βουλευτών, θέτοντας όμως ελάχιστο όριο (120 επί 300). Για να γίνει δεκτή, επομένως, η πρόταση εμπιστοσύνης, αρκεί να υπερψηφιστεί κατά ελάχιστο όριο από 120 βουλευτές, αν αυτοί αποτελούν την πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών στη συγκεκριμένη συνεδρίαση. Εάν ο αριθμός των παρευρισκομένων, συμπίπτει με τον αριθμό του συνόλου των βουλευτών, όπως εξάλλου συμβαίνει στις κρισιμότατες αυτές συνεδριάσεις (300 στους 300 ) απαιτούνται 151 ψήφοι. Η συγκεκριμένη ρύθμιση είναι διαφορετική από αυτή του άρθρου 37, κατά την οποία απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου για την ανάδειξη της κυβέρνησης. Η διαφοροποίηση αυτή, βέβαια, έχει πρακτική σημασία μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο αριθμός των παρόντων βουλευτών είναι διαφορετικός από το σύνολο αυτών, μόνο στην περίπτωση αποχής ανοχής, στην οποία στη συνεδρίαση που διεξάγεται για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, δεν είναι παρόντες όλοι οι βουλευτές. Με τη συνταγματική αυτή ρύθμιση διευκολύνεται συγκεκριμένη πολιτική συμπεριφορά, η οποία ανέχεται συγκεκριμένο κυβερνητικό σχήμα, με σκοπό να τερματιστεί πολιτική κρίση ή ακυβερνησία, δεν προβαίνει όμως στη ρητή έκφραση εμπιστοσύνης. Η 13
αποχή λαμβάνει τη θέση της ανοχής. Εφόσον όμως η αποχή ανοχής εκδηλωθεί πριν από το σχηματισμό κυβέρνησης, δημιουργείται το ερώτημα, αν για την ανάδειξή της απαιτούνται 151 ψήφοι (κατά το άρθρο 37 παρ. 1) ή αν είναι αρκετές 120 (κατά το άρθρο 84 παρ. 6). Παρόλα αυτά μπορεί να γίνει δεκτό το ότι όποια πλειοψηφία απαιτείται για να αναδειχθεί κυβέρνηση, η ίδια πλειοψηφία είναι απαραίτητη και για τη διατήρησή της και το αντίστροφο. Πράγματι, δεν υπάρχει ουσία στην απαίτηση άλλης πλειοψηφίας για την ανάδειξη της κυβέρνησης και άλλη για την παραμονή της στην εξουσία. Δύο ημέρες μετά την υποβολή της πρότασης εμπιστοσύνης, ξεκινά η συζήτηση της σχετικής πρότασης με εξαίρεση την περίπτωση πρότασης δυσπιστίας 9 οπότε η κυβέρνηση μπορεί να ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση η οποία δε μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις μέρες από την έναρξη της. (αρθρ. 84 παρ. 4 ). αν διαπιστωθεί ότι η πρόταση υπογράφεται από τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό βουλευτών, το Κοινοβούλιο διακόπτει για δύο ημέρες τις εργασίες του, με εξαίρεση την περίπτωση που η κυβέρνηση ζητήσει να ξεκινήσει άμεσα η συζήτηση σχετικά με την πρόταση δυσπιστίας. Αμέσως μόλις ολοκληρωθεί η συζήτηση, ξεκινά η διεξαγωγή της ψηφοφορίας για την πρόταση εμπιστοσύνης, υπάρχει όμως και η δυνατότητα αναβολής της για σαράντα οκτώ ώρες μετά από αίτημα της κυβέρνησης. (αρθρ. 84 παρ. 5 ) στη διάρκεια της ψηφοφορίας για την πρόταση εμπιστοσύνης, ψηφίζουν οι Τπουργοί και Τφυπουργοί που είναι μέλη του Κοινοβουλίου (αρθρ. 84 παρ. 7 ). ΚΕΥΑΛΑΙΟ ΔΕΤΣΕΡΟ 9 Πρόταση δυσπιστίας είναι η προς το Κοινοβούλιο αίτηση της αντιπολίτευσης να άρει την εμπιστοσύνη που έχει παράσχει στην κυβέρνηση με προηγούμενη απόφασή του. (Δημητρόπουλος Ανδρέας, «Γενική υνταγματική Θεωρία», Σόμος Α, Εκδ: Αντ. Ν. άκκουλας Αθήνα- Κομοτηνή 2004). 14
Η ΧΗΥΟ ΕΜΠΙΣΟΤΝΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕ ΚΤΒΕΡΝΗΕΙ ΑΠΟ ΣΟ Β ΠΑΓΚΟΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ ΜΕΦΡΙ ΗΜΕΡΑ I. ΠΕΡΙΟΔΟ ΕΜΥΤΛΙΟΤ ΠΟΛΕΜΟΤ (1944-1949) Ο διορισμός των ελληνικών Κυβερνήσεων μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο χαρακτηρίζεται από την άμεση ή έμμεση παρέμβαση του ξένου παράγοντα κατά το σχηματισμό αλλά και ως προς την ανάδειξη, πραγματικότητα που είχε γίνει αποδεκτή από τον τότε πολιτικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής βασιλείας. Δύο είναι οι άξονες πολιτικής δύναμης στην Ελλάδα της εποχής. Από τη μία η βρετανική επιρροή, η οποί γρήγορα αντικαθίσταται από την Αμερικανική, και από την άλλη ο ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών). Η βασιλεία αποτελούσε σταθερά σύμμαχος του βρετανικού χώρου επιρροής. Σο κοινοβουλευτικό σύστημα λειτουργεί κατά την περίοδο αυτή σε επιφανειακό επίπεδο, αφού σε κάθε περίπτωση, και μέχρι το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, οι επεμβάσεις της αμερικανικής αποστολής και της Πρεσβείας των ΗΠΑ υπήρξαν απροκάλυπτες τόσο στην περίπτωση του διορισμού όσο και της σύνθεσης των Κυβερνήσεων Δ. Μαξίμου (1947), μία Κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας με εξωκοινοβουλευτικό Πρωθυπουργό, Θ. οφούλη, η οποία προήλθε από τη συμμαχία των δύο παραδοσιακών κομμάτων Λ.Κ και Κ.Υ.(1947) και Α. Διομήδη, ο οποίος ουσιαστικά αντικατέστησε στην Πρωθυπουργία των αλλεπάλληλων Κυβερνήσεων οφούλη τον τελευταίο (1949). II. ΑΠΟ ΣΟ ΣΕΛΟ ΣΟΤ ΕΜΥΤΛΙΟΤ ΠΟΛΕΜΟΤ Ψ ΣΗ ΧΗΥΙΗ ΣΟΤ ΤΝΣΑΓΜΑΣΟ ΣΟΤ 1952 (1949-1952) Κατά την περίοδο αυτή διαιωνίζεται το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί ήδη κατά την περίοδο μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο, ήτοι το πρόβλημα του τυπικού μόνο ρόλου που διαδραμάτιζε η Βουλή κατά την επιλογή των Κυβερνήσεων η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης ήταν τετελεσμένο γεγονός, ενώ ουσιαστικές αποφάσεις όσον αφορά τη σύνθεση και την κατάληψη της εξουσίας ελάμβανε ο βασιλιάς 10. Κυρίαρχο όργανο της πολιτείας δεν είναι πλέον ο Λαός, αλλά ο βασιλιάς. Πρόκειται για ουσιαστική, αν όχι τυπική αναίρεση του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα. Η περίοδος χαρακτηρίζεται από τη 10 Βλ. Σ. Λιναρδάτοσ, Από τον Εμφφλιο ςτθ Χοφντα, 1, Εκδ. Παπαηιςθ, ςελ. 68-69. 15
ταχύτατη διαδοχή Κυβερνήσεων συνασπισμού, οι οποίες συσπειρώνονταν υπό τον εκάστοτε ευνοούμενο πολιτικό ηγέτη. III. ΣΟ ΚΟΙΝΟΒΟΤΛΕΤΣΙΚΟ ΤΣΗΜΑ ΤΠΟ ΣΟ ΤΝΣΑΓΜΑ ΣΟΤ 1952 (1952-1967) 1 Η ΑΔΤΝΑΜΙΑ ΤΜΒΙΨΗ ΜΕ ΣΟ ΒΑΙΛΙΚΟ ΘΕΜΟ Κατά την περίοδο αυτή, οι σχέσεις Κοινοβουλίου και στέμματος φτάνουν σε μία καμπή. Παρατηρείται αυθαιρεσία σε σημείο ακόμα και παύσης κοινοβουλευτικής Κυβέρνησης («βασιλικό πραξικόπημα» του 1965) και του διορισμού πολλών διαδοχικών Κυβερνήσεων, εξαιτίας αδυναμίας τους να λάβουν την εμπιστοσύνη της Βουλής. ημειώνουμε τη διενέργεια έξι συνολικά εκλογικών διαδικασιών και το σχηματισμό δεκαεπτά Κυβερνήσεων 11, εκ των οποίων έξι υπηρεσιακές. Χήφος εμπιστοσύνης ζητήθηκε συνολικά επτά φορές, γεγονός που εξηγείται από το ότι δύο μόνο από τις σχηματισθείσες υπηρεσιακές Κυβερνήσεις ζήτησαν και έλαβαν ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, που, αν και κατά γενικό λόγο συμβατό με τη φύση τους (ωστόσο πρέπει να ληφθεί υπόψη η πραγματικότητα του ευρύτατου νομοθετικού τους έργου κατά τη διάρκεια της θητείας τους), ενώ καθοριστική ήταν και η παρέμβαση της βασιλείας κατά την παύση της Κυβέρνησης του 65. 2 Η ΠΡΟΣΑΗ ΑΝΑΘΕΨΡΗΗ ε ένα δεύτερο επίπεδο, το ύνταγμα του 1952 κατοχυρώνει έστω και ατελώς το κοινοβουλευτικό σύστημα και καθιστά ουσιαστικώς δέσμια την αρμοδιότητα του βασιλιά προς διορισμό και παύση των Τπουργών, στο μέτρο που η αρμοδιότητα αυτή έπρεπε πλέον να ασκείται σύμφωνα με τη θέληση της πλειοψηφίας της Βουλής. Παρ όλ αυτά, η ύπαρξη ενός συνόλου περιστασιακών συνταγματικών και νομοθετικών κειμένων που είχαν τεθεί σε ισχύ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου περιόριζαν σημαντικά, μέσω επιλογών και διακρίσεων, τις ατομικές ελευθερίες που εγγυόταν το ύνταγμα, με αποτέλεσμα η νομιμότητα να λειτουργεί μόνο σε επίπεδο νομιμοφάνειας. Ανάλογο αποτέλεσμα είχε και η παρέμβαση τόσο του στέμματος όσο και της αμερικανικής πλευράς. Οι επεμβάσεις αυτές είναι άλλοτε διακριτικές και άλλοτε όχι, σε κάθε περίπτωση, όμως, υποθάλπουν μία κατάσταση στην οποία οι συνταγματικές αρχές λειτουργούν κατ επίφαση 11 Βλ. Γ. Κατθφόρθσ, Η νομοκεςία των Βαρβάρων, ςελ. 102 επ. 16
νομιμότητας και ο κοινοβουλευτισμός, παρά την τυπική ύπαρξη της ψήφου εμπιστοσύνης, έχει καταπέσει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το μεγάλο πολιτικό και συνταγματικό ενδιαφέρον που δημιούργησε η πρόταση αναθεώρησης του υντάγματος του 52 που κατέθεσε η Κυβέρνηση Καραμανλή στις 21.02.1963, η οποία, όμως, δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Η πρόταση στοχεύει στην αποτελεσματικότερη δράση της διοίκησης, στην τόνωση της εκτελεστικής εξουσίας αλλά και, εν τέλει, στην αποδυνάμωση, περαιτέρω, των εξουσιών του Κοινοβουλίου. ε κάθε περίπτωση, η αδυναμία υλοποίησης της αποτελεί μία κατάφαση στην ευρύτερη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και η οποία ανταποκρινόταν στην δεξιά πολιτική βούληση και καπιταλιστική οικονομική πολιτική των ΗΠΑ και τις παρεμβατικές τάσεις του στέμματος. IV. Η Γ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΣΙΑ (1974-1986) τις 24 Ιουλίου 1974 αποκαθίσταται η δημοκρατική νομιμότητα και η Ελλάδα επιλέγει τη»λύση Καραμανλή», στάση, όμως, την οποία δεν θα υιοθετήσει για πολύ, αφού τη θέση του ως πολιτικού ηγέτη της χώρας παραδίδει στον Α. Παπανδρέου, ο οποίος σχηματίζει σταθερές Κυβερνήσεις μέχρι το 1987. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τον πρωθυπουργικό κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, αφού παρατηρείται εναρμόνιση βλέψεων και θελήσεως ΠτΔ και Πρωθυπουργού, με αποτέλεσμα οι περίφημες υπερεξουσίες του τελευταίου να παραμένουν αδρανείς, κατάσταση που άλλωστε επισημοποιήθηκε και με την αναθεώρηση του υντάγματος το 1975, το οποίο καθιστά τον αρχηγό του κράτους διαδικαστικό και μόνο παράγοντα στην ανάδειξη της Κυβέρνησης και καθιερώνει για πρώτη φορά expressis verbis την αρχή της δεδηλωμένης, η οποία συμπληρώνεται λίγα χρόνια αργότερα με την αναθεώρηση του 1986 V. Η «ΚΑΜΠΗ» ΣΟΤ 89, Ο «ΕΚΤΓΦΡΟΝΙΜΟ» ΣΟΤ 90 ΚΑΙ Η ΤΓΦΡΟΝΗ ΘΕΜΙΚΗ ΚΡΙΗ (1987-σήμερα) τα τέλη του 20 ου αιώνα παρατηρείται στη χώρα μία καμπή που αφορά κυρίως πολιτικούς κλυδωνισμούς προκληθέντες από το «σκάνδαλο Κοσκωτά» και τη ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, που τερματίστηκε με την αθωωτική απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου (1992) όσον αφορά την παραπομπή του Πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου σε δίκη, με άμεσο αποτέλεσμα την αποτροπή μίας επαπειλούμενης πολιτικής πόλωσης. 17
Μετά από μία σύντομη περίοδο εναλλαγής μονοκομματικών Κυβερνήσεων σταθερότητας, η Ελλάδα περνάει και πάλι σε μία φάση συχνής εναλλαγής κυβερνήσεων, ένα δείγμα, όπως αποδείχθηκε αργότερα, της οικονομικής και πολιτικής κρίσης που έμελλε να ακολουθήσει. Με κάθε νέο οικονομικό σκάνδαλο που έβλεπε το φως της ημέρα, η εκάστοτε Κυβέρνηση κλυδωνιζόταν και υποβαλλόταν σε ψήφο δυσπιστίας. Οι Κυβερνήσεις προ και κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης χαρακτηρίζονται οι μεν από το σύντομο προσδόκιμο ζωής και οι δε από το συνεργατικό χαρακτήρα που αναγκάζονται να υιοθετήσουν τα κόμματα προκειμένου να συστήσουν Κυβέρνηση με ελπίδες ζωής. Ο ΠτΔ διαθέτει δέσμια αρμοδιότητα διορισμού της Κυβερνήσεως και οι πολιτικοί ηγέτες ευθύνονται αποκλειστικά για τη σύσταση βιώσιμου κυβερνητικού σχεδιασμού. ε γενικές γραμμές, αυτό που πρέπει να παρατηρηθεί είναι ότι, πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια, η ψήφος εμπιστοσύνης και η ψήφος μομφής χρησιμοποιήθηκαν ως μέσα πολιτικής εκδίκησης και αποσταθεροποίησης, που συνήθως σκοπίμως εφαρμόστηκαν για την επιδίωξη ιδίων πολιτικών σκοπών των κομμάτων. Αν και το συνταγματικό καθεστώς που επικράτησε μετά το 1986 θα έπρεπε να έχει οδηγήσει σε σταθερές Κυβερνήσεις πλειοψηφίας, με τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής να κατοχυρώνεται συνταγματικά κατά τρόπο συγκεκριμένο και ορισμένο και τον ΠτΔ να έχει μόνο δέσμιες αρμοδιότητες όσον αφορά την άσκηση των καθηκόντων του ως αρχηγός του κράτους, οι πολιτικές συνθήκες που αναπτύχθηκαν στη χώρα υπέσκαψαν τη λειτουργία των θεσμών, οι οποίοι άλλωστε δεν μπορούν παρά να νοσήσουν χρησιμοποιούνται ως επίφαση και όχι στην ουσία τους. 18
ΤΜΠΕΡΑΜΑ Επιλογικά, λοιπόν, αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι, όπως σημείωσε και ο Kelsen, η πρόβλεψη ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης χωριστά και της ίδιας ως συλλογικό όργανο είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του Κράτους Δικαίου. Φωρίς την ψήφο εμπιστοσύνης, ως έκφραση της αρχής της πολιτικής ευθύνης, το δημοκρατικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα δεν θα είχε τη μορφή με το οποίο το συναντάμε σήμερα και το οποίο, ως θεσμός ο οποίος διέπεται από συγκεκριμένους, συνταγματικά κατοχυρωμένους κανόνες, δεν θα μπορούσε να δράσει κατά τρόπο που να εξασφαλίζει και να διαφυλάσσει τη λαϊκή κυριαρχία ως αρχή και ως δημοκρατική απαίτηση. 19
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΥΙΑ Ξένη Βιβλιογραφία Ardant Ph., Lord Melville, Inst. Politiques. Haberland S., Die Verfassungsrechtliche Bedeutung der Opossition nacht dem Grundgesetz, Bruyland, Bruxelles, 1994. Kelsen H., Von Wesen und Wert der Demokratie. Ελληνική Βιβλιογραφία Δημητρόπουλος Γ.Α., Η αρχή της Δεδηλωμένης, Εκδ. Αντ. Ν. άκκουλα, 1991. Δημητρόπουλος Γ.Α., Η γένεση του Κοινοβουλευτικού υστήματος και η ανάδειξη της Κυβέρνησης, Εκδ. Αντ. Ν. άκκουλα, 1988. Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Φούντα, Εκδ Παπαζήση. Μάνεσης Ι.Α., Η εξέλιξη των πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα. Αναζητώντας μια δύσκολη νομιμοποίηση, Εκδ. άκκουλα, 1987. Μαυριάς, Ζητήματα Λειτουργίας του Πολιτεύματος, Εκδ. Αντ. άκκουλα, 1993. αρίπολος Ν., Σο σύστημα της Κοινοβουλευτικής Κυβερνήσεως. πυρόπουλος Υ., Η Ανάδειξη του Πρωθυπουργού. Εφημερίδες Εφημερίδα το ΒΗΜΑ, 24/03/1950, 08/10/1961, 12/06/1963, 04/04/1967 Εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙ, 10/01/1950 Εφημερίδα ΜΑΦΗ, 01/10/1950 Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 06/10/1955, δήλωση. τεφανόπουλου. 20