1
της εστιασμένης συζήτησης. Πραγματοποιήθηκαν 6 ομαδικές συζητήσεις στις οποίες συμμετείχαν 34 παιδαγωγοί από παιδικούς σταθμούς της Αττικής. Σε κάθε ομάδα συμμετείχαν 4-6 παιδαγωγοί και δύο συντονίστριες. Για την επεξεργασία των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε η θεματική ανάλυση περιεχομένου. Αποτελέσματα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι παιδαγωγοί αναγνωρίζουν τη σημασία κοινωνικο-συναισθηματικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων για την ομαλή προσαρμογή, τη μάθηση και την ψυχοκοινωνική ευεξία των παιδιών. Παρόλα αυτά, δεν ανέφεραν συστηματική χρήση πρακτικών για την υποστήριξη και προαγωγή της κοινωνικο-συναισθηματικής ανάπτυξης των παιδιών, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί σε δύο κυρίως λόγους. Ο ένας σχετίζεται με την έλλειψη επίσημης πολιτικής και προγραμμάτων προαγωγής της κοινωνικο-συναισθηματικής ανάπτυξης των παιδιών καθώς και με την ύπαρξη δομικών και λειτουργικών προβλημάτων που συνδέονται με την ποιότητα της παρεχόμενης φροντίδας στα πλαίσια προσχολικής αγωγής. Ο δεύτερος, συνδέεται με μια αντίληψη περιορισμένης επίδρασης και ευθύνης των παιδαγωγών στο θέμα αυτό. Τα ευρήματα συγκρίνονται με αυτά προηγούμενων μελετών και συζητιούνται ως προς τη σημασία τους για το σχεδιασμό εκπαιδευτικών παρεμβάσεων. S06.2 Απόψεις και πρακτικές των παιδαγωγών προσχολικής εκπαίδευσης για τα προβλήματα ψυχικής υγείας των παιδιών προσχολική ηλικίας: Ποιοτική ανάλυση Γιαννακόπουλος Γ., Αγαπηδάκη Ε., Δημητρακάκη Χ., Πετανίδου Δ., Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Εισαγωγή: Το πλαίσιο των δομών προσχολικής φροντίδας και εκπαίδευσης, παρέχει σημαντικές ευκαιρίες, για τον έγκαιρο εντοπισμό και την αποτελεσματική αντιμετώπιση, παιδιών που αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας. Ωστόσο, η επιστημονική γνώση για τις γνώσεις και τις δεξιότητες των παιδαγωγών προσχολικής εκπαίδευσης σε θέματα ψυχικής υγείας είναι περιορισμένη. Έτσι, η παρούσα μελέτη χρησιμοποίησε τη μέθοδο των ομάδων εστιασμένης συζήτησης, προκειμένου να συμβάλλει στην αύξηση της κατανόησης ως προς τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις απόψεις των παιδαγωγών προσχολικής εκπαίδευσης για τα θέματα ψυχικής υγείας των παιδιών. Μέθοδος: Τριάντα τέσσερις παιδαγωγοί προσχολικής εκπαίδευσης συμμετείχαν σε πέντε συναντήσεις ομάδων εστιασμένης συζήτησης. Κάθε ομάδα αποτελούνταν από 5-9 παιδαγωγούς και δύο συντονιστές. Για την ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η θεματική ανάλυση. Η ανάλυση έγινε ανεξάρτητα από δύο ερευνητές με τη μέθοδο της σταθερής σύγκρισης με ανοιχτή κωδικοποίηση, η οποία προέκυψε από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων. Η διαδικασία εφαρμόστηκε συστηματικά έως ότου δεν προέκυπταν νέες πληροφορίες και υπήρχε επανάληψη σε καθεμία από τις κατηγορίες. Αποτελέσματα: Από την ανάλυση προέκυψαν τρεις κύριες θεματικές: παράγοντες κινδύνου για τα προβλήματα ψυχικής υγείας των παιδιών προσχολικής ηλικίας, σημεία-ενδείξεις προβλημάτων ψυχικής υγείας και πρακτικές για παροχή βοήθειας σε παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι παιδαγωγοί προσχολικής εκπαίδευσης είναι σε γενικές γραμμές ενημερωμένοι και ευαισθητοποιημένοι, ωστόσο φαίνεται να έχουν περιορισμένη κατανόηση σε ορισμένους τομείς. Φαίνεται μάλιστα, ότι χρειάζονται εκπαίδευση ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν επαρκώς στις ανάγκες των παιδιών (και των οικογενειών τους) που παρουσιάζουν προβλήματα ψυχικής υγείας. Συμπεράσματα: Η εφαρμογή εκπαιδευτικών παρεμβάσεων (βασισμένες σε βέλτιστες πρακτικές), με στόχο την αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ παιδιών, οικογενειών και υπηρεσιών ψυχικής υγείας θα μπορούσε να συμβάλλει σημαντικά ώστε τα παιδιά να λαμβάνουν έγκαιρη και κατάλληλη βοήθεια, μέσω των υπηρεσιών που εστιάζουν στον έγκαιρο εντοπισμό και την παρέμβαση για πιθανά προβλήματα ψυχικής υγείας. S06.3 Αναπτύσσοντας θετικές σχέσεις στην προσχολική ηλικία. Μια ποιοτική διερεύνηση των απόψεων και των πρακτικών των παιδαγωγών προσχολικής εκπαίδευσης Αγαπηδάκη Ε., Δημητρακάκη Χ., Οικονομίδου Δ., Πετανίδου Δ., Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Εισαγωγή: Η ποιότητα των σχέσεων που αναπτύσσονται στην προσχολική ηλικία τόσο με τους συνομηλίκους όσο και με τους ενήλικες, επηρεάζει την κοινωνική προσαρμογή και τη σχολική ετοιμότητα και επιτυχία του παιδιού. Αποτελεί μια σημαντική διάσταση της επίδρασης που ασκεί το πλαίσιο της προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας στην ανάπτυξη των παιδιών. Παράγοντες όπως οι αντιλήψεις, το 47
1 Απόψεις και πρακτικές των παιδαγωγών προσχολικής εκπαίδευσης για τα προβλήματα ψυχικής υγείας των παιδιών προσχολική ηλικίας: Ποιοτική ανάλυση Γιαννακόπουλος Γ., Αγαπηδάκη Ε., Δημητρακάκη Χ., Πετανίδου Δ. Στη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας (2-6 έτη) η εγκεφαλική ανάπτυξη σημειώνει αξιοσημείωτη πρόοδο και πολλές ψυχικές ικανότητες εκφράζονται για πρώτη φορά κατά την περίοδο αυτή. Συμπεριφορές που σχετίζονται με την ιδιοσυγκρασία, το δεσμό, τη ματαίωση, την ενσυναίσθηση και την επιθετικότητα εξελίσσονται σε αυτό το πρώιμο στάδιο υπό την αλληλεπίδραση γονιδίων και περιβάλλοντος. Αν και είναι περιορισμένα τα στοιχεία σχετικά με την ψυχοπαθολογία στην προσχολική ηλικία σε σχέση με επιδημιολογικές μελέτες ψυχιατρικών διαταραχών σε μεγαλύτερα παιδιά, η σύγχρονη έρευνα αναφέρει με βεβαιότητα ότι τα ποσοστά των κοινών ψυχιατρικών διαταραχών σε παιδιά προσχολικής ηλικίας είναι παρόμοια με αυτά που παρατηρούνται μεταγενέστερα στα παιδιά. Κατά την πρώτη παιδική ηλικία, τα προβλήματα ψυχικής υγείας είναι κυρίως προβλήματα συναισθηματικά και συμπεριφοράς και αφορούν περίπου 1 στα 7 παιδιά. Τα προβλήματα που διαγιγνώσκονται πιο συχνά σε πληθυσμούς παιδιών προσχολικής ηλικίας είναι η Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή, η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής - Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ), η κατάθλιψη, η διαταραχή άγχους αποχωρισμού και τα προβλήματα στη σχέση γονέα-παιδιού. Αν δεν θεραπευθούν, πάνω από το 50% των προβλημάτων που εμφανίζονται στην ηλικία αυτή παραμένουν και τα επόμενα χρόνια. Λόγω αυτού και λόγω του υψηλού τους επιπολασμού, είναι απαραίτητη η εφαρμογή κοινοτικών προσεγγίσεων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων σε πολλούς τομείς, όπως για παράδειγματην ψυχοκοινωνική λειτουργικότητα και την γνωστική απόδοση.υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία ότι οι παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας μπορεί να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο σε πολλαπλά αναπτυξιακά αποτελέσματα σε σχέση με παρεμβάσεις στη σχολική ή ενήλικη ζωή και πολλά είναι τα προγράμματα που έχουν αναπτυχθεί, στοχεύοντας κυρίως στη συμπεριφορά, και σε μικρότερη έκταση στα συναισθηματικά προβλήματα. Οι παιδικοί σταθμοί δίνουν ιδανικά τις καλύτερες ευκαιρίες για να αναγνωρίσουμε και να ανταποκριθούμε αποτελεσματικά στα προβλήματα ψυχικής υγείας των παιδιών προσχολικής ηλικίας, δεδομένου του μεγάλου αριθμού παιδιών που φροντίζουν. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε πολλά σχετικά με τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις ικανότητες των παιδαγωγών προσχολικής ηλικίας στον τομέα της ψυχικής υγείας, ενώ έχει φανεί ότι μόνο λίγα από τα παιδιά με προβλήματα αυτού του είδους παραπέμπονται από τους παιδικούς σταθμούς για περαιτέρω αξιολόγηση και θεραπεία. Μια πρόσφατη ποιοτική μελέτη στην Αυστραλία, διερεύνησε πώς κατανοούσαν οι παιδαγωγοί την ψυχική υγεία των παιδιών και των γονέων αλλά και τις εκδηλώσεις προβλημάτων. Η ανάλυση των δεδομένων που συνέλεξαν από συνεντεύξεις, έδειξε ότι το προσωπικό των παιδικών σταθμών ήταν σε θέση να εξηγήσει στοιχεία σχετικά με την ψυχική υγεία των παιδιών αλλά είχαν κάπως περιορισμένες γνώσεις για τους σχετικούς παράγοντες κινδύνου και τους προστατευτικούς παράγοντες. Οι παιδαγωγοί σπάνια ανέφεραν τον αντίκτυπο της ευρύτερης κοινότητας και κοινωνικών θεμάτων στην ψυχική υγεία και είχαν την τάση να αποδίδουν τα προβλήματα στην βία στην οικογένεια ή στην φτωχή φροντίδα από τους γονείς. Επιπλέον, δεν συνέδεαν την προαγωγή της ψυχικής υγείας με το εκπαιδευτικό πρόγραμμα των σταθμών. Παρ 'όλα αυτά, πολλοί εξέφρασαν την επιθυμία για περαιτέρω κατάρτιση σε ζητήματα ψυχικής υγείας. Επίσης, άλλη μελέτη και πάλι από την Αυστραλία, είχε ως στόχο να αποτυπώσει, μέσω συνεντεύξεων, τις αντιλήψεις των παιδαγωγών σχετικά με τις στρατηγικές, τα εμπόδια και τους διευκολυντικούς παράγοντες για την προαγωγή της κοινωνικής και συναισθηματικής ανάπτυξης των παιδιών. Οι παιδαγωγοί ανέφεραν κυρίως ανεπίσημες στρατηγικές φροντίδας και υποστήριξης, σε ατομικό επίπεδο, ενώ λίγες ήταν οι ευρύτερες συστηματικές στρατηγικές ή σε επίπεδο ολόκληρου σταθμού. Μίλησαν για δυσκολίες στην επικοινωνία με γονείς και παιδιά που δεν μιλούσαν αγγλικά, την έλλειψη κατάρτισης των παιδαγωγών στην ψυχική υγεία και τους ελλιπείς πόρους για την πραγματοποίηση δραστηριοτήτων, ενώ ως διευκολυντικοί παράγοντες αναφέρθηκαν οι ισχυρές σχέσεις και η κοινή φιλοσοφία μεταξύ του προσωπικού, καθώς και η πολιτική της ανοικτής επικοινωνίας με τους γονείς. Σε μετέπειτα ανάλυση, οι ίδιοι ερευνητές βρήκαν ότι οι παιδαγωγοί δεν είχαν άνεση να εντοπίζουν τις αιτίες και τις εκδηλώσεις των προβλημάτων ψυχικής υγείας, ενώ τα πιο συχνά αναφερόμενα εμπόδια ήταν οι περιορισμένοι οικονομικοί πόροι, η έλλειψη εκπαίδευσης και ο δισταγμός στο να συζητούν θέματα ψυχικής υγείας με τους γονείς.
2 Η παρούσα μελέτη στόχευσε στην ενίσχυση της περιορισμένης έρευνας στο πεδίο αυτό και στην ενημέρωση των σχετικών πολιτικών εκπαίδευσης και υγείας μέσα από τη διερεύνηση των αντιλήψεων των παιδαγωγών σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου και τις ενδείξεις των προβλημάτων ψυχικής υγείας στα παιδιά προσχολικής ηλικίας, καθώς και των πρακτικών που εφαρμόζουν οι παιδαγωγοί για την υποστήριξη των παιδιών που αντιμετωπίζουν αυτά τα προβλήματα. Για το σκοπό αυτό, πραγματοποιήθηκαν ομαδικές συνεντεύξεις εστιασμένης συζήτησης με παιδαγωγούς δημοσίων παιδικών σταθμών στην Αττική. Παιδαγωγοί από έξι δήμους της Αττικής με περιοχές χαμηλού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου έλαβαν πρόσκληση συμμετοχής. Συγκεκριμένα, σε κάθε έναν από τους δήμους, οι ερευνητές επικοινώνησαν με τον υπεύθυνο των παιδικών σταθμών προκειμένου να προωθήσει τις γραπτές προσκλήσεις για τις ομάδες εστιασμένης συζήτησης σε όλους τους σταθμούς. Μέσω των προσκλήσεων, ζητήθηκε από τους παιδαγωγούς να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους για τη μελέτη. Κριτήρια καταλληλότητας για συμμετοχή στην έρευνα ήταν: τουλάχιστον διετής εκπαίδευση στον τομέα της αγωγής προσχολικής ηλικίας και τουλάχιστον ένα έτος συναφούς εργασιακής εμπειρίας ενώ διασφαλίστηκε ότι στις συζητήσεις δεν θα συμμετείχαν παραπάνω από δύο παιδαγωγοί από τον ίδιο σταθμό. Από τους 48 παιδαγωγούς που πληρούσαν τα παραπάνω κριτήρια και εκδήλωσαν ενδιαφέρον, οι 34 συμμετείχαν τελικά στις ομάδες εστιασμένης συζήτησης. Πραγματοποιήθηκαν πέντε ομαδικές συνεντεύξεις εστιασμένης συζήτησης σε περίοδο δύο εβδομάδων τον περασμένο Ιούνιο. Κάθε ομάδα αποτελούνταν από 5 έως 9 παιδαγωγούς και δύο συντονιστές της συζήτησης και η μέση διάρκεια κάθε ομαδικής συνέντευξης ήταν περίπου δύο ώρες. Στις συμμετέχουσες δόθηκε ένας σύντομος ορισμός για την ψυχική υγεία των παιδιών : «η επίτευξη αναπτυξιακών, γνωστικών, κοινωνικών και συναισθηματικών ορόσημων, μέσω ασφαλών δεσμών με τους γονείς και τους άλλους σημαντικούς ενήλικες στη ζωή τους, ικανοποιητικών κοινωνικών σχέσεων και αποτελεσματικών δεξιοτήτων διαχείρισης των δυσκολιών και προκλήσεων». Στη συνέχεια τους τέθηκε μια σειρά ερωτήσεων ανοικτής απάντησης σχετικών με τον σκοπό της έρευνας και οι συμμετέχουσες συμπλήρωσαν, επίσης, ένα ερωτηματολόγιο δημογραφικών πληροφοριών. Οι συνεντεύξεις μαγνητοφωνήθηκαν και απομαγνητοφωνήθηκαν αυτολεξεί και διενεργήθηκε θεματική ανάλυση των απομαγνητοφωνημένων συνεντεύξεων με τη χρήση ανοικτής κωδικοποίησης. Οι έννοιες που προέκυψαν ομαδοποιήθηκαν σε κατηγορίες και δημιουργήθηκαν κωδικοί από τις διατυπώσεις των συμμετεχόντων, με βάση κυρίως ένα ολοκληρωμένο μοντέλο κατανόησης των αναγκών ψυχικής υγείας των παιδιών, ενώ δύο ερευνητές πραγματοποίησαν ανεξάρτητα συγκρίσεις για την ανάπτυξη θεματικών. Έτσι διαμορφώθηκαν 3 θεματικές: η πρώτη αφορά τους παράγοντες κινδύνου για προβλήματα ψυχικής υγείας των παιδιών προσχολικής ηλικίας, η δεύτερη τις ενδείξεις/ εκδηλώσεις των προβλημάτων ψυχικής υγείας στην προσχολικής ηλικίας και η τρίτη τις πρακτικές υποστήριξης των παιδιών που αντιμετωπίζουν αυτά τα προβλήματα. Η ασυνεπής φροντίδα ήταν ο συχνότερα αναφερόμενος παράγοντας κινδύνου (n=13). Αναφέρθηκαν, επίσης, από πολλές παιδαγωγούς το οικογενειακό ιστορικό προβλημάτων ψυχικής υγείας (n=11), η έλλειψη θαλπωρής, εμπιστοσύνης και υποστήριξης στις σχέσεις με σημαντικούς ενηλίκους (n=9), το ασταθές οικογενειακό περιβάλλον, όπως για παράδειγμα η ενδοοικογενειακή βία και οι συγκρούσεις μεταξύ των γονέων, και η έκθεση σε στρεσογόνα γεγονότα ζωής (n=7). Μικρός αριθμός παιδαγωγών αναγνώρισε ορισμένους από τους πλέον σημαντικούς παράγοντες κινδύνου, όπως τα προβλήματα ψυχικής υγείας των γονέων (n=4), και το χαμηλό μορφωτικό, οικονομικό και εργασιακό επίπεδο των γονέων (n=4). Χαρακτηριστικά, μία συμμετέχουσα είπε «Πιστεύω ότι στις μέρες μας το άγχος των γονέων σχετικά με την οικονομική κατάσταση είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας, θα έλεγα όλη αυτή η πίεση που υφίστανται οι γονείς... τα παιδιά γνωρίζουν αυτό το άγχος και οι γονείς δεν μπορούν να καταλάβουν ότι τα παιδιά τους από πολύ νεαρή ηλικία είναι σε θέση να κατανοήσουν οτιδήποτε συμβαίνει στο σπίτι. Ίσως οι γονείς να μιλούν μεταξύ τους μπροστά στα παιδιά και τα παιδιά να εσωτερικεύουν αυτό το άγχος...».
Μόνο μια παιδαγωγός αναφέρθηκε στις περιορισμένες εμπειρίες κοινωνικής αλληλεπίδρασης και μια άλλη συμμετέχουσα στα προβλήματα σωματικής υγείας ως παράγοντα κινδύνου για τα προβλήματα ψυχικής υγείας των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Τέλος, ο μόνος ατομικός παράγοντας που αναφέρθηκε ήταν η εγκεφαλική δυσλειτουργία (n=4). 3 Αναφορικά με τις ενδείξεις των προβλημάτων ψυχικής υγείας στα παιδιά, πολλές παιδαγωγοί ανέφεραν ότι ένα παιδί που είναι συχνά προκλητικό, που αρνείται να ακολουθήσει οδηγίες των γονέων ή των ενηλίκων που το φροντίζουν (n=11), που δεν παίζει με τα άλλα παιδιά (n=9) και δεν χαίρεται την παρέα άλλων παιδιών (n=7) ενδεχομένως να αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας. Πιο λίγες συμμετέχουσες περιέγραψαν παιδιά που δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά από κάποιον που δεν τα γνωρίζει (n=6), που δείχνουν αναίτιο θυμό ή επιθετικότητα προς άλλα παιδιά (n=4), και που έχουν συνεχείς φόβους που τα εμποδίζουν από τη χαρά της ζωής (n=4). Ορισμένες παιδαγωγοί αναφέρθηκαν σε συχνές εκδηλώσεις προβλημάτων ψυχικής υγείας, όπως οι δυσκολίες στον έλεγχο των απεκκρίσεων μετά την επιτυχή εκπαίδευση στην τουαλέτα (n=2), η αδυναμία αποχωρισμού από τον γονέα ακόμη και με πολλή υποστήριξη (n=2), και η δυσκολία στην κατανόηση και ανταπόκριση στις απόψεις ή τα συναισθήματα ενός άλλου προσώπου. Μόνο μια παιδαγωγός αναγνώρισε τα σημαντικά προβλήματα στον ύπνο, τις συχνές αφυπνίσεις και τη μη αναζήτηση των γονέων για ανακούφιση ως ενδείξεις προβλημάτων ενώ μία συμμετέχουσα περιέγραψε τα παιδιά με προβλήματα ψυχικής υγείας ως πιθανώς πολύ εξαρτημένα από ένα αγαπημένο αντικείμενο μετά την ηλικία των 4 ετών. Στην τρίτη θεματική σχετικά με την υποστήριξη που προσέφεραν οι παιδαγωγοί στα παιδιά με προβλήματα ψυχικής υγείας, οι περισσότερες συμμετέχουσες (n=21) δήλωσαν ότι η τρέχουσα πρακτική τους περιελάμβανε κυρίως την αφιέρωση χρόνου για παρατήρηση της συμπεριφοράς των παιδιών και των κοινωνικών σχέσεων που ανέπτυσσαν στον παιδικό σταθμό και τη συζήτηση των παρατηρήσεών τους με τους γονείς. Οι δύο άλλες πρακτικές που αναφέρθηκαν από τις συμμετέχουσες ήταν η ανάπτυξη σχέσεων με τις τοπικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας για την υποστήριξη της εργασίας με τα παιδιά και τις οικογένειες (n=9) και οι τακτικές συναντήσεις με τους γονείς με στόχο την υποστήριξη ενός παιδιού που ενδεχομένως βιώνει προβλήματα. Μάλιστα, μία παιδαγωγός περιέγραψε χαρακτηριστικά: «Αρχικά, ζητάμε τη συμβουλή ενός ειδικού, υπάρχει ψυχολόγος που εργάζεται στη συμβουλευτική υπηρεσία του δήμου. Επίσης, ενθαρρύνουμε τους γονείς να αναζητήσουν επαγγελματική βοήθεια. Με αυτόν τον τρόπο λαμβάνουμε όλοι βοήθεια. Ωστόσο, αυτό εξαρτάται από τους γονείς, πόσο έτοιμοι είναι να αποδεχτούν αυτό που τους λες. Μερικές φορές οι γονείς δεν δέχονται καθόλου τις ανησυχίες μας». Από τα προαναφερθέντα αποτελέσματα φάνηκε ότι αρκετοί παιδαγωγοί διέθεταν γνώσεις σχετικά με πολλούς από τους πιο σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για προβλήματα ψυχικής υγείας στα παιδιά προσχολικής ηλικίας. Ωστόσο, η κατανόηση αυτών των παραγόντων ήταν περιορισμένη, καθώς είχαν την τάση να θεωρούν ότι κυρίως οι γονείς ευθύνονται για τα προβλήματα αυτά. Μία τέτοιου είδους αντίληψη είναι πιθανό να έχει σοβαρή επίδραση στις σχέσεις μεταξύ των οικογενειών και των παιδικών σταθμών, να αυξήσει το στρες και το αίσθημα ενοχής στους γονείς, να επηρεάσει αρνητικά τις γονεϊκές ικανότητες και να έχει σοβαρές επιπτώσεις στα ίδια τα παιδιά.επιπλέον, άλλες σημαντικές παράμετροι όπως τα περιορισμένα δίκτυα κοινωνικής και οικογενειακής υποστήριξης, το δύσκολο ταμπεραμέντο και ο πρώιμος αποχωρισμός από το άτομο φροντίδας δεν αναφέρθηκαν από καμία συμμετέχουσα. Αρκετές παιδαγωγοί γνώριζαν τις βασικές εκδηλώσεις κοινών προβλημάτων ψυχικής υγείας και πιο συγκεκριμένα, πολλές ανέφεραν τα σημάδια προβλημάτων εξωτερίκευσης όπως εναντιωματική προκλητική συμπεριφορά, απροσεξία και υπερκινητικότητα. Ωστόσο, σε μικρότερο βαθμό, οι συμμετέχουσες αναφέρθηκαν και σε σημάδια προβλημάτων εσωτερίκευσης, όπως κατάθλιψη και άγχος αποχωρισμού, σε προβλήματα στις σχέσεις, όπως αποδιοργανωμένη προσκόλληση και χαρακτηριστικά αυτισμού, καθώς και σε προβλήματα αυτορρύθμισης, όπως προβλήματα ύπνου, δυσκολία αυτοανακούφισης και διαταραχές στις διατροφικές συνήθειες. Το γεγονός αυτό είναι μάλλον προβληματικό, δεδομένου ότι αν τα συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα κατά την προσχολική
4 ηλικία δεν εντοπιστούν και δεν υπάρξει θεραπεία, δημιουργούν ένα αναπτυξιακό μονοπάτι που οδηγεί σε προβλήματα εσωτερίκευσης και εξωτερίκευσης στην εφηβική αλλά και την πρώιμη ενήλικη ζωή. Αναφορικά με τις πρακτικές για την παροχή βοήθειας και υποστήριξης των παιδιών, η ανάλυση έδειξε ότι σε ατομικό επίπεδο πολλοί παιδαγωγοί αφιέρωναν χρόνο στην παρατήρηση των συμπεριφορών των παιδιών στο πλαίσιο του σταθμού, και τις συζητούσαν με τους γονείς, ενώ σε μικρότερο βαθμό, συνεργάζονταν με τις οικογένειες και τις τοπικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Παρόλα αυτά,διαπιστώθηκε ότι σε επίπεδο παιδικών σταθμών δεν είχαν αναπτυχθεί πολιτικές και διαδικασίες για την ανταπόκριση στα προβλήματα ψυχικής υγείας των παιδιών, για παράδειγμα για την αναζήτηση βοήθειας, το οργανωμένο σύστημα παραπομπών, τη φιλοξενία εκδηλώσεων με τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας και συντονισμένες παρεμβάσεις. Επίσης, οι παιδαγωγοί δεν φάνηκε να συνειδητοποιούν τον πολύ σημαντικό ρόλο τους στην παροχή βοήθειας στα παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας για την εκμάθηση νέων δεξιοτήτων που θα υποστηρίξουν την ανάπτυξή τους. Συνοψίζοντας, η παρούσα μελέτη αποκάλυψε ότι οι παιδαγωγοί προσχολικής ηλικίας είχαν περιορισμένη κατανόηση των θεμάτων ψυχικής υγείας των παιδιών και εφάρμοζαν ανεπαρκείς πρακτικές αναφορικά με την ανταπόκριση στα προβλήματα ψυχικής υγείας των παιδιών και των οικογενειών. Η εκπαίδευση των παιδαγωγών σε καλές πρακτικές στην εργασία με τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, τις οικογένειές τους και τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας είναι απαραίτητη για να μπορέσουν να βοηθήσουντα παιδιά να λάβουν το καλύτερο επίπεδο υποστήριξης κατά την διάρκεια της πρώιμης ανάπτυξής τους. Η εκπαίδευση αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνει (1) προαγωγή των συναισθημάτων του ανήκειν και της σύνδεσης για όλα τα παιδιά, τις οικογένειες και το προσωπικό των παιδικών σταθμών (2) ανάπτυξη των κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων των παιδιών, όπως η αυτορρύθμιση, η ανάπτυξη σχέσεων, η επίλυση συγκρούσεων και να αισθάνονται καλά για τα ίδια και τον κόσμο γύρω τους. (3) μοίρασμα σημαντικών πληροφοριών για τις ζωές των παιδιών, ενημέρωση των οικογενειών σχετικά με τις γονεϊκές δεξιότητες, την ανάπτυξη του παιδιών και την ψυχική τους υγεία και (4) υποστήριξη των παιδιών που αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας. Η υποστήριξη αυτή θα μπορούσε να ενισχυθεί μέσα από την εκπαίδευση που επικεντρώνεται στην κατανόηση της ψυχικής υγείας, την προαγωγή της ψυχικής υγείας των παιδιών, τη διαχείριση των συναισθημάτων και των συμπεριφορών, τη διαχείριση του τραύματος, την αναζήτηση βοήθειας και την πρόσβαση σε υποστηρικτικές υπηρεσίες. Η κατάλληλη εκπαίδευση μπορεί να εφοδιάσει τους παιδαγωγούς με γνώσεις, στάσεις και δεξιότητες που είναι απαραίτητες για να μπορούν να αναγνωρίζουν τα παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα, να συζητούν με τους γονείς τα θέματα αυτά και την αναζήτηση υποστήριξης, καθώς και να παρέχουν σημαντικές ευκαιρίες για πρώιμη παρέμβαση.