ΙΟΝΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΜΗΜΑ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΜΑΘΗΜΑ:ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΙΙΙ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΙΩΨΗ Ακαδημαϊκό έτος 2014-2015 1
2
ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΗΣ ΚΩΜΙΚΗΣ ΟΠΕΡΑΣ ΤΟΥ 18 ΟΥ ΑΙΩΝΑ 1. Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΚΩΜΙΚΗ ΟΠΕΡΑ (Opera comique) Παρά την ακριβή σημασία του όρου «κωμική όπερα», ανάλογα με την εποχή που χρησιμοποιούνταν, οι Γάλλοι με τον ίδιο όρο αντιλαμβάνονταν διαφορετικά πράγματα. Η κωμική όπερα προέρχεται από τα μουσικοδραματικά θεατρικά έργα των τελευταίων δεκαετιών του δέκατου έβδομου αιώνα. Πολλές φορές γινόταν χρήση της δημοφιλούς μουσικής. Υπήρχε πάντοτε ισχυρή παρουσία του κωμικού δράματος (λόγου και δράσης), στο οποίο πρόσθεταν τη μουσική με διάφορους τρόπους, αλλά το δράμα δεν είχε κατ ανάγκην το στιλ της ακόμα πιο γνωστής τότε ιταλικής όπερας μπούφα. Το κύριο δομικό στοιχείο που χαρακτήριζε την κωμική όπερα ήταν η χρήση ομιλούμενου διαλόγου (σχεδόν ποτέ ρετσιτατίβου) που συσχετιζόταν με τη μουσική με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ακριβώς όπως και στη λυρική τραγωδία, οι Γάλλοι ανεξάρτητα από την ιστορική περίοδο έδωσαν στην κωμική όπερα έμφαση σε ποιητικές αξίες (αξίες λόγου/κειμένου). Η κωμική όπερα ήταν ένα αστικό είδος, που αντανακλούσε δηλαδή τις πολιτικές και αστικές σχέσεις στην πόλη, και τις εξέφραζε μέσω του κωμικού διαλόγου και της μουσικής που ήταν τότε «της μόδας». Μερικές φορές επιχειρούνταν άμεση σύνδεση της λυρικής τραγωδίας με την κωμική όπερα, στην πραγματικότητα μέσω του είδους που ήταν γνωστό ως «παρωδία». Για παράδειγμα, υπήρχε πιθανότητα η υπόθεση και οι χαρακτήρες μιας σημαντικής όπερας του Λυλί ή του Ραμώ να ξαναγραφτούν χρησιμοποιώντας κωμικά στοιχεία. 3
Τους ανθρώπινους χαρακτήρες τούς εμπνέονταν είτε μέσα από την καθημερινή ζωή και παραδόσεις των αγροτών ή των «άξεστων» ανθρώπων είτε από τον πιο γνώριμο κόσμο της πόλης και των εργαζόμενων τάξεων. Η μουσική αποτελούνταν από δημοφιλείς μελωδίες, διασκευασμένες με ποικίλους τρόπους, οι οποίοι όμως δεν έχουν σωθεί καθώς οι παρτιτούρες έχουν χαθεί. Όπως ακριβώς συνυπήρχε το θέμα με την ουσία μέσω της παρωδίας, έτσι πιστεύουν ότι υπήρχε κι ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στο κοινό της λυρικής τραγωδίας και αυτό της κωμικής όπερας. Ωστόσο δεν μπορεί να καταλήξει κανείς σε αυτό το συμπέρασμα βασιζόμενος μόνο στη γνώση του τρόπου με τον οποίο εκτελούνταν η κωμική όπερα. Πριν από το 1762, το είδος αυτό εξελισσόταν κυρίως σε μικρά, εφήμερης κατασκευής, ανεπίσημα θέατρα, τα οποία λειτουργούσαν είτε τις καλοκαιρινές εβδομάδες στο Foire Saint-Laurent (το καλοκαιρινό υπαίθριο πανηγύρι στην άκρη της πόλης) είτε το Φεβρουάριο στο Foire Saint-Germain (το χειμωνιάτικο πανηγύρι, σε μια περιφραγμένη έκταση στο κέντρο του Παρισιού). Ο αριστοκρατικός και κομψός κόσμος (καθώς και άλλοι πολίτες) παρακολουθούσε παραστάσεις μεταμφιεσμένος ή φορώντας μάσκα. Η κωμωδία πολλές φορές κάνει πολιτική σάτιρα, πράγμα που συνέβαινε και στην κωμική όπερα, μολονότι η γαλλική μοναρχία συνήθως το απαγόρευε. Το πολιτικό περιεχόμενο περνούσε τελικά ως υπονοούμενο μέσα από δημοφιλή τραγούδια με αμφίσημο στίχο. Τα τραγούδια αυτά είναι γνωστά ως vaudeville, και ήταν ένα είδος παρωδίας. Πρόσθεταν νέα λόγια σε παλιές μελωδίες παράγοντας έτσι μια πολύ διασκεδαστική σάτιρα. Εξέλιξη της «κωμικής όπερας» Γενικά, ο όρος κωμική όπερα θεωρείται ότι αναφέρεται στην παράδοση της όπερας με διάλογο. Το είδος αυτό αναπτύχθηκε κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα υπό την επίδραση του λιμπρετίστα Φαβάρ (Charles Simon Favart, 1710-1792), ενώ απέκτησε μεγαλύτερη 4
βαρύτητα με την όπερα Ο μάντης του χωριού (Le devin du village) του Ρουσό, η οποία όπερα ενέπνευσε μια νέα γενιά συνθετών «κωμικής όπερας», συμπεριλαμβανομένου μεταξύ πολλών άλλων του Ντούνι (Egidio Romoaldo Duni, 1708-1775), του Μονσινί (Pierre Alexandre Μonsigny, 1729-1817) και του Φιλιντόρ (François-André Ρhilidor, 1726-1795). Η νέα γενιά έγραψε έργα στα οποία τα μουσικά μέρη γράφονται με ένα απλό στιλ και συνδέονται μεταξύ τους με ομιλούμενο διάλογο. Η ίδια φόρμα ήταν επίσης γνωστή ως έντεχνη κωμωδία με τραγούδια (comédie melée d ariettes). Η επόμενη γενιά συνθετών δίνει έμφαση στο ηρωικό στοιχείο, κυρίως με τα έργα Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος του Γκρετρί και Jean de Paris του Μπουαλντιέ (François Adrien Βoieldieu, 1775-1834). Για ένα διάστημα, η κωμική όπερα αναπτύχθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα της ιταλικής όπερας semiseria, γι αυτό υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στα έργα του Παϊζιέλο και του Τσιμαρόζα, από τη μια μεριά, και της γαλλικής παράδοσης μέχρι στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, από την άλλη, την οποία εκπροσωπούν κυρίως ο Nicolas Dezéde (1742-1792) και ο Νταλεράκ (Nicolas Marie Dalayrac, 1753-1809). Σταδιακά, οι δύο κόσμοι της όπερας seria ή σοβαρής όπερας και της κωμικής όπερας άρχισαν να αναμειγνύονται. Το χαρακτηριστικό στοιχείο της «κωμικής όπερας» που απέμεινε ήταν η διατήρηση του ομιλούμενου διαλόγου, ο οποίος, κατά κανόνα, αντικαθιστούσε το τραγουδιστό ρετσιτατίβο. Η κωμική όπερα κυριάρχησε ως είδος στη Γαλλία από την περίοδο της Επανάστασης μέχρι και την Ιουλιανή Επανάσταση του 1830. 2. Η ΟΠΕΡΑ ΜΠΟΥΦΑ (OPERA BUFFA, ΙΤΑΛΙΑ) Τα δύο σπουδαιότερα είδη όπερας που επικράτησαν το 18ο αιώνα στην Ιταλία είναι η σοβαρή όπερα (opera seria) και η κωμική όπερα (opera buffa). 5
Το πρώτο δείγμα όπερας μπούφα είναι το έργο Ρatrό Calienno de la Costa, αλλά το πρώτο περίφημο δείγμα του είδους αυτού είναι το έργο Η υπηρέτρια κυρά (La serva padrona, 1733) του Περγκολέζι (Giovanni Battista Ρergolesi, 1710-1736). Έχοντας ως θέμα τους κοινούς καθημερινούς ανθρώπινους χαρακτήρες και όχι τους ήρωες και βασιλείς όπως η όπερα seria, προτιμά τις φυσικές φωνές και όχι τη φωνή του καστράτο (castrato), ενώ δίνει κάποια έμφαση σε ντουέτα και σε άλλους συνδυασμούς τραγουδιστών. Ο πιο σημαντικός συνθέτης του είδους αυτού θεωρείται αναμφισβήτητα ο Μότσαρτ με τις όπερες Οι γάμοι του Φίγκαρο (Le nozze di Figaro, 1786) και Έτσι κάνουν όλες (Così fan tutte, 1790). Εξέλιξη προς την όπερα μπούφα Η όπερα μπούφα ξεκίνησε από τα μουσικά ιντερμέτζι, δηλαδή κάποιες σύντομες αυτοτελείς κωμικές σκηνές με μουσική που ερμηνεύονταν ανάμεσα στις πράξεις της σοβαρής όπερας για να ψυχαγωγείται το κοινό. Στα ιντερμέτζι η δράση εστιαζόταν σε σκηνές της καθημερινότητας, παιγμένες και τραγουδισμένες από δύο και τρία άτομα, με περιορισμένη συνοδεία από ένα τσέμπαλο. Οι ήρωες των ιντερμέτζι (δηλαδή ο γέρος αφέντης και η νεαρή υπηρέτρια ή η γριά αφέντρα και ο νεαρός υπηρέτης) βασίστηκαν στην παράδοση της Κομέντια ντελ Άρτε. Τα ιντερμέτζι βαθμιαία γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, τα πρόσωπα αυξήθηκαν, οι σύντομες αυτές σκηνές έγιναν πιο επεξεργασμένες και μετατράπηκαν σε ένα αυτοτελές μουσικοδραματικό έργο με ιδιαίτερα μουσικά χαρακτηριστικά και κοινό, την όπερα μπούφα. Η όπερα μπούφα: η ιστορία της Η υπηρέτρια κυρά (La serva padrona, 1733) του Περγκολέζι θεωρείται το πιο δημοφιλές ιντερμέτζο, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία και στο Παρίσι όπου προκάλεσε τη διαμάχη των μπουφώνων. Η όπερα μπούφα ξεκίνησε στη Νεάπολη και υπήρξε λιγότερο επιρρεπής στη φωνητική δεξιοτεχνία από ότι η σοβαρή όπερα, μολονότι 6
και αυτή σχεδιάστηκε στα γνωστά πρότυπα εναλλαγής ρετσιτατίβο και αριών. Η μελισματική δεξιοτεχνία στις άριες της όπερας μπούφα εξυπηρετούσε τόσο σε κάποια μουσικά αποτελέσματα όσο για να δοθεί ποιητική έμφαση ή δραματικός χαρακτηρισμός στους ήρωές της. Ο καστράτος και η πρίμα ντόνα έπαψαν να πρωταγωνιστούν και τη θέση τους πήραν οι τέσσερις φυσικές φωνές, δηλαδή η σοπράνο, η άλτο, ο τενόρος και ο μπάσος. buffo). Ιδιαίτερη σημασία για τις κωμικές σκηνές είχε ο ρόλος του «μπάσο μπούφο» (basso Από το 1720 η ισχυροποίηση του μουσικού δράματος ενθάρρυνε τους πειραματισμούς σκηνικής δράσης και συνόλων. Στην κωμική δράση της όπερας μπούφα βαθμιαία τα ζευγάρια τα οποία μετείχαν αυξήθηκαν σε τέσσερα, έτσι ώστε να εμπλέκονται σε μια σειρά από πλεκτάνες, όπου επιδεικνυόταν μια πολυμορφία με τη χρήση ντουέτο, τρίο, κουαρτέτων και ομαδικών φινάλε. Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της κωμικής όπερας και του ιντερμέτζο στην Ιταλία ήταν ο Αλεσάντρο Σκαρλάτι (Alessandro Scarlatti, 1660-1725) και ο Τζιοβάνι Μπατίστα Περγκολέζι. Χάρη στη συμβολή του Κάρλο Γκολντόνι, η όπερα μπούφα μετασχηματίστηκε βαθμιαία σε ένα είδος τέχνης. Η εξέχουσα συμβολή του Ιταλού θεατρικού συγγραφέα και λιμπρετίστα οφειλόταν σε μια νέα διάσταση που έδωσε στην όλη σύλληψη και ανάπτυξη του δραματικού φινάλε σε εννιαίο σύνολο, σύμφωνο με τη δράση. Το 1768 ο Μότσαρτ ασχολήθηκε με την όπερα μπούφα και βρέθηκε να μαθητεύει δίπλα στον Γκολντόνι. 3. ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΖΙΝΓΚΣΠΙΛ (Deutsches Singspiel) «Θεατρικό έργο με τραγούδι». Τύπος γερμανικής όπερας που αναπτύχθηκε περίπου το 1700. Ο όρος αρχικά χρησιμοποιούνταν για όλες τις όπερες. Από το 1750 περίπου το 7
ζίνγκσπιλ σήμαινε «όπερα με ομιλούμενους διαλόγους» (ανάλογη με την αγγλική «όπερα μπαλάντας» και τη γαλλική opéra comique ). Το είδος έφτασε στο ζενίθ του με τα έργα του Μότσαρτ Η απαγωγή στο Σεράι και Ο μαγικός αυλός. O J.A. Hiller (1728-1804) θεωρείται ως ο ιδρυτής του γερμανικού ζίνγκσπιλ, με ομιλούμενο διάλογο, τραγούδια, μικρές άριες, φωνητικά σύνολα και ένα βοντβίλ στο τέλος. Το ζίνγκσπιλ γίνεται της μόδας. Ακόμα και ο Γκαίτε γράφει λιμπρέτα όπως το Erwin und Elmire, ένα εύθυμο έργο με τραγούδια (1773/4) και τον Μαγεμένο Αυλό, 2 ο μέρος (1794). Στη Βιέννη, ο Ιωσήφ ο Β ιδρύει το 1778 μια Εθνική Σκηνή του Ζίνγκσπιλ και έτσι δημιουργείται μια ιδιαίτερη παράδοση. Στο βιεννέζικο ζίνγκσπιλ δεν τραγουδούν ηθοποιοί αλλά τραγουδιστές της όπερας, γεγονός που οδήγησε σε υψηλό μουσικό επίπεδο. Το θεματικό υλικό είναι ένα μείγμα από παραμύθια, διηγήσεις θαυμάτων, μαγεία, συναισθηματισμό, κωμικά στοιχεία και ιδεαλισμό. Συνθέτες: Χάυδν, Γκλουκ κ.λ.π. 8