ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ ΞΕΝΑΚΗΣ Α.Μ ΘΕΜΑ:

Σχετικά έγγραφα
Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ & Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

Ενότητα 11 η : Αρχή δεδηλωμένης Διορισμός πρωθυπουργού

Ενότητα 13 η : Απαλλαγή Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της Η Διάλυση της Βουλής

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

16η ιδακτική Ενότητα Η ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

«Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΤΗΡΗΣΗΣ» ΑΡΘΡΟ 84 ΤΟΥ ΣΥΝΑΓΜΑΤΟΣ

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

Σελίδα 1 από 5. Τ

Ενότητα 10 η : Κοινοβουλευτική αρχή

Προπτυχιακή Εργασία «Η Ανάδειξη της Κυβέρνησης» Μιχαήλ Νεραντζάκης

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ. ΘΕΜΑ: Ερµηνεία του άρθρου 37 παρ. 1 και 2 σύµφωνα µε τη γραµµατολογική µέθοδο.

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

«ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» ΠΑΝΟΣ ΚΑΜΜΕΝΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ»

Τµήµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέας ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Αθήνα, ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1991 ΚΑΙ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ. ( Διάλυση Βουλής, Εκλογές, Κυβερνήσεις)

9ο Κεφάλαιο (σελ )

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

ΕΡΓΑΣΙΑ: Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΙΚΑΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ενότητα 8 η : Η Βουλή

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

ΕΘΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

7η ιδακτική Ενότητα ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 2656/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 2/2016

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Ε

ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η ΑΝΑ ΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΘΕΟ ΩΡΑ ΦΙΡΙΓΓΟΥ

Φορείς των νέων ιδεών ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ

ΕΝΩΜΕΝΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΟΣ EN.AP.

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ. ΠΡΟΣ : Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΝΣΤ. Τρίτη 23 Δεκεµβρίου 2014

Η Εκτελεστική Εξουσία. Δρ. Κωνσταντίνος Αδαμίδης

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Έγγραφο συνόδου ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ. εν συνεχεία των ερωτήσεων με αίτημα προφορικής απάντησης B8-0019/2019 και B8-0020/2019

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/2080(INI)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΕΔ ΗΠΕΙΡΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΙΧΑΛΙΤΣΙΑΝΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ Α.Μ ΘΕΜΑ : «Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ»

Σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενόψει των εκλογών του 2014

ΙΙ. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΙΙΙ. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975 ΕΩΣ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 1986

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΝΑ. Τετάρτη 17 Δεκεµβρίου 2014

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

7597/18 ΔΛ,ΔΛ/γομ/ΔΛ 1 DRI

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 3) Δημοψηφισματική διάλυση της Βουλής σελ. 13

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Πρόταση εμπιστοσύνης

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΒΟΥΛΗΣ Αριθμ. Πρωτ.:. S L Q J... Ημερομ. \ z q a 5 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ Ζ. Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 1ης Δεκεμβρίου 2009 για τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού (2009/882/ΕΕ)

ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ

ΕΒΔΟΜΗ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ( ) ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2009 ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΣΕ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΩΝ 1

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2018 ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. Οι Έλληνες παίρνουν θέση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ 13/7/2011. Συνάδελφοι

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Το Δημοψήφισμα με Πρωτοβουλία των Πολιτών Ως κορυφαία πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

18475/11 ΔΠ/νκ 1 DG H 2A

ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Ένα ερµηνευτικό παράδειγµα από το Σύνταγµα» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΑ ΟΧΗΜΑΤΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΩΣ ΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ( ) 1.ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I ΚΏΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΊΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΕΥΤΈΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΎ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΣΕ ΘΈΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΏΝ ΣΥΜΦΕΡΌΝΤΩΝ ΚΑΙ ΣΎΓΚΡΟΥΣΗΣ ΣΥΜΦΕΡΌΝΤΩΝ

Κανονισμός Δημοτικού Συμβουλίου Νέων Θεσσαλονίκης

Δημοσκόπηση της Alco για το Πρώτο Θέμα

Τι Πιστεύουν οι Έλληνες για τη Συνταγματική Αναθεώρηση & τον Εκλογικό Νόμο

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ ΞΕΝΑΚΗΣ Α.Μ 1340200300343 ΘΕΜΑ: «Η ΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ» Καθηγητής Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ: ΜΑΙΟΣ 2008

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ H ΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ(1975 ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ) 1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ α. Γενικά.4 β. Ορισµός..4 γ. Ορολογία....5 2. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ α. Από πού προήλθε...7 β. Εξέλιξη...7 3. Η ΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975 α. Γενικά.....8 β. Άρθρο 41 1 Προεδρική διάλυση 8 γ. Αρθρο 41 2 «δύναται» ή «υποχρεούται»; 10 δ. Αρθρο 37 4..11 4. Η ΤΕΛΙΚΗ ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΙΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ α. Σκοπός της αναθεώρησης του 1986.12 β. Αναθεωρηµένα άρθρα..12 γ. Οµαλή λήξη της θητείας / τακτική διάλυση.13 δ. ιάλυση της Βουλής λόγω αδυναµίας εκλογής Προέδρου της ηµοκρατίας.13 ε. ιάλυση της Βουλής λόγω αδυναµίας σχηµατισµού κυβέρνησης...14 στ. ιάλυση της Βουλής λόγω κυβερνητικής αστάθειας.16 ζ. ιάλυση της Βουλής προκειµένου να αντιµετωπισθεί εθνικό θέµα εξαιρετικής σηµασίας...19 η. Ποια κυβέρνηση διενεργεί τις εκλογές;...20 5. ΟΙ ΙΑΛΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΤΟ 1975 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ α. Η διάλυση της 22ας Οκτωβρίου 1977 βάσει του 41παρ. 2 του Σ.(Για την αντιµετώπιση εθνικού θέµατος εξαιρετικής σηµασίας- ηµοψηφισµατική διάλυση)...22 β. Η διάλυση της 19 ης Σεπτεµβρίου 1981, βάσει του 38 παρ.1 εδ. β του Σ. 1975 (κοινοβουλευτική διάλυση)...23 2

γ. Η διάλυση της 7 ης Μαίου 1985, βάσει του 41 παρ.2 του Σ. ( ηµοψηφισµατική διάλυση )...23 δ. Η διάλυση της 12 ης Μαίου 1989, βάσει των άρθρων 53 παρ.1 και 40 παρ. 1 του Σ. ( Τακτική διάλυση - Οµαλή λήξη της θητείας)...24 ε. Η διάλυση της 12 ης Οκτωβρίου 1989, βάσει του άρθρου 37 του Σ. (Λόγω αδυναµίας σχηµατισµού κυβέρνησης- Κοινοβουλευτική διάλυση )...25 στ. Η διάλυση της 12 ης Μαρτίου 1990, βάσει του άρθρου 32 παρ. 4 του Σ. (Λόγω αδυναµίας εκλογής Προέδρου της ηµοκρατίας)...25 ζ. Η διάλυση της 10ης Σεπτεµβρίου 1993, βάσει του άρθρου 41 παρ. 2 του Σ. (Τυπικά ηµοψηφισµατική διάλυση)...26 η. Η διάλυση της 24 ης Αυγούστου 1996, βάσει του άρθρου 41 παρ. 2 του Σ. ( ηµοψηφισµατική διάλυση)...27 θ. Η διάλυση της 14 ης Μαρτίου 2000, βάσει του άρθρου 41 παρ. 2 του Σ. ( ηµοψηφισµατική διάλυση)...28 ι. Η διάλυση της 11 ης Φεβρουαρίου 2004, βάσει του άρθρου 41 παρ. 2 του Σ. («ηµοψηφισµατική ιάλυση»).. 28 κ. Η διάλυση της 17 ης Αυγούστου 2007, βάσει του άρθρου 41 παρ. 2 του Σ. («ηµοψηφισµατική ιάλυση»).. 28 λ. Σύντοµα Συµπεράσµατα...29 6. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...29 7. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΕΠΙΣΥΝΑΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΕ ΡΙΚΩΝ ΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ (ΟΠΩΣ ΑΥΤΑ ΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ) ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΙΑΛΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟ 1977 ΕΩΣ ΤΟ 2007...31 3

Η ΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ(1975 ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ) 1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ α. Γενικά Το ζήτηµα της διάλυσης της Βουλής είναι ένα θέµα που έχει απασχολήσει έντονα το συντακτικό και τον αναθεωρητικό νοµοθέτη. Η σπουδαιότητά του καταφαίνεται από το γεγονός ότι ήδη από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Συντάγµατος 1975, η διάλυση της Βουλής αναδείχθηκε ως πεδίο πολιτικής αλλά και θεωρητικής έντασης, καθώς θεωρήθηκε (και όχι άδικα) µια από τις κοµβικές ρυθµιστικές αρµοδιότητες του Προέδρου της ηµοκρατίας. Οι τριβές, φυσικά, δεν έλειψαν ούτε και κατά τη συζήτηση της αναθεώρησης του 1986 ως προς το ζήτηµα της διάλυσης της Βουλής. Ο πολιτικός διάλογος και ο θεωρητικός προβληµατισµός κατά τις συζητήσεις του Συντάγµατος 1975 αφορούσε όλο το πλέγµα των προεδρικών αρµοδιοτήτων, κυρίως των νοµοθετικών και των ρυθµιστικών. Το ευρύ περιθώριο του Προέδρου να διαλύει τη Βουλή συνδέθηκε µε την εξίσου ευρεία διακριτική του ευχέρεια να παύει την Κυβέρνηση και να κάνει επιλεκτικούς χειρισµούς κατά το διορισµό νέας, όταν στη Βουλή δεν υπάρχει σαφής πλειοψηφία (άρθρα 41 παράγραφος 1, 38 παράγραφος 2, 37 παράγραφος 4 και 38 παράγραφος 1 εδάφιο β, Σύνταγµα 1975). β. Ορισµός ιάλυση της Βουλής είναι ο βεβαιούµενος µε προεδρικό διάταγµα τερµατισµός της θητείας των βουλευτών, που πραγµατοποιείται είτε µε τη λήξη της βουλευτικής περιόδου, είτε σε προηγούµενο χρονικό σηµείο κατά τη διαδικασία και τους λόγους, που ορίζει το Σύνταγµα και πάντοτε ταυτόχρονα µε την προκήρυξη εκλογών, προκειµένου να επέλθει ανανέωση της σύνθεσης του Κοινοβουλίου 1. 1 Ο επιτυχής αυτός ορισµός διατυπώνεται από τον Α. ηµητρόπουλο στο βιβλίο του «Η διάλυση της Βουλής», όπου το ζήτηµα αναπτύσσεται αναλυτικά. 4

γ. Oρολογία Ο όρος «διάλυση της Βουλής» έχει δηµιουργήσει προβλήµατα, καθώς δεν είναι λίγοι αυτοί που προβάλλουν αντιρρήσεις ως προς τον τρόπο που ο συντακτικός νοµοθέτης τον χρησιµοποιεί. Σύµφωνα µε τον ηµητρόπουλο, ο όρος «διάλυση της Βουλής» δεν είναι κατά κυριολεξία ακριβής, καθόσον δεν είναι δυνατή η διάλυση κρατικού οργάνου, έχει όµως επικρατήσει ως terminus technicus και αναφέρεται στη λήξη της θητείας των συγκεκριµένων φορέων του οργάνου «βουλή», των βουλευτών. Από κει και πέρα ο ηµητρόπουλος προβαίνει στην εξής διάκριση: i) Η πραγµατοποιούµενη µε τη λήξη της βουλευτικής περιόδου διάλυση (53 παράγραφος 1 Σ) καλείται «τακτική» διάλυση και ανήκει στις στοιχειώδεις προϋποθέσεις του δηµοκρατικού πολιτεύµατος. ii) Η πραγµατοποιούµενη πριν από τη λήξη της βουλευτικής περιόδου διάλυση, είναι η «έκτακτη» και σε αυτήν γίνεται κυρίως αναφορά µε τη χρήση του σχετικού όρου. Κατά την άποψη που εκφράζει ο Μαυριάς, ο όρος «διάλυση» δεν αποδίδει σωστά τον κατά τη λήξη της βουλευτικής περιόδου οµαλό τερµατισµό του βίου της Βουλής 2. Σηµειώνεται, λοιπόν, ότι «τόσο στη θεωρία όσο και στην πρακτική ( ) ανακριβώς χρησιµοποιείται ο όρος «διάλυση» και για την περίπτωση της λήξης της θητείας (της Βουλής και ότι) «το Σύνταγµα διακρίνει µε σαφήνεια τη λήξη της βουλευτικής περιόδου από τις περιπτώσεις διάλυσης της Βουλής» 3. Ορθή µεν η επισήµανση αυτή, όµως ο Συντακτικός νοµοθέτης χρησιµοποιεί ρητά τον όρο «διάλυση» σε περιπτώσεις που νοείται ο οµαλός τερµατισµός του βίου της Βουλής (άρθρα 35 παράγραφος 2, 53 παράγραφος 3). Ορολογικά εύστοχος είναι ωστόσο ο καταστατικός χάρτης µε τη διάταξη του άρθρου 48 παράγραφος 3 (πριν την αναθεώρηση παράγραφος 4), η οποία αναφέρει τα εξής: «η διάρκεια των κατά τις προηγούµενες παραγράφους µέτρων µπορεί να παρατείνεται ανά δεκαπενθήµερο µόνο µε προηγούµενη απόφαση της Βουλής, η οποία συγκαλείται ακόµη και αν έχει λήξει η βουλευτική περίοδος ή η Βουλή έχει διαλυθεί». Παρ όλα αυτά, ο Μαυριάς τονίζει πως η ευρεία χρήση του όρου «διάλυση» στη θεωρία αποτελεί απλή ευθυγράµµιση µε την ορολογία του συντακτικού νοµοθέτη. 2 Η εξάντληση της τετραετίας και η τακτική διάλυση της Βουλής (ή ο οµαλός τερµατισµός του βίου της) είναι φαινόµενο ιδιαίτερα σπάνιο στην Ελληνική Συνταγµατική Ιστορία. Μόλις δύο φορές συνέβη κάτι τέτοιο το 1932 (τετραετία 1928-1932) και το 1989 (τετραετία 1985-1989). 3 Άποψη εκφρασµένη από τον. ΤΣΑΤΣΟ. 5

Ζητήµατα ορολογίας γεννώνται γενικότερα και ως προς τις άλλες µορφές διάλυσης, ιδίως εξαιτίας των διαφορετικών κριτηρίων που οι διάφοροι συγγραφείς χρησιµοποιούν για τη διάκριση και την οριοθέτησή τους. Έτσι, για παράδειγµα, ο Α. ηµητρόπουλος, µε βασικό κριτήριο την αιτία και τον επιδιωκόµενο σκοπό προβαίνει στη διάκριση δύο βασικών µορφών διάλυσης, της Κοινοβουλευτικής και της ηµοψηφισµατικής. Αναγνωρίζει και µια τρίτη ειδική περίπτωση, την «Προεδρική ιάλυση» βάσει των άρθρων 32 παράγραφος 4 και 41 παράγραφος 5. Σύµφωνα όµως µε το Βενιζέλο, ο οποίος επιλέγει ως κριτήριο, στην τυπολογική διάκριση που προβαίνει, το αρµόδιο όργανο για τη διάλυση της Βουλής, συναντώνται δύο τύποι διάλυσης: Αφενός µεν η «κυβερνητική διάλυση», αφετέρου δε η «προεδρική διάλυση». Υπό τον πρώτο όρο («κυβερνητική διάλυση») αθροίζονται όλες οι περιπτώσεις διάλυσης που προκαλούνται µε την πολιτική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης και της Κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που τη στηρίζει ή την ανέχεται. Υπό τον όρο «προεδρική διάλυση» µπορούν να συγκεντρωθούν όλες οι περιπτώσεις στις οποίες ο αρχηγός του κράτους διαθέτει κάποιο περιθώριο χειρισµών και αναλαµβάνει πολιτικά την πρωτοβουλία της διάλυσης. 6

2. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ α. Από πού προήλθε Η χώρα καταγωγής του θεσµού της διάλυσης της Βουλής είναι η Αγγλία. Στα πλαίσια, όµως, της υιοθέτησής του και από άλλα κράτη, υπέστη µια σαφή «εθνική διαµόρφωση», όπως άλλωστε συνέβη και µε το κοινοβουλευτικό σύστηµα στο σύνολό του. Στο χώρο της Ελληνικής συνταγµατικής πρακτικής, ο θεσµός της διάλυσης ακολούθησε ιδιαίτερη ιστορική συνταγµατική πορεία και συνδέθηκε άµεσα µε τις κορυφαίες συνταγµατικοπολιτικές κρίσεις της ελληνικής συνταγµατικής ιστορίας και τις επεµβάσεις του κληρονοµικού αρχηγού του κράτους στη συνταγµατικοπολιτική ζωή 4 5. β. Εξέλιξη Αρχικώς το δικαίωµα ιάλυσης της Βουλής ήταν ένα µοναρχικό νοµικό όπλο κατά της αντιπολιτευόµενης το στέµµα Βουλής.Πιο συγκεκριµένα, ο µονάρχης είχε δύο όπλα:1)να κόψει το κεφάλι!(παύση κυβέρνησης) και 2)να κόψει τα πόδια!(διάλυση Βουλής). ηλαδή κάθε φορά που η πολιτική κατάσταση δεν ήταν ευνοική για αυτόν µπορούσε να προχωρήσει αυθαίρετα στη ιάλυση της Βουλής.Με την πάροδο των χρόνων όµως η ιάλυση µετατράπηκε από όπλο του µονάρχη σε κοινοβουλευτική διαδικασία,σε συνταγµατικό θεσµό.κι αυτό γιατί έγινε προσαρµογή στο πολίτευµά µας,αλλιώς ο θεσµός αυτός θα είχε καταργηθεί.πλέον η ιάλυση της Βουλής υπηρετεί το κοινοβουλευτικό σύστηµα και έχει αποκτήσει χαρακτήρα αντικειµενικό.η συνταγµατικοπολιτική εξέλιξη οδήγησε από το καθεστώς της ελεύθερης χωρίς περιορισµούς διάλυσης,στην δηµιουργία συγκεκριµένων λόγων,για τους οποίους είναι δυνατή η διάλυση της βουλής.πολλά ευρωπαικα Συντάγµατα,εκτός του δικού µας,περιέχουν διατάξεις σχετικές µε τη διάλυση.αξίζει να αναφερθεί όµως ότι στη Γερµανία,από την εποχή του Χίτλερ και µετά(όπου ο τελευταίος ανέβηκε στην εξουσία κοινοβουλευτικά και µετά διέλυσε τη Βουλή)δεν υπάρχουν διατάξεις σχετικές µε τη διάλυση. 4 Για ζητήµατα θεωρητικών τάσεων γύρω από το θεσµό στην αλλοδαπή, βλ. Βενιζέλου «Μαθήµατα Συνταγµατικού ικαίου» µε αναφορές στους P. Lalumiére A. Demichel, Ph. Lauraux, L. Duguit, J. Barthelemy, G. Burdeau, R. Capitant, R. Carré de Malberg, B. Mirkine-Guetzevitch, M. Duverger. 5 Βλ. αναλυτικά ηµητρόπουλο «Η διάλυση της Βουλής» σελ. 2 επ. 7

3. Η ΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975 α. Γενικά Το Σύνταγµα του 1975 είναι διαποτισµένο από µια προσπάθεια αναγνώρισης αυξηµένων, ίσως και υπερδιογκωµένων, εξουσιών στο πρόσωπο του Προέδρου της ηµοκρατίας. Το πρόσφατο ιστορικό «πάθηµα» µε την επιβολή της δικτατορίας του 67, ίσως ήταν αυτό που ώθησε προς µια τέτοια κατεύθυνση το Σύνταγµα του 1975, αµέσως µετά την ανατροπή της. Η διακριτική ευχέρεια που αναγνωρίζεται στον Πρόεδρο σε ζητήµατα διάλυσης της Βουλής είναι χαρακτηριστική αυτής της κατάστασης. Στο παρόν κεφάλαιο, θα ασχοληθούµε µε τις διατάξεις του Συντάγµατος 1975 που προέβλεπαν ουσιωδώς 6 διαφορετικές ρυθµίσεις από αυτές που θεσπίστηκαν µε την αναθεώρηση του 1986. Τα είδη διάλυσης αναλυτικότερα θα αναπτυχθούν στο κεφάλαιο της αναθεώρησης του 1986. β. Άρθρο 41 παράγραφος 1 - Προεδρική διάλυση. Το άρθρο 41 παράγραφος 1 του Συντάγµατος του 1975 είχε ως εξής: «Ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας δύναται να διαλύση την Βουλήν µετά γνώµην του Συµβουλίου της ηµοκρατίας, εάν αύτη ευρίσκεται εν προφανεί δυσαρµονία προς το λαϊκόν αίσθηµα ή εάν η σύνθεσις αυτής δεν εξασφαλίζει κυβερνητικήν σταθερότητα». Μια απλή ανάγνωση του άρθρου αυτού κάνει φανερή την ευρεία διακριτική ευχέρεια που δίνεται στον Πρόεδρο της ηµοκρατίας ως προς τη διάλυση της Βουλής. Γι αυτό το λόγο, ήδη από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης 6 Τα άρθρα 32 παρ.4 (περί διάλυσης της Βουλής λόγω ανικανότητάς της να εκλέξει Πρόεδρο της ηµοκρατίας) και 53 (περί οµαλού τερµατισµού του βίου της Βουλής µε τη λήξη της τετραετούς θητείας της) παρέµειναν ως είχαν από το 1975, ή τουλάχιστον (το 32 παρ.4) δεν έχει επηρεαστεί ουσιωδώς από την αναθεώρηση που υπέστη το 1986, ως προς το ζήτηµα της διάλυσης της Βουλής. 8

του Συντάγµατος του 1975, η διάλυση της Βουλής αποτέλεσε «καυτό» ζήτηµα 7. Οι αντιρρήσεις στόχευαν κυρίως σε αυτό το συγκεκριµένο άρθρο (41 παράγραφος 1) που έδινε στον Πρόεδρο την αρµοδιότητα να διαλύει τη Βουλή χωρίς προσυπογραφή της κυβέρνησης (άρθρο 35 παράγραφος 2 περ. ε ) και µετά από (απλή) γνώµη του Συµβουλίου της ηµοκρατίας (άρθρο 39), εάν η σύνθεσή της βρισκόταν σε προφανή δυσαρµονία προς το λαϊκό αίσθηµα ή δεν εξασφάλιζε κυβερνητική σταθερότητα. Είναι σαφές, λοιπόν, πως το άρθρο 41 παράγραφος 1 του Συντάγµατος 1975 καθιέρωνε µια µορφή «προεδρικής» διάλυσης της Βουλής, πράγµα που σηµαίνει πως η πρωτοβουλία για τη διάλυση ανήκε ουσιαστικά στον Πρόεδρο της ηµοκρατίας 8. Βέβαια, καθιέρωνε (το άρθρο 41 παράγραφος 1) και δύο κριτήρια (διαζευκτικά), τα οποία, όµως, δεν ήταν παρά σαφώς υποκειµενικά. Στον Πρόεδρο της ηµοκρατίας (και δευτερευόντως, ίσως, στο Συµβούλιο της ηµοκρατίας 9 ) εναπόκειται η κρίση του κατά πόσο η Βουλή βρίσκεται «εν προφανεί δυσαρµονία προς το λαϊκόν αίσθηµα» ή η σύνθεσή της «δεν εξασφαλίζει κυβερνητικήν σταθερότητα». Η κρίση, λοιπόν, αυτή του Προέδρου της ηµοκρατίας θα µπορούσε να µείνει ανέλεγκτη, ιδίως σε οριακές περιπτώσεις, που το λαϊκό αίσθηµα ή η κυβερνητική σταθερότητα θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να διαπιστωθούν. Υπήρχε, λοιπόν, η δυνατότητα του Προέδρου να επιβάλει µια «αντιπλειοψηφική» διάλυση της Βουλής, δηλαδή διάλυση που επέρχεται παρά την ύπαρξη και τη θέληση µιας κυβέρνησης που διαθέτει την εµπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής. Για το λόγο αυτό, το άρθρο αυτό καταδείκνυε, σε συνδυασµό µε το άρθρο 38 παράγραφος 2 του Συντάγµατος 1975 10 τις ευρύτατες αρµοδιότητες του Προέδρου και, όπως και είναι γνωστό, δε διέφυγε (κανένα εκ των δύο) της αναθεώρησης του 1986, καθώς πολλοί χαρακτήρισαν αυτές τις αρµοδιότητες ως «υπερεξουσίες» του Προέδρου της ηµοκρατίας. 7 Όπως προεκτέθηκε ήδη στο 1 α, η διάλυση της Βουλής θεωρήθηκε µια από τις κοµβικές ρυθµιστικές αρµοδιότητες του Προέδρου της ηµοκρατίας. 8 Η γνωµοδότηση του Συµβουλίου της ηµοκρατίας δε φαίνεται να έπαιζε και πολύ σηµαντικό ρόλο. 9 Σύµφωνα µε το άρθρο 39 παρ.2 του Σ 1975 «το Συµβούλιον της ηµοκρατίας απαρτίζεται εκ των κατά δηµοκρατικόν τρόπον εκλεγέντων και διατελεσάντων Προέδρων της ηµοκρατίας, του Πρωθυπουργού, του Προέδρου της Βουλής, του Αρχηγού της Αξιωµατικής εν τη Βουλή Αντιπολιτεύσεως, ως και των προερχοµένων εκ της Βουλής Πρωθυπουργών ή διατελεσάντων Πρωθυπουργών εις Κυβέρνησιν τυχούσαν της εµπιστοσύνης της Βουλής». 9

γ. Άρθρο 41 παράγραφος 2 «δύναται» ή «υποχρεούται»; Το άρθρο 41 παράγραφος 2 του Συντάγµατος 1975 υπήρξε πεδίο διχογνωµιών ως προς το σαφές νόηµά του. Σύµφωνα, λοιπόν, µε αυτό «ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας δύναται να διαλύσει την Βουλήν, προτάσει της τυχούσης ψήφου εµπιστοσύνης Κυβερνήσεως προς ανανέωσιν της λαϊκής εντολής, προκειµένου να αντιµετωπισθή εξαιρετικής σηµασίας εθνικόν θέµα». Είναι σαφές πως το άρθρο αυτό καθιερώνει τη λεγόµενη «δηµοψηφισµατική» διάλυση (βλ. ηµητρόπουλο «Η διάλυση της Βουλής»), δηλαδή διάλυση που γίνεται προκειµένου να διεξαχθούν εκλογές, οι οποίες θα λάβουν δηµοψηφισµατικό χαρακτήρα. Εκλογές, δηλαδή, οι οποίες είτε θα ανανεώσουν τη λαϊκή εντολή στην ίδια κυβέρνηση (που προτείνει τη διάλυση) είτε θα αναδείξουν νέα κυβέρνηση, αποφασίζοντας έτσι (εν είδει δηµοψηφίσµατος) για την πολιτική γραµµή που ο λαός θέλει, για την αντιµετώπιση ενός εθνικού θέµατος εξαιρετικής σηµασίας. Το σηµείο, όµως, που προκάλεσε διχογνωµίες είναι το ρήµα «δύναται». Η πιστή γραµµατική ερµηνεία της παραγράφου 2 του άρθρου 41 θέλει και πάλι ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας να έχει µια διακριτική ευχέρεια διακριτική ευχέρεια η οποία συνίσταται στο ότι ο Πρόεδρος µπορεί να επιλέξει εάν θα προβεί στη διάλυση της Βουλής ή θα απορρίψει την πρόταση της Κυβέρνησης προς διάλυση. Εποµένως, η κρίση για το αν ένα θέµα είναι εθνικό εξαιρετικής σηµασίας δεν εναπόκειται µόνο στην κυβέρνηση, αλλά εµµέσως και στον Πρόεδρο της ηµοκρατίας, εφόσον αυτός µπορεί αν µην αποδεχθεί την πρόταση της κυβέρνησης προς διάλυση, ανεξάρτητα από το αν το θέµα είναι όντως εξαιρετικής εθνικής σηµασίας. Όπως, όµως, υποστηρίζει ο Βενιζέλος 11 : «Έχω την άποψη ότι και υπό την αρχική διατύπωση του άρθρου 41 παράγραφος 2 η πρόταση της Κυβέρνησης θα έπρεπε να γίνει υποχρεωτικά δεκτή από τον Πτ, εφόσον η συνταγµατική αρµοδιότητα για τη χάραξη της γενικής πολιτικής της χώρας (άρθρο 82 παράγραφος 1) και, άρα, για τον προσδιορισµό της σοβαρότητας και το χειρισµό των εθνικών 10 Το 38 παρ.2 Σ 1975 αναγνώριζε στον Πτ τη δυνατότητα να παύει την Κυβέρνηση και να προβαίνει σε επιλεκτικούς χειρισµούς κατά το διορισµό της Κυβέρνησης όταν στη Βουλή δε σχηµατίζεται «δεδηλωµένη» πλειοψηφία. 11 Βενιζέλος «Μαθήµατα Συνταγµατικού ικαίου» σελ. 514 επ.. 10

θεµάτων ανήκει αποκλειστικά στην κυβέρνηση. Βέβαια, ιδίως το 1977 υποστηρίχθηκε η αντίθετη άποψη, που αναγνώριζε σοβαρή διακριτική ευχέρεια στον Πτ» 12. Επίσης, αναφέρει πως «η εφαρµογή αυτής της διάταξης το 1977 και το 1985 απέδειξε ότι το άρθρο 41 παράγραφος 2 στεγάζει µια καθαρή µορφή κυβερνητικής διάλυσης». δ. Άρθρο 37 παράγραφος 4 Άξιο παρατήρησης στο Σύνταγµα του 1975 είναι και το άρθρο 37 παράγραφος 4, ως προς το ζήτηµα της διάλυσης της Βουλής, όταν αποτύχουν όλες οι διερευνητικές εντολές. Στην περίπτωση, λοιπόν, αυτή, το 37 παράγραφος 4 του Συντάγµατος 1975 προέβλεπε τη δυνατότητα του Προέδρου της ηµοκρατίας (µετά γνώµην του Συµβουλίου της ηµοκρατίας) να διορίσει Πρωθυπουργό «µέλος ή µη της Βουλής, δυνάµενον κατά την κρίσιν του να τύχη ψήφου εµπιστοσύνης της Βουλής» 13. Στο εδάφιο β της ίδιας παραγράφου λέει: «Εις τον ούτω προκριθέντα Πρωθυπουργόν ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας δύναται να παράσχη και το δικαίωµα διαλύσεως της Βουλής προς διεξαγωγήν8ι εκλογών». Υπήρχε, λοιπόν, η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας να µην προβεί στη διάλυση της Βουλής ύστερα από την αποτυχία των διερευνητικών εντολών για σχηµατισµό κυβέρνησης. Μπορούσε, έτσι, να «κατασκευάσει» κυβέρνηση αποφεύγοντας τη (µόνη πλέον µετά την αναθεώρηση) λύση της διάλυσης και της εκ νέου διεξαγωγής εκλογών προς ανάδειξη νέας Βουλής. Ο Πρωθυπουργός της «κατασκευασµένης» αυτής κυβέρνησης θα µπορούσε αν ήθελε να διαλύσει τη Βουλή, αν κάτι τέτοιο το επέτρεπε ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας. Είναι, εποµένως, και η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 37 του Συντάγµατος 1975 µια από τις, από πολλούς, χαρακτηρισµένες ως αντικοινοβουλευτικές ρυθµίσεις, οι οποίες δεν ξέφυγαν από τον αναθεωρητικό νοµοθέτη του 1986. 12 Και ο Βενιζέλος συνεχίζει, «Υπό την έννοια αυτή, η αναθεώρηση αποσαφηνίζει τις εκατέρωθεν αρµοδιότητες και καθιστά το άρθρο 41 παρ.2 αµιγή µορφή κυβερνητικής διάλυσης». Όντως η αναθεώρηση του 86 απάλειψε τη λέξη «δύναται», έτσι ώστε αποσαφηνίστηκε το νόηµα της διάταξης και έπαψαν οι διχογνωµίες γύρω από το ζήτηµα.(αναλυτικότερα, όµως, για το θέµα στο οικείο κεφάλαιο.) 13 Γι αυτό το άρθρο 37 παρ. 4 Σ 1975 εθεωρείτο ότι διατηρούσε ζωντανή τη γνωστή «θεωρία του κηπουρού» µιας και οι διαδικασίες σχηµατισµού κυβέρνησης, οι οποίες πρέπει να ακολουθήσουν µετά 11

4. Η ΤΕΛΙΚΗ ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΙΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ α. Σκοπός της αναθεώρησης του 1986 Η συνταγµατική µεταρρύθµιση του 1985/86 είχε ως στόχο την άρση των θεωρητικών και πολιτικών συγκρούσεων, γι αυτό ο αναθεωρητικός νοµοθέτης επικέντρωσε την προσοχή του σε µια προσπάθεια ρύθµισης κατά τρόπο εξαντλητικό, ζητηµάτων, όπως η διάλυση της Βουλής και η ανάδειξη της Κυβέρνησης. Η αυστηρότερη τυποποίηση των υπό αναθεώρηση (τότε) άρθρων 41, 38 και 37, τα οποία ρυθµίζουν το ζήτηµα της διάλυσης της Βουλής, είναι η βασική επιλογή και προσπάθεια του αναθεωρητικού νοµοθέτη. Από την άλλη πλευρά, όµως, σηµαντικό ζήτηµα αποτελεί και το ποια Κυβέρνηση θα διενεργήσει τις εκλογές. Είναι σαφές πως στη διενεργούσα τις εκλογές Κυβέρνηση, επιφυλάσσονται σηµαντικά πολιτικά πλεονεκτήµατα. Το γεγονός αυτό προσδίδει ιδιαίτερη σηµασία στη διεξοδική ρύθµιση της διάλυσης της Βουλής και του «καθεστώτος» διενέργειας των εκλογών που αµέσως γίνονται ως συνέπειά της. Η αναθεώρηση των σχετικών συνταγµατικών διατάξεων βοήθησε στην άρση κάποιων διχογνωµιών και κυρίως στην αποφυγή επανάληψης κάποιων «παραδόξων» 14. Τι συµβαίνει συγκεκριµένα τώρα πλέον στις επιµέρους περιπτώσεις διάλυσης της Βουλής, θα εξετασθεί παρακάτω. β. Αναθεωρηµένα άρθρα 15 από εκλογές αλλά και µετά από κάθε άλλη περίπτωση παραίτησης της κυβέρνησης ή αποδοκιµασίας της στη Βουλή, δεν ήταν απόλυτα ξεκάθαρες. 14 Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα των εκλογών του 1981. Η Κυβέρνηση τότε, λίγες εβδοµάδες πριν την οµαλή λήξη της θητείας της Βουλής, υπέβαλε παραίτηση, την οποία το Πρόεδρος της ηµοκρατίας έκανε δεκτή και ανέθεσε στην ίδια Κυβέρνηση τη διεξαγωγή των εκλογών, αφού διέλυσε την εθνική αντιπροσωπεία. Το γεγονός αυτό προκάλεσε διχογνωµίες των θεωρητικών και πληθώρα δηµοσιευµένων άρθρων. 15 Άρθρο που αφορά τη διάλυση της Βουλής είναι και το 32, ιδίως η παράγραφος 4 αυτού. Αναθεώρηση υπέστη αυτή η παράγραφος (καθώς και η 1 η ) αλλά δεν επηρέασε ουσιαστικά το θεσµό 12

Με την αναθεώρηση του 1986 µεταβλήθηκε µεγάλο µέρος των άρθρων που αφορούσαν τη διάλυση της Βουλής. Συγκεκριµένα, αναθεωρήθηκαν από το άρθρο 37 οι παράγραφοι 2, 3, 4, καθώς και η ερµηνευτική δήλωση. Ανέπαφη έµεινε µόνο η παράγραφος 1 του οικείου άρθρου. Από το άρθρο 38 αναθεωρήθηκαν όλες οι παράγραφοι (1, 2), καθώς και η ερµηνευτική δήλωση. Καταργήθηκε το άρθρο 39 και µαζί του ο (κατά πολλούς αντικοινοβουλευτικός και ξεπερασµένος) θεσµός του «Συµβουλίου της ηµοκρατίας» που άλλωστε είχε περιπέσει σε αδράνεια. Από το άρθρο 41 αναθεωρήθηκαν οι παράγραφοι 1, 2, 4, ενώ προστέθηκε και ερµηνευτική δήλωση. Το άρθρο 53 παρέµεινε ως είχε. Σύµφωνα, λοιπόν, µε το αναθεωρηµένο κείµενο του Συντάγµατος διαµορφώθηκαν οι ισχύουσες µορφές διάλυσης της Βουλής 16. γ. Οµαλή λήξη της θητείας / τακτική διάλυση Η λήξη της βουλευτικής περιόδου µε την εξάντληση της τετραετίας αποτελεί το µόνο τρόπο οµαλού τερµατισµού του βίου της Βουλής. Η ρύθµιση περιέχεται στο άρθρο 53 παράγραφος 1 του Συντάγµατος ήδη από το 1975 και παρέµεινε ανέπαφη και κατά την αναθεώρηση του 1986. Η ουσία της σχετικής ρύθµισης δεν προκαλεί ερµηνευτικές διχογνωµίες. Η λήξη της τετραετίας προσδιορίζεται µε αντικειµενικά κριτήρια µε βάση την αρχή της, δηλαδή την ηµέρα των εκλογών, κατά τις οποίες αναδείχθηκε η νέα Βουλή. Ποικιλία γνωµών και γενικά την προσοχή των συγγραφέων έχει, όµως, προκαλέσει η περίπτωση αυτή ως προς τη χρήση της ορολογίας που την αποδίδει 17. δ. ιάλυση της Βουλής λόγω αδυναµίας εκλογής Προέδρου της ηµοκρατίας 18 της διάλυσης της Βουλής. Η µεταβολή συνίσταται κυρίως στην καθιέρωση της ονοµαστικής (φανερής) ψηφοφορίας εν αντιθέσει µε τη µυστική που ίσχυε υπό το καθεστώς του Συντάγµατος 1975. 16 Και µετά την αναθεώρηση του 2001 η διάλυση της Βουλής δεν υπέστη µετατροπές, µια και τα επίµαχα άρθρα δεν περιελήφθησαν στην αναθεώρηση. Εξαίρεση αποτελεί το 38 παρ. 2, το οποίο, όµως, αναθεωρήθηκε προκειµένου να οργανωθεί λεπτοµερώς η διαδικασία αντικατάστασης του Πρωθυπουργού σε περίπτωση ατοµικής παραίτησης, θανάτου ή αδυναµίας άσκησης των καθηκόντων του. Ως εκ τούτου, ο θεσµός της διάλυσης της Βουλής δε φαίνεται να επηρεάστηκε από την αναθεώρηση του 2001. 17 Βλέπε και παραπάνω υπό 1 γ. Ο όρος «τακτική διάλυση» χρησιµοποιείται από τον Α. ηµητρόπουλο, ο όρος «οµαλός τερµατισµός της θητείας» από τον Κ. Μαυριά, οι όροι «φυσιολογικός» και «φυσικός» από τον. Τσάτσο και ο όρος «φυσικός» από τον Κ. Γεωργόπουλο. 18 «Προεδρική διάλυση» σύµφωνα µε τον Α. ηµητρόπουλο, ο οποίος ακολουθεί το κριτήριο του σκοπού ή της αιτίας ως προς τις τυπολογικές διακρίσεις του θεσµού. Η διάλυση µε βάση το άρθρο 32 13

Εδώ πρόκειται για την ειδική περίπτωση διάλυσης της Βουλής για αδυναµία εκλογής Προέδρου της ηµοκρατίας, εφόσον δεν επιτευχθεί στην τρίτη ψηφοφορία η αυξηµένη πλειοψηφία των 3/5. Το είδος αυτό διάλυσης της Βουλής προβλέπεται στο άρθρο 32 του Συντάγµατος,το οποίο προβλέπει αναλυτικά τη διαδικασία εκλογής του Προέδρου της ηµοκρατίας. Ο συντακτικός νοµοθέτης, θέλοντας, ίσως, να καταδείξει τη σηµαντικότητα της ευρείας αποδοχής του προσώπου του Προέδρου της ηµοκρατίας, θέλησε να «οχυρώσει» την εκλογή του µε την υποχρέωση διάλυσης της Βουλής σε περίπτωση που η τελευταία δεν µπορέσει να αναδείξει Πρόεδρο της ηµοκρατίας. Ο χαρακτήρας αυτής της διάλυσης είναι ειδικός και δεν αποτελεί µορφή διάλυσης, η οποία αναπτύχθηκε µέσα στα πλαίσια της συνταγµατικοπολιτικής πραγµατικότητας, αλλά καθιερώθηκε το 1975 στο Σύνταγµά µας και διατηρήθηκε και µετά την αναθεώρηση του 1986 ως συνδεόµενη µε το συγκεκριµένο τρόπο εκλογής του Προέδρου της ηµοκρατίας. Στην ειδική περίπτωση αυτής της διάλυσης, η διάλυση της Βουλής πραγµατοποιείται υποχρεωτικά, «χάριν του Προέδρου» 19, γι αυτό δε γεννά και προβλήµατα ερµηνείας όσον αφορά το ζήτηµα του ποια κυβέρνηση διενεργεί τις εκλογές, εφόσον υπάρχει κυβέρνηση πλειοψηφίας. Η υποχρεωτικότητα της διάλυσης δε δηµιουργεί προβλήµατα και στην περίπτωση που ο Πρωθυπουργός αρνείται να παράσχει την απαιτούµενη προσυπογραφή του στο διάταγµα διάλυσης της Βουλής. Μπορεί, λοιπόν, τότε ο Πρόεδρος να προβεί στη διάλυση χωρίς την προσυπογραφή, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι έχει κάποια ιδιαίτερη εξουσία, εφόσον πρόκειται για υποχρεωτική κατά το Σύνταγµα διάλυση. ε. ιάλυση της Βουλής λόγω αδυναµίας σχηµατισµού κυβέρνησης Αδυναµία σχηµατισµού κυβέρνησης είναι η συνταγµατικοπολιτική κατάσταση, κατά την οποία, µετά το πέρας της προβλεπόµενης από το Σύνταγµα διερευνητικής διαδικασίας, διαπιστώνεται η αδυναµία συγκέντρωσης του απαιτούµενου αριθµού βουλευτών και η οποία, κατά συνέπεια, συνεπάγεται την παρ. 4 χαρακτηρίζεται ως «υποχρεωτική» και «αυτόµατη» από τους Γ. Παπαδηµητρίου και Ευ. Βενιζέλο, ενώ ο Γ. ασκαλάκης την εντάσσει στις περιπτώσεις της «τακτικής» διάλυσης. 19 Γι αυτό και ο Α. ηµητρόπουλος τη χαρακτηρίζει «προεδρική», καθώς ακολουθεί αυτό το κριτήριο (βλ. 1 γ). 14

υποχρεωτική διάλυση της Βουλής. Ο λόγος αυτός διάλυσης προβλέπεται ρητά στο άρθρο 37 παράγραφος 3 εδάφιο γ και αποτελεί τη βαρύτερη περίπτωση αδυναµίας λειτουργίας του κοινοβουλευτικού συστήµατος. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, δεν υπάρχει δεδηλωµένη, είτε επειδή δεν υπάρχει πλειοψηφία (οντολογικό στοιχείο), είτε επειδή δεν υπάρχει η βούληση προς σχηµατισµό κυβέρνησης (βουλητικό στοιχείο). Η διάλυση της βουλής για το λόγο αυτό είναι πλέον υποχρεωτική 20. Άπαξ και εµφανιστούν οι αναγκαίες προϋποθέσεις, οφείλουν να εφαρµοσθούν οι διατάξεις περί διάλυσης της Βουλής, καθώς και η αδυναµία σχηµατισµού κυβέρνησης είναι λόγος διάλυσης µε αντικειµενικό και αναγκαστικό χαρακτήρα. Ο λόγος αυτός διάλυσης εφαρµόζεται αναλόγως και στην περίπτωση του άρθρου 38 παράγραφος 1 εδάφιο γ, δηλαδή στην περίπτωση παραίτησης κυβέρνησης που απολαµβάνει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή παραλείπονται οι διερευνητικές εντολές και η διαδικασία του άρθρου 37 παράγραφοι 2, 3, 4 και πάµε κατευθείαν στο 37 παράγραφος 3 εδάφιο γ. Αν, όµως, η παραιτούµενη κυβέρνηση δεν περιέχει πολιτικό κόµµα που έχει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, τότε πάµε στην ευρεία διαδικασία των παραγράφων 2, 3, 4 του άρθρου 37. Αν και µετά από αυτή τη διαδικασία δεν προκύψει κυβέρνηση (ατελέσφορες διερευνητικές εντολές) τότε η διάλυση είναι υποχρεωτική και πάλι µε το άρθρο 37 παράγραφος 3 εδάφιο γ. Όταν η παραιτούµενη κυβέρνηση (που στηρίζεται από κόµµατα που κανένα µόνο του δε συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών) είναι η πρώτη κατά τη διάρκεια της συγκεκριµένης βουλευτικής περιόδου, ακολουθείται οπωσδήποτε η ευρεία / τακτική διαδικασία (άρθρο 37 παράγραφοι 2, 3, 4). Αν, όµως, είναι η δεύτερη, τότε υπάρχει διακριτική ευχέρεια ως προς το αν θα εφαρµοσθεί η ευρεία διαδικασία ή η συνοπτική (απευθείας διάλυση µε το 37 παρ. 3 εδάφιο γ ) 21. Ο λόγος αυτός διάλυσης µπορεί να καταταχθεί σε µια γενικότερη µορφή διάλυσης της Βουλής. Σύµφωνα µε τον Α. ηµητρόπουλο, εντάσσεται στην 20 Η εξέλιξη του κοινοβουλευτικού συστήµατος ανήγαγε την αδυναµία σχηµατισµού κυβέρνησης σε λόγο διάλυσης της Βουλής, ενώ στο παρελθόν ήταν δυνατός ο διορισµός κυβέρνησης µειοψηφίας. Η καθιέρωση της τέλειας αρχής της δεδηλωµένης προσέδωσε αυτοτέλεια στο λόγο αυτό διάλυσης, καθώς πλέον ο διορισµός κυβέρνησης µειοψηφίας δεν είναι δυνατός ούτε και στην περίπτωση που κανένας πολιτικός σχηµατισµός δε συγκεντρώνει την απαιτούµενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. 21 Βλ. παρακάτω υπό στ. 15

«Κοινοβουλευτική διάλυση» 22, σύµφωνα µε το κριτήριο «χάριν τίνος; 23» (µε ποιο σκοπό και για ποια αιτία) που ο εν λόγω συγγραφέας χρησιµοποιεί. Σύµφωνα, όµως, µε τον Ευάγγελο Βενιζέλο και µε το κριτήριο «ποιο το αρµόδιο όργανο;» που αυτός χρησιµοποιεί, ο λόγος αυτός διάλυσης εντάσσεται στις περιπτώσεις της «κυβερνητικής διάλυσης» 24. στ. ιάλυση της Βουλής λόγω κυβερνητικής αστάθειας Κυβερνητική αστάθεια είναι η µετά από εναλλαγή δύο κυβερνήσεων πλειοψηφίας, µέσα στην ίδια βουλευτική περίοδο, από τη σύνθεση της Βουλής, προκαλούµενη και απειλούµενη στο µέλλον, εναλλαγή βραχύβιων κυβερνήσεων και η εντεύθεν αδυναµία εφαρµογής κυβερνητικού προγράµµατος. Η κυβερνητική αστάθεια ως λόγος διάλυσης αναφέρεται ρητά στο άρθρο 41 παράγραφος 1 εδάφιο α. Πρόκειται για δυνητικό λόγο, ο οποίος εφαρµόζεται στις περιπτώσεις που µετά την καταψήφιση δύο κυβερνήσεων (ή παραίτηση), υπάρχει η δυνατότητα σχηµατισµού κυβέρνησης. ιότι, αν δεν υπάρχει, προηγείται η εφαρµογή του άρθρου 37 παράγραφος 3 εδάφιο γ (περί αδυναµίας σχηµατισµού κυβέρνησης) και εποµένως η διάλυση θα γίνει µε αυτό (το 37 παρ. 3 εδ. γ ) το άρθρο. Η διάλυση της Βουλής λόγω κυβερνητικής αστάθειας αποτελεί εξαίρεση από την αρχή της δεδηλωµένης, καθώς εφαρµόζεται όταν το κοινοβουλευτικό σύστηµα λειτουργεί µεν, µε προβλήµατα δε. Αντίθετα, η διάλυση λόγω αδυναµίας σχηµατισµού κυβέρνησης αποτελεί εφαρµογή και αναγκαίο αποτέλεσµα της τέλειας µορφής της αρχής της δεδηλωµένης. Σύµφωνα, λοιπόν, µε το άρθρο 41 παράγραφος 1 εδάφιο α, ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας µπορεί να διαλύσει τη Βουλή αµέσως µετά την παραίτηση ή καταψήφιση της δεύτερης κυβέρνησης 25 και αφού συγκαλέσει τους πολιτικούς 22 Σύµφωνα µε τον Α. ηµητρόπουλο, «κοινοβουλευτική διάλυση είναι εκείνη που επιβάλλεται από το κοινοβουλευτικό σύστηµα και διενεργείται χάριν της λειτουργίας του, είτε για αδυναµία σχηµατισµού κυβέρνησης, είτε για κοινοβουλευτική αστάθεια». Βλ. αναλυτικά Α. ηµητρόπουλο «η διάλυση της Βουλής». 23 Όπως προαναφέρθηκε υπό 1 γ. Βλ. αναλυτικότερα Α. ηµητρόπουλο «Η διάλυση της Βουλής» σελ. 81 επ. 24 Όπως προαναφέρθηκε υπό 1 γ. Βλ αναλυτικότερα Ευ. Βενιζέλο «Η διάλυση της Βουλής». 25 Ειδικό ζήτηµα που αφορά το είδος αυτό διάλυσης είναι ο υπολογισµός των κυβερνήσεων, διότι αποτελεί απαραίτητη αντικειµενική προϋπόθεση η καταψήφιση ή η παραίτηση δύο τουλάχιστον κυβερνήσεων. Σύµφωνα, λοιπόν, µε τον Α. ηµητρόπουλο («Η διάλυση της Βουλής») προσµετρώνται: α) Οι τακτικές κυβερνήσεις διαφορετικών κοµµάτων ή συνασπισµών. Ως πρώτη, δεύτερη, τρίτη κλπ. 16

αρχηγούς. Εφόσον προτείνεται ο σχηµατισµός τρίτης κυβέρνησης συνασπισµού, µπορεί ο πρόεδρος να αρνηθεί το σχηµατισµό της και να προχωρήσει στο διορισµό προεκλογικής κυβέρνησης, κατά τη διάρκεια της οποίας θα διαλύσει τη Βουλή. Μέχρις αυτού του σηµείου δεν υπάρχει σηµαντική διαφοροποίηση ανάµεσα στους θεωρητικούς. Εκεί που γεννάται ζήτηµα είναι το αν η εξουσία του Προέδρου της ηµοκρατίας, να προβεί στη διάλυση της Βουλής λόγω κυβερνητικής αστάθειας, εκτείνεται ως το σηµείο να κάνει χρήση της εξουσίας του αυτής, ενώ υπάρχει κυβέρνηση πλειοψηφίας (τρίτη, τέταρτη, κ.ο.κ.). Η θέσπιση του αντικειµενικού κριτηρίου της καταψήφισης ή παραίτησης των δύο κυβερνήσεων, αφαίρεσε, βέβαια, από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας την «υπερεξουσία» που του παρείχε το παλιό 41 παράγραφος 1 του Συντάγµατος 1975, δεν είναι όµως αρκετή η νέα µορφή του άρθρου αυτού για να άρει κάθε διχογνωµία σχετικά µε το αν υποκρύπτεται τελικά µια ευρείας διακριτικής ευχέρειας «προεδρική διάλυση 26» κατόπιν της πλήρωσης του αντικειµενικού κριτηρίου. Υποστηρίζονται, λοιπόν, δύο γνώµες 27. Όπως υποστηρίζει ο Α. ηµητρόπουλος 28 «το Σύνταγµα επιτρέπει τη διάλυση της Βουλής για κυβερνητικής αστάθεια, µόνον αµέσως µετά την υποβολή της παραίτησης της δεύτερης, τρίτης, κλπ. τακτικής κυβέρνησης και ως αποτέλεσµά της. ( ) Η προηγούµενη υποβολή παραίτησης επιβάλλεται από το ίδιο το Σύνταγµα, όχι µόνον από το άρθρο 38, αλλά από αυτό το ίδιο το άρθρο 41 παράγραφος 1 εδάφιο κυβέρνηση θα πρέπει να θεωρηθεί η κυβέρνηση «άλλων κοµµάτων». Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει εναλλαγή κοµµάτων ή συνασπισµών στην εξουσία. β) Οι νέες κυβερνήσεις των ίδιων κοµµάτων ή συνασπισµών, δηλαδή οι κυβερνήσεις που σχηµατίζονται µετά την αποχώρηση από την εξουσία, µετά δηλαδή την απαλλαγή από τα καθήκοντα και τον εκ νέου σχηµατισµό κυβέρνησης. Αντίθετα, δεν προσµετρώνται: α) Η πρώτη αµέσως µετά τις εκλογές παραίτηση, η οποία κατά το άρθρο 53- συντελείται κι αυτή κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Και τούτο διότι θα πρέπει η κυβερνητική αστάθεια να οφείλεται στη συγκεκριµένη σύνθεση της συγκεκριµένης βουλευτικής περιόδου. ( ) β) Κυβερνητικές αλλαγές, που δε συνεπάγονται εναλλαγή διάφορων πολιτικών δυνάµεων. εν προσµετρώνται εποµένως αλλαγές κυβερνητικών σχηµάτων, εφόσον, χωρίς διακοπή, παραµένει η ίδια πλειοψηφία στην εξουσία. ( ) βα) εν προσµετρώνται κυβερνητικοί ανασχηµατισµοί του ίδιου κόµµατος, σε επίπεδο υπουργών και υφυπουργών, έστω και συνολικού χαρακτήρα, εφόσον παραµένει ο ίδιος πρωθυπουργός. ββ) Αλλά κι όταν η ίδια πλειοψηφία αλλάξει πρωθυπουργό, δεν πρόκειται για νέα κυβέρνηση, οφειλόµενη σε κυβερνητική αστάθεια και εποµένως δεν υπολογίζεται η παραίτησή της. εν προσµετράται η νέα κυβέρνηση του ίδιου πολιτικού κόµµατος µετά το θάνατο ή την παραίτηση του πρωθυπουργού. βγ) Κατά την ίδια λογική δεν υπολογίζονται ανασχηµατισµοί του ίδιου κυβερνητικού συνασπισµού, έστω κι αν αλλάζει ο πρωθυπουργός». 26 Σύµφωνα µε το κριτήριο του αρµόδιου για τη διάλυση οργάνου. 27 Από το ποια γνώµη θα δεχθεί κανείς εξαρτάται ο λιγότερο ή περισσότερο «προεδρικός» χαρακτήρας αυτής της διάλυσης, της µόνης «προεδρικής διάλυσης» που προβλέπει το ισχύον Σύνταγµα. 28 Βλ. Α. ηµητρόπουλο «Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου» σελ. 579 επ., «Η διάλυση της Βουλής» σελ. 408 επ. 17

α. ( ) Η διάλυση της Βουλής, χωρίς την προηγούµενη παραίτηση της κυβέρνησης, ισοδυναµεί µε (έµµεση) παύση, που καταργήθηκε από το ισχύον Σύνταγµα. Οι συνταγµατικές διατάξεις παρέχουν στον Πρόεδρο της ηµοκρατίας τη διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί το διορισµό της τρίτης κλπ. κυβέρνησης. εν του παρέχουν, όµως, την εξουσία να διακόψει ή να συντοµεύσει το βίο της κυβέρνησης, διαλύοντας της Βουλή». Σύµφωνα, µάλιστα, και µε το τυπολογικό κριτήριο που ακολουθεί ο Α. ηµητρόπουλος η διάλυση του άρθρου 41 παράγραφος 1 εντάσσεται στη γενικότερη µορφή της «κοινοβουλευτικής διάλυσης». Από την άλλη πλευρά, σύµφωνα µε τον Βενιζέλο 29 «το άρθρο 41 παράγραφος 1 διατηρεί µια περίπτωση προεδρικής αντιπλειοψηφικής διάλυσης της Βουλής 30. Όπως συνάγεται, ακόµη και prima facie, η διάλυση της Βουλής στην περίπτωση αυτή επέρχεται µε απόφαση του Πτ - ενώ υπάρχει Κυβέρνηση που απολαµβάνει της εµπιστοσύνης (ή της ανοχής) της Βουλής. ( ) Το καινοτοµικό στοιχείο της αναθεώρησης είναι όµως η αυστηρότερη νοµική οριοθέτηση της έννοιας «µη εξασφάλιση κυβερνητικής σταθερότητας». Η έννοια αυτή υπακούει πλέον σε ένα συγκεκριµένο και τυπικό κριτήριο που πρέπει να συντρέχει ως αντικειµενική προϋπόθεση: την καταψήφιση ή παραίτηση δύο τουλάχιστον Κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια της ίδιας βουλευτικής περιόδου». Κατά την άποψη αυτή, εποµένως, η διάλυση του άρθρου 41 παράγραφος 1 µπορεί να πάρει µια αµιγώς «προεδρική» µορφή, εφόσον µπορεί να δροµολογηθεί από τον Πρόεδρο ακόµα κι αν υπάρχει εν ενεργεία κυβέρνηση που απολαµβάνει της εµπιστοσύνης της Βουλής 31, µόνο 29 Βλ. Ευ. Βενιζέλο «Μαθήµατα Συνταγµατικού ικαίου» και «Η διάλυση της Βουλής» σελ. 509 επ. 30 Την ίδια άποψη έχουν εκφράσει και πολλοί άλλοι θεωρητικοί, όπως ο Μάνεσης. 31 Για τους υποστηρικτές της άποψης αυτής βέβαια, δεν µπορεί η διάλυση να γίνεται εντελώς αυθαίρετα από τον Πρόεδρο. Σε καταγραφή των τεκµηρίων στα οποία θα στηριχθεί ο Πρόεδρος για να αποφασίσει ως προς τη διάλυση της Βουλής, προβαίνει ο Α. Λοβέρδος («Κυβέρνηση, συλλογική λειτουργία και πολιτική ευθύνη», «ηµοσιεύµατα Συνταγµατικού ικαίου 6»), τα οποία είναι: «αα. [η] στάση Κυβέρνησης και αντιπολίτευσης ως προς το ενδεχόµενο διάλυσης της Βουλής, ββ. [η] πραγµατική αδυναµία της κυβέρνησης να εφαρµόσει την πολιτική της, η οποία αποδεικνύεται από τη συνεχή καταψήφιση από τη Βουλή σχεδίων νόµων, την καταψήφιση του προϋπολογισµού, τη µη κύρωση διεθνών συνθηκών (που αποτελούν σαφέστατη οµολογία της ίδιας της Βουλής, ότι δεν µπορεί να εξασφαλίσει κυβερνητική σταθερότητα) γγ) [η] αλλαγή της στάσης των βουλευτών που υποστήριξαν την κυβέρνηση όταν αυτή είχε ζητήσει ψήφο εµπιστοσύνης. δδ) [η] ένταση των σχέσεων του φορέα της κυβερνητικής λειτουργίας µε τους κοινωνικούς φορείς». Εξάλλου ο Α. Παντελής («Οι συνταγµατικές ρυθµίσεις του 1986») παρατηρεί, ως προς την περίπτωση κατά την οποία ο Πρόεδρος διαλύει τη Βουλή κατ εφαρµογή του άρθρου 41 παρ. 1, επανεκλέγεται δε η ίδια πλειοψηφία, ότι «ένας Πρόεδρος της ηµοκρατίας που εισπράττει τέτοια µοµφή παραιτείται, όχι µόνο επειδή έχει µειωθεί ηθικά, αλλά και επειδή µπορούν µε νοµικά µέσα να τον εξωθήσουν να εγκαταλείψει το αξίωµά του». 18

επειδή έχει πληρωθεί το τυπικό κριτήριο της καταψήφισης ή παραίτησης δύο κυβερνήσεων. ζ. ιάλυση της Βουλής ( ) προκειµένου να αντιµετωπισθεί εθνικό θέµα εξαιρετικής σηµασίας 32 Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 41 προβλέπει τη δυνατότητα της κυβέρνησης (που έχει λάβει ψήφο εµπιστοσύνης) να προτείνει στον Πρόεδρο της ηµοκρατίας τη διάλυση της Βουλής, προκειµένου να εκφράσει ο λαός, µέσω των εκλογών, τη θέση του ως προς ένα ζήτηµα εθνικό, εξαιρετικής σηµασίας. Σύµφωνα µε τον Α. ηµητρόπουλο, ο λόγος αυτός διάλυσης εντάσσεται στη γενικότερη µορφή της «δηµοψηφισµατικής διάλυσης 33» (σύµφωνα µε το κριτήριο που αυτός ακολουθεί) 34. Σύµφωνα, όµως, µε το κριτήριο που ακολουθεί ο Βενιζέλος, πρόκειται για µια ακραιφνή µορφή «κυβερνητικής διάλυσης» εφόσον η κυβέρνηση έχει την πρωτοβουλία της διάλυσης αυτής. Υπό το κράτος του προηγούµενου Συντάγµατος (1975) υπήρχε διαφωνία ως προς το εάν είναι υποχρεωµένος ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας να διαλύσει τη Βουλή, επειδή το πρότεινε η κυβέρνηση (βλ. παραπάνω 3 γ), αν είναι δηλαδή δεσµευτική για τον Πρόεδρο η πρόταση της Κυβέρνησης. Οι διαφωνίες αυτές κόπασαν µετά την αναθεώρηση του 1986 και την απάλειψη της λέξης «δύναται» από το άρθρο 41 παράγραφος 2. Γίνεται πλέον γενικώς δεκτό ότι ο Πρόεδρος δεσµεύεται από το Σύνταγµα να διαλύσει τη Βουλή, εφόσον η κυβέρνηση το προτείνει σύµφωνα µε το 41 παρ. 2 και δεν είναι δυνατή η εξέταση του αν όντως το ζήτηµα «εθνικής» σηµασίας («εξαιρετικής») είναι τέτοιο ώστε να µπορεί να οδηγήσει σε διάλυση 35. Η χάραξη της γενικής πολιτικής της χώρας ανήκει στην κυβέρνηση, εποµένως µόνο αυτή µπορεί να προβεί στο χαρακτηρισµό ενός 32 Στην ελληνική συνταγµατική και πολιτική πρακτική, ο λόγος αυτός διάλυσης είναι ο συχνότερος. 33 Σύµφωνα µε ορισµό που δίνει ο Α. ηµητρόπουλος («Η διάλυσης της Βουλής»): «ηµοψηφισµατική διάλυση είναι εκείνη που πραγµατοποιείται προκειµένου να εκφράσει το εκλογικό σώµα τη βούλησή του για συγκεκριµένο ζήτηµα, µέσα από τη διαδικασία των εκλογών». Ο ηµητρόπουλος υποστηρίζει πως δύο είναι οι λόγοι που εµφανίστηκαν στα πλαίσια της δηµοψηφισµατικής διάλυσης: α) η δυσαρµονία προς το λαϊκό αίσθηµα και β) η ανανέωση της λαϊκής εντολής. Μετά την αναθεώρηση του 1986 στην ελληνική συνταγµατική πραγµατικότητα ισχύει µόνο ο δεύτερος. 34 έχεται δηλαδή πως η διάλυση γίνεται «χάριν δηµοψηφίσµατος». 35 Όπως ορθά επισηµαίνει ο Α. ηµητρόπουλος: «Η δηµοψηφισµατική διάλυση είναι αιτιώδης. Παρά, όµως, το ότι προβάλλεται αντικειµενικός λόγος, η ανανέωση της λαϊκής εντολής, δεν καθιερώνεται διαδικασία διακρίβωσης». 19

θέµατος ως «εθνικού εξαιρετικής σηµασίας», χωρίς να επιδέχεται αµφισβήτηση από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας. Η «δηµοψηφισµατική» διάλυση είναι φυσικά δυνητική, καθώς ακόµα κι αν συντρέχει εθνικό θέµα εξαιρετικής σηµασίας η κυβέρνηση δεν υποχρεούται να ζητήσει τη διάλυση. Το αν θα γίνει η διάλυση εναπόκειται και θετικά και αρνητικά στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Το Σύνταγµα, όµως, έχει τον περιορισµό ότι η Βουλή που αναδείχθηκε από τις εκλογές (που έγιναν ως συνέπεια της «δηµοψηφισµατικής» διάλυσης) δεν µπορεί να διαλυθεί εξαιτίας του ίδιου θέµατος. Κατά το γράµµα του άρθρου 41 παράγραφος 2 «ο Πρόεδρος διαλύει τη Βουλή µετά από πρόταση της κυβέρνησης, που έχει λάβει ψήφο εµπιστοσύνης». Απαιτείται, λοιπόν, κυβέρνηση πλειοψηφίας, εποµένως δεν µπορεί να προτείνει «δηµοψηφισµατική» διάλυση µια κυβέρνηση µειοψηφίας. Κυβερνήσεις µειοψηφίας είναι αδύνατον να προκύψουν εξ αρχής µετά την καθιέρωση της τέλειας αρχής της δεδηλωµένης. Πάρ όλα αυτά, είναι δυνατή η ύπαρξη κυβέρνησης επιγενόµενης µειοψηφίας, η οποία, δηλαδή, ανήλθε ως κυβέρνηση (αρχικής) πλειοψηφίας και στη συνέχεια έχασε αυτήν της πλειοψηφία, χωρίς όµως να µεσολαβήσει καταψήφιση. Στην περίπτωση αυτή, αλλά και στην πιο ακραία, κατά την οποία έχουν ήδη αποσχιστεί ή ανεξαρτητοποιηθεί βουλευτές, ώστε η κυβέρνηση να µην απολαµβάνει πλέον της πλειοψηφίας, γεννώνται ειδικά ζητήµατα σχετικά µε το κατά πόσον ο Πρόεδρος µπορεί να δεχθεί την πρόταση αυτής της κυβέρνησης µειοψηφίας για «δηµοψηφισµατική διάλυση». Σύντοµα µπορεί να παρατεθεί η άποψη του Α. ηµητρόπουλου, ο οποίος υποστηρίζει ότι «σύµφωνα µε το αντικειµενικό νόηµα της διάταξης ( ), δεν αρκεί µόνον ότι έχει λάβει ψήφο εµπιστοσύνης η κυβέρνηση, αλλά απαιτείται να διατηρεί την πλειοψηφία και κατά το χρόνο που ζητεί τη διάλυση της Βουλής, να πρόκειται δηλαδή για κυβέρνηση πλειοψηφίας» 36. η. Ποια κυβέρνηση διενεργεί τις εκλογές; Το ζήτηµα του ποια κυβέρνηση διενεργεί τις εκλογές είναι αρκετά σηµαντικό, καθώς η πολιτική «εκµετάλλευσή» τους µπορεί να παράσχει στην κυβέρνηση 36 Αυτά βέβαια είναι ειδικά ζητήµατα, για τα οποία βλ. αναλυτικότερα Α. ηµητρόπουλο «Η διάλυση της Βουλής» σελ. 231 επ.. 20

αυτή σηµαντικά πολιτικά πλεονεκτήµατα. Το ζήτηµα αυτό θα µας απασχολήσει σχηµατικά στα πλαίσια αυτής της εργασίας, εφόσον το αντικείµενό της είναι η διάλυσή της Βουλής. Ξεκινούµε από το γενικό κανόνα του άρθρου 41 παράγραφος 1 εδάφιο β που λέει πως «οι εκλογές ενεργούνται από την κυβέρνηση που έχει την εµπιστοσύνη της Βουλής». Επίσης, στο άρθρο 37 παράγραφος 3 εδάφιο γ προβλέπεται ο διορισµός υπηρεσιακής προεκλογικής κυβέρνησης, όταν είναι αδύνατος ο σχηµατισµός κυβέρνησης. Υπάρχουν, λοιπόν οι εξής περιπτώσεις: i) Στην περίπτωση της οµαλής λήξης της θητείας, τις εκλογές διενεργεί η απερχόµενη κυβέρνηση πλειοψηφίας. ii) Στην περίπτωση της διάλυσης λόγω αδυναµίας εκλογής Προέδρου της ηµοκρατίας (32 παράγραφος 4), τις εκλογές διενεργεί η υπάρχουσα κυβέρνηση πλειοψηφίας. iii) Στην περίπτωση της διάλυσης λόγω αδυναµίας σχηµατισµού κυβέρνησης, τις εκλογές διενεργεί είτε κυβέρνηση συνεργασίας όλων των κοµµάτων (37 παράγραφος 3 εδάφιο γ ), είτε, σε περίπτωση αποτυχίας σχηµατισµού τέτοιας κυβέρνησης, υπηρεσιακή κυβέρνηση (κατά τα οριζόµενα στη συνέχεια του εδαφίου γ του άρθρου 37 παράγραφος 3). iv) Στην περίπτωση της διάλυσης για την αντιµετώπιση θέµατος εθνικού εξαιρετικής σηµασίας (άρθρο 41 παράγραφος 2) τις εκλογές διενεργεί η κυβέρνηση πλειοψηφίας που τις εισηγείται 37. v) Στην περίπτωση της διάλυσης λόγω καταψήφισης ή παραίτησης δύο κυβερνήσεων και κυβερνητικής αστάθειας, διακρίνουµε δύο περιπτώσεις: α) Αν η διάλυση γίνει στο «νεκρό σηµείο» κατά το οποίο έχει παραιτηθεί η δεύτερη, τρίτη κ.ο.κ. κυβέρνηση και δεν έχει ορκισθεί νέα, τις εκλογές διενεργεί υπηρεσιακή κυβέρνηση 38. β) Αν η διάλυση γίνει ενώ υπάρχει κυβέρνηση (η τρίτη, τέταρτη κ.ο.κ.) εν ενεργεία, τότε η κυβέρνηση αυτή πλειοψηφίας διενεργεί τις εκλογές. 37 Σύµφωνα, όµως, µε τον Α. ηµητρόπουλο, στο ειδικό ζήτηµα (βλ. παραπάνω 4 ζ τελευταία παράγραφος) που τις εκλογές εισηγείται κυβέρνηση επιγενόµενης µειοψηφίας που είναι εύκολο να διαπιστωθεί «δια γυµνού οφθαλµού» (π.χ. ανεξαρτητοποίηση βουλευτών, που στήριζαν την κυβέρνηση, τόσων ώστε να µην υπάρχει πλέον πλειοψηφία), δεν είναι δυνατή η διεξαγωγή εκλογών από την κυβέρνηση αυτή, διότι τότε ερχόµαστε σε αντίθεση µε τη ρητή επιταγή του άρθρου 41 παράγραφος 1 εδάφιο β. 38 Σύµφωνα µε το ηµητρόπουλο, µόνο αυτή η περίπτωση υπάρχει. 21

5. Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ. ΟΙ ΙΑΛΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΠΟΥ ΕΛΑΒΑΝ ΧΩΡΑ ΑΠΟ ΤΟ 1975 ΕΩΣ ΤΟ 2000. α. Η διάλυση της 22ας Οκτωβρίου 1977 βάσει του 41 παρ. 2 του Σ (Για την αντιµετώπιση εθνικού θέµατος εξαιρετικής σηµασίας- «ηµοψηφισµατική» διάλυση) Η διάλυση της πρώτης µεταδικτατορικής Βουλής έγινε την 22 α Οκτωβρίου του 1977, µε βάση το άρθρο 41 παρ. 2 του Σ. 1975. Η χώρα οδηγήθηκε σε πρόωρες εκλογές από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραµανλή 40 η οποία ανασχηµατίστηκε προεκλογικά µε την τοποθέτηση υπηρεσιακών υπουργών σε ορισµένα υπουργεία, προκειµένου για την διεξαγωγή των εκλογών. Η διάλυση έγινε µε το π.δ. 975 /77 µε το οποίο γινόταν δεκτή η υποβολή πρότασης από µέρους της κυβέρνησης για διεξαγωγή εκλογών, προκειµένου να αντιµετωπιστεί εθνικό θέµα εξαιρετικής σηµασίας. Το π.δ. παρέπεµπε στο υπ αριθµόν 117 /20-9- 1977 πρακτικό του Υπουργικού Συµβουλίου ως προς τον προσδιορισµό των «εθνικών θεµάτων» που έχρηζαν αντιµετώπισης µέσω εκλογών, γεγονός που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, τόσο της αντιπολιτεύσεως, όσο και του τύπου, καθώς θεωρήθηκε ωςαµφίβολης συνταγµατικότητας η όλη µεθόδευση της διεξαγωγής πρόωρων εκλογών και η αποφυγή διεξοδικότερης κρίσης επί των προτεινόµενων «εθνικών θεµάτων εξαιρετικής σηµασίας» 41.Η χώρα οδηγήθηκε 42 σε εκλογές υπό κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραµανλή και προεδρίας Κωνσταντίνου Τσάτσου, στις 20 Νοεµβρίου του 1977.Από τις εκλογές αυτές προέκυψε αυτοδύναµη πλειοψηφία του κόµµατος της «Νέας ηµοκρατίας», του οποίου ηγείτο ο Κωνσταντίνος Καραµανλής, ο οποίος και σχηµάτισε κυβέρνηση. 39 Στον χαρακτηρισµό των διαλύσεων που έλαβαν χώρα από το 1975-2000 χρησιµοποιείται η ορολογία που προτιµά ο Α. ηµητρόπουλος, δηλαδή µε βάση την τυπολογική διάκριση µε κριτήριο την αιτία ή τον επιδιωκόµενο σκοπό της διάλυσης. 40 Η επονοµαζόµενη και «κυβέρνηση εθνικής ενότητας» 41 βλ. Γ Παπαδηµητρίου «Η διάλυση της πρώτης µεταδικτατορικής βουλής», σελ. 60 επ. 42 Νοµότυπα σε γενικές γραµµές, κατά τον Γ. Παπαδηµητρίου 22

β. Η διάλυση της 19 ης Σεπτεµβρίου 1981, βάσει του 38 παρ. 1 εδ. Β του Σ. 1975 (κοινοβουλευτική διάλυση) Η διάλυση της Βουλής της περιόδου 1977-1981 έγινε στις 19 Σεπτεµβρίου του 1981 βασιζόµενη στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του Σ. 1975. Η κυβέρνηση Γ.Ράλλη 43 λίγες εβδοµάδες πριν από την οµαλή λήξη της θητείας της βουλής, υπέβαλε παραίτηση, την οποία ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας έκανε δεκτή, διέλυσε την εθνική αντιπροσωπεία και ανέθεσε στην παραιτηθείσα κυβέρνηση πλειοψηφίας τη διενέργεια εκλογών. Η διάλυση, λοιπόν, αυτή έδινε την εντύπωση «συµφωνίας» µεταξύ της παραιτούµενης Κυβέρνησης και του Προέδρου της ηµοκρατίας 44, γεγονός το οποίο προκάλεσε έντονη αρθρογραφία και επικρίσεις. Η διάλυση της Βουλής πραγµατοποιήθηκε µε το π. δ. 1119 /81. Η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές µε προεκλογική κυβέρνηση Γ. Ράλλη, η οποία είχε ανασχηµατισθεί προεκλογικά µε την τοποθέτηση υπηρεσιακών υπουργών. Οι εκλογές έγιναν στις 18 Οκτωβρίου 1981 υπό την προεδρία του Κωνσταντίνου Καραµανλή. Από τις εκλογές αυτές προέκυψε αυτοδύναµη πλειοψηφία του «Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήµατος», του οποίου ηγείτο ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος και αµέσως σχηµάτισε κυβέρνηση. 45 γ. Η διάλυση της 7 ης Μαΐου 1985, βάσει του 41 παρ. 2 του Σ. («ηµοψηφισµατική» διάλυση ) Η διάλυση της Βουλής της περιόδου 1981-1985, έλαβε χώρα στις 7 Μαΐου του 1985 βασιζόµενη στο άρθρο 41 παρ. 2 του Σ. 1975 46, δηλαδή προκειµένου για την αντιµετώπιση εθνικού θέµατος εξαιρετικής σηµασίας («δηµοψηφισµατική» διάλυση). 43 Ο Κωνσταντίνος Καραµανλής είχε παραιτηθεί στις 10 Μαΐου του 1980 από το αξίωµα του πρωθυπουργού, καθώς είχε ήδη από τις 5 Μαΐου εκλεγεί στο αξίωµα του Προέδρου της ηµοκρατίας. Στις 8. 5. 1980 σχηµάτισε κυβέρνηση που αντικατέστησε την παραιτηθείσα κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραµανλή. 44 Γεγονός που έχει αποκλεισθεί υπό το κράτος του Συντάγµατος µετά την αναθεώρηση του 1986. Τώρα πλέον η παραίτηση της Κυβέρνησης που απολαµβάνει την πλειοψηφία της Βουλής,οδηγεί στο διορισµό υπηρεσιακής προεκλογικής κυβέρνησης. 45 Όπως αναφέρει ο Α. Μανιτάκης : «Η πολιτική αλλαγή της 18 ης Οκτωβρίου 1981,που έφερε στην εξουσία πολιτική παράταξη µε ριζοσπαστικούς προσανατολισµούς, συντελέστηκε χωρίς να προηγηθούν ή να επακολουθήσουν συνταγµατικοί κλυδωνισµοί ή συνταγµατικές αντιστάσεις, µε τη εγγύηση και νοµιµοποίηση πάντα του ισχύοντος Συντάγµατος. Η πρόσφατη συνταγµατική εµπειρία έδειξε ότι η ισχύουσα συνταγµατική τάξη διαθέτει µια αξιοζήλευτη πολιτική ανθεκτικότητα και ευελιξία. Το µεγαλύτερο κατόρθωµα του Συντάγµατος του 1975 είναι, άλλωστε, ότι κατάφερε να γίνει αποδεκτό και από τις πολιτικές εκείνες δυνάµεις στην Ε Αναθεωρητική Βουλή». Α. Μανιτάκη : «Ερµηνεία του Συντάγµατος και λειτουργία του Πολιτεύµατος» σελ. 151 46 Αυτή ήταν και η τελευταία διάλυση της Βουλής υπό το κράτος του Συντάγµατος του 1975. 23

Η διάλυση, λοιπόν, της Βουλής δροµολογήθηκε πρόωρα, προκειµένου να αναδειχθεί η ΣΤ Αναθεωρητική Βουλή η οποία θα προχωρούσε στην αναθεώρηση του Συντάγµατος του 1975. Αυτός, άλλωστε, ήταν ο εξαιρετικής εθνικής σηµασίας λόγος, που απαιτούσε η Βουλή να είναι αντιπροσωπευτική της τρέχουσας βούλησης του λαού 47. Η πρόταση της κυβέρνησης προς διάλυση έγινε δεκτή από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας και πραγµατοποιήθηκε µε την έκδοση του π.. 216/ 85. Η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές υπό κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου και προεδρίας Χρήστου Σαρτζετάκη, στις 2 Ιουνίου του 1985. Από τις εκλογές αυτές προέκυψε η ΣΤ Αναθεωρητική Βουλή στην οποία κατείχε αυτοδύναµη πλειοψηφία το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνηµα», του οποίου ηγείτο ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος και σχηµάτισε νέα κυβέρνηση 48. δ. Η διάλυση της 12 ης Μαΐου 1989, βάσει των άρθρων 53 παρ. 1 και 40 παρ. 1 του Σ. («Τακτική διάλυση» Οµαλή λήξη της θητείας) Η διάλυση της Βουλής της περιόδου 1985-1989 πραγµατοποιήθηκε στις 12 Μαΐου 1989. Στην προκειµένη περίπτωση, ο όρος «διάλυση» δεν αποδίδει το σωστό νόηµα καθώς επρόκειτο για οµαλή λήξη της θητείας της Βουλής, για εξάντληση της τετραετίας, για «τακτική διάλυση 49» σύµφωνα µε το άρθρο 53 παρ. 1 του Συντάγµατος, σε συνδυασµό µε το άρθρο 40 παρ. 1, το οποίο άλλωστε µνηµονεύει και το π.. 253/ 89, βάσει του οποίου κηρύχθηκε η λήξη των εργασιών της Τακτικής συνόδου της περιόδου της Βουλής. Η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές υπό της κυβερνήσεως του Ανδρέα Παπανδρέου και προεδρίας Χρήστου Σαρτζετάκη στις 18 Ιουνίου του 1989. Από τις εκλογές αυτές δεν προέκυψε αυτοδύναµη πλειοψηφία, ενώ τη σχετική πλειοψηφία των εδρών της Βουλής κατέλαβε το κόµµα της «Νέας ηµοκρατίας», του οποίου ηγείτο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Ύστερα από 47 Αυτό τόνιζε και ο Χαρίλαος Φλωράκης µε επιστολή του προς τον πρωθυπουργό, στην οποία ζητούσε την «καθιέρωση της απλής αναλογικής» : «Η απόφαση για αναθεώρηση του Συντάγµατος µε τον περιορισµό των υπερεξουσιών του Προέδρου της δηµοκρατίας και την µεταφορά τους στο Κοινοβούλιο, µπορεί να πάρει πραγµατικό δηµοκρατικό χαρακτήρα µόνο εφόσον στο κοινοβούλιο αντιπροσωπεύονται γνήσια οι πολιτικές δυνάµεις(.) Ακόµη, το γεγονός ότι η επόµενη Βουλή ε θα είναι µια συνηθισµένη αλλά αναθεωρητική Βουλή, επιβάλλει ακόµη περισσότερο να είναι πράγµατι αντιπροσωπευτική» 48 Ουσιαστικά, δηλαδή, η ίδια κυβέρνηση, ανανεωµένη και για την επόµενη τετραετία. 49 Όπως έχει σηµειωθεί και παραπάνω (βλ. υποσηµ. 2) είναι µόλις η δεύτερη και τελευταία, µέχρι στιγµής, Βουλή που κατάφερε να εξαντλήσει την τετραετία, στην Κοινοβουλευτική ιστορία της χώρας µας. 24