ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ



Σχετικά έγγραφα
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ

Κωνσταντίνος Στεφανίδης

ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Μεταβατικά ύδατα ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών

Η οδηγία για τα νερά κολύμβησης και η επίδραση της μυδοκαλλιέργειας στην ποιότητα νερών του Θερμαϊκού κόλπου (Βόρειο. Αιγαίο)

Υ Α Δ Τ Α ΙΝΑ ΟΙΚ ΙΝΑ ΟΙΚ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑ Α Κ Ποϊραζ Ποϊραζ δης Χειμερινό

Συμβολή στην Χαρτογράφηση Θαλάσσιων Οικοτόπων των Όρμων Κορθίου και Χώρας Άνδρου (Νοτιοανατολική Άνδρος, Κυκλάδες)

ΛΙΜΝΟΛΟΓΙΑ. Αποτελεί υποσύνολο της επιστήμης της Θαλάσσιας Βιολογίας και της Ωκεανογραφίας.

Προστατευόμενεςπεριοχέςως εργαλεία διατήρησης και διαχείρισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό

Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ

ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Τα ποτάμια και οι λίμνες της Ελλάδας. Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

Υ Α Δ Τ Α ΙΝΑ ΟΙΚ ΙΝΑ ΟΙΚ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑ Α Κ Ποϊραζ Ποϊραζ δης Εαρινό

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΗΜΕΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΛΙΑΚΟ ΚΟΛΠΟ. Αν. Καθηγητης Μ.Δασενακης. Δρ Θ.Καστριτης Ε.Ρουσελάκη

ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΥΦΑΛΜΥΡΩΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

ΦΑΣΗ 5. Ανάλυση αποτελεσμάτων αλιευτικής και περιβαλλοντικής έρευνας- Διαχειριστικές προτάσεις ΠΑΡΑΔΟΤΕΑ

AND019 - Έλος Κρεμμύδες

AND016 - Εκβολή Πλούσκα (Γίδες)

«Βελτίωση της γνώσης σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστα

AND018 - Εκβολή ρύακα Άμπουλου (όρμος Μεγάλη Πέζα)

AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

ΥΨΗΛΗ ΚΑΛΗ ΜΕΤΡΙΑ ΕΛΛΙΠΗΣ ΚΑΚΗ

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O O2

ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Τυπολογία ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή εργασία

MIL012 - Εκβολή ρύακα Σπυρίτου

ΕΠΑΝ II, KOYΠΟΝΙΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Κωδικός Αριθμός Κουπονιού:

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ)

Η ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΟΔΗΓΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ (WFD 2000/60/ΕΚ) ΓΙΑ ΤΑ ΥΔΑΤΑ ΩΣ ΜΕΣΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛIΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

ΣΥΝΟΨΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ: «ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ»

AND008 - Εκβολή Ζόρκου (Μεγάλου Ρέματος)

SAM010 - Εκβολή Κερκητείου Ρέματος

MIL006 - Εκβολή Αγκάθια

ΑΛΛΑΓΏΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑ

Παράκτια Ωκεανογραφία

ΡΥΠΑΝΣΗ. Ρύποι. Αντίδραση βιολογικών συστημάτων σε παράγοντες αύξησης

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ ΟΙΚΟΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

SAT001 - Εκβολή ποταμού Βάτου

Παρουσίαση της μεθοδολογίας επισκόπησης υδρόβιων μακροφύτων ως μέσου για την αξιολόγηση της οικολογικής κατάστασης των ελληνικών λιμνών

ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΚΑΡΛΑΣ

PAR011 - Αλυκές Λάγκερη (Πλατιά Άμμος)

Εργασία στο μάθημα: ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥΣ. Θέμα: ΕΥΤΡΟΦΙΣΜΟΣ

MIL019 - Εποχικό αλμυρό λιμνίο όρμου Αγ. Δημητρίου

ιαχείριση υδατικών οικοσυστηµάτων: η περίπτωση του Σαρωνικού κόλπου Π. Παναγιωτίδης, ΕΛΚΕΘΕ

AND001 - Έλος Βιτάλι. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία. Καθεστώτα προστασίας

«το νερό δεν αποτελεί ένα απλό εμπορικό προϊόν όπως οποιοδήποτε άλλο, αλλά, είναι μια κληρονομιά που πρέπει να προστατευθεί...»

Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα INTERREG IIIB- MEDOCC Reseau Durable d Amenagement des Ressources Hydrauliques (HYDRANET) (

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ. Ερευνητικό Έργο:

Φορέας ιαχείρισης Υγροτόπων Κοτυχίου Στροφυλιάς Καραµπέρου Γεωργία, ασολόγος-συντονίστρια έργου Αρετή Ζαχαροπούλου, Περιβαλλοντολόγος Βασιλική

Βιολογία Γενικής Παιδείας Κεφάλαιο 2 ο : Άνθρωπος και Περιβάλλον

ACTION 3: RIVER BASIN FUNCTIONS AND VALUES ANALYSIS AND WATER QUALITY CRITERIA DETERMINATION

Αξιολόγηση οικολογικής ποιότητας τεσσάρων ελληνικών λιμνών με βάση τα υδρόβια μακρόφυτα πρώτα αποτελέσματα.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΕΚΑΝΩΝ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΥΓΡΟΤΟΠΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

Μητρώο Προστατευόμενων Περιοχών

AND011 - Έλος Καντούνι

Προστατεύει το. υδάτινο περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας.

Οι λίμνες στις τέσσερις εποχές

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

Υδατικοί Πόροι -Ρύπανση

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών

ΥΠΟΕΡΓΟ 6 Αξιοποίηση βιοχημικών δεδομένων υποδομής Αξιολόγηση κλιματικών και βιογεωχημικών μοντέλων. Πανεπιστήμιο Κρήτης - Τμήμα Χημείας

Μητρώο Προστατευόμενων Περιοχών

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΦΘΙΩΤΙ ΑΣ

Η κατανάλωση του νερού. Κατανομή του νερού στη Γη

SAM002 - Έλος Μεσοκάμπου

Εφαρμογή Ολοκληρωμένου Προγράμματος Παρακολούθησης Θαλασσίων Υδάτων στο πλαίσιο υλοποίησης της Ευρωπαϊκής οδηγίας για τη θαλάσσια στρατηγική

SAT010 - Λιμνοθάλασσα Κουφκή (η Κουφκή)

σύνολο της απορροής, μέσω διαδοχικών ρευμάτων, ποταμών, λιμνών και παροχετεύεται στη θάλασσα με ενιαίο στόμιο ποταμού, εκβολές ή δέλτα.

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. 1. Ποια από τις παρακάτω ενώσεις αποτελεί πρωτογενή ρύπο; α. το DDT β. το νιτρικό υπεροξυακετύλιο γ. το όζον δ.

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

PAR006 - Έλος Χρυσής Ακτής

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

ΔΕΥΑΛ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 07/10/2011 Προς: Σύλλογο Φίλων Πηνειού και του Παραποτάμιου Πολιτισμού του Υπόψη Δ.Σ.

Οδηγία Πλαίσιο για τα νερά 2000/60/ΕΕ και ευτροφισμός

Διαχείριση περιοχών Δικτύου Natura Μαρίνα Ξενοφώντος Λειτουργός Περιβάλλοντος Τμήμα Περιβάλλοντος

SAL002 - Αλυκή ναυτικής βάσης

Η ΡΥΠΑΝΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ. Σοφοκλής Λογιάδης

«Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών ΝATURA 2000»

AND003 - Λίμνη Ατένη. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία. Καθεστώτα προστασίας

SAM009 - Εκβολή Ποτάμι Καρλοβάσου

Το κλίµα της Ανατολικής Μεσογείου και της Ελλάδος: παρελθόν, παρόν και µέλλον

Το κλίμα της Ελλάδος. Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία Σ ε λ ί δ α 1

MIL007 - Αλμυρό λιμνίο Αδάμα

ΥΔΑΤΙΝΗ ΡΥΠΑΝΣΗ ΥΔΑΤΙΝΗ ΡΥΠΑΝΣΗ-ΟΡΙΣΜΟΣ

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 10 η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ ΒΛΑΣΤΗΣΗ

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ

1. Το φαινόµενο El Niño

Προστατεύει το. περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας.

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Διατριβή Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΠΑΡΑΚΤΙΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2000/60/EΕ ΓΙΑ ΤΑ ΥΔΑΤΑ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΟΤΥΧΙ- ΠΡΟΚΟΠΟΣ, ΑΛΥΚΕΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ-ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΖΙΩΡΤΖΙΗΣ ΠΑΤΡΑ 2008

ΠΡΟΛΟΓΟΣ i Επιβλέπων Καθηγητής: Παπαστεργιάδου Ευανθία (Επίκουρος Καθηγήτρια Τμήματος Βιολογίας, Πανεπιστημίου Πατρών) Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή Γεωργιάδης Θεόδωρος (Καθηγητής Τμήματος Βιολογίας, Πανεπιστημίου Πατρών) Τζανουδάκης Δημήτριος (Καθηγητής Τμήματος Βιολογίας, Πανεπιστημίου Πατρών) Παπαστεργιάδου Ευανθία (Επίκουρος Καθηγήτρια Τμήματος Βιολογίας, Πανεπιστημίου Πατρών)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ii ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η εργασία αυτή πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών «Οικολογία-Διαχείριση και Προστασία Φυσικού Περιβάλλοντος» του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών και μέρος της χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας της Κύπρου. Η πραγματοποίηση της εργασίας αυτής δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την βοήθεια κάποιων ανθρώπων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνέβαλαν στην επιτυχή ολοκλήρωση της. Θα ήθελα πρώτα να ευχαριστήσω θερμά την Επίκουρο Καθηγήτρια κ. Ευανθία Παπαστεργιάδου, η οποία με την επιστημονική της συμβολή, τις συνεχείς προτροπές και την συνεχή δραστηριοποίηση της στα πιο επίκαιρα θέματα και δράσεις στον τομέα της Οικολογίας Φυτών, μου έδωσε την ευκαιρία να εμπλακώ και να συμμετέχω σε ερευνητικές δραστηριότητες, αλλά και να αποκτήσω την απαραίτητη γνώση, ώστε να ανταπεξέλθω στις δυσκολίες της παρούσας εργασίας. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Αναπληρωτή Καθηγητή κ. Κώστα Καδή, Διευθυντή της Μονάδας Διατήρησης της Φύσης στο Πανεπιστήμιο FREDERICK της Κύπρου, για την συνεργασία που είχαμε κατά το μεγαλύτερο διάστημα διεξαγωγής της εργασίας αυτής. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής τους Καθηγητές κ. Θεόδωρο Γεωργιάδη και κ. Δημήτριο Τζανουδάκη για τις εύστοχες παρατηρήσεις τους και τη συμβολή τους στην τελική διαμόρφωση του κειμένου. Οφείλω να ευχαριστήσω την υποψήφια διδάκτορα Χρυσούλα Χρηστιά για την πολύτιμη βοήθεια της στα αρχικά στάδια διεξαγωγής της εργασίας αυτής, όπως επίσης και τους υποψήφιους διδάκτορες Κώστα Στεφανίδη και Παρασκευή Μανωλάκη για την βοήθεια που μου προσέφεραν κατά την τριετή

ΠΡΟΛΟΓΟΣ iii συνεργασία μας στο εργαστήριο Οικολογίας Φυτών, τον Δρ.Γιώργο Δημητρέλο μέλος ΕΤΕΠ, καθώς και τους υπόλοιπους προπτυχιακούς φοιτητές με τους οποίους συνεργάστηκα στο εργαστήριο. Επίσης, ευχαριστώ θερμά τον κ. Χρίστο Νηφορόπουλο και τους υπόλοιπους ψαράδες στην λιμνοθάλασσα Πρόκοπο, τον κ. Δημήτρη Κωστόπουλο και τους συναδέλφους του στον αλιευτικό συνεταιρισμό της λιμνοθάλασσας Κοτύχι, καθώς και το προσωπικό του Κέντρου Πληροφόρησης Στροφυλιάς-Κοτυχίου, που με τον πολύτιμο χρόνο που αφιέρωσαν, βοήθησαν στο να διεξαχθούν οι δειγματοληψίες πεδίου για την εργασία αυτή. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω την Μαρία για την ηθική στήριξη που μου παρείχε σε όλα τα χρόνια των σπουδών μου καθώς και όλους τους φίλους που με στήριξαν με κάθε τρόπο. Τέλος, ένα μεγάλο ευχαριστώ στην οικογένεια μου, και ιδιαίτερα στους γονείς μου που μόχθησαν όλα αυτά τα χρόνια για να παρέχουν όλα τα εχέγγυα, υλικά και πνευματικά, ώστε να πραγματοποιήσω κάτι που αυτοί δεν είχαν την ευκαιρία να πράξουν. Ιάκωβος Τζιωρτζιής Ιούνιος 2008

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ iv ΠΡΟΛΟΓΟΣ...i-iii 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1 1.1. Υγρότοποι...2 1.2. Παράκτια ζώνη..2 1.2.1 Ολοκληρωμένη Διαχείριση Παράκτιας Ζώνης (ICZM)...4 1.2.2 Οδηγία Πλαίσιο για τα Ύδατα (2000/60/ΕΕ).. 5 1.3. Λιμνοθάλασσες..9 1.3.1. Λιμνοθάλασσες της Ελλάδας 12 1.4. Αλυκές....14 1.5. Υδρόβια μακρόφυτα 17 1.6. Αντικείμενο και σκοπός της έρευνας 20 2. ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 22 2.1 Περιοχή Στροφιλιάς....23 2.1.1 Περιγραφή περιοχής.23 2.1.2 Κλιματικά στοιχεία....27 2.1.2.1 Θερμοκρασία.. 27 2.1.2.2 Βροχόπτωση...29 2.1.2.3 Ένταση και διεύθυνση ανέμων....31 2.1.2.4 Βιοκλίμα..32 2.1.3 Γεωλογικά στοιχεία Γεωμορφολογικά δεδομένα...33 2.2 Λιμνοθάλασσα Κοτύχι....35 2.2.1 Εισροές....37 2.2.2 Εδάφη του πυθμένα.... 38 2.2.3 Ανθρωπογενείς πιέσεις.39 2.3 Λιμνοθάλασσα Πρόκοπος..41 2.3.1 Εισροές....43 2.3.2 Εδάφη του πυθμένα...44 2.3.3 Ανθρωπογενείς πιέσεις.45 2.4 Αλυκές Λάρνακας....47 2.4.1 Περιγραφή περιοχής.....47 2.4.2 Κλιματικά στοιχεία 51 2.4.2.1 Θερμοκρασία..51 2.4.2.2 Βροχόπτωση...53

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ v 2.4.2.3 Βιοκλίμα..55 2.4.3 Εισροές....57 2.4.4 Γεωλογικά στοιχεία Γεωμορφολογικά δεδομένα....57 2.4.5 Χλωρίδα Πανίδα. 58 2.4.6 Ανθρωπογενείς πιέσεις.59 2.5 Υγρότοπος Ακρωτηρίου..60 2.5.1 Περιγραφή περιοχής.60 2.5.2 Κλιματικά στοιχεία...62 2.5.2.1 Θερμοκρασία.. 62 2.5.2.2 Βροχόπτωση....64 2.5.2.3 Βιοκλίμα..66 2.5.3 Εισροές 67 2.5.4 Γεωλογικά στοιχεία Γεωμορφολογικά δεδομένα...67 2.5.5 Χλωρίδα Πανίδα.68 2.5.6 Ανθρωπογενείς πιέσεις.69 2.6 Ανασκόπηση έρευνας.70 3. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ 73 3.1 Επιλογή σταθμών δειγματοληψίας.. 74 3.2 Διεξαγωγή δειγματοληψιών..80 3.3 Μεθοδολογία...82 3.3.1 Καταγραφή αβιοτικών παραμέτρων...83 3.3.2 Δειγματοληψία νερού....83 3.3.3 Επεξεργασία δειγμάτων νερού στο εργαστήριο. 83 3.3.3.1 Φωτομετρικός προσδιορισμός Chl-α 84 3.3.3.2 Υπολογισμός ολικών αιωρούμενων στερεών.. 84 3.3.3.3 Χημικές αναλύσεις δειγμάτων νερού... 84 3.3.4 Καταγραφή βιοτικών παραμέτρων.. 85 3.3.4.1 Επεξεργασία βιοτικών στοιχείων στο εργαστήριο.87 3.4 Στατιστική επεξεργασία δεδομένων πεδίου 89 3.4.1 Επεξεργασία βιοτικών παραμέτρων 89 3.4.2 Επεξεργασία αβιοτικών παραμέτρων..90 3.4.3 Συσχέτιση βιοτικών και αβιοτικών παραμέτρων...90

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ vi 4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ 91 4.1 Αβιοτικές παράμετροι....92 4.2 Λιμνοθάλασσα Κοτύχι...93 4.2.1 Βάθος Διαφάνεια..93 4.2.2 Θερμοκρασία...96 4.2.3 Αλατότητα 97 4.2.4 ph..99 4.2.5 Διαλυμένο οξυγόνο..101 4.2.6 Θρεπτικά άλατα N και Ρ..103 4.2.6.1 Νιτρώδη ιόντα...103 4.2.6.2 Νιτρικά ιόντα 104 4.2.6.3 Αμμωνιακά ιόντα.106 4.2.6.4 Φωσφορικά ιόντα Ολικός Φωσφόρος.109 4.2.6.5 Λόγος Ν/Ρ 110 4.2.7 Ανθρακικά - όξινα ανθρακικά ιόντα...111 4.2.8 Chl-α.113 4.2.9 Ολικά αιωρούμενα στερεά.114 4.2.10 Σταθερά απορρόφησης Κ..116 4.3 Λιμνοθάλασσα Πρόκοπος...118 4.3.1 Βάθος Διαφάνεια 118 4.3.2 Θερμοκρασία.120 4.3.3 Αλατότητα..122 4.3.4 ph 124 4.3.5 Διαλυμένο οξυγόνο..125 4.3.6 Θρεπτικά άλατα N και Ρ..127 4.3.6.1 Νιτρώδη ιόντα...127 4.3.6.2 Νιτρικά ιόντα 128 4.3.6.3 Αμμωνιακά ιόντα.130 4.3.6.4 Φωσφορικά ιόντα Ολικός Φωσφόρος.132 4.3.6.5 Λόγος Ν/Ρ.133 4.3.7 Ανθρακικά - όξινα ανθρακικά ιόντα.133 4.3.8 Chl-α.136 4.3.9 Ολικά αιωρούμενα στερεά.137 4.3.10 Σταθερά απορρόφησης Κ..139 4.4 Αλυκές Λάρνακας.....141 4.4.1 Βάθος Διαφάνεια....141 4.4.2 Θερμοκρασία. 143 4.4.3 Αλατότητα.. 144 4.4.4 ph... 146 4.4.5 Διαλυμένο οξυγόνο.. 147

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ vii 4.4.6 Θρεπτικά άλατα N και Ρ.. 149 4.4.6.1 Νιτρώδη ιόντα... 149 4.4.6.2 Νιτρικά ιόντα...150 4.4.6.3 Αμμωνιακά ιόντα.152 4.4.6.4 Φωσφορικά ιόντα Ολικός Φωσφόρος.154 4.4.6.5 Λόγος Ν/Ρ.155 4.4.7 Ανθρακικά - όξινα ανθρακικά ιόντα.155 4.4.8 Chl-α.158 4.4.9 Ολικά αιωρούμενα στερεά.159 4.5 Υγρότοπος Ακρωτηρίου...161 4.5.1 Βάθος Διαφάνεια 161 4.5.2 Θερμοκρασία.163 4.5.3 Αλατότητα..165 4.5.4 ph 167 4.5.5 Διαλυμένο οξυγόνο..168 4.5.6 Θρεπτικά άλατα N και Ρ..170 4.5.6.1 Νιτρώδη ιόντα...170 4.5.6.2 Νιτρικά ιόντα....171 4.5.6.3 Αμμωνιακά ιόντα.173 4.5.6.4 Φωσφορικά ιόντα Ολικός Φωσφόρος.175 4.5.6.5 Λόγος Ν/Ρ.176 4.5.7 Ανθρακικά - όξινα ανθρακικά ιόντα.177 4.5.8 Chl-α.180 4.5.9 Ολικά αιωρούμενα στερεά.....181 4.5.10 Σταθερά απορρόφησης Κ..183 4.6 Διερεύνηση περιβαλλοντικών παραμέτρων.185 4.6.1 Συσχετίσεις αβιοτικών παραμέτρων Συντελεστής συσχέτισης Pearson 185 4.6.2 Διαφορές μεταξύ περιοχών μελέτης - One-way ANOVA test 190 4.7 Βιοτικές παράμετροι.196 4.7.1 Υδρόβια μακρόφυτα - Κατάλογος ειδών.196 4.7.2 Ποικιλότητα και αφθονία μακροφύτων 199 4.7.3 Ομάδες βλάστησης Ανάλυση TWINSPAN 201 4.7.4 Στατιστικά σημαντικές διαφορές περιβαλλοντικών παραμέτρων μεταξύ των ομάδων βλάστησης - One-way ANOVA test...208 4.7.5 Εποχική διακύμανση βιομάζας κυρίαρχων ειδών...213 4.7.5.1 Λιμνοθάλασσα Κοτύχι.213 4.7.5.2 Λιμνοθάλασσα Πρόκοπος...222 4.7.5.3 Αλυκές Λάρνακας.229 4.7.5.4 Υγρότοπος Ακρωτηρίου...234 4.7.6 Μορφομετρία μακροφύτων.243

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ viii 4.7.6.1 Βιομάζα υπέργειου-υπόγειου τμήματος....243 4.7.6.2 Πυκνότητα πληθυσμών....246 4.7.6.3Μήκος φύλλων-μεσογονάτιων διαστημάτων ρίζας..248 4.8 Συσχέτιση υδρόβιων μακροφύτων και περιβαλλοντικών παραμέτρων...251 4.8.1 Ανάλυση MDS (Non Metric Multi-Dimensional Scaling). 251 4.8.2 Canonical correspondence analysis (CCA)..254 4.9 Εκτίμηση οικολογικής Ποιότητας-Ecological Evaluation Index (EEI).262 4.9.1 Λιμνοθάλασσα Κοτύχι.265 4.9.2 Λιμνοθάλασσα Πρόκοπος...265 4.9.3 Αλυκές Λάρνακας.266 4.9.4 Υγρότοπος Ακρωτηρίου...267 5. ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 269 5.1 Αβιοτικές παράμετροι..270 5.2 Βιοτικές παράμετροι.275 5.2.1 Εκτίμηση οικολογικής ποιότητας των υδάτων.282 5.3 Προτεινόμενα μέτρα διαχείρισης των υγροτόπων..283 6. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 288 7. ΠΕΡΙΛΗΨΗ-ABSTRACT 304 7.1 Περίληψη...305 7.2 Abstract.. 312 8. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I-V

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2 1.1 Υγρότοποι Σύμφωνα με τη "Σύμβαση RAMSAR για τους Υγρότοπους Διεθνούς Σημασίας ως Ενδιαιτήματος Υδρόβιων Πουλιών", οι υγρότοποι χαρακτηρίζονται ως: "... φυσικές ή τεχνητές περιοχές αποτελούμενες από έλη με ποώδη βλάστηση, από μη αποκλειστικώς ομβροδίαιτα έλη με τυρφώδες υπόστρωμα, από τυρφώδεις περιοχές ή από νερό. Οι περιοχές αυτές είναι μονίμως ή προσωρινώς κατακλυζόμενες με νερό το οποίο είναι στάσιμο ή ρέον, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό και περιλαμβάνουν επίσης εκείνες που καλύπτονται από θαλάσσιο νερό το βάθος του οποίου κατά την αμπώτιδα δεν υπερβαίνει τα έξι μέτρα". Υπάρχουν διάφοροι τύποι υγροτόπων από τους οποίους οι λιμνοθάλασσες, τα δέλτα των ποταμών και τα έλη είναι τα πολυτιμότερα από άποψη πλούτου και ποικιλότητας φυτικών και ζωικών ειδών. 1.2 Παράκτια ζώνη Η παράκτια ζώνη αποτελεί ένα ζωτικό κομμάτι κάθε χώρας που βρίσκεται σε επαφή με την θάλασσα. Μεταξύ άλλων, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και από πλευράς φυσικών οικοσυστημάτων λόγω της συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης τριών βασικών στοιχείων της φύσης: ξηράς, θάλασσας και αέρα (Nicolaidou et al. 2005b). Δέλτα ποταμών, εκβολικά συστήματα, λιμνοθάλασσες, αλυκές και άλλοι υγρότοποι, αμμοθίνες, λιβάδια Ποσειδώνιας, κλειστοί κόλποι, βραχώδεις ακτές κ.α. συνθέτουν ένα πλούσιο οικολογικό δίκτυο που προσδίδει μεγάλη αξία στην παράκτια ζώνη. Το 1987, σε μια προσπάθεια να εκτιμηθεί η αξία των οικοσυστημάτων σε παγκόσμια κλίμακα, έγινε μια μελέτη στην οποία όλα τα οικοσυστήματα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 3 του πλανήτη εκτιμήθηκαν με οικονομικές παραμέτρους, ανάλογα με την συνεισφορά τους τόσο προς την οικολογική ισορροπία, όσο και προς τον άνθρωπο. Στην διερεύνηση αυτή εκτιμήθηκε ότι τα θαλάσσια οικοσυστήματα αποτελούν το 63% της συνολικής αξίας όλων των οικοσυστημάτων, ενώ τα χερσαία οικοσυστήματα αποτελούν σε αξία μόλις το 37%. Από την συνολική αξία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, το μεγαλύτερο ποσοστό της αξίας τους (51%), οφείλεται στην παράκτια ζώνη. Αντίστοιχα στα χερσαία οικοσυστήματα, το 40% της αξίας τους αποδίδεται στα εσωτερικά ύδατα (λίμνες, αλυκές, ποτάμια, βάλτους, τυρφώνες κτλ.) (Costanza et al., 1987). Ως αποτέλεσμα του πλούτου της παράκτιας ζώνης, συγκεντρώνεται πλήθος ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και το μεγαλύτερο ποσοστό πληθυσμού σε παγκόσμια κλίμακα. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, ποσοστό μεγαλύτερο από 40-50% του παγκόσμιου πληθυσμού, βρίσκεται σήμερα συγκεντρωμένο σε απόσταση 100 Km από την ακτή (Viaroli et al. 2007). Συνεπώς η παράκτια ζώνη υποβάλλεται σε μεγάλες ανθρωπογενείς πιέσεις, που έχει ως αποτέλεσμα την ρύπανση των υδάτων, την υπεραλίευση, την καταστροφή των ενδιαιτημάτων, την διάβρωση των ακτών και την υπεράντληση των υδάτινων πόρων (Selig et al. 2006). Οι κίνδυνοι και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η παράκτια ζώνη έχουν πλέον αναγνωριστεί. Προκειμένου αυτά να αντιμετωπιστούν, έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια νομοθεσίες και πρακτικές σε διεθνές επίπεδο. Οι σημαντικότερες εξ αυτών είναι η Ολοκληρωμένη Διαχείριση Παράκτιας Ζώνης (ΙCZM) και η Οδηγία Πλαίσιο για τα Ύδατα 2000/60/ΕΕ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 4 1.2.1 Ολοκληρωμένη Διαχείριση παράκτιας Ζώνης (ICZM) Η επείγουσα ανάγκη προστασίας της παράκτιας ζώνης ως ευπαθές οικοσύστημα, υπήρξε βασικό ζήτημα στη Διεθνή Διάσκεψη του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη το 1992 και περιλαμβάνεται στην Agenda 21. Η Ευρώπη διαθέτει μακρά ακτογραμμή στην οποία λόγω της σύνθεσής της, απαντούν ποικίλες φυσικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Εξαιτίας της έντονης ανθρωπογενούς δραστηριότητας στην παράκτια ζώνη της, και κυρίως στην περιοχή της Μεσογείου, η Ε.Ε ανέλαβε δράση σχετικά με την Ολοκληρωμένη Διαχείριση της Παράκτιας Ζώνης (Integrated Coastal Zone Management - I.C.Z.M.) το 1995 (Ducrotoy et al. 1999, COM 95/511). Το 2000 η επιτροπή των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων ανακοίνωσε την Ευρωπαϊκή στρατηγική για την ΟΔΠΖ (COM 2000/547). Η στρατηγική αυτή στοχεύει στην προώθηση μιας προσέγγισης σχεδιασμού και διαχείρισης των παράκτιων ζωνών, που θα βασίζεται στην συνεργασία με την κοινωνία των πολιτών. Η Ε.Ε έχει ρόλο ηγετικό και καθοδηγητικό όσον αφορά την υλοποίηση της ΟΔΠΖ από τα κράτη-μέλη σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο (COM 2000/547). Η ολοκληρωμένη διαχείριση παράκτιας ζώνης (ΟΔΠΖ) διαφέρει από τις παλαιότερες μορφές διαχείρισης της παράκτιας ζώνης. Η καινοτομία της ΟΔΠΖ αφορά στην προσέγγιση με την οποία αντιμετωπίζονται τα προβλήματα των παράκτιων περιοχών. Η διαχείριση που επιδιώκεται αποβλέπει σε μια ολοκληρωμένη και συνολικότερη προσέγγιση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρο στην παράκτια ζώνη και που πιθανώς έχουν επιπτώσεις σε αυτήν και τους πόρους της (Ducrotoy et al. 1999). Λαμβάνονται υπόψη κοινωνικές και οικονομικές ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής, καθώς επίσης και οι οικολογικές ανησυχίες (ΥΠΕΧΩΔΕ 1997). Ο μεγάλος στόχος της καινοτόμου αυτής προσέγγισης είναι να εναρμονίσει όλες αυτές τις παραμέτρους, με τρόπο ώστε όλες να είναι συνεπείς με ένα ευρύτερο σύνολο εθνικών και κοινοτικών στόχων και

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 5 νομοθεσιών που αφορούν την παράκτια ζώνη (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2002). Η ολοκληρωμένη διαχείριση όμως, μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από διαρκείς και συναινετικές διεργασίες μεταξύ των φορέων που χαράζουν ή εφαρμόζουν την πολιτική για την παράκτια ζώνη, τους χρήστες και την επιστημονική κοινότητα. Η διαρκής ενημέρωση και ευαισθητοποίηση όλων, ο συμμετοχικός σχεδιασμός, οι συνεργατικές δράσεις, η δικτύωση και η ανταλλαγή καλών πρακτικών μπορούν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση του απαραίτητου συνεργατικού οράματος για τη βιώσιμη διαχείριση των παράκτιων περιοχών (Ehler 2003). Συνήθως η εφαρμογή ενός προγράμματος ΟΔΠΖ απαιτεί μια σειρά από στάδια: Έναρξη, Σχεδιασμό, Εφαρμογή, Παρακολούθηση και Αξιολόγηση. Το κάθε στάδιο περιέχει ένα σύνολο στόχων και δράσεων. Κάποιοι από αυτούς τους στόχους, αφορούν την προστασία και διατήρηση παράκτιων υγροτόπων όπως οι λιμνοθάλασσες και οι αλυκές, οι οποίες δέχονται έντονες ανθρωπογενείς πιέσεις. Χρήσιμο εργαλείο για την παρακολούθηση των υγροτόπων αυτών αποτελεί η Οδηγία Πλαίσιο για τα Ύδατα 2000/60/ΕΕ. 1.2.2 Οδηγία Πλαίσιο για τα Ύδατα (2000/60/ΕΕ) Η ανάγκη μιας σφαιρικής αντιμετώπισης των προβλημάτων διαχείρισης των υδάτινων πόρων οδήγησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην έκδοση, στις 22 Δεκεμβρίου 2000, της Οδηγίας Πλαίσιο 2000/60/ΕΕ για τα γλυκά νερά. Σκοπός της Οδηγίας, είναι η θέσπιση Κοινοτικού νομοθετικού και πολιτικού πλαισίου για την προστασία των εσωτερικών, μεταβατικών, παράκτιων και υπόγειων υδάτων με κοινές αρχές και μέσα (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2000). Σημαντική καινοτομία της Οδηγίας είναι ότι η διαχείριση των υδάτινων πόρων θα γίνεται σε επίπεδο λεκάνη απορροής. Ένα δεύτερο

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 6 σημαντικό σημείο είναι το γεγονός ότι η πιστοποίηση της ποιότητας των επιφανειακών νερών θα στηρίζεται πλέον όχι μόνο σε φυσικοχημικά αλλά και σε βιολογικά κριτήρια, κάτι που αποτελεί σημαντική εξέλιξη σε σχέση με τις προηγούμενες προσεγγίσεις (Οικονόμου & Σκουλικίδης 2003). Η Οδηγία αυτή υιοθετεί μια καινοτόμο και ολοκληρωμένη προσέγγιση στο θέμα της προστασίας και διαχείρισης των υδατικών πόρων (επιφανειακών και υπόγειων) και των υγροτοπικών οικοσυστημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στοχεύοντας στην επίτευξη «καλής οικολογικής ποιότητας» μέχρι το έτος 2015 για όλα τα ύδατα της (Aliaume et al. 2007), -πλην κάποιων εξαιρέσεων, όπως τα ισχυρά τροποποιημένα υδάτινα σώματα, για τα οποία επιδιώκεται η επίτευξη καλού οικολογικού δυναμικού σε χρόνο που μπορεί να επιμηκυνθεί-, στην αειφορία του πόρου και στην εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων νερού για τις διάφορες παραγωγικές χρήσεις. Η εφαρμογή της Οδηγίας προϋποθέτει μια σειρά ιεραρχημένων διαδικασιών που καταλήγουν στην εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας ώστε να είναι δυνατή στην συνέχεια η λήψη διαχειριστικών μέτρων για την βελτίωση και διατήρηση των υδάτινων σωμάτων. Οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθηθούν είναι οι εξής: Κατηγοριοποίηση των υδάτινων σωμάτων Τυπολογική ταξινόμηση Εκτίμηση οικολογικής κατάστασης Η εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης ενός υδάτινου σώματος πραγματοποιείται με την χρήση μίας σειράς βιοτικών και αβιοτικών στοιχείων, που χαρακτηρίζονται ως ποιοτικά στοιχεία (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2000). Τα ποιοτικά στοιχεία περιλαμβάνουν τέσσερις ομάδες οργανισμών. Το φυτοπλαγκτόν, τα μακρόφυτα (φυτοβένθος), τα βενθικά ασπόνδυλα και την ιχθυοπανίδα, με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις των ομάδων ανάλογα με τη κατηγορία συστήματος. Για τα μεταβατικά ύδατα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 7 όπως οι λιμνοθάλασσες και τα εκβολικά συστήματα, χρησιμοποιούνται τα μακρόφυτα, το φυτοπλαγκτόν, τα βενθικά ασπόνδυλα και η ιχθυοπανίδα (πίνακας 1.2.1). Στα αβιοτικά στοιχεία συγκαταλέγονται τα υδρομορφολογικά και τα φυσικοχημικά στοιχεία που υποστηρίζουν τα βιολογικά στοιχεία, δηλαδή τα στοιχεία αυτά που αφορούν το υδρολογικό καθεστώς και σχετίζονται με μορφολογικές συνθήκες, βασικές φυσικοχημικές παραμέτρους (θερμοκρασία, διαλυμένο οξυγόνο, αλατότητα, ph, θρεπτικά) και με συγκεκριμένους οργανικούς και ανόργανους ρύπους που επηρεάζουν το υδατικό σύστημα. Τελικός στόχος της διαδικασίας αυτής, είναι η κατάταξη των υδάτινων σωμάτων σε μια από τις πέντε κατηγορίες οικολογικής ποιότητας: Υψηλή, Καλή, Μέτρια, Χαμηλή και Κακή (εικόνα 1.2.1). Πίνακας 1.2.1: Βιοτικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης των τεσσάρων κατηγοριών επιφανειακών σωμάτων (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2000) Παράκτια Ύδατα Μεταβατικά Ύδατα Ποτάμια Λίμνες Φυτοπλαγκτόν Μακρόφυτα Βενθικά Ασπόνδυλα Ιχθυοπανίδα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 8 Classb oundary High/good status Good/Moderate status Deviation No/minimal Slight Moderate EQR= Status EQR=1 High Good Moderate Poor Bad EQR=0 Observed value Reference value Εικόνα 1.2.1: Κατηγορίες οικολογικής ποιότητας (WFD 2000/60/EE)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 9 1.3 Λιμνοθάλασσες Οι λιμνοθάλασσες είναι αβαθή υδάτινα σώματα της παράκτιας ζώνης, στο όριο μεταξύ χερσαίων και θαλάσσιων οικοσυστημάτων (Kjerfve, 1994). Βρίσκονται διάσπαρτες σε όλο τον πλανήτη και φτάνουν μέχρι το 13% της συνολικής, παγκόσμιας ακτογραμμής. Το μέγεθος τους μπορεί να ποικίλει από > 1Km 2 έως και 10 144Km 2. Τα ύδατα των λιμνοθαλασσών, αποτελούν την μεταβατική ζώνη όπου γίνεται ανάμιξη γλυκών και θαλασσίων υδάτων και γι αυτό χαρακτηρίζονται ως μεταβατικά ύδατα. Τα υδάτινα αυτά σώματα, διαχωρίζονται από την θάλασσα με αναχώματα άμμου τα οποία σχηματίζονται με την πάροδο εκατοντάδων ή και χιλιάδων ετών, με φυσικό τρόπο. Η δημιουργία των αμμολωρίδων, προϋποθέτει την ύπαρξη τριών κυρίως χαρακτηριστικών σε μια παράκτια περιοχή: επίπεδες και αμμώδεις ακτές, εκβολές χειμάρρων ή ποταμών κατάλληλη δράση των θαλασσίων ρευμάτων Προσχωσιγενή υλικά που μεταφέρονται από χείμαρρους ή ποτάμια στις ακτές και αποτίθενται στο βυθό της θάλασσας, δημιουργούν με την δράση θαλασσίων ρευμάτων, ένα φράγμα το οποίο αποκόπτει ένα τμήμα από την θάλασσα. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν και οι περισσότερες λιμνοθάλασσες στην Ελλάδα. Στα τροπικά κλίματα, ο συνηθέστερος τρόπος δημιουργίας των λιμνοθαλασσών είναι με σταδιακή ανάδυση κοραλλιογενών υφάλων, που αποκόπτουν ένα κομμάτι θάλασσας από την υπόλοιπη. Μια διαδικασία που επίσης απαιτεί εκατοντάδες χρόνια. Η απομόνωση από την θάλασσα δεν είναι πλήρης, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις, οι λιμνοθάλασσες επικοινωνούν με τον ωκεανό, μέσω διαύλων (ενός ή περισσοτέρων), από τους οποίους υπάρχει συνεχής ροή νερού από και προς την θάλασσα, ανάλογα με τις κλιματικές και υδρολογικές συνθήκες. Η

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 10 ταυτόχρονη εισροή γλυκού νερού από χειμάρρους, μεταβάλλει τις οικολογικές συνθήκες και συντείνει στην δημιουργία ενός ιδιαίτερου οικοσυστήματος. Ανάλογα με τον βαθμό απομόνωσης τους, τον όγκο των εισρεόντων γλυκών υδάτων, το βάθος, την έκταση κτλ, οι λιμνοθάλασσες μπορεί να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους ως προς τις φυσικοχημικές παραμέτρους, παρουσιάζοντας μια διαβάθμιση ως προς τις τιμές αυτές, με αποτέλεσμα πολύ συχνά, κάθε λιμνοθάλασσα να φιλοξενεί διαφορετικά είδη οργανισμών. Η τοπογραφική θέση των λιμνοθαλασσών, ο βαθμός απομόνωσης τους, το σχετικά μικρό βάθος και οι επακόλουθες επιδράσεις που δέχονται από την θάλασσα, την χέρσο αλλά και την ατμόσφαιρα, συνθέτουν ένα ιδιαίτερα παραγωγικό, δυναμικό αλλά ταυτόχρονα εύκολα μεταβαλλόμενο οικοσύστημα, που υπόκειται συνεχώς σε μεταβολές (Aliaume et al. 2007, Viaroli 2007). Κλιματικές επιδράσεις, άμεσες (άνεμοι, θερμοκρασία) αλλά και έμμεσες (εισροή γλυκών υδάτων, παλίρροια), προκαλούν μεγάλες και ταχύτατες αλλαγές στα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά των λιμνοθαλασσών. Χαρακτηρίζονται από μεγάλες και συχνές διακυμάνσεις των περιβαλλοντικών τους παραμέτρων σε ημερήσια αλλά και ετήσια βάση. Υπό αυτή την σκοπιά, αποτελούν αφιλόξενα οικοσυστήματα (Reizopoulou et al. 2004). Η φυσική αστάθεια των λιμνοθαλασσών λόγω των έντονων διακυμάνσεων, αποτρέπει την εγκατάσταση πολλών οργανισμών σε αυτές και επομένως παρουσιάζουν μικρό αριθμό ειδών και γενικά χαμηλή βιοποικιλότητα. Στην αντίπερα όχθη, η μεγάλες εισροές θρεπτικών από τα ποτάμια και η ανακύκλωση των στοιχείων μέσα στο οικοσύστημα, συντηρούν μεγάλους πληθυσμούς των ειδών που επικρατούν (Nicolaidou 2005a, Reizopoulou et al. 2004). Γενικότερα τα οικοσυστήματα αυτά, φιλοξενούν ιδιαίτερες ομάδες οργανισμών (φυτικών και ζωικών), ειδικά προσαρμοσμένες στις συνεχείς και

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 11 απότομες μεταβολές των περιβαλλοντικών παραμέτρων γεγονός που προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη οικολογική αξία στις λιμνοθάλασσες. Στηριζόμενες στην μεγάλη παραγωγικότητα, οι λιμνοθάλασσες συντηρούν ιχθυοπληθυσμούς υψηλής οικονομικής αξίας και φτάνουν σε πολύ ψηλές αλιευτικές αποδόσεις. Η αλιεία αποτελεί ένα από τις κυριότερες ασχολίες των κατοίκων σε περιοχές όπου υπάρχουν λιμνοθάλασσες, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη οικονομική εξάρτηση των πληθυσμών από αυτές (Aliaume et al. 2007). Επομένως η διατήρηση καλής κατάστασης των οικοσυστημάτων αυτών, αποτελεί ζητούμενο και για τους ίδιους τους κατοίκους της παράκτιας ζώνης. Οι ανθρωπογενείς πιέσεις που δέχονται οι λιμνοθάλασσες θέτουν σε κίνδυνο την τους οικολογική ισορροπία. Αστικά και βιομηχανικά απόβλητα τα οποία διοχετεύονται στα ποτάμια, είτε κατευθείαν στις λιμνοθάλασσες, λιπάσματα και φυτοφάρμακα καθώς και εγκαταστάσεις ιχθυοκαλλιεργειών αποτελούν τους σοβαρότερες απειλές σε παγκόσμια κλίμακα. Ο μεγάλος βαθμός απομόνωσης των λιμνοθαλασσών οδηγεί στην συγκέντρωση μεγάλων φορτίων θρεπτικών και στην βιοσυσσώρευση ρυπογόνων ουσιών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ευτροφικά και δυστροφικά φαινόμενα και να παρουσιάζεται αυξημένη θνησιμότητα (Aliaume et al. 2007). Επίσης, ανθρώπινες δραστηριότητες που οδηγούν στην διάβρωση εδαφών, έχουν ως αποτέλεσμα την μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων φερτών υλών οι οποίες σταδιακά μειώνουν την έκταση των λιμνοθαλασσών και τελικά καταλήγουν στην αποξήρανση τους. Η μεγάλη οικολογική και οικονομική αξία των λιμνοθαλασσών, έχει πλέον αναγνωριστεί σε διεθνές επίπεδο, όπως επίσης και η ανάγκη προστασίας και διατήρησης τους από τις συνεχώς αυξανόμενες ανθρωπογενείς πιέσεις στις οποίες υποβάλλονται τις τελευταίες δεκαετίες. Για τον λόγο αυτό έχουν ενταχθεί και προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ για την προστασία και διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και των ειδών άγριας χλωρίδας και πανίδας και

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 12 περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της Οδηγίας ως οικότοπος προτεραιότητας υπό τον κωδικό *1150 lagoons. 1.3.1 Οι λιμνοθάλασσες της Ελλάδας Στην Ελλάδα υπάρχουν συνολικά 60 λιμνοθάλασσες με συνολικό εμβαδό 287665 στρέμματα το οποίο αντιπροσωπεύει το 14,2% της συνολικής έκτασης που καλύπτουν όλοι οι υγρότοποι της Ελλάδας (Ζαλίδης, 1994). Τα πιο εκτεταμένα λιμνοθαλάσσια συστήματα βρίσκονται στην δυτική και βόρεια Ελλάδα (εικόνα 1.3.1). Η μεγαλύτερη λιμνοθάλασσα της Ελλάδας είναι η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου (100 Km 2 ), ενώ η μεγαλύτερη της Πελοποννήσου είναι η λιμνοθάλασσα Κοτύχι (6 Km 2 ). Οι πιο σημαντικές από αυτές τις περιοχές προστατεύονται από την σύμβαση RAMSAR ή/και εντάσσονται στο δίκτυο NATURA 2000. Οι περισσότερες ελληνικές λιμνοθάλασσες δεν έχουν ερευνηθεί λεπτομερώς. Περισσότερες μελέτες έχουν γίνει για τις λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού (Νicolaidou et al. 1985, Reizopoulou et al. 1998, Kormas et al. 2001, Reizopoulou & Nicolaidou 2004, Nicolaidou et al. 2006, Christia & Papastergiadou 2007), την λιμνοθάλασσα Γιάλοβα στην Πελοπόννησο (Arvanitidis et al. 1999, Koutsoubas et al. 2000a,b, Mc Arthur et al. 2000, Triantafyllou et al. 2000) και τις λιμνοθάλασσες της Μακεδονίας και της Θράκης (Orfanidis et al. 2000, 2001a,b, 2005, Malea et al. 2003, Malea et al. 2004, Koutrakis & Tsikliras 2003). Γενικά οι ελληνικές λιμνοθάλασσες παρουσιάζουν μεγάλη περιβαλλοντική ετερογένεια, όπως άλλωστε έχει καταγραφεί και σε άλλες μεσογειακές λιμνοθάλασσες (Nicolaidou et al. 2005a, Pasqualini et al. 2006, Aliaume et al. 2007). Παρουσιάζουν χωρικές και χρονικές διαφορές, όχι μόνο μεταξύ διαφορετικών λιμνοθαλασσών, αλλά και μεταξύ διαφορετικών περιοχών στην ίδια λιμνοθάλασσα (Agostini et al. 2003, Orfanidis et al. 2005).

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 13 Ο βαθμός απομόνωσης από την θάλασσα φαίνεται να επηρεάζει στο μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με τις υπόλοιπες περιβαλλοντικές παραμέτρους και αποτελεί παράγοντα κλειδί για τον καθορισμό των βιοκοινοτήτων (Reizopoulou et al. 2004, Nicolaidou et al. 2005b). Επίσης σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η ποσότητα των εισρεόντων γλυκών υδάτων στη λιμνοθάλασσα (Orfanidis et al. 2005, Biber et al. 2006). Εικόνα 1.3.1: Οι κυριότερες λιμνοθάλασσες και τα εκβολικά συστήματα της Ελληνικής επικράτειας (Νicolaidou et al. 2005b)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 14 1.4 Αλυκές Οι αλυκές αποτελούν υδάτινα σώματα με σημαντικά ψηλότερες συγκεντρώσεις αλάτων (κυρίως NaCl) και άλλων μεταλλικών στοιχείων, σε σχέση με τα υπόλοιπα υδάτινα σώματα και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις, η αλατότητα υπερβαίνει τις τιμές του θαλασσινού νερού. Σε αντίθεση με τις λιμνοθάλασσες, οι αλυκές δεν βρίσκονται σε άμεση επαφή με την θάλασσα. Είναι παροδικές λίμνες μικρού βάθους, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τα σημεία εκβολής εσωτερικών υδρολογικών συστημάτων (endorheic systems) (Williams 1993). Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των αλυκών είναι η άμεση εξάρτηση τους από τις κλιματικές συνθήκες. Βρίσκονται συνήθως στις ξηρές ή ημίξηρες περιοχές του πλανήτη, με αποτέλεσμα το ετήσιο υδατικό ισοζύγιο στις αλυκές να είναι αρνητικό, δηλαδή ο όγκος νερού που εξατμίζεται κατά την διάρκεια του έτους να μην υπερβαίνει τον όγκο νερού που εισρέει σε αυτές (Grarcia et al. 1997). Έτσι, κατά την θερμή περίοδο του έτους, το νερό στις αλυκές εξατμίζεται πλήρως και η λεκάνη καλύπτεται από ένα στρώμα άλατος. Σύμφωνα με τον Hammer (1986), ανάλογα με την συγκέντρωση των αλάτων στην υδάτινη στήλη, οι αλμυρές λίμνες κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: 3-20 g/l υπούαλη (hyposaline) 20-50 g/l μεσούαλη (mesosaline) > 50 g/l υπερύαλη (hypersaline) Ακολουθώντας την κατηγοριοποίηση αυτή, οι αλυκές κατατάσσονται στα μεσούαλα και υπερύαλα υδάτινα σώματα. Οι μεγάλες συγκεντρώσεις ιόντων οφείλονται στην διάβρωση πετρωμάτων πλούσιων σε ιόντα Na + και Cl - που βρίσκονται στην λεκάνη απορροής και την σταδιακή συσσώρευση των ιόντων στις λεκάνες λόγω εξάτμισης, σε υπόγειες ή τοπικές πηγές αλάτων είτε

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 15 ακόμα στην υπόγεια τροφοδότηση με θαλασσινό νερό των αλυκών που βρίσκονται κοντά στις ακτές (Hammer 1978). Όπως αναφέρθηκε, οι αλυκές εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις κλιματικές συνθήκες. Εφόσον οι αλυκές δεν βρίσκονται σε άμεση επαφή με την θάλασσα οι εισροές νερού που παρατηρούνται, προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από την λεκάνη απορροής και στην περίπτωση των παράκτιων αλυκών, από πιθανή υπόγεια επικοινωνία (περιορισμένου βαθμού) με την θάλασσα. Από τα πιο πάνω γίνεται κατανοητή η μεγάλη εξάρτηση του υδατικού ισοζυγίου των αλυκών από την βροχόπτωση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να σημειώνονται μεγάλες ετήσιες διακυμάνσεις στις τιμές αλατότητας, οι οποίες μπορεί να κυμαίνονται από τιμές μικρότερες των 50g/l έως και μεγαλύτερες των 300g/l στα τελικά στάδια της ξηρασίας. Οι πολύ ψηλές τιμές αλατότητας έχουν άμεσο αντίκτυπο στις βιοκοινωνίες. Γενικά αυξανόμενης της αλατότητας, παρατηρείται σταδιακή μείωση αλόφιλων ειδών που συναντώνται και σε γλυκά ύδατα και ταυτόχρονη αύξηση ειδών τα οποία απαντώνται μόνο σε μεσούαλα ύδατα. Σε συγκεντρώσεις αλάτων >50g/L απαντώνται οργανισμοί οι οποίοι είναι χαρακτηριστικοί αποκλειστικά των υπερύαλων υδάτων (Williams 1998). Εικόνα 1.4.1: Μοντέλο σχέσης μεταξύ αριθμού ειδών και αλατότητας και που αναφέρεται σε αλυκές (Hammer, 1986)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 16 Επομένως ελάχιστοι οργανισμοί απαντώνται στις αλυκές και σε άλλα υδάτινα σώματα, ενώ για το μεγαλύτερο φάσμα αλατότητας οι βιοκοινωνίες αποτελούνται από οργανισμούς οι οποίοι χαρακτηρίζουν αποκλειστικά τις αλυκές (Hammer 1988). Γενικότερα η σύνθεση των ειδών στις αλυκές είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με τα γλυκά ύδατα, και η διαφοροποίηση αυξάνεται όσο αυξάνονται οι τιμές αλατότητας. Παράλληλα με την αύξηση της αλατότητας μειώνονται τόσο ο αριθμός όσο και η αφθονία των ειδών (εικόνα 1.4.1) και σε αυτές κυριαρχούν είδη ανθεκτικά, τα οποία έχουν προσαρμόσει τον κύκλο ζωής τους ώστε να αντεπεξέρχονται στις αφιλόξενες συνθήκες των αλυκών (Williams 1998). Η σύνθεση των βιοκοινοτήτων που απαντώνται στα οικοσυστήματα αυτά, τους αποδίδει ακόμα μεγαλύτερη οικολογική αξία και καθιστά άμεση την ανάγκη διατήρησης τους. Εικόνα 1.4.2: Άποψη αλυκών κατά την ξηρή περίοδο (Πηγή: Διαδίκτυο)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 17 1.5 Υδρόβια μακρόφυτα O όρος υδρόβια μακρόφυτα έχει μια ευρεία έννοια και περιλαμβάνει είδη φυτών τα οποία αναπτύσσονται μέσα στο νερό, πλήρως ή μερικώς βυθισμένα και είναι ορατά με γυμνό οφθαλμό. Σε αυτά περιλαμβάνονται υδρόβια αγγειόσπερμα, φύκη (μακροφύκη) όπως επίσης και κάποια είδη πτέριδων και βρύων που έχουν προσαρμοστεί στο υδάτινο περιβάλλον. Υδρόβια μακρόφυτα, υπάρχουν τόσο στα γλυκά νερά των ποταμών, όσο και στα αλμυρά ή υφάλμυρα νερά των παράκτιων περιοχών. Τα είδη αυτά είναι επωφελή για τα υδάτινα οικοσυστήματα και τις βιοκοινωνίες στις οποίες συμμετέχουν. Η μεγάλη τους αξία συνοψίζεται στα εξής: Χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλότητα Προάγουν την διατήρηση της ποικιλότητας άλλων οργανισμών, παρέχοντας οικότοπους για την αναπαραγωγή και επιβίωση ψαριών και διαφόρων υδρόβιων ασπονδύλων Συμβάλουν στην σταθεροποίηση του ιζήματος, αναχαιτίζοντας τον κίνδυνο διάβρωσης των παράκτιων περιοχών Ως πρωτογενείς παραγωγοί, παρέχουν τροφή σε άλλους οργανισμούς Μέσω της φωτοσύνθεσης παράγουν οξυγόνο, επιτελώντας σημαντικό ρόλο στην διατήρηση των βιολογικών λειτουργιών στα υδάτινα σώματα και αποτρέπουν την εμφάνιση ανοξικών συνθηκών Αποτελούν αξιόλογους βιοδείκτες για την οικολογική ποιότητα των υδάτων στα οποία αναπτύσσονται. Απουσία μακροφύτων σε ένα υδάτινο βιολογικό σύστημα, μπορεί να οφείλεται στη μόλυνση του νερού ή σε μειωμένες εντάσεις φωτός. Επίσης, αυξημένες τιμές βιομάζας μακροφυκών (κυρίως χλωροφυκών), καταδεικνύουν αύξηση εισροής θρεπτικού φορτίου. Αντίθετα, εκτεταμένα λιβάδια και μεγάλη βιομάζα υδροβίων αγγειοσπέρμων, μαρτυρούν καλή ποιότητα υδάτων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 18 Στα υδρόβια μακρόφυτα περιλαμβάνονται πέραν των μακροφυκών, και υδρόβια αγγειόσπερμα όπως τα είδη Posidonia oceanica, Zostera marina, Zostera noltii και Cymodocea nodosa. Μάλιστα τα αγγειόσπερμα αυτά αποτελούν δείκτη καλής οικολογικής ποιότητας των παράκτιων περιοχών (Orfanidis et al. 2001, Orfanidis et al. 2008). Γενικότερα όμως τα μακρόφυτα αποτελούν σημαντικό συντελεστή για την εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης σε όλες τις κατηγορίες επιφανειακών υδάτων (Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο 2000). Ως δομικά στοιχεία των υδάτινων οικοσυστημάτων, σχηματίζουν υψηλής παραγωγικότητας εκτεταμένους εκτεταμένους λειμώνες που παρουσιάζουν δυναμικές μεταβολές στην κλίμακα του χώρου και του χρόνου. Είναι ευαίσθητα σε ανθρωπογενείς επιδράσεις και χάρη στην συνεχή παρουσία τους στην υδάτινη στήλη, αντιδρούν άμεσα σε αλλαγές του αβιοτικού και βιοτικού περιβάλλοντος (Οrfanidis et al. 2001, Οrfanidis et al. 2003). Ανθρωπογενείς πιέσεις στα υδάτινα οικοσυστήματα όπως αυξημένες συγκεντρώσεις θρεπτικών αλάτων αζώτου και φωσφόρου, έχουν αποτέλεσμα Εικόνα 1.5.1: Μεταβολές στις μακροφυτικές κοινότητες με την αύξηση των θρεπτικών (Littler & Littler 1980)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 19 την αντικατάσταση των ευαίσθητων υδρόβιων αγγειοσπέρμων, από ανθεκτικότερα ευκαιριακά μακρόφυτα όπως διάφορα είδη χλωροφυκών και φαιοφυκών (Orfanidis et al. 2001, De Casabianca et al. 2002, Berglund et al. 2003, Sfriso et al. 2003) (εικόνα 1.5.1). Τα χαρακτηριστικά αυτά, καθιστούν τα μακρόφυτα ως χρήσιμα εργαλεία για την παρακολούθηση της οικολογικής ποιότητας υδάτινων οικοσυστημάτων. Μάλιστα η χρήση τους για το σκοπό αυτό, είναι ευρέως αποδεκτή και χρησιμοποιούνται σε πολλές χώρες για την μελέτη της οικολογικής κατάστασης των υδάτων (Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο 2000, Orfanidis et al. 2001, Orfanidis et al. 2003, Krause-Jensen et al. 2005, Ballesteros et al. 2007, Pinedo et al. 2007, Sfriso 2007, Orfanidis et al. 2008). Στις Ελληνικές λιμνοθάλασσες τα μακρόφυτα εμφανίζονται με μικρό αριθμό ειδών εξαιτίας της μεγάλης καταπόνησης από τις συνεχείς μεταβολές των φυσικοχημικών και υδρολογικών συνθηκών. Τα σημαντικότερα taxa που συναντώνται στις Ελληνικές λιμνοθάλασσες ανήκουν στα γένη Ruppia sp., Zostera sp., Cymodocea sp., Chara sp., Ulva sp., Cladophora sp., Chaetomorpha sp. και Gracilaria sp. Εικόνα 1.5.2: Μεικτοί λειμώνες Ruppia cirrhosa και Gracilaria gracilis στην λιμνοθάλασσα Κοτύχι

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 20 1.6 Αντικείμενο και σκοπός της έρευνας Η εργασία αυτή πραγματοποιήθηκε στις λιμνοθάλασσες Κοτύχι και Πρόκοπο της Πελοποννήσου και στις αλυκές Λάρνακας και τον υγρότοπο Ακρωτηρίου στην Κύπρο. Οι δειγματοληψίες πεδίου πραγματοποιήθηκαν κατά την διάρκεια των βλαστητικών περιόδων των ετών 2006-07 και 2007-08. Οι υγρότοποι αυτοί αποτελούν κέντρα βιοποικιλότητας και φιλοξενούν ιδιαίτερες ομάδες οργανισμών εξαιτίας των έντονων διακυμάνσεων που παρατηρούνται στο αβιοτικό τους περιβάλλον. Όμως, παρά την σπουδαιότητα των υγροτόπων αυτών, δεν έχει μέχρι σήμερα πραγματοποιηθεί συστηματική μελέτη όσον αφορά την οικολογική κατάσταση τους ή τις κοινότητες υδροβίων μακροφύτων που απαντούν, παρά μόνο μια προσπάθεια καταγραφής των σημαντικότερων ειδών βυθισμένων μακροφύτων στις λιμνοθάλασσες Κοτύχι και Πρόκοπο, στα πλαίσια του προγράμματος LIFE (Χαριτωνίδης και συν. 2005). Η σπουδαιότητα των υγροτόπων αυτών, σε συνδυασμό με το υψηλό επιστημονικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν και την απουσία ολοκληρωμένης συστηματικής μελέτης των οικοσυστημάτων αυτών από οικολογική σκοπιά, οδήγησε στην απόφαση διεξαγωγής αυτής της μελέτης. Οι διαχρονικές ανθρωπογενείς πιέσεις στις οποίες υπόκεινται οι υγρότοποι αποτέλεσαν ένα ακόμη κίνητρο για την πραγματοποίηση της εργασίας αυτής. Η αναγνώριση του ρόλου των υδροβίων μακροφύτων ως θεμελιώδη συστατικά των υδάτινων οικοσυστημάτων, ανέδειξε σημαντικά ερωτήματα για τον ρόλο που αυτά διαδραματίζουν στις συγκεκριμένες λιμνοθάλασσες τόσο όσον αφορά τα τροφικά πλέγματα, όσο και για τον γενικότερο ρόλο που διαδραματίζουν στο οικοσύστημα. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2000/60/ΕΕ τα μακρόφυτα αποτελούν σημαντικά βιοτικά στοιχεία τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βιοδείκτες για την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των υδάτων. Έχοντας αυτό υπόψη, κρίθηκε απαραίτητο να γίνει συνδυασμένη μελέτη τόσο των φυσικοχημικών

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 21 παραμέτρων της υδάτινης στήλης, όσο και της ποικιλότητας, εξάπλωσης και αφθονίας των υδροβίων μακροφύτων. Στην παρούσα εργασία πραγματοποιήθηκαν μηνιαίες καταγραφές των φυσικοχημικών παραμέτρων των υδάτων, όπως επίσης και μετρήσεις συγκεντρώσεων των θρεπτικών αλάτων αζώτου και φωσφόρου στη υδάτινη στήλη. Οι εποχικές μεταβολές τους συσχετίσθηκαν με την ποικιλότητα και την αφθονία της υδρόβιας βλάστησης με απώτερο σκοπό να εξαχθούν συμπεράσματα για την οικολογική κατάσταση της περιοχής. Κυριότεροι στόχοι της εργασίας αυτής ήταν: Η παρακολούθηση της εποχικής διακύμανσης των αβιοτικών και βιοτικών παραμέτρων της υδάτινης στήλης στις λιμνοθάλασσες Κοτύχι και Πρόκοπο και στις αλυκές Λάρνακας και υγρότοπο Ακρωτηρίου Η καταγραφή των υδρόβιων μακροφύτων που απαντούν στους υγρότοπους και η ανάλυση της δομής της υδρόβιας βλάστησης Η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των φυσικοχημικών παραμέτρων και της παρουσίας υδρόβιων μακροφύτων Ο καθορισμός των σημαντικότερων φυσικοχημικών παραμέτρων που καθορίζουν την εξάπλωση και αφθονία των υδροβίων μακροφύτων Ο προσδιορισμός της τροφικής κατάστασης των υδάτινων σωμάτων Η αξιολόγηση της οικολογικής κατάστασης των υγροτόπων Η επίτευξη των πιο πάνω στόχων, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό διαχειριστικό εργαλείο, καθώς μπορεί να θέσει τις βάσεις για τον σχεδιασμό ενός δικτύου παρακολούθησης των πολύτιμων αυτών υγροτόπων. Η παρακολούθηση και διαχείριση τέτοιων οικολογικά σημαντικών περιοχών, κρίνεται απαραίτητη ώστε να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα η οικολογική τους κατάσταση και ταυτόχρονα να διατηρηθεί η ανθρωπογενής δραστηριότητα στα πλαίσια μιας βιώσιμης, ολοκληρωμένης διαχείρισης της παράκτιας ζώνης. Παράπλευρος στόχος, η επίτευξη καλής οικολογικής κατάστασης των υδάτων έως το 2015 σύμφωνα με την Οδηγία 2000/60/ΕΕ.

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 22 2. ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 23 2.1 Περιοχή Στροφυλιάς 2.1.1 Περιγραφή περιοχής Η περιοχή μελέτης εντοπίζεται στις βορειοδυτικές ακτές της Πελοποννήσου 40 περίπου χιλιόμετρα από την πόλη της Πάτρας και εντάσσεται στην ευρύτερη περιοχή της Στροφιλιάς, μια παραλιακή ζώνη μήκους 22 Km. και μέσου πλάτους 1500 μέτρων, στην οποία τα ρηχά νερά αποτελούν κυρίαρχο δομικό και λειτουργικό στοιχείο. Η περιοχή της Στροφιλιάς ουσιαστικά αποτελείται από ένα δίκτυο λιμνοθαλασσών, βάλτων, ελών και δασών, που εκτείνονται στους νομούς Αχαΐας και Ηλείας. Οι λιμνοθάλασσες αυτές, αλλά και η ευρύτερη περιοχή της Στροφιλιάς, έχουν ανακηρυχθεί ως προστατευόμενες, τόσο από την εθνική νομοθεσία αλλά και από διεθνείς συμβάσεις, λόγω της σπουδαιότητας τους ως φυσικοί οικότοποι. Πιο συγκεκριμένα η περιοχή Στροφυλιάς έχει χαρακτηριστεί ως: - Υγρότοποι διεθνούς σημασίας (Σύμβαση RAMSAR για την προστασία των υγροτόπων) - Ζώνη ειδικής προστασίας (Special Protected Areas - SPA) λόγω της σπουδαιότητας τους για την ορνιθοπανίδα (Οδηγία 79/409/ΕΟΚ για την διατήρηση των άγριων πτηνών) - Περιοχή κοινοτικής σημασίας (Site of Community Interest - SCI) ως οικότοπος που εντάσσεται στο διεθνές δίκτυο NATURA 2000 (Οδηγία 92/43/ΕΕ για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας) Για την επαρκή προστασία και διαχείριση του δάσους της Στροφιλιάς και των υγροτόπων της περιοχής, συστάθηκε με το νόμο 3044/2002, ο Φορέας Διαχείρισης Κοτυχίου Στροφυλιάς. Παράλληλα λειτουργεί το κέντρο πληροφόρησης δάσους Στροφυλιάς - λιμνοθάλασσας Κοτυχίου, στο χώρο του οποίου έχει δημιουργηθεί μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Σαν σκοπό έχει την

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 24 ευαισθητοποίηση του κοινού, τη διοργάνωση ενημερωτικών δράσεων και τη διάχυση πληροφοριών σχετικά με την προστατευόμενη περιοχή. Διοικητικά το προστατευόμενο αυτό οικοσύστημα ανήκει στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας στους Νομούς Αχαΐας και Ηλείας. Στο βόρειο τμήμα της περιοχή βρίσκεται η λιμνοθάλασσα του Αράξου την οποία διαδέχονται νοτιότερα οι ασβεστολιθικοί λόφοι των Μαύρων Βουνών και οι αμμώδεις παραλίας που σχηματίζονται γύρω από το ακρωτήρι. Στους νότιους πρόποδες των λόφων αυτών βρίσκεται η λιμνοθάλασσα Πρόκοπος. Ανάμεσα στην λίμνη αυτή και το Ιόνιο αναπτύχθηκε με την πάροδο χιλιάδων χρόνων (και από την κάθοδο φερτών υλών από τα ποτάμια της περιοχής που πηγάζουν τους ορεινούς όγκους της Δυτικής Πελοποννήσου), μια πλατιά αμμολωρίδα πάνω στην οποία έχει αναπτυχθεί το περίφημο δάσος της Στροφιλιάς. Το δασικό αυτό οικοσύστημα είναι μοναδικό και παρουσιάζει εξαιρετικό οικολογικό ενδιαφέρον αφού είναι το πλέον εκτεταμένο δάσος κουκουναριάς στην Ελλάδα (και από τα παλαιότερα στην Ευρώπη), χαρακτηρίζεται από μεγάλη βιοποικιλότητα ενώ παράλληλα έχει μεγάλη αισθητική αξία. Ειδικότερα μετά τις μεγάλες πυρκαγιές του 2007 και την καταστροφή τεραστίων δασικών εκτάσεων στον νομό της Ηλείας, το δάσος αυτό αποτελεί πλέον τεράστιο κεφάλαιο για την περιοχή. Την λιμνοθάλασσα του Πρόκοπου διαδέχεται νοτιότερα το έλος της Λάμιας, ενώ το δάσος της Στροφιλιάς συνεχίζει να παρεμβάλλεται μεταξύ του υγρότοπου και του Ιονίου. Στην συνέχεια, οι φυσικοί βιότοποι διακόπτονται από καλλιεργημένες εκτάσεις, ενώ στο νότιο όριο της προστατευόμενης περιοχής, βρίσκεται η λιμνοθάλασσα Κοτύχι.

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 25 Εικόνα 2.1.1:Χωροθέτιση των λιμνοθαλασσών Κοτύχι και Πρόκοπος στον Ελλαδικό χώρο (Πηγή: Διαδίκτυο)

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 26 Εικόνα 2.1.2: Ολόκληρη η προστατευόμενη περιοχή Στροφυλιάς και η χωροθέτηση των λιμνοθαλασσών Κοτύχι και Πρόκοπος στην περιοχή (Πηγή: Google Earth)

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 27 2.1.2 Κλιματικά στοιχεία Για την καταγραφή των κλιματικών στοιχείων και την περιγραφής της περιοχής μελέτης από βιοκλιματική άποψη, χρησιμοποιήθηκε σειρά δεδομένων των ετών 1955-1997 από τον μετεωρολογικό σταθμό του αεροδρομίου Αράξου, που βρίσκεται σε απόσταση 2,5Km ανατολικά της λιμνοθάλασσας Πρόκοπος, 18 Km βορειοανατολικά της λιμνοθάλασσας Κοτύχι και σε υψόμετρο 12m από την επιφάνεια της θάλασσας (ΕΜΥ). 2.1.2.1 Θερμοκρασία: Η θερμοκρασία στην περιοχή παρουσιάζει τις τυπικές εποχικές μεταβολές του μεσογειακού κλίματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της περιόδου 1955-1997, οι μέσες ελάχιστες θερμοκρασίες καταγράφονται τον χειμώνα. Η μέση ελάχιστη μηνιαία θερμοκρασία σημειώνεται τον Ιανουάριο με 6,3 0 C, ενώ οι μέγιστες θερμοκρασίες καταγράφονται την καλοκαιρινή περίοδο με την μέση μέγιστη θερμοκρασία να σημειώνεται τον Αύγουστο και να φτάνει τους 31,4 0 C. Οι μέσες μηνιαίες θερμοκρασίες που έχουν καταγραφεί την ίδια πάντα περίοδο, κυμαίνονται από 10,2 0 C τον Ιανουάριο έως 26,8 0 C τον μήνα Αύγουστο που είναι και ο θερμότερος μήνας στην περιοχή.

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 28 Πίνακας 1.1.1: Μέση μηνιαία, Μέση ελάχιστη μηνιαία και μέση μέγιστη μηνιαία θερμοκρασία στο μετεωρολογικό σταθμό Αράξου κατά την περίοδο 1955-1997 (ΕΜΥ) Περίοδος 1955-1997 Μέση μηνιαία θερμοκρασία Ελάχιστη μηνιαία θερμοκρασία Μέγιστη μηνιαία θερμοκρασία ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 10,2 6,3 13,8 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 10,5 6,4 14,2 ΜΑΡΤΙΟΣ 12,2 7,5 16 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 15,2 9,6 19,1 ΜΑΙΟΣ 19,8 13 24 ΙΟΥΝΙΟΣ 24,1 16,5 28,3 ΙΟΥΛΙΟΣ 26,6 18,7 31,1 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 26,8 19,5 31,4 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 23,4 17 28,1 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 19 14,1 23,4 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 14,7 10,5 18,7 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 11,6 7,7 15,2 Διάγραμμα 2.1.1: Μέση μηνιαία, Μέση ελάχιστη μηνιαία και Μέση μέγιστη μηνιαία θερμοκρασία στον μετεωρολογικό σταθμό Αράξου κατά την περίοδο 1955-1997 (ΕΜΥ)

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 29 2.1.2.2 Βροχόπτωση Όπως αναφέρθηκε οι ΒΔ ακτές της Πελοποννήσου δέχονται σημαντικά ποσά βροχοπτώσεων, ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες. Η μέση ετήσια βροχόπτωση της περιόδου 1955-1997 ήταν 688,2 mm, με την μέγιστη βροχόπτωση να σημειώνεται τον μήνα Νοέμβριο ενώ η ελάχιστη βροχόπτωση καταγράφεται τον μήνα Αύγουστο. Ο μέσος αριθμός συνολικών ημερών βροχής φτάνουν τις 99,7 κάθε έτος, με τον Δεκέμβριο να έχει 15,6 συνολικές ημέρες βροχής και τον Ιούλιο 0,9 συνολικές ημέρες βροχής. Τα ποσοστά βροχόπτωσης των τελευταίων ετών παρουσίασαν μεγάλες διακυμάνσεις από έτος σε έτος (διάγραμμα 2.1.3). Η χειμερινή περίοδος 2005-2006 χαρακτηρίστηκε από έντονες βροχοπτώσεις ενώ η αμέσως επόμενη χρόνια χαρακτηρίζεται ως ξηρή. Τέλος την περίοδο 2007-2008 παρουσιάστηκε αύξηση αλλά και πάλι η βροχόπτωση παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα. Πίνακας 2.1.2: Μέση μηνιαία βροχόπτωση και οι συνολικές ημέρες βροχής στο μετεωρολογικό σταθμό Αράξου κατά την περίοδο 1955-1997 (ΕΜΥ) ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1955-1997 Μέση μηνιαία βροχόπτωση Συνολικές ημέρες βροχής ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 93 13,8 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 79 12,6 ΜΑΡΤΙΟΣ 63 11,8 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 45,3 9,4 ΜΑΙΟΣ 21,2 6 ΙΟΥΝΙΟΣ 8,7 2,5 ΙΟΥΛΙΟΣ 3,6 0,9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 5,6 1,3 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 30 4,3 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 82,6 9,2 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 132,1 12,6 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 124,1 15,6

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 30 Διάγραμμα 2.1.2: Μέση μηνιαία βροχόπτωση στον μετεωρολογικό σταθμό Αράξου κατά την περίοδο 1988-2007 (ΕΜΥ) Διάγραμμα 2.1.3: Ετησία βροχόπτωση στον μετεωρολογικό σταθμό Αράξου κατά την περίοδο 2005-2008 (ΕΜΥ)

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 31 Η μέση μηνιαία υγρασία δεν παρουσιάζει πολύ μεγάλες εποχικές μεταβολές. Η μέση ετήσια τιμή είναι 68,94% με την μέγιστη τιμή να παρατηρείται τον Δεκέμβριο (76,4%) και την ελάχιστη τον Ιούλιο (59,2%). 2.1.2.3 Ένταση και διεύθυνση και ανέμων Οι άνεμοι στην περιοχή παρουσιάζουν περιοδική μεταβολή. Σύμφωνα με τα στοιχεία από τον μετεωρολογικό σταθμό Αράξου, η μέση μηνιαία διεύθυνση των ανέμων είναι από ΒΑ προς ΝΔ από τον Σεπτέμβριο μέχρι και τον Απρίλιο, ενώ από τον Μάιο μέχρι και τον Αύγουστο η μέση μηνιαία διεύθυνση των ανέμων είναι Δ προς Α. Οι εντάσεις των ανέμων είναι χαμηλές συνήθως δεν υπερβαίνουν τους 7 κόμβους (Kt) - αν και παρουσιάζουν εποχικές μεταβολές. Η μέση μηνιαία ένταση των ανέμων φτάνει στην μέγιστη τιμή των 6,7 Kt τον Μάρτιο με βορειοανατολική διεύθυνση και την ελάχιστη τιμή των 4,2 Kt τον Ιούλιο με δυτική διεύθυνση. Οι μεγαλύτερες εντάσεις ανέμων παρατηρήθηκαν το τρίμηνο Ιανουαρίου Μαρτίου. ΕΝΤΑΣΗ ΑΝΕΜ ΩΝ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΣΤΡΟΦΥΛΙΑΣ Ι Δ 8 6 Φ Ν 4 2 Μ Ο 0 Α Σ Μ Α Ι Ι Μέση μηνιαία ένταση ανέμων (Kt) Διάγραμμα 2.1.3: Μέση μηνιαία ένταση ανέμων στο μετεωρολογικό σταθμό Αράξου κατά την περίοδο 1955-1997 (ΕΜΥ)

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 32 2.1.2.4 Βιοκλίμα Το κλίμα της Δυτικής Πελοποννήσου είναι τυπικό Μεσογειακό. Οι χειμώνες χαρακτηρίζονται από άφθονες βροχοπτώσεις οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ 600 και 900mm. Παράλληλα χαρακτηρίζονται ήπιοι όσον αφορά την θερμοκρασία. Τα καλοκαίρια χαρακτηρίζονται θερμά και ξηρά, με μακρές περιόδους ηλιοφάνειας κατά την μεγαλύτερη διάρκεια του έτους. Για τον καθορισμό του βιοκλίματος της περιοχής χρησιμοποιήθηκαν κλιματολογικά τα δεδομένα της περιόδου 1955-1997 από το μετεωρολογικό σταθμό του Αράξου. Υπολογίστηκε το ομβροθερμικό πηλίκο Q 2 του Emberger σύμφωνα με τον τύπο Q 2 = 2000 P/(M 2 -m 2 ), όπου P η συνολική ετήσια βροχόπτωση, M η μέση τιμή των μεγίστων θερμοκρασιών του θερμότερου μήνα (σε βαθμούς Κ) και m η μέση τιμή των ελαχίστων θερμοκρασιών του ψυχρότερου μήνα (σε βαθμούς Κ). Η τιμή του δείκτη Q 2 υπολογίστηκε 91,15 ενώ η τιμή m είναι 6,3 0 C. Από βιοκλιματική άποψη λοιπόν και σύμφωνα με την βιοκλιματική ταξινόμηση του Emberger, οι βορειοδυτικές ακτές της Πελοποννήσου κατατάσσονται στον ύφυγρο βιοκλιματικό όροφο (Q 2 = 91,15) με ήπιους χειμώνες (m = 6,3), ενώ με την χρήση του ξηροθερμικού δείκτη της UNESCO- FAO η περιοχή χαρακτηρίζεται από ασθενές θέρμο-μεσογειακό κλίμα (Χ=106,36). Με βάση μετεωρολογικά τα ίδια στοιχεία κατασκευάστηκε το ομβροθερμικό διάγραμμα (Gaussen- Bagnouls) της περιοχής. Από το ομβροθερμικό διάγραμμα είναι εμφανές ότι η ξηρά περίοδος στην περιοχή διαρκεί περίπου 4 μήνες, από τις αρχές Μαΐου μέχρι και τις αρχές Οκτωβρίου, περίοδος κατά την οποία η βροχοπτώσεις είναι πολύ περιορισμένες.

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 33 Διάγραμμα 2.1.4: Ομβροθερμικό διάγραμμα του μετεωρολογικού σταθμού Αράξου κατά την περίοδο 1988-2007 (ΕΜΥ) 2.1.3 Γεωλογικά στοιχεία Γεωμορφολογικά δεδομένα Η ευρύτερη περιοχή μελέτης με υψόμετρα κυμαινόμενα από 0-300m περίπου αποτελείται από εδαφικές εκτάσεις με πεδινή, λοφώδη και ημιορεινή μορφολογία. Γενικά επικρατεί το πεδινό τοπογραφικό ανάγλυφο, που οφείλεται στη μεγάλη διάδοση των Τεταρτογενών και Νεογενών αποθέσεων, σε αντίθεση με τις λοφοειδείς και ημιορεινές εκτάσεις των Μαύρων Βουνών όπου αναπτύσσονται αποκλειστικά ασβεστολιθικά πετρώματα του ανώτερου Κρητιδικού. Χαρακτηριστικό φαινόμενο της πεδινής περιοχής είναι η ανάπτυξη παραθαλάσσιων αμμοθινών κυμαινόμενου ύψους μέχρι και 10m περίπου και πλάτους πέραν των 500m, οι οποίες έχουν διεύθυνση από βορρά προς νότο και σχηματίστηκαν με τη βοήθεια των επικρατούντων ισχυρών δυτικών

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 34 άνεμων και του έντονου κυματισμού που προκαλούν. Έτσι οι αποτελούμενες από άμμο ακτές της περιοχής, εκτείνονται κατά μήκος όλης της βορειοδυτικής και δυτικής παράκτιας ζώνης, είναι γενικά επίπεδες και δεν σχηματίζουν κολπώσεις. Από την παραπάνω μορφολογική διαμόρφωση των ακτών εξαιρούνται οι ασβεστολιθικές λοφοειδείς εξάρσεις Κουνουπελίου (48m) που εντοπίζονται στην περιοχή μεταξύ των δύο λιμνοθαλασσών και Μαύρων Βουνών (251m) που εντοπίζονται στην βόρεια πλευρά της λιμνοθάλασσα Πρόκοπος, όπου σχηματίζονται απόκρημνες βραχώδεις ακτές. Η γεωλογική δομή της ευρύτερης περιοχής είναι σχετικά απλή. Αποτελείται κυρίως από διάφορους τύπους ανθρακικών ιζημάτων και τεταρτογενείς αποθέσεις. Τα ανθρακικά ιζήματα συναντώνται σε περιορισμένη έκταση μόνο στο βόρειο τμήμα της περιοχής και συγκεκριμένα στο χαμηλό ορεινό όγκο των Μαύρων Βουνών, στο βόρειο άκρο της λιμνοθάλασσας Πρόκοπος. Αντίθετα, οι τεταρτογενείς σχηματισμοί καλύπτουν εξ ολοκλήρου το πεδινό τμήμα της περιοχής και φθάνουν μέχρι τη θάλασσα. Η μερική διάβρωση που παρατηρείται στους γεωλογικούς τύπους που απαντούν στην ευρύτερη λεκάνη απορροής, έχει δημιουργήσει σοβαρά προσχωσιγενή προβλήματα στην λιμνοθάλασσα Κοτύχι και μικρότερα στη λιμνοθάλασσα Πρόκοπος. Πολλά ρήγματα έχουν μεγάλο μήκος, εκτεινόμενα ως τη θάλασσα, δημιουργώντας έτσι συνθήκες για την επικοινωνία του θαλασσινού νερού με τα νερά των υπόγειων υδροφορέων. Τα αλληλοτεμνόμενα ρήγματα είναι πιθανό να έχουν προξενήσει καταβυθίσεις παράκτιων περιοχών, οι οποίες με τη δημιουργία παράκτιων αμμολωρίδων που φράσσουν την έξοδο προς το Ιόνιο, δημιούργησαν τις υπάρχουσες λιμνοθάλασσες Κοτυχίου, Πρόκοπου, Πάπα όπως και το έλος της Λάμιας.

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 35 2.2 Λιμνοθάλασσα Κοτύχι Η λιμνοθάλασσα Κοτύχι (Κωδικός NATURA GR2330006) βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο της προστατευόμενης περιοχής του νομού Ηλείας σε απόσταση 8Km βόρεια του δήμου Λεχαινών. Είναι ιδιοκτησία του δημοσίου και ανήκει διοικητικά στο νομό Ηλείας. Είναι η μεγαλύτερη λιμνοθάλασσα της Πελοποννήσου, παρά τις έντονες εποχικές διακυμάνσεις που παρατηρούνται όσον αφορά την έκταση της. Έχει σχήμα κλειστού C και στο νότιο τμήμα της υπάρχει μια μικρή νησίδα, η οποία χρησιμοποιείται από πολλά είδη πουλιών ως χώρος φωλεοποίησης και αναπαραγωγής. Έχει μήκος 4,2km σε άξονα ΒΑ-ΝΔ και πλάτος 1,6km σε άξονα ΒΔ-ΝΑ, ενώ η έκταση που καλύπτει κυμαίνεται από 500ha το καλοκαίρι μέχρι και 710ha τον χειμώνα, όταν η λιμνοθάλασσα εμπλουτίζεται με γλυκό νερό από την λεκάνη απορροής (σύμφωνα με αεροφωτογραφία της ΓΥΣ, το 1986 η συνολική έκταση ήταν 736 ha). Όμως μεγάλο μέρος της έκτασης αυτής (περίπου 200 ha) και περιμετρικά της λιμνοθάλασσας, καλύπτεται περιοδικά με καλαμιώνες. Αυτό αποτελεί και ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του υγρότοπου, αφού οι συνεχείς αποθέσεις φερτών υλών, έχουν ως αποτέλεσμα την μείωση του βάθους και την επέκταση των καλαμώνων προς τα ενδότερα της λίμνης (Ασημακόπουλος 1996). Το μέσο βάθος της λιμνοθάλασσας δεν ξεπερνά τα 50cm αν και παρουσιάζονται έντονες εποχικές διακυμάνσεις, που σε κάποια σημεία μπορεί προσωρινά να οδηγήσουν σε αύξηση της στάθμης μέχρι και το 1m (Πρόγραμμα LIFE 2006). Λόγω της σημαντικής αύξησης της στάθμης σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων, έχει κατασκευαστεί ένας υπερχειλιστής στο δυτικό άκρο της λιμνοθάλασσας ο οποίος διευκολύνει την διαφυγή του νερού προς την θάλασσα, σε ακραίες περιπτώσεις. Μια αμμολωρίδα μήκους 4,5 km, πλάτους 30-100 m και ύψους έως και 3 m χωρίζει την υδάτινη μάζα της λιμνοθάλασσας από το Ιόνιο πέλαγος. Η άμεση επικοινωνία με την θάλασσα επιτελείται μέσω ενός στομίου (μπούκας)