Εισαγωγικές παρατηρήσεις Γενική οικονοµική ελευθερία Συνταγµατική κατοχύρωση Περιεχόµενο. 11

Σχετικά έγγραφα
ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ (ΘΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ)

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Τα Συνταγµατικά δικαιώµατα στις Συναλλακτικές σχέσεις

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

Η συνταγµατική οριοθέτηση της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας ( άρθρο 106 παράγραφος 2 ).

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Θέµα εργασίας: «Θεσµική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων».υπόθεση Κλόντια Σίφερ.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Εργασία στα Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα. Θέµα : Οριοθέτηση και Περιορισµοί στην Ιδιωτική Οικονοµική Πρωτοβουλία

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Ι ΙΩΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

<< Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ι Κ Α

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Περιγραφή του ισχύοντος συστήµατος οριοθέτησης αρµοδιοτήτων µεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών µελών

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Σχέδιο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. /.. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της [ ]

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Ν.1850 / Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονοµίας

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

Εμβάθυνση στο συνταγματικό δίκαιο

ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

(Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση) ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. της 14ης Μαιον 1991

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V. Άρθρο 44. Γενικές αρχές για διαβιβάσεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

1. Συνταγµατική κατοχύρωση της οικονοµικής ελευθερίας

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΣΕΛ Νοµολογία 18. Βιβλιογραφία

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

21η ιδακτική Ενότητα ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική


Απόφαση ικαστηρίου 10 Σεπτεµβρίου 2002 Θεσσαλονίκη. Κατά πλειοψηφία αποφαίνεται το δικαστήριο ότι πρόκειται για παράβαση των άρθρων 1

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/550-1/ Γ Ν Ω Μ Ο Ο Τ Η Σ Η ΑΡ. 1 /2018

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

6. Την πολυπλοκότητα της ταυτόχρονης προστασίας αντικρουόµενων θεµελιωδών ανθρώπινων δικαιωµάτων όπως η προστασία των ανηλίκων, η προστασία των προσωπ

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή: Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα: Νοµικής Τοµέας: ηµοσίου ικαίου Μάθηµα: Εφαρµογές ηµοσίου ικαίου Υπεύθυνοι καθηγητές: Ανδρέας ηµητρόπουλος, Σπυρίδων Βλαχόπουλος Ι ΙΩΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ Επιµέλεια εργασίας: Γεώργιος Λιανός Εξάµηνο σπουδών: Επί πτυχίω Αριθµός µητρώου: 1340200300250 Αθήνα, Μάιος 2008

Επισκόπηση περιεχοµένου Εισαγωγικές παρατηρήσεις. 3 1. Γενική οικονοµική ελευθερία.. 4 1.1. Συνταγµατική κατοχύρωση.. 4 1.2. Περιεχόµενο.. 5 1.3. Μορφές εκδήλωσης της οικονοµικής ελευθερίας 5 1.3.1. Ελευθερία των συµβάσεων 5 1.3.2. Ελευθερία των κερδοσκοπικών ενώσεων.. 7 1.3.3. Ελευθερία ανταγωνισµού.. 8 1.3.4. Ελευθερία διαφηµίσεως.. 9 2. Η ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία. 11 2.1. Συνταγµατική κατοχύρωση. 11 2.2. Περιεχόµενο. 11 2.3. Φορείς πεδίο ισχύος. 13 2.3.1. Φυσικά πρόσωπα.. 13 2.3.2. Νοµικά πρόσωπα.. 14 3. Οριοθετήσεις και περιορισµοί της οικονοµικής ελευθερίας. 17 3.1. Οριοθέτησης της γενικής οικονοµικής ελευθερίας.. 17 3.1.1. ικαιώµατα των άλλων 17 3.1.2. Σύνταγµα.. 19 3.1.3. Χρηστά ήθη.. 20 1

3.2. Οριοθετήσεις και περιορισµοί της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας.. 20 3.2.1. Ελευθερία. 22 3.2.2. Ανθρώπινη αξιοπρέπεια 22 3.2.3. Εθνική οικονοµία. 23 3.2.4. Οικονοµικός προγραµµατισµός 24 3.2.5. Αναγκαστική εξαγορά επιχειρήσεων.. 27 4. Το ζήτηµα του «οικονοµικού συντάγµατος». 30 Επίλογος Συµπεράσµατα. 35 Περίληψη Λήµµατα. 36 Summary Keywords. 37 Βιβλιογραφία.. 38 Παράρτηµα νοµολογίας.. 40 2

Εισαγωγικές παρατηρήσεις Ο διάλογος περί ιδιωτικοποίησης και ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας, δηλαδή η µεταφορά της ανάπτυξης όλο και περισσότερων επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων στα χέρια των ιδιωτών, αποτελεί ένα ζήτηµα που απασχολεί µεγάλη µερίδα της θεωρίας και της νοµολογίας αλλά παράλληλα εµφανίζει και έντονο πρακτικό ενδιαφέρον. Η τάση αυτή µπορεί να αποδοθεί στην ανάγκη και πιο ορθολογική κατανοµή των οικονοµικών πόρων σε ένα κράτος, αποφυγή των ρυθµιστικών παρεµβάσεων του κράτους που ορισµένες φορές δεν µπορούν να αµφισβητηθούν αλλά και παράλληλα εντατικοποίηση του συντονισµού µεταξύ των φορέων των παρεχόµενων υπηρεσιών µε όσα θετικά επακόλουθα µπορεί αυτή να επιφέρει. Επιχειρώντας µια µεθοδολογική προσηµείωση, επισηµαίνουµε ότι στην παρούσα εργασία ασχοληθήκαµε κυρίως µε τα επί µέρους ζητήµατα που προκύπτουν σχετικά µε την ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία, όπως τη συνταγµατική της βάση, το περιεχόµενο της και τους φορείς της. Ερευνάται επίσης αρχικά και η γενικότερη οικονοµική ελευθερία, από την οποία επηρεάζεται σε µεγάλο βαθµό και η ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία, και παρουσιάζονται συνοπτικά οι πιο ιδιαίτερες περιπτώσεις εφαρµογής της. Ακολουθεί µια ενδελεχής παρουσίαση των περιορισµών της γενικής οικονοµικής ελευθερίας και της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας και τέλος η ανάλυση των ερωτηµάτων που αναφύονται εν όψει του ζητήµατος του «οικονοµικού Συντάγµατος». Πιο συγκεκριµένα, η εργασία κινείται στο εξής πλαίσιο: Γενική οικονοµική ελευθερία Ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία Οριοθετήσεις και περιορισµοί και των δύο 3

«Οικονοµικό Σύνταγµα» 1. Γενική οικονοµική ελευθερία 1.1. Συνταγµατική βάση Πέρα από την κατοχύρωση των ειδικότερων πλευρών της οικονοµικής ελευθερίας, το ισχύον Σύνταγµα περιέχει για πρώτη φορά στο άρθρο 5 1 ρητή κατοχύρωση της γενικής οικονοµικής ελευθερίας, στην έννοια της οποίας υπάγεται οποιαδήποτε, ρητώς ή µη προστατευόµενη ή ρυθµιζόµενη οικονοµική δραστηριότητα. Συγκεκριµένα, σύµφωνα µε το εν λόγω άρθρο, «καθένας έχει δικαίωµα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συµµετέχει στην [ ] οικονοµική [ ] ζωή της Χώρας, εφ όσον δεν προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγµα ή τα χρηστά ήθη» 1. Υπό το καθεστώς των παλαιότερων συνταγµάτων (1864, 1911, 1952), η οικονοµική ελευθερία θεµελιωνόταν από τη θεωρία και τη νοµολογία στη διάταξη του άρθρου 4 Σ, κατά την οποία «η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστος». Η διάταξη αυτή επαναλαµβάνεται και στο άρθρο 5 3 του ισχύοντος συντάγµατος. Ωστόσο, η πρώτη παράγραφος του ίδιου άρθρου περιέχει πλέον ειδική αναφορά στην οικονοµική δραστηριότητα, γεγονός που επιβάλλει τη θεµελίωση της γενικής οικονοµικής ελευθερίας στις µέρες µας στην διάταξη αυτή και όχι στη γενικότερη διάταξη περί προσωπικής ελευθερίας. Αντίστοιχη θέση εξ άλλου έχει ακολουθήσει και η νοµολογία 2. 1 Αξίζει να σηµειωθεί ότι η διάταξη αυτή ανήκει στην κατηγορία των µη αναθεωρήσιµων (άρθρο 110 1 Σ.). 2 Το Σύµβούλιο της Επικρατείας αναφέρεται στο άρθρο 1 (π.χ. ΣτΕ 1149/88, ΤοΣ 1988, 325, 327, καθώς και ΤοΣ 1989, 465, 467. ΣτΕ 771/88, ΤοΣ 1988, 462, 463. ΣτΕ 2614/89 Ολ., ΤοΣ 1989, 468, 470) ή γενικά στο άρθρο 5 (π.χ. ΣτΕ 1149/88, ΤοΣ 1988, 325, 326, καθώς και ΤοΣ 1989, 465, 467. ΣτΕ 3905/88, ΤοΣ 1989, 151, 153) 4

1.2. Περιεχόµενο Το άρθρο 5 1 Σ. κατοχυρώνει, µεταξύ άλλων, τη γενική οικονοµική ελευθερία, ενώ άλλες συνταγµατικές διατάξεις εγγυώνται ειδικές πλευρές της οικονοµικής ελευθερίας, όπως την ελευθερία χρήσεως και διαθέσεως της ιδιοκτησίας (άρθρο 17) ή την ελευθερία της εργασίας (άρθρο 22). Εποµένως, η διάταξη του άρθρου 5 1 Σ. εφαρµόζεται µόνο επικουρικά: για να κατοχυρώνει δηλαδή πλευρές της οικονοµικής ελευθερίας που δεν προστατεύονται από άλλες ειδικές διατάξεις του Συντάγµατος. Πρόκειται κυρίως για την ιδιωτική αυτονοµία και µάλιστα την ελευθερία των συµβάσεων και των κερδοσκοπικών ενώσεων (εκτός των συνεταιρισµών), καθώς και την ελευθερία του ανταγωνισµού. Η ελευθερία διαφηµίσεως 3 είναι ουσιώδης για τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς και αποτελεί εποµένως από την άποψη αυτή συστατικό στοιχείο της οικονοµικής ελευθερίας. Στο µέτρο όµως που η διαφήµιση (συµπεριλαµβανοµένης της εµπορικής διαφηµίσεως) περιέχει γνώµη ή πληροφορία και επιδιώκει να επηρεάσει τη γνώµη του καταναλωτή, υπάγεται στην ελευθερία της γνώµης και της πληροφορίας 4. 1.3. Μορφές εκδήλωσης της οικονοµικής ελευθερίας 1.3.1. Ελευθερία των συµβάσεων 3 Π.. αγτόγλου, Η διαφήµιση και το Σύνταγµα, Ελλ νη 1993, 1612 επ. 4 Για την ελευθερία της διαφηµίσεως βλ. εκτενέστερα παρακάτω στην ενότητα 1.3.4, σελίδα 9 5

Από την οικονοµική ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 1 Σ. απορρέει η ελευθερία των συµβάσεων, η οποία εξατοµικεύεται σε επί µέρους ελευθερίες. Η άποψη αυτή υιοθετείται σήµερα τόσο από τη θεωρία 5 όσο και από τη νοµολογία 6. Ο άνθρωπος τότε µόνο είναι πραγµατικά ελεύθερος έναντι των συνανθρώπων του, όταν δεν µπορεί να δεσµευτεί χωρίς τη συγκατάθεσή του. Η εν λόγω συγκατάθεση δίδεται κυρίως στο πλαίσιο συµβάσεων 7, αν και τίποτα δεν αποκλείει την εφαρµογή της και εν όψει µονοµερούς δικαιοπραξίας. Με άλλα λόγια, η ελευθερία του ανθρώπου συνεπάγεται αλλά και ταυτόχρονα προϋποθέτει τη δικαιοπρακτική ελευθερία και δη την ελευθερία των συµβάσεων. Αλλά και πέρα από τον άνθρωπο, µια κοινωνία, τότε µόνο λειτουργεί σωστά και απρόσκοπτα, όταν οι επί µέρους κοινωνοί συνεργάζονται και αλληλοπεριορίζονται. Αυτό σηµαίνει ότι οι συµφωνίες που συνάπτουν είναι δεσµευτικές για αυτούς και πρέπει να τηρούνται (pacta sunt servanda). Όµως, η αρχή αυτή δεν πρέπει να λειτουργεί µονόπλευρα, καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε ενδεχοµένως σε καταδυνάστευση των ασθενέστερων από τους ισχυρότερους. Αντιστάθµισµά λοιπόν της δεσµευτικότητας αποτελεί η ελευθερία των συµβάσεων. Η ελευθερία των συµβάσεων είναι το σπουδαιότερο τµήµα της ιδιωτικής αυτονοµίας, της νοµικής δηλαδή αυτοδιαθέσεως του ιδιώτη. Αναλύεται σε τρεις επί µέρους ελευθερίες: Την ελευθερία συνάψεως και καταγγελίας της συµβάσεως, δηλαδή αν κατ αρχήν θα συναφθεί ή θα καταγγελθεί µια σύµβαση 5 Βλ. Π. Α. Παπανικολάου, Κατάχρηση της συµβατικής ελευθερίας. 1986, σελ. 7 6 Βλ. π.χ. ΑΠ 2/98 Ολ., ΤοΣ 1999, 120 7 Ως «σύµβαση» νοείται κατ αρχήν τόσο η ιδιωτική όσο και η διοικητική, αν και η εξουσία της διοικήσεως να συνάπτει διοικητικές συµβάσεις δεν σχετίζεται µε την ελευθερία των συµβάσεων. Οι ειδικές συµβάσεις υπόκεινται σε ιδιαίτερους περιορισµούς, ιδιαίτερα όσον αφορά στη µονοµερή τους λύση από τη διοίκηση. 6

Την ελευθερία επιλογής του αντισυµβαλλοµένου, δηλαδή του προσώπου µε το οποίο θα συναφθεί η σύµβαση Την ελευθερία διαµορφώσεως της συµβάσεως, δηλαδή καθορισµού του τιµήµατος, τρόπου, χρόνου και τόπου παροχής, καταγγελίας κλπ. Μέσα στα όρια που προβλέπει το άρθρο 5 1 Σ. κάθε πολίτης δικαιούται να αρνηθεί να συνάψει µια σύµβαση, γενικά ή µε ορισµένο αντισυµβαλλόµενο ή µε συγκεκριµένο περιεχόµενο 8. Η ιδιωτική βούληση δεν µπορεί πάντως να αποκλείσει την εφαρµογή των κανόνων της δηµόσιας τάξεως (άρθρο 3 ΑΚ). Παρεκκλίσεις από την ελευθερία συµβάσεων παρουσιάζονται κυρίως στις περιπτώσεις των φυσικών ή νοµικών µονοπωλίων και στο εργατικό και κοινωνικό ασφαλιστικό δίκαιο. Τα ζητήµατα της συνταγµατικότητας των παρεκκλίσεων αυτών και της δυνατότητας µονοµερούς τροποποιήσεώς τους από το νοµοθέτη αναλύονται εκτενέστερα παρακάτω. 1.3.2. Ελευθερία των κερδοσκοπικών ενώσεων Η οικονοµική ελευθερία προστατεύει και την ελευθερία συστάσεως, οργανώσεως και λειτουργίας κερδοσκοπικών ενώσεων (προ πάντων εµπορικών εταιριών). Οι ενώσεις αυτές (µε εξαίρεση τους συνεταιρισµούς) εξαιρούνται ρητώς από την προστασία του άρθρου 12 Σ 9. 8 Με βάση την ανάλυση αυτή, στη γενικότερη ελευθερία των συµβάσεων µπορεί να θεωρηθεί ότι υπάγονται και άλλες θεµελιώδεις ελευθερίες, όπως η ελευθερία εργασίας (ελευθερία σύναψης ή µη της σύµβασης εργασίας, επιλογή του εργοδότη, καθορισµού του περιεχοµένου της σύµβασης κ.λπ.) 9 Το άρθρο 12 Σ., σε αντίθεση µε τις διεθνείς διακηρύξεις των δικαιωµάτων του ανθρώπου και τα ξένα συντάγµατα, προστατεύει µόνο το δικαίωµα των Ελλήνων να «συνιστούν ενώσεις και µη κερδοσκοπικά σωµατεία». Η 5 του ίδιου άρθρου προστατεύει όµως τους αστικούς και αγροτικούς συνεταιρισµούς, που είναι κερδοσκοπικές ενώσεις. 7

Εποµένως, κατοχυρώνονται στο άρθρο 5 1 που εφαρµόζεται επικουρικώς. Στην ελευθερία αυτή δεν αντίκεινται πάντως διατάξεις που απαιτούν ή αποκλείουν ορισµένες εταιρικές µορφές για ορισµένες οικονοµικές δραστηριότητες ή εξαρτούν τη σύσταση της εταιρίας από ορισµένες προϋποθέσεις και από διοικητική άδεια ή θέτουν τη λειτουργία της εταιρίας υπό διοικητική εποπτεία, εάν και στο βαθµό που τα µέτρα αυτά είναι πρόσφορα και αναγκαία για την προστασία του δηµόσιου συµφέροντος και τελούν σε εύλογη σχέση µε αυτό (αρχή της αναλογικότητας). εν συµβιβάζονται, όµως, κατ αρχήν µε την ελευθερία της κερδοσκοπικής ενώσεως η διοικητική ή νοµοθετική έστω επέµβαση του κράτους µε την οποία τροποποιείται αναγκαστικώς το καταστατικό ή αντικαθίσταται η διοίκηση ή απαγορεύεται η επωνυµία της εταιρίας. Παρεκκλίσεις είναι δυνατές µόνο στα πλαίσια στου Συντάγµατος (άρθρα 5 1, 17 1, 106 2 και 3-5). Τα δικαστήρια 10 ωστόσο, όπως και µέρος της επιστήµης, θεωρούν συνήθως σύµφωνη µε το Σύνταγµα κάθε σχεδόν επέµβαση του νοµοθέτη στην αυτονοµία της εµπορικής εταιρίας, συχνά βάσει µιας αδιαφοροποίητης επικλήσεως ενός αόριστου δηµόσιου συµφέροντος. Σε ορισµένες περιπτώσεις, µέρος της θεωρίας καταλήγει στην αντισυνταγµατικότητα των µέτρων ή διαφοροποιείται βάσει µιας αυστηρής αντιλήψεως του δηµόσιου συµφέροντος και της αρχής της αναλογικότητας. 1.3.3. Ελευθερία ανταγωνισµού Ο ελεύθερος ανταγωνισµός αποτελεί σηµαντικό κίνητρο για τη βελτίωση των προσφερόµενων αγαθών και υπηρεσιών, την ευνοϊκή διαµόρφωση των όρων παροχής για τον 10 Βλ. χαρακτηριστικά ΠολΠρΑ 15050/77, ΤοΣ 1978, 510. ΕΑ 10657/80, ΝοΒ 1981, 1284. ΑΠ 526/88, ΝοΒ 1980, 1014. ΣτΕ Ολ. 1095/87, ΤοΣ 1987, 313. ΣτΕ 1149/88, ΤοΣ 1988, 325. 8

καταναλωτή ή άλλον οικονοµικά ή οργανωτικά ασθενή συµβαλλόµενο, και την περαιτέρω ανάπτυξη της εθνικής οικονοµίας. Για τους λόγους αυτούς, ο ελεύθερος ανταγωνισµός κατοχυρώνεται στο Σύνταγµα τόσο ως υποκειµενικό ατοµικό δικαίωµα όσο και ως αντικειµενική θεσµική εγγύηση. Πιο συγκεκριµένα, η ελευθερία που έχει ο «καθένας» να συµµετέχει στην οικονοµική ζωή της χώρας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 1 Σ. και η απαγόρευση της προσβολής των «δικαιωµάτων των άλλων» προϋποθέτουν λογικά και απαιτούν την ελευθερία ανταγωνισµού ως ατοµικό δικαίωµα 11. Στην πλευρά του ανταγωνισµού ως θεσµικής εγγύησης υπάγονται η ελευθερία προσβάσεως στην αγορά, η ελευθερία ανταγωνισµού εντός της αγοράς καθώς και η απαγόρευση του αθέµιτου ανταγωνισµού. εδοµένης της διπλής αυτής κατοχύρωσης του ελεύθερου ανταγωνισµού, δεν πρέπει να υπάρχει καµία αµφιβολία όσον αφορά στη συνταγµατικότητα της σχετικής νοµοθεσίας 12. 1.3.4. Ελευθερία διαφηµίσεως Στο πλαίσιο της οικονοµίας της αγοράς η ελευθερία διαφηµίσεως, η κατοχύρωση και οι περιορισµοί της αποτελούν θεµελιώδη ζητήµατα. Το Σύνταγµα θέτει, µάλιστα, εν προκειµένω το όριο ανάµεσα στην ιδιωτική πρωτοβουλία και την κρατική ρύθµιση. Στην έννοια της διαφηµίσεως υπάγεται κάθε µήνυµα που επιδιώκει να επηρεάσει τον αποδέκτη του υπέρ ή κατά ενός συγκεκριµένου αντικειµένου. Η διαφήµιση διακρίνεται περαιτέρω σε εµπορική, όταν αποσκοπεί στο να επηρεάσει τον αποδέκτη της να αγοράσει το 11 Π.. αγτόγλου, Συνταγµατικό ίκαιο: Ατοµικά δικαιώµατα, β, σελ. 1156. Αντίθετα, ο Α. Μάνεσης, Ατοµικές ελευθερίες, σελ. 153 στηρίζει την ελευθερία του ανταγωνισµού στο άρθρο 5 3 Σ. 12 Βλ. χαρακτηριστικά το ν. 146/1914 «περί αθέµιτου ανταγωνισµού» και το ν. 703/1977 «περί ελέγχου µονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισµού». 9

διαφηµιζόµενο αγαθό ή υπηρεσία, και σε µη εµπορική, στην οποία εντάσσονται οι πολιτικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές, φιλανθρωπικές, κοινωνικές κ.ά. Η κρατούσα γνώµη στη Γερµανία και υποστηριζόµενη στη χώρα µας από την πλειοψηφία της θεωρίας είναι ότι η εµπορική διαφήµιση, ως οικονοµική δραστηριότητα, πρέπει να υπάγεται κατ αρχήν στη συνταγµατική κατοχύρωση της οικονοµικής ελευθερίας (άρθρο 5 1 Σ.). Όπου, όµως, παρά την εµπορική εµφάνιση, υπερέχει στη συγκεκριµένη περίπτωση η έκφραση και διάδοση της γνώµης και πληροφορίας, πρέπει να προκριθεί η εφαρµογή του άρθρου 14 1 Σ. Σε περίπτωση αµφιβολίας, τεκµαίρεται έκφραση γνώµης και πληροφορίας, γιατί η σχετική ελευθερία απολαύει ευρύτερης συνταγµατικής προστασίας από την οικονοµική ελευθερία. Η εφαρµογή εν προκειµένω του άρθρου 5 1 Σ. δεν σηµαίνει πάντως ότι οι περιορισµοί της ελευθερίας αυτής πρέπει να είναι ενιαίοι. Κατ αρχήν, η οποιουδήποτε περιεχοµένου και σκοπού διαφήµιση είναι ελεύθερη κατ άρθρο 14 Σ. Αυτό όµως δεν σηµαίνει ότι επιτρέπεται η διαφήµιση γενικά απαγορευµένων προϊόντων (π.χ. ναρκωτικών) ή υπηρεσιών (π.χ. µαστροπείας ή τοκογλυφίας). Επίσης, περιορισµοί µπορούν να γίνουν δεκτοί σε επί µέρους ζητήµατα, όπως στη διαφήµιση συγκεκριµένων µόνο ειδών, όπως π.χ. µέσων τεχνητής διακοπής της εγκυµοσύνης ή οινοπνευµατωδών ποτών, αλλά και πάλι µόνο στο πλαίσιο που ένας τέτοιος περιορισµός δεν έρχεται σε αντίθεση µε την αρχή της αναλογικότητας. 10

2. Η ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία 2.1. Συνταγµατική κατοχύρωση Από την κατοχύρωση της οικονοµικής ελευθερίας στο άρθρο 5 1 Σ. προκύπτει αβίαστα και η συνταγµατική εγγύηση της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας, που περιέχει την προστασία της επιχειρηµατικής ελευθερίας (ή ελευθερίας επιχειρηµατικής δραστηριότητας). Ο συντακτικός νοµοθέτης την αναφέρει όµως και ρητά στο άρθρο 106 2 Σ., αν και ουσιαστικά στη διάταξη αυτή θέτει τα όριά της. Ήδη όµως η οριοθέτηση αυτή προϋποθέτει λογικά την κατ αρχήν αναγνώριση της ελευθερίας της οικονοµικής πρωτοβουλίας. 2.2. Περιεχόµενο Η διάταξη του άρθρου 106 2 Σ. επιδιώκει τον διπλό σκοπό να θέσει όρια τόσο στον κρατικό παρεµβατισµό (τον οποίο επιτρέπει για την προστασία του γενικού συµφέροντος το ίδιο άρθρο), όσο και στην ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία. Έτσι ο κρατικός παρεµβατισµός δεν επιτρέπεται να συνίσταται σε µέτρα που καταπνίγουν την ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία και επιβάλλουν στη χώρα καθεστώς διευθυνόµενης οικονοµίας. Από την άλλη 11

πλευρά, «η ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται εις βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και προς βλάβη της εθνικής οικονοµίας». Το Σύνταγµα όµως αρκείται σ αυτόν τον αρνητικό (αποθετικό) περιορισµό (υποχρέωση αποχής) 13 και δεν επιβάλλει θετικές υποχρεώσεις στην ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία, ανάλογα µε τη διάταξη του άρθρου 17 1 Σ. που κατοχυρώνει την ιδιωτική ιδιοκτησία. Από τα ανωτέρω προκύπτει και η διαφορά ανάµεσα στις διατάξεις των άρθρων 5 1 και 106 2 Σ. Συγκεκριµένα, ενώ το άρθρο 5 1 κατοχυρώνει, µεταξύ άλλων, το ατοµικό δικαίωµα της οικονοµικής ελευθερίας, το άρθρο 106 2 περιέχει θεσµική εγγύηση της ελεύθερης ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας 14 και τα δύο εντός ορίων 15. Η θεσµική εγγύηση της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας περιλαµβάνει και τη θεσµική εγγύηση του ελεύθερου ανταγωνισµού, τον οποίο πρέπει να προστατεύει το κράτος. Από αυτήν την άποψη µόνο προκύπτει υποχρέωση του κράτους να προστατεύει την ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία. Η ελευθερία της ιδιωτική οικονοµικής πρωτοβουλίας δεν αναφέρεται µόνο στην παραγωγή και προσφορά, αλλά και στην κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών, χωρίς την οποία η πρώτη είναι χωρίς αντικείµενο. Η ελευθερία των συµβάσεων και η ελευθερία του ανταγωνισµού αποσκοπούν και στην ελευθερία των καταναλωτών. Από τη διασπορά των καταναλωτών και τη δυσχέρεια οργανώσεώς τους προκύπτει η πιο ασθενέστερη θέση τους έναντι των παραγωγών και η ανάγκη (που µπορεί να στηρίζεται και σε επιχειρήµατα 13 Βλ. παρακάτω στην ανάπτυξη των περιορισµών της οικονοµικής ελευθερίας, ενότητα 3.1, σελίδα 17 14 Έτσι και ο Αντ. Μανιτάκης, Το υποκείµενο των συνταγµατικών δικαιωµάτων, 1981, σελ. 229 15 Πρβλ. την παράλληλη κατοχύρωση του ατοµικού δικαιώµατος της έκφρασης µέσω του τύπου (άρθρο 15 1 Σ.) και της θεσµικής εγγυήσεως της ελευθερίας του τύπου (άρθρο 15 2 εδ. 1 Σ.) 12

κοινωνικής πολιτικής) προστασίας των καταναλωτών 16. Η προστασία αυτή αποτελεί συγχρόνως περιορισµό της οικονοµικής ελευθερίας που είναι θεµιτός στα πλαίσια του άρθρου 5 1 Σ. 17. 2.3. Φορείς πεδίο ισχύος 2.3.1. Φυσικά πρόσωπα Φορείς της οικονοµικής ελευθερίας εν γένει είναι τόσο τα φυσικά όσο και τα νοµικά πρόσωπα. Η οικονοµική ελευθερία κατοχυρώνεται, τόσο από τη γενική διάταξη του άρθρου 5 1, όσο και από ειδικότερες διατάξεις (άρθρα 17, 22 Σ.), χωρίς διάκριση µεταξύ ηµεδαπών και αλλοδαπών. Μέσα στα όρια όµως που προβλέπει εκάστοτε το Σύνταγµα, ο νόµος µπορεί να προβλέψει (και συνήθως προβλέπει) ειδικούς περιορισµούς για τους αλλοδαπούς, δεδοµένου ότι η ιθαγένεια δεν ανήκει στα κριτήρια διαφοροποιήσεως που απαγορεύει απολύτως το Σύνταγµα (φυλή, γλώσσα, θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις) 18. Ειδικώς για τους υπηκόους των άλλων κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κοινοτικούς αλλοδαπούς) το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο, το οποίο έχει υπερνοµοθετική (όχι όµως και 16 Π. Α. Γέµτος, Οικονοµική ελευθερία και προστασία του καταναλωτή σε µια σύγχρονη δηµοκρατική κοινωνία, ΤοΣ 1990, 19 17 Η επίκληση άλλων αρχών και κανόνων, όπως π.χ. της δηµοκρατικής αρχής, δεν είναι ερµηνευτικώς αναγκαία ούτε θεµιτή. 18 Άρθρο 5 2 εδ. 1 Σ. 13

υπερ-συνταγµατική) ισχύ απαγορεύει διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, δεδοµένου ότι είναι όλοι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Στις µεταξύ τους σχέσεις οι ιδιώτες δεν µπορούν κατ αρχήν να επικαλεστούν την οικονοµική ελευθερία και ιδίως την ελευθερία των συµβάσεων. Ο ιδιώτης είναι κατ αρχήν ελεύθερος να συνάπτει και σύµβαση µειονεκτική για αυτόν και δεν µπορεί εκ των υστέρων, ύστερα δηλαδή από την έγκυρη σύναψη συµβάσεως, να επικαλεστεί την ελευθερία των συµβάσεων για να απαλλαγεί από τις συµβατικές του δεσµεύσεις. Η αρχή pacta sunt servanda δικαιολογεί και δεν αναιρεί την ελευθερία των συµβάσεων. Αντιθέτως, η άµεση τριτενέργεια της ελευθερίας των συµβάσεων θα στερούσε την ελευθερία αυτή του αντικειµένου της. Κατ αρχήν λοιπόν η συνταγµατική κατοχύρωση της οικονοµικής ελευθερίας αναπτύσσει µόνο έµµεσα τριτενέργεια και αυτή είναι η έννοια της νέας διατάξεως του άρθρου 25 1 εδ. 3 που προσέθεσε η αναθεώρηση του 2001 19. Κατ εξαίρεση, άµεση τριτενέργεια συντρέχει µόνο στις περιπτώσεις όπου η παροχή βιοτικών αγαθών ή υπηρεσιών εξαρτάται από µονοπωλιακή ή δεσπόζουσα επιχείρηση, και βασίζεται: στο άρθρο 25 3 Σ. (κατάχρηση δικαιώµατος) που καθιστά κατ αρχήν συνταγµατικές τις νοµοθετικές διατάξεις που απαγορεύουν και τιµωρούν την άρνηση ή επιτάσσουν τη σύναψη συµβάσεων και παροχή βιοτικών αγαθών και υπηρεσιών στο άρθρο 106 2 Σ. (θεσµική εγγύηση και περιορισµοί της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας) που θεµελιώνει απευθείας σε τέτοιες περιπτώσεις την αξίωση συνάψεως συµβάσεως. 2.3.2. Νοµικά πρόσωπα 19 «Τα δικαιώµατα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν». 14

Το άρθρο 5 1 Σ. κατοχυρώνει µεν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και εννοεί µε τον όρο αυτό αναµφισβήτητα την ανθρώπινη προσωπικότητα και όχι το νοµικό πλάσµα της «νοµικής προσωπικότητας». Τα νοµικά πρόσωπα είναι όµως µέσα και όργανα ανθρώπινης δραστηριότητας και αναπτύξεως της ανθρώπινης προσωπικότητας. Εξ άλλου, πέρα από την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, στο άρθρο 5 1 του ελληνικού Συντάγµατος κατοχυρώνεται ρητώς και η ελεύθερη συµµετοχή στην οικονοµική ζωή της χώρας, η οποία γίνεται στην πράξη σχεδόν αποκλειστικά µέσω των νοµικών προσώπων. Θα ήταν άτοπο λοιπόν να αποκλειστούν τα νοµικά πρόσωπα από την συνταγµατική κατοχύρωση της οικονοµικής ελευθερίας ή, αντίστροφα, να συναγάγεται από έναν τέτοιο αποκλεισµό, ότι η οικονοµική ελευθερία δεν θεµελιώνεται στην πρώτη, αλλά στην τρίτη παράγραφο του εν λόγω άρθρου 20. Αξίζει µάλιστα να σηµειωθεί ότι σε µια µετοχική εταιρία, φορέας της οικονοµικής ελευθερίας δεν είναι µονάχα η ίδια η εταιρία µε τη νοµική προσωπικότητα, αλλά και οι µέτοχοί της. Η αντίθετη άποψη 21 δεν είναι µόνο λογικά άτοπη και ξένη προς την επιχειρηµατική πραγµατικότητα, αλλά και επικίνδυνη για τη µειονότητα των µετόχων, καθώς κάτι τέτοιο θα µπορούσε να οδηγήσει σε επικίνδυνες καταχρήσεις εκ µέρους αυτών που βρίζονταν στα ηνία της εταιρίας. Πάντως, φορείς της οικονοµικής ελευθερίας µπορούν να είναι µόνο τα νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, όπως προ πάντων οι εµπορικές εταιρίες. Αντιθέτως, τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, ως προέκταση του κράτους, δεν είναι κατ αρχήν υποκείµενα 20 Έτσι, π.χ. ο Αρ. Μάνεσης, Ατοµικές ελευθερίες, σελ. 152 21 Αρ. Μάνεσης / Α. Μανιτάκης, Κρατικός παρεµβατισµός και Σύνταγµα, σελίδα 31, «Οι µέτοχοι ανώνυµης εταιρίας δεν είναι φορείς του δικαιώµατος της ελεύθερης επιχειρηµατικής δραστηριότητας παρά µόνο κατ αντανάκλαση, και δεν θίγονται από περιοριστικά της οικονοµικής ελευθερίας µέτρα παρά µόνον επειδή περιορίζεται η οικονοµική πρωτοβουλία του νοµικού προσώπου». 15

ατοµικών δικαιωµάτων, έστω και στο µέτρο που ασκούν οικονοµική (συναλλακτική δραστηριότητα) 22. Αυτό ισχύει κατ αρχήν και για τους δηµόσιους οργανισµούς που ασκούν οικονοµική δραστηριότητα µε µορφή νοµικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (κατά κανόνα: ανώνυµης εταιρίας), δηλαδή τις δηµόσιες επιχειρήσεις που αποτελούν µονοπώλια ή κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην παροχή ζωτικών αγαθών ή υπηρεσιών (ύδρευση, αποχέτευση, ηλεκτρισµός, τηλεπικοινωνίες, συγκοινωνίες κ.λπ.). Οι επιχειρήσεις αυτές δεν είναι φορείς της συνταγµατικά κατοχυρωµένης οικονοµικής ελευθερίας και δεν µπορούν να την αντιτάξουν στο κράτος. εδοµένου µάλιστα ότι το δηµόσιο αποτελεί συνήθως το µοναδικό µέτοχο των δηµόσιων επιχειρήσεων, αυτές αποτελούν πολύ περισσότερο «βραχίονα του κράτους» από ό,τι µερικά νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου. Η οικονοµική ελευθερία δεν προστατεύει τις δηµόσιες επιχειρήσεις έναντι του κράτους, αλλά αντιθέτως προστατεύει τους ιδιώτες έναντι των δηµόσιων επιχειρήσεων, που είναι σχεδόν οι µόνοι φορείς µονοπωλίων της χώρας. Στις περιπτώσεις αντιθέτως, που δηµόσιες επιχειρήσεις δεν είναι µονοπώλια ούτε κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά, αλλά απλώς µετέχουν, υπό ίσους βασικά όρους όπως και οι ανταγωνιστές τους, στην οικονοµική ζωή της χώρας (π.χ. µια δηµοτική ζυθοποιία), είναι και αυτές υποκείµενα της οικονοµικής ελευθερίας. 22 Ιδίως το ζήτηµα, αν και πότε η διοίκηση µπορεί να συνάπτει διοικητικές συµβάσεις, είναι άσχετο µε την ελευθερία των συµβάσεων και αποτελεί ζήτηµα αρµοδιότητας. 16

3. Οριοθετήσεις και περιορισµοί της οικονοµικής ελευθερίας Παρά τη ρητή συνταγµατική κατοχύρωση της οικονοµικής ελευθερίας και µέσω αυτής της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας, τα δύο αυτά στοιχεία του σύγχρονου πολιτεύµατος δεν παρέχουν απεριόριστη ελευθερία δράσης σε κάθε πολίτη. Αντιθέτως, συνταγµατικές οριοθετήσεις και περιορισµοί υπάρχουν τόσο για τη γενική οικονοµική ελευθερία όσο και για την ειδική εκδήλωση αυτής, την ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία. 3.1. Οριοθέτηση της γενικής οικονοµικής ελευθερίας Κατά το άρθρο 5 1 Σ., «καθένας έχει δικαίωµα να συµµετέχει στην οικονοµική ζωή της χώρας, εφ όσον δεν προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγµα ή τα χρηστά ήθη». Η οριοθετική αυτή τριάδα της οικονοµικής 17

ελευθερίας προέρχεται από αντίστοιχου περιεχοµένου διάταξη του γερµανικού συντάγµατος 23. 3.1.1. ικαιώµατα των άλλων Στα δικαιώµατα των άλλων στο πλαίσιο της οικονοµικής ελευθερίας ανήκει πρώτον το δικαίωµα και αυτών να µετέχουν στην οικονοµική ζωή της χώρας. Η άσκηση της οικονοµικής ελευθερίας από ένα άτοµο δεν επιτρέπεται εποµένως να παρεµποδίζει την άσκηση της ίδιας ελευθερίας από ένα άλλο άτοµο. Για αυτόν το λόγο η καταχρηστική εκµετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης στην αγορά ή η άσκηση αθέµιτους ανταγωνισµού συγκροτεί «προσβολή των δικαιωµάτων των άλλων» και δεν υπάγεται στην ελεύθερη συµµετοχή στην οικονοµική ζωή της χώρας. Αντίθετα, η ελευθερία ανταγωνισµού σηµαίνει ότι η οικονοµική ελευθερία δεν ανήκει µόνο σε ορισµένους, κατ αποκλεισµό των υπολοίπων. Παρατηρούµε, λοιπόν, ότι η ελευθερία του ανταγωνισµού προκύπτει ήδη από τη συνταγµατική απαγόρευση της προσβολής των δικαιωµάτων των άλλων κατά την άσκηση της οικονοµικής ελευθερίας. «ικαιώµατα των άλλων» είναι όµως και όλα τα άλλα ατοµικά δικαιώµατα, ιδίως µάλιστα η ελευθερία και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια (βλ. άρθρο 106 2 Σ.). Είναι επίσης και ιδιωτικά δικαιώµατα, είτε προκύπτουν από το νόµο είτε από σύµβαση, αρκεί να µη θεσπίζονται ειδικώς για να µαταιώσουν ή περικόψουν την οικονοµική ελευθερία ενός συγκεκριµένου προσώπου. Η οικονοµική ελευθερία περιορίζεται πάντως µόνο από δικαιώµατα και όχι από απλά συµφέροντα των άλλων που δεν προστατεύονται ειδικώς από το 23 Άρθρο 2 1 γερµ. Συντ. 18

δίκαιο. Ιδίως δεν προστατεύεται η πελατεία µιας επιχειρήσεως από τους ανταγωνιστές της. Η οικονοµική ελευθερία, δεν πρέπει, όµως, όπως θα δούµε, να βλάπτει την εθνική οικονοµία 24. «ικαιώµατα των άλλων» είναι και τα δικαιώµατα των καταναλωτών 25, που ο νοµοθέτης µπορεί να προστατεύει τόσο ουσιαστικά όσο και δικονοµικά 26. Πράγµατι, ο καταναλωτής µπορεί και πρέπει να προστατεύεται τόσο από την εξαπάτηση του παραγωγού αγαθών ή υπηρεσιών µε ψευδείς ή παραπλανητικές διαφηµίσεις ή απόκρυψη της πλήρους εκτάσεως των επιβαρύνσεων των καταναλωτών, όσο και από ανεπιεικείς γενικούς όρους συναλλαγών, από επικίνδυνα ή ελαττωµατικά προϊόντα, από εκµετάλλευση µιας εποχής κρίσεως µε άσκηση υπερβολικής κερδοσκοπίας κ.οκ. Το κράτος, όµως, δεν πρέπει ούτε δικαιούται να µεταβάλλεται σε κηδεµόνα του καταναλωτή που ξέρει καλύτερα από αυτόν τι είναι πράγµατι συµφέρον για τον ίδιο, ούτε σε γενικό ασφαλιστή του καταναλωτή που αναλαµβάνει πράγµατι την ευθύνη και ασφαλίζει όλους τους κινδύνους που συνεπάγονται οι καταναλωτικές αποφάσεις (π.χ. πτώση της αξίας των µετοχών). Η ελευθερία του ατόµου συνεπάγεται εξ ορισµού και την κατ αρχήν ανάληψη της ευθύνης για τις αποφάσεις και πράξεις του. Εξ άλλου, από ένα σηµείο και µετά, η προστασία των καταναλωτών ανεβάζει υπερβολικά και αδικαιολόγητα τις τιµές και τελικά προστατεύει τους παραγωγούς και όχι τους καταναλωτές 27. 24 Άρθρο 106 2 Σ. 25 Για την προστασία των καταναλωτών βλ. Ε. Αλεξανδρίδου, Αθέµιτος ανταγωνισµός και προστασία των καταναλωτών, 4η έκδοση, 1992. Π. Γέµτο, Οικονοµική ελευθερία και προστασία του καταναλωτή σε µια σύγχρονη δηµοκρατία κοινωνία, ΤοΣ 1990, 19, Λ. Γεωργακόπουλο, Το ελληνικό αντικαταναλωτικό δίκαιο, ΝοΒ 1987, 1345 26 Βλ. Κ. Κεραµέα, ικονοµικές δυνατότητες προστασίας των καταναλωτών, Αρµ. 1980, 857 27 Βλ. χαρακτηριστικά Π. Γέµτο, Οικονοµική ελευθερία και προστασία του καταναλωτή σε µια σύγχρονη δηµοκρατία κοινωνία, ΤοΣ 1990, 19 19

3.1.2. Σύνταγµα Το Σύνταγµα, το οποίο δεν επιτρέπεται κατά το άρθρο 5 1 να παραβιάζει η οικονοµική ελευθερία, είναι το τυπικό σύνταγµα. Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται η υπεροχή των άλλων συνταγµατικών διατάξεων, χωρίς να είναι αναγκαία η θεµελίωση του ειδικού χαρακτήρα τους. Η οικονοµική ελευθερία περιορίζεται όχι µόνο από τις διατάξεις των άρθρων 106 2 Σ. και 17 1 Σ. που αναφέρονται αντίστοιχα στην ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία και στην κρατική προστασία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αλλά και από όλες τις άλλες συνταγµατικές διατάξεις (όπως εκείνες του άρθρου 24 Σ. για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος), µέσα πάντως στα όρια που θέτει η αρχή της αναλογικότητας. 3.1.3. Χρηστά ήθη Η οικονοµική ελευθερία δεν επιτρέπεται να παραβιάζει τα «χρηστά ήθη». Η οριοθέτηση αυτή αποτελεί στην πραγµατικότητα επιφύλαξη του νόµου µε την έννοια ότι τα χρηστά ήθη καθορίζονται από τους εκάστοτε ισχύοντες νόµους 28, µέσα όµως στα όρια του Συντάγµατος. ραστηριότητες που απαγορεύονται άµεσα ή έµµεσα από το Σύνταγµα και ρητώς από τους νόµους (γιατί π.χ. προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ελευθερία ή 28 Ποινικούς κυρίως, π.χ. άρθρα 336-353 ΠΚ περί των εγκληµάτων κατά των ηθών, αλλά όχι αποκλειστικά. 20

υγεία, ιδίως το δουλεµπόριο 29, η σωµατεµπορία 30 ή η εµπορία ναρκωτικών 31 ) οριοθετούν τη συνταγµατικά προστατευόµενη έννοια της οικονοµικής κυρίως ελευθερίας. 3.2. Οριοθέτηση και περιορισµοί της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας Πέρα από την οριοθέτηση της γενικής οικονοµικής ελευθερίας, στο άρθρο 106 2 Σ. αναπτύσσεται ένα πλέγµα από τρεις ακόµη ρήτρες που αφορούν την ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία, η οποία µας ενδιαφέρει εν προκειµένω. Συγκεκριµένα, η εν λόγω διάταξη, η οποία είναι ιταλικής προελεύσεως 32, ορίζει ότι «η ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονοµίας». 3.2.1. Ελευθερία Υπό τον όρο «ελευθερία» δεν νοείται µόνο η φυσική ελευθερία (η «προσωπική ελευθερία» του άρθρου 5 3 Σ.), αλλά όλες οι ατοµικές ελευθερίες, τις οποίες κατοχυρώνει το Σύνταγµα και οι νόµοι που είναι σύµφωνοι µε αυτό. Ο περιορισµός αυτός περιέχεται δηλαδή ήδη στον περιορισµό των δικαιωµάτων των άλλων και του Συντάγµατος που περιέχει το άρθρο 5 1 Σ. 29 Άρθρο 323 ΠΚ 30 Άρθρο 351 ΠΚ 31 Άρθρα 20 επ. ν. 3459/2006 «Κώδικας Νόµων για τα Ναρκωτικά» (Κ.Ν.Ν.) 32 Άρθρο 41 2 ιταλ. Συντ. ή το πιο πρόσφατο άρθρο 38 1 ισπαν. Συντ. 21

Η ελευθερία του ανθρώπου περιορίζει εποµένως την οικονοµική ελευθερία και προπάντων την ελευθερία των συµβάσεων. Έτσι, δεν µπορεί ο άνθρωπος να πωλήσει ή οπωσδήποτε να παραχωρήσει την ελευθερία του, στο σύνολό της ή στον απαραβίαστο πυρήνα της. Ενώ ασφαλώς ο άνθρωπος µπορεί να περιορίσει in concreto την ελευθερία του έναντι άλλων ανταλλαγµάτων, δεν µπορεί να παραιτηθεί γενικά από µία ή περισσότερες ατοµικές ελευθερίες που κατοχυρώνει το Σύνταγµα. Μια τέτοια παραίτηση θα ήταν νοµικά ανίσχυρα, ανεξάρτητα από τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε. Το επιτρεπτό ή ανεπίτρεπτο των αναγκαστικών συµβάσεων κρίνεται µε βάση αυτά τα κριτήρια. 3.2.2. Ανθρώπινη αξιοπρέπεια Περαιτέρω φραγµό στην ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία θέτει κατά το άρθρο 106 2 Σ. και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το ισχύον Σύνταγµα διακηρύσσει και προστατεύει για πρώτη φορά ρητώς την αξία του ανθρώπου και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ιδίως η διάταξη του άρθρου 2 2 Σ. δεν υπόκειται ούτε ε αναστολή ούτε σε αναθεώρηση 33. Ανήκει εποµένως όχι απλώς στο Σύνταγµα, το οποίο η οικονοµική ελευθερία δεν επιτρέπεται να παραβιάζει, αλλά στο µη αναθεωρήσιµο πυρήνα του Συντάγµατος. Και αυτός εποµένως ο περιορισµός περιλαµβάνεται ήδη στο άρθρο 5 1 Σ. Ενώ όµως η παραίτηση από µια ή περισσότερες από τις ατοµικές ελευθερίες δεν επιτρέπεται µόνο στις περιπτώσεις που προσβάλλει τον απαραβίαστο πυρήνα τους ή είναι γενική, η παραίτηση από το δικαίωµα της αξιοπρέπειας του ανθρώπου είναι πάντοτε αντισυνταγµατική, έστω και αν γίνεται για µια συγκεκριµένη φορά, και ανεξάρτητα από τις 33 Άρθρα 48 1 Σ., 110 1 Σ. 22

συνθήκες υπό τις οποίες γίνεται. Ούτε η ελευθερία της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας ούτε η ελευθερία των συµβάσεων µπορούν να αντιταχθούν στο ανίσχυρο αυτό. Στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου αντίκειται και η απαγόρευση της προσωπικής κρατήσεως για µόνο το λόγο της αδυναµίας εκπληρώσεως µιας συµβατικής υποχρεώσεως. Η υποχρέωση αυτή αναφέρεται στο άρθρο 11 του ιεθνούς Συµφώνου περί ατοµικών και πολιτικών δικαιωµάτων 34 και το άρθρο 1 του Τέταρτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής συµβάσεως των δικαιωµάτων του ανθρώπου 35. Αντίθετα, η χώρα µας διατηρεί την προσωπική κράτηση και για οφειλές από σύµβαση. Η ρύθµιση όµως αυτή είναι αµφίβολης συνταγµατικότητας. Η διάταξη περί προσωπικής κρατήσεως στις χρηµατικές απαιτήσεις εκ συµβάσεως δεν συµβιβάζεται ούτε µε την κατά παράδοση συνταγµατική διακήρυξη της προσωπικής ελευθερίας ούτε µε την (σχετικά πρόσφατη συνταγµατικά) «απόλυτη προστασία» της ελευθερίας 36. Ασυµβίβαστη µε το Σύνταγµα είναι προ πάντων η προσωπική κράτηση οφειλέτη που αντικειµενικά δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει την οφειλή του. Στην περίπτωση αυτή η προσωπική κράτηση παύει να είναι µέσο αναγκαστικής εκτελέσεως και µετατρέπεται σε ποινή του ποινικού δικαίου. Θα µπορούσε ακόµη να θεωρηθεί ότι αποτελεί στην ουσία µέσο πίεσης σε τρίτους, δηλαδή στους συγγενείς και φίλους του κρατουµένου, ώστε να συνεισφέρουν από τη δική τους περιουσία για την εξόφληση της οφειλής του. 3.2.3. Εθνική οικονοµία 34 Κυρώθηκε από τη χώρα µας, µε µεγάλη καθυστέρηση, µε το νόµο 2462/1997 35 εν έχει κυρωθεί ακόµη από τη χώρα µας 36 Άρθρα 2 1, 7 2, 106 2 Σ. 23

Το στοιχείο αυτό ως οριοθετικό της εθνικής οικονοµίας είναι νεώτερο σε σχέση µε τα άλλα δύο. Η οικονοµική ελευθερία δεν οριοθετείται µεν από τα απλά οικονοµικά συµφέροντα των άλλων, αλλά δεν µπορεί να αναπτύσσεται σε βάρος της εθνικής οικονοµίας. εν αρκεί δηλαδή το συµφέρον ενός µόνου ατόµου, επιχειρήσεως ή συνδικαλιστικής οργανώσεως, ούτε, κατ αρχήν, ενός µόνου κλάδου της οικονοµίας ή µις τυπικής µόνο οικονοµίας. Πάντως η Βουλή και η Κυβέρνηση είναι αυτές που καθορίζουν πότε θίγεται η εθνική οικονοµία, ενώ η απόφασή τους υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο µόνο σε ακραίες περιπτώσεις. Από τον περιορισµό αυτό προκύπτει κρατικά µέτρα προς καταπολέµηση του πληθωρισµού, προστασία του νοµίσµατος 37, ενίσχυση του τραπεζικού συστήµατος 38, και γενικά προς προστασία της εθνικής οικονοµίας δεν αντίκεινται κατ αρχήν στην οικονοµική ελευθερία, εφ όσον τηρείται in concreto η αρχή της αναλογικότητας και δεν θίγεται ο πυρήνας της οικονοµικής ελευθερίας 39. Έτσι, το Συµβούλιο της Επικρατείας, αφού τονίζει τις πολλαπλές δυνατότητες συνταγµατικών περιορισµών της οικονοµικής ελευθερίας, επισηµαίνει συγχρόνως ότι «οι εξ αντικειµένου περιορισµοί αυτοί δεν είναι επιτρεπτόν να εισέρχωνται τόσο ουσιωδώς εις τον κύκλον των συναλλαγών της ιδιωτικής επιχειρήσεως, ώστε πράγµατι να καθίσταται αδύνατος ή να τίθεται υπό άµεσον κίνδυνον η πραγµατοποίησις και των θεµιτών σκοπών της επιχειρηµατικής δραστηριότητας, εξ ων εξαρτάται η επιβίωσις της ως οικονοµικής µονάδος, εκτός αν το κράτος ακολουθήση άλλας νοµίµους µεθόδους ως αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν ή δηµοσιοποίησιν των επιχειρήσεων, εάν τούτο συγχωρείται συνταγµατικώς. 37 Βλ. ΣτΕ 2125/77 Ολ., ΤοΣ 1977, 633 (δεσµευµένοι λογαριασµοί αλλοδαπών) 38 Βλ. ΣτΕ 598/53 Ολ., Ι. Σαρµάς, σελ. 339 (συγχώνευση Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος µε την Τράπεζα Αθηνών) 39 ΣτΕ 2112/63 Ολ., Ι. Σαρµάς, σελίδα 431 24

Η νοµολογία αρκείται συχνά στην επίκληση του δηµόσιου συµφέροντος για να χαρακτηρίσει ως συνταγµατικό ένα περιορισµό της οικονοµικής ελευθερίας 40. Μια τέτοια γενική και αόριστη επίκληση του δηµοσίου συµφέροντος το θέτει υπεράνω του Συντάγµατος και αποδυναµώνει τα ατοµικά δικαιώµατα, κάτι που αντίκειται φυσικά στη θεµελιώδη τυπική ισοδυναµία των συνταγµατικών δικαιωµάτων. 3.2.4. Οικονοµικός προγραµµατισµός Πέρα, όµως, από αυτήν την τριπλή οριοθέτηση, οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 106 Σ. αναπτύσσουν ένα ειδικότερο περιορισµό της οικονοµικής ελευθερίας και συγκεκριµένα της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας, τον οικονοµικό προγραµµατισµό. Οικονοµικός προγραµµατισµός (ή ορθότερα σχεδιασµός 41 ) είναι η προδιαγραφή ορισµένων δραστηριοτήτων, καθώς και του επιδιωκόµενου από αυτές σκοπού στον τοµέα της οικονοµίας, ώστε να διευκολυνθεί, επιταχυνθεί και εξασφαλιστεί η επιτάχυνσή του. Το πρόγραµµα οικονοµικής αναπτύξεως είναι το σπουδαιότερο είδος οικονοµικού προγράµµατος. Στην επιστήµη γίνεται κυρίως διάκριση ανάµεσα στο ενδεικτικό και το επιτακτικό σχέδιο ή πρόγραµµα. Το πρώτο δεν χρησιµοποιεί κρατικό εξαναγκασµό, αλλά προβάλλει µόνο κίνητρα και αντικίνητρα, καθορίζοντας όµως συχνά (ενδεικτικώς) στόχους, κατευθυντήριες γραµµές, µεθόδους και µέσα. Το δεύτερο στηρίζεται αντιθέτως στον κρατικό 40 Βλ. π.χ. ΣτΕ 1149/88, ΤοΣ 1988, 325: «Εν όψει του δηµοσίου συµφέροντος που υπηρετούν η µνηµονευόµενη διάταξη του νόµου και η προσβαλλόµενη νοµαρχιακή απόφαση, δεν παραβιάζουν το άρθρο 5 του Συντάγµατος που κατοχυρώνει µεν την οικονοµική ελευθερία, επιτρέπει όµως περιορισµούς της εν όψει του δηµοσίου συµφέροντος». 41 Οι διεθνείς όροι είναι σχέδιο και σχεδιασµός (plan, planning, plan, planification) 25

εξαναγκασµό. Οι δύο αυτοί τύπο είναι βέβαια ιδεατοί. Η πράξη γνωρίζει συνήθως ενδιάµεσες µορφές, ανάλογα µε την µικροοικονοµική και µακροοικονοµική εµφάνιση του σχεδίου ή προγράµµατος και τον βαθµό τονισµού του επιτακτικού στοιχείου στο σχέδιο, και µάλιστα είτε οριζοντίως είτε καθέτως (ενδεικτικό σχέδιο για την ιδιωτική οικονοµία, αλλά επιτακτικό για τις δηµόσιες επενδύσεις), οπότε δεν πρέπει να λησµονείται, ότι το κράτος είναι ο κατά πολύ σηµαντικότερος αγοραστής και γενικότερα πελάτης της ιδιωτικής οικονοµίας. 42 Το ισχύον Σύνταγµα προβλέπει και ρυθµίζει για πρώτη φορά τον οικονοµικό προγραµµατισµό. Αφ ενός αναγνωρίζει στο άρθρο 106 1 την εξουσία του κράτους να «προγραµµατίζει και συντονίζει στην οικονοµική δραστηριότητα στη χώρα» και αφ ετέρου ρυθµίζει την αρµοδιότητα, ορίζοντας στο άρθρο 79 8 ότι «τα προγράµµατα οικονοµικής και κοινωνικής αναπτύξεως εγκρίνονται υπό της Ολοµέλεια της Βουλής, όπως νόµος ορίζει» 43. Το Σύνταγµα ορίζει την έκταση, αλλά όχι την ένταση της προγραµµατικής εξουσίας τους κράτους. Ιδίως δεν ορίζει αν και ως ποιο βαθµό, εκτός από το ενδεικτικό πρόγραµµα, επιτρέπεται το επιτακτικό πρόγραµµα. Απαγορεύεται πάντως από το Σύνταγµα η επιβολή πλήρως ή κυρίως διευθυνόµενης οικονοµίας, γιατί αυτή δεν συµβιβάζεται µε την ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία, την οποία η επόµενη συνταγµατική διάταξη (άρθρο 106 2) κατοχυρώνει, προβλέποντας τα όριά της, όπως ούτε βέβαια µε την οικονοµική ελευθερία που διακηρύσσει το άρθρο 5 1 Σ. 42 Για την τυπολογία του οικονοµικού σχεδιασµού, βλ. Π.. αγτόγλου, Επιπτώσεις του οικονοµικού σχεδιασµού, ανάτυπο, σελ. 17 επ. 43 Η διάταξη αυτή άρχισε να ισχύει, κατά το άρθρο 112 2 εδ. 1 Σ., από την έναρξη ισχύος του προβλεπόµενου σε αυτή νόµου. βλ. 503/1976 «περί του τρόπου εγκρίσεως και παρακολουθήσεως υπό της Βουλής των κατά το άρθρο 79 8 του Συντάγµατος προγραµµάτων οικονοµικής και κοινωνικής αναπτύξεως» (Α 347), όπως τροποποιήθηκες και συµπληρώθηκε. 26

Η προγραµµατική αρµοδιότητα ορίζεται πάλι µόνο εν µέρει: τα προγράµµατα εγκρίνονται από την Ολοµέλεια της Βουλής». Ενώ όµως στην προϊσχύουσα του Συντάγµατος νοµοθεσία πουθενά δεν αναφερόταν η λέξη «Βουλή», σήµερα η τελευταία απόφαση λαµβάνεται από το νοµοθετικό σώµα και µάλιστα σε ολοµέλεια. «Έγκριση προγράµµατος» πάντως δεν είναι «ψήφιση νόµου». Η εκτελεστική του άρθρου 79 8 Σ. νοµοθεσία 44 ρυθµίζει τον τρόπο εγκρίσεως των προγραµµάτων από τη Βουλή προβλέποντας µάλιστα και την παραπέρα «παρακολούθησή» τους 45. Το άρθρο 106 1 ορίζει τους σκοπούς για την επιδίωξη των οποίων επιτρέπεται ο οικονοµικός προγραµµατισµός. Ο γενικός σκοπός είναι η εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και η προστασία του κοινού συµφέροντος. Αυτοί είναι όµως οι σκοποί κάθε κρατικής ενέργειας και εποµένως δεν προσθέτει τίποτε η αναφορά τους εν προκειµένω. Ο οικονοµικός σκοπός είναι η εξασφάλιση της οικονοµικής αναπτύξεως όλων των τοµέων της εθνικής οικονοµίας. εν αποκλείονται ειδικά προγράµµατα που αφορούν µόνο ένα οικονοµικό τοµέα, αλλά πρέπει αυτά να εντάσσονται σε ένα σφαιρικό προγραµµατισµό. Ο οικονοµικός προγραµµατισµός µπορεί να έχει ειδικό σκοπό κατά αντικείµενο και περιοχή. Έτσι ορίζει το άρθρο 106 1 εδ. 2 Σ. ότι το κράτος λαµβάνει τα επιβαλλόµενα µέτρα αφ ενός «για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, από την ατµόσφαιρα και τα υπόγεια ή υποθαλάσσια κοιτάσµατα» και αφ ετέρου «για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και την προαγωγή ιδίως της οικονοµίας των ορεινών, νησιωτικών και παραµεθόριων περιοχών» 46. 44 Ν. 503/1976, όπως τροποποιήθηκε και συµπληρώθηκε. 45 Ο Κανονισµός της Βουλής δεν αναφέρεται στην έγκριση προγραµµάτων. 46 Πρβλ. ν. 849/1978 «περί παροχής κινήτρων κ.λπ.» (Α 232), ν. 1262/1982 «για την παροχή κινήτρων κ.λπ.» (Α 70), ν. 1360/1983 «Προώθηση των επενδύσεων κ.λπ.» (Α 65), άρθρο 1 επ. ν. 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισµό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (Α 101). 27

Ο οικονοµικός προγραµµατισµός εν γένει και τα επί µέρους αναπτυξιακά µέτρα παρεµβαίνουν στην οικονοµική ελευθερία ανάλογα µε το βαθµό που δεν έχουν απλώς πληροφοριακό ή ενδεικτικό χαρακτήρα, αλλά περιέχουν ενδεικτικά στοιχεία. Το Σύνταγµα επιτρέπει όµως µόνο τη λήψη των επιβαλλόµενων µέτρων, των µέτρων δηλαδή εκείνων που κατά αντικείµενο, χώρο, χρόνο, διάρκεια και ένταση είναι αναγκαία, πρόσφορα και εύλογα για την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 106 1 Σ. (αρχή της αναλογικότητας). 3.2.5. Αναγκαστική εξαγορά επιχειρήσεων Με το Σύνταγµα του 1975 καθιερώθηκε για πρώτη φορά, ο θεσµός της αναγκαστικής εξαγοράς ή αλλιώς κρατικοποίησης επιχειρήσεων. Έτσι, στο άρθρο 106 3 ορίζεται ότι µε νόµο µπορούν να ρυθµίζονται τα σχετικά µε την εξαγορά επιχειρήσεων ή την αναγκαστική συµµετοχή σε αυτές του κράτους ή άλλων δηµόσιων φορέων. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην αναγκαστική εξαγορά, δηλαδή αυτήν που πραγµατοποιείται χωρίς ή έστω ανεξάρτητα από τη θέληση του κυρίου της επιχείρησης. Η αντίθετη προς την αναγκαστική, «εκούσια εξαγορά», δηλαδή αυτή που πραγµατοποιείται κατά τους κανόνες του ελεύθερου εµπορίου, δεν εµπίπτει στο ρυθµιστικό αντικείµενο αυτών των διατάξεων. Το Σύνταγµα προβλέπει ολική και µερική αναγκαστική εξαγορά. Στην περίπτωση όµως της αναγκαστικής εξαγοράς, µέτοχος, εταίρος ή κύριος επιχείρησης, της οποίας ο έλεγχος περιέρχεται στο Κράτος ή σε φορέα που ελέγχεται από αυτό εξ αιτίας αναγκαστικής συµµετοχής, δικαιούται να ζητήσει την εξαγορά της συµµετοχής τους στην επιχείρηση, όπως νόµος ορίζει 47. Η αναγκαστική εξαγορά είναι δυνατή κατά το Σύνταγµα κατ αρχήν υπέρ του κράτους. Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για κρατικοποίηση (ή και σπανιότερα για 47 Άρθρο 106 5 Σ. 28

εθνικοποίηση) επιχειρήσεων. Αναγκαστική εξαγορά είναι επίσης δυνατή υπέρ οποιουδήποτε άλλου «δηµόσιου φορέα» 48, δηλαδή φορέα ελεγχόµενου από το κράτος. Είναι κατά συνέπεια δυνατή η εξαγορά υπέρ δήµου ή κοινότητας (δηµοτικοποίηση επιχείρησης). Με τον όρο δηµόσιος φορέας δεν εννοούνται µόνο τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, αλλά γενικά τα νοµικά πρόσωπα του δηµόσιου τοµέα, ανεξάρτητα από την ειδικότερη νοµική τους µορφή. εν είναι πάντως δυνατή η αναγκαστική εξαγορά επιχειρήσεων υπέρ ιδιώτη 49. Η απαγόρευση αυτή δηµιουργεί συνταγµατικά προβλήµατα στην αποκρατικοποίηση των επιχειρήσεων που κρατικοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία του άρθρου 106. Στο Σύνταγµα ορίζονται περιοριστικά µεν, αλλά µε ευρεία διατύπωση τρεις λόγοι, τους οποίους οφείλει να εξειδικεύσει και να ρυθµίσει µε λεπτοµέρεια ο κοινός νοµοθέτης: Είναι κατ αρχήν δυνατή η εξαγορά των επιχειρήσεων εκείνων που έχουν χαρακτήρα µονοπωλίου. Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρµογής της διάταξης περιλαµβάνονται και οι µονοπωλιακές καταστάσεις και τα ολιγοπώλια, τα οποία άλλωστε, ορθά θεωρούνται ότι νοθεύουν το οικονοµικό σύστηµα του ελεύθερου ανταγωνισµού. Είναι δυνατή επίσης η αναγκαστική εξαγορά επιχειρήσεων που έχουν ζωτική σηµασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου. Ο σκοπός της κρατικής οικονοµικής επέµβασης είναι η ενίσχυση της εθνικής οικονοµίας µέσα από την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου. Ο κύκλος των κρατικοποιήσεων αυτών είναι για το λόγο αυτό οπωσδήποτε ευρύτερος εκείνου των µονοπωλίων. Είναι τέλος δυνατή η κρατικοποίηση των επιχειρήσεων που έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο. 48 Άρθρο 106 3 Σ. 49 Στο σηµείο αυτό βρίσκεται µια σηµαντική διαφορά της αναγκαστικής εξαγοράς επιχειρήσεων από την αναγκαστική απαλλοτρίωση, η οποία συντελείται και υπέρ ιδιωτών. 29

Ειδικές διατάξεις ρυθµίζουν τα θέµατα που ανακύπτουν σχετικά µε το τίµηµα. Όπως και στην αναγκαστική απαλλοτρίωση, καθιερώνεται η αρχή του δικαστικού καθορισµού του τιµήµατος της εξαγοράς ή του ανταλλάγµατος της αναγκαστικής συµµετοχής του κράτους ή άλλων δηµόσιων φορέων. Το τίµηµα πρέπει να είναι πλήρες, δηλαδή να ανταποκρίνεται στην αξία της επιχείρησης που εξαγοράζεται. Στην αξία πάντως αυτή δεν περιλαµβάνεται η αξία που οφείλεται στον τυχόν µονοπωλιακό χαρακτήρα της επιχείρησης. Τέλος, το Σύνταγµα προβλέπει στο άρθρο 106 6 τη δυνατότητα επιβολής αναγκαστικής συµµετοχής των ιδιωτών στις δηµόσιες δαπάνες. Η υποχρέωση αυτή της οποίας η καθιέρωση απαιτεί τη µεσολάβηση νόµου, αφορά εκείνους που ωφελούνται από την εκτέλεση έργων κοινής ωφέλειας ή γενικότερης σηµασία για την οικονοµική ανάπτυξη της χώρας. 4. Το ζήτηµα του «οικονοµικού συντάγµατος» Το Σύνταγµα δεν επιτάσσει ένα ορισµένο οικονοµικό σύστηµα. Πράγµατι, δεν υπάρχουν διατάξεις που να υπαγορεύουν την επικράτηση του συστήµατος της ελεύθερης 30

οικονοµίας ή της διευθυνόµενης οικονοµίας 50. Το Σύνταγµα δεν τάσσεται γενικά υπέρ του ενός ή του άλλου οικονοµικού συστήµατος, αλλά αφήνει την απόφαση αυτή στο νοµοθέτη, ο οποίος απολαµβάνει εν προκειµένω µεγάλη ελευθερία κινήσεως. Εξ άλλου, διαφορετική λύση θα µετέτρεπε στην ουσία το Σύνταγµα σε οικονοµικό πρόγραµµα ενός πολιτικού κόµµατος και θα απέκλειε την οµαλή εναλλαγή των οικονοµικών προγραµµάτων των διάφορων κυβερνήσεων. Από αυτή την άποψη λοιπόν το Σύνταγµα είναι (ορθώς) οικονοµικοπολιτικά ουδέτερο 51. Βέβαια, η ουδετερότητα αυτή δεν είναι πλήρης. Υπάρχει µέσα σε ορισµένα όρια που τίθενται από το ίδιο το Σύνταγµα. Τα όρια αυτά χαράσσονται προς δύο κατευθύνσεις: αφ ενός µε την κατοχύρωση των ατοµικών δικαιωµάτων και µάλιστα της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας και ιδιοκτησίας και τον περιορισµό της κρατικής εξουσίας, αφ ετέρου µε την επιβολή θετικών υποχρεώσεων στο κράτος και στους ιδιώτες, καθώς και µε τον περιορισµό των δικαιωµάτων των τελευταίων. Πιο συγκεκριµένα, το Σύνταγµα προβαίνει στις ακόλουθες ρυθµίσεις: κατοχυρώνει τα δικαιώµατα του ανθρώπου «ως ατόµου και ως µέλους του κοινωνικού συνόλου» 52 50 Τελείως διαφορετική είναι η κατάσταση στα παλαιά συντάγµατα των χωρών του λεγόµενου «υπαρκτού σοσιαλισµού». Βλ. π.χ. άρθρο 4 του σοβιετικού συντάγµατος του 1936: «Η οικονοµική βάση της ΕΣΣ συγκροτείται από το σοσιαλιστικό οικονοµικό σύστηµα και από τη σοσιαλιστική ιδιοκτησία των οργάνων και µέσων παραγωγής, που θεσπίστηκαν µετά την κατάλυση του καπιταλιστικού οικονοµικού συστήµατος, την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των οργάνων και µέσων παραγωγής, και την εξάλειψη της εκµεταλλεύσεως του ανθρώπου από τον άνθρωπο». 51 Η εν λόγω διατύπωση περί οικονοµικοπολιτικής ουδετερότητας ξεκίνησε από τη υτική Γερµανία, όπου και επικράτησε ύστερα από διακυµάνσεις που διήρκεσαν ως τη δεκαετία του 1960 και απηχούν ακόµη και πολύ αργότερα. 52 Άρθρο 25 1 Σ. 31

κατοχυρώνει το δικαίωµα καθενός να συµµετέχει στην οικονοµική ζωή της χώρας, εφ όσον δεν προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων και τα χρηστά ήθη 53 προστατεύει περαιτέρω τόσο το δικαίωµα της εργασίας 54 ως ελευθερία της εργασίας και αξιώσεως προς εργασία, όσο και το δικαίωµα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, απαγορεύοντας όµως την άσκηση των δικαιωµάτων που απορρέουν από την τελευταία σε βάρος του γενικού συµφέροντος επιτρέπει µάλιστα την επιβολή νόµιµων περιορισµών της κυριότητας, καθώς και, έναντι αποζηµιώσεως, την αναγκαστική απαλλοτρίωση 55 και την κρατικοποίηση επιχειρήσεων 56 αναγνωρίζει την ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία, αλλά δεν επιτρέπει την ανάπτυξή της σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή µε βλάβη της εθνικής οικονοµίας 57 και επιτρέπει µάλιστα στο κράτος, προς εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και προστασίας του γενικού συµφέροντος, να προγραµµατίζει και να συντονίζει την οικονοµική δραστηριότητα στη χώρα 58 κατοχυρώνει τη συνδικαλιστική ελευθερία και το δικαίωµα της απεργίας, αλλά υποβάλλει το τελευταίο σε έντονους περιορισµούς σε όλους τους βιοτικά σηµαντικούς τοµείς της οικονοµίας 59 53 Άρθρο 5 1 Σ. σε συνδυασµό µε άρθρο 110 1 Σ. 54 Άρθρο 22 1 Σ. 55 Άρθρα 17, 18 και 24 Σ. 56 Άρθρο 106 3-5 Σ. 57 Άρθρο 106 2 Σ. 58 Άρθρο 106 1 Σ. 59 Άρθρο 23 Σ. 32

περιορίζει µεν µε την αναγνώριση της συλλογικής αυτονοµίας την αυτοδυναµία του νοµοθέτη αλλά, σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγµατεύσεων προβλέπει τη διαιτησία 60 υποχρεώνει µεν το κράτος να αναγνωρίζει και να προστατεύει τα θεµελιώδη δικαιώµατα, αλλά προσανατολίζει την αναγνώριση και προστασία αυτή προς την «πραγµάτωση της κοινωνικής προόδου µέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη» και απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος 61 Όλες αυτές οι διατάξεις, τόσο εκείνες που ανήκουν στη ενότητα των «Ατοµικών και Κοινωνικών ικαιωµάτων» όσο και άλλες ευρισκόµενες σε άλλες ενότητες του Συντάγµατος, αναγνωρίζουν ελευθερίες του ατόµου και προβλέπουν εξουσίες του κράτους, ορίζουν όρια στις ελευθερίες και εξουσίες αυτές και επιβάλλουν υποχρεώσεις προς το κράτος και τα άτοµα. Ωστόσο, δεν αποτελούν σύστηµα. Όχι µόνο διότι πρόκειται για πολιτικούς συµβιβασµούς ποικίλης προελεύσεως και ηλικίας που δεν έχουν συλληφθεί ούτε µπορούν να νοηθούν ως ενιαίο σύστηµα, αλλά και γιατί πρόκειται για τον καθορισµός του minimum της ανθρώπινης ελευθερίας και του maximum της κρατικής εξουσίας, για τον (αρνητικό) καθορισµό των ορίων κυρίως και λιγότερο (θετικά και νοµικώς δεσµευτικά) του σκοπού και του περιεχοµένου. Καµιά από τις διατάξεις αυτές εποµένως δεν προσδιορίζει την οικονοµική πολιτική που οφείλει να ακολουθήσει το κράτος. Ο νοµοθέτης αντιθέτως είναι ελεύθερος να ακολουθεί την οικονοµική πολιτική της προτιµήσεώς του, εφ όσον δεν υπερβαίνει τα άκρα όρια που θέτει το Σύνταγµα. Πάντως, από αυτήν την οριοθετική λειτουργία του Συντάγµατος προκύπτει µε σαφήνεια ότι τόσο η άκρατα ατοµοκεντρική όσο και η πλήρως διευθυνόµενη οικονοµία βρίσκονται εκτός των ορίων του Συντάγµατος. Στα χέρια του νοµοθέτη βρίσκονται 60 Άρθρο 22 2 Σ. 61 Άρθρο 25 2-3 Σ. 33