ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Σχετικά έγγραφα
ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Η Αρχή της Νομιμότητας ως Οριοθέτηση των Συνταγματικών Δικαιωμάτων

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Ημερ: Αρ. Πρωτ.:1571 Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Λεωφ. Κηφισίας 60, Μαρούσι Αθήνα, ΤΚ 15125

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

Τα Συνταγµατικά δικαιώµατα στις Συναλλακτικές σχέσεις

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΟΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ Ι ΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩN ΠΟΣΟΤΙΚΩN ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩN ΜΕΤΑΞΥ ΤΩN ΚΡΑΤΩN ΜΕΛΩN

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Οµιλία ηµήτρη ασκαλόπουλου, Προέδρου του ΣΕΒ «ΑΝΟΙΚΤΟ ΦΟΡΟΥΜ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ» Αθήνα, 11 Ιουλίου 2006

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία τους για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Αναλυτικό διάγραμμα του μαθήματος της Δευτέρας 5/10/2015

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Θέματα Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης 24ος Διαγωνισμός Εξεταζόμενο μάθημα: Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους

Θέµα εργασίας: «Θεσµική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων».υπόθεση Κλόντια Σίφερ.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Εμβάθυνση στο συνταγματικό δίκαιο

Εισαγωγικές παρατηρήσεις Γενική οικονοµική ελευθερία Συνταγµατική κατοχύρωση Περιεχόµενο. 11

<< Το ζήτηµα της εφαρµογής της Τριαδικής Ρύθµισης του άρθρου 5 παράγραφος 1 του Συντάγµατος >>

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

Αθήνα, 13 Μαρτίου 2007 Αρ. Πρωτ.: Χειριστές: Καλλιόπη Λυκοβαρδή Τηλ Έλενα Μάρκου Τηλ

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ 2012

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Χαιρετισµός του Γενικού ιευθυντή ιονύση Νικολάου. σε ηµερίδα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Καταναλωτή. «ADR- Η Εξωδικαστική Επίλυση ιαφορών στην Ελλάδα»

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Συνηµµένο και Παραρτήµατα

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η

Μορφές και Θεωρίες Ρύθµισης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

Ν.1850 / Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονοµίας

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Η ελευθερία και η ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα: Προκλήσεις και προτάσεις πολιτικής

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 3: Δισσοί Λόγοι. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Απόφαση ικαστηρίου 10 Σεπτεµβρίου 2002 Θεσσαλονίκη. Κατά πλειοψηφία αποφαίνεται το δικαστήριο ότι πρόκειται για παράβαση των άρθρων 1

Η συνταγµατική οριοθέτηση της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας ( άρθρο 106 παράγραφος 2 ).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Εργασία στα Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα. Θέµα : Οριοθέτηση και Περιορισµοί στην Ιδιωτική Οικονοµική Πρωτοβουλία

Περιγραφή του ισχύοντος συστήµατος οριοθέτησης αρµοδιοτήτων µεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών µελών

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

«ΥΠΑΓΩΓΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

Θέµα εργασίας : Ερµηνεία του Άρθρο 78 παρ. 5 του Συντάγµατος (Εξαίρεση από την απαγόρευση της κανονιστικής φορολογικής αρµοδιότητας).

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ (ΘΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ)

Από τον ευρωβουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ιωάννη Κουκιάδη, αντιπρόεδρο της. Επιτροπής Νοµικών Θεµάτων και Εσωτερικής Αγοράς

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Transcript:

ΕΚΠΑ Τµήµα Νοµικής Τοµέας ηµοσίου ικαίου Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ Ελένη Καρατζά Αθήνα, Μάιος 2006

Περιεχόµενα 1. Εισαγωγή...3 2. Γενικά για τα συνταγµατικά δικαιώµατα...4 3. To ζήτηµα του «οικονοµικού Συντάγµατος»...6 4. Η οικονοµική ελευθερία...8 4.1. Γενικά (περιεχόµενο, συνταγµατική θεµελίωση και φορείς του δικαιώµατος)...8 4.2. Κρατικός παρεµβατισµός και το άρθρο 106 του Συντάγµατος...9 4.3. Περιορισµοί της οικονοµικής ελευθερίας...11 4.4. Βασικές εκδηλώσεις της οικονοµικής ελευθερίας...14 5. Ειδικότερα για τον ελεύθερο ανταγωνισµό...15 5.1. Γενικά...15 5.2. Περιεχόµενο και περιορισµοί της ανταγωνιστικής ελευθερίας...16 5.3. Το δικαίωµα του ελεύθερου ανταγωνισµού και η νοµοθετική κατοχύρωση του...17 5.3.1. Σύνταγµα...17 5.3.2. Ελληνική νοµοθεσία...17 5.3.3. Ευρωπαϊκή νοµοθεσία...18 5.4. Τα όρια του ελεύθερου ανταγωνισµού...19 5.5. Ασυµβίβαστα µε τον ελεύθερο Ανταγωνισµό...19 5.6. Επιτροπή Ανταγωνισµού...20 5.7. Κρατικός παρεµβατισµός...20 6. Νοµολογία...21 7. Βασικά συµπεράσµατα...22 8. Περίληψη...22 ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ...22 FREE COMPETITION AND THE GREEK CONSTITUTION...22 9. ιατάξεις του ισχύοντος Συντάγµατος που συναντώνται στην εργασία...23 10. Βιβλιογραφία...25 2

1. Εισαγωγή Ο ελεύθερος ανταγωνισµός αποτελεί την κινητήρια δύναµη της σύγχρονης οικονοµικής δραστηριότητας. Είναι χαρακτηριστική έκφραση της συνταγµατικά κατοχυρωµένης οικονοµικής ελευθερίας και βασική παράµετρος του εφαρµοζόµενου οικονοµικού συστήµατος. Αν και θεωρείται πως εντάσσεται κατά βάση στον κλάδο του οικονοµικού δικαίου, η συνταγµατική διάσταση της συγκεκριµένης ελευθερίας είναι αναµφισβήτητη, αφού αποτελεί ένα από τα βασικά ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα που κατοχυρώνονται στο δεύτερο µέρος του ισχύοντος ελληνικού Συντάγµατος. Έτσι, στη γενική διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 του Συντάγµατος, προβλέπεται η οικονοµική ελευθερία µέσα από το δικαίωµα της ελεύθερης συµµετοχής στην οικονοµική ζωή της χώρας. εδοµένης της αρχής της ισότητας τόσο των πολιτών απέναντι στο νόµο και στις δηµόσιες υπηρεσίες, όσο και του νόµου απέναντι στους πολίτες, προκύπτει η ελευθερία του οικονοµικού ανταγωνισµού ως άµεση συνέπεια του δικαιώµατος της οικονοµικής ελευθερίας. Εξάλλου, η σύγχρονη νοµική σηµασία της οικονοµικής ελευθερίας έχει σε σηµαντικό βαθµό συµπυκνωθεί στη διατήρηση και προστασία ενός καθεστώτος ελευθέρου ανταγωνισµού. Το πλέγµα των συνταγµατικών διατάξεων που εγγυώνται γενικά το σύστηµα της οικονοµίας της αγοράς ολοκληρώνεται µε τη συνταγµατική εγγύηση της αρχής του ελεύθερου ανταγωνισµού. Ενώ, η σηµασία της συγκεκριµένης συνταγµατικής εγγύησης είναι ιδιαίτερα σηµαντική µιας και ο ανταγωνισµός από µόνος του προσδιορίζει και χαρακτηρίζει την οικονοµία της αγοράς. Η ανταγωνιστική ελευθερία δεν ασκείται όµως απεριόριστα αλλά υπόκειται σε κρατικό παρεµβατισµό. Αυτός µπορεί να λάβει τη µορφή τόσο του προγραµµατισµού και συντονισµού της οικονοµικής δραστηριότητας της χώρας, όσο και τη µορφή των κρατικοποιήσεων. Εποµένως, κατ αυτό τον τρόπο, ο ελεύθερος ανταγωνισµός οριοθετείται και πλαισιώνεται. Η παρούσα εργασία ακολουθεί αυτή τη δοµή: Πρώτα, στο κεφ.2 παρατίθεται µία γενική αναφορά στα συνταγµατικά δικαιώµατα και τα χαρακτηριστικά τους. Στο κεφ.3 ακολουθεί ανάλυση του ζητήµατος του «οικονοµικού Συντάγµατος» και εξετάζεται το υιοθετούµενο από τη χώρα µας οικονοµικό σύστηµα. Στη συνέχεια, στο κεφ.4 αναλύεται η οικονοµική ελευθερία η οποία κατοχυρώνεται στο ισχύον Σύνταγµα µε διάταξη που αναφέρεται στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και, ειδικότερα, στην ελεύθερη συµµετοχή στην οικονοµική ζωή της χώρας. Στο συγκεκριµένο κεφάλαιο αναφέρεται και ο πραγµατοποιούµενος από την εκάστοτε κυβέρνηση κρατικός παρεµβατισµός, αφού αποτελεί βασική παράµετρο και αναπόσπαστο προσδιοριστικό στοιχείο στην άσκηση της οικονοµικής ελευθερίας. Έπειτα, στο κεφ.5 µετά την έρευνα του γενικού µέρους της εργασίας, δηλ. της γενικής οικονοµικής ελευθερίας, παρατίθεται εκτενές κείµενο σχετικά µε τον ελεύθερο ανταγωνισµό ο οποίος αποτελεί µια από τις σηµαντικότερες ειδικές εκφάνσεις της. Τέλος, στο κεφ.6 υπάρχουν ενδεικτικά παραδείγµατα από την εγχώρια και την ευρωπαϊκή νοµολογία σχετικά µε το ζήτηµα του ελεύθερου ανταγωνισµού και της οικονοµικής ελευθερίας γενικά. 3

2. Γενικά για τα συνταγµατικά δικαιώµατα Αναφορικά µε το δικαίωµα της οικονοµικής ελευθερίας και του προερχόµενου από αυτή ελεύθερου ανταγωνισµού, ισχύουν όσα γενικά εφαρµόζονται για όλα τα προβλεπόµενα στο Σύνταγµα ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα. Έτσι, πριν προχωρήσουµε στην εξειδικευµένη ανάλυση του δικαιώµατος της οικονοµικής ελευθερίας, θα αναφερθούµε στα γενικά χαρακτηριστικά των συνταγµατικών δικαιωµάτων: στην έννοια, την άσκηση, το περιεχόµενό τους καθώς και στις οριοθετήσεις και τους περιορισµούς τους οποίους υφίστανται. Καταρχάς, µε τον όρο δικαίωµα εννοούµε την από το δίκαιο παρεχόµενη στα πρόσωπα εξουσία µε σκοπό την ικανοποίηση συµφέροντος. Συνταγµατικά είναι τα δικαιώµατα αυτά που προβλέπονται ειδικά στο ελληνικό Σύνταγµα. Η έννοια του συνταγµατικού δικαιώµατος δεν διαφέρει κατ ουσία από την έννοια του κοινού δικαιώµατος που προέρχεται από την κοινή νοµοθεσία. Και τα δύο αποτελούν εξουσίες απονεµόµενες στο άτοµο µε σκοπό την εξασφάλιση συµφέροντος. Με βάση, λοιπόν, την ανθρωποκεντρική αυτή έννοια του δικαιώµατος προκύπτει το συµπέρασµα πως τα δικαιώµατα είναι προσωπικά και ατοµικά. Περιεχόµενο του κάθε συνταγµατικού δικαιώµατος είναι το αντικείµενο και το προστατευόµενο αγαθό της εκάστοτε συνταγµατικής διάταξης του δευτέρου µέρους του ισχύοντος Συντάγµατος. Στη συγκεκριµένη περίπτωση, περιεχόµενο του ατοµικού δικαιώµατος συνιστά η οικονοµική ελευθερία και ειδικότερα η ανταγωνιστική ελευθερία. Η πραγµάτωση του δικαιώµατος συντελείται µε την άσκησή του. Άσκηση του δικαιώµατος είναι η σύµφωνη µε τους κανόνες δικαίου χρησιµοποίηση της εξουσίας που εµπεριέχεται στο εκάστοτε δικαίωµα. Υποκείµενο της άσκησης είναι ο ίδιος ο δικαιούχος αλλά το δικαίωµα µπορεί να ασκηθεί και από άλλον. Με την άσκηση ενεργοποιείται και υλοποιείται η εξουσία του δικαιώµατος. Ο δικαιούχος µπορεί να χρησιµοποιήσει το δικαίωµα σύµφωνα µε τη βούληση του, τηρώντας όµως τις οριοθετήσεις υλοποίησης που ορίζει ο ίδιος ο νοµοθέτης. Η άσκηση συµπεριλαµβάνει και τον προσπορισµό ωφελειών, όπως είναι η απόλαυση που προέρχεται από τη χρήση του συνταγµατικά προστατευόµενου αγαθού, οι υλικές ή δικαστικές ενέργειες για την προστασία του δικαιώµατος καθώς και η διάθεση του δικαιώµατος. Τέλος, η άσκηση του δικαιώµατος εκδηλώνεται σε συγκεκριµένο τόπο, χρόνο και µε διάφορους τρόπους και ειδικότερους περιορισµούς. Η άσκηση των δικαιωµάτων δεν γίνεται ανεξέλεγκτα αλλά οριοθετείται. Οριοθέτηση των συνταγµατικών δικαιωµάτων καλείται ο προσδιορισµός των ανώτατων ορίων άσκησης του εκάστοτε δικαιώµατος. Η οριοθέτηση παρουσιάζει ευρύ και γενικό χαρακτήρα και αποτελεί βασικό διακριτικό γνώρισµα όλων των ατοµικών δικαιωµάτων (καθολικότητα). Οι οριοθετήσεις προσδιορίζουν και πλαισιώνουν νοµικές ρυθµίσεις και κανόνες δικαίου. Γενικές οριοθετήσεις, εφαρµοζόµενες σε όλα τα δικαιώµατα κατοχυρώνουν οι συνταγµατικές διατάξεις των άρθρων 5 παρ.1 και 25. Αυτές είναι τα δικαιώµατα των άλλων, το Σύνταγµα, τα χρηστά ήθη, η απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης και η κοινωνική οριοθέτηση. Μέσα από αυτούς τους περιορισµούς ο συντακτικός νοµοθέτης θέτει τρεις βασικές οριοθετικές ρήτρες: αυτή της χρηστότητας, της κοινωνικότητας και της νοµιµότητας. ιαφορετική από την οριοθέτηση είναι η έννοια του περιορισµού. Περιορισµός είναι κάθε συρρίκνωση του γενικού περιεχοµένου του δικαιώµατος η οποία προξενείται από ορισµένη ανθρώπινη ενέργεια. Οι περιορισµοί διακρίνονται στις απλές επιδράσεις, τους απλούς περιορισµούς και τις προσβολές. Κάθε ατοµικό δικαίωµα έχει ορισµένο και κατά λογική αναγκαιότητα περιορισµένο περιεχόµενο. Ο περιορισµός αυτός 4

εξασφαλίζει την προάσπιση ποικίλων συµφερόντων και υφίσταται λόγω της αναγκαίας συνύπαρξης και του συντονισµού των διαφόρων προστατευόµενων έννοµων αγαθών και των φορέων τους. Οι περιορισµοί των συνταγµατικών δικαιωµάτων µπορούν να διακριθούν σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα µε την πηγή προέλευσής τους. Έτσι, έχουµε περιορισµούς θεσπισµένους από το Σύνταγµα, τον νοµοθέτη ή τη διοίκηση. Μία άλλη διάκριση των περιορισµών σε θετικούς και αποθετικούς γίνεται µε βάση το περιεχόµενό τους. Παραίτηση από την άσκηση των συνταγµατικών δικαιωµάτων δεν είναι δυνατή. Η παραίτηση αυτή δεν είναι δυνατή ούτε για το παρόν ούτε για το µέλλον. Τα ατοµικά δικαιώµατα χαρακτηρίζονται ως απαράγραπτα και αναπαλλοτρίωτα και γι αυτό το λόγο κάθε παραίτηση θα ήταν ασυµβίβαστη προς την προστατευτική υποχρέωση του κράτους που κατοχυρώνεται στα άρθρα 2 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγµατος. Τα προαναφερθέντα γενικά γνωρίσµατα των συνταγµατικών δικαιωµάτων επαληθεύονται και προσδιορίζουν και το ειδικά κατοχυρωµένο στο Σύνταγµα δικαίωµα της οικονοµικής ελευθερίας και του ελεύθερου ανταγωνισµού. 5

3. To ζήτηµα του «οικονοµικού Συντάγµατος» Το ελληνικό Σύνταγµα, σε αντίθεση προς άλλα, δεν επιτάσσει ένα ορισµένο οικονοµικό σύστηµα. εν υπάρχουν διατάξεις που να τίθενται υπέρ ή κατά ενός ορισµένου οικονοµικού συστήµατος αλλά η απόφαση αυτή αφήνεται στο νοµοθέτη ο οποίος απολαµβάνει µεγάλη ελευθερία κινήσεως ως προς το συγκεκριµένο ζήτηµα. Το αντίστροφο άλλωστε θα δηµιουργούσε προβλήµατα στην οµαλή εναλλαγή των οικονοµικών προγραµµάτων των διαφόρων κυβερνήσεων. Το Σύνταγµα, λοιπόν, χαρακτηρίζεται ως οικονοµικοπολιτικά ουδέτερο, αφού δεν διακηρύσσεται δεσµευτικά και απόλυτα ούτε το καθεστώς της ελεύθερης οικονοµίας της αγοράς ούτε αυτό της διευθυνόµενης οικονοµίας. Οι ενδιάµεσες όµως πολυάριθµες λύσεις τίθενται κατ αρχήν στη βούληση του νοµοθέτη εφόσον αυτός σέβεται στον πυρήνα τους την ελεύθερη οικονοµική πρωτοβουλία, τον ελεύθερο ανταγωνισµό και τους κοινωνικούς περιορισµούς που προβλέπει το Σύνταγµα. Αν και δεν προσδιορίζεται το υιοθετούµενο οικονοµικό σύστηµα, το Σύνταγµα προβαίνει σε µία ρητή ρύθµιση των σχέσεων κράτους και οικονοµίας, οι οποίες εκτείνονται σε ένα ολόκληρο πλέγµα συνταγµατικών διατάξεων. Στις δύο βασικές διατάξεις του άρθρου 5 παρ.3 για την προστασία της ατοµικής ελευθερίας και του άρθρου 17 παρ.1 για τη συνταγµατική προστασία της ιδιοκτησίας προστίθενται και άλλες διατάξεις που καθιστούν πληρέστερη και αποτελεσµατικότερη τη ρύθµιση των σχέσεων κράτους και οικονοµίας. Πρόκειται κυρίως για µία διάταξη που δεν µπορεί να αναθεωρηθεί, στην οποία το Σύνταγµα κατοχυρώνει το δικαίωµα του καθενός να συµµετέχει στην οικονοµική και κοινωνική ζωή της χώρας εφόσον δεν προσβάλλει τα χρηστά ήθη, τα δικαιώµατα των άλλων και το ίδιο το Σύνταγµα ( αρ. 5, παρ.1 σε συνδυασµό µε αρ.110 παρ.1 Σ). Πρόκειται ακόµη για το άρθρο 106 παρ.1 που αναθέτει στο κράτος την υποχρέωση ενός συνολικού οικονοµικού προγραµµατισµού, ενώ στην παρ.2 αναγνωρίζει µε τρόπο έµµεσο και σαφή το οικονοµικό σύστηµα του ελεύθερου ανταγωνισµού. Πιο συγκεκριµένα, µε βάση τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 προκύπτουν βασικά ατοµικά δικαιώµατα: προστατεύεται το δικαίωµα της εργασίας, η επαγγελµατική ελευθερία, η συνδικαλιστική ελευθερία, το δικαίωµα της απεργίας, η ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία, το δικαίωµα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας κ.α., ενώ θεσµοποιούνται και αντίστοιχοι περιορισµοί. Όλες αυτές οι διατάξεις, δηλαδή εκείνες που βρίσκονται στο δεύτερο µέρος του Συντάγµατος και άλλες που είναι διάσπαρτες στο Σύνταγµα (όπως το αρ.106), αναγνωρίζουν ελευθερίες του ατόµου και θέτουν όρια σ αυτές καθώς επίσης προβλέπουν εξουσίες και υποχρεώσεις του κράτους. εν συγκροτούν όµως συγκεκριµένο οικονοµικό σύστηµα, αλλά οριοθετούν τη σχέση κράτους και οικονοµίας. Αυτό συµβαίνει γιατί πρόκειται για πολιτικούς συµβιβασµούς που καθορίζουν το ελάχιστο της ανθρώπινης ελευθερίας και το µέγιστο της κρατικής εξουσίας. Καµία από αυτές τις διατάξεις δεν προσδιορίζει την οικονοµική πολιτική που οφείλει να ακολουθήσει το κράτος. Ο νοµοθέτης είναι εκείνος που θα ακολουθήσει την οικονοµική πολιτική που κρίνεται πρόσφορη κατά τις περιστάσεις, µε την προϋπόθεση ότι δεν υπερβαίνει τα άκρα όρια που θέτει το Σύνταγµα. Ο κοινός νοµοθέτης, δηλαδή η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, έχει τη διακριτική ευχέρεια να καθορίζει την οικονοµική πολιτική και να προβαίνει σε προοδευτικές διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις που να διευκολύνουν τον εκδηµοκρατισµό του κοινωνικοοικονοµικού βίου. Η ουδετερότητα όµως του Συντάγµατος δεν είναι πλήρης και απεριόριστη αλλά υφίσταται µέσα σε κάποια όρια που θέτει το ίδιο. Τα όρια αυτά είναι δύο ειδών: από 6

τη µία πλευρά κατοχυρώνονται ατοµικά δικαιώµατα στους πολίτες (και κυρίως της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας και της ιδιοκτησίας) µε τον αντίστοιχο περιορισµό της κρατικής εξουσίας και απ την άλλη πλευρά επιβάλλονται θετικές υποχρεώσεις στο κράτος και τους ιδιώτες µε τον αναγκαίο περιορισµό των δικαιωµάτων των τελευταίων. Ήδη από αυτή την οριοθετική λειτουργία προκύπτει µε βεβαιότητα πως η απόλυτα ατοµοκεντρική όσο και η πλήρως κατευθυνόµενη οικονοµία βρίσκονται εκτός των συνταγµατικών ορίων. Ακόµη και µετά την προσχώρηση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ανωτέρω οικονοµική ουδετερότητα του κράτους δεν επηρεάστηκε. Το κοινοτικό δίκαιο πάντως εναποθέτει στην εξουσία των κρατών µελών τη ρύθµιση του καθεστώτος της ιδιοκτησίας και της οικονοµίας, ενώ το ίδιο προστατεύει ιδιαίτερα τον ελεύθερο ανταγωνισµό: σύµφωνα µε τη το άρθρο 98 εδ. 2 ΣυνθΕΚ «τα κράτη µέλη και η Κοινότητα δρουν σύµφωνα µε την αρχή της οικονοµίας της ανοιχτής αγοράς µε ελεύθερο ανταγωνισµό, που ευνοεί την κατανοµή των πόρων και σύµφωνα µα τις αρχές της οικονοµικής και ενιαίας νοµισµατικής και συναλλαγµατικής πολιτικής». Σίγουρα, όµως, το κοινοτικό δίκαιο, συγκρινόµενο µε την τακτική του ελληνικού κράτους, δίνει µεγαλύτερη έµφαση στην οικονοµία της αγοράς. Από τις υπάρχουσες συνταγµατικές διατάξεις προκύπτει ότι το Σύνταγµα θέτει ένα ευρύτατο οργανωτικό οικονοµικό πλαίσιο ταυτόχρονα, όµως, θέτει και όρια τα οποία ο κοινός νοµοθέτης δεν επιτρέπεται να υπερβεί. Το ισχύον Σύνταγµα, λοιπόν, υιοθετεί µεν την οικονοµία της αγοράς, αναγνωρίζει όµως και τον βασικό οικονοµικό ρόλο του κράτους. Με βάση αυτά τα δεδοµένα είναι, εποµένως, δυνατή η διαπίστωση ότι το Σύνταγµα καθιερώνει το οικονοµικό σύστηµα της προγραµµατισµένης και κοινωνικά δεσµευµένης αγοράς 1. 1 ηµητρόπουλος Α., Συνταγµατικά ικαιώµατα, ειδικό µέρος, Αθήνα Θεσσαλονίκη 2005, σελ 324-5 7

4. Η οικονοµική ελευθερία 4.1. Γενικά (περιεχόµενο, συνταγµατική θεµελίωση και φορείς του δικαιώµατος) Πυρήνα του οικονοµικού συστήµατος αποτελεί, από πλευράς συνταγµατικού δικαίου, η οικονοµική ελευθερία. Αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του γενικού δικαιώµατος της προσωπικότητας έτσι όπως αυτό διαγράφεται στο άρθρο 5 παρ.1 και 3 του Συντάγµατος. Ως οικονοµική ελευθερία ορίζεται το δικαίωµα του καθενός να ενεργοποιείται ελεύθερα στον οικονοµικό χώρο, τόσο ως καταναλωτής και δέκτης των ποικίλων οικονοµικών αγαθών όσο και ως επιχειρηµατίας που δύναται να αναπτύξει όπως επιθυµεί την οικονοµική του δραστηριότητα. Η οικονοµική ελευθερία δεν είναι απλά η βάση του αστικού καθεστώτος της ελεύθερης οικονοµίας ή οικονοµίας της αγοράς αλλά στον πυρήνα της είναι και συστατικό µέρος της ελευθερίας εν γένει. Το ισχύον Σύνταγµα, όπως άλλωστε και τα προηγούµενα ελληνικά Συντάγµατα, δεν περιέχει κάποια διάταξη που να προστατεύει ειδικά την οικονοµική ελευθερία ως ατοµικό δικαίωµα. Ουδέποτε όµως αµφισβητήθηκε στην πράξη η συνταγµατική της θεµελίωση. Αυτό συµβαίνει διότι, ακόµη και αν δεν υπάρχει και δεν υπήρχε στο Σύνταγµα διάταξη που να καθιερώνει ρητά την ελευθερία των οικονοµικών συναλλαγών, το όλο φιλελεύθερο πνεύµα που διέπει το Σύνταγµα εναρµονίζεται πλήρως µε ένα καθεστώς ελεύθερης οικονοµίας. Κοινές είναι άλλωστε οι ιστορικές καταβολές της πολιτικής και οικονοµικής ελευθερίας. Σύµφωνα, λοιπόν, µε την πάγια πολιτική στη χώρα µας, η οικονοµική ελευθερία θεωρείται ως ειδικότερη εκδήλωση της προσωπικής ελευθερίας. Άλλωστε, υπό τα Συντάγµατα των 1864/1911/1952, η οικονοµική ελευθερία θεµελιωνόταν στη διάταξη του άρθρου 4, σύµφωνα µε την οποία «η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστος». Η διάταξη αυτή επαναλαµβάνεται στο άρθρο 5 παρ.3 του ισχύοντος Συντάγµατος. Έτσι, η οικονοµική ελευθερία έχει αναχθεί σε ατοµικό δικαίωµα που θεµελιώνει αξίωση για αποχή του κράτους από το πεδίο της ιδιωτικής οικονοµικής δραστηριότητας. Η αξίωση αυτή στρέφεται τόσο κατά του νοµοθέτη όσο και κατά της διοίκησης. Αναφορικά µε την προέλευση και τη συνταγµατική κάλυψη και προστασία της οικονοµικής ελευθερίας έχουν υποστηριχθεί δύο διαφορετικές απόψεις, από τις οποίες η πρώτη υποστηρίζει πως η οικονοµική ελευθερία προκύπτει από την παρ.3 ενώ η δεύτερη από την παρ.1 του άρθρου 5 του Συντάγµατος. Σύµφωνα µε την πρώτη άποψη (Μάνεσης), η θεµελίωση αυτής της ελευθερίας βρίσκεται στην παρ.3 διότι η διάταξη της παρ.1 είναι διατυπωµένη κατά τρόπο πολύ γενικό και χρησιµεύει περισσότερο σαν ερµηνευτικός γενικός κανόνας για όλα τα ατοµικά δικαιώµατα και η διατύπωσή της είναι τέτοια ώστε να επιδέχεται ποικίλες ερµηνείες. Ακόµη, η οικονοµική ελευθερία είναι περισσότερο συνέπεια της γενικής δράσης του ατόµου και της ελευθερίας διακίνησής του και λιγότερο εκδήλωση της προσωπικότητας του. Ενώ, πόσο λίγο σχετίζεται η προσωπικότητα µε την οικονοµική ελευθερία προκύπτει και από το γεγονός ότι κυρίως υποκείµενα της οικονοµικής ελευθερίας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας είναι σήµερα όχι τόσο τα φυσικά όσο τα νοµικά πρόσωπα τα οποία δραστηριοποιούνται σε εθνικό και πολυεθνικό επίπεδο. Ως προς τη δεύτερη άποψη (που υιοθετείται από πολλούς θεωρητικούς και τη νοµολογία), υποστηρίζεται ότι στην παρ. 1 µε τη δυνατότητα συµµετοχής στην οικονοµική ζωή κατοχυρώνεται ρητά και η γενική οικονοµική ελευθερία, στην οποία υπάγεται κάθε άλλη µη ρητά προστατευόµενη ή ρυθµιζόµενη οικονοµική 8

δραστηριότητα. Η παρ.1 περιέχει ειδική πια αναφορά στην οικονοµική δραστηριοποίηση, που επιβάλλει τη θεµελίωση της οικονοµικής ελευθερίας σε αυτή τη ρητή διάταξη και όχι πλέον στη συνδεόµενη µε την προσωπική ασφάλεια κατοχύρωση της προσωπικής ελευθερίας στην παρ.3. Υποκείµενα της οικονοµικής ελευθερίας κατά το ισχύον Σύνταγµα δεν είναι µόνο οι Έλληνες πολίτες αλλά και οι αλλοδαποί αφού οι παρ.1 και 3 δεν διακρίνουν µεταξύ τους : καθένας και κανένας αντίστοιχα. Με νόµο όµως είναι δυνατό να επιβληθούν κάποιοι πρόσθετοι περιορισµοί στην οικονοµική δραστηριότητα των αλλοδαπών (όπως απαγόρευση βιοµηχανικών εγκαταστάσεων και επενδύσεων από αλλοδαπό νοµικό πρόσωπο). Φορείς του δικαιώµατος της οικονοµικής ελευθερίας είναι και τα νοµικά πρόσωπα. Αν και η γενική διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 του Συντάγµατος συνηγορεί υπέρ της κατοχύρωσης των ατοµικών δικαιωµάτων µονάχα υπέρ των φυσικών προσώπων, εντούτοις, στη θεωρία έχει επικρατήσει η άποψη που θεωρεί δεδοµένη την ικανότητα των νοµικών προσώπων να δραστηριοποιούνται ως υποκείµενα στον οικονοµικό χώρο. Με την συγκεκριµένη άποψη συµφωνεί και το άρθρο 25 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Ανθρώπινων ικαιωµάτων η οποία προβλέπει την κατοχύρωση όλων των ατοµικών δικαιωµάτων και υπέρ των ενώσεων προσώπων. Εξάλλου θα ήταν εκτός πραγµατικότητας η εξαίρεση των νοµικών προσώπων από τη συνταγµατική προστασία της οικονοµικής ελευθερίας εφόσον όλοι οι σηµαντικοί φορείς της οικονοµίας είναι οργανωµένοι σε αυτά. Θα πρέπει όµως να αναφερθεί ότι υποκείµενα της οικονοµικής ελευθερίας είναι τα φυσικά πρόσωπα και τα δηµιουργηµένα από αυτά νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Το κράτος και τα συνεστηµένα από αυτά νοµικά πρόσωπα δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου δεν µπορούν να είναι υποκείµενα ατοµικών ελευθεριών γενικά και εποµένως ούτε της οικονοµικής ελευθερίας. 4.2. Κρατικός παρεµβατισµός και το άρθρο 106 του Συντάγµατος Ο κυρίαρχος ρόλος της οικονοµίας σε κάθε σύγχρονο και δηµοκρατικό κράτος, τόσο για το σύνολο των πολιτών όσο και για τον καθένα χωριστά, περιορίζει κατ ανάγκη την οικονοµική ελευθερία του ατόµου και επιτρέπει την επέµβαση του κράτους σε βαθµό υψηλότερο συγκριτικά µε τα άλλα ατοµικά δικαιώµατα (κρατικός παρεµβατισµός). Έτσι, αν και δεν υπάρχει µία ρητή συνταγµατική διευκρίνιση αναφορικά µε το ποιο οικονοµικό σύστηµα ακολουθείται, το ισχύον Σύνταγµα ρυθµίζει σε γενικά πλαίσια την παρεµβατική πολιτική του κράτους στον τοµέα της πολιτικής προγραµµατισµού και συντονισµού της οικονοµίας (άρθρο 106 παρ.1), ενώ αναγνωρίζεται και ο οικονοµικός ρόλος του κράτους ως άµεσου παράγοντα της οικονοµικής ζωής στα πλαίσια των κρατικοποιήσεων (άρθρο 106 παρ.3). Η διαφορά µεταξύ του δύο αυτών βασικών διατάξεων για τον κρατικό παρεµβατισµό έγκειται στο ότι µε τη διάταξη της παρ.1 εισάγεται κανόνας δικαίου στη µορφή της συνταγµατικής εντολής που δεσµεύει και υποχρεώνει το κράτος, ενώ στη διάταξη της παρ.3 πρόκειται για συνταγµατική εξουσιοδότηση η οποία δεν υποχρεώνει το κράτος σε εκτέλεση. Ειδικότερα για την παρ.1 του άρθρου 106, το Σύνταγµα περιορίζει την οικονοµική ελευθερία όχι µόνο για να αποτρέψει πιθανή βλάβη της εθνικής οικονοµίας, αλλά και για να εξασφαλίσει την ανάπτυξή της. Έτσι, σύµφωνα µε το πρώτο εδάφιο της 9

συγκεκριµένης παραγράφου, γενικοί σκοποί του κρατικού οικονοµικού προγραµµατισµού είναι η εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και η προστασία του γενικού συµφέροντος, σκοποί που διέπουν άλλωστε κάθε κρατική ενέργεια και οικονοµικός σκοπός είναι η εξασφάλιση της οικονοµικής ανάπτυξης όλων των τοµέων της εθνικής οικονοµίας. Ενώ, κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου, ο οικονοµικός προγραµµατισµός µπορεί να έχει ειδικό σκοπό κατά αντικείµενο και περιοχή. Έπειτα, το άρθρο 106 στην παρ.3 στοχεύει από τη µία πλευρά στη δυνατότητα κρατικοποιήσεως (εθνικοποίηση) ιδιωτικών επιχειρήσεων µε νόµο είτε από το κράτος είτε από δηµόσιους φορείς. Από την άλλη, αποσκοπεί στο να περιορίσει αυτή τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις που έχουν µονοπωλιακό χαρακτήρα και ζωτική σηµασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου ή προσφέρουν, κυρίως, υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο. Βέβαια, παρέχονται εγγυήσεις στους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων ότι θα αποζηµιωθούν πλήρως για την ολική ή µερική αναγκαστική απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας τους. Η διάταξη αυτή αποβλέπει, λοιπόν, στην προστασία της οικονοµίας της αγοράς και της ιδιωτικής περιουσίας και ολοκληρώνει την προστασία της ιδιοκτησίας, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 17 του Συντάγµατος. Ταυτόχρονα, όµως, επεκτείνεται η προστασία αυτή πέρα από τα εµπράγµατα δικαιώµατα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 17 και σε δικαιώµατα που συνδέονται µε την επιχείρηση. Η έκταση της κρατικής παρέµβασης καθορίζεται σύµφωνα µε την αρχή της αναλογίας. Εφόσον, για παράδειγµα, ο δηµόσιος σκοπός πραγµατοποιείται πλήρως µε την αναγκαστική συµµετοχή σε µία επιχείρηση είναι ανεπίτρεπτη η εξαγορά της. Σύµφωνα µε τη νοµολογία, πέρα από τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 106 που είναι και οι βασικές διατάξεις αναφορικά µε την κρατική παρεµβατική πολιτική, ο κρατικός παρεµβατισµός συντελείται και µε τη θέσπιση µέτρων εποπτείας της δραστηριότητας των επιχειρήσεων ηπιότερων της κρατικοποίησης. Η αιτιολόγηση µίας τέτοιας παρεµβατικής τακτικής βρίσκεται στο άρθρο 106 παρ.1. Ο κρατικός παρεµβατισµός δεν είναι όµως απεριόριστος, αφού µε το άρθρο 5 παρ.1 αναγνωρίζεται η οικονοµική ελευθερία σαν ατοµικό δικαίωµα κατά του κράτους, ενώ µε το άρθρο 17 προστατεύεται η ιδιοκτησία. Έτσι, από τη στιγµή που δεν ορίζεται στο άρθρο 106 του Συντάγµατος το περιεχόµενο του προγραµµατισµού, ένας απεριόριστος, σφαιρικός προγραµµατισµός της οικονοµίας από το κράτος όχι µόνο θα ερχόταν σε αντίθεση µε τα ατοµικά δικαιώµατα, αλλά θα σήµαινε και εγκατάλειψη της αρχής της νοµιµότητας στην οποία στηρίζεται η δράση της διοίκησης. Εποµένως, ο οικονοµικός ρόλος του κράτους ορίζεται από τις συνταγµατικές εγγυήσεις για την οικονοµική ελευθερία. Η κοινωνική ειρήνη και το γενικό συµφέρον, που κατά το Σύνταγµα είναι στόχοι του προγραµµατισµού και του συντονισµού της ιδιωτικής οικονοµικής δραστηριότητας, αποκαλύπτουν και τα όρια του οικονοµικού ρόλου του κράτους. Εξάλλου τα ελληνικά και τα ευρωπαϊκά δικαστήρια ελέγχουν τη συνταγµατικότητα της κρατικής επέµβασης έτσι ώστε να µην περιορίζεται υπέρµετρα η επιχειρηµατική δραστηριότητα και η οικονοµική πρωτοβουλία των ιδιωτών. Ο έλεγχος αυτός γίνεται µε βάση το γενικό συµφέρον και τις αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας, της συστηµατικότητας και της αναγκαιότητας. Πάντως, είναι γενικά παραδεκτό πως η τακτική που ακολουθούν τα δικαστήρια στο συγκεκριµένο τοµέα είναι πολύ διστακτική αφού σπάνια καταδικάζεται ως αντισυνταγµατικός ένας νόµος ο οποίος περιορίζει αδικαιολόγητα την ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία. Κατά τον Λιακόπουλο, η παρέµβαση του κράτους έχει περιορισµένο σε κοινωνικό περιεχόµενο βεληνεκές. Υπερβαίνει τον πυρήνα της οικονοµικής ελευθερίας µονάχα στις περιπτώσεις της απαλλοτρίωσης και των κρατικοποιήσεων. Έτσι, η κοινωνική σηµασία των µέτρων αυτών είναι περιορισµένη αν συνυπολογισθεί και ο 10

αποζηµιωτικός χαρακτήρας τους. Τόσο η απαλλοτρίωση όσο και η κρατικοποίηση επιτρέπονται µόνο κατόπιν ή µε αποζηµίωση η οποία πρέπει να είναι πλήρης, ώστε να µπορεί ο ιδιοκτήτης να αντικαταστήσει το αντικείµενο που στερείται µε άλλο ισάξιο. Σε αντίθεση προς αυτή την άποψη, είναι γενικά παραδεκτό πως ο κρατικός παρεµβατισµός δεν συνάδει πλέον µε την παραδοσιακή επικουρικής σηµασίας αξία που αποδίδεται στον παρεµβατισµό. Πρακτικά, θεωρείται ότι η επίδρασή του είναι πολύ σηµαντική και αποτελεσµατική. 4.3. Περιορισµοί της οικονοµικής ελευθερίας Η συνταγµατική προστασία της οικονοµικής ελευθερίας δεν είναι απόλυτη αλλά σχετικοποιηµένη και υπόκειται σε συγκεκριµένους περιορισµούς. Οι περιορισµοί αυτοί δεν θα πρέπει να προσκρούουν στην συνταγµατικά κατοχυρωµένη αρχή της ισότητας (άρθρο 4 του Συντάγµατος), πράγµα που σηµαίνει πως δεν θα πρέπει να οδηγούν σε άνιση µεταχείριση των πολιτών. Τις περισσότερες φορές οι περιορισµοί αυτοί προκύπτουν από τη συνταγµατική διάπλαση του εκάστοτε ατοµικού δικαιώµατος, δηλαδή, από τη δοµή του δικαιώµατος κατά το Σύνταγµα. Στη συγκεκριµένη περίπτωση, κρίσιµη είναι για την οριοθέτηση των περιορισµών η συνταγµατική διάταξη για την οικονοµική ελευθερία (άρθρο 5 παρ.1 Σ). - Πρώτος σηµαντικός περιορισµός του οικονοµικού αυτού δικαιώµατος είναι «η επιφύλαξη του νόµου». Η διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 δεν περιέχει ρητή επιφύλαξη νόµου σχετικά µε τον ειδικότερο προσδιορισµό και τη µορφή άσκησής της. Τέτοια ρητή επιφύλαξη υπάρχει στη παρ.3 του άρθρου 5 και σηµαίνει πως δεν αποκλείεται η επέµβαση του νοµοθέτη στην οικονοµική ελευθερία του ατόµου ( για την αντιµετώπιση της προβληµατικής των περιορισµών, ο Λιακόπουλος, κρίνει αναγκαία τη συνδυασµένη εφαρµογή των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 5 του Συντάγµατος). Είναι άλλωστε αδύνατο να πιστέψει κανείς πως είναι πιθανή η αποχή του νοµοθέτη και του κράτους από τη διαµόρφωση της οικονοµικής ελευθερίας ως ατοµικού δικαιώµατος, αφού οι τελευταίοι επεµβαίνουν µόνο για λόγους νοµικής σκοπιµότητας. Είναι, λοιπόν, δυνατό να επέλθουν περιορισµοί στην οικονοµική ελευθερία, αλλά µε νόµο ή βάσει νόµου, και πρέπει να δικαιολογούν λόγους γενικότερου δηµοσίου ή κοινωνικού συµφέροντος, χωρίς να αναιρούν στην ουσία το καθεστώς της οικονοµικής ελευθερίας, δηλαδή της οικονοµίας της αγοράς. Εξάλλου, το ίδιο το Συµβούλιο της Επικρατείας µε απόφασή του 2 έκρινε ότι η οικονοµική ελευθερία υπόκειται σε περιορισµούς που θέτει ο νοµοθέτης, οι δε περιορισµοί αυτοί µπορούν να φτάσουν και ως την πλήρη απαγόρευση µιας συγκεκριµένης οικονοµικής δραστηριότητας, όταν και εφόσον η απαγόρευση δικαιολογείται από λόγους δηµοσίου ή κοινωνικού συµφέροντος. Με τη νέα διάταξη του άρθρο 25 παρ.1 εδ. δ εντάσσεται στο σώµα του συνταγµατικού κειµένου µία τυπολογία περιορισµών. Συγκεκριµένα, οι περιορισµοί που µπορούν να επιβληθούν κατά το Σύνταγµα στα συνταγµατικά δικαιώµατα πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγµα είτε από το νόµο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, ενώ, σε κάθε άλλη περίπτωση πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. 2 Απόφαση 664/1988 του ΣτΕ : «το άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγµατος προστατεύει την ελευθερία της οικονοµικής δραστηριότητας, πλην όµως η συνταγµατική αυτή διάταξη δεν αποκλείει τη θέσπιση από τον κοινό νοµοθέτη ή µετά από εξουσιοδότηση αυτού από τη διοίκηση, περιορισµών της οικονοµικής ελευθερίας για λόγους γενικότερου δηµοσίου ή κοινωνικού συµφέροντος». 11

- Έπειτα, µία τριάδα περιορισµών επιβάλλει και το άρθρο 5 παρ.1: ο ασκών το δικαίωµα της οικονοµικής ελευθερίας οφείλει να «µην προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων και να µην παραβιάζει το Σύνταγµα και τα χρηστά ήθη». Ως προς τον πρώτο περιορισµό, τα δικαιώµατα των άλλων, το Σύνταγµα αναφέρεται στα συνταγµατικά δικαιώµατα των άλλων. Στα δικαιώµατα αυτά, στο πλαίσιο της οικονοµικής ελευθερίας, ανήκουν το δικαίωµα των άλλων να συµµετέχουν στην οικονοµική ζωή της χώρας, τα δικαιώµατα των καταναλωτών καθώς και όλα τα άλλα ατοµικά δικαιώµατα και ιδίως η ελευθερία και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Σε αυτά τα δικαιώµατα δεν συµπεριλαµβάνονται τα απλά συµφέροντα των άλλων, όπως η διατήρηση της πελατεία µιας επιχείρησης από τους ανταγωνιστές της. Έτσι, η αναφορά στα δικαιώµατα των άλλων πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαµβάνει και όσα δικαιώµατα δεν είναι κατοχυρωµένα από το Σύνταγµα αλλά προβλέπονται από την κοινή νοµοθεσία. Αναφορικά µε το Σύνταγµα, είναι αυτονόητο πως η άσκηση των γενικών θεµελιωδών δικαιωµάτων οφείλει να µην παραβιάζει το τελευταίο. Το Σύνταγµα οριοθετεί στο σύνολό του την άσκηση οποιουδήποτε θεµελιώδους δικαιώµατος. Άλλωστε ακόµα και αν το Σύνταγµα δεν αναφερόταν στους περιορισµούς του άρθρου 5 παρ.1, ο σεβασµός προς αυτό θα προέκυπτε αβίαστα από το άρθρο 120 παρ.2. Με τον όρο Σύνταγµα νοείται η έννοια του τυπικού Συντάγµατος, και όχι η συνολική συνταγµατική τάξη. «Σύνταγµα» είναι η αρχή του κοινωνικού κράτους, στο βαθµό βέβαια που η αρχή αυτή καθιερώνεται στο Σύνταγµά µας. Κατά άλλη άποψη, ως Σύνταγµα θεωρείται τόσο το τυπικό όσο και το ουσιαστικό, δηλαδή κάθε κανόνας δικαίου που αναφέρεται στη συγκρότηση, στην οργάνωση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Η οικονοµική ελευθερία περιορίζεται όχι µόνο από τις συνταγµατικές διατάξεις των άρθρων 106 παρ.2 και 17 παρ.1, οι οποίες αναφέρονται στην ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία και στην κρατική προστασία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αλλά και από άλλες συνταγµατικές διατάξεις όπως του άρθρου 24 για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Τέλος, όριο στην οικονοµική ελευθερία θέτει όχι µόνο το ίδιο το τυπικό Σύνταγµα αλλά και οι νόµοι που έχουν παραχθεί σύµφωνα µε αυτό, χωρίς να εξετάζεται µάλιστα η εσωτερική τυπική αντισυνταγµατικότητά τους. Την τριάδα των περιορισµών του άρθρου 5 παρ.1 ολοκληρώνει η αναφορά στα χρηστά ήθη, δηλαδή οι κανόνες κοινωνικής ηθικής όπως καθορίζονται από τα διδάγµατα της κοινής πείρας και το θετικό δίκαιο. Ειδικότερα, ως χρηστά ήθη νοούνται οι κάθε φορά γενικά αποδεκτοί και κρατούντες ηθικοί κανόνες. Αποτελούν εποµένως µία εµπειρικά προσδιορίσιµη έννοια. Κριτήριο των χρηστών ηθών δεν αποτελούν οι ατοµικές αντιλήψεις περί ηθικής του δικαστή ή κάποιου ατόµου που εντάσσεται σε ορισµένο κοινωνικό κύκλο, αλλά οι ιδέες του κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και εµφρόνως σκεπτόµενου κοινωνικού ανθρώπου. Ακόµη, κριτήριο των χρηστών ηθών αποτελούν κυρίως οι ηθικές αντιλήψεις του ελληνικού λαού που επικρατούν σε µία δεδοµένη χρονική στιγµή και όχι εκείνες των άλλων κρατών και λαών. Ο περιορισµός των χρηστών ηθών έχει σηµασία δηµιουργική και όχι αναγνωριστική όπως συµβαίνει µε τους άλλους δύο περιορισµούς της παρούσας διάταξης. Εποµένως, η ρήτρα αυτή δεν περιορίζει η ίδια ευθέως την ελευθερία του ατόµου, αλλά απλώς δίνει στο νοµοθέτη τη δυνατότητα να επιβάλλει περιορισµούς προκειµένου να προστατεύσει τα χρηστά ήθη. Τέλος, ο συγκεκριµένος περιορισµός, πέρα από τα άτοµα, δεσµεύει και τον κοινό νοµοθέτη ο οποίος δεν µπορεί να ρυθµίσει την άσκηση κανενός δικαιώµατος κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη. - Εκτός από τους περιορισµούς του άρθρου 5 παρ.1, πολύ σηµαντικός θεωρείται ο περιορισµός της διάταξης 106 παρ.2 η οποία αναφέρει πως η ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονοµίας. Ο περιορισµός αυτός 12

στοχεύει στην προστασία τριών πολύτιµων αγαθών, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της εθνικής οικονοµίας και της ελευθερίας του ανθρώπου που περιορίζει την οικονοµική ελευθερία. Η διάταξη του άρθρου 106 παρ.2 επιδιώκει διπλό σκοπό, να θέσει δηλαδή όρια τόσο στον κρατικό παρεµβατισµό, όσο και στην ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία. Έτσι, ο κρατικός παρεµβατισµός δεν επιτρέπεται να καταλήγει σε µέτρα που καταπνίγουν την ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία και επιβάλλουν στη χώρα καθεστώς διευθυνόµενης οικονοµίας, ενώ η ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να ασκείται σε βάρος βασικών ατοµικών δικαιωµάτων όπως της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το Σύνταγµα, λοιπόν, περιορίζεται σε µία υποχρέωση αποχής και δεν επιβάλλει θετικές υποχρεώσεις στην ατοµική οικονοµική πρωτοβουλία. Η οικονοµική ελευθερία δεν περιορίζεται από τα απλά οικονοµικά συµφέροντα των άλλων, αλλά και δεν µπορεί να αναπτύσσεται σε βάρος της εθνικής οικονοµίας. Η συνολική και προγραµµατισµένη προστασία της οικονοµίας της αγοράς προέχει µάλιστα από την προστασία της οικονοµικής ελευθερίας του ενός ή του άλλου επιχειρηµατία. Από όλα αυτά προκύπτει ότι, ενώ το άρθρο 5 παρ.1 κατοχυρώνει το ατοµικό δικαίωµα της οικονοµικής ελευθερίας, το άρθρο 106 παρ.2 περιέχει θεσµική εγγύηση της ελεύθερης ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας. Η θεσµική εγγύηση της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας περιλαµβάνει και τη θεσµική εγγύηση του ελεύθερου ανταγωνισµού τον οποίο οφείλει το κράτος να προστατεύει. - Περιορισµό της οικονοµικής ελευθερίας συνιστά και το άρθρο 25 παρ.3 του Συντάγµατος, ο οποίος αναφέρεται σε όλα τα συνταγµατικά κατοχυρωµένα και αναγνωρισµένα δικαιώµατα : η καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος δεν είναι επιτρεπτή. Ενώ, στην παρ.2 του ίδιου άρθρου, αναφέρεται πως η αναγνώριση και η προστασία οικονοµικής ελευθερίας, όπως και των άλλων ελευθεριών, από την πολιτεία «αποβλέπει στην πραγµάτωση της κοινωνικής προόδου µέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη». - Eπιπρόσθετα, η οικονοµική ελευθερία περιορίζεται µε βάση την αρχή της ισότητας και αυτή του γενικού συµφέροντος. Ως προς την πρώτη, η αρχή της ισότητας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της λειτουργίας του δηµοκρατικού πολιτεύµατος και της ελευθερίας του πολίτη. Κανένας δεν πρέπει να περιορίζεται στα δικαιώµατά του περισσότερο από τους συµπολίτες του, ούτε να χαίρει µεγαλύτερης ελευθερίας. Όλοι είναι ίσοι απέναντι στο νόµο, στα δικαιώµατα και τις αντίστοιχες απαγορεύσεις που προκύπτουν από αυτόν. Άλλωστε, το Συµβούλιο της Επικρατείας, δέχεται πάγια ότι η αρχή της ισότητας επιβάλλει την οµοιόµορφη µεταχείριση των προσώπων που βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες και δεσµεύει τα συντεταγµένα όργανα της πολιτείας και ειδικότερα τόσο τον κοινό νοµοθέτη όσο και τη ιοίκηση όταν προβαίνει σε ρυθµίσεις ή παίρνει µέτρα που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα. Η παραβίαση της αρχής αυτής ελέγχεται από τα δικαστήρια. Το γενικό συµφέρον αποτελεί έναν επιπρόσθετο περιορισµό µε τον οποίο οριοθετείται το δικαίωµα της οικονοµικής ελευθερίας. Η έννοια του γενικού συµφέροντος προσδιορίζεται ως η αξία και το ιδανικό µέτρο µε τα οποία κρίνονται κάθε φορά η κρατική και η κοινωνική συµπεριφορά και ο βαθµός συµµόρφωσής τους στον πολιτικό πολιτισµό που επικρατεί. Ως γενικό συµφέρον νοείται το σε κάθε περίσταση όφελος της κρατικής οντότητας µε βάση τους στόχους που έχουν τεθεί. Φορέας ή εκφραστής του γενικού συµφέροντος δεν είναι αποκλειστικά και µόνο το κράτος αλλά και οι διάφορες κοινωνικές οµάδες και τάξεις, οι οποίες διεκδικούν εξίσου µε το κράτος το σεβασµό και την προστασία του γενικού δηµοσίου συµφέροντος. - Τέλος, σηµαντικοί είναι και οι νοµοθετικοί περιορισµοί της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της απαγόρευσης της προσβολής του πυρήνα του δικαιώµατος. Αναφορικά µε την πρώτη αρχή, οποιαδήποτε παρέµβαση του 13

νοµοθέτη στην οικονοµική ελευθερία πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας. Σύµφωνα µε αυτή, πρέπει να υπάρχει αναλογία µεταξύ του νοµοθετικού περιορισµού του δικαιώµατος και του επιδιωκόµενου σκοπού. Συγκεκριµένα, το λαµβανόµενο µέτρο πρέπει να είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόµενου σκοπού και δεν θα πρέπει να περιορίζει καθόλου ή να περιορίζει ελάχιστα την άσκηση του ατοµικού δικαιώµατος της οικονοµικής ελευθερίας. Αυτή η αναγκαιότητα συντρέχει όταν δεν υπάρχει κάποιο άλλο εξίσου αποτελεσµατικό µέτρο. Αρχικά, η συγκεκριµένη αρχή θεωρήθηκε ως αυτονόητη αρχή του Κράτους ικαίου. Στη συνέχεια, η αρχή αναγνωρίστηκε από τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας κατά την κρίση της συνταγµατικότητας νοµοθετικών περιορισµών της οικονοµικής ελευθερίας. Τώρα πια, η αρχή της αναλογικότητας ως συνταγµατική αρχή εφαρµοζόµενη στην οικονοµική ελευθερία, αναλύεται στην απόφαση 1149/88 του Συµβουλίου της Επικρατείας. Όπως συµβαίνει και µε κάθε ατοµικό δικαίωµα, έτσι και στη περίπτωση της δεύτερης αρχής, δεν θα πρέπει να προσβάλλεται η ουσία και η βάση του προστατευόµενου δικαιώµατος. Η επίκληση του γενικού συµφέροντος για την επιβολή περιορισµών δεν επιτρέπεται να θίγει την οικονοµική ελευθερία στον πυρήνα της, αλλά θα πρέπει να περιορίζει µονάχα την άσκησή της. Η ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία, που αποτελεί τη βάση του οικονοµικού συστήµατος της χώρας, δεν µπορεί να θίγεται από κρατικές παρεµβάσεις στην οικονοµική ζωή. Τα Συµβούλιο της Επικρατείας εγγυάται την προστασία του πυρήνα της οικονοµικής ελευθερίας από κάθε νοµοθετική παρέµβαση. Κατά τη νοµολογία του δικαστηρίου, ο πυρήνας του δικαιώµατος θίγεται όταν αναγνωρίζεται από το νοµοθέτη η άσκησή του και στη συνέχεια όµως επιβάλλονται στους φορείς του τέτοιες υποχρεώσεις ώστε να καθίσταται ουσιαστικά αδύνατη η άσκησή του. 4.4. Βασικές εκδηλώσεις της οικονοµικής ελευθερίας Πέρα από τη γενική κατοχύρωση του δικαιώµατος της οικονοµικής ελευθερίας, δηλαδή, του δικαιώµατος συµµετοχής στην οικονοµική ζωή της χώρας (άρθρο 5 παρ.1) και της ελευθερίας της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας (άρθρο 106 παρ.2), το Σύνταγµα κατοχυρώνει και δικαιώµατα που περιέχουν σπουδαίες ειδικότερες πλευρές της οικονοµικής ελευθερίας. Τέτοιες είναι το δικαίωµα της εργασίας ως ελευθερία εργασίας και επαγγελµατική ελευθερία (άρθρο 22 παρ.1), η συνδικαλιστική ελευθερία (άρθρο 23 παρ.1), το δικαίωµα της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 και18) και διάφορα άλλα. Οι ειδικές αυτές διατάξεις προηγούνται σε εφαρµογή από τις γενικές διατάξεις. Εκτός από αυτές τις περιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται ρητά στο Σύνταγµα, υπάρχουν και άλλες για τις οποίες δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη και οι οποίες υπόκεινται για αυτόν ακριβώς το λόγο στις γενικές διατάξεις των άρθρων 5 παρ.1 και 106 παρ.2. Πρόκειται κυρίως για την ελευθερία των συµβάσεων, την ελευθερία κερδοσκοπικών ενώσεων και την ελευθερία του ανταγωνισµού. Συγκεκριµένα, εκδηλώσεις της οικονοµικής ελευθερίας αποτελούν η ελευθερία του συµβάλλεσθαι και δικαιοπρακτείν, η ελευθερία της επιχειρηµατικής δραστηριότητας, η ελευθερία της διαφήµισης, η ελευθερία του εµπορίου και της βιοµηχανίας, το δικαίωµα της ιδιοκτησίας (το δικαίωµα αυτό αποτελεί όριο στην άσκηση της οικονοµικής ελευθερίας), το δικαίωµα της ενώσεως κ.α. 14

5. Ειδικότερα για τον ελεύθερο ανταγωνισµό 5.1. Γενικά Ο ελεύθερος ανταγωνισµός αποτελεί συγκεκριµενοποίηση και χαρακτηριστική έκφραση της οικονοµικής ελευθερίας και της δυνατότητας «ελεύθερης συµµετοχής στην οικονοµική ζωή της χώρας», οι οποίες κατοχυρώνονται στο άρθρο 5 παρ.1 και παρ.3 του Συντάγµατος. Στη σηµερινή εποχή, που καθορίζεται ως φάση του µονοπωλιακού καπιταλισµού, ο ελεύθερος ανταγωνισµός συνιστά την κινητήρια δύναµη της καπιταλιστικής οικονοµίας σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Ο ελεύθερος και υγιής ανταγωνισµός δεν αποτελεί πλέον µία ιδιωτική υπόθεση αλλά αποτελεί βάση του οικονοµικού συστήµατος και η προστασία του συνιστά προστασία του δηµοσίου συµφέροντος. Η λέξη ανταγωνισµός δεν προέρχεται από τη νοµική γλώσσα αλλά οι ρίζες της βρίσκονται στην κοινωνιολογία. Στην αρχική του έννοια, ως ανταγωνισµός νοείται η διεκδίκηση του ίδιου πράγµατος και µε τη σειρά της η διεκδίκηση αυτή προϋποθέτει πλειονότητα διεκδικητών, κοινό αντικείµενο διεκδικήσεως και γνώση για την ύπαρξη των υπόλοιπων ανταγωνιστών. Έτσι ο ανταγωνισµός καταλήγει να είναι µία σύγκριση δυνάµεων, ενώ τελικός σκοπός είναι η κατάκτηση εκείνου που διεκδικείται. Ο ανταγωνισµός, ως δράση για την κτήση και τη διατήρηση εκείνου που αποκτήθηκε, εκτείνεται όπως είναι προφανές, σε όλους τους τοµείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και κυρίως στον οικονοµικό χώρο. Η ύπαρξη αποτελεσµατικού ανταγωνισµού έχει καθοριστική σηµασία σε µια ανοικτή οικονοµία αγοράς αφού αντισταθµίζει ως ένα σηµείο τη συχνή οικονοµική ανισότητα των συµβαλλοµένων. Ο ανταγωνισµός µειώνει τις τιµές, αυξάνει την ποιότητα και διευρύνει τις επιλογές των καταναλωτών, τονώνοντας ταυτόχρονα την τεχνολογική καινοτοµία. Είναι γενικά αποδεκτό πως η ελευθερία του ανταγωνισµού είναι τόσο η ζωή του εµπορίου όσο και ζωή καθαυτή. Η ανταγωνιστική όµως ελευθερία δεν θα πρέπει να συγχέεται µε την ελευθερία του εµπορίου, αφού η τελευταία δεν αποτελεί παρά προϋπόθεση για την ανάπτυξη της πρώτης. Ακόµη, υποστηρίζεται ότι για τη φιλελεύθερη οικονοµία ο ανταγωνισµός, ως κεκτηµένο δικαίωµα, αποτελεί πλεονέκτηµα της και δυνατότητα επιβιώσεώς της. Το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισµού και το κοινοτικό περί ανταγωνισµού δίκαιο, έστω κι αν προστατεύουν τόσο τα συµφέροντα της ολότητας όσο και των µεµονωµένα δρώντων, έχουν χαρακτήρα δηµοσίου δικαίου, µιας και για την τήρηση της ελευθερίας του ανταγωνισµού και την επιβολή κυρώσεων επεµβαίνουν κρατικά (Επιτροπή Ανταγωνισµού) ή κοινοτικά όργανα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή Commission, Επίτροπος Ανταγωνισµού, Ευρωπαϊκό ικαστήριο). 15

5.2. Περιεχόµενο και περιορισµοί της ανταγωνιστικής ελευθερίας Η ανταγωνιστική ελευθερία είναι ένα «µη κατονοµαζόµενο» στο Σύνταγµα ατοµικό δικαίωµα. Η ελευθερία του ανταγωνισµού ενέχει πολλαπλή σηµασία. Σηµαίνει πως ο καθένας έχει το δικαίωµα ν ανταγωνίζεται διαµορφώνοντας την ανταγωνιστική του δράση και τα µέσα της ελεύθερα. Ακόµη σηµαίνει πως η αγορά πρέπει να είναι ελεύθερη και ανοιχτή ώστε ο οποιοσδήποτε να συναλλάσσεται ελεύθερα και να συµµετέχει στον οικονοµικό ανταγωνισµό εφόσον το επιθυµεί. Χωρίς ανταγωνιστική ελευθερία δεν νοείται και συµβατική ελευθερία. Όλοι έχουµε δικαίωµα συµµετοχής στον ανταγωνιστικό οικονοµικό χώρο καθορίζοντας κατά την κρίση µας τη συµπεριφορά που θα ακολουθήσουµε σύµφωνα µε τη ζήτηση και την προσφορά των αγαθών. Η συγκεκριµένη οικονοµική ελευθερία πηγάζει και αυτή από το ευρύτερο δικαίωµα για ανάπτυξη της προσωπικότητας του άρθρου 5 παρ.1 του Συντάγµατος και εποµένως σχετικοποιείται και αυτή µε τα ίδια όρια, δηλαδή «τα χρηστά ήθη», «τα δικαιώµατα των άλλων» και «το Σύνταγµα». Η συνταγµατική κάλυψη της οικονοµικής ελευθερίας αποτελεί εγγύηση για την µακροπρόθεσµη διατήρηση του ανταγωνισµού. Αν η ελευθερία αυτή ήταν απεριόριστη, τότε θα ήταν επιτρεπτό στον καθένα να επικρατήσει µέσα στον οικονοµικό χώρο της αγοράς µέχρι πλήρους επικρατήσεως, επιβολής των όρων του και συνεπώς ουσιαστικού παραµερισµού του θεµιτού και υγιούς ανταγωνισµού. Η σχετικοποιήση της ανταγωνιστικής ελευθερίας προς «τα δικαιώµατα των άλλων», σηµαίνει εξασφάλιση της αντίστοιχης ανταγωνιστικής ελευθερίας των άλλων. Έτσι θεσµοποιείται από το Σύνταγµα η λεγόµενη «ελευθερία του ανταγωνισµού» ως αντικειµενική κατάσταση δικαίου και ταυτόχρονα ως ποσοτικό όριο άσκησης της ανταγωνιστικής ελευθερίας. Έπειτα, η σχετικοποίηση του εξεταζόµενου δικαιώµατος ως προς «τα χρηστά ήθη» προσδίδει το ποιοτικό όριο της ανταγωνιστικής ελευθερίας αναφορικά µε τη συµπεριφορά, τα µέσα και τις µεθόδους µέσα στον οικονοµικό χώρο, οι οποίες αξιολογούµενες µε βάση την κρατούσα κοινωνική ηθική κρίνονται αποδεκτές. Εποµένως, το δίκαιο του αθέµιτου ανταγωνισµού θεµελιώνεται σαν περιορισµός της ανταγωνιστικής ελευθερίας. Τέλος, µε τη σχετικοποίηση της ελευθερίας αυτής από «το Σύνταγµα» αποδίδονται οι δυνατοί περιορισµοί από την παρεµβατική δραστηριότητα κυρίως του κράτους. Ασκώντας παρεµβατισµό το κράτος µπορεί: vα απαγορεύσει ή να ασκήσει µονοπωλιακά κάποιο είδος εµπορίου και βιοµηχανίας, να υπάγει σε προληπτικούς ελέγχους την άσκηση ορισµένου είδους εµπορίου ή βιοµηχανίας, να εξαγοράσει αναγκαστικά επιχειρήσεις. Επιπλέον, το κράτος έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει ελέγχους και περιορισµούς στις εταιρίες ως προς τη χρήση ορισµένων υλικών, ουσιών ή τον τρόπο λειτουργίας τους καθώς και να περιορίζει τις εισαγωγές και εξαγωγές. Όπως είναι λογικό, πέρα από τους περιορισµούς του άρθρου 5 παρ.1 ισχύουν και για την ελευθερία του ανταγωνισµού και οι υπόλοιποι περιορισµοί οι οποίοι οριοθετούν τη γενική οικονοµική ελευθερία, δηλαδή η επιφύλαξη του νόµου, το άρθρο 25 παρ.3, η αρχή της ισότητας, το γενικό συµφέρον, η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της µη προσβολής του πυρήνα του προστατευόµενου δικαιώµατος. Αυτό συµβαίνει γιατί, όπως προαναφέρθηκε, η ανταγωνιστική ελευθερία εµφανίζεται ως απόρροια της οικονοµικής ελευθερίας. 16

5.3. Το δικαίωµα του ελεύθερου ανταγωνισµού και η νοµοθετική κατοχύρωση του 5.3.1. Σύνταγµα Το Σύνταγµα κατοχυρώνει τον ελεύθερο ανταγωνισµό τόσο ως υποκειµενικό ατοµικό δικαίωµα µε την έννοια της διασφάλισης της πολλαπλότητας των επιχειρηµατιών, όσο και ως αντικειµενική θεσµική εγγύηση. Έτσι, από τη µία πλευρά, η κατά το άρθρο 5 παρ.1 ελευθερία του «καθένα» να συµµετέχει στην οικονοµική ζωή της χώρας και η απαγόρευση της προσβολής των «δικαιωµάτων των άλλων» προϋποθέτουν και απαιτούν εποµένως την ανταγωνιστική ελευθερία ως ατοµικό δικαίωµα. Από την άλλη πλευρά στη θεσµική εγγύηση του ελεύθερου ανταγωνισµού ανήκουν η ελευθερία πρόσβασης στην αγορά και η ελευθερία ανταγωνισµού εντός της αγοράς. εδοµένης αυτής της διπλής συνταγµατικής θεµελίωσης του ελεύθερου ανταγωνισµού δεν υπάρχει κάποια αµφιβολία για την κατ αρχήν συνταγµατικότητα της σχετικής νοµοθεσίας. 5.3.2. Ελληνική νοµοθεσία Πέρα απ το Σύνταγµα, η πρώτη νοµική αντιµετώπιση του ανταγωνισµού πραγµατοποιήθηκε στην Ελλάδα µε τη νοµοθεσία περί αθέµιτου ανταγωνισµού ( v.146/1914). Σύµφωνα µε την παραδοσιακή αντίληψη για τον ανταγωνισµό, ελευθερία ανταγωνισµού σηµαίνει ευχέρεια για προσέλκυση της πελατείας των ανταγωνιστών µε την προϋπόθεση όµως ότι η ενέργεια αυτή δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη. Στο σύγχρονο όµως δίκαιο του ανταγωνισµού, η ελευθερία του ανταγωνισµού αντιµετωπίζεται ως µία αντικειµενική κατάσταση η οποία απαιτεί περισσότερους από δύο ανταγωνιστές, ίσους όρους ανταγωνιστικής δραστηριότητας και κυρίως την ουδετερότητα του κράτους. Εποµένως, για να εξασφαλιστούν υγιείς συνθήκες ανταγωνισµού, αναγκαία και πολύ σηµαντική κρίνεται η λήψη απ το κράτος µέτρων ώστε να υπάρχει ισότητα µεταξύ των ανταγωνιστών και αποτελεσµατική προστασία από ανταγωνιστικές ενέργειες οι οποίες δύνανται να οδηγήσουν στην αναίρεση του ίδιου του ανταγωνισµού ως οικονοµικού συστήµατος. Στη βάση της συγκεκριµένης πιο σύγχρονης αντίληψης και ύστερα από την επέκταση του κρατικού παρεµβατισµού στον τοµέα της οικονοµίας και προ πάντων εν όψει της προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ψηφίστηκε ο νόµος 703/1977 «περί ελέγχου µονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισµού». Το συγκεκριµένο νοµοθέτηµα αποτελεί τη σηµαντικότερη διάταξη και βασική πηγή του εσωτερικού µας δικαίου για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισµού. Έτσι, η πιο εξελιγµένη αυτή έννοια του ανταγωνισµού έχει ταυτιστεί πλέον µε τη νοµική προστασία του ελεύθερου ανταγωνισµού είτε απέναντι σε ιδιωτικές συµφωνίες ή πρακτικές που περιορίζουν ή νοθεύουν τον ανταγωνισµό, είτε από καταχρηστική εκµετάλλευση δεσπόζουσας ή µονοπωλιακής θέσης στην αγορά επιχειρήσεων µε µεγάλη οικονοµική δύναµη. Στόχος του νόµου 703/77, όπως τουλάχιστον προκύπτει από την εισηγητική έκθεση και το σύστηµα προστασίας που οργανώνει, είναι η προστασία του ελεύθερου ανταγωνισµού και ο έλεγχος των µονοπωλίων και ολιγοπωλίων και όχι τόσο η αποκατάσταση του ανταγωνισµού. Επιδιώκεται, λοιπόν, η προστασία της υποστάσεως του ανταγωνισµού λαµβάνοντας υπόψη την ανισότητα που δηµιουργείται από την οικονοµική ισχύ κάποιου και αποσκοπεί στην παρεµπόδιση της κατάχρησης της οικονοµικής ισχύς. 17

Έπειτα, το συγκεκριµένο νοµοθέτηµα εκπληρώνει ένα προστατευτικό σκοπό και µία εναρµονιστική λειτουργία. Ο προστατευτικός σκοπός του νόµου, σύµφωνα µε τις προθέσεις του νοµοθέτη έγκειται τόσο στην προστασία του συµφέροντος του καταναλωτικού κοινού όσο και της εθνικής οικονοµίας γενικότερα, πάντα µέσα στα πλαίσια των συνταγµατικών επιταγών των άρθρων 5 παρ.1 και 106 παρ.2. Αναφορικά µε τον προστατευτικό αυτό σκοπό του νόµου έχουν υποστηριχθεί ποικίλες απόψεις : από κάποιους θεωρείται ότι προστατευόµενο έννοµο αγαθό είναι ο ανταγωνισµός ως θεσµός, άλλοι αναφέρουν πως στόχος είναι προστασία της ατοµικής ελευθερίας του ανταγωνισµού ο οποίος κατ εξαίρεση περιορίζεται όταν αυτό υπαγορεύεται από λόγους γενικότερης σηµασίας για την εθνική οικονοµία. Υποστηρικτέα είναι ακόµη και η αντίληψη ότι οικονοµικός και κοινωνικός σκοπός είναι η καταπολέµηση της υπέρµετρης οικονοµικής δύναµης µε στόχο την καλύτερη λειτουργία της οικονοµίας,, την αποτροπή ζηµιών στους αδυνάτους συναλλασσόµενους και κυρίως η εξασφάλιση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Μεγάλο µέρος µελετητών υιοθετεί και τη συνδυαστική θεωρία. Αναφορικά µε την εναρµονιστική λειτουργία, η εσωτερική νοµοθεσία θα πρέπει να εναρµονίζεται µε την κοινοτική. Σκοπός δεν είναι η ενοποίηση των διαφόρων εσωτερικών κρατικών ρυθµίσεων αλλά η άρση των εµποδίων που δηµιουργούνται από την ανυπαρξία ή το διαφορετικό περιεχόµενο των ρυθµίσεων που ισχύουν σε ορισµένο τοµέα στα κράτη µέλη. Για την επίτευξη αυτής της προσέγγισης και εναρµόνισης των νοµοθεσιών σύµφωνα µε τους σκοπούς που επιδιώκονται από τη Συνθήκη της ΕΟΚ προβλέπεται η έκδοση οδηγιών οι οποίες δεσµεύουν κάθε κράτος µέλος αναφορικά µε το επιδιωκόµενο αποτέλεσµα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των µέσων στη αρµοδιότητα των εθνικών αρχών. Ο νόµος 703/77 παρουσιάζει και σηµαντικές αδυναµίες. Με τη ρύθµιση που γίνεται από το νοµοθέτηµα εισάγεται οπωσδήποτε ένα σύστηµα ελέγχου της ελληνικής αγοράς από τον κίνδυνο συγκέντρωσης οικονοµικής ισχύς, ο οποίος κίνδυνος είναι εγγενής µε τον ελεύθερο ανταγωνισµό. Η συγκέντρωση των επιχειρήσεων παραµένει όµως οικονοµικά και κοινωνικά ανέλεγκτη. Ο ελεύθερος ανταγωνισµός προϋποθέτει ισότητα όρων ανταγωνισµού. Η προϋπόθεση όµως αυτή ελάχιστα, αν όχι καθόλου, ευνοείται από το νοµοθέτηµα αυτό, αφού µε την ίδια ρύθµιση αντιµετωπίζονται όλες οι επιχειρήσεις αδιάφορα από το µέγεθός τους. Ο νοµοθέτης δεν υιοθετεί µία συγκεκριµένη οικονοµική µορφή ανταγωνισµού. Αντίθετα επιδιώκει µε µέτρο τον οικονοµικό ανταγωνισµό να ελέγξει την αγορά και να καταστήσει ελεγχόµενο τον οποιοδήποτε µορφής ανταγωνισµό. 5.3.3. Ευρωπαϊκή νοµοθεσία Πέρα από την εγχώρια νοµοθεσία, ο νόµος 703/1977 όπως τροποποιήθηκε και συµπληρώθηκε µε τους νόµους 1934/1991, 2000/1991, 2323/1995, 2741/1999, 2837/2000 και 2941/2001 στηρίχθηκε πλήρως στις διατάξεις των άρθρων 81-89 της Συνθήκης της ΕΟΚ. Οι διατάξεις αυτές, σε συνδυασµό µε τις διατάξεις του δευτερογενούς κοινοτικού δικαίου ανταγωνισµού, άρχισαν να ισχύουν άµεσα και στην Ελλάδα την 1/1/1981. Απαγορεύουν διάφορες µορφές παρεµπόδισης, περιορισµού ή νόθευσης του ανταγωνισµού, καθώς και την καταχρηστική εκµετάλλευση δεσπόζουσας θέσης εντός της κοινής αγοράς. Οι απαγορεύσεις αυτές αποσκοπούν στην αποτελεσµατική προστασία του ανταγωνισµού. Πιο συγκεκριµένα, το άρθρο 3στ της ΣυνθΕΟΚ προβλέπει ότι «η δράση της Κοινότητας,... περιλαµβάνει και την εγκαθίδρυση καθεστώτος που να εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισµό εντός της κοινής αγοράς», ενώ το άρθρο 3 παρ.1ζ της ΣυνθΕΚ αναφέρει πως «προβλέπεται ένα καθεστώς που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισµό µέσα στην εσωτερική αγορά..». 18