ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ένας νέος κόσμος; 13 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Τύφλωση Όλα ήταν μπροστά στα μάτια μου, αλλά εγώ δεν είδα τίποτε! 21 Μια οικογενειακή υπόθεση 31 Μεταξύ εκφοβισμού και γοητείας 45 Διαπλοκή χρηματοπιστωτικού και πολιτικού κόσμου 59 Η εφημερίδα FT κάτω από το φως των προβολέων 71 Η ατιμωρησία 85 Η Goldman κι εγώ 99 Η τραπεζική κουλτούρα δεν έχει αλλάξει 113 Ο Φρανκενστάιν καταστρέφεται από το ίδιο του το δημιούργημα 127 Πάσχουν και οι χρηματοπιστωτές από το burn out 139 7
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αντιστάσεις Οι αγορές αγοράζουν μόνες τους! 155 Η αμαυρωμένη λάμψη του χρυσού 165 Η εξουσία των γκριζοφορεμένων ανθρώπων 177 Γενεύη, η δήθεν κοιμωμένη 191 Ανεκτικότητα και απόλαυση στο Σίτι 203 Ρυθμιστές, ενωθείτε! 217 Ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι (επίσης!) παράγοντας προόδου 229 Βραδυφλεγείς βόμβες 243 ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ Μπορεί να επαναληφθεί το κραχ του 2008; 255 Ευχαριστίες 260
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Τύφλωση
1. Όλα ήταν μπροστά στα μάτια μου, αλλά εγώ δεν είδα τίποτε! Δεν αρκεί να κοιτάμε, πρέπει να παρατηρούμε. Ως δάσκαλος στην τέχνη τού να λύνουμε αινίγματα, ο Σέρλοκ Χολμς έδινε αυτή τη συμβουλή στον αγαπητό του φίλο δόκτορα Γουάτσον, ο οποίος δεν φημιζόταν για το επαγωγικό του πνεύμα. Έπρεπε να είχα ακολουθήσει αυτή τη συμβουλή στην έρευνα που διεξήγαγα για τον εντοπισμό των δυσλειτουργιών του χρηματοοικονομικού συστήματος. Διότι είχα μπροστά στα μάτια μου όλα τα στοιχεία της υπόθεσης. Παρότι δεν υπήρξα εντελώς τυφλός, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν διέκρινα πολλά από τα σημάδια που έδειχναν ότι η κρίση πλησίαζε. Εντάξει, δεν ήμουν ο μόνος, αλλά αυτό δεν με παρηγορεί. Δεν μένει λοιπόν παρά να αλλάξω ενδυμασία, να φορέσω κάπα τουίντ, καπέλο με δύο γείσα στο κεφάλι και να γυρίσω χρονικά πίσω, με τον μεγεθυντικό φακό στο χέρι και το τσιμπούκι στο στόμα. Στις 3 Σεπτεμβρίου 2001 υλοποιούσα το όνειρο κάθε Λονδρέζου, αυτόχθονα ή μετανάστη: να γίνει ιδιοκτήτης με τα όλα 21
22 / ΟΙ BANKSTERS του, και όχι πλέον κάτοχος ενός εμφυτευτικού δικαιώματος 99ετούς διάρκειας. Καταγοητευμένος, εγκατέλειψα το Πορτομπέλο, την μποέμικη ζώνη του Νότινγκ Χιλ, όπου κατοικούσα από το 1992, σε ένα διαμερισματάκι, για να μετακομίσω σε μια μεζονέτα χτισμένη στη σικάτη συνοικία του νέου Νότινγκ Χιλ, δυο βήματα από το Κένσινγκτον Γκάρντενς. Τα αρχοντικά με τις λευκές προσόψεις και τους όμορφους ιδιωτικούς κήπους προσέλκυσαν εκεί, σε αυτό το «χωριό» του δυτικού Λονδίνου, τραπεζίτες, διευθυντές εταιρειών hedge funds (αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου), διεθνείς δικηγόρους καθώς και επαγγελματίες του είδους μου. Βρίσκομαι στο στοιχείο μου μέσα σε αυτή την κοσμοπολίτικη όαση, παγκόσμιο σύμβολο ρομαντισμού έπειτα από το κινηματογραφικό ειδύλλιο ανάμεσα στον Χιου Γκραντ και στην Τζούλια Ρόμπερτς. Είχε χρειαστεί να ψάχνω πάνω από έναν χρόνο για να βρω ένα σπιτάκι, μεσοτοιχία με ένα άλλο, το οποίο είχε ανακαινιστεί από έναν τραπεζίτη και έναν σχεδιαστή εσωτερικών χώρων. Λόγω των αστρονομικών μπόνους του Σίτι και της συρροής πλούσιων αλλοδαπών, οι τιμές των ακινήτων στις αριστοκρατικές συνοικίες της βρετανικής πρωτεύουσας είχαν, εκείνη την εποχή, απογειωθεί. Το gazumping μαφιόζικη πρακτική που συνίσταται στην αθέτηση από τον πωλητή της προφορικής δέσμευσής του και της πώλησης του ακινήτου σε όποιον δίνει περισσότερα έκανε θραύση. Ευτυχώς, είχαμε γίνει φίλοι με τον κτηματομεσίτη και με είχε ειδοποιήσει μερικές ημέρες πριν από την ημερομηνία που θα έβγαινε για πώληση το σπίτι και τη δημοσίευση της σχετικής αγγελίας. Έπειτα από μία και μοναδική επίσκεψη και μια μακρά συζήτηση, όπου οι ιδιοκτήτες προσπάθησαν να μαντέψουν τις προθέσεις του υποψήφιου αγοραστή, η δουλειά έκλεισε στο πι και φι.
ΌΛΑ ΉΤΑΝ ΜΠΡΟΣΤΆ ΣΤΑ ΜΆΤΙΑ ΜΟΥ, ΑΛΛΆ ΕΓΏ ΔΕΝ ΕΊΔΑ ΤΊΠΟΤΕ! / 23 Η λήψη δανείου για την αγορά ήταν παιχνίδι. Στο κάτω κάτω, η νέα μου κατοικία ήταν ταπεινή για τη συνοικία! Άλλωστε, τα επιτόκια ήταν πολύ χαμηλά. Ο κτηματομεσίτης με είχε συμβουλέψει να απευθυνθώ στη βρετανική αποταμιευτική τράπεζα Northern Rock, που φημιζόταν για την ταχύτητα χορήγησης ενυπόθηκων δανείων. Τηλεφώνησα, και μια σύμβουλος μου πρότεινε ένα δάνειο με δελεαστικούς όρους, αποπληρωτέο σε 25 χρόνια, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι είχα πατήσει για τα καλά τα πενήντα. Δεν μου ζητήθηκε η παραμικρή ιδία συμμετοχή. Το δάνειο κάλυπτε την αξία του σπιτιού και επιπλέον το ένα τέταρτο του συνολικού κόστους μιας ενδεχόμενης ανακαίνισης. Το ποσό του δανείου ισοδυναμούσε με το εξαπλάσιο των ετήσιων αποδοχών μου άλλωστε, η τράπεζα δεν προέβη σε επαλήθευση του δελτίου μισθοδοσίας μου. Ελάχιστα την ενδιέφερε αν οι πελάτες ήταν αξιόχρεοι ή όχι! Οι δανειστές είχαν ριχτεί σε ένα απίστευτο κυνήγι του δανειολήπτη. Η διόγκωση του ισολογισμού, η αύξηση των αποτελεσμάτων, των προμηθειών και των πριμ στο τέλος του έτους: αυτό ήταν το λάιτ μοτίφ της διεύθυνσης αυτού του οργανισμού, που προσέφερε τις πιστώσεις του με επιτόκια ολοένα και πιο δελεαστικά προκειμένου να παίξει στο γήπεδο των μεγάλων. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, η Northern Rock μού ενέπνεε μεγάλη εμπιστοσύνη, πρέπει να το ομολογήσω. Επρόκειτο για έναν παλαιό αλληλασφαλιστικό οργανισμό εισηγμένο στο Χρηματιστήριο που είχε αναδειχθεί σε πρώτο ιδιωτικό χορηγό του Ηνωμένου Βασιλείου. Όταν εισήχθη στο Χρηματιστήριο, είχε δεσμευτεί ότι θα κατέβαλλε το 5% των κερδών της στο φιλανθρωπικό ίδρυμα που είχε χρηματοδοτήσει την αξιοθαύμαστη πολιτιστική αναβάθμιση του Νιούκαστλ, μετά την αφαίμαξη που είχε
24 / ΟΙ BANKSTERS υποστεί τα χρόνια που κυβερνούσε η Θάτσερ, ανάμεσα στο 1979 και στο 1990. Με είχε πείσει επίσης η τοπική βάση αυτού του χρηματοπιστωτικού οργανισμού: τα πεθερικά μου κατοικούσαν στη βορειοανατολική Αγγλία, και αυτό δημιουργούσε επιπλέον δεσμούς. Επιπρόσθετα, είχα γοητευτεί από την ανάγνωση, στην εφημερίδα Financial Times, μιας προσωπογραφίας του παράξενου προέδρου της Northern Rock, του αξιότιμου Μάθιου Γουάιτ Ρίντλεϊ. Ο φιλότεχνος αριστοκράτης έγραφε κάτι περίεργα βιβλία σχετικά με την τέχνη τού να κάνουμε έρωτα στην εξοχή. Αδιαφορούσε για ό,τι συνέβαινε στην αχανή έδρα του οργανισμού του από κόκκινα τούβλα, που ήταν χτισμένη στο σικάτο προάστιο του Νιούκαστλ. Η αμοιβή του του επέτρεπε να συντηρεί την οικογενειακή ιδιοκτησία του Μπλάγκντον, στο Νορθάμπερλαντ. Αυτό αποδείκνυε κατ εμένα ότι ακόμα και στη φτωχή βόρεια Αγγλία η εκκεντρικότητα παρέμενε μια αιώνια και ζωντανή αξία. Σπίτι μου σπιτάκι μου, το παλάτι ενός Άγγλου, σύμφωνα με την καθιερωμένη έκφραση. Σε αυτή τη χώρα των μικρών ιδιοκτητών, η αγορά ακινήτων χαρακτηρίζει την κοινωνική ζωή. Δεν νοείται δείπνο με καλεσμένους χωρίς οι συνδαιτυμόνες να μιλούν για υπεραξίες, για συνοικίες όπου οι τιμές ανεβαίνουν, για φερέγγυους εργολάβους οικοδομών. Αγορά, ανακαίνιση, πώληση: αυτές είναι οι τρεις κομβικές λέξεις των συζητήσεων σήμερα, όπως και χθες. Εκείνη την περίοδο ενδεικνυόταν να χρεωθεί κάποιος μέχρι τον λαιμό, μιας και το χρήμα ήταν φθηνό, για να αγοράσει πολλά διαμερίσματα και να τα ενοικιάζει πανάκριβα στους επαγγελματίες που έρχονταν από όλο τον πλανήτη για να εργαστούν στις όχθες του Τάμεση. Οι επικριτές του εύκολου πλουτισμού
ΌΛΑ ΉΤΑΝ ΜΠΡΟΣΤΆ ΣΤΑ ΜΆΤΙΑ ΜΟΥ, ΑΛΛΆ ΕΓΏ ΔΕΝ ΕΊΔΑ ΤΊΠΟΤΕ! / 25 ήταν, τότε, σπάνιοι. Οι τιμές των ακινήτων μπορούσαν να αυξάνονται απεριόριστα. Η καμπύλη τους παρέμενε αενάως ανοδική, ανεξάρτητα από την πραγματική οικονομία. Αυτό ίσχυε ειδικότερα για το Λονδίνο. Τη δεκαετία του 2000 η απογείωση των τιμών των ακινήτων στο εντός των τειχών Λονδίνο ήταν ιλιγγιώδης. Ανάμεσα στο 1996 και στο 2006 οι τιμές των κατοικιών είχαν αυξηθεί κατά 240% στη βρετανική πρωτεύουσα. Το 2007 η τιμή του τετραγωνικού μέτρου στο κέντρο της πόλης ήταν η υψηλότερη στον κόσμο, ξεπερνώντας το Μονακό και τη Νέα Υόρκη. Επρόκειτο για τη μεγάλη βασιλεία του χρυσού μόσχου, όπου ο νεοπλουτισμός, η υπερβολή και ο ξέφρενος ατομικισμός εκθειάζονταν από την Αριστερά καθώς και από τη Δεξιά. Κάθε μέρα δεχόμουν με την αλληλογραφία μου προτάσεις δανείων πιο δελεαστικές οι μεν από τις δε, χωρίς να απαιτείται η παραμικρή εγγύηση. Ποτέ στο παρελθόν το χρήμα δεν γύριζε τόσο γρήγορα. Οι αυτόματες ταμειολογιστικές μηχανές ξεφύτρωναν παντού στα σουπερμάρκετ, στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, στα υπουργεία και στα ταχυδρομεία. Στα εμπορικά τηλεοπτικά κανάλια οι δελεαστικές διαφημίσεις για θαυματουργές επενδύσεις έκαναν θραύση. Ένας απλός υπάλληλος μπορούσε να προμηθευτεί με ένα τηλεφώνημα καμιά δεκαριά διαφορετικές πιστωτικές κάρτες. Πρωί και βράδυ, η χαρμόσυνη χρηματοοικονομική ειδησεογραφία εκτυλισσόταν με την ταχύτητα του ticker, της ταινίας του τηλετύπου με τις τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο. Επικρατούσε μια ατμόσφαιρα χρυσοθηρίας, και όλοι εγκωμίαζαν αδιάκοπα την ανάληψη ρίσκου. Και, ωστόσο, η παγκόσμια οικονομία τραβούσε ολόισια προς την καταστροφή. Εκατομμύρια Αμερικανοί αδυνατούσαν πλέον να αποπληρώσουν τα στεγαστικά τους δάνεια. Παρά τα πολυάριθμα ταξίδια μου στην άλλη ακτή του Ατλαντικού, δεν έβλεπα
26 / ΟΙ BANKSTERS το παγόβουνο που αναδυόταν, μολονότι βρισκόμουν στα πρώτα καθίσματα. Είχα ως ελαφρυντικό το γεγονός ότι ο κυρίαρχος λόγος ήταν καθησυχαστικός. Η κρίση; Ποια κρίση; Το καλοκαίρι του 2007 το Λονδίνο λικνιζόταν ακόμη στον ρυθμό της «γλυκιάς ανεμελιάς», όπως έλεγε ο Σαρλ Τρενέ στο τραγούδι του για τη Γαλλία των παραμονών του Πολέμου, του καλοκαιριού του 1939. Το Σαββατοκύριακο της 15ης Σεπτεμβρίου 2007 βρισκόμουν στο Βερολίνο, όταν είδα στην τηλεόραση τις μεγάλες ουρές των πελατών που πολιορκούσαν τα υποκαταστήματα της Northern Rock της τράπεζάς μου!, για να αποσύρουν τις οικονομίες τους και να τις σώσουν. Τρομερή σκηνή συλλογικής ψύχωσης, που θύμιζε τις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες των τραπεζικών πανικών. Δεν ήξερα τι να κάνω. Επρόκειτο για την τράπεζα που μου είχε δώσει το στεγαστικό δάνειο και στην οποία, επιπλέον, είχα ανοίξει έναν λογαριασμό ταμιευτηρίου. Μόνο η εσπευσμένη δημόσια δέσμευση της κυβέρνησης των Εργατικών ότι εγγυόταν τις καταθέσεις έθεσε τέρμα στην έφοδο των καταθετών. Στις 17 Φεβρουαρίου 2008, ευρισκόμενη στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ελλείψει εξαγοραστή, η Northern Rock κρατικοποιήθηκε. Στη συνέχεια ο χρηματοπιστωτικός όμιλος του Ρίτσαρντ Μπράνσον, Virgin Money, εξαγόρασε ένα μέρος των υποκαταστημάτων της. Από τότε που ξέσπασε η χειρότερη κρίση των ανεπτυγμένων χωρών μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, το ερώτημα με βασανίζει ασταμάτητα: Ναι, βέβαια, εξήγησα σε καθημερινή βάση τα γεγονότα, αλλά μήπως θα έπρεπε τελικά να είχα φανεί περισσότερο καυστικός; Το φέρνω και το ξαναφέρνω συνέχεια στο μυαλό μου.
ΌΛΑ ΉΤΑΝ ΜΠΡΟΣΤΆ ΣΤΑ ΜΆΤΙΑ ΜΟΥ, ΑΛΛΆ ΕΓΏ ΔΕΝ ΕΊΔΑ ΤΊΠΟΤΕ! / 27 Λόγω της δουλειάς μου στο Σίτι και των πολυάριθμων γνωριμιών μου στους χρηματοπιστωτικούς κύκλους, η εικόνα που σχημάτιζα για την οικονομία ήταν εξωραϊσμένη, εξαγνισμένη, ομαλή. Ήμουν ένας ειδικός στα χρηματοοικονομικά και δεν πήρα χαμπάρι τίποτε. Εντάξει, είχα ελαφρυντικά. Καθώς ήμουν ειδικευμένος στη μακροοικονομία, υποτιμούσα τη σημασία των αποτελεσμάτων της χρηματιστικής καινοτομίας και της διασύνδεσης των αγορών. Όπως όλη η μεταπολεμική γενιά, νοιαζόμουν για τον πληθωρισμό και την ανεργία, όχι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Δεν είχα δώσει την παραμικρή σημασία στις επιπτώσεις που θα είχαν τα χαμηλά επιτόκια στη χρέωση των νοικοκυριών ή των κρατών. Και, βέβαια, δεν ήμουν ο μόνος, είχα καλή παρέα. Οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες, οι ρυθμιστικές αρχές και οι οικονομολόγοι ήταν εξίσου τυφλοί μ εμένα. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι δεν υπήρξα περισσότερο διορατικός. Πίστευα ότι οι οικονομικοί παράγοντες συμπεριφέρονταν κατά τρόπον ορθολογικό, στο πλαίσιο μιας απρόσκοπτης λειτουργίας των αγορών. Ήμουν πεπεισμένος ότι το πληροφορικό εργαλείο, σημαιοφόρος της τεχνολογικής επανάστασης, ήταν ικανό να μετατρέψει την ανθρώπινη φύση σε αλγορίθμους. Η κρίση μού απέδειξε ότι οι χρηματιστές κάνουν συχνά το αντίθετο, από φιλαργυρία, από μιμητισμό ή από τυφλή πίστη στην τεχνική. Σε αντίθεση με την αντίληψη που κυριαρχούσε έως το 2008, σήμερα ξέρουμε καλά ότι οι αγορές δεν είναι αλάθητες αντίθετα, μάλιστα! Επιπλέον, δεν ήταν ποτέ εύκολο στον άνθρωπο να συλλαμβάνει τις αλλαγές που επιτελούνται μπροστά στα μάτια του. Οι τραπεζίτες δεν πήγαιναν πίσω. Οι πρόεδροι-γενικοί διευθυντές αγνοούσαν όλα όσα «μαγειρεύονταν» στις δικές τους
28 / ΟΙ BANKSTERS αίθουσες συναλλαγών. Δεν νοιάζονταν καθόλου για ό,τι συνέβαινε «εκεί πέρα», εφόσον τα εξωτικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα τα οποία είχαν επινοήσει τα μεγάλα κεφάλια που είχαν προσλάβει, πληρώνοντάς τα χρυσάφι, έκαναν τη μηχανή παραγωγής μπόνους να γυρίζει. Έτσι, το σκανδαλώδες σχέδιο παραποίησης των λογαριασμών της Ελλάδας, που επεξεργάστηκε μια αδίστακτη τραπεζίτισσα της Goldman Sachs, η Αντιγόνη Λουδιάδη, εγκρίθηκε χωρίς δυσκολία, αφού εξετάστηκε γρήγορα από την επιτροπή των νέων συναλλαγών της λονδρέζικης θυγατρικής. «Είχαμε πολλή δουλειά. Ήταν τόσα τα λεφτά που θα κερδίζαμε, ώστε δεν ρίξαμε παρά μια γρήγορη ματιά σε μια υπόθεση χαμένη ανάμεσα σε άλλες. Δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσουμε την ευκαιρία να χαθεί» μου είχε εκμυστηρευτεί στη συνέχεια ένας από αυτούς που μετείχαν στη σύσκεψη για την έγκριση του σχεδίου. Ο Τσαρλς Πρινς, πρόεδρος-γενικός διευθυντής της αμερικανικής τράπεζας Citigroup από το 2003 έως το τέλος του 2007, είχε συνοψίσει τέλεια το πνεύμα που επικρατούσε στα ανώτατα κλιμάκια, με έναν ευφυή υπαινιγμό στο ναυάγιο του Τιτανικού: «Όσο υπάρχει μουσική, πρέπει να χορεύουμε». Περιθωριοποιημένοι, οι ελεγκτές ρίσκων αρκούνταν στο να αξιολογούν τα ρίσκα των τοποθετήσεων με βάση παλαιά στατιστικά δεδομένα, εφαρμόζοντας τη μέθοδο value at risk, όπως λένε στα χρηματιστικά αλαμπουρνέζικα. Όσο για τις άλλες αντεξουσίες διευθυντές, μέτοχοι και πιστωτές, δεν απαντούσαν στο τηλέφωνο. Όπως και οι νομικοί σύμβουλοι, οι ελεγκτές, οι οίκοι αξιολόγησης ή άλλοι σύμβουλοι αρκέστηκαν στο να τσεπώνουν αμέριμνοι προμήθειες και αμοιβές. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, κανένας δεν άκουγε τις σπάνιες Κασσάνδρες, όπως ο Νασίμ Νίκολας Ταλέμπ ή ο Νουριέλ
ΌΛΑ ΉΤΑΝ ΜΠΡΟΣΤΆ ΣΤΑ ΜΆΤΙΑ ΜΟΥ, ΑΛΛΆ ΕΓΏ ΔΕΝ ΕΊΔΑ ΤΊΠΟΤΕ! / 29 Ρουμπινί. Και, ωστόσο, στο Φόρουμ του Νταβός, τον Ιανουάριο του 2007, ο Ρουμπινί είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, προαναγγέλλοντας «μια μέγιστη κρίση από αυτές που δεν βλέπουμε παρά μία φορά στη ζωή μας». Υποστήριζε ότι το διπλό σοκ (με επίκεντρο τη στεγαστική πίστη και το δημόσιο χρέος σε παγκόσμια κλίμακα) θα ξεκινούσε από τις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και, τελικά, την ύφεση. Χαμένος κόπος. Σε ένα αρκετά εμπαθές άρθρο, ο δημοσιογράφος-βεντέτα του Vanity Fair Μάικλ Λιούις, που έγραψε αργότερα το Big Short 1, περιγράφοντας εκ των έσω την κατάρρευση, είχε χαρακτηρίσει τον μάντη κακών «φοβητσιάρη» και «ηλίθιο». Συμφωνούσα απόλυτα τότε με τον Λιούις. Φρίκη. Τα αίτια της κρίσης; Πρέπει να γυρίσουμε αρκετά πίσω για να τα βρούμε, τελικά. 1 Μεταφράστηκε στα γαλλικά με τον τίτλο Le Casse du siècle (εκδ. Sonatine, 2010) και απέσπασε κριτικές κάτι παραπάνω από εγκωμιαστικές (Σ.τ.Σ.). [Στα ελληνικά εκδόθηκε από τις εκδ. Παπαδόπουλος, το 2010, με τον τίτλο Το μεγάλο σορτάρισμα, σε μετάφραση Νίκου Ρούσου (Σ.τ.Μ.).]