«ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟΣ ΔΟΛΟΣ ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΑΜΕΛΕΙΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ»

Σχετικά έγγραφα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

Διπλωματική Εργασία. Ειρήνη Πυρνάρη

Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς,

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Το ποινικό φαινόμενο και η τυποποίησή του

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ποινική ιατρική ευθύνη από αμέλεια σε πεδία κατανομής αρμοδιοτήτων

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η Δεοντολογία διδάσκει τη σωστή, την άψογη στάση και συμπεριφορά του γιατρού απέναντι στον άρρωστο συνάνθρωπό του, απέναντι στο συνάδελφό του και

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ

Γιώργος ηµήτραινας, Λέκτορας

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Η έννοια της εξωτερικής αμέλειας των ιατρών

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης Λέκτωρ Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

Οριοθέτηση Εγκληματικής Μονάδας στο Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

(2015) 1 PRO JUSTITIA ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ: ΕΥΘΥΝΗ ΙΕΡΑΡΧΙΚΩΣ ΑΝΩΤΕΡΩΝ ΜΕ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ. Χριστίνα Γαβρίτσα

Ευγένιος Αρ. Γιαρένης Αντεισαγγελέας του Στρατοδικείου Ιωαννίνων ρ. ηµοσίου ικαίου Παντείου Πανεπιστηµίου

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

Περιεχόμενα ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Α ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ. Πρώτο Κεφάλαιο

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΜΕ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΣΕ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Αθήνα, 29 Οκτωβρίου 2007 Αριθ. Πρωτ. : ΠΡΟΣ: ΤΟΝ κ. ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ ΠΛΗΜ/ΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ Πρώην Σχολή Ευελπίδων

Λόγοι άρσης του αδίκου στο πεδίο της ιατρικής ποινικής ευθύνης

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

Ιατρική Ευθύνη &Βιοηθική Μαρτίου Ζητήματα απόδειξης στην ποινική ιατρική ευθύνη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Α) Η θεωρητική και νοµολογιακή προσέγγιση πριν από το Ν 2408/1996 (Υπεράσπιση 1992, 357)... 9

Θέμα επγαζίαρ: Ανηικειμενικόρ αιηιώδηρ ζύνδεζμορ ζηο πεδίο ηων ιαηπικών ππάξεων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Προς. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας. και δι' αυτών στους Εισαγγελείς Πρωτοδικών περιφερείας τους

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών

ΙΙ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Αρείου Πάγου 2440/2008 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: WPyfb8Gf6LeV&apof=2440_2008

22/11/2008. Εκδήλωση- ενημέρωση- συζήτηση. με θέματα. «Ηθική και δεοντολογία στο επάγγελμα του οδοντιάτρου & Νομική προσέγγιση ιατρικής ευθύνης»

Η έμπρακτη μετάνοια και η εντελής ικανοποίηση του παθόντος στο Ποινικό Δίκαιο και στους Ειδικούς Ποινικούς Νόμους

Ποινική ευθύνη διοικούντων νομικά πρόσωπα για εγκλήματα παράλειψης

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ - ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΩΡΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

«ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

Η δήμευση και ο νέος της χαρακτήρας υπό το φως του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου

Δεύτερο Στάδιο - Σύνολο Διώρων

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Ο κ. Παπαϊωάννου επισήμανε την «επιτακτική ανάγκη για νέους Κώδικες σε όλο το φάσμα του δικαιϊκού μας συστήματος».

1. Προϋποθέσεις κατάφασης εγκλήματος τελούμενου κατ εξακολούθηση

Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η E Ρ Γ A Σ I A

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΓΙΑΤΡΩΝ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ Ή ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

09. Ποινικό Δίκαιο & Ποινική Δικονομία

23η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ - ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Π.Μ.Σ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Ειδικά στοιχεία του αδίκου: προσέγγιση της έννοιας και σύνδεσή της με την πλάνη και με τα ειδικά στοιχεία του δόλου ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ.

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος. Συντομογραφίες..

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Β ΕΤΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

LEGAL INSIGHT ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ-ΠΛΑΣΤΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΙΣ

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Της Ζώη N. Γεωργίας, Δικηγόρου, Μεταπτυχιακής φοιτήτριας

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

(2015) 1 PRO JUSTITIA

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ Α ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Μ. ΤΟΥΜΑΝΙΔΟΥ «ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟΣ ΔΟΛΟΣ ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΑΜΕΛΕΙΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ» ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Ν. ΜΠΙΤΖΙΛΕΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2013

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠ Άρειος Πάγος Άρ. Άρθρο Αρμ Αρμενόπουλος ΔΑερ Διαρκές Αεροδικείο Δ/νη Δικαιοσύνη ΔΣτρ Διαρκές Στρατοδικείο ΕισΑΠ Εισαγγελέας Αρείου Πάγου ΕισΠροτ Εισαγγελική Πρόταση Ενν. Εννοείται Κλπ. Και τα λοιπά ΜΟΔ Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο ΜΟΕ Μικτό Ορκωτό Εφετείο ΝοΒ Νομικό Βήμα Ό.αν. Όπως ανωτέρω ΠειρΝομ Πειραϊκή Νομολογία ΠΚ Ποινικός Κώδικας Πλημ Πλημμελειοδικείο ΠοινΔικ Ποινική Δικαιοσύνη ΠοινΛογ Ποινικός Λόγος ΠοινΧρ Ποινικά Χρονικά ΠραξΛογΠΔ Πράξη και Λόγος Ποινικού Δικαίου Πρβλ. Παράβαλε Σ Σύνταγμα Σελ. Σελίδα Στρ Στρατοδικείο Συμβ Συμβούλιο ΣχΠΚ Σχέδιο Ποινικού Κώδικα ΤΝΠΝ Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος Υπερ Υπεράσπιση 1

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ BGH Bundesgerichtshof (: Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο) BGHSt Entscheidungen des Bundesgerichtshofs in Strafsachen (: Αποφάσεις του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου σε ποινικές υποθέσεις) NJW Neue Juristische Wochenschrift (: Νέο Νομικό Εβδομαδιαίο Περιοδικό) 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ σελ. 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ σελ. 3 1. Εισαγωγή σελ. 5 1.1. Εισαγωγή στο πρόβλημα σελ. 5 1.2. Δικαιοπολιτική σημασία της διάκρισης ενδεχόμενου σελ. 6 δόλου ενσυνείδητης αμέλειας 2. Θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος σελ. 9 2.1. Η υποκειμενική υπαιτιότητα σελ. 9 2.1.1. Ο δόλος σελ. 11 2.1.1.1. Θεμελίωση του δόλου και τα είδη του σελ. 11 2.1.1.1.1. Η σχέση του ενδεχόμενου δόλου με τα άλλα δύο είδη σελ. 14 δόλου 2.1.2. Η αμέλεια σελ. 16 2.1.2.1. Θεμελίωση της αμέλειας και τα είδη της σελ. 16 2.1.3. Οριοθέτηση ενδεχόμενου δόλου ενσυνείδητης αμέλειας σελ. 23 2.1.3.1. Θεωρίες αποσκοπούσες στην οριοθέτηση ενδεχόμενου σελ. 25 δόλου ενσυνείδητης αμέλειας 2.1.3.1.1. Γνωστικές θεωρίες (ή θεωρίες παραστάσεως) σελ. 25 2.1.3.1.1.1. Θεωρία της δυνατότητας σελ. 28 2.1.3.1.1.2. Θεωρία της πιθανότητας σελ. 31 2.1.3.1.1.3. Θεωρία του ανεπίτρεπτου κινδύνου σελ. 33 2.1.3.1.1.4. Θεωρία της έλλειψης κάθε προσπάθειας αποτροπής της σελ. 35 επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος 2.1.3.1.2. Βουλητικές θεωρίες (ή θεωρίες της βουλήσεως) σελ. 36 2.1.3.1.2.1. Θεωρία της επιδοκιμασίας (ή θεωρία της συναινέσεως ή σελ. 37 συγκαταθέσεως ή α τύπος του Frank) 2.1.3.1.2.2. Θεωρία της αποδοχής του κινδύνου (ή β τύπος του σελ. 41 Frank) 2.1.3.1.2.3. Θεωρία της αδιαφορίας σελ. 44 2.1.3.1.2.4. Θεωρία της αποδοχής η επιλογή του ελληνικού ΠΚ σελ. 48 2.1.3.1.3. Ενδιάμεσα συμπεράσματα σελ. 51 3

2.1.3.2. Προσπάθειες οριοθέτησης ενδεχόμενου δόλου σελ. 52 ενσυνείδητης αμέλειας στην ελληνική ποινική θεωρία 2.1.3.2.1. Θεωρήσεις υπέρ της de lege lata «θεωρίας της σελ. 57 επιδοκιμασίας» 2.1.3.2.2. Θεωρήσεις υπέρ της de lege lata «θεωρίας της αποδοχής σελ. 66 του κινδύνου» (ή β τύπου του Frank) 2.1.3.2.3. Θεωρήσεις υπέρ της de lege lata «θεωρίας της αποδοχής σελ. 74 του εγκληματικού αποτελέσματος» 2.1.3.2.4. Ενδιάμεσα συμπεράσματα σελ. 90 2.1.3.2.5. Ενδείξεις κι αντενδείξεις στη διάγνωση του ενδεχόμενου δόλου σελ. 93 2.1.4. Η de lege ferenda πρόταση τριχοτόμησης της σελ. 103 υπαιτιότητας 3. Νομολογιακή προσέγγιση της διάκρισης ενδεχόμενου δόλου ενσυνείδητης αμέλειας σελ. 115 3.1. Η νομολογιακή οριοθέτηση ενδεχόμενου δόλου σελ. 115 ενσυνείδητης αμέλειας προ του 2000 3.2. Η «ανατροπή» της νομολογίας από το 2000 έως το 2004 σελ. 119 3.3. Η νομολογιακή οριοθέτηση ενδεχόμενου δόλου σελ. 127 ενσυνείδητης αμέλειας από το 2004 έως σήμερα 3.4. Ενδιάμεσα συμπεράσματα σελ. 133 4. Επίλογος σελ. 135 Ενδεικτική Βιβλιογραφία Αρθρογραφία - Νομολογία σελ. 137 4

1. Εισαγωγή 1.1. Εισαγωγή στο πρόβλημα Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας η χώρα μας ταλανίστηκε ιδιαίτερα από τραγικά γεγονότα/ δυστυχήματα με έντονα αντικοινωνικό χαρακτήρα, όπως θανατηφόρες καταρρεύσεις κτιρίων, στα οποία είχαν γίνει παράνομες οικοδομικές παρεμβάσεις και τα οποία επλήγησαν από τον σεισμό της Πάρνηθας τον Σεπτέμβρη του έτους 1999, πολύνεκρα τροχαία ατυχήματα (δυστύχημα στα Τέμπη) ή θανατηφόρα ναυάγια (ΔΥΣΤΟΣ, ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ) που απασχόλησαν επί μακρόν κι εντόνως την ελληνική κοινωνία και, συνακόλουθα, την ελληνική ποινική δικαιοσύνη. Η ως άνω πραγματικότητα είχε αντίκτυπο στο πεδίο του ποινικού δικαίου, στο μέτρο που οι αρμόδιες δικαστικές αρχές, λειτουργώντας υπό τη φορτική πίεση των ΜΜΕ τα οποία μετέφεραν τον παλμό της κοινής γνώμης αξιώνοντας την παραδειγματική τιμωρία των υπαιτίων κι ευρισκόμενες σε αμηχανία για το λόγο ότι έκριναν ανεπαρκές το υφιστάμενο νομικό οπλοστάσιο προς εξασφάλιση δίκαιης ανταπόδοσης στην βαρύτητα της συγκεκριμένης έντονα αντικοινωνικής πράξεως, και με απώτερο στόχο τον κατευνασμό του κοινού περί δικαίου αισθήματος, κατέφυγαν σε τεχνάσματα, νομικούς ακροβατισμούς, παραβιάζοντας κατ ουσίαν το παραδοσιακό ποινικό δόγμα στη βάση μίας contra legem ερμηνείας των αφορουσών στην υποκειμενική υπαιτιότητα ποινικών διατάξεων, ιδία δε με την παρά το γράμμα του νόμου ερμηνεία της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και την, κατ επέκταση, εσφαλμένη οριοθέτηση αυτού από τη γείτονα έννοια της ενσυνείδητης αμέλειας. Η εξέλιξη για περίπου μία τετραετία υπήρξε δραματική σε επίπεδο νομολογιακού χειρισμού. Η διά της νομολογίας απορρύθμιση του παραδοσιακού ποινικού δόγματος υπήρξε έντονη ενδεικτική αυτής (της απορρύθμισης) υπήρξε η κατά παρέκκλιση της κλασσικής ερμηνείας των αφορουσών στην υποκειμενική υπαιτιότητα διατάξεων άσκηση ποινικών διώξεων κατά των υπαιτίων εγκληματικών πράξεων για τις αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις ως τελεσθείσες με ενδεχόμενο δόλο, ενώ αποτελούσαν δογματικά κλασσικές έως τότε περιπτώσεις εξ αμελείας τέλεσης. 5

Η διττή σκοπιμότητα που υποκρυπτόταν πίσω από τις ως άνω πρωτοβουλίες των εισαγγελικών αρχών υπήρξε προφανής. Αφενός μεν έτσι επιτυγχάνονταν ο βαρύτερος χαρακτηρισμός της πράξεως κι η δυνατότητα τιμώρησης του δράστη, όταν η υπόθεση επρόκειτο να φτάσει στο ακροατήριο, με βάση υψηλότερο πλαίσιο ποινής, αφετέρου δε στις περιπτώσεις ανθρωποκτονιών, ο χαρακτηρισμός των πράξεων ως τελεσθεισών με ενδεχόμενο δόλο τις καθιστά κακουργήματα επιτρέποντας έτσι την προσωρινή κράτηση του δράστη. Η ως άνω εμφανισθείσα τάση στη νομολογία μας, δημιούργησε μία ανεπίτρεπτη για δικαιοκρατούμενο κράτος σύγχυση της δικαστικής εξουσίας με τη νομοθετική, στην οποία αντέδρασε έντονα η θεωρία, ανακόπτοντάς την κι συμβάλλοντας ενεργά στην επάνοδο στη νομιμότητα, όπως θα αναδειχθεί επαρκώς στην παρούσα. 1.2. Δικαιοπολιτική σημασία της διάκρισης ενδεχόμενου δόλου ενσυνείδητης αμέλειας Πριν υπεισέλθουμε στην εδώ εξεταζόμενη προβληματική της διάκρισης του ενδεχόμενου δόλου από την ενσυνείδητη αμέλεια, με την οποία και γειτνιάζει εννοιολογικά, θα πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα η δικαιοπολιτική σημασία της επίμαχης οριοθέτησης, από την οποία προκύπτει περαιτέρω κι η σπουδαιότητά της. Ο ενδεχόμενος δόλος ως μορφή υπαιτιότητας αποτελεί όχι μόνο το οριακό σημείο μεταξύ των δύο μορφών υπαιτιότητας, δόλου κι αμέλειας, αλλά έτσι όπως είναι διαμορφωμένος ο συσχετισμός των εγκλημάτων και των ποινών στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, καθορίζει ταυτόχρονα και τα όρια: Α) μεταξύ κακουργήματος και πλημμελήματος (διότι κακούργημα από αμέλεια δε νοείται), Β) μεταξύ βαρύτατων ποινών, που μπορεί να φτάνουν μέχρι και την ισόβια κάθειρξη (που προβλέπεται για ορισμένα κακουργήματα) κι ελαφρότερων ποινών με ανώτατο όριο τα πέντε έτη φυλακίσεως (που προβλέπεται για τα πλημμελήματα), ενώ Γ) παίζει σημαντικό ρόλο και στο ιδιαίτερα φλέγον για κάθε κατηγορούμενο ζήτημα της επιβολής περιοριστικών όρων, καθώς ο βαρύτερος αυτών, η 6

προσωρινή κράτηση, κατά κανόνα μόνο στα κακουργήματα μπορεί να επιβληθεί. Όλα αυτά καθιστούν ολοφάνερη την τεράστια δικαιοπολιτική σημασία μιας σχολαστικής διάκρισης μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας, την οποία θα επιχειρήσουμε στην παρούσα μελέτη. Η ως άνω παραδοχή μας δίνει την αφορμή να αναφερθούμε συνοπτικά στην παρούσα θέση στο περιεχόμενο της παρούσας μελέτης με την οποία επιχειρούμε να αναδείξουμε όλες τις πτυχές της επίμαχης προβληματικής τόσο σε θεωρητικό όσο και νομολογιακό επίπεδο. Έτσι, αρχής γενομένης από τη διερεύνηση της σχέσης που συνδέει τον ενδεχόμενο δόλο με το γένος του δόλου, κι αντιστοίχως της ενσυνείδητης αμέλειας με το γένος της αμέλειας, επιχειρείται στην παρούσα μελέτη η διακρίβωση της τυχόν συνδέουσας τον ενδεχόμενο δόλο με την ενσυνείδητη αμέλεια σχέσης, και η περαιτέρω κατ αναπόδραστη πορεία επιχειρούμενη στη παρούσα μελέτη οριοθέτηση των δύο ως άνω ανθρωπίνων υποκειμενικών μεγεθών. Η παράθεση στη συνέχεια των υποστηριζόμενων, ιδίως στο γερμανόφωνο ποινικό δίκαιο, θεωρητικών προσεγγίσεων για την επίλυση της επίμαχης διάκρισης καθίσταται απολύτως σκόπιμη, κατά την κρίση της γράφουσας, προκειμένου να φωτίσει σημαντικά τις υποστηριζόμενες στο πεδίο της ελληνικής ποινικής επιστήμης θέσεις περί της προκείμενης προβληματικής. Περαιτέρω, η συνειδητή επιλογή της γράφουσας να παραθέσει συνολικά τις διατυπωθείσες στην ελληνική ποινική επιστήμη θέσεις επί της επίμαχης διάκρισης, για λόγους νοηματικής ενότητας και δογματικής καθαρότητας, συμβάλει καταλυτικά, κατά την κρίση της γράφουσας, στην επίλυση των κυριότερων δογματικά στασιαζόντων ζητημάτων, που ανακύπτουν στα πλαίσια της εδώ εξεταζόμενης προβληματικής, και στα οποία γίνεται εκτενής λόγος κατωτέρω. Στην παρούσα μελέτη δεν παροράται η προσφάτως ανακύψασα στο δίκαιό μας προβληματική της τριχοτόμησης της υπαιτιότητας, οπότε κι αποσκοπείται η ανάδειξη της επάρκειας του υπάρχοντος ποινικού οπλοστασίου να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τυχόν ανακύπτουσες «οριακές» κατά το φαινότυπο καταστάσεις. «Συνοδοιπόρος» στην παρούσα μελέτη μας δεν μπορεί παρά να είναι η αρεοπαγιτική νομολογία, η διεξοδική αναφορά στην οποία 7

καθίσταται, κατά την γράφουσα, εκ των ων ουκ άνευ για την πληρέστερη κατανόηση της επίμαχης προβληματικής. 8

2. Θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος 2.1. Η υποκειμενική υπαιτιότητα Η σύνδεση της πράξης (εν ευρεία εννοία) 1 του δράστη με την ψυχική διάθεση αυτού αποτελεί θεμελιώδη επιταγή της ελληνικής έννομης τάξης και απορρέει από τη συνταγματικά (άρ. 2 παρ. 1 και άρ. 5 παρ. 1 του Σ) και νομοθετικά (άρ. 14 παρ. 1 ΠΚ) κατοχυρωμένη αρχή της ενοχής 2. Κατ επιταγή της ως άνω αρχής, το δίκαιο μέμφεται/ καταλογίζει ποινική ευθύνη στο δράστη μίας εγκληματικής πράξης (με την ευρεία του όρου έννοια) μόνον εφόσον αυτή συνιστά «υπεύθυνο έργο» του, ήτοι για τη θεμελίωση ποινικής ευθύνης θα πρέπει ο σύνδεσμος μυϊκής ενέργειας/ αδράνειας και αποτελέσματος, ο οποίος συγκροτεί την πράξη εν ευρεία εννοία, να καλύπτεται από την υποκειμενική υπαιτιότητα του δράστη και να αποδοκιμάζεται τελικά από το δίκαιο 3. Κατόπιν τούτων, καθίσταται απολύτως σαφής η εγγυητική και εξασφαλιστική λειτουργία της αρχής της ενοχής για το ποινικό μας οικοδόμημα 4. 1 Αναφορικά με διάκριση των πράξεων σε πράξεις με ευρεία έννοια και σε πράξεις με στενή έννοια, βλ. ενδεικτικά Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., σε Καϊάφα Γκμπάντι Μ./ Μανωλεδάκη Ι./ Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., Ποινικό δίκαιο Επιτομή γενικού μέρους Άρθρα 1 49 ΠΚ, Εκδόσεις Σάκκουλα, ζ έκδοση, 2005, σελ. 177 επ., καθώς και σε Μανωλεδάκη Ι., Μελέτες για εμβάθυνση στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο (1978 1989), Εκδόσεις Σάκκουλα, 1990, σελ. 139, και σε Παρασκευόπουλο Ν., Τα θεμέλια του ποινικού δικαίου Γενικό μέρος: Το έγκλημα, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008, σελ. 101 επ. 2 Η αρχή της ενοχής, η οποία ισχύει στο ποινικό μας δίκαιο, αποδίδεται περιφραστικά με την έκφραση «κανένα έκγλημα, καμία ποινή χωρίς ενοχή» (λατινική απόδοση: «nullum crimen nulla poena sine culpa»), βλ. ενδεικτικά Παρασκευόπουλος Ν., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 225, Παρασκευόπουλος Ν., Μελέτη, Υπερ 1993, σελ. 1251 επ., καθώς και σε Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., σε Καϊάφα Γκμπάντι Μ./ Μανωλεδάκη Ι./ Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 215. Περαιτέρω για τη σπουδαιότητα της αρχής της ενοχής στο ποινικό δίκαιο, βλ. ενδεικτικά σε Hirsch H. J., Η αρχή της ενοχής και η λειτουργία της στο ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρ 1995, σελ. 129 επ., σε απόδοση στα ελληνικά των Μπιτζιλέκη Ν. και Φελουτζή Κ. 3 Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό δίκαιο Επιτομή γενικού μέρους Άρθρα 1 49 ΠΚ, Εκδόσεις Σάκκουλα, στ έκδοση, 2001, σελ. 180 επ., η ενοχή δεν ταυτίζεται εννοιολογικά με την υποκειμενική υπαιτιότητα (δόλος και αμέλεια), όπως γινόταν δεκτό στα πλαίσια της «ψυχολογικής αντίληψης της ενοχής», αλλά περιέχει και αξιολογικά στοιχεία, καθιστάμενη έτσι τελικώς αξιολογική έννοια («δεοντολογική αντίληψη τα ενοχής»). 4 Βλ. σχετικά επ αυτού Σοφός Θ., Ενδεχόμενος δόλος και βαρεία αμέλεια, Η αξιολογική σχέση διαβάθμισης των δύο μορφών υπαιτιότητας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2008, σελ. 3, όπου ο συγγραφέας αναφέρεται χαρακτηριστικά στην αρχή της ενοχής ως τη μεγαλύτερη 9

Περαιτέρω, ως «υποκειμενική υπαιτιότητα» καλείται εκείνος ο ψυχοπνευματικός σύνδεσμος του δράστη με το εγκληματικό αποτέλεσμα της μυϊκής ενέργειας ή αδράνειάς του, ο οποίος μπορεί να συνίσταται στη γνώση και θέληση του εγκληματικού αποτελέσματος ή, έστω, στην υπαίτια άγνοια και στην αποκρουόμενη κοινωνικά αδιαφορία του 5 εξαιτίας των οποίων επήλθε τελικά το εγκληματικό αποτέλεσμα. Η υποκειμενική υπαιτιότητα προσλαμβάνει δύο εκφάνσεις στο ποινικό μας δίκαιο, ή, ορθότερα, συγκροτείται σε δύο βαθμίδες 6, αυτή του δόλου και αυτή της αμέλειας 7. μέχρι σήμερα κατάκτηση του ποινικού δόγματος για το λόγο ότι παρέχει τα εχέγγυα εξατομικευμένης κάθε φορά δικανικής κρίσης με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις τέλεσης της πράξης και τις ιδιαίτερες ιδιότητες του δράστη και της πράξης αυτού. 5 Βλ. σχετικά Μανωλεδάκης Ι., ό.αν. [υποσ. 3], σελ. 178. 6 Σχετικά προσφάτως, και ιδίως επ αφορμής των τραγικών «διλημματικών» καταστάσεων που εκτίθενται στην εισαγωγή της παρούσας μελέτης αναφορικά με τα ρευστά όρια της διάκρισης ενδεχόμενου δόλου ενσυνείδητης αμέλειας, ανέκυψε στην ελληνική ποινική δογματική η γενικότερη προβληματική αναφορικά με τη σκόπιμη ή μη εισαγωγή μίας τρίτης βαθμίδας υπαιτιότητας στο ποινικό μας δίκαιο. Αναφορικά με την εν λόγω προβληματική, βλ. σχετικά κατωτέρω υπό στοιχείο 2.1.4. 7 Βλ. ενδεικτικά Χωραφάς Ν., Ελληνικόν ποινικόν δίκαιον Γενικόν μέρος, Τόμος Α, Εκδόσεις Νικ. Α. Σάκκουλα, 1943, σελ. 94, Χωραφάς Ν., Ποινικόν δίκαιον, Τόμος Α, Εκδόσεις Αφοί Π. Σάκκουλα, θ έκδοση μεταθανάτια σε επιμέλεια Σταμάτη Κ., 1978, σελ. 251, καθώς και σε Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό δίκαιο Γενικό μέρος Θεωρία για το έγκλημα, Εκδόσεις Δίκαιο και Οικονομία, Π. Ν. Σάκκουλας, β έκδοση, 2006, σελ. 264, Ανδρουλάκη Ν., Ποινικόν δίκαιον Γενικόν μέρος Πανεπιστημιακαί παραδόσεις, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1986, σελ. 2, Ανδρουλάκη Ν., Ποινικόν δίκαιον Γενικόν μέρος Πανεπιστημιακαί παραδόσεις, Τεύχος Α, Εκδόσεις «Το Νομικόν», Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1960, σελ. 319, Γάφο Η., Ποινικόν δίκαιον Γενικόν μέρος, Τεύχος Β, β έκδοση, 1975, σελ. 240, Γεωργάκη Ι., Ποινικό δίκαιο Γενικό μέρος Διδασκαλία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σε επιμέλεια Χαραλαμπάκη Αρ., 1991, σελ. 317, Γεωργάκη Ι., Ποινικόν δίκαιον Γενικόν μέρος Διδασκαλία, Εκδόσεις «Παντειακόν», Ι. Σάκκουλα, 1970, σελ. 106, Καρανίκα Δ., Εγχειρίδιον ποινικού δικαίου Γενικόν μέρος, Τόμος Α, β έκδοση, Εκδόσεις Αφοί Π. Σάκκουλα, 1959, σελ. 95, Καρανίκα Δ., Στοιχεία ποινικής επιστήμης, Εκδόσεις Αφοί Π. Σάκκουλα, 1970, Κωστάρα Α., Έννοιες και θεσμοί του ποινικού δικαίου Θεωρία και πρακτική προσέγγιση των διατάξεων του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2001, σελ. 465, Μαγκάκης Γ. Α., Ποινικό δίκαιο Διάγραμμα γενικού μέρους, Εκδόσεις Παπαζήση, γ έκδοση, 1984, σελ. 305, Μανωλεδάκη Ι., ό.αν. [υποσ. 3], Μυλωνόπουλο Χρ., Ποινικό δίκαιο Γενικό μέρος Ι, Εκδόσεις Δίκαιο και Οικονομία, Π. Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 214, Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., σε Καϊάφα - Γκμπάντι Μ./ Μανωλεδάκη Ι./ Συμεωνίδου Καστανίδου, ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 216, Παρασκευόπουλο Ν., Φρόνημα και καταλογισμός στο ποινικό δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1986, σελ 42, Χαραλαμπάκη Α., Διάγραμμα ποινικού δικαίου Γενικό μέρος, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, ε έκδοση, 2003, σελ. 159. 10

Μολονότι αντικείμενο της παρούσας εργασίας δεν αποτελεί προφανώς η εκτεταμένη εννοιολογική προσέγγιση του δόλου και της αμέλειας ως εννοιών γένους, ο επακριβής εννοιολογικός καθορισμός των δύο ως άνω βαθμίδων υπαιτιότητας συνιστά «condition sine qua non» της επίτευξης του στόχου που έχουμε θέσει στο παρόν πόνημα μας, ήτοι της προσέγγισης της λεπτής εννοιολογικής διάκρισης του ενδεχόμενου δόλου από την ενσυνείδητη αμέλεια. Προς τούτο δε, καθίσταται απολύτως σκόπιμη η ερμηνευτική προσέγγιση των επιμέρους εκφάνσεων του δόλου και τις αμέλειας και, περαιτέρω, η διάγνωση της σχέσης που συνδέει τον ενδεχόμενο δόλο με τα άλλα δύο είδη δόλου καθώς και την ενσυνείδητη αμέλεια προς το γένος της αμέλειας αντίστοιχα. Κατ αυτόν τον τρόπο θα αναδειχθεί ευχερέστερα η διάκριση ενδεχόμενου δόλου ενσυνείδητης αμέλειας, που μας απασχολεί στην παρούσα μελέτη. 2.1.1. Ο δόλος 2.1.1.1. Θεμελίωση του δόλου και τα είδη του Σύμφωνα με το άρ. 27 παρ. 1 ΠΚ, «Με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται». Από τον ως άνω νομοθετικό ορισμό της έννοιας του δόλου, προκύπτουν σαφώς τα δύο «συνθετικά» του στοιχεία, ήτοι το γνωστικό (ή διανοητικό) στοιχείο του δόλου και το βουλητικό στοιχείο αυτού 8,9, από τον 8 Βλ. ενδεικτικά Ανδρουλάκης Ν., Ποινικό δίκαιο Γενικό μέρος Θεωρία για το έγκλημα, ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 266, Ανδρουλάκης Ν., Ποινικόν δίκαιον Γενικόν μέρος Πανεπιστημιακαί παραδόσεις, Τεύχος Α, ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 332, Ανδρουλάκης Ν., Ποινικόν δίκαιον Γενικόν μέρος Πανεπιστημιακαί παραδόσεις, ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 8, Βαθιώτης Κ., Στοιχεία ποινικού δικαίου Γενικό μέρος, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2007, σελ. 235, Κοτσαλής Λ., Ποινικό δίκαιο: Γενικό μέρος, Τεύχος Ι, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005, σελ. 519 επ., Κωστάρας Α., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 466, Μαγκάκης Γ. Α., ό.αν. [υποσ. 7], σελ.305, Μανωλεδάκης Ι., ό.αν. [υποσ. 3], σελ. 183, Μπουρμάς Γ., παρατηρήσεις επί του ΣυμβΑΠ 65/2007, ΠοινΔικ 2008, σελ. 149 επ., Μυλωνόπουλος Χρ., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 232, Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., σε Καϊάφα Γκμπάντι Μ./ Μανωλεδάκη Ι./ Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 216, Παρασκευόπουλος Ν., Τα θεμέλια του ποινικού δικαίου Γενικό μέρος: Το έγκλημα, ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 236. Όπως μάλιστα χαρακτηριστικά αναφέρει ο Παρασκευόπουλος Ν., ό.αν. [υποσ. 1], ο δόλος του δράστη προκύπτει από τη γνώση και θέληση αυτού, όπως εκδηλώνονται στην εμπειρική πραγματικότητα, να προκαλέσει τη συγκεκριμένη άδικη 11

συνδυασμό των οποίων και την διαβάθμισή τους προκύπτουν τα τρία είδη δόλου, για τα οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω 10. Προτού όμως αναφερθούμε στις τρεις ειδικότερες μορφές δόλου, και προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη η κατανόηση της ως άνω διαφοροποίησης, κρίνεται απολύτως σκόπιμη η ερμηνευτική προσέγγιση των δύο συνθετικών στοιχείων του δόλου, ήτοι του γνωστικού και του βουλητικού. Δεδομένης της ως άνω ανάπτυξης, καθίσταται απολύτως σαφές πως ο δόλος συνέχεται άρρηκτα με τη γνώση εκ μέρους του δράστη όλων των εμπειρικών δεδομένων/ περιστατικών που συγκροτούν την πράξη του και πληρούν την αντικειμενική υπόσταση των οικείων ποινικών διατάξεων (γνώση εν στενή εννοία) 11,12. Η δε «γνώση» εν ευρεία έννοια περιλαμβάνει πέραν της γνώσης της υφιστάμενης κατάστασης (γνώση εν στενή εννοία) και την πράξη, και βεβαίως δε συνάγεται από ανεκδήλωτες φρονηματικές διαθέσεις, όπως κατά το παρελθόν ίσχυε για το λεγόμενο «dolus malus» (κακοβουλία, μοχθηρία), ομοίως και σε Μανωλεδάκη Ι., Γενική θεωρία του ποινικού δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1981, σελ. 367, υποσημ. υπ αριθ. 404, καθώς και σε Μανωλεδάκη Ι., Ποινικό δίκαιο Γενική θεωρία, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2004, σελ. 912, υποσημ. υπ αριθ. 404. 9 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Βαθιώτης Κ., ό.αν. [υποσ. 8], σελ. 235, η γνώση του εγκληματικού αποτελέσματος από τον δράστη, σε αντίθεση με τη θέληση του εγκληματικού αποτελέσματος από τον ίδιο, δεν αναφέρεται ρητά ως προϋπόθεση του δόλου στο άρ. 27 παρ. 1 ΠΚ, αλλά συνάγεται με ασφάλεια αφενός μεν γιατί η γνώση συνιστά λογική προϋπόθεση της θέλησης, αφετέρου δε γιατί στην παρ. 2 του άρ. 27 ΠΚ γίνεται ρητή αναφορά στην γνώση του εγκληματικού αποτελέσματος, ως συστατικού στοιχείου του ενδεχόμενου δόλου, για τον οποίο θα γίνει αναλυτικότερη αναφορά κατωτέρω στην παρούσα θεματική υποενότητα υπό στοιχείο 2.1.1.1. 10 Αναφορικά με τα τρία είδη του δόλου, βλ. σχετική κατωτέρω στην παρούσα υπό σ τοιχείο 2.1.1.1. θεματική υποενότητα. 11 Βλ. ενδεικτικά Ανδρουλάκης Ν., Ποινικό δίκαιο Γενικό μέρος Θεωρία και το έγκλημα, ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 266, Βαθιώτης Κ., ό.αν. [υποσ. 8], σελ. 235, Γεωργάκης Ι., Ποινικόν δίκαιον Γενικόν μέρος Διδασκαλία, ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 108, Μαγκάκης Γ. Α., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 306, Μυλωνόπουλος Χρ., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 233, Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., σε Καϊάφα Γκμπάντι Μ./ Μανωλεδάκης Ι./ Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 216, Χαραλαμπάκης Α., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 159. 12 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Βαθιώτης Κ., ό.αν. [υποσ. 8], σελ. 235, η γνώση του δόλιου δράστη εκτείνεται σε όλα εκείνα τα στοιχεία (ή τις περιστάσεις) της οικείας αντικειμενικής υπόστασης, και ειδικότερα ο δόλιος δράστης πρέπει να γνωρίζει την αιτιώδη σύνδεση της πράξης του με το επελθόν αποτέλεσμα (ως βέβαιη ή ενδεχόμενη), τον τόπο τελέσεως, εφόσον αυτός ανάγεται από το νόμο σε στοιχείο του αδίκου, τον τρόπο τελέσεως της αξιόποινης πράξης, όπου αυτός προβλέπεται, και τις περιστάσεις που επιτείνουν το αξιόποινο ή το μειώνουν, εφόσον αυτές συνδιαμορφώνουν το άδικο που αποτυπώνεται στο νόμο. 12

πρόβλεψη των μελλοντικών εξελίξεων και συνεπειών της εν λόγω συμπεριφοράς 13. Κατόπιν τούτων, καθίσταται ευκρινής η διάρθρωση της γνώσης στις εξής δύο διαβαθμίσεις, ήτοι α) στην γνώση του εγκληματικού αποτελέσματος ως βεβαίου να επέλθει και β) στην γνώση του εγκληματικού αποτελέσματος ως ενδεχόμενου να επέλθει 14. Όπως όμως αναφέρθηκε και ανωτέρω, από τον ίδιο το νομοθετικό ορισμό του δόλου προκύπτει η μη κατάφαση αυτού στην περίπτωση που ο δράστης δεν καλύπτει με τη βούλησή του το επελθόν εγκληματικό αποτέλεσμα. Περαιτέρω, κατ άρ. 27 παρ. 1 ΠΚ, το βουλητικό στοιχείο του δόλου συνίσταται είτε σε επιδίωξη του εγκληματικού αποτελέσματος (stricto sensu θέληση) είτε σε αποδοχή αυτού (ως αναγκαίου ή ως ενδεχόμενου να επέλθει) 15,16. Από τον συνδυασμό του γνωστικού στοιχείου, υπό τις ειδικότερες μορφές που μπορεί να λάβει όπως ανωτέρω αναπτύχθηκε, με το βουλητικό στοιχείο και τις ειδικότερες εκφάνσεις αυτού, προκύπτουν οι τρεις πιθανές μορφές δόλου 17, οι οποίες έχουν ως εξής: α) ο άμεσος δόλος α 13 Βλ. ενδεικτικά Ανδρουλάκης Ν., ό.αν. [υποσ. 11], σελ. 266, Βαθιώτης Κ., ό.αν. [υποσ. 8], σελ. 235, Μαγκάκης Γ. Α., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 305, Χαραλαμπάκης Α., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 159. 14 Βλ. ενδεικτικά Ανδρουλάκης Ν., ό.αν. [υποσ. 11], σελ. 266, Βαθιώτης Κ., ό.αν. [υποσ. 8], σελ. 236, Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., σε Καϊάφα Γκμπάντι Μ./ Μανωλεδάκη Ι./ Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 216. 15 Βλ. ενδεικτικά Ανδρουλάκης Ν., ό.αν. [υποσ. 11], σελ. 267, Βαθιώτης Κ., ό.αν. [υποσ. 8], σελ. 237, Γεωργάκης Ι., ό.αν. [υποσ. 11], σελ. 110, Μαγκάκης Γ. Α., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 305, Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., σε Καϊάφα Γκμπάντι Μ./ Μανωλεδάκης Ι./ Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 216, Χαραλαμπάκης Α., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 159. 16 Εντελώς επιγραμματικά στο σημείο αυτό αναφέρουμε πως, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Παρασκευόπουλος Ν., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 45, η διακρίβωση του βουλητικού στοιχείου του δόλου είναι μία εξαιρετικά δυσχερής διαδικασία γιατί η «βούληση», ως τέτοια, μόνο «συνεπικουρούμενη» από τη γνώση συλλαμβάνεται εμπειρικά. 17 Βλ. ενδεικτικά Ανδρουλάκης Ν., ό.αν. [υποσ. 11], σελ. 266, Ανδρουλάκης Ν., Ποινικόν δίκαιον Γενικόν μέρος Πανεπιστημιακαί παραδόσεις, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 9, Ανδρουλάκης Ν., Ποινικόν δίκαιον Γενικόν μέρος Πανεπιστημιακαί παραδόσεις, Εκδόσεις «Το Νομικόν», ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 333 επ., Βαθιώτης Κ., Δόλος Θεμελίωση και αποκλεισμός του στο ποινικό δίκαιο, Εκδόσεις Δίκαιο και Οικονομία Π. Ν. Σάκκουλα, 2003, σελ. 57, Βαθιώτης Κ., Στοιχεία ποινικού δικαίου, ό.αν. [υποσ. 8], σελ. 235, Γεωργάκης Ι., ό.αν. [υποσ. 11], σελ. 110, Καρανίκας Δ., Εγχειρίδιον ποινικού δικαίου, ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 116, Καρανίκας Δ., Στοιχεία ποινικής επιστήμης, ό.αν. 13

βαθμού, όταν γνωρίζω ως βέβαιο το εγκληματικό αποτέλεσμα και το επιδιώκω, β) ο άμεσος δόλος β βαθμού, όταν γνωρίζω ως βέβαιο το εγκληματικό αποτέλεσμα και, χωρίς να το επιδιώκω, το αποδέχομαι, και γ) ο ενδεχόμενος δόλος, όταν γνωρίζω το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και το αποδέχομαι 18,19. 2.1.1.1.1. Η σχέση του ενδεχόμενου δόλου με τα άλλα δύο είδη δόλου Στην αμέσως προηγούμενη ενότητα αναφερθήκαμε εντελώς επιγραμματικά στις επιμέρους μορφές του δόλου. Οποιαδήποτε εκτενής αναφορά στις τρεις μορφές του δόλου παρέλκει στην παρούσα διπλωματική εργασία καθώς, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, μόνο ο ενδεχόμενος δόλος σχετίζεται με την ειδικότερη προβληματική την οποία εν προκειμένω πραγματευόμαστε. Πλην όμως προκειμένου να διερευνήσουμε την εννοιολογική διαφοροποίηση του ενδεχόμενου δόλου από την ενσυνείδητη αμέλεια, κρίνουμε απολύτως σκόπιμη την διερεύνηση της «δογματικής ταυτότητας» του ενδεχόμενου δόλου έναντι των άλλων δύο μορφών δόλου, ήτοι την διερεύνηση των κοινών εκείνων χαρακτηριστικών μεταξύ των επιμέρους μορφών δόλου. [υποσ. 7], σελ. 57, Κωστάρας Α., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 468, Μαγκάκης Γ. Α., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 307, Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό δίκαιο Επιτομή γενικού μέρους Άρθρα 1 49 ΠΚ, ό.αν. [υποσ. 3], σελ. 181, Παρασκευόπουλος Ν., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 236, Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., σε Καϊάφα Γκμπάντι Μ./ Μανωλεδάκη Ι./ Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 216, Χαραλαμπάκης Α., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 161, Χωραφάς Ν., Ελληνικόν Ποινικόν δίκαιον, ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 99, Χωραφάς Ν., Ποινικόν δίκαιον, ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 253. 18 Βλ. ενδεικτικά Ανδρουλάκης Ν., Ποινικό δίκαιο Γενικό μέρος Θεωρία για το έγκλημα, ό.αν. [υποσ. 11], σελ. 267 επ., Ανδρουλάκης Ν., Ποινικόν δίκαιον Γενικόν μέρος Πανεπιστημιακαί παραδόσεις, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 2, Καρανίκας Δ., Εγχειρίδιον ποινικού δικαίου Γενικόν μέρος, ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 95, Καρανίκας Δ., Στοιχεία ποινικής επιστήμης, ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 57, Παρασκευόπουλος Ν., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 237, Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., σε Καϊάφα Γκμπάντι Μ./Μανωλεδάκη Ι./ Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 216 επ., Χαραλαμπάκης Α., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 161 επ., Χωραφάς Ν., Ποινικόν δίκαιον, ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 253. 19 Στην παρούσα θεματική ενότητα περιοριζόμαστε σε μία επιγραμματική αναφορά των επιμέρους ειδών του δόλου. Κατωτέρω, υπό στοιχείο 2.1.3. θα αναφερθούμε εκτενέστερα στον ενδεχόμενο δόλο επ αφορμής κυρίως του βουλητικού στοιχείου αυτού (την αποδοχή), το οποίο «πυροδοτεί» και την εδώ εξεταζόμενη προβληματική της διάκρισης ενδεχόμενου δόλου ενσυνείδητης αμέλειας. 14

Σύμφωνα με τον Χωραφά Ν. 20, το κοινό χαρακτηριστικό που εντοπίζεται και στις τρεις μορφές δόλου είναι η ύπαρξη ενός ψυχικού συνδέσμου μεταξύ του δράστη και του εγκληματικού αποτελέσματος κατά τρόπο τέτοιον ώστε ο δράστης του εγκλήματος να «οικειοποιείται» το εγκληματικό γεγονός. Με άλλα λόγια, κοινό χαρακτηριστικό και των τριών μορφών δόλου είναι η ευθεία εχθρική ψυχική στάση του δράστη απέναντι στο προσβαλλόμενο έννομο αγαθό 21, στάση που βεβαίως δεν απαντάται στον 20 Βλ. σχετικά Χωραφάς Ν., Ελληνικόν ποινικόν δίκαιον Γενικόν μέρος, ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 96. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επισήμανση της Καϊάφα Γκμπάντι Μ., Εξωτερική και εσωτερική αμέλεια στο ποινικό δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1994, σελ. 249, σύμφωνα με την οποία ο Χωραφάς Ν. αντιλαμβανόταν την αποδοχή ως κάτι διάφορο της βούλησης ειδικότερα εννοούσε τη δεύτερη εξ αυτών (ήτοι τη βούληση) ως την εσωτερική τάση του δράστη προς κάτι, την οποία και δεν διέκρινε στην αποδοχή. 21 Βλ. ενδεικτικά Γάφος Η., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 321, Δημήτραινας Γ., Η λειτουργία των εγκλημάτων διακινδύνευσης και «εκ του αποτελέσματος» στην ορθή διάκριση του ενδεχόμενου δόλου από την ενσυνείδητη αμέλεια, παρέμβαση σε Διημερίδα του Τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών του Τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ σε συνεργασία με το Δικηγορικό Σύλλογο Ρόδου με θέμα «Ενδεχόμενος δόλος Ενσυνείδητη αμέλεια Τρίτη μορφή υπαιτιότητας;», Εκδόσεις Δίκαιο και Οικονομία, Π. Ν. Σάκκουλας, 2006, σελ. 88 επ. (= Παρέμβαση σε εκδήλωση της Εταιρίας Νομικών Βορείου Ελλάδος με θέμα «Δό λος και αμέλεια στο ποινικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005, σελ. 53 επ.), Καϊάφα Γκμπάντι Μ., ό.αν. [υποσ. 20], σελ. 249, Καϊάφα Γκμπάντι Μ., Εμβάθυνση στην ποινική νομολογία, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2006, σελ. 106, Κωστάρας Α., Η εξ αμελείας δια παραλείψεως τέλεση δογματική θεμελίωση και κριτική επισκόπηση της νομολογιακής εφαρμογής του θεσμού, Εκδόσεις Δίκαιο και Οικονομία, Π. Ν. Σάκκουλας, 2010, σελ. 129, Παπαγεωργίου Γονατάς Στ., Ενδεχόμενος δόλος Ενσυνείδητη αμέλεια Μία τρίτη μορφή υπαιτιότητας; Νομολογιακές αναζητήσεις και δογματικές επαναπροσεγγίσεις, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2008, σελ. 87, Χαραλαμπάκης Α., Μελέτες ποινικού δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1999, σελ. 267 επ. και 357 επ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ερμηνεία της θέσης του Ανδρουλάκη Ν., ό.αν. [υποσ. 11], σελ. 282, από τον Παπαγεωργίου Γονατά Στ., ό.αν. [υποσ. 21], σελ. 90 συγκεκριμένα το υποστηριζόμενο από τον Ανδρουλάκη Ν. στο ως άνω έργο του «η επιδίωξη αποτελεί από βουλητική άποψη την άκρα αντίθεση προς τον ενδεχόμενο δόλο», ερμηνεύεται από τον Παπαγεωργίου Γονατά Στ. ως η παραδοχή από τον πρώτο της ύπαρξης όχι ενός κοινού ψυχολογικού γνωρίσματος που να συνδέει τα τρία είδη του δόλου αλλά ενός κοινού πλαισίου βουλητικής στάσης του δράστη ως προς την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος. Ακόμη όμως και αν ήθελε γίνει δεκτή μία τέτοια ερμηνεία, σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι τα τρία είδη του δόλου χαρακτηρίζει η αρνητική διάθεση του δράστη απέναντι στα προσβαλλόμενα έννομα αγαθά είτε αυτή εκλαμβάνεται ως γενικότερη στάση είτε ως ειδικότερο γνώρισμα. Πρβλ. σχετική θέση Τζωρτζόπουλου Χ., σε Γάφο Η., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 287 επ., όπου ο Γάφος Η. παραθέτει χαρακτηριστικά πως σύμφωνα με τον ως άνω συγγραφέα το κοινό συνδετικό στοιχείο των τριών ειδών του δόλου εντοπίζεται στην ποιότητα του αιτίου που παρακίνησε τον δράστη στην εγκληματική συμπεριφορά πλην όμως μία τέτοια παραδοχή συνιστά κατ επέκταση επιστροφή στην εγκαταλειφθείσα πλέον «ψυχολογική αντίληψη περί της ενοχής» (dolus malus). 15

αμελώς δρώντα δράστη όπως ευκρινώς επιδιώκουμε να αναδείξουμε κατωτέρω 22, και η οποία βεβαίως αιτιολογεί τη μεγαλύτερη απαξία της πράξης του δόλιου δράστη σε σχέση με αυτήν του αμελώς δρώντος. Η αποσαφήνιση του ως άνω απαξιολογικού πυρήνα του ενδεχόμενου δόλου σε σχέση με αυτόν της ενσυνείδητης αμέλειας συνιστά εκ των ων ουκ άνευ παράμετρο του παρόντος πονήματος, πλην όμως στην παρούσα θέση οποιαδήποτε περαιτέρω προσέγγιση του εν λόγω ζητήματος θα καθίστατο αλυσιτελής ακριβώς λόγω του ότι δεν έχει προηγηθεί η αναγκαία αποσαφήνιση των επιμέρους εκφάνσεων της αμέλειας, εργασία η οποία θα επιχειρηθεί στην αμέσως επόμενη θεματική ενότητα. 2.1.2. Η αμέλεια 2.1.2.1. Θεμελίωση της αμέλειας και τα είδη της Στην αμέσως προηγούμενη θεματική ενότητα αναφερθήκαμε στο δόλο, ήτοι στην επιθετική στάση του δράστη απέναντι στο προσβαλλόμενο έννομο αγαθό. Πέραν όμως των δολίων πράξεων υπάρχουν και περιπτώσεις «επίμεμπτης» απροσεξίας οι οποίες ενδιαφέρουν το ποινικό 22 Βλ. σχετικά κατωτέρω υπό στοιχείο 2.1.2. Αναφορικά με τη διαφορετική ψυχική στάση του δολίως δρώντος σε σχέση με τον αμελώς δρώντα, βλ. ενδεικτικά Καϊάφα Γκμπάντι Μ., ό.αν. [υποσ. 20], σελ. 242 επ., όπου η συγγραφέας κάνει λόγο αφενός για «ευθεία εχθρική ψυχική στάση του δόλιου δράστη» απέναντι στο προσβαλλόμενο έννομο αγαθό αφετέρου για «έμμεσα αρνητική στάση» του αμελούς δράστη, η οποία συνίσταται σε αφροντιστία αυτού για το έννομο αγαθό. Στην αυτή κατεύθυνση και Βαθιώτης Κ., Δόλος Θεμελίωση και αποκλεισμός του στο ποινικό δίκαιο, ό.αν. [υποσ. 17], σελ. 13, Μαγκάκης Γ. Α., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 309 επ., σύμφωνα με τον οποίο ο δόλιος δράστης βρίσκεται σε ενεργητική ψυχική αντίθεση προς τις προσταγές του δικαίου προσδίδοντας συνακόλουθα σε αυτόν τον χαρακτηρισμό του αντικοινωνικού, ενώ ο αμελής δράστης τηρεί παθητική στάση απέναντι στις προσταγές του δικαίου, κατά τούτο δε δεν είναι αντικοινωνικός αλλά μη κοινωνικός, Παρασκευόπουλος Ν., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 49, σύμφωνα με τον οποίο το φρόνημα του δόλιου δράστη είναι αντίπαλο ή εχθρικό προς το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό, ενώ το φρόνημα του αμελούς δράστη είναι όχι αντίπαλο ή εχθρικό αλλά απρόθυμο να σεβαστεί τις προσταγές του δικαίου. Contra βλ. ενδεικτικά Σοφός Θ., ό.αν. [υποσ. 4], σελ. 39 επ., όπου ο συγγραφέας υποστηρίζει χαρακτηριστικά πως τόσο ο δόλιος δράστης όσο κι ο αμελώς δρων εχθρεύονται το δίκαιο, στο μέτρο που μολονότι όφειλαν και μπορούσαν να αναλογιστούν ότι πράττουν άδικα, προβαίνουν στην εγκληματική συμπεριφορά. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση του Μανωλεδάκη Ι., βλ. σχετική παραπομπή σε Καϊάφα Γκμπάντι Μ., ό.αν. [υποσ. 20], σελ. 243, σε υποσημείωση υπ αριθ. 83, ο οποίος αποδίδει στην αμέλεια την ψυχική διάθεση της αδιαφορίας και όχι εχθρική ή αρνητική ψυχική διάθεση επ αυτού αντίθετη, ως ανωτέρω ελέχθη, η Καϊάφα Γκμπάντι Μ. η οποία επισημαίνει ότι η αδιαφορία για τα έννομα αγαθά συνιστά αρνητική ψυχική διάθεση του δράστη προς αυτά γεγονός που εξηγεί περαιτέρω και την ποινική απαξία της εν λόγω συμπεριφοράς. 16

δίκαιο περιπτώσεις όπου η απροσεξία του δράστη απέναντι σε συγκεκριμένα έννομα αγαθά αποκαλύπτει ένα βαθμό αντικοινωνικότητας 23 και οι οποίες για το λόγο αυτό χρήζουν περαιτέρω νομοθετικής ρύθμισης. Οι εν λόγω «συμπεριφορές» εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρ. 28 του ελληνικού ΠΚ, στο οποίο οριοθετείται εννοιολογικά το περιεχόμενο της «αμέλειας». Έτσι, σύμφωνα με το γράμμα του άρ. 28 ΠΚ, «Από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν». Η ως άνω διατύπωση απορρέει και ταυτόχρονα συμβαδίζει με την παραδοσιακή θέση της ελληνικής ποινικής θεωρίας 24 και της αρεοπαγιτικής νομολογίας 25, η οποία αντιμετωπίζει την αμέλεια αποκλειστικά ως μορφή υπαιτιότητας, ήτοι ως εσωτερική ψυχική διάθεση του δράστη. Σύμφωνα όμως με τη σύγχρονη κρατούσα πλέον στη θεωρία θέση 26, καθώς και σε σημαντικό 23 Βλ. χαρακτηριστικά Ανδρουλάκης Ν., ό.αν. [υποσ. 11], σελ. 309, Καϊάφα Γκμπάντι Μ., ό.αν. [υποσ. 20], σελ. 249, Μυλωνόπουλος Χρ., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 301, Παρασκευόπουλος Ν., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 244. 24 Βλ. χαρακτηριστικά Χωραφάς Ν., ό.αν. [υποσ. 18], σελ. 282 επ. Ομοίως και Κατσαντώνης Α., Η αμέλεια εν τω ποινικώ δικαίω, 1963, σελ. 314 επ., Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., σε Καϊάφα Γκμπάντι Μ./ Μανωλεδάκη Ι./ Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 240 επ., Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., Εγκλήματα κατά της ζωής, Εκδόσεις Σάκκουλα, β έκδοση, 2001, σελ. 532 επ. Βλ. ομοίως και Γάφο Η., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 322, όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στη γενικότερη συζήτηση που έχει ανακύψει στη γερμανική ποινική σκέψη αναφορικά με την ύπαρξη ή όχι αντικειμενικής όψης της αμέλειας, επισημαίνοντας πάντως χαρακτηριστικά ότι «Το πρόβλημα της αμέλειας κατά την κρατούσαν άποψιν και παρ ημίν αναμφισβητήτως διδασκόμενης είναι πρόβλημα ενοχής». 25 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 519/1989, ΠοινΧρ 1990, σελ. 299 επ., ΑΠ 1242/1992, ΠοινΧρ 1992, σελ. 857 επ., ΑΠ 1282/1994, ΠοινΧρ 1994, σελ. 1138 επ., ΑΠ 190/1996, ΠοινΧρ 1996, σελ. 1603 επ., ΑΠ 436/2002, ΠοινΧρ 2002, σελ. 989 επ., ΑΠ 1122/2002, ΠοινΧρ 2003, σελ. 360 επ. 26 Στην ελληνική ποινική επιστήμη υπέρ της ύπαρξης αντικειμενικής όψης (εξωτερικής αμέλειας) στα εγκλήματα αμέλειας τάσσονται ενδεικτικά οι κάτωθι Ανδρουλάκης Ν., Η εξωτερική αμέλεια, ΠοινΧρ 1970, σελ. 93 επ., Ανδρουλάκης Ν., Ποινικαί μελέται, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1972, σελ. 76 επ., Ανδρουλάκης Ν., Ποινικόν δίκαιον Γενικόν μέρος Πανεπιστημιακαί παραδόσεις Τεύχος Α, Εκδόσεις «Το Νομικόν», ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 20 επ., Ανδρουλάκης Ν., Ποινικόν δίκαιον Γενικόν μέρος Πανεπιστημιακαί παραδόσεις, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλας, ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 354, Ανδρουλάκης Ν., Ποινικό δίκαιο - Γενικό μέρος Θεωρία για το έγκλημα, ό.αν. [υποσ. 11], σελ. 292 επ., Βασιλακόπουλος Π., Αμελής παράλειψη Εξωτερική αμέλεια Αμέλεια, ΠοινΧρ 2003, σελ. 673 επ., Γιαννίδης Ι., Παρατηρήσεις επί της ΑΠ 1999/1990, ΠοινΧρ 17

τμήμα της νομολογίας 27, η ως άνω διατύπωση του άρ. 28 ΠΚ φαίνεται να αποδίδει μερικώς το περιεχόμενο της έννοιας της αμέλειας 28 1991, σελ 5 επ., Δημητράτος Ν., Παρατηρήσεις επί της ΤρΕφΠατρ 61/1998, ΠοινΔικ 1998, σελ. 753 επ., Ζημιανίτης Δ., Παρατηρήσεις επί της ΑΠ 1492/1998, ΠοινΔικ 1999, σελ. 205, Καϊάφα Γκμπάντι Μ., ό.αν. [υποσ. 20], σελ. 5 επ., Καϊάφα Γκμπάντι Μ., Η αντιμετώπιση των αυτοπροσβολών του θύματος στο «έγκλημα» της αμέλειας, Υπερ 1991, σελ. 291 επ., Καϊάφα Γκμπάντι Μ., Η ποινική ευθύνη του αναισθησιολόγου στις ιατροχειρουργικές επεμβάσεις, ΝοΒ 1989, σελ. 872 επ., Καϊάφα Γκμπάντι Μ., Παρατηρήσεις επί του ΣυμβΕφΘεσ/νίκης 296/1996, Υπερ 1996, σελ. 55 4 επ., Καϊάφα Γκμπάντι Μ., Παρατηρήσεις επί του ΣυμβΠλημΠατρ 377/1997, Υπερ 1998, σελ. 602 επ., Κωστάρας Α., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 480 επ., Κωστάρας Α., ό.αν. [υποσ. 21], σελ. 132, Μαγκάκης Γ. Α., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 313 επ., Μαργαρίτης Λ., Σωματικές βλάβες, Εκδόσεις Σάκκουλα, β έκδοση, 2000, σελ. 635, Μυλωνόπουλος Χρ., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 306 επ., Νούσκαλης Γ., παρατηρήσεις επί της ΑΠ 433/2001, ΠοινΧρ 2002, σελ. 33 επ., Παρασκευόπουλος Ν., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 246, Παρασκευόπουλος Ν., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 46 επ., Σατλάνης Χρ., Αποκωδικοποίηση των εννοιών του ενδεχόμενου δόλου και της ενσυνείδητης αμέλειας κυρίως με παραδείγματα, Παρέμβαση σε Διημερίδα του Τομέα Ποινικών και Εγκληματικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ σε συνεργασία με το Δικηγορικό Σύλλογο Ρόδου με θέμα «Ενδεχόμενος δόλος ενσυνείδητη αμέλεια τρίτη μορφή υπαιτιότητας;», Εκδόσεις Δίκαιο και Οικονομία, Π. Ν. Σάκκουλας, 2006, σελ. 128 επ. (= ΠοινΔικ 2005, σελ. 1034 επ.), Σπινέλλης Δ., Βασικά στοιχεία ποινικού δικαίου και Ποινικής δικονομίας Πανεπιστημιακό βοήθημα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1990, σελ. 74, Σοφός Θ., ό.αν. [υποσ. 4], σελ. 19, Χαραλαμπάκης Α., Διάγραμμα ποινικού δικαίου, ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 170 επ., Ψαρούδα Μπενάκη Α., Παρατηρήσεις επί του ΣυμβΠλημΧαν 241/1972, ΠοινΧρ 1972, σελ. 405 επ. Σημειωτέον πως και ο Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό Δίκαιο Επιτομή γενικού μέρους, Άρθρα 1 49 ΠΚ, ό.αν. [υποσ. 3], σελ. 197 επ., αποδέχεται την ύπαρξη αμέλειας και ως είδος συμπεριφοράς, ήτοι την εξωτερική αμέλεια, επισημαίνοντας παράλληλα την θετική συμβολή που θα είχε η ορθή δικανική εφαρμογή της στην απονομή της δικαιοσύνης. Η σύλληψη της εξωτερικής αμέλειας στην ελληνική ποινική δογματική εμφανίζει ορισμένες παραλλαγές μεταξύ των υποστηρικτών της, παρέλκει όμως οποιαδήποτε εκτενής αναφορά σε αυτές στην παρούσα μελέτη εν προκειμένω για λόγους νοηματικής καθαρότητας περιοριζόμαστε να μεταφέρουμε συνοπτικά το βασικό σχήμα της εν λόγω σύλληψης κατά το οποίο για την διακρίβωση της αιτιότητας στα εγκλήματα αμέλειας δεν αρκεί απλώς κατάφαση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ενέργειας (ή της αδράνειας) και του αποτελέσματος, όπως θα συνέβαινε στα εγκλήματα δόλου, αλλά προσαπαιτείται οπωσδήποτε κατάφαση της αντικειμενικής αιτιότητας μεταξύ πλημμέλειας (πράξης ή παράλειψης) και αποτελέ σματος. Κατόπιν τούτων, καθίσταται ευχερέστερη και πιο ασφαλής η διάγνωση ενός υποκειμενικού μεγέθους της αμέλειας ως μορφής υπαιτιότητας μέσω του συσχετισμού αυτού με ένα αντικειμενικό μέγεθος, ένα μέγεθος αντιληπτό στην εμπειρική πραγματικότητα. 27 Σημαντικό τμήμα της πρόσφατης ποινικής νομολογίας, ιδίως των δικαστηρίων ουσίας, ενστερνίζεται την κρατούσα στην ποινική θεωρία σύλληψη της εξωτερικής αμέλειας, ακόμη κι αν πράγματι δεν υποκύπτει στη σχετική θεωρητική «διαμάχη» περί του ακριβούς περιεχομένου της εξωτερικής αμέλειας η οποία λαμβάνει χώρα στους κόλπους της ελληνικής ποινικής δογματικής. Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 296/2010 - δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου (http://www.areiospagos.gr/), ΑΠ 268/2010, ΤΝΠΝ (=ΠοινΧρ 2011, σελ. 112επ.), ΑΠ 1220/2008, ΠοινΔικ 2009, σελ. 1196 επ., ΑΠ 822/2006, ΠοινΔικ 2007, σελ. 259 επ., ΑΠ 1337/2005, ΠοινΔικ 2006, σελ. 135 επ., ΑΠ 1416/1997, Υπερ 1998, σελ. 1049 επ., ΑΠ 1487/1991 (σε Συμβούλιο), ΠοινΧρ 1992, σελ. 278 επ., ΑΠ 441/1969, ΠοινΧρ 1970, σελ. 17 επ., ΣυμβΠλημΑθ 2311/2009, ΠοινΔικ 2009, σελ. 1363 18

αντιμετωπίζοντας την αμέλεια αποκλειστικά ως εσωτερική ψυχική διάθεση του δράστη 29. Αντιθέτως, σύμφωνα με την ως άνω κρατούσα στη θεωρία σύλληψη της εξωτερικής αμέλειας, η αμέλεια συγκροτείται όχι μόνον από τη γενικώς παραδεδεγμένη υποκειμενική όψη της (όπως αυτή τυποποιείται στο άρ. 28 του ΠΚ) αλλά και από μία αντικειμενική όψη, τη λεγόμενη εξωτερική αμέλεια. Η παραδοχή της εξωτερικής αμέλειας συνεπάγεται επομένως την εμφάνιση της αμέλειας πέρα από τον χώρο της ενοχής και στον χώρο του αδίκου με τη μορφή μίας πλημμελούς συμπεριφοράς συνδεόμενης αιτιακά με το εγκληματικό αποτέλεσμα, η οποία βεβαίως συμπεριφορά συνέχεται αδιάρρηκτα με την εσωτερική ψυχική διάθεση του δράστη και αποτελεί εκείνη την «ένδειξη» για την διακρίβωσή αυτής της δεύτερης 30. Στην παρούσα επ., ΣυμβΠλημΑθ 669/2008, ΠοινΔικ 2008, σελ. 698 επ., ΣυμβΠλημΘες 400/2007, ΠοινΔικ 2007, σελ. 687 επ., ΣυμβΠλημΧίου 45/2006, ΠοινΔικ 2006, σελ. 1377 επ., ΣυμβΠλημΚερκ 125/2005, ΠοινΔικ 2006, σελ. 32 επ., ΣυμβΠλημΘες 546/2005, ΠοινΔικ 2005, σελ. 1133 επ., ΣυμβΠλημΘες 19516/2005, ΤΝΠΝ (= ΠοινΔικ 2007, σελ. 140 επ.), ΣυμβΠλημΕυρ 13/2005, ΠοινΔικ 2009, σελ. 1073 επ., ΣυμβΠλημΣαμ 2001, ΠοινΔικ 2001, σελ. 1114 επ., ΣυμβΠλημΠατρ 83/2000, Υπερ 2000, σελ. 1071 επ. 28 Βλ. χαρακτηριστικά Ζημιανίτης Δ., ό.αν. [υποσ. 26], Μυλωνόπουλος Χρ., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 301. 29 Κατά τους θιασώτες της θεωρητικής σύλληψης της εξωτερικής αμέλειας, στη ρύθμιση του άρ. 28 ΠΚ υπονοείται η ύπαρξη της εξωτερικής αμέλειας και σε καμία περίπτωση η ως άνω διάταξη δεν αγνοεί την ύπαρξη αυτής (της εξωτερικής πλευράς της αμέλειας). Προς επίρρωση δε της ως άνω θέσης, οι υποστηρικτές της εξωτερικής αμέλειας ανατρέχουν σε πλήθος επιμέρους διατάξεων του ειδικού μέρους του ελληνικού Ποινικού Κώδικα, και συγκεκριμένα: 1) στη διατύπωση του άρ. 441 ΠΚ («Γιατροί και μαίες που χωρίς δικαιολογημένο κώλυμα αρνούνται την εκτέλεση των έργων τους ή που αναφορικά με αυτήν γίνονται υπαίτιοι οποιασδήποτε αμέλειας από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άλλον, τιμωρούνται») όπου η «αμέλεια» έχει προδήλως την έννοια του σφάλματος, της εξωτερικής κακοτεχνίας, 2) στα άρ. 423, 432 περ. γ, 434 περ. β ΠΚ σύμφωνα με τα οποία τιμωρείται «όποιος γίνεται υπαίτιος οποιασδήποτε αμέλειας από την οποία μπορεί να προκύψει βλάβη σε άνθρωπο ή ξένο πράγμα», όπου η «αμέλεια» προσλαμβάνει ομοίως την έννοια της εξωτερικής κακοτεχνίας, βλ. χαρακτηριστικά Ανδρουλάκης Ν., Ποινικό δίκαιο Γενικό μέρος Θεωρία για το έγκλημα, ό.αν. [υποσ. 11], σελ. 311 επ., Βαθιώτης Κ., Στοιχεία ποινικού δικαίου, ό.αν. [υποσ. 8], σελ. 263, Μυλωνόπουλος Χρ., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 302. 30 Ως εκ τούτου, η εξωτερική όψη της αμέλειας διαδραματίζει μία εγγυητική λειτουργία για τα έννομα αγαθά για το λόγο ότι ο απρόσεκτος δράστης τιμωρείται με βάση της ικανότητές του για αυτό που πράγματι τέλεσε, για την εξωτερικά απρόσεκτη προσβλητική για τα έννομα αγαθά πράξη του και όχι απλά για το ανεκδήλωτο φρόνημά του, βλ. χαρακτηριστικά Καϊάφα Γκμπάντι Μ., ό.αν. [υποσ. 20], σελ. 120. Περαιτέρω, ο Βαθιώτης Κ., ό.αν. [υποσ. 8], σελ. 263, αναφέρει χαρακτηριστικά πως η ορθότητα ή η πλημμέλεια της συμπεριφοράς του δράστη (ήτοι η κατάφαση ή όχι της εξωτερικά αμελούς συμπεριφοράς του δράστη) θα πρέπει κατά τη συστηματική προσέγγιση του εξ αμελείας εγκλήματος να 19

θέση πάντως λόγω ακριβώς της πολυπλοκότητας της εν λόγω προβληματικής, η οποία δεν σχετίζεται άμεσα με το πραγματευόμενο στη παρούσα μελέτη ζήτημα της οριοθέτησης του ενδεχόμενου δόλου και της ενσυνείδητης αμέλειας, ως βαθμίδων υπαιτιότητας υπαγόμενων αποκλειστικά στο χώρο της ενοχής, παρέλκει οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά σε αυτήν, ώστε μετά την σύντομη ως άνω παρέκβαση να κρίνεται απολύτως σκόπιμη η αναφορά και πάλι στην αμέλεια ως μορφή υπαιτιότητας. Για να επανέλθουμε στην αμέλεια ως μορφή υπαιτιότητας και μόνον, από το νομοθετικό ορισμό αυτής στο άρ. 28 ΠΚ προκύπτει η συγκρότησή της 31 από δύο «συνθετικά» στοιχεία, κατ αντιστοιχία προς το δόλο, το γνωστικό και το βουλητικό από τον συνδυασμό των στοιχείων αυτών - με το διαφορετικό περιεχόμενο που προσλαμβάνουν στο πεδίο της αμέλειας - απορρέουν οι επιμέρους εκφάνσεις της αμέλειας όπως θα επιχειρηθεί να αναδειχθεί κατωτέρω. Η αμέλεια λοιπόν διαπιστώνεται, σύμφωνα με την εδώ υποστηριζόμενη θέση, στις περιπτώσεις εκείνες που ο δράστης - υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες βρέθηκε και σύμφωνα με τις προσωπικές του ιδιότητες, ικανότητες, γνώσεις, περιστάσεις και εμπειρίες από το επάγγελμά του, τη ζωή ή την υπηρεσία του, είτε 1) μολονότι γνωρίζει την ενδεχόμενη αιτιακή σύνδεση της μυϊκής του ενέργειας προς το εγκληματικό αποτέλεσμα, συνεχίζει την εν λόγω ενέργεια (ενέργεια βλάπτουσα ή θέτουσα σε κίνδυνο το έννομο αγαθό) ελπίζοντας στη μη επέλευση του εν λόγω εγκληματικού αποτελέσματος (συνειδητή αμέλεια α βαθμού), είτε 2) μολονότι γνωρίζει την ενδεχόμενη αιτιακή σύνδεση της μυϊκής του ενέργειας προς το εγκληματικό αποτέλεσμα, συνεχίζει την εν λόγω ενέργεια πιστεύοντας τη μη πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος (συνειδητή αμέλεια β βαθμού), είτε 3) συνεχίζει τη μυϊκή του ενέργεια μη προβλέποντας καν τις ενδεχόμενες αιτιακές προεκτάσεις αυτής για το έννομο αγαθό (μη συνειδητή ερευνάται ως «λογικώς πρότερον» σε σχέση με το στοιχείο της εσωτερικής αμέλειας, ώστε παρέλκει η εξέταση του στοιχείου της εσωτερικής αμέλειας του δράστη σε περίπτωση μη διάπραξης από τον ίδιο μίας πλημμελούς συμπεριφοράς. Ομοίως και σε Παρασκευόπουλο Ν., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 246, Μυλωνόπουλο Χρ., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 302. 31 Αναφορικά με τη συγκρότηση του δόλου από τα «συνθετικά» του στοιχεία, ήτοι το γνωστικό και το βουλητικό, βλ. σχετικά ανωτέρω υπό στοιχείο 2.1.1.1. 20

αμέλεια), μολονότι όφειλε (αντικειμενικό στοιχείο) και μπορούσε (υποκειμενικό στοιχείο) να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα 32,33. 32 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Παρασκευόπουλος Ν., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 248, η (τριμερής) διάκριση της αμέλειας δεν έχει σημασία στην κατάφαση της υπαιτιότητας αλλά λαμβάνεται υπόψη μόνο για την επιμέτρηση της ποινής πρβλ. ΑΠ 18/1955, ΠοινΧρ 1956, σελ. 145, ομοίως και Ανδρουλάκης Ν., ό.αν. [υποσ. 26], σελ. 29, Βαθιώτης Κ., ό.αν. [υποσ. 8], σελ. 275, Γάφος Η., ό.αν. [υποσ. 7], σελ. 234, Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., σε Καϊάφα Γκμπάντι Μ./ Μανωλεδάκη Ι./ Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 236. Contra Χωραφάς Ν., Ποινικόν Δίκαιον, ό.αν. [υποσ. 18], σελ. 278, όπου ο συγγραφέας επισημαίνει χαρακτηριστικά πως η (διμερής) διάκριση της αμέλειας στερείται πρακτικής σημασίας για το λόγο ότι «η βαρύτητα της αμέλειας ήρτηται από τον βαθμό της ελλείψεως προσοχής, η δε τοιαύτη έλλειψις δυνατόν κατά τας περιστάσεις να είναι μείζονος βαθμού επί άνευ συνειδήσεως αμέλειας». 33 Η ως άνω τριμερής διάκριση της αμέλειας δεν είναι αναμφισβήτητη στο ποινικό μας δίκαιο, πλην όμως προκρίνεται ως πληρέστερη κι ορθότερη από την γράφουσα στην παρούσα θέση για λόγους νοηματικής καθαρότητας και συστηματικής ενότητας της παρούσας μελέτης ενδελεχής τεκμηρίωση της θέσεως αυτής ακολουθεί κατωτέρω επ αφορμής της σχετικής ανάπτυξης αναφορικά με τη διάκριση του ενδεχόμενου δόλου από την ενσυνείδητη αμέλεια. Υπέρ της τριμερούς διακρίσεως της αμέλειας κατά τα ως άνω τάσσονται οι Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., σε Καϊάφα Γκμπάντι Μ./ Μανωλεδάκη Ι./ Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 232 επ., Μανωλεδάκης Ι., ό.αν. [υποσ. 3], σελ. 190 επ., Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό δίκαιο Γενική θεωρία, ό.αν. [υποσ. 8], σελ. 323, Μηλαπίδου Μ., Παρατηρήσεις επί της ΑΠ 1337/2005, ΠοινΔικ 2006, σελ. 135. Σημειωτέον πως και ο Παρασκευόπουλος Ν., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 248, τάσσεται υπέρ της τριμερούς διάκρισης της αμέλειας προσδίδοντας όμως διαφορετικό περιεχόμενο σε κάθε επιμέρους βαθμίδα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον συγγραφέα, συνειδητή αμέλεια α βαθμού υπάρχει όταν ο δράστης προβλέπει ως ενδεχόμενη την αιτιακή σύνδεση της μυϊκή ς του ενέργειας ή αδράνειας με το εγκληματικό αποτέλεσμα, πλην όμως εξαιτίας της αδιαφορίας του δεν καταβάλλει την απαιτούμενη για την αποφυγή αυτού φροντίδα συνειδητή αμέλεια β βαθμού υπάρχει όταν ο δράστης προβλέπει ως ενδεχόμενη την αιτιακή σύνδεση της μυϊκής του ενέργειας ή αδράνειας με το εγκληματικό αποτέλεσμα πλην όμως πιστεύει ή ελπίζει ότι θα το αποφύγει τέλος, μη συνειδητή αμέλεια υπάρχει όταν ο δράστης δεν προβλέπει καν ότι είναι ενδεχόμενη η πρόκληση ενός άδικου αποτελέσματος με την κίνηση ή αδράνειά του. Επί της τριμερούς διακρίσεως της αμέλειας ο Κωστάρας Α., ό.αν. [υποσ. 21], σελ. 210, σχολιάζει χαρακτηριστικά πως οι ως άνω συγγραφείς «προφανώς επηρεασμένοι από την αντίστοιχη διάκριση του δόλου τριχοτομούν και την αμέλεια». Ο ως άνω ισχυρισμός του Κωστάρα Α., μολονότι κατ αποτέλεσμα ακριβής, δεν είναι απολύτως ορθός η τριχοτόμηση της αμέλειας δεν απορρέει αναγκαστικά από την ανάγκη διαμόρφωσης ενός ποινικού σχήματος κατ αναλογία των όσων ισχύουν αναφορικά με το δόλο. Αντιθέτως, η ως άνω αναφερόμενη τριχοτόμηση επιχειρείται ακριβώς γιατί η κάθε βαθμίδα της αμέλειας «απεικονίζει» διαφορετική βουλητική στάση του δράστη απέναντι στο προβαλλόμενο έννομο αγαθό, γεγονός που επισύρει περαιτέρω διαφορετική απαξία, η οποία κατά το δικαιοπολιτικώς ορθόν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση. Καθίσταται επομένως απολύτως σαφής η αναγκαιότητα της τριχοτόμησης της αμέλειας, αν αναλογιστούμε ιδίως πως η ελπίδα αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, η οποία κατά τη Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., ό.αν. [υποσ. 1], σελ. 233, μαρτυρά την αδιάφορη στάση του δράστη απέναντι στο έννομο αγαθό (ενσυνείδητη αμέλεια α βαθμού), είναι κάτι διάφορο, αξιολογικά βαρύτερο, της πίστης αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος (ενσυνείδητη αμέλεια β βαθμού), η οποία (η πίστη αποφυγής) μαρτυρά την έλλειψη φροντίδας απέναντι στο έννομο αγαθό και, τέλος, πως η μη πρόβλεψη καν των αιτιακών 21