ΠΙΘΟΙ ΜΕ ΑΝΑΓΛΥΦΗ ΚΑΙ ΕΓΧΑΡΑΚΤΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΔΡΟ Ο ι ανάγλυφοι πίθοι1, μια κατηγορία κεραμικής στην οποία αποτυπώνεται με δύναμη εκφραστική και πρωτοπορία δημιουργική η καλλιτεχνία των κυκλαδιτών αγγειοπλαστών, παράγονται στο νησιωτικό σύμπλεγμα από τους ΜΓ χρόνους. Σε μεγάλους αριθμούς έχουν βρεθεί στα περισσότερα νησιά και η μελέτη τους έχει προοδεύσει σε σημαντικό βαθμό, αν και οι συνθήκες εύρεσής τους - περισυλλογές ή σε διαταραγμένα στρώματα - συχνά δυσχεραίνουν τη χρονολόγησή τους2. Αποσπασματικά σωζόμενοι πίθοι με γεωμετρική κυρίως αλλά και εικονιστική διακόσμηση των γεωμετρικοί χρόνων βρέθηκαν και στην Άνδρο, στη Ζαγορά3, οι οποίοι συνδέθηκαν με τη λεγάμενη τηνιακή-βοιωτική ομάδα4, στην Υψηλή5 αλλά και σε άλλα μέρη της Άνδρου. Δεκατέσσερα από αυτά, τα συνευρήματά τους, που καθιστούν τη χρονολόγησή τους ασφαλέστερη, καθώς και τα σχετικά προβλήματα, είναι το αντικείμενο αυτής της μελέτης. Τα δέκα από τα όστρακα, αριθ. κατ. 1-10, βρέθηκαν στην Παλαιόπολη, στη σωστική ανασκαφή του οικοπέδου της Ελ. Μιχελή6, το αριθ. κατ. 11 στην επίσης σωστική ανασκαφή του οικοπέδου των κληρονόμων του I. Κασσιδώνη7, το αριθ. κατ. 12 στην επιφανειακή έρευνα στην Παλαι- 1. Ευχαριστίες οφείλω στην αρχαιολόγο της ΚΑ' ΕΓΤΚΑ, X. Τελεβάντου για την άδεια μελέτης και δημοσίευσης του υλικού αλλά και για τις πολύτιμες υποδείξεις της σε όλα τα στάδια της εργασίας. Την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών Εύα Σημαντώνη-Μπουρνιά ευχαριστώ θερμά για τις παρατηρήσεις της και την καλοσύνη της να αναγνώσει το κείμενο, διορθώνοντας σφάλματα ορολογίας. Τα Σχέδια 2 α-β και 3-5 από το αρχείο της ΚΑ' ΕΠΚΑ εξεπόνησαν οι (τότε) φοιτήτριες της Αρχιτεκτονικής Κλ. Μάλαμα και Μ. Χρονοπούλου. 2. Για τους κυκλαδικούς πίθους βασικές είναι οι μελέτες του J. Schäfer, Studien zu den griechischen Reliefpithoi des 8.-6. Jhds V. Chr. aus Kreta, Rhodos, Tenos und Boiotien, Stuttgart 1957, N. Kontoleon, Die frühgriechischen Reliefkunst, AE 1969, o. 215-236, καθώς και της Μπουρνιά, Ναξιακοί πίθοι, που συγκεντρώνει και όλη τη μέχρι τότε βιβλιογραφία. Στη δεκαετία που μεσολάβησε μέχρι σήμερα νέα ευρήματα από περισσότερα νησιά προσέθεσαν στη γνώση αυτής της κατηγορίας κεραμικής. Η Μπουρνιά δημοσίευσε στα Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Κέα-Κύθνος αρκετά όστρακα από την Κέα (Μπουρνιά, Πίθοι από την Κέα) και στο ίδιο συμπόσιο ο Α. Μαζαράκης-Αινιάν παρουσίασε επιφανειακά ευρήματα από την Κύθνο, The Kythnos Survey Project: A Preliminary Report, o. 363-381. Στα Πρακτικά A' Διεθνούς Σιφναϊκού Συμποσίου, Σίφνος 25-28 Ιουνίου 1998, Α\ Αρχαίοι χρόνοι, Αθήνα 2000, η Μπουρνιά, Αγγειοπλαστική Σίφνου, επανεξέτασε την ανάγλυφη κεραμική που είχε φέρει στο φως η ανασκαφή της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στο Κάστρο της Σίφνου, και η Λ. Μαραγκού προσέθεσε στη γνώση των κυκλαδικών ανάγλυφων πίθων, Σχέσεις Σίφνον και Αμοργού, ο. 401-420. 3. A. Cambitoglou, Zagora 2. Excavation of a Geometric Town on the Island of Andros, Athens 1988. Καμπίτογλου, Οδηγός, σ. 40. 4. M. Ervin-Caskey, Notes on Relief Pithoi of the Tenian-Boiotian Group, AJA 80 (1976), o. 22. Καμπίτογλου, Οδηγός, σ. 39 κ.ε. Για άλλες ομάδες κυκλαδικών ανάγλυφων πίθων βλ. P.G. Themelis, Frühgriechische Grabbauten, Mainz 1976, 2, με βιβλιογραφία. 5. Χ.Α. Τελεβάντου, Άνδρος. Το ιερό της Υψηλής, Φως Κυκλαδικόν, Μνήμη Νικόλαον Ζαφειροπούλου, Αθήνα 1999, σ. 132-137, όπου συγκεντρωμένη η βιβλιογραφία. 6. Χ.Α. Τελεβάντου, Ad 49 (1994), Χρονικά, σ. 679-680. 7. Ό.π., σ. 680. Η ίδια, ΑΑ 52 (1997) (υπό έκδοση).
80 ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΕΤΡΟΧΕΙΛΟΣ όπολη και, τέλος, τα αριθ. κατ. 13-14 είναι ευρήματα της επίσης επιφανειακής έρευνας στον αρχαίο οικισμό στη θέση Φελλός8, σε μικρή απόσταση από το λιμάνι του Γαυρίου το 1996. Παλαιόπολη Η ανασκαφή στο οικόπεδο ιδιοκτησίας Ελ. Μιχελή, που βρίσκεται στην Παλαιόπολη, νότια του επαρχιακού δρόμου Γαυρίου-Χώρας, απέδωσε λίγα λείψανα τοίχων σε μία μόνο από τις τομές, την τομή Α, από όπου και τα ανάγλυφα και εγχάρακτα όστρακα9. Στην ίδια τομή αλλά σε επιφανειακή σχεδόν στρώση βρέθηκε και ένα υφαντικό βάρος (αριθ. ευρ. 1133). Τα υπόλοιπα ευρήματα βρέθηκαν σε διαταραγμένα στρώματα. Από αυτά ξεχωρίζουν νεολιθικός πέλεκυς (αριθ. ευρ. 444)10, χάλκινο δακτυλίδι (αριθ. ευρ. 75)11, τμήματα από αγγεία πόσεως της εποχής γύρω στο 700 π.χ. (αριθ. ευρ. 1136), προϊόντα τοπικού εργαστηρίου12, κορινθιακές εισαγωγές (Π ί ν. 5 α) και κεραμική νεότερων χρόνων, όπως τμήμα ιωνικής κύλικας με εγχάρακτα σημεία κεραμέως13 από το β' τέταρτο του 6ου αιώνα (αριθ. ευρ. 1143)14 και το όστρακο αριθ. ευρ. 1140 από ελληνιστικό σκύφο (Π ί ν. 5 β)15. Τα ευρήματα αυτά αντιστοιχούν πλήρως στην κεραμική που ήρθε στο φως στο προς Β. όμορο οικόπεδο ιδιοκτησίας Γ. Παρασύρη. Στη σωστική ανασκαφή που διενεργήθηκε το 1999 βρέθηκαν δύο νεολιθικές λαβές (αριθ. 1418-1419)16, φολίδες οψιανού, που αποτελούν τα μοναδικά έως σήμερα στοιχεία για την κατοίκηση στην Παλαιόπολη από την τελική Νεολιθική περίοδο, και κεραμική από τους γεωμετρικούς, - επίσης πιθανότατα προϊόντα τοπικών εργαστηρίων (Σ χ έ δ. 1) - αρχαϊκούς χρόνους (Π ί ν. 5 γ)17, και μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ 1. ΜΑ 628. (Σ χ έ δ. 2 β-γ Π ί ν. 5 δ). Όστρακο από το σώμα ανάγλυφου πίθου. Πλαστική Διαστ.: μήκ. 0,084, πλ. 0,026 μ. Πηλός ερυθρός με προ- ταινία διακοσμείται με αντιθετικές καρδιόσχημες έλισμείξεις και μίκα. Χρώμα πηλού: 5 YR 5/6. κες. Στο οριζόντιο σημείο επαφής ενώνονται με πλα- 8. Δ.Π. Πασχάλη, Ιστορία της νήσου Άνδρον, Αθήνα 1925 (επανέκδοση Αθήνα, 1995), σ. 600, 602. Χ.Α. Τελεβάντου, Άνδρος. Τα μνημεία και το Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα 1996. 9. Χ.Α. Τελεβάντου, ΆΔ 49 (1994), Χρονικά, σ. 682. 10. Γ.Α. Παπαθανασόπουλος (επιμ.), Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, Αθήνα 1996, σ. 238, 262. Πελέκεις σε νεότερα context, G.R. Davidson - D.B. Thompson, Small Objects from the Pnyx: I, Hesperia, Suppl. 7,1943, o. 96,4 σε στρώμα του τέλους του 5ου-αρχές 4ου αιώνα π.χ. 11. Ν.Ε. Καλτσάς, Άκανθος I. Η ανασκαφή στο νεκροταφείο κατά το 1979, Αθήνα 1998, σ. 278, σημ. 1034. 12. J.N. Coldstream, Greek Geometric Pottery: Ά Survey of Ten Local Styles and their Chronology, London 1968, σ. 10-11,14, 18, 86-87,102, 117, 119, 122, 184,187, 191. 13. Για σημεία κεραμέως βλ. J.K. Papadopoulos, Early Iron Age Potters' Marks in the Aegean, Hesperia 63 (1994), Group Β, σ. 447-451. 14. Για τον τύπο Β. Α. Sparkes - L. Talcott, The Athenian Agora XII. Black and Plain Pottery of the 6th, 5th and 4th Centuries B. C., New Jersey 1970, σ. 88-89. F.G. Lo Porto, Le importazioni della Grecia dell-est in Pugla, Les céramiques de la Grèce de l'est et leur diffusion en occident, Centre Jean Bérard, Institut Français de Naples, 6-9 Juillet 1976, Naples 1978, σ. 136. R.M. Cook, East Greek Pottery, London-New York 1998, σ. 129-131, εικ. 18.1.d 15. Ν. Βογκεϊκώφ, Ελληνιστική κεραμική από τη Ν. Κλιτύ της Ακρόπολης, Γ Επιστημονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραμική, Σύνολα-Εργαστήρια, 24-27Σεπτ. 1991 Θεσσαλονίκη, Αθήνα 1994, σ. 41, πίν. 12α. 16. Π.Ι. Σωτηρακοπούλου, Ακρωτήρι Θήρας. Η νεολιθική και η πρώιμη εποχή του Χαλκού επί τη βάσει της κεραμεικής, Αθήνα 1999, σ. 206 κ.ε. Χ.Α. Τελεβάντου, ΆΔ 54 1999 (υπό έκδοση). Για λαβές του ίδιου τύπου σε άλλα μέρη της Άνδρου βλ. Χ.Α. Τελεβάντου, Από τους νεολιθικούς στους πρωτοκυκλαδικούς οικισμούς, Πρακτικά της Ημερίδας: Η πρώιμη εποχή του Χαλκού υπό το φως των πρόσφατων ερευνών σε οικισμούς, Σύρος 1998, Μ. Μαρθάρη (επιμ.) (υπό έκδοση). 17. Ασκός ροδιακού τύπου του 6ου αιώνα, Καλτσάς, ό.π. (υποσημ. 11), σ. 165, σημ. 448 με βιβλιογραφία.
ΠΙΘΟΙ ΜΕ ΑΝΑΓΛΥΦΗ ΚΑΙ ΕΓΧΑΡΑΚΤΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΔΡΟ 81 Σχέό. 1. Τομή και σχεδιαστική αποκατάσταση ΥΓ αμφορέα τοπικού εργαστηρίου. Σχέό. 2.
82 ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΕΤΡΟΧΕΙΛΟΣ στικό δεσμό. Σταγονόμορφο άνθος εξαρτάται από τις έλικες. Ο ρομβοειδής χώρος μεταξύ τους φέρει ορθογώνιο οφθαλμό. Χρονολόγηση: α' τέταρτο του 7ου αιώνα π.χ. 2. ΜΑ 1127 (Σ χ έ δ. 3α Π ί ν.5 ε)18. Διαστ.: μήκ. 0,08, πλ. 0,02, ύψ. 0,063 μ. Πηλός με προσμείξεις και μίκα. Χρώμα πηλού: 5 YR 5/6. Όστρακο ανάγλυφου πίθου. Φέρει διακόσμηση οριζόντιων, παράλληλων γραμμών και ζώνη με ανθέμια που εγκλείονται σε καρδιόσχημες έλικες με ελικοειδείς απολήξεις. Από το ανθέμιο σώζονται τρία φύλλα με περίγραμμα. Ανάμεσα στο ημικύκλιο και τις πλαστικές ταινίες τμήμα άλλου ανθεμίου. Χρονολόγηση: a μισό του 7ου αιώνα π.χ. 3. Μ Α627 (Σ χ έ δ. 3β Π ί ν. 5 στ). Διαστ.: μήκ. 0,126, πλ. 0,025 μ. Πηλός ερυθρός με λίγες προσμείξεις και μίκα. Χρώμα πηλού: 5 YR 5/6. Δύο συνανήκοντα όστρακα ανάγλυφου πίθου, από το σημείο της συμβολής του λαιμού με το οριζόντιο χείλος, από το οποίο σώζεται μόνο η γένεση. Σειρά γλωσσών με εξογκωμένο κεντρικό στέλεχος και διπλό περίγραμμα κρέμονται από το χείλος. Κάτω από αυτές σώζεται ζώνη με οριζόντια σπείρα. Χρονολόγηση: μέσα του 7ου αιώνα π.χ. 4. ΜΑ 1134 (Π ί ν. 5 ζ). Διαστ.: μήκ. 0,059, πλ. 0,011, ύψ. 0,036 μ. Πηλός καστανέρυθρος, με προσμείξεις και μίκα. Χρώμα πηλού: εξ. επιφάνεια 10 YR 5/6, εσ. επιφάνεια 10 YR 4/2. Γκρίζος πυρήνας. Φέρει πλαστική ταινία και διακόσμηση με εγχάρακτο δικτυωτό. Χρονολόγηση: τέλη 7ου/αρχές 6ου αιώνα π.χ. 5. ΜΑ 1137 (Σ χ έ δ. 4 Π ί ν. 6 α). Διαστ.: μήκ. 0,049, πλ. 0,013, ύψ. 0,062 μ. Πηλός ερυθρωπός με μίκα. Χρώμα πηλού: 10 YR 6/4. Γκρίζος πυρήνας. Φέρει όμοια με το προηγούμενο πλαστική ταινία και διακόσμηση με εγχάρακτο δικτυωτό. Χρονολόγηση: τέλη 7ου/αρχές 6ου αιώνα π.χ. 6. ΜΑ 1131. Διαστ.: μήκ. 0,082, πλ. 0,016, ύψ. 0,066 μ. Πηλός καστανέρυθρος, με προσμείξεις και μίκα. Χρώμα πηλού: 10 YR 5/4. Γκρίζος πυρήνας. Σχέό. 3. 18. Χ.Α. Τελεβάντου, ΑΑ 49 (1994), Χρονικά, Π ί ν. 216 α.
ΠΙΘΟΙ ΜΕ ΑΝΑΓΛΥΦΗ ΚΑΙ ΕΓΧΑΡΑΚΤΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΔΡΟ 83 Στην πάνω απόληξή του σώζει σειρά εγχαράξεων από όμοιο με τα προηγούμενα δικτυωτό. Χρονολόγηση: τέλη 7ου/αρχές 6ου αιώνα π.χ. 7. ΜΑ 629 (Σ χ έ δ. 3δ Π ί ν. 6 β)19. Διαστ.: μήκ. 0,114, πλ. 0,024-0,026 μ. Πηλός σχετικά καθαρός με μίκα. Συγκολλημένο από δύο κομμάτια. Χρώμα πηλού: 5 YR 5/6. Τμήμα από το σώμα ανάγλυφου αγγείου. Πλαστική ταινία διακοσμείται με πλέγμα ελίκων και ανθεμίων. Οι υπερκείμενες έλικες συνδέονται με πλαστικό δεσμό. Ανά τέσσερις οι κρίκοι σχηματίζουν ρόμβο με κοίλες πλευρές και έξεργο ρομβοειδή πυρήνα. Χρονολόγηση: τέλη του 7ου αιώνα π.χ. 8. ΜΑ 1128. Διαστ.: μήκ. 0,055, ύψ. 0,04, πλ. 0,016 μ. Πηλός με προσμείξεις και μίκα. Χρώμα πηλού: 5 YR 5/6. Όστρακο ανάγλυφου πίθου. Σώζει τμήμα απλού πλοχμού και τρεις οριζόντιες, παράλληλες γραμμές τριγωνικής διατομής. Χρονολόγηση: τέλη 7ου-αρχές 6ου αιώνα π.χ. 9. ΜΑ 1130 (Π ί ν. 6 γ). Διαστ.: μήκ. 0,045, πλ. 0,015, ύψ. 0,058 μ. Πηλός με λίγες προσμείξεις. Χρώμα πηλού: 5 YR 5/6. Τμήμα μάλλον από το λαιμό πίθου. Οριζόντια, κυκλικής διατομής ταινία περιβάλλει τη βάση του χείλους, από όπου «κρέμονται» τέσσερις γλώσσες και η αρχή πέμπτης. Χρονολόγηση: τέλη 7ου-αρχές 6ου αιώνα π.χ. 10. ΜΑ 1132 (Σ χ έ δ. 3γ Π ί ν. 6 δ). Διαστ.: μήκ. 0,031, πλ. 0,012, ύψ. 0,028 μ. Πηλός με προσμείξεις και ασημένια μίκα. Χρώμα πηλού: 5 YR 4/6. Δύο παράλληλες, εγχάρακτες γραμμές ορίζουν κάτω μετόπη που περικλείει διπλό επίσης εγχάρακτο X, από το οποίο σώζεται τμήμα από την κάτω δεξιά κεραία. Χρονολόγηση: μέσα του 6ου αιώνα π.χ. ΙΙαλαιόπολη, οικόπεδο κληρονόμων I. Κασιδώνη 11. ΜΑ 1440 (Π ί ν. 6 ε). Διαστ.: μήκ. 0,102, πλ. 0,026, ύψ. 0,103 μ. Πηλός με προσμείξεις και ασημένια μίκα. Χρώμα πηλού: 10 R 5/4-6. Φέρει πλαστική ταινία πλ. 0,07 μ. με εγχάρακτο τρίγωνο, οι πλευρές του οποίου διακοσμούνται με οριζόντιες εγχαράξεις καμωμένες με αμβλύ εργαλείο. Χρονολόγηση: 800-700 π.χ. Σ χ έ δ. 4. ΙΙαλαιόπολη, επιφανειακό εύρημα 12. ΜΑ 1435 (Π ί ν. όστ). Διαστ.: μήκ. 0,064, πλ. 0,018, ύψ. 0,066 μ. Πηλός με πολλές προσμείξεις και μίκα. Χρώμα πηλού: 10 R 5/4. Τρεις σειρές εγχαράξεων με αντιθετικά, κάθετα και λοξά γραμμίδια. Χρονολόγηση: 800-700 π.χ. Φελλός, επιφανειακά ευρήματα 13. ΜΑ 1454 (Σ χ έ δ. 2α Π ί ν.6ζ). Διαστ.: μήκ. 0,10, πλ. 0,075, πάχ. 0,017 μ. Πηλός με προσμείξεις και λίγη μίκα. Χρώμα πηλού: 10 R 5/4. Λεπτή ανάγλυφη ταινία τριγωνικής διατομής ορίζει προς τα κάτω ζώνη με αιγοειδή (;). Σώζεται το εμπρός μισό του δεύτερου ζώου και η ουρά του πρώτου στα αριστερά. Με αβαθή εγχάραξη δηλώνονται οι οπλές, που δεν πατούν στην οριζόντια ταινία. Χρονολόγηση: περίπου 700 π.χ. 14. ΜΑ 1455 (Σ χ έ δ. 5' Π ί ν. 6 η). Διαστ.: μήκ. 0,095, πλ. 0,098, πάχ. 0,02 μ. Πηλός με λίγες προσμείξεις και μίκα. Χρώμα πηλού: 5 YR 4/6-10 R 4/6. Στην κύρια από τις δύο διακοσμητικές ζώνες σώζεται τμήμα από σύνθεση ελίκων και αντιθετικών ανθεμίων. Στην κάτω ζώνη σπείρα ή ψευδόσπειρα ορίζεται από δύο οριζόντιες ανάγλυφες γραμμές. Χρονολόγηση: α' τέταρτο του 7ου αιώνα π.χ. 19. ΑΔ, ό.π., Π ί ν. 216 β.
84 ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΕΤΡΟΧΕΙΛΟΣ Σ χ έ δ. 5. Σχέδ. 6. Τομή πρώιμης ΠΚ κοτύλης. Σχολιασμός Το όστρακο αριθ. κατ. 11 βρέθηκε σε στρώμα αναμοχλευμένο από τις νεότερες φάσεις κατοίκησης μαζί με τα όστρακα αριθ. ευρ. 1439 (Π ί ν. 6 θ) και αριθ. ευρ. 1438. Το πρώτο είναι τμήμα σκύφου που φέρει κιτρινωπό επίχρισμα και διακόσμηση από πέντε ανισοπαχείς οριζόντιες ταινίες πάνω και τμήμα συστήματος από ομόκεντρους κύκλους κάτω. Το χρώμα του πηλού και του επιχρίσματος θυμίζουν τα αγγεία από τους τάφους της Ζαγοράς20. Σε αυτά ο πηλός περιγράφεται ως light/dark yellow brown και το επίχρισμα ως dull/lustrous black21, ενδεχομένως όπως το 5 YR 6/6-10 R 5/6, χρώμα πηλού που διαθέτει και το αριθ. 1439. Τα αγγεία αυτά της Ζαγοράς, που εμφανίζουν μεικτά τα πρωτογεωμετρικά και γεωμετρικά στοιχεία, χρονολογούνται μάλλον στις αρχές του 9ου αιώνα, εποχή στην οποία πρέπει να ανήκει και το όστρακο από την Παλαιόπολη22. Το δεύτερο γραπτό όστρακο από το σώμα και το χείλος κανθάρου, που φέρει διακόσμηση με τρίγλυφα, μετόπες και τμήμα από υδρόβιο πουλί με το κεφάλι γυρισμένο προς τα πίσω, είναι ενδεχομένως παριανό, της ομάδας Délos XV, Ae23, και χρονολογείται περίπου στο 700 π.χ. Στα δύο αυτά χρονικά όρια, 900-700 π.χ., θα πρέπει θα χρονολογηθεί το όστρακο με το εγχάρακτο κόσμημα, το οποίο με παραλλαγές, τρίγωνα σε οριζόντια ή κάθετη διάταξη - chevron pattern - με ή χωρίς εγχάρακτη διακόσμηση με λοξές γραμμές ή δικτυωτό, είναι αρκετά διαδεδομένο24. 20. Th. Sauciuc, Andros, Wien 1914, σ. 203-234. Πασχάλης, ό.π. (υποσημ. 8), σ. 585. V.R. d A. Desborough, Protogeometric Pottery, Oxford 1952, σ. 161-163, πίν. 16. 21. Desborough, ό.π., σ. 161-163. 22. Καμπίτογλου, Οδηγός, σ. 99-109. Για παραδείγματα σκύφων με ομόκεντρους κύκλους και χρονολόγηση M.R. Popham - L.H. Sackett - P.G. Themelis, Lefkandi I, The Settlement, London 1980, o. 301. W. Eckschmitt, Kunst und Kultur der Kykladen, Mainz 1986, σ. 42 κ.ε. 23. Ch. Dugas - C. Rhomaios, Délos XV. Les vases préhelléniques et géométriques, Paris 1934, πίν. ΧΧΧ, 68. Coldstream, ό.π. (υποσημ. 12), σ. 179, πίν. 38e. 24. Σύστημα χαράξεων όμοιο με του οστράκου στην Άνδρο κοσμεί αγγεία στην Ερέτρια. I.R. Metzger, Keramik und Kleinfunde στο P. Ducray - I.R. Metzger - K. Reber, Le Quartier de la Maison aux Mosaïques, Eretria VIII, Lausanne 1993, σ. 101, αριθ. 15, εικ. 123. A. Ανδρειωμένου, Γεωμετρική και υπογεωμετρική κεραμεική εξ Ερέτριας, ΑΕ 1975, σ. 209, πίν. 53β. J. Boardman, Pottery from Eretria, BSA 47 (1952), σ. 14, εικ. 16b. Ζώνη με απλά τρίγωνα κοσμεί την κοιλιά πίθου από τον Άρειο Πάγο. E. Brann, Late Geometrie Grave Groups from the Athenian Agora, Hesperia XXIX (1960), σ. 415, αριθ. 1, πίν. 92. E. Boggess, The Development of the Attic Pithos, Bryn Mawr College 1972, σ. 19, αριθ. 18, πίν. Ill, XLI, LXVII, ύστερος 8ος αιώνας και στην Κρήτη, L.H. Anderson, Relief Pithoi from the Archaic Period of Greek Art, Ann Arbor 1975, Chr. 223,232, πίν. X, XIII, 7ος αι. Πίθος από τη Νάξο φέρει όμοια διάγραμμα τρίγωνα. Φ. Παπαδοπούλου,/Ld 20 (1965), Χρονικά, Π ί ν. 651 γ-δ.
ΠΙΘΟΙ ΜΕ ΑΝΑΓΛΥΦΗ ΚΑΙ ΕΓΧΑΡΑΚΤΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΔΡΟ 85 Περίπου σύγχρονο πρέπει να είναι το όστρακο αριθ. 12. Στη Ζαγορά και την Υψηλή μεγάλο ποσοστό της χονδροειδούς κεραμικής φέρει απλή διακόσμηση με συστήματα εγχαράξεων κυρίως με τη χρήση οξέος αλλά σε λίγες περιπτώσεις και αμβλέος εργαλείου25. Το συνεύρημα του αριθ. 2, που το χρονολογεί στην αρχή του 7ου αιώνα, είναι η κορινθιακή κοτύλη (Σχ έ δ. 6)26, ενώ λίγο βαθύτερα βρέθηκε τμήμα από το χείλος υστερογεωμετρικού κρατήρα με κάθετα γραμμίδια αριθ. ευρ. 113927. Το κόσμημα του ανάγλυφου οστράκου, καρδιόσχημες έλικες που περιβάλλουν ανθέμια, εμφανίστηκε στη γραπτή κεραμική στο τέλος του 8ου αιώνα28 και διαδόθηκε σταδιακά σε τοπικούς κεραμικούς ρυθμούς κατά τον 7ο αιώνα. Στην αγγειογραφία γίνεται αντιληπτή η εξέλιξη του κοσμήματος μέχρι τον 5ο αιώνα, καθώς και οι τοπικές διαφοροποιήσεις29. Στην ανάγλυφη κεραμική το θέμα είναι αρκετά συχνό στον 6ο αιώνα, όταν τα ημικύκλια είναι ανάστροφα σε σχέση με της Άνδρου και το ανθέμιο φύεται από το χώρο ανάμεσα στις έλικες30. Το πλησιέστερο παράλληλο του συνδυασμού στο ανδριακό όστρακο - καρδιόσχημη έλικα που περιβάλλει ανθέμιο - απαντά στον 6ο αιώνα σε πίθο από τη Χίο αλλά και σε αυτή την περίπτωση το ημικύκλιο έχει αντιστραφεί31. Για το όστρακο με την περίτεχνη έκτυπη σπείρα από το Φελλό αριθ. κατ. 14 η χρονολόγηση βασίζεται μόνο σε στιλιστικές συγκρίσεις. Στην ανάγλυφη κεραμική το κόσμημα δεν έχει κανένα ακριβές παράλληλο. Πλησιέστερο είναι το κόσμημα με ζεύγη σιγμοειδών ελίκων, μεταξύ των οποίων αναπτύσσονται ανθέμια και τρίγωνα σε αντίστροφη διάταξη εναλλάξ32. Αντίθετα, στη γραπτή κεραμική η σπείρα και οι έλικες είναι το συνηθέστερο διακοσμητικό θέμα στην κυκλαδική αγγειογραφία, ενώ το κό 25. Cambitoglou, ό.π. (υποσημ. 3), πίν 229d. C.A. Televantou, Andros: L antico insediamento di Ipsili, Le Cicladi ed il Mondo Egeo. Seminario intemazionale di studi, E. Lanzilota, D. Schilardi (επιμ.), Roma 1996, o. 22. Το όστρακο από την Παλαιόπολη θα μπορούσε με βάση τη σχοινοειδή διακόσμηση να χρονολογηθεί στην πρώιμη εποχή του Χαλκού, για την οποία βλ. Σωτηρακοπούλου, ό.π. (υποσημ. 16), σ. 217-219, με βιβλιογραφία. Ωστόσο, ο πηλός διαφέρει από τον πηλό των οστράκων της τελικής νεολιθικής και πρώιμης Χαλκοκρατίας από άλλα μέρη του νησιού, ενώ σε γενικές γραμμές έχει το χρώμα και τη σύσταση των άλλων γεωμετρικών οστράκων. Τη χρονολόγηση με βάση τη σύσταση και το χρώμα του πηλού ενισχύει η εύρεση αντίστοιχων οστράκων στην Ερέτρια, Boardman, ό.π. (υποσημ. 24), σ. 14, εικ. 16d,e,g. 26. Πρώιμη πρωτοκορινθιακή περίοδος, όταν η ρηχή, ημισφαιρική γεωμετρική κοτύλη αποκτά βάθος, σχεδόν αντίστοιχο με τη διάμετρο του στομίου. Coldstream, ό.π. (υποσημ. 12), σ. 19, 107. 27.1.R. Metzger, Das Thesmophorion von Eretria. Funde und Befunde eines Eleiligtums, Bern 1985, εικ. 9, πίν. 2, B6,7, 14-18. Boardman, ό.π. (υποσημ. 24), σ. 4, εικ. 1, αριθ. 43. Ανδρειωμένου, ό.π. (υποσημ. 24), σ. 218, πίν. 61α, εικ. 1, 27. Η ίδια, Γεωμετρική και υπογεωμετρική κεραμεική εξ Ερέτριας. II, ΑΕ 1977, σ. 141, αριθ. 53, πίν. 44α, εικ. 1. 28. Η. Payne, Necrocorinthia: A Study of Corinthian Art in the Archaic Period, Oxford 1931, πίν. 2. K.F. Johansen, Les Vases Sicyones, Roma 1966, σ. 116, εικ. 59, πίν. 21, 2. 29. Εξέταση του κοσμήματος: Johansen, ό.π., σ. 116 κ.ε. Α. Akerström, Die Architektonischen Terrakotten Kleinasiens, Lund 1966, σ. 59, σημ. 61. Φ. Ζαφειροπούλου, Προβλήματα της μηλιακής αγγειογραφίας, Αθήνα 1985, σ. 76. E. Simantoni-Bournia, La céramique à reliefs au Musée de Chios, Αθήνα 1992, σ. 78-80. Ελαφρά διαφορετικό είναι το κρητικό αντίστοιχο, J.K. Brock, Fortetsa, Early Greek Tombs near Knossos, BSA Suppl. 2, Cambridge 1957, πρώιμης ανατολίζουσας περιόδου, 680-630 π.χ. Τα πλησιέστερα γραπτά παράλληλα του αναγλύφου από την Παλαιόπολη είναι τα αρκετά νεότερα αντίστοιχα κοσμήματα του ρυθμού των Φικελλούρων, R.M. Cook, CVA Great Britain 13, British Museum 8, London 1954, πίν. 7. και της Σάμου από τα μέσα του 6ου αιώνα, Ε. Walter-Karydi, Samische Gefässe des 6. Jahrhunderts v. Chr. Samos VI, 1, Bonn 1973, σ. 41, εικ. 56, πίν. 6, 48. (Ενδιαφέρον είναι το παραπληρωματικό ανθέμιο έξω από το ημικύκλιο όμοιο με του αναγλύφου από την Παλαιόπολη). Το διπλό περίγραμμα των φύλλων του ανθεμίου αντιστοιχεί σε λίθινη απόληξη σαμιακής στήλης από το Noicattaro, από την αρχή του 6ου αιώνα, Ε. Buschor, Altsamische Grabstelen, AM 1933, σ. 39, εικ. 8. 30. Συγκεντρωτικά Μπουρνιά, Ναξιακοί πίθοι, σ. 97 και Μαραγκού, ό.π. (υποσημ. 2), σ. 403, 411, σημ. 43. Mazarakis Ainian, ό.π. (υποσημ. 2), σ. 375, εικ. 61α-γ. 31. Simantoni-Bournia, ό.π. (υποσημ. 29), σ. 78-80, πίν. 2, χρονολογείται στη δεκαετία 540-530 π.χ. 32. Schäfer, ό.π. (υποσημ. 2), σ. 87, πίν. 5-6. Sparkes - Talcott, ό.π. (υποσημ. 14), πίν. 65,1509-1510. Μπουρνιά, Ναξιακοί πίθοι, σ. 98, πίν. 25 α-β. Πίθοι από τη Θήβα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αριθ. 5898 και στη Βοστώνη αριθ. 529 και 528. Για τον πρώτο Ρ. Wolters, Βοιωτικές αρχαιότητες, ΑΕ 3 (1892), πίν. 8,9. F.R. Grace, Archaic Sculpture in Boeotia, Cambridge 1939, εικ. 9. Για τον δεύτερο A. de Ridder, Amphores béotiennes à reliefs, BCH 22 (1898), σ. 463-467, εικ. 8-10. R. Hampe, Frühe griechische Sagenbilder in Boiotien, Athen 1936, πίν. 36, 37. Για τον τρίτο de Ridder, ό.π., πίν. 6. Hampe, ό.π., πίν. 36, 38-39.
86 ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΕΤΡΟΧΕΙΛΟΣ σμημα του ανάγλυφου οστράκου επαναλαμβάνεται αυτούσιο στη μηλιακή και απλούστερο στη ναξιακή αγγειογραφία33. Τα ανατολικά εργαστήρια παρέλαβαν το θέμα αρκετά αργότερα, στο ρυθμό των Φικελλοΰρων34. Το στενότερο χρονικό πλαίσιο για το ανάγλυφο από το Φελλό το προσφέρει το παλαιότερο αγγείο της μηλιακής ομάδας του πλοχμού, από τη δεκαετία 680-670 π.χ.35. Η αποκατάσταση του θέματος ως συνδυασμού σιγμοειδών ελίκων και ανθεμίων είναι πιθανότερος από απλά ζεύγη ελίκων με ανθέμια, που θα δημιουργούσαν εικόνα ασυνέχειας. Το όστρακο αριθ. κατ. 3 ενδιαφέρει περισσότερο για το είδος του αγγείου και λιγότερο για τη διακόσμησή του, κοινή στα περισσότερα από τα κυκλαδικά εργαστήρια ανάγλυφων πίθων του 7ου αιώνα. Η απλή ψευδόσπειρα είναι κόσμημα σύνηθες στις Κυκλάδες36, όπως και το γλωσσωτό. Σε αυτή την εποχή, 7ος αιώνας, οι γλώσσες στην κυκλαδική ανάγλυφη κεραμική διατηρούν αναλογία πλάτους προς μήκος ίση με 2 προς I37. Κατά λίγες μόνο δεκαετίες νεότερο είναι το όστρακο αριθ. 9. Επίσης, συνηθισμένος είναι ο απλός πλοχμός στις Κυκλάδες και στην ανατολική γραπτή και ανάγλυφη κεραμική38. Όσον αφορά στο σχήμα του αγγείου, χαρακτηριστική είναι η κάθετη κατατομή του οστράκου, στοιχείο που αποκλείει το ενδεχόμενο να πρόκειται για πίθο, αγγείο στο οποίο το τμήμα από τη μετάβαση του λαιμού προς το οριζόντιο χείλος διαγράφει μια μαλακή καμπύλη39. Την κατατομή του ανδριακού οστράκου μόνο ένας τύπος αγγείου διαθέτει, το περιρραντήριο40. Σε αυτή την περίπτωση το όστρακο από την Παλαιόπολη θα πρέπει να είναι το τμήμα από τη μετάβαση του κυλινδρικού κατακόρυφου τμήματος στη σε σχήμα ανεστραμμένου εχίνου βάση41. Στην πρόσφατη μελέτη του αγγείου υποστηρίχθηκε η εμφάνισή του στις αρχές του 7ου αιώνα στην Κόρινθο, από όπου διαδόθηκε, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του αιώνα, σε αρκετές περιοχές42. Στις Κυκλάδες το σχήμα του αγγείου απαντάει αρκετά συχνά κατά τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους43. Σε αυτή την περίπτωση το πρωιμότερο καλά χρονολογημένο περιρραντήριο είναι το ανάγλυφο από την Παλαιόπολη, το οποίο, αν τα μελλοντικά ευρήματα δεν ανατρέψουν την εικόνα, υποδηλώνει τη διάδοση του σχήματος στις Κυκλάδες πολύ σύντομα μετά τη δημιουργία του στην Κόρινθο44. Το κόσμημα του οστράκου αριθ. 7, όπως σώζεται σε αυτό, μπορεί εύκολα να παρερμηνευθεί. Το κάτω τελείωμα της έλικας δίνει την εντύπωση ότι είναι οριζόντιο, αποτέλεσμα που οφείλεται είτε στη στενότητα της επίθετης ταινίας πηλού είτε σε κάποια αστάθεια του τεχνίτη, τη στιγμή που με το κυλιν 33. Ch. Dugas, Délos XVII, Les vases orientalisants de style non mélien, Paris 1935, πίν. 18,8. 34. R.M. Cook, Clazomenian Sarkophagi, Mainz 1981, εικ. 15, 6. 35. Ζαφειροπούλου, ό.π. (υποσημ. 29), σ. 84, εικ. 1. 36. Το θέμα ανέλυσε διεξοδικά η Μπουρνιά, Ναξιακοί πίθοι, σ. 90-92. 37. Για το θέμα Μπουρνιά, Ναξιακοί πίθοι, σ. 90-92. Μπουρνιά, Αγγειοπλαστική Σίφνον, σ. 377. 38. Μπουρνιά, Ναξιακοί πίθοι, σ. 92 κ.ε. Μπουρνιά, Αγγειοπλαστική Σίφνον, σ. 375-376. 39. Την παρατήρηση την οφείλω στην καθηγήτρια Σημαντώνη-Μπουρνιά. Βλ. Καμπίτογλου, Οδηγός, σ. 42, αριθ. 43, εικ. 19. Το ίδιο και στην Αθήνα, Boggess, ό.π. (υποσημ. 24), σ. 132, αριθ. 18,20,22, ύστερος 8ος-7ος αιώνας. Γενικά για το σχήμα των πίθων Μπουρνιά, Πίθοι από την Κέα, ιδ. σ. 501-502. 40. Για το περιρραντήριο βλ. και S.G. Cole, The Uses of Water in Greek Sanctuaries, στο R. Hägg, N. Marinatos, G.C. Nordquist (επιμ.), Early Greek Cult Practice. Proceedings of the Fifth International Symposium at the Swedish Institute at Athens, 26-29 June 1986, Stockholm 1988, σ. 162. M. Kerschner, Perirrhanterien und Becken. AltÀgina 2,4, Mainz 1996, σ. 97 κ.ε. 41. Kerschner, ό.π., σ. 73, πίν. 19,2. Η προτεινόμενη αποκατάσταση με αναλογία διαμέτρου: συνολικού ύψους 1:2/2,5 φαίνεται ότι ισχύει για τα πρώιμα στηρίγματα περιρραντηρίων, ενώ αργότερα, στον 6ο αιώνα, η αναλογία ανεβαίνει στο 1:3,4, Simantoni-Bournia, ό.π. (υποσημ. 29), σ. 41. 42. Kerschner, ό.π. (υποσημ. 40), σ. 63 και 71. 43. W. Deonna, Délos XXVII, Le mobilier délien, Paris 1938, σ. 76. R. Ginouvès, Balanautiké: Recherches sur le bain dans l'antiquité grecque, Paris 1962, σ. 86, σημ. 2, σ. 87, σημ. 6., σ. 88, σημ. 2, εικ. 69-70, σ. 93, σημ. 4. Επίσης, αρκετά πρώιμο είναι το περιρραντήριο στη Σίφνο, Μπουρνιά, Αγγειοπλαστική Σίφνον, σ. 373, αριθ. 12, 377, μάλλον από το β' μισό του 7ου αιώνα. 44. Kerschner, ό.π. (υποσημ. 40), σ. 71 κ.ε. Αρχίζει στα μέσα του 7ου αιώνα από την Κόρινθο ή στις τελευταίες δεκαετίες του 8ου, Μ. Iozzo, Corinthian Basins on High Stands, Hesperia LVI (1987), σ. 355.
ΠΙΘΟΙ ΜΕ ΑΝΑΓΛΥΦΗ ΚΑΙ ΕΓΧΑΡΑΚΤΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΔΡΟ 87 δρικό εργαλείο έδινε τη μορφή στο κόσμημα. Για το λόγο αυτό αποκαθίσταται όμοιο με του οστράκου αριθ. 1. Στη χρονική τους απόσταση κατά λίγες μόνο δεκαετίες οφείλεται και η μορφική τους διαφορά. Από τα συνευρήματα το αριθ. 7 τοποθετείται στον 7ο αιώνα και από συγκρίσεις με τη γραπτή κεραμική της Ανατολικής Ελλάδας στα τέλη του 7ου αιώνα45. Το αριθ. 1 βρέθηκε σε παρακείμενη τομή, στην ίδια στρώση με γεωμετρικό κύπελλο46. Στη γραπτή κεραμική το κόσμημα των ημικυκλίων είναι συνηθισμένο, όπως και το σταγονόμορφο ανθέμιο47, αλλά ο συνδυασμός των δυο σπανίζει. Στην ανάγλυφη κεραμική, αντίθετα, το κόσμημα δεν απαντάει συχνά48. Τη μορφή του κοσμήματος πλησιάζουν κάποια παραπληρωματικά σε ανάγλυφους πίνακες του πρώιμου 7ου αιώνα αλλά ακριβές παράλληλο υπάρχει στον πίθο με την παράσταση αποκεφαλισμού μέδουσας από τη Θήβα πίσω από τον Περσέα. Ο πίθος χρονολογείται στο α' μισό του 7ου αιώνα49. Σε νεότερο στρώμα βρέθηκαν τα όστρακα αριθ. 4,5,6 και 8. Τα προϊόντα ντόπιων εργαστηρίων δίνουν μια γενική χρονολόγηση στα τέλη του 7ου-αρχές του 6ου αιώνα. Ιδιαίτερα ένα ανοιχτό αγγείο50, μάλλον τοπική μίμηση πρώιμης πρωτοκορινθιακής κοτύλης, δίνει το κατώτερο όριο χρονολόγησης στο δεύτερο τέταρτο του 7ου αιώνα με βάση το κριτήριο του τοπικού συντηρητισμού. Το πρότυπο θα μπορούσε να είναι μια κοτύλη σαν αυτή που βρέθηκε στη Μήλο51. Τα τέσσερα όστρακα που φέρουν δικτυωτό θα πρέπει να ανήκαν στον ίδιο πίθο, όπως φαίνεται από το σημείο εύρεσης, τον πηλό και το πάχος τους, καθώς και την τεχνική της διακόσμησης. Σε αυτό τον πίθο έχουν εφαρμοστεί και οι δύο μέθοδοι εγχάραξης του δικτυωτού, κατευθείαν στην επιφάνεια του πιθαριού και πάνω σε επίθετη ταινία. Η χρονολόγηση, ωστόσο, με αυτό το κριτήριο κρίνεται επισφαλής52. Στο νεότερο στρώμα, όπου βρέθηκε το όστρακο αριθ. 10, δεν σημειώθηκαν αξιόλογα συνευρήματα. Το κόσμημα των «μετοπών και τριγλύφων» γνώρισε αξιοσημείωτη διάδοση από το τέλος του 7ου και μέχρι τον 5ο αιώνα53. Στην εξελικτική μορφή του θέματος από τις διαγώνιους με μονή εγχάραξη στις διπλές χιαζόμενες με προσεγμένη ένταξή τους στο πλαίσιο, σύνηθες στο τέλος της αρχαϊκής εποχής, το όστρακο από την Παλαιόπολη εντάσσεται σε προχωρημένο στάδιό της. Η χρονολόγηση στο τέλος του 6ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα θα ήταν ασφαλέστερη, αν σώζονταν οι συνήθεις παραπληρωματικοί εμπίεστοι κύκλοι, κατά κανόνα απλοί στην αρχή και κοντά στη μετάβαση προς τους κλασικούς χρόνους διπλοί ομόκεντροι. Η προσεκτική χάραξη της κεραίας θα μπορούσε να βρει παράλληλο στο κόσμημα πίθων από νησιά των Κυκλάδων, του βόρειου ελλαδικού χώρου και από την Αττική54. Το μοναδικό εικονιστικό όστρακο, αριθ. 13, παρά την αποσπασματικότητά του, εντάσσεται στην παράδοση των κυκλαδικών πίθων με πλαστική διακόσμηση. Τα σωζόμενα, τμήμα ευρύτερης ζωφόρου με φυτοφάγα ζώα προς τα αριστερά, δεν επαρκούν για τον ειδολογικό προσδιορισμό τους, καθώς το καθένα από τον αίγαγρο, το ελάφι και τη δορκάδα ή ίππο διακρίνεται από τα καμπύλα, τα διακλαδιζόμενα κέρατα ή την απουσία αυτών, αντίστοιχα55. Και για τη χρονολόγηση το τμήμα της ζωφόρου είναι 45. R.M. Cook, Fikellura Pottery, BSA 34 (1933/34), σ. 76, εικ. 13, 5. R.Μ. Cook, Greek Painted Pottery, London 1960, εικ. 19β, μέσος II ρυθμός των αιγάγρων. R.M. Cook - Ρ. Dupont, East Greek Pottery, London - New York 1998, o. 46, εικ. 8.13b. 46. Αριθ. Μουσείου Άνδρου 1136. 47. Για τα ζεύγη ελίκων που περιβάλλουν ανθέμια Ζαφειροπούλου, ό.π. (υποσημ. 29), σ. 76. Για το σταγονόμορφο άνθος Dugas, ό.π. (υποσημ. 33), πίν. XI. Γ.Ε. Μυλωνάς, Ο πρωτοαττικός αμφορεύς της Ελευσίνος, Αθήνα 1957, πίν. 11. R.M. Cook, Fikellura Pottery, ό.π., σ. 76, εικ. 13. G.P. Schlaus, Two Fikellura Vasepainters, BSA 81 (1986), σ. 22-23, εικ. 1. 48. Dädalische Kunst auf Kreta im 7. Jahrhundert v. Chr., Hamburg 1970, σ. 78, C 17, πίν. 37a, ß' τέταρτο του 7ου αιώνα. 49. Hampe, ό.π. (υποσημ. 32), σ. 56. 50. Αριθ. Μουσείου Άνδρου 1046. 51. Johansen, ό.π. (υποσημ. 28), σ. 34, πίν. 10,5. 52. Μπουρνιά, Πίθοι από την Κέα, σ. 491. 53. Για την προτεραιότητα της Αθήνας σε αυτό το θέμα Anderson, ό.π. (υποσημ. 24), σ. 89 κ.ε. 54. Γ ια τη συγκέντρωση των παράλληλων, Μπουρνιά, Πίθοι από την Κέα, σ. 494. Mazarakis Ainian, ό.π. (υποσημ. 2), σ. 375, εικ. 59. 55. Γ ια τα εικονιστικά αυτά θέματα διεξοδική ανάλυση Μπουρνιά, Ναξιακοί πίθοι, σ. 55-58.
88 ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΕΤΡΟΧΕΙΛΟΣ μικρό. Μια κάπως γενικευμένη χρονολόγηση στις αρχές του 7ου αιώνα προσφέρει η σύγκριση της πλαστικής απόδοσης56 με αντίστοιχες ζωφόρους του αιώνα αυτοΰ57. Ο πηλός για την κατασκευή των πίθων είναι σε όλες τις περιόδους ιδιαίτερα χονδρόκοκκος με εγκλείσματα από χαλίκι και μίκα58. Δεν διαπιστώνεται σημαντική ποιοτική διαφορά ανάμεσα στα γεωμετρικά και τα αρχαϊκά όστρακα, εκτός από το αριθ. 7 που είναι αρκετά καθαρό. Σε κάθε περίπτωση καθαρός είναι και ο πηλός για τις επίθετες ταινίες και τα κοσμήματα. Γι αυτά γίνεται εξίσου χρήση της κυλινδρικής και της απλής σφραγίδας, ενώ δεν παρατηρείται προηγούμενη τράχυνση της επιφάνειας του αγγείου για τη στερέωση των επιθεμάτων59. Τα περισσότερα από τα διακοσμητικά θέματα στα 14 όστρακα είναι κοινά στους ανάγλυφους πίθους του κυκλαδικού χώρου και λιγότερο των Αθηνών από τον 8ο αιώνα μέχρι το τέλος της αρχαϊκής εποχής. Κάποιες ιδιαιτερότητες στα όστρακα αριθ. 2 και 14 βρίσκουν παράλληλα στη γραπτή αγγειογραφία και πάλι των Κυκλάδων και των εργαστηρίων της Ανατολικής Ελλάδας. Το δείγμα δεν επιτρέπει τη συναγωγή γενικότερων συμπερασμάτων για τη σχεδόν άγνωστη κεραμική της αρχαϊκής Άνδρου, όπως και για τη σχέση της με τα άλλα εργαστήρια κεραμικής της εποχής. Στη δημοσίευση της κεραμικής από τη Ζαγορά αναγνωρίστηκαν κάποια αγγεία ως προϊόντα τοπικών εργαστηρίων60, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό της κεραμικής θεωρήθηκε επείσακτο, γεγονός που οδήγησε στη θεώρηση της Ζαγοράς ως ερετριακής αποικίας61. Τα χονδροειδή αγγεία εντάχθηκαν στην τηνιακή-βοιωτική ομάδα, ενώ με βάση τους ιδιαίτερους δεσμούς ανάμεσα στην κεραμική των δύο νησιών σχηματίστηκε η λεγάμενη ομάδα Ζαγοράς-Ξώμπουργου62. Με την παρουσίαση των οστράκων από την Παλαιόπολη και το Φελλό καταδεικνύεται ότι η σχέση ανάμεσα στα δύο νησιά συνεχίστηκε και μετά την εγκατάλειψη της Ζαγοράς, αν και το ζήτημα της καταγωγής των τεχνιτών, ντόπιων ή ξένων, παραμένει ανοιχτό63. Ιδιαίτερα τα όστρακα του 7ου αιώνα φέρουν χαρακτηριστικά που απαντούν και στους ανάγλυφους πίθους άλλων κυκλαδικών εργαστηρίων αλλά και τοπικές ιδιαιτερότητες, παρατηρήσεις που καθιστούν ενδεχομένως πιθανότερο το ενδεχόμενο να πρόκειται για ανδρίους αγγειοπλάστες που αποδέχονται γόνιμα ξένες επιρροές. Αργότερα, στον 6ο αιώνα, οι διαφορές είναι λιγότερο αισθητές, διαπιστώσεις που έχουν γενικότερη ισχύ για την κυκλαδική παραγωγή ανάγλυφων πίθων64. Όσον αφορά στη γραπτή κεραμική, αναμενόμενη θα ήταν η ύπαρξη κεραμικής αρχαϊκών χρόνων με αντίστοιχη ποιότητα, τα δεδομένα όμως δεν την επιβεβαιώνουν. Μετά τη Ζαγορά και τον 8ο αιώνα ανδριακή κεραμική αναφέρεται μόνο από τον προχωρημένο 6ο αιώνα, με μια ομάδα από πέντε αρυβάλλους αβέβαιης προέλευσης, μιμήσεις της κορινθιακής αγγειογραφίας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο σχήμα και στη διακόσμηση65. Η από- 56. Οι παρατηρήσεις αυτές οφείλονται στον Ν. Κοντολέοντα, ο οποίος διακρίνει την «Flächenperspektive» των γεωμετρικών χρόνων από το «Flachrelief» των αρχαϊκών, Kontoleon, ό.π. (υποσημ. 2), ο. 232. 57. A. de Ridder, ό.π. (υποσημ. 32), πίν. IV,V. Hampe, ό.π. (υποσημ. 32), ο. 56, 36.38. 58. Όπως και στις υπόλοιπες Κυκλάδες, Μπουρνιά, Ναξιακοί πίθοι, ο. 45-48. Μπουρνιά, Πίθοι από την Κέα, ο. 488. 59. Για την κατασκευή πίθων με ανάγλυφη/εγχάρακτη διακόσμηση Μπουρνιά, Ναξιακοί πίθοι, ο. 46-48. 60. Ενδεικτικά Καμπίτογλου, Οδηγός, ο. 49, αριθ. 71, ο. 62, αριθ. 139. 61. J.-P. Descoeudres, Zagora auf der Insel Andros-eine eretrische Kolonie?, Antike Kunst XVI (1973), o. 87-88. 62. Καμπίτογλου, Οδηγός, ο. 40. 63. Για το θέμα Α. de Ridder, ό.π. (υποσημ. 32), ο. 511. Χρ. Χρήστου, Ο νέος αμφορεύς της Σπάρτης. Οι άλλοι μετά αναγλύφων αμφορείς του λακωνικού εργαστηρίου, ΑΔ 19 (1964), Μελέτες, ο. 257. Για το ζήτημα της κατασκευής των αγγείων από περιοδεύοντα εργαστήρια ή της εξαγωγής των μητρών και της χρησιμοποίησής τους από ντόπιους δεν έχει δοθεί οριστική απάντηση. Η Ervin-Caskey, ό.π. (υποσημ. 4), ο. 21 και A Relief Pithos from Mykonos, ΑΔ 18 (1963), Μελέτες, ο. 38, βλέπει στην κυκλαδική παραγωγή πίθων μια «κοινή» με ευδιάκριτα, ωστόσο, τοπικά εργαστήρια και περιοδεύοντες τεχνίτες. Η ίδια πιστεύει ότι η Τήνος είναι ο μοναδικός παραγωγός εικονιστικών πίθων αλλά με περιορισμένη εξαγωγική δραστηριότητα. Μ.Ε. Caskey, A Relief Pithos from Koresia, Kea, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Κέα-Κύθνος, ο. 422 με βιβλιογραφία. Η Anderson, ό.π. (υποσημ. 24), ο. 15-16, θεωρεί βάση των εργαστηρίων την Τήνο, άποψη που μάλλον θα πρέπει να γίνει δεκτή. 64. Μπουρνιά, Αγγειοπλαστική Σίφνου, ο. 384. 65. D.A. Amyx, Corinthian Vase Painting of the Archaic Period, Berkeley 1986, o. 682-683.
ΠΙΘΟΙ ΜΕ ΑΝΑΓΛΥΦΗ ΚΑΙ ΕΓΧΑΡΑΚΤΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΔΡΟ 89 δόση της ομάδας σε ντόπια εργαστήρια αμφισβητήθηκε, μάλλον λόγω της έλλειψης ευρημάτων από ελεγχόμενη ανασκαφή66. Η αντιγραφή κορινθιακοί αγγείων, των πλέον διαδεδομένων σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ήταν αρκετά διαδεδομένη σε όλο τον 6ο αιώνα, ιδιαίτερα σε εκείνα τα μέρη όπου εξέλιπε η ντόπια κεραμική παράδοση. Αντίστοιχο θα μπορούσε να ισχύει και για τον 7ο αιώνα, με τους τεχνίτες της Άνδρου να αναπαράγουν τα αγγεία που γνώριζαν τότε τη μεγαλύτερη εξάπλωση στις Κυκλάδες, αλλά ταυτόχρονα να αφομοιώνουν στοιχεία και από εργαστήρια άλλων κέντρων, των Κυκλάδων και της Ανατολικής Ελλάδας, στοιχεία των οποίων διακρίνονται στους ανάγλυφους πίθους της Παλαιόπολης. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΕΤΡΟΧΕΙΛ ΟΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Καμπίτογλου, Οδηγός Μπουρνιά, Ναξιακοί πίθοι Μπουρνιά, Πίθοι από την Κέα Μπουρνιά, Αγγειοπλαστική Σίφνου Α. Καμπίτογλου, Αρχαιολογικό Μουσείο Άνδρου. Οδηγός των ευρημάτων από την ανασκαφή της γεωμετρικής πόλης στη Ζαγορά, Αθήνα 1991. Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά,Ηνασκαφές Νάξου. Οι ανάγλυφοι πίθοι, Αθήνα 1990. Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά, Πίθοι των ιστορικών χρόνων με εγχάρακτη διακόσμηση από την ΝΑ. Κέα, στο Λ.Γ. Μενδώνη - Α.Ι. Μαζαράκης Αινιάν (επιμ.), Κέα-Κύθνος: Ιστορία και Αρχαιολογία. Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Κέα-Κύθνος 22-25 Ιουνίου 1994, Μελετήματα 27, Αθήνα 1998, σ. 487-516. Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά. Από την αγγειοπλαστική παραγωγή της αρχαίας Σίφνου, σ. 371-400, Πρακτικά Α ' Διεθνούς Σιφναϊκού Συμποσίου, Σίφνος 25-28 Ιουνίου 1998, Α\ Α ρ - χαίοι Χρόνοι, Αθήνα 2000. 66. Η σχέση με τις δημιουργίες του ευβοϊκού Κεραμεικού, ιδιαίτερα τις «ομάδα του Βατικανού G 52» και «ομάδα του δελφινιού» είναι πράγματι στενή. Πρόκειται, όμως, για επαρχιακές μιμήσεις που επαναλαμβάνονται και άλλου. Σχετική βιβλιογραφία βλ. I. Βοκοτοπουλου κ.ά., Σίνδος, Κατάλογος της έκθεσης, Αθήνα 1985, σ. 176-179, αριθ. 284-285.
90 Summary PITHOI FROM ANDROS WITH RELIEF AND INCISED DECORATION Relief pithoi, a special category of Geometric and Archaic pottery, have been found in most of the Cycladic islands. In Andros, too, a substantial proportion of the pottery found in Zagora and Hypsele is also of this category. Here are presented fragments of such pithoi from places other than the two mentioned above, especially from the ancient city of Andros. They are dated in the 8th to the middle of the 6th century BC, covering a wide period of the production of such pithoi. These fragments have features which have also been attested in other workshops, such as the workshop of Tenos, and some unique traits. The fragment No 2, decorated with semicircles forminga lotus, a frequent theme in painted pottery of the 7th and 6th century BC, and the fragment No 14 with the complex decoration of spirals and lotus pattern are one of a kind. The lowest dated fragments tend to lose their local characteristics, as the differences between individual workshops disappear. N IK O L A O S P E T R O C H E IL O S