ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ (Επιλεγόμενο Μάθημα - Χειμερινού Εξαμήνου 2013) Διδάσκων: Αθ. Στογιαννίδης - Λέκτορας 8η Εβδοµάδα Η Φιλοσοφία της Παιδείας στην ορθόδοξη παράδοση - Γ : Η αρχή της µεταµόρφωσης και της παγκοσµιότητας
H θεία λειτουργία συνθέτει τον πυρήνα της πνευµατικής της εµπειρίας. Χωρίς αυτήν η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία είναι αδιανόητη, αλλά και χωρίς τη σύναξη των πιστών η Ευχαριστία είναι αδύνατη. Το προσφερόµενο σώµα και αίµα Χριστού ενώνει τους ανθρώπους µεταξύ τους και έτσι τους συντάσσει στο σώµα της Εκκλησίας, τους κάνει να είναι Εκκλησία.
Ο κόσµος είναι η δηµιουργία και η Εκκλησία είναι η δια µέσου της θείας παρουσίας παρεχόµενη ενότητα αυτού του κόσµου. Κόσµος και Εκκλησία είναι δηµιουργήµατα του Θεού. Αυτός ο σύνδεσµος ανάµεσα στην Εκκλησία και τη δηµιουργία αποτελεί αναπόσταστο τµήµα της θεολογία του αγίου Μαξίµου του Οµολογητού.
Στο περισπούδαστο έργο του «Μυσταγωγία» η ενότητα της Εκκλησίας αποτυπώνεται σε πέντε ενιαίους τρόπους υπάρξεως. Η Εκκλησία είναι εικόνα της ενότητας του Θεού, β. εικόνα της ενότητας όλης της κτίσης (ορατός και αόρατος κόσµος), γ. εικόνα της ενότητας µόνο της ορατής κτίσης, δ. εικόνα της ψυχοσωµατικής ενότητας του ανθρώπου και ε. εικόνα της ενότητας του λογικού, δηλ. της ενότητας ανάµεσα στο νου και στο λόγο του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος πλάθεται από τον Θεό ως µέλος της Εκκλησίας, δηλ. ως τµήµα του κόσµου, ενεργό και λειτουργικό ταυτόχρονα καλείται να φτάσει στην ενότητα του κόσµου. Αυτό σηµαίνει ότι ο άνθρωπος δεν ζει πάντα ως Εκκλησία, παρόλο που δηµιουργήθηκε ως µέλος της Εκκλησίας. Ένα είναι σίγουρο: ότι έχει τη δυνατότητα µίας κίνησης προς το να γίνει Εκκλησία, να βιώσει δηλ. την ενότητα των πάντων, όπως επίσης και τη δυνατότητα να µη γίνει Εκκλησία και να περιχαρακωθεί στον ατοµισµό του.
Γι αυτό και τονίζουµε ότι η Εκκλησία δεν είναι µία τέλεια και αγγελική κοινωνία, αλλά µία κοινότητα που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση. Από τη µία πλευρά πτώση και ασθένεια, από την άλλη πρόοδος και µεταµόρφωση.
Όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν ανακαλύψει µέσα τους τον εκκλησιολογικό τους χαρακτήρα, δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι µπορούν να υπάρχουν ως οντότητες που θα βιώνουν την ενότητα των πάντων και θ αγκαλιάζουν και θα συν-χωρούν µέσα τους τα πάντα. Με αυτή την έννοια, σώµα της Εκκλησίας είναι η κοινότητα των ανθρώπων, οι οποίοι ήδη έχουν ξεκινήσει την πορεία της ολοκλήρωσής τους. Το σώµα αυτό έχει µία ορατή παρουσία µέσα στην ιστορία και έχει στόχο τη µεταµόρφωση του κόσµου, δηλ. την ενότητα των πάντων.
Στο σώµα αυτό κάνουµε διάκριση ανάµεσα στους φορείς και στα χαρισµατικά µέλη. Φορείς είναι ο λαός της Εκκλησίας δηλ. κληρικοί λαϊκοί µαζί, (όλοι οι πιστοί που δεν φέρουν το σχήµα της ιεροσύνης, οι θεολόγοι, οι επίσκοποι, οι πρεσβύτεροι, οι διάκονοι και φυσικά οι σύνοδοι). Χαρισµατικά µέλη είναι εκείνοι οι οποίοι έχουν µεταµορφωθεί εν Χριστώ από το άγιο Πνεύµα, και βιώνοντας αυτήν τη κατάσταση εκφράζουν, εξωτερικεύουν και διατυπώνουν το πνευµατικό περιεχόµενο, την πίστη και την εµπειρία της Εκκλησίας. Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι άγιοι και η θέση τους είναι πολύ σηµαντική: είναι οι Πατέρες, καθοδηγητές και οδοδείκτες του λαού.
Οι τόσο απόµακροι για την παιδαγωγική επιστήµη υψιπετείς θεολογικοί στοχασµοί φαίνεται να έχουν µια εξαιρετικά γόνιµη εφαρµογή για την παιδαγωγική θεωρία και µάλιστα αναφορικά µε το δισεπίλυτο πρόβληµα της ταυτότητας. Εάν λοιπόν ολοκλήρωση και µεταµόρφωση του ανθρώπου ταυτίζονται µε την εκκλησιο-ποίηση του ανθρώπου (το να γίνει δηλ. Εκκλησία, άνθρωπος οικουµενικός), τότε η Εκκλησία είναι κάτι που αφορά στην ταυτότητα του ανθρώπου.
Για την ορθόδοξη φιλοσοφία της παιδείας ο άνθρωπος δεν αντιµετωπίζεται ως ένα αποµονωµένο και στον εαυτό του ερµητικά κλεισµένο ον, αλλά ως µέλος ενός ιστορικού, χωροχρονικού συµπαντικού όλου, που χαρακτηρίζεται ως Εκκλησία. Η µεταµόρφωση του ανθρώπου, δηλ. η παιδεία, η παίδευσή του, δεν είναι µία µαγική και αυτόµατη διαδικασία, αλλά η επίτευξη του φυσικού του σκοπού, η ενότητα µε τον Θεό και το συνάνθρωπό του.
Η σχέση µεταξύ δηµιουργού και δηµιουργίας εκφράζεται στην ελληνική γλώσσα µε τη λέξη «αναφορά». Το δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο και την κτίση αναφέρεται και επιστρέφεται ιερουργικά ως α από τον άνθρωπο προς τον Θεό. Γι αυτό και το κυριακό δείπνο ονοµάζεται στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία «θεία Ευχαριστία», δηλ. θεία δοξολογία. Ο άνθρωπος ευγνωµονεί και δοξάζει τον Θεό όχι µόνο για το απολυτρωτικό έργο του Χριστού, αλλά για κάθε θεία δωρεά και ευεργεσία από κτίσεως κόσµου.
«Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέροντες κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα». Ο άνθρωπος δεν προσφέρει στον Θεό κάτι δικό του, αλλά κάτι που ήδη ανήκει στον Θεό γι αυτό και αυτό που προσφέρει δεν είναι δώρο, αλλά αντίδωρο ή αλλιώς ευχαριστιακή αποδοχή και αναφορά του δώρο στο Δωρητή του µε σκοπό να το µπολιάσει στο Σώµα του Χριστού.
Στον άνθρωπο δίδεται από τον Θεό το σώµα και το αίµα του Χριστού, και έτσι ο άνθρωπος γίνεται «καινή κτίση», γιατί ο ίδιος ο Χριστός, ως Θεάνθρωπος, είναι η καινούρια κτίση: «εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινὴ κτίσις» κατά τον Απόστολο Παύλο.
Το νόηµα της θείας Λειτουργίας συνίσταται στο ότι το κτιστό στην ολότητά του µπορεί και πρέπει να επικοινωνήσει µε τον άκτιστο Θεό. Η ίδια η δηµιουργία λοιπόν γίνεται δοξολογία προς τον Θεό και µέσω της πνευµατικής αυτής δοξολογικήςευχαριστιακής εµπειρίας αποκτά ένα νόηµα και ένα λόγο ύπαρξης.
Το µυστήριο δεν είναι µία ξεχωριστή και αυτόνοµη λατρευτική πράξη, αλλά είναι αυτό καθ εαυτό η ζωή της Εκκλησίας. Τα µυστήρια είναι τα φυσικά φαινόµενα, τρόπον τινά, της ζωής της Εκκλησίας. Την πραγµατικότητα αυτή της Εκκλησίας περιγράφει µε θαυµαστό τρόπο ο Νικόλαος Καβάσιλας: «Σηµαίνεται δὲ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς µυστηρίους, οὐχ ὡς ἐν συµβόλοις, ἀλλ ὡς ἐν καρδίᾳ µέλη καὶ ὡς ἐν ρίζῃ φυτοῦ κλάδοι καὶ καθάπερ ἔφη ὁ Κύριος ὡς ἐν ἀµπέλῳ κλήµατα». Ο Νικόλαος Καβάσιλας µας λέει µε λίγα λόγια, ότι ο Χριστός, δηλ. το Σώµα του, η Εκκλησία είναι η καρδιά ενός σώµατος ή αλλιώς η κληµαταριά, ενώ τα µυστήρια είναι τα µέλη του σώµατος αυτού ή αλλιώς τα κλήµατα. Αυτό συνεπάγεται ότι υφίσταται µία φυσική και οντολογική σχέση ανάµεσα στην Εκκλησία και τα µυστήριά της.
Οι πιστοί µέσω της κοινωνίας τους µε τον Χριστό ενώνονται µεταξύ τους και βιώνουν την εσχατολογική σύναξη όλων των ανθρώπων γύρω απ το πρόσωπο του Χριστού. Και εδώ ο άγιος Ιωάννης ο Δαµασκηνός, όντας ο ίδιος κοινωνός της εν Χριστώ εµπειρίας, δείχνει παράλληλα και το µεγάλο του συγγραφικό ταλέντο: «ἐπεὶ γὰρ ἐξ ἑνὸς ἄρτου µεταλαµβάνοµεν, οἱ πάντες ἔν σῶµα Χριστοῦ καὶ ἕν αἶµα καὶ ἀλλήλων µέλη γινόµεθα σύσσωµοι Χριστοῦ χρηµατίζοντες».
Στην ορθόδοξη φιλοσοφία της παιδείας το ζήτηµα της ταυτότητας είναι κατεξοχήν οντολογικό ζήτηµα που αφορά στην ανάπτυξη και εξέλιξη του προσώπου. Το πρόσωπο προοδεύει, όταν ανοίγεται απέναντι στον Θεό και το συνάνθρωπο, και συνεπώς γίνεται εκκλησία, εκκλησιοποιείται, εφόσον η ύπαρξή του ζει ως Εκκλησία, ως οικουµένη που αγκαλιάζει και αγκαλιάζεται απ τον Θεό, το συνάνθρωπο και την κτίση. Η εκκλησιοποίηση του ανθρώπου ταυτίζεται µε την εν Χριστώ ανακαίνισή του.
Το ανθρώπινο πρόσωπο δεν υπόκειται σε άλλους σκοπούς και αξίες. Το να είναι ο άνθρωπος αληθινό πρόσωπο είναι αυτοσκοπός. Η οριζόντια κοινωνικότητα, που εκδηλώνεται στη σχέση ανθρώπου και συνανθρώπου, νοηµατοδοτείται από την κατακόρυφη, που αφορά στη σχέση του ανθρώπου µε τον Θεό.
Η παιδεία είναι µία πορεία αγώνος, που θεµελιώνεται πάνω στην αλληλοπεριχώρηση και αλληλεξάρτηση ανάµεσα στην πνευµατικότητα και τη διάνοια, την αγιοπνευµατική εµπειρία και τη λογική κατανόηση. Η παρουσία του λόγου εντοπίζεται στο ότι ο άνθρωπος µε απόλυτη ελευθερία συµµετέχει στο ιερουργικό κάλεσµα για τη µεταµόρφωση της κτίσης. Η θεία Ευχαριστία δεν είναι µία άλογη πράξη, µία µαγική πράξη, αλλά πράξη που ακολουθεί λογική και κατανοητή δοµή και άρα προϋποθέτει το αυτεξούσιο του ανθρώπου. Ο λόγος επίσης µπορεί να κατανοήσει σηµειωτικά το νόηµα των συµβολικών πράξεων.
Η ορθόδοξη φιλοσοφία της παιδείας βλέπει το ανθρώπινο πρόσωπο όχι µόνο κάτω από την ασκητική προοπτική, όχι µόνο σε άµεση σχέση µε το θείο, αλλά και στο πλαίσιο ενός ορίζοντα παγκοσµιότητας: το πρόσωπο πρέπει ν αγκαλιάσει µέσα του όλο τον κόσµο, να γίνει οικουµενικό. Εδώ η φιλοσοφία της παιδείας δίνει το προβάδισµα στη µοναδικότητα και ιδιαιτερότητα του ανθρώπινου προσώπου καθώς και στην εν Χριστώ ανακαίνισή του.
Όπως πολύ όµορφα επισηµαίνει ο αρχιεπίσκοπος πάσης Αλβανίας, Αναστάσιος Γιαννουλάτος, «το µεγάλο ζητούµενο από την Εκκλησία θα παραµείνει η πνευµατική αναγέννηση του ανθρώπου, η εν Χριστώ σωτηρία, η νοηµατοδότηση της ζωής. Έτσι προσφέρει το σηµαντικότερο: καλλιεργεί συνειδήσεις, διαµορφώνει προσωπικότητες που µε τη συνέπεια του βίου τους ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστηµα της κοινωνίας και το ζωογονούν».