ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΘΑΜ ΑΝΣΗ, ΣΘΓΜΕ ΣΗ ΖΩΗ ΣΟΤ



Σχετικά έγγραφα
ΘΔΚΑ ΡΖΠ ΑΛΑΓΛΩΟΗΠΖΠ

aqsa35pddjsagodagodd]ag 1a5pxsd]s;cd.ss

α κα ρι ι ο ος α α νηρ ος ου ουκ ε πο ρε ε ευ θη εν βου λη η η α α σε ε ε βων και εν ο δω ω α α µαρ τω λω ων ουουκ ε ε ε

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

1 ορ ΣΚΟΠΟΣ (1 Ο μάθημα) Αλάπηπμε θηλεηηθώλ δεμηνηήησλ θαη ηθαλνπνηεηηθή εθηέιεζε νξηζκέλσλ από απηέο Σηόχορ :1 ορ και 4 ορ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Τ ξ ε ύ ο ξ π ς ξ σ ξ ο ί ξ σ _ Ι ε ο α μ ε ι κ ό π

Απνηειέζκαηα Εξσηεκαηνινγίνπ 2o ηεηξάκελν

Κα λόν ύπ νο και όνειρ α γλυκά

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

Παιχνίδι γλωζζικής καηανόηζης με ζχήμαηα!

Λειτουργία Μ. Βασιλείου Ἦχος υ5 Δι. Κς πι ε ε ε λε η ζον Κς ς πι ε ε ε λε η ζον. Κς πι ε ε λε ε ε η η ζον Κς πι ε ε ε λε η ζον

ΤΜΗΜΑ ΦΩΚΑ/ΤΕΤΑΡΤΗ

Τι μπορεί να δει κάποιος στο μουσείο της Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου

Π α σα πνο η αι νε σα τω τον Κυ ρι. Π α σα πνο η αι νε σα α τω τον. Ἕτερον. Τάξις Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου, Ὀ Ν Ψαλµός. Μέλος Ἰωάννου Ἀ. Νέγρη.

Π α ζ ο κ ζ ή μ α η α μ ε κ ύ μ α η α ή η α κ ή δ ε γ κ ς ζ η ά : Γ ι ε ο ζ ε ν ί α, Δ ε μ μ θ ν α η ί α, α δ μ ύ ι ς η ε Γ ι ι ά δ α.

Το παραμύθι της αγάπης

Αζκήζεις ζτ.βιβλίοσ ζελίδας 13 14

ο Θε ος η η µων κα τα φυ γη η και δυ υ υ να α α α µις βο η θο ος ε εν θλι ψε ε ε σι ταις ευ ρου ου ου ου ου σαις η η µα α α ας σφο ο ο ο

ΕΞΟΡΤΞΗ & ΚΑΣΑΚΕΤΕ ΣΗΝ ΕΤΡΩΠΗ ΜΑΘΗΜΑ 43

ΣΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΣΩΝ Α ΛΤΚΕΙΟΤ

ΣΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΣΩΝ Α ΛΤΚΕΙΟΤ

Αζθήζεηο 5 νπ θεθαιαίνπ Crash course Step by step training. Dipl.Biol.cand.med. Stylianos Kalaitzis

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

ΔΡΓΑΙΑ ΣΡΙΣΟΤ ΣΡΙΜΗΝΟΤ ΣΗΝ ΟΓΤΔΙΑ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Δηθνλνγξαθεκέλν Λεμηθό Σν Πξώην κνπ Λεμηθό

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Η Ύςσζε ηνπ Τηκίνπ Σηαπξνύ. 14 Σεπηεκβξίνπ

Δηθνλνγξαθεκέλν Λεμηθό Σν Πξώην κνπ Λεμηθό

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Οι τα α α α α α α α Κ. ε ε ε ε ε ε ε ε ε Χε ε ε. ε ε ε ε ε ε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι. ιµ µυ στι κω ω ω ω ω ως ει κο ο


Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΥΡΙΣΟΤΓΔΝΝΙΑΣΙΚΔ ΚΑΣΑΚΔΤΔ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Δηθνλνγξαθεκέλν Λεμηθό Σν Πξώην κνπ Λεμηθό

Ἔκτασις. οι τα α α Δ. α α α α Δ. ου ου ου ου ου ου ου ου ου ου ου ου ου. υ υ υ υ υ υ υ υ υ υ µυ υ στι ι ι Μ. ι ι ει ει κο ο νι ι ι ι ι ι ι

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

TOOLBOOK (μάθημα 2) Δεκηνπξγία βηβιίνπ θαη ζειίδσλ ΠΡΟΑΡΜΟΓΗ: ΒΑΛΚΑΝΙΩΣΗ ΔΗΜ. ΕΚΠΑΙΔΕΤΣΙΚΟ ΠΕ19 1 TOOLBOOK ΜΑΘΗΜΑ 2

Να ζρεδηάζεηο ηξόπνπο ζύλδεζεο κηαο κπαηαξίαο θαη ελόο ιακπηήξα ώζηε ν ιακπηήξαο λα θσηνβνιεί.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Μια μεγάλη γιορτή πλησιάζει

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ (Ιω. 9, 1-38)

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΚΟΠΟ. ε ζπζρε ηηζε ηνπ θαπλι ζκαηνο κε ηελ κο ιπλζε απο ηνλ ηο ησλ αλζξσπι λσλ ζεισκα ησλ (HPV).

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Δξγαιεία Καηαζθεπέο 1 Σάμε Δ Δ.Κ.Φ.Δ. ΥΑΝΗΩΝ ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΗΑ ΔΚΠΑΗΓΔΤΖ. ΔΝΟΣΖΣΑ 2 ε : ΤΛΗΚΑ ΩΜΑΣΑ ΔΡΓΑΛΔΗΑ ΚΑΣΑΚΔΤΔ. Καηαζθεπή 1: Ογθνκεηξηθό δνρείν

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Ν άγηνο ηεο ειιεληθήο λενιαίαο Ξ εξηθιήο Γηαλλό πνπινο Θ Α Η Ν Η ΔΙ Ι Ζ Λ ΔΠ ΩΠ Ξ Δ ΟΗΝ ΠΗΝ Π Ι Α Ν Π θ αηά ηνλ Ξ εξηθιή Γηαλλόπ νπι ν ( )

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Κάιν καί Ἄβελ. ΜΑΘΗΜΑ 3ο. Γένεσις 4,1-15

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ξεκίνησα τεχνοκράτισσα... Να υπολογίζω νούμερα και αριθμούς... Τα πάντα να είναι λογική και υπολογισμοί... Αυτά συνήθως φέρνουν και απαισιοδοξία.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΑΓΩΜΘΡΘΙΞΘ ΤΩΠΞΘ ΡΘΡ ΛΘΙΠΕΡ ΗΚΘΙΘΕΡ ΛΘΤΑΗΚΘΔΗΡ Τ.

ΚΕΦ. 2.3 ΑΠΟΛΤΣΗ ΣΘΜΗ ΠΡΑΓΜΑΣΘΚΟΤ ΑΡΘΘΜΟΤ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

γηα ηνλ Άξε Κσλζηαληηλίδε

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

H ΜΑΓΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΟΠΤΙΚΗ Α. ΑΝΑΚΛΑΣΖ - ΓΗΑΘΛΑΣΖ

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

IV Ο ΕΛΛΗΝΙΜΟ ΣΗ ΔΤΗ,ΠΟΛΙΣΙΜΟΙ Δ.ΜΕΟΓΕΙΟΤ ΚΑΙ ΡΩΜΗ

Επωηήζειρ Σωζηού Λάθοςρ ηων πανελλαδικών εξεηάζεων Σςναπηήζειρ

x-1 x (x-1) x 5x 2. Να απινπνηεζνύλ ηα θιάζκαηα, έηζη ώζηε λα κελ ππάξρνπλ ξηδηθά ζηνπο 22, 55, 15, 42, 93, 10 5, 12

ΠΑΡΑΡΣΗΜΑ Δ. ΔΤΡΔΗ ΣΟΤ ΜΔΣΑΥΗΜΑΣΙΜΟΤ FOURIER ΓΙΑΦΟΡΩΝ ΗΜΑΣΩΝ

όπου R η ακηίνα ηου περιγεγραμμένου κύκλου ηου ηριγώνου.

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Transcript:

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΘΑΜ ΑΝΣΗ, ΣΘΓΜΕ ΣΗ ΖΩΗ ΣΟΤ (Π. Μοίρα, ΦΩΣΟΔΕΝΣΡΟ) Ο Αιέμαλδξν ο Πα παδηακ άλη εο γ ελλήζεθε ζη ε θ ηά ζν η ν 1 85 1. Γηνο παπά, κεγάισζε αλάκεζα ζε ε λλ ηά παηδηά (ηα δπν πέζα λα λ κηθξά) κε ην θόβν η νπ Θε νύ θ αη εμνηθεηώζεθε λσ ξίο κε ηα εθθιεζηα ζη ηθά πξάγκαηα, η ε ζξε ζθ επηηθή αηκ όζ θαηξα, ηηο ι εη ηνπξγίεο, ηα μσθ ι ήζ ηα θ αη ηελ ή ζπρε δσή η νπ λε ζηώηηθνπ πεξίγπξνπ. Όια απηά ηνπ δηακόξθσζα λ κηα ρξηζηηαλνπ ξεπή ηδη νζπγθξαζία, πνπ ηε δηαηήξ εζε κε πεί ζκα σο ην ηέινο ηεο δσή ο ηνπ. Σα πξώην γ ξάκκαηα ηα έκ αζε ζ ην λε ζί ηνπ, εζσηε ξη θ όο ζ ηε κ νλή η νπ Δπαγγειηζκνύ. Δπί ν ρηώ κήλεο έδεζε σο θ αιόγεξν ο ζη ν «Άγην Ό ξνο». Φ νί ηεζε ζ ην Γπκλάζη ν ζ ηε Υαιθίδα, ην λ Πεηξαη ά θ αη ην ηειεί σζε ζ ην Βαξβάθεην ηε ο Αζή λαο. Πάληα θη σρό ο άξρη ζε από καζε ηή ο λα θ εξδίδεη η ν ςσκί ηνπ κε παξαδό ζεη ο θ αη πξνγπκλάζεη ο καζεηώλ. ηε ζπλέ ρεηα γ ξ άθη εθε ζ ηε Φηινζν θηθή ρ νιή η νπ Πα λεπη ζ ηεκίνπ, ηε λ ν πνία, κε όιεο ηη ο πξ νζ πάζεηε ο πνπ έθακε, δε λ ηε λ ηειείσζε, γ ηαηί ε θ ηώρ εηα, ε αλέ ρεηα θ αη ε επη ζθαιήο πγεί α ηνπ, ηνπ ζ ηάζεθαλ α λππέξβιεηα εκπόδηα. Σ ν ό ηη δε λ π ήξ ε ην δίπισκα ηνπ έγηλε θ αεκόο θ αη καξάδη ηνπ παηέ ξα ηνπ, π νύ ην λ πε ξίκελε λα γ πξίζεη θ αζεγεηήο ζη ν λ εζί θ αη λα βνεζή ζεη ηηο ηέ ζζεξεηο α δε ι θέο η νπ, πνύ ηειηθά νη ηξε ηο έκεηλα λ α λύπαληξε ο θ αη απηέο ηνπ παξαζηάζεθαλ κε κεγάιε αθνζί σζε, ζε όιεο ηη ο δύζθ νιεο ζη ηγκέο θ αη ζηηο αξξώζ ηηεο ηνπ, όηα λ πηθξακέλνο θ αη απνγνεηεπκέλν ο από η ε δσή η εο Αζήλα ο, έθεπγε θ αη θ ξπβόηαλ ζ ηε λ εζπ ρία θ αη κνλαμηά ηνπ όκ νξθνπ λε ζηνύ ηνπ. Μα νη νηθνλνκηθέο ηνπ αλάγθεο ήηα λ πνιιέο θ αη ζύληνκα αλαγθαδόηαλ λ' α θήζ εη η ελ ή ζπρε γ σληά ηνπ θ αη λα μαλάξζεη ζ ηε λ Αζή λα. Από η ε ζ ηηγκή πνπ γ ξά θη ε θ ε ζην Παλε πηζηήκην άξρη ζε λα δεκνζηνγξα θεί θ αη λ α θ άλεη κεηαθξά ζεηο α πό η α Γαιιηθά θ αη Αγγι ηθά, πνπ είρε κάζεη ζε βάζν ο θ αη π νπ ι ίγνη ηα γ λ ώξηδαλ η όζ ν θ α ι ά ζη ελ επν ρή η νπ. Οη απν ι αβέο ηνπ όκσο ή ηα λ πε ληρξέ ο θ αη αλαγθαδόηαλ λα δεη ζε θη σρηθά δ σκάηηα, ό ληα ο π άληα νιηγαξθήο θ αη ι ηην δία ηην ο. Ζ ζέζε ηνπ θ αιπηέξεςε θ άπσο, ό ηαλ γ λ σξίζηεθε κε ηνλ αιεζκ όλεην θ αη πξνν δεπηηθό δ εκνζ ηνγξάθν Βιάζε Γαβξηειίδε, πνπ ί δξπζε η ε λ πε ξίθεκε γ ηα ηε λ επν ρή ηε ο ε θεκεξί δα «Αθξό πνιε». Ζ δσή ηνπ όκσο δε λ άιιαμε. Αλ θ αη ε ακνηβή ηνπ από ηε λ εξγαζία ηνπ ζ ηε λ «Αθξόπ ν ι ε» ήηα λ ππέξνγθε (έ παηξλε 20 0 θ αη 250 δξ ρ. ην κήλα) θ αη αξθεηά από ζπ λεξγαζίε ο ηνπ ζε άιιεο εθεκεξίδε ο θ αη πεξη νδηθά, πνπ ήηα λ πεξηδήηε ηε ο, ε νηθνλνκηθή ηνπ θ αηάζηα ζε ζ ηάζεθε γ ηα πάληα ε αδύλα ηε πιεπξά ηνπ. Γηαηί ήηα λ ζ πάηαινο, θ αθνδηνίθεην ο, αλνξγάλσ η νο. Όηαλ έπαηξλε ην κηζζ ό ηνπ, πι ήξσλε ηα ρξέε η νπ ζη ελ η αβέξλα ηνπ Κερξηκάλε, ( π νπ έηξσγ ε είθνζη εθηά νιόθιεξα ρξό ληα) έ δη λε η ν λ νίθη, έζηει λε ζ ηε θ ηάζν, κνί ξ αδε ζηνπ ο θ ησρ νύ ο, ζ π αηαινύζε ζα λ άξρ νληαο ρσξί ο ππνινγηζκό, ρσξ ίο η ε ζθ έ ςε η εο απξηαλήο κέξαο. Κη έηζη έκελε, όπσ ο πξη λ, απέληα ξνο, ζ ηε λνρ σξεκέλν ο, ρσξί ο λα κπνξέζε η λα πάξεη έ λα καληίιη, έ λα πνπθάκηζν, λα θ άλεη κηα θ νξεζηά ξ νύρα, πνύ ηό ζν είρε αλάγθε.. Γε λ ήηα λ άμηνο λα πε ξηπν ηεζε ί η νλ ε απηό ηνπ, ε α λεκειηά η νπ δ ελ έρεη όξηα, θ αη ζπλν δεπκέλε από θ άπνηα θπζηθ ή ξα ζπκία θ αη λσζξ όηεηα, κε κηα πιέξηα αδηαθν ξία γ ηα ηα βηνηη θ ά, ηνλ θ ξαηνύζε ζε κηα αμηνιύπε ηε αζιηόηε ηα. Άπιπηνο, απεξηπν ίεην ο, ζρεδόλ θ νπξειήο, δε λ λν ηαδόηα λ γ ηα ηίπν ηα. Δλώ κπνξνύ ζε λ α δεη κε αμηνπξέπεηα γ ηαηί ήηα λ ι ηηό ηαηνο θαη αζθ ε ηηθόο, ζ θ νξπνύζε ηα ιεθηά ηνπ, θαη κόλν θάζε πξσηνκεληά εί ρε ρξήκα ηα ζηε λ ηζέπε ηνπ, «Καη' εθείλε λ η ελ ήκεξα ζπ λέβε λα είκαη πινύζη νο..» γ ξά θ εη θ άπνπ. Ζ βαζαλη ζκέλε απηή δσή, ε ε λ ηα ηηθή εξγαζία, ην μελύρηη θαη πξ νπά λη σ λ ην πνηό πνπ ζηγά - ζηγά ηνπ έγηλε πά ζνο, η ν ηζηγάξν θαη ε θαζεκεξηλή ππεξβ νιηθή θνύξαζε ηνπ θαηάζηξεςα λ ηελ πγεία θαη ηνλ έθεξα λ πξό σξα ζην ζάλα ην. Μα θ αη γ εληθά ζη ε δσή ην π ήηαλ απιεζίαζηε. Σνπ άξεζε ε κνλαμηά θ αη ε απν κόλσ ζε. Γελ έ πηαλε εύθνι α θηιίεο, θ αη ή ηαλ πάληα επη θπιαθηηθόο, θ ι εηζκέλνο ζη νλ εαπ ηό ηνπ. Διάρηζηνη ή ηαλ νη θ ίινη ηνπ, όπ σο ν Γηάλλ ε ο Βιαρνγηάλλ εο, ν Μαιαθάζεο, ν Π. Νηξβάλα ο. Αθόκα θ αη πξνο η νλ Βιάζε Γ αβξηειίδε, π νπ ηνπ ζ ηάζεθε σ ο παηέξα ο, θ αη ην λ ε λ ζάξξπλε θ αη η νλ βνε ζνύζε πά ληα, ζε θ άζε δύ ζθ νιε ζηηγκή ηνπ, δε λ ηνπ έ δεημε η ε λ αγάπε πν π ίζσο ζα έπξεπε. Σνπ άξεζε λα δεη ζηνλ θ ι εηζηό εζσηεξηθό η νπ θ όζκν θ αη λα δεηεί ηε λ πλεπκαηηθ ή αλαθνύθηζε, δ σγ ξαθίδνληαο ηηο α λακλή ζεηο η νπ ζηα π νηήκα ηα ηνπ θ αη ηνλ πνη εηηθ όηα ην πεδό ηνπ ι όγν ζηα δηά θνξα δη ε γ ήκαηα ηνπ, πνπ ηα πεξη ζζ όηε ξα μαλαδσλ ηαλεύ νπλ ηνπο παιηνύο ζξύινπο ηνπ πα λέκνξ θ νπ λε ζηνύ ηνπ. Οη θίινη η νπ Μ. Μαιαθάζεο, Νώ λ ηαο Γειεγηώξγεο, Π. Νηξβάλαο, Γ. Καθιακάλνο. Άξ. Πξ νβειέγγηνο θ.α, νξγαλώ λνπ λ κηα γ ηνξηή ζη ν λ «Παξλαζζό» ην 19 08, γ ηα ηα ι νγνηερληθά εηθνζ ηπεληά ρξν λά ηνπ θ αη ζύγρξν λν ην π καδεύνπλ έλα πνζό γ ηα λα ην λ βγάινπλ από ην νηθνλν κηθό αδηέμνδν. Καη πξάγκαηη ν Παπαδηακά λη εο πιεξ ώ λεη ηα ρξέε η νπ, αγνξάδεη γ ηα πξώηε θνξά θ αηλνύξηα ξνύ ρα θ η εηνηκάδεηαη λα γ πξ ίζεη ζη ν λε ζί η νπ. Μά ηαηα ν Νη ξβάλα ο (γ ηαηξ όο ν ίδηνο) πξν ζπαζε ί λα ην λ βάιεη ζη ν λνζ νθνκ είν. ηα ηέιε η νπ Μάξηε 19 08 θεύγεη γ ηα ην λ εζί ηνπ, γ η α λα κελ μα λαγπξίζεη ζη νλ ηόπ ν η εο θ αηα δίθεο θ αη η ν π καξηπξίνπ η νπ. ζη ελ π όιε ".. ηεο δνπινπαξνηθία ο θ αη ησλ πι νπ ηνθξα ηώ λ.." όπσ ο έγξαςε. ην απν ραηξε ηηζηήξη ν θηιηθό θαγνπό ηη ηξαγνύ δε ζε καο ι έεη έ λα ρξ ν ληθό, π νιύ παζε ηηθά (γ ηα πξ ώη ε θνξά ) ζαλ λα 'ζειε λ' α θή ζεη ην λ ηειεπηαίν ραηξε ηηζκό ζ ηνπ ο αγαπεκέλνπ ο θίινπ ο θ αη ζη ε δσή. Ή ηαλ ην θ ύθλεην η ξαγνύδη η νπ! ην λε ζί η νπ εμαθνινπζεί λα θ άλεη ηη ο κεηαθξά ζεηο πνπ ηνπ έ ζ ηε ι λε ό Βιαρνγηά λλ εο, γ ηα λα έρεη θ άπνηνλ πόξ ν δσήο, κα ύζηεξα από ι ίγν ηα ρέξηα η νπ πξ ήζ ηεθαλ θ αη ηνπ ε ί λαη δύζθ νιν λα γ ξά θεη. Έ ρεη όκ σο μαλαβξεί η νλ εαπ ηό η νπ, ραίξεηαη ην αγαζό ηε ο ςπ ρηθήο γ αιήλε ο θ αη κνλ αμη άο θ αη α λαθνπθίδεη η νλ π όλν ηνπ. εθσλό ηα λ π νιύ πξσί, 1

έθεξλε κηα βόιηα ζ ηε λ αθ ξνγηαιηά θ η πζηέ ξα έκπαη λ ε ζη ε λ εθθιεζία. Π νιιέο θνξέ ο ν δνη πνξ νύζε κ όλνο ηνπ ηε λύρηα κε θεγγάξη, δί ρσο λα ι νγαξηάδεη ην δ ξόκν, η ηο αλε θν ξηέο, θ αη η ελ θ νύ ξαζε. Ρεκβάδεη θ η αλα πνιεί ζηα ςειώκαηα. Δδώ ζ η ν λ εζ ί ηνπ, ε ςπρή η νπ θ ηεξνπγίδεη ζηη ο θ νξπθέ ο η ε ο αζίγαζηε ο θ αιιηηερληθ ή ο η νπ δεκηνπξγίαο. Γ ίλε ηαη έ λα κ ε ηνπ ο ηα πεηλνύο α λζξ ώπ νπο η νπ λ εζ ηνύ, αθνύεη κε ζαπκαζκό παηδηνύ ηηο δηεγήζεηο ηνπο θ αη κε η ν λ ίδη ν ζα πκαζκό γ πξίδεη ζηα μσθ ι ήζηα θ αη ζ ηα παλεγύξηα, απνδεηώλ ηαο η ε ι ύηξσζε ηε ο ζξε ζθ επηηθήο γ αιήλεο. Μαδεύεη ηα η ζη νξηθά ηνπ λ εζηνύ, ηα παιηά ρξ νληθά θ αη ζπλζέηεη ηα ηειεπηα ία ηνπ δηεγήκαηα, ηνπ δεηιηλνύ η εο δσήο ηνπ, ηα πη ν κεζηά θ αη πην νινθιεξ σκέλα. Ύζ ηεξα από κηα επη δείλσζε η εο πγείαο ηνπ ν Πα παδηακάληε ο ην Γε λάξε ηνπ 191 1 πέ ζαλε... Έδεζε κηα δσή γ εκάηε αγσλίε ο θ αη ζηεξήζεη ο, όπσ ο αθξηβώο νη ήξσέ ο ηνπ. Π έζαλε από γ ξίπε - ι ίγν π ξηλ πεζάλε η από πεί λα, όπ σο εηπώζ εθε ραξαθηε ξηζηηθά - ζην ηειεπηαί ν ηνπ ηαμίδη ζη ελ πα ηξί δα η νπ.. Ζ θ εδε ία ηνπ έγηλε κέζα ζηα δάθξπα θαη ζη ν αλππόθξηην πέ λζν ο όι σλ ησ λ απιώλ α λζ ξώπ σλ η νπ λε ζηνύ. Κάπσο έ ηζ η έδεζε ν Πα π αδηακάλη εο καθξηά από η νπο ι νγίνπ ο, ηνπο δ εκνζη νγξάθνπο, καθξηά από η ε λ ςεύηηθε θ νη λσ λία ηε ο ε πνρ ήο ηνπ, δ ήηεζε ζ ηα μσθ ι ε ζάθηα, ζη νπο α πι νύο α λζ ξ ώπνπο ηνπ ι ανύ, ζ η ελ αγλή θύ ζε, ζη ε κνλαμηά θ αη ηε ζη σπή, ζη ε λ ςπρηθή θ αη πλεπκα ηη θ ή απνκόλσ ζε, λα απαιύ λεη ηε λ απαη ζη νδν μία ηνπ γ ηα ηε δ σή, γηα ην «κάηαη ν λ, ην ζ πλζεκα ηηθόλ θαη αγνξαί νλ πάζε ο αλζ ξσπ ηλήο αμίαο». Η ματιά της Μυρτιώτισσας για το ήθος του μεγάλου κιαθίτη λογοτέχνη: Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν εἶναι μόνο ὁ μεγαλύτερος διηγηματογράφος τῆς ἐποχῆς του, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν. Μ ἐλάχιστα τεχνικὰ μέσα ἀνέβ ασε τὸ ἔργο του στὴν ἀπόλυτη τελειότητα. Εἶ ναι ὁ πιὸ ἁπλός, ὁ πιὸ ταπεινός, ὁ πιὸ ἀνθρώπι να εἰλικρινὴς συγγραφέας ποὺ ἔβγαλε ὁ τόπος μας. Στὸ ἔργο του μιλεῖ ἀποκλει στικὰ καὶ μόνο γιὰ τοὺς «ἀνθρώπους του», γι αὐτοὺς ποὺ τοὺς αἰσθάνεται τέλει α δικούς του, κ αὶ μᾶς μιλεῖ γι αὐτοὺς ὅπως ποτὲ κανένας πατέρας δὲ μίλησε γιὰ τὰ παιδιά του. Εἶναι ἄπειρη ἡ στοργὴ ποὺ τοὺς ἔχει. Ἔξω ὅμως ἀπ αὐτὸν τὸν κόσμο τῶν ταπεινῶν, τίποτ ἄλλο σχεδὸν δὲν τὸν ἐνδιαφέρει, θάλεγε κανεὶς πὼς δὲν πρόσεξε τίποτ ἄλλο, πὼς δὲν ἔριξε ο ὔτε κἂν μία ματιὰ στὶς ἄλλες τάξεις τῶν ἀνθρώπων. Ἡ προσοχή του κι ὅλη του ἡ ἀγάπη συγκεντρώθηκε στὸ νησί του. Τὸ τοποθέτησε στὸ πρῶτο πλάνο τῆς ζωῆς, καὶ τὸ ἔργο του ἀντλεῖ ἀπ αὐτὸ τὴ λαμπρότητά του. Ἀπ τὴ φτώχει α τοῦ νησιώτη πλουτίζεται, ἀπ τὴν ἁγία τ ου ὑπομονὴ στὴ δυστυχία καὶ στὸ θάνατο στεριώνεται, ἀπ τὴν ἁγνότητα τῆς Σκιαθί τισσας κοπέλλας ἐξαϋλώνεται, καὶ φτάνει ἐκεῖ ὅπου λίγοι κατάφεραν νὰ φτάσουν. Γνώρισα τὸν Παπαδιαμάντη ἀπὸ κοντὰ μόνο τὸν τελευταῖο χρόνο ποὺ βρι σκόταν στὴν Ἀθήνα. Κάποι ος φίλος τὸν ἔφερε στὸ σπί τι μας ἕνα βράδυ, μὰ κι ὁ ἴ διος ἀποροῦσε πῶς τὸν κατάφερε, αὐτὸν τὸν ἀπόμονο, τὸν ἀπρόσιτο ἄνθρωπο, νὰ πάει σὲ σπί τι ξένο καὶ σ ἀνθρώπους ἔξω ἀπ τ ὴ δική του «οἰκογένει α». Ὡστόσο τὸν κατάφερε, κι ἀπὸ τότε, ἴ σως γιατὶ μᾶς βρῆκε ἁπλοὺς κ αὶ κάπως τῆς ἀρεσκείας του, ἐρχότανε πότε -πότε κατὰ τὶς ἐννιὰ τὸ βράδυ. Καθότανε πάντα παράμερα μὲ σταυρωμένα στὸ στῆθος τὰ χέρια, μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι, καὶ μοῦ ἔδινε τὴν ἐντύπωση σὰ νά λεγε ἀπὸ μέσα του μιὰ προσευχή. Σπάνια μιλοῦσε. Ἐγὼ τὸν θαύμαζα καὶ τὸν ἀγαποῦσα πολὺ ἀπὸ τότε, δύσκολα ὅμως κατάφερνα ν ἀνοί ξω κουβέντα μαζί του. Ἕνα βράδυ μοῦ εἶπε ξαφνικά: -Ἔμαθα πὼς τιμᾶτε διὰ τῆς προστασίας σας τὴ «Φόνι σσα». Τὸν κύτταξα κατάπληκτη. Ἂν δὲν τὸν ἤξερα τόσο ἁπλὸ καὶ ταπει νὸν ἄνθρωπο, θἄλεγα πὼς μὲ κορόϊ δευε. - Ἔχει ἀνάγκη αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα ἀπὸ προστασία, καὶ μάλιστα δική μου; τοῦ ἀπάντησα. Ἕνα πικρὸ χαμόγελο φώτι σε γιὰ μία στιγμὴ τὸ πρόσωπό του, κι ἀμέσως ἔσβυσε. Ἕν ἄλλο βράδυ, βροχερὸ καὶ κρύο, τοῦ δώσαμε ἕνα φλυτζάνι τσάι γιὰ νὰ ζεσταθεῖ, μὰ δὲν τὸ δέχτηκε. Τὄσπρωξε μὲ κάποιαν ἀπέχθεια, καὶ μᾶς εἶπε ἁπλά: «Δὲν τὸ συνηθίζω». Ἴσως γιατὶ εἶναι φράγκικο πιοτό, σκέφθηκα, καὶ τ ἄλλο βράδυ τοῦ ἑτοιμάσαμε ζεστὴ φασκομηλιά. Μὲ πόση εὐχαρί στηση, θυμᾶμαι, τὴ ρούφηξε μονομιᾶς. Ἦταν σιωπηλός, ὅταν ὅμως θίγαμε κ άτι ποὺ τὸν ἐνδιέφερε ἢ ποὺ τ ἀγαποῦσε, μιλοῦσε συνεχῶς γιὰ κάμποση ὥρα, μὲ μιὰ φωνὴ σιγανή, ψιθυρι στὴ θά λεγα, ποὺ μοῦ φαινότανε σὰ νὰ ρχόταν ἀπὸ πολὺ μακριά. Σύχναζε τότε στὸ Μοναστηράκι, γιατὶ ἐκεῖ κοντὰ ἦταν ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι ὅπου πήγαι νε κι ἔψελ νε ταχτικά. - Μπορεῖ τε καὶ γράφετε στὸ καφενεῖο; τὸν ρώτησα. Σήκωσε τότε τὸ κεφάλι του κι ἄρχισε νὰ μᾶς μιλεῖ γιὰ τὸ περίφημο ἐκεῖ νο καφενεῖο τοῦ Μοναστηρακιοῦ, πλέκοντας τὸ ἐγκώμι ο τοῦ καφετζῆ μὲ θέρμη, σὰ νὰ ἦταν καμιὰ προσωπι κότητα ξεχωρι στή.- Μοῦ δίνει καμιὰ φορὰ χαρτὶ καὶ γράφω. Εἶ ναι ἄνθρωπος τοῦ θεοῦ. Ὥστε αὐτὸ ἦταν! Ἂς εἶν εὐλογημένος στὸν αἰῶνα ὁ ἀγαθὸς ἐκεῖνος καφετζής! Ἴσως χωρὶς αὐτὸν πολλὰ ἀπ τὰ γοητευτικά του ἀνιστορίσματα δὲ θἄβλεπαν τὸ φῶς...κατὰ τὶς δέκα σηκωνόταν νὰ φύγει. Νύσταζε. 2

Μεγάλη κούραση τὸν κρατοῦσε πάντα. Ἕσφιγγε λίγο τὸ σκοινὶ ποὺ ἔζωνε τὴ μέση του, μᾶς ἔδινε τὸ χέρι, καὶ μὲ ὕφος μαθητῆ ποὺ ντρέπεται γιὰ κάποια ἀταξία, μᾶς ἔλεγε: - Καλή σας νύχτα, καὶ νὰ μοῦ συγχωρεῖτε τὰς ἐλλείψεις μου. Ὅταν ἦταν νὰ φύγει γι ὰ τὴ Σκιάθο, ἦρθ ε μόνος του αὐτὴ τὴ φορά, γι ὰ νὰ μᾶς ἀποχαιρετήσει. Ἡ φωνή του εἶχε ἕναν ἀλλιώτικο τόνο, ἦταν θερμὴ καὶ πολὺ συγκινημένη. Μᾶς κάλεσε νὰ πᾶμε στὸ νησί του, ὅπου θὰ μᾶς φιλοξενοῦσε στὸ σπιτάκι του. Σεῖς οἱ γυναῖκες θὰ κοιμᾶστε σὲ ροῦχα φτωχικὰ μέν, πλὴν πολὺ καθαρά. Ἐμεῖς οἱ ἄντρες μποροῦμε νὰ κοιμηθοῦμε στὸ ὕπαι θρον, ὑπὸ τὰ δέντρα. Ἔπει τα ἄρχισε νὰ μᾶς μιλεῖ γιὰ κάποι α του ἀνήψι α, παιδιὰ τοῦ ἀδερφοῦ του, νομί ζω, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ κάνει τίποτα. Μιλοῦσε σὰ νἄθελε ν ἀπολογηθεῖ καὶ σύγχρονα νὰ ξαλαφρωθεῖ ἀπὸ ἕνα βάρος ποὺ τοῦ πίεζε τὴν καρδιά. - Χρέος μου ἦταν νὰ τὰ προστατέψω, ἀλλὰ δὲν εἶχα τὴν δύναμι ν. Δὲν μπόρεσα νὰ τοὺς χρησιμεύσω εἰ ς τίποτε, ὅπως ἐπιθυμοῦσα. Ἂς εἶναι... Τί νὰ τὰ λέμε τώρ αὐτά; θλιβερὰ πράγματα... Τὸν κύτταζα. Τὰ μάτια του ἦτ αν βουρκωμένα, καὶ δυὸ δάκρυα εἶχαν ἀρχίσει νὰ κυλοῦν στὸ χλωμομελάχροινο πρόσωπό του. Ἔφυγε. Ὕστερ ἀπὸ λίγους μῆνες, προτοῦ προφτάσουμε νὰ τὸν ξαναϊ δοῦμε στὸ νησί του, μᾶς ἦρθε τὸ μήνυμα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ του θανάτου... (Μυρτιώτισσα, Νέα Ἑστία, Χριστούγεννα 1941) O κυρ Αλέξανδρος Α. Kαρκαβίτσας*: Mια σκιαθίτικη μαρτυρία για τον Παπαδιαμάντη ΚΑΘΖΜΔΡΗΝΖ, 24-12-2000 Θα ήταν 10 η ώρα, όταν πάτησα τη σκάλα της Σκιάθου. 10 η ώρα στι ς 14 του Μαγι ού του 19 09. Μας καλωσώρι σαν ο δήμαρχος, ο τελώνης, ο ειρηνοδίκης, ο αστυνόμος και ο καφετζής με τις παντόφλες του και την πο ιά του, όλοι δηλαδή οι επίσημοι και ανεπίσημοι αντιπρό σωποι του νησιού. Όχι εμένα βέβαια το νομάρχη και την άλλη συντροφι ά του. Εγώ μόλις πάτησα το πόδι μου στη στεριά κι από τη βάρ κα, μπορώ να ειπώ κι απ' το βαπόρι ακόμη, γύρι ζα το μάτι μου ψαχουλευτά στους δρόμους για ν' απαντήσω το φίλο μου. Είχα χρόνο και περισσότερο να τον δω! Καθί σαμε στο καφενεδάκι για καφέ, μα το μάτι μου δούλευε. Έβλεπα ναύτες, καπετάνιους, οξωμάχους λογίς -λογί ς, δί χτυα και πανιά στον ήλιο, εργαστήρι α και κρασοπουλει ά ορθάνοι χτα, μπαλκονάκια και παράθυρα στολισμένα με γλάστρες, δρόμους ανηφορικούς και μονοπάτια χυτά στο γιαλό, μα το ζω γράφο τους όχι. Ο νομάρχης ρωτούσε για το κάθε τι και όλοι τ' απαντούσαν αμέσως: πόσο λάδι βγάζει το νησί, πόσο κρασί, τι σοδεύει το τελωνείο, πόσοι ψήφοι μα κανείς ούτε ρωτούσε, ούτε μιλούσε για τον Παπαδι αμάντη. Άκουα εγώ και δεν παραξενευόμουνα διόλου ήταν τόσο φυσικό το πράμα! Εκεί όμως που κύτταζα ζερβόδεξα, σκάλωσε η μα τιά μου σ' ένα μαγαζί πέρα. Μου φάνηκε πως άρπαξε άξαφ να ένα κομμάτι από το γνώριμο πανωφόρι, από το καπέλο το ημίψηλο, από την τραχεία αυστηρή φυσιογνωμία του φί λου μου. Εκείνος ή ταν χωρίς άλλο στήρι ζε το ένα του πλευ ρό στον παραστάτη της πόρτας και πρόβαλλε φυλαχτά το κεφάλι να μας ι δή και πάλι τόμπαζε, σαν εραστής που κα τασκοπεύει την ερωμένη του. Άρχισα κι εγώ ν' αλοιθωρί ζω από φόβο μη φύγη. Παί ξαμε το παιχνίδι έτσι ως ένα τέταρτο. Έπει τα σα να πήρε την απόφαση, φάνηκε θαρρετά στην πόρτα ολόσωμος έπει τα βγήκε στο δρόμο και βάδισε ίσα πάνω μας με το συνηθισμένο του περπάτημα, με το μπα στούνι ορθό στην αριστερή μασχάλη, το αριστερό χέρι κλείνοντας το πανωφόρι στο στήθος με το ημίψηλο κατε - βασμένο στα φρύδια, χαμωθώρης και ορθόκορμος σαν κυπαρίσι. Κάθε άλλος θα νόμιζε πως ερχόταν να μας χαιρετήση. Εγώ άλλο περίμενα. Και δεν άργησα. Μόλις έφτασε είκοσι -τριάντα βήματ' από μας, έκαμε δεξιά κατά το γιαλό, πάντα χαμηλόβλέποντας και ορθόκορμος, σαν τον καλό κα πετάνι ο που καβατζάρει τις ξέρες. Σηκώθηκα, πήγα, χαιρε τηθήκαμε. Φαινόταν πολύ συγκι νημένος. Ναρθής στον τόπο μου και να μη μπορώ να σε περιποι ηθώ! να πας αλλού! να μη σε πάρω σπί τι μου! είπε κι άρχι σε να δακρύζη. Βρε αδελφέ Αλέκο, ντροπή! εί ναι να σκέφτεσαι τέτοια πράματα! δεν ξέρουμε ένας τον άλλον; *Λνγνηέρλε ο. Χο ζ ηξα ηησηη θ όο γ ηαηξό ο ν Καξθαβίηζα ο, πεξηόδεπε κε επηηξ νπ ή ην 1 909 ζη ε Θεζζαιία. ηη ο 14 Μαΐνπ α πνβηβάδεηαη ζη ε θ ηάζν όπ νπ έγηλε ε ζπλά λη εζ ε κε ην λ Παπαδηακάληε. Ο Πα παδηακάληε ο ζε επηζη νιή ην λ ζ ην λ Γ. Βιαρνγηάλλε γ ξάθεη από η ε θ ηάζν (3 Η νπλί νπ 19 09 ): «O Καρκαβίτσας ήτον εδώ την προπερασμένην εβδομάδα, 11-17 Μαΐου. Ήλθε μαζί με την Στρατολογικήν επιτροπήν. Του άρεσε το νησί μας, αν και εστενοχωρήθην εγώ, διότι δεν είχα τα μέσα να τον περιποιηθώ όπως ώφειλον» 3

Τι να σου κάμω, δε μπορώ, τι να σου κάμω! ξανάλεγε. Τίποτα να μη μου κάμης, τη συντροφιά σου μονάχα, είπα για να του ρίξω αλλού το νου πάμε να καθίσουμε. Αϊ κάτσε, δεν έρχουμαι πώς νάρθω εγώ σε τέτοι α συντροφιά; τι εί μαι εγώ; δεν έπρεπε και νάρθω να σε χαιρετήσω μάλιστα. Έστριψε απότομα, πήρε τον ίδιο δρόμο και χώθηκε πάλι στο μαγαζί. Μωρ' τον γνωρί ζετε; με ρώτησε ο νομάρχης με απορία. Πώς εί ναι φίλος μου. Μωρ' είναι μεγάλος άν θρωπος λέω! είπε με μεσολογγίτικη προφορά και αφέλεια. Τούτος δεν είναι που του ' κάμε η Πριγκήπι σσα Μαρία στον Παρνασσό τη γιορτή; Πήγε ο Διάδοχος, πήγαν οι Πρίγκηπες και το άνθος τσ' Αθήνας. Μωρ' εί ναι μεγάλος άνθρωπος! Κ' έτσι νάναι ντυμένος! Να μη βαστάη τη θέση του! Άρχισε τότε γενική κουβέντα για τον Παπαδι αμάντη. Ένας με τον άλλον όλοι οι επίσημοι τον εθαύμαζαν, όλοι τον αγαπούσαν, τον τιμούσαν, τον περιποι ούνταν μα... δε βα στούσε θέση, ο ευλογημένος! Ποτέ δεν πήγαινε με τους καλούς του τόπου, με το δήμαρχο, (ο δήμαρχος, αλήθεια, του έχει υποθήκη το πατρικό του για χίλιες δραχμές, μα εί ναι δήμαρχος!) με τον ειρηνοδίκη, με τον τελώνη, ποτέ! Όλο με ψαλτάδες, με καντηλανάφτες, με ναυτικούς και στι ς ταβέρνες. Α! δεν κάνει καλά δεν κάνει καλά επίμενε ο ν ομάρχης. Εγώ θαν του το ειπώ ένας μεγάλος άνθρωπος!... Έμεινα στη Σκιάθο κάπου οχτώ ημέρες. Ο Παπαδιαμάντης σύντροφός μου. Αλήθεια δε με πήγαινε στον καλόν κόσμο με σύσται νε σε κείνους που τον έσερνε η ψυχή του. Γυρίζαμε στους ταρσανάδες, στα εξωκλήσια, στη λίμνη, στα περιβόλια, στ' απόκρυφα λιμανάκια και στα στενοσόκακα της χαρι τωμένης μικρής πατρίδας του «δίπλα εις την άμμον του Χειμαδιού, παραπέρα από το μικρό Μουράγιο της Πιάτσας, κάτω από τον βραχώδη κρημνόν του Πανωμαχαλά». Μ' έσμιγε με καραβοκύρηδε ς, με καλαφάτες, με ψαλτάδες, με κρασοπούλους, με συνταξιούχους υπαλλήλους ή απόμαχους ναυτικούς, με γριές μαυρομαντηλούσες, με ορφανά που έβοσκαν απόμερα τι ς κατσίκες τους, με σταχομαζώχτρες κι ελιομαζώχτρες «χιλιοβασανισμένη η ζωή μας, αδερφούλα μ' μπλιο!...». Όλοι κι όλες μόλις πλησιάζαμε προσηκώνονταν και τον χαιρετούσαν με σεβασμό τον κυρ Αλέξαντρο. Δεν πι στεύω πως τον ήξεραν σωστά τι άξι ζε, όπως τον ήξερε ο καλός κόσμος έδει χναν όμως το σεβασμό τους στον άνθρωπο σ' εκεί νον που πέρασε τη ζωή του στις εκκλησιέ ς και στους ψαλμούς, που έχυνε γύρω του μιαν αξιοπρέπεια ιερατική και μιαν απλότητα παιδιάτικη. Καλώς τον κυρ Αλέξαντρό μας. Πώς περνάς κυρ Αλέξαντρέ μας; Ο κυρ Αλέξαντρός μας είσαι, μαθές; Έτσι αναφωνούσαν όλοι κι όλες στο διάβα μας. Κι εκείνος μου έλεγε, μου έλεγε. Για κάθε τι πρόσωπο ή πράμα, άνθρωπο, χτίρι ο, δέντρο, ρεματιά βουνάκι είχε μιαν ι στορία να δι ηγηθή ιστορία όχι μακρυνή, όχι παράδοση, αλλά σύγχρονη. Εκεί το Μελαχρώ, το Βαϊ νογλώ, το Μαχώ, τ ο Πασώ, το Ουρανιώ, το Διόμικο εκεί κι ο Μπά ρμπα Μοναχάκης, ο Γι ώργης της Μπούρμπαι νας, ο Σημαδιακός, ο Νταλτογιάννηε. Ίδι οι ή συνόμοι οι τους. Και από τότε σκέφτομαι πως ο Παπαδιαμάντης ποτέ ή πολύ λίγο αγγάρεψε τη φαντασία του. Άμα ήθελε διήγημα έφτανε να ξεφυλλί ση τη μνήμη του, ζευγαρώνοντάς τη με το βαθύ αί σθημα του. Τόπος, χρόνος, πλοκή, επει σόδι α, λόγια, χωρατά θρήνοι, λύση έρχονταν μονάχα τους κορδέλλα. Και αν καμμιά φορά έλειπαν μερικά τέτοια στολίδια ή και όλα μαζί, δε στενοχωρι όταν δι όλου, αφού έλειπαν κι από την αληθινή ζωή των προσώπων του. Τότε, είδα και τη διαφορά που έχει ο Παπαδιαμάντης από άλλο γνωστό μου διηγηματογράφο, που σχεδόν όλη η εργασία του ξέρω πως είναι πλάσμα της φαντασίας του. Γιατί οι άνθρωποι της πατριδας εκει νού ζουν και πεθαίνουν σχεδόν όλοι το ιδιο, όπως τα χόρτα του βουνού, με κοινές θλίψες, κοινούς αγώνες, κοινές χαρές και κοινούς έρωτες. Ξεχωριστοί τύποι δεν υπάρχουν και για τούτο δεν τους εζήτησε. Τους έπλασε μοναχός του, γι α να ντύση τις ιδέες του. Κατά πόσο τους έπλασε αληθινούς, αυτό εί ναι άλλο ζήτημα. Ως τόσο ο κυρ Αλέξαντρος μέρα με την ημέρα μαλάκωσε. Γνωρί στηκε με το νομάρχη, ήρθε και στον καφενέ που σύχναζε ο καλός κόσμος και καθότανε μαζί του. Τη δεύτερη -τριτη μέρα τούρι ξα πόντους πως ήθελα να πάω σπί τι του. Ταράχτηκε. Σπί τι μου! Που τόβρα εγώ το σπί τι; δε ν έχω σπίτι εγώ δεν έχω! κι έφυγε απότομα από κοντά μου. Ο νομάρχης όμως ήθελε κι αυτός να του κάμη επίσκεψη. Τέτοιον άνθρωπο να τον τιμήσουμε, λέω να πάμε εν σώματι εί ναι μεγάλος άνθρωπος!... Θα νάρθης κι ελόγου σου, Παντελέω, να τον τιμήσουμε! 4

Ο αγαθός νομάρχης επίστευε πως με την επίσκεψή του θα χαλούσε τη Σκιάθο και θα συγκι νούσε τον κόσμο. Βέβαια να πάμε αποκρίθηκε ο δικαστής, Μεσολογγίτης κ' εκεί νος. Τον τίμησε, ακούς, ούλο το Παλάτι και να μην πάμε μεις!... Ο Παπαδι αμάντης, όταν άκουσε για την επ ίσκεψη του νομάρχη, στην αρχή έκαμε τ α συνηθισμένα του και τέλος δέχτηκε να μας ορίση μέρα. Πήγαμε μας δέχτηκε κάτου στη σκάλα ξέσκεπος απάνου μας δέχτηκαν οι αδερφάδες του μια χήρα ναυτι κού, η άλλη ανύπαντρη δυο γυναικάρες καλοπλασμένες, μεγαλόσωμες, ευγενικές σαν κι εκείνον. Το σπίτι του από τα συνηθισμένα στι ς επαρχίες, με σκάλα ξύλινη, με ταράτσα μεγάλη, άσπροι, κάτασπροι οι τοίχοι του, ασβεστωμένη η αυλή του. Μας έβγαλαν γλυκό της κούπας -ο Παπαδιαμάντης ορθός, περιποι ητικός, ομιλητι κός, -άλλος από τον γνωστό μας του δρόμου. Απάνου στο τραπέζι, το στρωμένο με ντόπι ο τραπεζομάντηλο, ένας τόμος του Σαικσπήρου στο αγγλικό. Κάτι μας μετάφρασε έτσι στο πόδι. Όταν φύγαμε μας συνέβγαλαν ως την αυλή, εκείνος μπρο στά οι αδερφάδες του κατόπι ν. Ο νομάρχης, ο δ ικαστής μαγεμένοι. Έτσι φύγαμε από τη Σκιάθο ένα βράδυ. Πριν μας δώσουν το χέρι τους οι επί σημοι, μας αποχαιρέτησε ο Παπαδι αμάντης και βιαστικά χώρισε από τους άλλους, τράβηξε για το μαγαζί που τον πρωτόει δα. Σαν έφτασε στην πόρτα, γύρισε απότομα, κοίταξε το λιμάνι, σταυρώθηκαν τα μάτια μας και τον έχασα μέσα στην πυκνή ατμόσφαι ρα του ούζου. Τώρα δι αβάζω στο σημειωματάριό μου αυτά τα λόγια: «Η φύση εδώ εί ναι κομψή, λεπτοκαμωμένη. Τίποτα μεγάλο, φοβερό, ενοχλητικό. Βουνάκια, ρεματιές, ανηφοράκια, γεφυράκια, βρυσούλες, εξωκλησάκια. Οι ελιές, οι συκι ές, όλα τα φύλλα και τα φύτρα σαν γιαπωνέζικα κομψοτεχνήματα». Και παρακάτω: «Όμορφη είναι η Σκιάθος του Θεού - μα η Σκι άθος του Παπαδιαμάντη μού φαίνεται ομορφότερη!». Α Λ Ε Ξ Α Ν Δ Ρ Ο Π Α Π Α Δ Ι Α Μ Α Ν Σ Η O ά γ ι ο ς τ ω ν γ ρ α μ μ ά τ ω ν Έλαλ ζρεδόλ αη ώλ α κεηά ηνλ ζά λαηό ηνπ, ν Αιέ μαλ δξνο Παπ αδηακά ληεο αλ α γλωξίδεηαη ωο ν θν ξπ θαί νο Έιιε λαο ιν γνηέ ρλεο θαη ην έ ξγν ηνπ εμαθν ινπζεί λα θωηίδεη αη από αλα ξίζκεηεο κειέ ηεο. 5 Γρηγόρης Παπαδογιάννης, ΕΘΝΟΣ, 21-9-2009 «Eγεννήθην εν κιάθω την 4ην Μαρτ ίου του18 51. Εβγήκα από το ελληνικόν σχολείον εις τα 1 863 αλλά μόνον το 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Φαλκίδος όπου ήκουσα την α και την β τάξιν. Σην γ τάξιν εμαθήτευσα εις Πειραιά. Είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 επήγα εις το Αγιον όρος όπου έμεινα ολίγους μήνας. Σο 1873 ήλθα εις Αθήνας και φοίτησα εις την δ του Βαρβακείου. Σο 1874 ενεγράφην εις την φιλοσοφικήν σχολήν όπου ήκουα κατ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Σο 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Σο 1879 εδημοσιεύθη η «Μετανάστις» έργον μου εις τον Νεολόγον Κωνσταντινουπόλεως. Σο 1881 εν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις το περιοδικόν «ωτήρα». Σο 1882 εδημοσιεύθη «οι Εμποροι των Εθνών» εις το Μη Φάνεσαι, αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας». Αυτό είναι ένα αυτοβι ογραφικό σημείωμα, ιδιαίτερα φτωχό σχετικά με το έργο το υ. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι ο Παπαδιαμάντης δεν είδε ποτέ όσο ζούσε ένα βιβλίο τυπωμένο με το όνομά του. Ακόμη και για την έκδοση ενός συγκεντρωτικού τεύχους με τα διηγήματά του δημοσίευσε κάποτε αγγελία ζητώντας την οικονομική συνδρομή του κοινού - και δεν εκδόθηκε. Η ζωή του, αν εξαιρέσουμε τα ανέμελα παιδικά χρόνι α, ήταν όχι απλώς δύσκολη αλλά μαρτυρική. Μέσα από την αλληλογραφία του με τον πατέρα του, που μάταια περιμένει να τον καμαρώσει καθηγητή, εί ναι ολοφάνερη η ανέχεια που θα στοι χειώνει για πάντ α τη ζωή του. «Με 6.000 δραχμάς διετηρήθην εγώ εις τας Αθήνας επί δέκα έτη, πότε νηστικός και πότε χορτάτος. Αυτή είναι η αλήθεια. υνεχής και μόνιμος εργασία δεν ευρέθη δι εμέ. Οσάκις τυχόν μου εμειδία επ ολίγον μία ελπίς, η σκληρά τύχη μοι την αφήρπαζε... Λοιπόν, τοιαύτας ελεεινότητας πρέπει να σας γράφω για να πιστεύσητε ότι δεν είμαι άσωτος;... Ας μείνωμεν εις την έντιμον πενίαν μας δια να μας βοηθή και ο Θεός». «ας παρακαλώ πάτερ και μήτερ μου να μην έχετε βαρύ παράπονον κατ εμού. Ο,τι σας λέγουν μη το πιστεύετε εύκολα Μην ακούετε τίποτα. ας πέμπω σήμερον τρία φύλλα της εφημερίδος Μη χάνεσαι. Η επιφυλλίς υπό τον τίτλον «Οι έμποροι των εθνών» είναι ιδικόν μου έργον. Είναι σατιρική εφημερίς αλλ εγώ δεν σατιρίζω, γράφω επιφυλλίδα ιστορικήν και φιλολο γικήν, και τούτο το κάμω εξ

ανάγκης δια να λάβω χρήματα, ώστε να μην με κατακρίνετε, σας παρακαλώ» (Άλλη επιστολή προς τους γονείς του τον Νοέμβριο του 1882). ΑΛΑΥΡΟΠΑΣΩΝΣΑ ΑΝ ΙΚΙΟ. Για να καταφέρει να επιβιώσει, έκανε μαθήματα σε παιδιά, αργότερα έμαθε μόνος του αγγλικά και γαλλικά και άρχισε να εργάζεται ως μεταφραστής σε εφημερίδες όπως το «Άστυ». Εκεί τον συναντά ο Παύλος Νιρβάνας, που αργότερα αφηγείται: «Κάποτε τον έβλεπα να μπαίνει μέσα στο γραφείο αλαφροπατώντας σαν ίσκιος, ν αφήνει τα χειρόγραφά του χωρίς να πει λέξη και να φεύγει βιαστικά περπατώντας σύριζα στον τοίχο. Ήτανε φανερό πως κι αυτή ακόμα η στιγμιαία παρουσίασή του μέσα στον κόσμο του γραφείου τον ενοχλούσε υπερβολικά. Όσοι δεν τον γνώριζαν, καθώς ήτανε κακοντυμένος και με ξεφ τισμένες πάντα τις άκρες των μανικιών του, μπορούσαν να τον πάρουν και για υπηρέτη του γραφείου. Από τις παρουσιάσεις αυτές μου μένει εντυπωμένη η πρώτη φορά που είχε έρθει να αναλάβει υπηρεσία στο γραφείο. Ο κ. Κακλαμάνος, αφού του μίλησε για τη δουλειά π ου είχε να κάνει, έφτασε με κάποια επιφύλαξη και στο ζήτημα του μισθού: προτείνει. -«Ο μισθός σας θα είναι εκατόν πενήντα δραχμές». Ο Παπαδιαμάντης κοντοστάθηκε, σαν να έκανε κάποιους υπολογισμούς με τον νου του. -«Μήπως είναι λίγα;», του είπε δειλά ο Κακλαμάνος, έτ οιμος να αυξήσει το ποσό που είχε Σότε άκουσα από τα χείλη του Παπαδιαμάντη τη μοναδικότερη απάντηση που θα μπορούσε να δώσει άνθρωπος τέτοια στιγμή: -«Πολλές είναι εκατόν πενήντα», είπε. «Με φτάνουνε εκατό». Και έφυγε βιαστικός και ντροπαλός χ ωρίς να προσθέσει λέξη». Ο Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Σ Ω Ν Κ Α Π Η Λ Ε Ι Ω Ν. Ταυτόχρονα με τις μεταφράσεις αρχίζει να δίνει στις εφημερίδες και τα περιοδικά κείμενά του. Σιγά σιγά γίνεται γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους για τα κείμενά του αλλά ακόμη γνωστότερος για την εκκεντρι κή του εμφάνιση και τον κλειστό του χαρακτήρα. Μια εξαιρετική περιγραφή του Παπαδιαμάντη μάς έδωσε ο Δημήτριος Χατζόπουλος (αδελφός του πεζογράφου Κώστα Χατζόπουλου, λογοτέχνης και ο ίδιος) από μια βραδιά στο μπακάλικο του Μπάρκα, τον Μάρτιο του 1893 : «Ο κ. Παπαδιαμάντης, ο εκ της νήσου κιάθου συγγραφεύς, ο ιδιόρρυθμος, ο εκκεντρικός, ο μποέμ, ο Μένιππος φιλόσοφος, ο άνθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών, ο θαυμάσιος τύπος, ο ειλικρινής χαρακτήρ, ο περιφερόμενος συχνάκις ανά τας αθηναϊκάς οδούς με το τετριμμένον και ξεθωριασμένον επανωφόριον, με τα διπλά καταρακωμένα πανταλόνια, με την ράβδον παραμάσκαλα και την χείραν αιωνίως επί του στήθους με τα άφθονα μαύρα ακτένιστα μαλλιά, με το πλατύγυρον λερωμένον υμίψηλον, με τα πυκνά ακατάστατα και ακαλλίτεχν α γένεια, με την είρωνα φίλοινον φυσιογνωμίαν του, με την ανθηράν ευφυολογίαν την αναφαινομένην εν ακρατήτω πεζολογία, ο καταδαπανών δέκα ώρας της ημέρας εις μεταφράσεις εκ του γαλλικού και του αγγλικού δια την Ακρόπολιν και το Νέον Πνεύμα της, ο σκορπών ο λόκληρον το βάρος του θυλακίου του δια μίαν εσπέραν, ο ζων μεταξύ ενός ποτηρίου οίνου και ενός κυπέλλου ζύθου, με τα σιγαρέττα του εις το πλάι, ο χρυσός αυτός άνθρωπος καθ όλην την διάρκειαν του μποέμικου δείπνου μας, μας έτερπεν εκ καρδίας, τόσον αγαθός, και τόσον φιλόφρων δεικνυόμενος, αυτός ο τόσον άγριος ο τόσον απότομος συνήθως». ΔΕΝ ΕΦΩ ΕΡΩΣΕ. «Δεν έχω έρωτες, οι ήρωές μου έχουν», είπε κάποτε απαντώντας σε σχετικά πει ράγματα. Η ζωή του κύλησε με μοναδική συντροφιά εκεί νη των λιγοστών του φίλων οι π ερι σσότεροι ναυάγια της ζωής και αλκοολικοί όπως ο καλόγερος Νήφων, που, σύμφωνα με τον Κωστή Παλαμά, ήταν εκεί νος που τον παρέσυρε στη συνήθεια αυτή. Ο Κώστας Βάρναλης συμπληρώνει την ει κόνα: «Σέσσαρα χρόνια ζήσαμε δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα διηγηματογρ άφο και, κατά τη δίκαιη παραδοξολογία του Μαλακάση, δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή. Υτωχοντυμένος και συμμαζεμένος με τα γένια του και την ανθρωποφοβία του, απομονωμένος σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημι ουργικά του ονειροπολήματα, στην πραγματική ζωή. Απόφευγε να κοιτάει τον κόσμο. Σον εφοβότανε; Ισως. Αυτός λοιπόν ο φτωχικός, ο φοβισμένος, ο αμίλητος άνθρωπος του λαού, μας είχε επιβάλλει το σεβασμό χωρίς να το 6

καταλαβαίνουμε. Όταν αυτός καθότανε πέρα ή δ ιάβαζε, η φωνακλάδικη και ασεβέστατη παρέα μας χαμήλωνε τον τόνο για να μην τον ανησυχήσει». Ο γολγοθάς της ζωής του πλησιάζει στο τέλος του. Ο Κωστής Παλαμάς μάς περιγράφει τον «γερασμένο» ήδη στα πενήντα του συγγραφέα: «Εν δίπλωμα καθηγητού της γαλλικής το οποίον πεντηκονταετής έλαβεν για να ικανοποιήσει τους εναπομείναντες συγγενείς του δεν τον ωφέλησεν σε τίποτα. Κανείς δεν εφρόντισε να του προσφέρει μια έδρα καθηγητού και ήταν πολύ υπερήφανος για να καταδεχτεί να την ζητήσει. Έζη λοιπόν ασθενής και πεν όμενος, χωρίς όμως ποτέ να ζητεί ούτε να δέχεται συνδρομή. Ο μόνος αρωγός στις στιγμές του πόνου και του πένθους του ήταν ο εξαίρετος διηγηματογράφος Βλαχογιάννης, προς τον οποίο έτρεφε μεγάλη φιλία και εμπιστοσύνη. Μοίραζε την εμπιστοσύνη και την φιλία το υ ανάμεσα σε έναν συγγραφέα της ολκής του Βλαχογιάννη και έναν απλό οπωροπώλη ονόματι Μπούκη. Ο Μπούκης αγαπούσε και σεβόταν πολύ τον Παπαδιαμάντη. Έστελλε συχνά τη σύζυγό του εις την κατοικίαν του, μίαν ώρα δρόμο από το κατάστημά του για να τον φροντίζει». Η ΣΕΛΕΤΣΑΙΑ ΤΝΑΝΣΗΗ. Ο επίλογος από τον Παύλο Νιρβάνα: «Με μια γιορ τή που είχαμε δώσει στον ''Παρνασσό'' είχαμε μαζέψει λίγα χρήματα για να μπει σε κάποια κλινική. Ο αλκοολισμός, που τον είχε καταβάλει σε μεγάλο βαθμό, απαιτούσε μια συστηματική θεραπε ία. Πήγα στη Δεξαμενή με τον φίλο Αλέκο Μαυρουδή για να του πούμε πως υπήρχαν αρκετά χρήματα στη διάθεσή του και να τον πείσουμε να μπει σε κλινική. Δακρυσμένος έσκυψε να μου φιλήσει το χέρι από ευγνωμοσύνη. Ποτέ δεν αισθάνθηκα μεγαλύτερη συγκίνηση στη ζωή μου. Σράβηξα με βία το χέρι μου και έκανα με τρόπο την πρόταση. -«Όχι νοσοκομείο», μου είπε ικετευτικά. «Οι νοσοκόμοι είναι είρωνες». Υοβόταν μήπως τον ειρωνευτούν για την αιτία της αρρώστιάς του. -«Καλύτερα στην πατρίδα», πρόσθεσε. «Να πεθάνω κοντά στ ους δικούς μου». Αντίκριζε τον θάνατο, που ένιωθε πια την παγωμένη του πνοή, με τη γαλήνη του μεγάλου χριστιανού. -«την πατρίδα», ξαναείπε. Θα ήταν σκληρό και μάταιο να του αντισταθεί κανείς. -«Όπως αγαπάς, Αλέξανδρε». ε λίγες μέρες έφυγε για τη κιάθο κ αι την αιωνιότητα». O «Μ Α Γ Ε Μ Ε Ν Ο» Ε Λ Τ Σ Η «...Να πού βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη κι όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία. Είναι εκεί που βρίσκεται το μεγάλο μυστικό, αυτό το θα μπορούσαμε είναι ο οίακας που δε γίνεται να γυρίσει, μόνο μας αφήνει με το χέρι μετέωρο ανάμεσα πίκρα και γοητεία, προσδοκώμενο και άφταστο. α να χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου»... (Απόσπασμα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη «Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη») Σα Θέκαηα θαη νη Ήξωεο ηνπ Παπαδηακάληε (βηβιίο θαζεγεηή) Όια ηα πξό ζσπα θ αη ηα γ εγνλό ηα πξ νέξρ νληαη από η ελ α λ ηηθεηκεληθή πξαγκαηηθόηεηα, - θ αζώ ο απηή έρεη πεξάζεη ζ ηε λ α λάκλεζ ε -, από ηε λ νπ νία θ ξα ηνύλ κηα έθηαθηε δσληά ληα θ αη κία ζρ ε δό λ θπζηθή παξνπζία. πρλά δίλνπλ ηε λ ε λ ηύπσ ζε, ό ηη πξνθύπηνπλ κεο από η ε δσή ζα λ έμ σ από ηε λ η έρλε ή π ξη λ απ' απηήλ, ζαλ λα ζπλερίδ νπλ ην λ εαπηό ηνπ ο πεξλώλ ηαο από ηε γήη λή ην πο θίλε ζε θαη ππόζ ηαζε έμ αθλα κέζα ζην ρώξ ν ηεο ηέ ρλε ο. Ήξζαλ κέζα ζη ελ ηέ ρλε α πό ηε δσή θ αη επηζηξέ θνπ λ ζ' απηή. Ζ ηέρλε δεί ρλε ηαη ζα λ πξνέθ ηαζε η εο δ σ ήο. Παξά ηαύηα κέζα ζη ελ α ληηθεηκεληθόηε ηα ηνύ ηε πε ξλά ε πξν ζσπ ηθή αίζζ εζ ε θ αη ζπγθίλεζε ηνπ ζπγ γ ξαθέα. Τπάξρεη θ αηά βάζν ο κέζα ζην α λ ηηθείκελν ε έθθξα ζ ε ηνπ ππνθεηκέλνπ, ε δηάρπζε η ε ο α ηνκηθήο ηνπ ςπρήο. Σα πξόζ σπα, ελώ έρνπ λ δηθηά ηνπο, ξεαιηζηηθά δνζκέλε, ππόζηα ζε θ αη αλεμαξηε ζί α, είλαη ζπλάκα θ αη θ αηά θάπνην ηξό πν «ζύκβνια» η νπ ππνθεηκέλνπ. Τπάξρεη κηα βαζύηεξε ζύκπησζ ε ε ζπκ θσ λία, κε η ελ ςπρηθή ή κ νπζηθή ζεκαζία η νπ όξ νπ, α λάκεζα ζη ν ζπγγξαθέα θ αη ζηα πιάζκαηά ηνπ, κέζα ζε κηα ι πξηθή ζε ώξε ζε η σλ αλζξώπσ λ θ αη ησ λ π ξαγκάησ λ. Έρνπ λ ηηο ηδέε ο ηνπ, ηηο αληηιήςεηο η νπ, ηε λν νηξνπ ία η ν π, ην πάζν ο ηνπ, ηε λ πίζηε, η ελ κειαγρνιία, ηελ α δξάλεηα, όιν η νλ ηδη όηππν ςπρηθό π ι νύην ηνπ, ζα λά λαη ά ι ι εο ηό ζεο πεξηπηώ ζεη ο απν ρξ ώζεσλ ηνπ πξ νζ ώπνπ ηνπ. Ο απ ζη εξά θ αζνξη ζκέλνο ρ ώξ ν ο, όπνπ θ η λείηαη, θ αη ε π πνθεηκεληθή ζεώξ εζ ε κέζα ζηε λ αληηθεηκεληθή αλάπιαζε, ρ αξάδνπλ θ άπνηα όξηα θ αη δίλνπ λ θ αη θ άπνηα κνλνκέξε ηα ζην λ νξίδ νληά η νπ. Μα θ ' εδώ 7

ππάξρεη κηα αλά ι νγε ζύλζ εζε αληη ζέζε σλ. Μέ ζα ζ ην ζηε λό ρώξ ν η νπί νπ θ αη δσήο ν ζπγγξαθέαο θ αηνξζ ώ λεη θ αη δίλεη έθ ηαζε θαη πιάηνο επνπηε ίαο ςπρηθώλ θαηαζηάζεσλ θαη αλζ ξσπ ίλσλ θπζη ν γ λσκηώλ. Γιώργος Θέμελης Η Γιώζζα θαη ην Ύθνο ηνπ Παπαδηακάληε (βηβιίν θαζεγεηή) Ο Παπαδηακάληε ο δε λ έθακε πνηέ ζη ε γ ι ώζζα ην απνθαζη ζηηθό βήκα από ηε λ θ αζαξεύνπζα πξ νο ηε δ εκνηηθή όπσ ο π νιινί άιινη η εο γ ε λ ηάο ηνπ ( ν Καξθαβίηζαο π. ρ ή ν Ξελό πνπινο ). Ζ θ αζα ξεύνπζά ηνπ είλαη όκσο ε λ ηε ι ώο πξνζ σπηθή θ αη ηδηόηππε, α θ όκα θ αη αλόκνηα. πρλά ι έγεηαη π σο ε γ ι ώζ ζα ηνπ Παπαδηακάληε εί λαη επεξε αζκέλε από ηε βπδαληη λή ή ηε λ ε θ θ ι εζηαζηηθή γ ι ώζ ζα. Πξ ώην ο, ζαξξ ώ, ν Παιακάο (ζ' έλα θ ξη ηηθόηαην άξζξ ν ζη ελ «Σέρλε«, η ν 1 89 9), ε πηθπι αθηηθά όκσο θ αη όρ η απνθιεηζη ηθά, πξόβαιε κηα ηέηνη α άπνςε. Γηα ηππσκέ λε απόιπηα ε άπνςε απ ηή κέλεη σζ ηό ζν αλεύζπλε θαη αηεθκεξίσηε, θαη κηα επηζηεκ νληθή «α λά ι πζε» ηε ο γιώζ ζαο ηνπ (π νπ δε λ έρεη επηρε ηξε ζἠ σο ηώξα) ζ α ηελ α πνδε ίθλπε, λνκί δσ, ι αζεκέλε. Θα έιεγα κάιινλ πσο ππάξρνπ λ ζη ε γ ι ώζζα η ν π ηξείο ( ε ηέζζεξη ο) αλα βαζκνί: ηνπ ο δηαιόγνπο ηνπ ρξεζ ηκνπ νηεί, ζρε δό λ θσ η νγξαθηθά απνηπ πσκέλε, η ελ νκηινπκέλε ι ατθή γ ι ώζζα, πνιιέο θ νξέο θ αη κε ηνπο ζθ ηαζίηη θ νπο ηδησκαηη ζκνύ ο. Τπάξρεη θ αη κηα άιι ε γι ώζζα γ ηα ηε λ αθήγεζε, κε βάζε βέβαηα ηελ θ αζαξεύνπζα, κηα θ αζαξεύνπζα όκσο αξθεηά ραιαξή θ αη θ αζόι νπ ςπρξή, θ αη κε πξ όζκεημ ε ( όρη κόλν ζ ην ι εμηιόγην, αιιά θ αη ζη ν ηπ πηθό θ αη ζ η ε ζύ ληαμε) πνιιώλ ζ ηνη ρείσλ ηε ο δ εκνηηθήο, απηό εί λαη ί ζσ ο ην πην πξν ζσ πηθό ηνπ ύ θν ο. Καη ηέινο ππάξρ εη θ αη κηα πξνζεγκέλε θ αη ακηγήο θ αζαξεύνπζα, ε θ ι εξνλνκεκέλε, ζα έιεγα, από ηε λ παιαηόηεξε πεδνγξαθία ηνπ Π. Καιιηγά ε ηνπ Α. Ρ. Ραγθαβή, πνπ ν Πα παδηακάληε ο ηε λ ε πη θ πιάζζεη ζ ηη ο πεξηγξαθέ ο, θ αζώο θ αη ζηηο ιπξηθέο ηνπ παξεθ βάζεηο. Λίνος Πολίηης, «Ειζαγωγή ζηο "Βαρδιάνο ζηα πόρκα"» ΕΜ ΠΝΕΤΗ, ΘΕΜ ΑΣΘ ΚΗ ΚΑΘ ΗΡΩΕ ΣΟ ΕΡΓΟ ΣΟ Τ Α. Π. Μοίρα, ΦΩΣΟΔΕΝΣΡΟ Οη αιεζκόλε ηεο παηδηθέο κλήκεο πε ξηδηαβαί λνπ λ ζ η ε ζθ έςε ηνπ Παπα δηακάληε αζηακά ηε ηα θ αη ηνπ θ ξα ηνύ λ ζπληξν θηά ζη ε λ αηειείση ε κνλαμηά ηνπ. Κη όηα λ ν θαεκόο η νπ η νλ βαξαίλεη ν Παπαδηακάληεο θάλεη η ν πόλν η νπ δηεγήκαηα," θ εληεκέλα κε πνηεηηθό καγλάδη", λ ηύλνληαο ηα κε ηα ζ ξε ζθ επηηθά βηώκαηά ηνπ ή ηε δσή, ηα βάζαλα, ηνπο θ αεκνύο θ αη ηηο κηθξν ραξέο η εο ζθ ηαζί ηηθεο θ ησ ρνινγηάο. Οη ήξσέ ο η νπ είλαη ςαξάδεο, αγξόηεο, ηεξσκέλνη, κεηαλάζηε ο, π νιπθακειίηε ο, εξγέλεδε ο, αλα μηνπα ζν ύζεο ρ ήξε ο, όκνξθε ο νξθαλέο ή θ αθνκνύηζνπ λεο κάγηζζε ο θ αη ινγήο-ινγηώλ αγύξηηζζεο. Καη όηα λ δελ θ άλεη ηέ ρλε η ηο παηδηθέο ηνπ α λακλή ζεηο, η όηε παίξλεη ηα ζέκαηά ηνπ από ηε δσή ησ λ θη σρνγεη ην λη ώλ ηε ο Αζήλα ο, Σν ππόζ ηξ σκα, ζπλήζσ ο, είλαη ζξ εζθ επηηθ ό. Σν ε μ σηεξηθό πεξηβά ι ι νλ πεξηγξάθεηα η κε αιεζηλή ι αηξε ία πξ νο η ε θύ ζε. Τπάξρεη όκ σο θ αη κηα νμύηα ηε ςπρνινγηθή π εξηγξαθή, κηα εύ ζη νρ ε δηε ί ζδπζε ζηα θ αηάβαζα η νπ ςπρηθνύ θ όζκνπ ησ λ εξ ώσ λ ηνπ, πνπ έθαλε ηό ζε ε λ ηύπσ ζε θ αη ζηελ ε πνρ ή η νπ, πνπ πνιινί ην λ παξνκ νίσζαλ κε ηνλ Νην ζη νγ ηέθζθ η. Οιόθιεξε ε νπ ζία ηε ο πε δνγξαθίαο ηνπ πεξηθιείε ηα η κέζα ζε κηα θξάζε πνπ ν ίδηνο καο άθεζε : «Τό ἐπ ἐμοί, ἐνόσω ζῶ και ἀναπνέω και σωφρονῶ, δεν θα παύσω να ὑμνῶ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, νά περιγράφω μετ ἔρωτος τήν φύσιν καί νά ζωγραφῶ μετά σ τοργῆς τά γνήσια ἑλληνικά ἤθη» Οη ήξσε ο η νπ απινί, ηαπεη λνί, γ ξαθηθ νί θ αη βαζαληζκ έλνη, γ ίλνληαη ν η ππξή λεο η σλ δ ξακαηηθώλ ζπγθξνύζε σλ ηνπο κε ηε δσή, γίλν ληαη ραξαθηήξε ο θαη άλζξ σπν η. Οη γ πλαίθεο ζ ην λ Παπα δηακάλη ε είλαη απ ηέο π νπ θ πξηαξρνύλ θ αη ζ θξαγίδνπ λ ην έ ξγν ηνπ. Μαδί ηνπ ο ζπλνκηιεί, καδί ηνπο δηαιέγεηαη. Μα δί ηνπο απνθαιύπηεη έλα λ νιόθιεξν θ ό ζκν. Ο θ όζκνο ηνπ Παπαδηακάληε είλαη αθαηαλόε η νο ρ σξίο απ ηή η ελ θ πξίαξρ ε θ αη δπλακηθή παξνπζία ηε ο γ πλαίθαο. Π ξώηε ο μερσξίδνπ λ νη γ ξαίε ο. Μαδί ηνπο νη ρήξε ο, ηα ν ξθα λά θ νξάζηα. Όιεο απηέο νη γ π λαίθεο αλαιακβάλνπλ ζη ν έξγν ηνπ Παπα δηακάληε ην πάζνο ηνπ θ όζκνπ η νύηνπ. Απηέο αλαιακβάλνπλ λα δηαζώζ ν πλ, λα ζπληεξ ήζ νπλ θ αη λα δηαθπιάμνπλ η ε δσή. Οη γ ξαίεο ζη νλ Παπα δηακάληε εί λαη κνξθέ ο ηνπ πάζνπ ο, ηνπ π έλζ νπο, ηε ο θ αξηε ξίαο ηε ο ρξη ζη ηαληθήο ππνκνλήο. Ζ γ ξαία ηξν θό ο θ νπβαιά ηα πάζε ηνπ βίνπ. Αγηάδεηαη. Καζίζηαηαη κνξθή ηεξή, κέζα ζ η νλ π ό λν θ αη ηη ο δ νθηκαζίε ο η νπ θ όζκνπ ηνύηνπ. Δίλαη αθόκ α ε γ πλαίθα ρ ήξα, π νπ βηώλεη η ν ζά λα ην, ηε λ ε ξεκηά, ηε κνλαμηά, η ελ ν δύλε. Μαδί κε όινλ απηό η ν λ πιεζπζκό είλαη ε θ ό ξε πνπ α λακέλεη η νλ έξσηα, ην γ άκν, η ελ επηζηξν θή η νπ αγαπεκέλν π πνπ ι είπεη, ην λ αδειθό. Δίλαη όιεο νη θόξεο πνπ ζπκβηβάδνληαη ζην λ έξσηα. Δίλαη ν γάκνο ρσξί ο έξσηα. Ο Παπαδηακάληε ο παξόιν πνπ αζρνιεί ηαη κε ηα θ νηλσ ληθά δξώκελ α δελ εί λαη θ νηλσ ληθόο αιιά απόκαθξνο. "Καλέλαο ά λζξ σπ νο -ιέεη ν. Μειάο ζη ν άξζξ ν η νπ "Αιέμαλδξν ο Παπαδηακάληε ο, έλα ζθ ί ηζν" - π λεπκαηη θ όο ή κε, ζ ηε λε όηε ξε Διιάδα, δελ έδεη με ηό ζε πεξη θξ όλεζε πξ νο θ άζε θ νη λσ ληθή πξναγσγ ή, θ άζε δηάθξηζε, θ άζε αξηβηζκό, ό ζ ν ν Παπαδηακ άλη εο. Ο Παπα δηακάληε ο ι νηπό λ, απνθεύγεη ηε δσή, γ ίλεηαη α πόθνζκνο - ην καξηπξε ί εμάιινπ ε πάληα ι εξή εκθάληζή η νπ - θ αη πξ νζ παζεί ηε λ εξ εκία ηε ο ςπρή ο η νπ λα η ε δεηήζε η κέζα ζ' έ λα θ όζκν αγαζό, ην λ θόζκν ησ λ παη δ ηθώλ ηνπ αλακλήζε σλ. 8

Ο Π. Νηξβάλα ο ( ζε θ είκελό ηνπ, ζ ην 15/ λζ ήκεξν κπηηιελατθό πεξη νδηθό Υ ρσζασγή, ζηη ο 1 5.10. 191 0 κεηαμύ άιισλ) πεξηγξά θεη ηα κέξε όπνπ ζύρλαδε: "Καη έπεηηα ην λ είδα αθόκε, ην λ είδα εηο γ σλίαο ζθ ν ηεηλά ο ξππαξώλ θ αθελείσλ, αξη ζ ηνθξάηελ ξ αθέλδπηνλ, πεξηκέλν ληα κε αγσλία λ η ν θ αιακάξη θ αη η ελ πέλα λ, π νπ η νπ είρε αξπάζεη ν πξώην ο ηπρώλ από ηνπο ζακώλαο δηα λα γξάςε κία λ ρπδαία λ επη ζη νιήλ. Παξόκνηα, επηβεβαηώλεη ν βηνγξάθνο ηνπ I. Εεξβόο : «Σα δηεγήκαηά η νπ έγξαθελ ό πνπ εηύραη λε λ. Δηο ην θ αθελείνλ ηνπ Σζνύηε η εο ζπλν ηθίαο Φπξξή ε γ ξά θε ζ αλ πνιιά θ αη άιια εηο ην π αλη νπσι εί νλ Καρξηκάλε θ α η άιια εηο ηα δύ ν θαπειεία ηε ο θ ηάζνπ» Σν θ αθε λείν, ι νηπόλ, ην π αξαδνζ ηαθό θ αη ην θ απειεηό, η ν ππόγεην νη λνκαγεηξε ίν κε ηνπο βξόκηθνπο η νίρνπο θ αη ηα π ξόρ εηξα ηξαπέδηα, όπνπ ν θη σρ όθνζκνο πήγαηλε λα πηεη θ αη λα θάεη, ππήξμε ν ρώξ νο πνπ ν ζπγγξαθέαο ζπλέζε ηε ηηο δηεγήζεη ο η νπ. Δίλαη νη ρ ώξνη πνπ ν Παπαδηακά λη εο απνκνλσλό ηα λ γ ηα λα εκπλεπ ζζ εί ελώ ζπγρξό λσο δνύ ζε κέζα ζ η α θ έληξα ηνπ γ ίγλεζζαη η ε ο θ νηλσλία ο η εο επνρ ήο η νπ. Από ηα γ ξαπηά ηνπ ι νηπό λ, όξηζε ην θ αθελε ίν ή ην θ α πειεηό, σο η ν κέξνο π νπ ν θ όζκνο πήγαη λε λα ςπραγσγ εζεί, λα καδεπηεί, λα θάλεη ηα αιηζβεξίζηα ηνπ, λα πάξεη ηηο απνθά ζεηο ηνπ γηα ηελ πνιηηηθή, γηα ηα πξνμε λεηά, γηα ηα ζπνπδαία. Ο Παπαδηακά λη εο ζηα γ ξ απηά η νπ αζρ νιείηαη κε όια ηα θ αίξη α εζληθά, θ νη λσ ληθά, αηνκηθά, π λεπκαηηθά δ εηήκα ηα όπσ ο: "Με ηα λά ζηεπζε, πξ νίθα, ηνθνγιπθία, ραξηνπαημ ία, έλδεηα, ζηεξήζεη ο, θ ξαηηθή α λα ι γ εζία, πνιηηηθή ε μαζιίσζε, κεγαιντδεα ηηζκόο, με λνκαλία, ει ι ηπήο παη δεία". Ζ καηηά ην π είλαη δηεη ζδπ ηηθή, ελην πί δεη ηα θ αθώο θ είκελα ηε ο θ νη λσ λί αο θ αη π όηε κε ζα ηηξηθή δη άζεζε, πό ηε κε " σκό" ηξ ό πν ι έεη ηα πξάγκαηα κε ην όλνκά ηνπο. Οκηιεί ηε γ ι ώ ζζα ηε ο αιήζεηα ο κε θ απζηηθό ηξ όπν θ εξδίδνληαο ην λ ηί ηι ν ηνπ α λαηόκνπ ηε ο ι ατθήο ςπρήο. Απηό η ν πέ ηπρε όρη κόλν εμαηηίαο ηνπ ραξη ζκαη ηθνύ ηνπ ηαιέληνπ αιιά θ αη ηεο βαζηά ο ζπλα ίζζ εζ εο όηη ην κεηαθπζηθό θαη ππαξμ ηαθό πεξηερόκελν ηε ο ηέρλεο θαη ηνπ ιόγνπ νθείινπλ λα έρνπλ θαη λα αζθ νύ λ, αβίαζη α, έλα λ απνθαιππηηθό θ νηλσληθό ξ όιν. Ο θ πξ - Αιέμαλδξνο ρσξί ο λα είλαη ε παλαζηά η εο, επαλα ζηα ηεί ό η αλ ε θ νηλσ λία γ ίλεηαη ερζξηθόο ηόπ νο γηα ην λ άλζξσπν. Ζ θ αζαξεύνπζα π νπ ρξ ε ζηκνπ νηεί, ζ πάληα γ ί λεηαη δπζλ όε ηε, "γηα ηί δηα πλέε η αη από η ν λ θ ξαδαζκό θ αη ηε ζέξκε η νπ πιένλ επζπγθίλεηνπ α λζξ σπη ζκνύ". ηγά - ζηγά όκσο απινπ νηνύ ζε η ε γ ι ώζζα, βάδνληα ο πεξη ζ ζό ηεξα ι ατθά ζηνη ρεία, θ αη ι ίγν π ξηλ η ν ζά λα ην η νπ έγξαςε θ αη δηεγήκα ηα ζ ηε δ εκνηηθή γ ι ώζ ζα. Σνλ δηαθξί λεη π νηεηηθό ύθνο θ αη γ ό ληκε θα ληα ζία. θ νξπάεη ζ ηηο ζειίδε ο η νπ ην από ζεκα η εο ζξε ζθ επηηθήο η νπ θ αηάλπμεο, π νπ ην λ ζπγθιόληζε α πό η ελ παηδηθή ηνπ ειηθία. Γελ π εξηνξίδεηαη ζη ελ πεξηγξαθηθή γνε ηε ία, αιιά εηζρσξε ί ζη ν δξάκα ηε ο αλζξ ώπη λε ο ςπρήο. Δηθόλεο κε ιπξηθή έθξεμε, ηξπθε ξόηεηα θαη αλζξσπηζκό δηα ηξέρνπλ ηα δηεγ ήκαηα ηνπ. ΓΙΑ ΣΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΣΗ ΦΩΚΙΑ(βηβιίν θαζεγεηή)* «Μηα απέξα λη ε ζπκπόληα, πην ρ ηππεηή αθόκα ζ ηε λ π εξίπησζ ε ηεο Αθξηβνύιαο, όπνπ π ηα νη ά λζ ξσπ νη, έ ηζ η θ η αιιηώο, ρσξίο λα ην ζέ ι νπλ, παξνπζηάδνληαη αδη άθνξ νη γ ηα ην ρακό ηε ο κηθξνύιαο, πνπ βπζίδεηαη κέζα ζη α θ ύκαηα, ηε ζη ηγκή π νπ ίζηα -ίζηα βπζίδεηαη θ η ν ήιηνο, ελώ η ν κνηξνιόη γ ηα έλα λ η έηνη ν ρακό αλαιακβάλεη λα ην πεη κηα θώθ ηα, κηα απιή ζπκπνλε ηηθή θώθ ηα θ αη θ αλείο ά ι ι νο. Δδώ ζαπκάδεη θ αλείο ηηο ζθ ελνζε ηηθέο ηθαλό ηε η εο η νπ δηεγεκαηνγξάθνπ. Παξνπ ζη άδεη ηε λ αλζξσπό ηε ηα λα ι εηηνπξγεί εμαθνινπ ζε ηηθά ζαλ κηα κεραλή άςπρε: ν βνζθ όο παίδεη ην ζνπξαύιη ηνπ, ε γ ξηά Λνύθαηλα θ νξ ησκέλε ηε λ αβαζηαγή η εο α λε βαίλεη ζ ην κνλνπάηη θ αη ε γ νιέηα β νιηαηδάξεη ζη ν ι ηκάλη. πλερώ ο ε δπζπηζηία π ξν ο ηε λ α ζθάιεηα π νπ κπνξ εί λα πξν ζθέ ξεη ην έ δαθνο ησ λ αλζξ σπί λσ λ εί λαη -θαη κε πνιύ έλην λ ν ηξό πν - αλαπηπγκέλε ζ ην λ Παπαδηακά λ η ε αιιά θ αη ην πά ηεκα ηνπ άιινπ ηνπ πν δηνύ ζ ηα πέξα λ ηνπ θ όζκνπ ηνύηνπ, πνιύ ζηα ζεξό. Ζ επί γ εο επ ηπρία εί λαη κηα ζηηγ κνύια θ αη ε ζηηγκνύια απηή εί λαη έ λα ζθ αινπά ηη γ ηα λα πεξάζεηο από ην άι ι ν κέξνο, ην κέξνο ηνπ ζα λάηνπ.» (Οδ. Ελύτης, Η μαγεία του Παπαδιαμάντη). Η Η Θ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Ζ εζνγξα θία δε λ απν ηειεί παξά κνλάρα η ν έδαθνο. Α λ θ νηηάμνπκε βαζύ ηεξα, ζα δηαπηζηώ ζνπκε όηη ζπά ληα ν ζπγγξαθέαο απνκέλεη ζηα ζ ηε λά εζνγξα θηθά πιαί ζηα. Με βάζε ηε λ ε ζ νγξαθία, αλνίγεηαη πξν ο πνιιέο θ αηεπζύλζε ηο, α λαθαηεύνληαο ηα εζνγξ α θηθά ζ ην η ρεία άιινηε κε ζ ηνη ρεία θ νηλσληθά, άιινηε ςπρν γ ξαθηθά, δεκηνπξγώληαο έλα ζαπκ αζηό θ ξάκα, όπνπ νη ι πξηθέο θ η νη πνηεηηθέο π ξ νεθηάζεη ο ελαιιάζζ νληαη κε ηνπο ξεαιηζηηθνύ ο η ό λνπο. Έρεη δηεγήκαηα κ όλν κε ι πξηθή θ αη πνηεηηθή πθή, θ αη άιια πάιη κόλν κε ξεαιηζηηθή. Μα πη ν ζπρλά ηα γλσξ ίζκαηα ηνύ η α παξνπζηάδνληαη α λάκηθηα, νξγαληθά δε κέλα κε ηνλ ε ζνγξαθηθό ηνπ δηάθνζκν. Καηά ηε λ πξ ώη ε δη εγεκαηηθή πεξί νδ ν 18 87-1 89 6, ν Παπαδηακάλη εο εκ θαλίδεηαη πην ζη εξεόηππα εζνγξα θηθόο θ αη ε λη ν λό ηε ξα θ νηλσ ληθόο. Πι άη ζ ηα πνηεηηθά θ αη ηα ι πξηθά, επη θ ξαηνύ λ πη ν έθδεια ηα ξεαιηζηηθά ζη νηρεία. Αλν ίγεηαη πεξη ζ ζό ηεξν ζ ηε λ επη θάλεηα, α λ θ αη δε ι είπνπλ νη απνρ ξώζεη ο ηνπ βάζνπο. ηε ζπλέρε ηα, γ ίλεηαη ι πξηθόηεξνο θ αη πν ηεηηθό ηεξνο. Ζ εζ νγξαθηθή ζθ ελνγξαθία βαζαί λεη, θ αη θ άπνηε εμ ν πδε ηεξώλε ηαη από ηη ο ι πξηθέο πξνεθηά ζεηο. Ο ζπ γ γ ξαθέαο, θ αζώο νινέλα π ην πνιύ επη ζη ξέθεη ζ ην λ εαπηό η νπ, ζ ηα βηώ καηα ηνπ θ αη ζηη ο αλακλή ζεηο ηνπ, π ξνρ σξεί ζε βάζνο, π λεπκαηνπ νηεί η αη θ η απνθ ηά ε ζσ ηεξηθόηεξν ραξαθ ηήξα. Κα ηά ηε λ ηε ι επηαία 9

ηνπ απ ηή πεξί νδν 1 899-1 9 10, παξνπζηάδεηαη π ην εμ ν κνινγεηηθόο, θ η ν ι όγνο η νπ αλαδίλεη κηα πη ν βαζηά κπζηηθ ή δό λεζ ε, ρσ ξίο λα ππν ρσξν ύλ εληειώο θη όια η' άιια γλσξί ζκαηα πνπ ζπλζέηνπλ ην λ θόζκν ηνπ. Ο θ όζκνο απ ηόο ε ίλαη ν θ ό ζκνο ησ λ απιντθώλ θ αη η σ λ αγλν εκέλσλ, ησ λ θ ησ ρώ λ, αιιά θ αη ησλ λ νηθνθπξαί σλ ηε ο ζθ ηαζί ηηθεο θ νη λσ λίαο ή ηε ο αζε λατθήο ζπ λνηθίαο. Από ηε λ άπνςε η νύηε, θ αζώο παξα δέρε ηαη ηειηθά θ η ν Άγξαο, ηα δη εγήκαηα η νπ ζα κπν ξ νύζαλ λα ρσ ξη ζηνύ λ ζε ζθ ηαζίηηθα θ αη ζε αζελατθά. Πνιππξό ζσ πε θ αη ι ηγόηεξν πνηθίι ε πηλαθνζήθε ην έ ξγν ηνπ, όρη όκ σο θ η σο ην ζεκεί ν λα επαιεζ εύεη η νλ ηζρπξηζκό ηνπ Ξελό πνπινπ θ η άιισλ πσ ο από ηα πξό ζσπα ηνπ ιείπε η εληειώο ε πνηθηιία, παξν πζηάδεη ην θνη λ ό ζηη ο πεξηζζό ηεξεο δη εγήζε ηο ραξαθηεξηζηηθό, όηη η ν πιήζν ο ησ λ ε ξώσ λ ηνπ, ε ίηε ζ ηε θ ηάζν εί ηε ζη ε θη σρ νγεηηνληά η εο Α ζήλα ο δεη θ αη θ η λεί ηαη, εί λ αη έλα ο θ όζκνο, πνπ ζπαξά ζζε ηαη κέζα ζη ελ θαζεκεξηλόηεηα ηνπ από ην δαίκνλα ηνπ θαθνύ. Σν δαηκνληθό θαη αβπζζαιέ ν Πξαγκαηηθά, θ άησ από ηε λ απιντθή, ηε λ θ αηα λπθηηθή, ηε ρ ξηζηηα ληθή, η ελ πνη εηη θ ή θ αη ππνβιεη ηθή επη θά λε ηα ηνπ Παπαδηακά λη ε, ππάξρ εη θ άηη ην δαηκνληθό θ αη η ν αβπζζαιέν, θ αη ξπζκίδεη, ζαξξείο, η ηο ζρέ ζεηο θ αη η η ο ηύ ρε ο ησ λ πξν ζώ πσ λ. Μα θ άπν ηε θ άλεη ηε λ εκθά ληζε ηνπ θ η απξνθάιππηα. Οη ζηξί γ θ ι εο κάλεο, νη θ αθέο πεζεξέο, νη θό ληζζεο, νη η νθνγιύθνη, νη γ ξ ηέο θ αη ηα ι αδηθά ηε ο γ εη ην ληάο θ αη η εο απιήο, κε ηα θ νπ ηζ νκπνιηά θ αη ηη ο ζπθνθαληίε ο, κε ηα κάγηα θ αη ηηο ύπνπ ηε ο «κεζη ηείε ο», βξίζνπλ ζηη ο ζειίδεο η ν π. Σν θ αθό εκθαλίδεηαη κε πνηθίιεο κνξθέ ο, δειεηε ξηάδεη ηα π άληα κε ηε λ παξνπζία ηνπ θ αη δεκηνπξγεί κη α αδηά θ νπε εζηθή θ ξί ζε, κνιύ λν λ ηαο ηε λ ςπρή. Γη' απηό θ η εθείλν ο ζ ηξέ θεηαη θ άζε ηόζ ν ζ ηηο π αηδηθέο η νπ αλακλήζεη ο, ζη ε θύζε ηνπ λεζ ηνύ η νπ θ αη μαλαδεί κέζα από η ελ αγηάηξεπ ηε λν ζηαιγία ηνπ αγλόηεξεο θ αη παξζε ληθόηεξε ο θ αηα ζηά ζεηο, ζα λα γ πξεύεη λα ε μαγληζ ηεί, παξόκνηα κε η ν λ ή ξσα η ν π ζη ν δηήγεκα Έ ρωη ας ζη α τηόληα, πνπ κε "πγεία θ αηεζηξακκέλε, ζ ώκα βαζα ληζκέλν λ, θζαξκέλν λ, ζ σζηθά ι ησκέλα" ( όπσ ο θ η ν ίδη νο α π ' ην πηνηό θ αη η ελ α ζιηόηε ηα η εο αζε λατθήο η νπ δσήο ), νξακαηίδεηαη παξαπα ηώ ληα ο κεζπζκέλνο, ηε λ θάζαξ ζε ηνπ θόζκνπ -θαη ηε δηθή η νπ - από ην ρηόλη. «Όπσ ο ζπκβαίλεη πά λ ηα ζηα δ ηεγήκαηα ηνπ Πα παδηακάληε -θη όπ σο ζπ κβαίλεη ζπλή ζσο ζ η ελ θ αιή πεδνγξαθία - ν ρώξνο είλαη θη εδώ ζπγθε θξηκέ λνο : όρη θ άπνηα αθξνγηαιηά, θ άησ από θ άπνην γ θ ξεκό, αιιά "θάησ από ην λ θ ξ εκ λό λ... όπ νπ θ αηέξρε ηαη ην κ νλν πάηη, η ν αξρίδνλ από η νλ λεξόκπινλ ηνπ Μακνγηάλλε, όπ νπ αληηθξύδ ε η ηα Μλεκνύξηα, θ αη δπηηθώο δίπια εηο ηε λ ρακειήλ π ξ νεμνρ ήλ ηνπ γ ηαινύ - ηε λ ν πνίαλ ηα καγθόπαηδα ηνπ ρ σξίνπ... νλνκάδνπ λ " ην Κνρύιη". ίγ νπξα πξάγκαηα έλα κ ηθξό αιώλη ηεο θ ηάζνπ, όπ νπ παίδεηαη ην δξάκα ησ λ εξώσ λ ηνπ - θ αη ησλ α λζ ξώπ σλ γ ε ληθόηεξα. πγθεθξηκέλνο θ αη ν ρ ξόλνο, ό ρη απιώο ειηνβαζί ι εκα, αιι ά "ην ζάκβνο η νπ ειίνπ", νπνύ εβαζίιεπελ εη ο ην βνπλό λ αληηθξύ, θαη ατ αθηίλε ο ηνπ εζώπεπ νλ θαηέ λα ληί ηε ο ην λ κηθξό λ πεξίβνινλ...». ' απηόλ ην λ πεξίγπξν λ, ό πνπ θ η λνύληαη ηα πξ όζσ π α ηνπ δη εγήκαηνο, θ πξηαξρνύλ ε ηθό λεο ραξνύκελεο θ αη πέλζ ηκεο πνπ ζπ λζέ ηνπ λ δπν βαζηθά κνηίβα : ην κνηίβν ηεο δωήο θαη ην κνηίβν ηνπ ζαλάηνπ. Υξε ζηκνπ νη ώ ζθ όπηκα ην κνπ ζηθό ό ξν κ νηίβα, γ η αηί θ αη κέζα ζ ην' δηήγεκα ε δ σή θ αη ν ζά λαην ο βξίζθ νπ λ ηειηθά ηε λ ν ξηζηηθή ηνπο έθθξαζε κε κέζα κνπζηθά: ην κνηξνιόγη θαη ηε θι νγέ ξα. Απηά ηα κνηίβα δελ παξνπ ζηάδνληαη παξα ηαθηηθά, δ ε ι αδή πξώηα ην έ λα - ύζηε ξα ην άιιν, αιιά κπαίλνπ λ ζρεδόλ ηαπηόρξν λα ζη ν δηήγεκα, αδύ λαηα ζη ε λ αξρή, ύζηεξα δπλα κώλνπ λ, δ ηαιέγνληαη θ αη θ ν ξπθώ λ νληαη ζη ν λ πληγκό ηε ο Αθξηβνύιαο. Π ξώη ν π ξώην κπαί λεη η ν κνηίβν ηνπ ζαλά ηνπ πνπ ην πξνα λαγγέιιεη ε πξώηε θ ξάζε η ν π δηεγήκαηνο: "θάησ από η νλ θ ξ εκλό λ... όπ νπ αληηθ ξύδεη ηα Μλ εκνύξηα". Κη ακέζσο ην δεύηε ξν κνηί βν: «ηα καγθόπαηδα ηνπ ρσξί νπ - όπνπ δελ παύνπ λ από πξσίαο κέρξ ηο εζπέξαο ό ι νλ ην ζ έξν ο λα θ νιπκβνύλ εθεί ηξηγύξσ". Σα κλεκνύξηα δέλνληαη ακέζσο κεηά κε ην "πέ λ ζηκνλ κνηξνιόγη" θ η ελώ ζ η ελ αξρή ή ηα λ κηα απιή νλνκα ζία, γ ίλν λ ηαη έπεη ηα "αιώλη ηνπ ράξνπ" θ αη "θήπνο ηε ο θζν ξάο", γ ηα λ ' αθνινπζήζεη ύζη εξα από ι ίγν ε πεξηγξαθή: "ν θξεκλόο η νπ γ ειόθ νπ, εθ' νπ ήην ην θ ν ηκεηή ξηνλ θ αη ε ηο ηα θ ι ί ηε η νπ νπ νίνπ εθπιίνλην αε λά σο πξν ο ηε λ ζάιαζζαλ, ηε λ πα λδέγ κνλα, ηεκάρηα ζαπξ ώλ μύ ι σλ από μερώκα ηα, ή η νη α λαθνκηδάο α λζ ξσ πίλσ λ ζθ ειεηώ λ, ι είςαλα από ρ ξπζέ ο γ όβεο ή ρξπζνθέληε ηα ππνθάκηζα λεαξώλ γ πλαηθώλ, ζπληαθέ λ ηα πν ηέ καδί ησ λ, βόζ ηξπρν η από θ όκαο μα λζό ο θ αη άιια ηνπ ζα λάηνπ ι άθπξα". Μηα πεξηγξα θή πνπ, ρσξ ίο λ α γ ίλε ηαη απνθξνπζηηθά κα θ άβξηα, πξνβάιιεη σζ ηό ζν έληνλα ηα έξγα ηνπ ζαλά ηνπ θ αη κνλάρα κε η νπο δεκνηηθνύ ο ζηί ρνπο κπνξε ί λα παξαβι εζεί ζ ε δύλακε. ΣΟ ΣΕΛΟ Καη κεηά ηελ πε ξηγξαθή ην π αηπρήκαην ο επηκέλε η αθόκε ζηε λ από δν ζε η σ λ ζπλζεθώλ, ππνινγίδνληαο θ αη η ν β άζνο ηνπ λε ξνύ από η ν ύςνο η νπ βξάρνπ, απ ό όπ ν π έπεζε: «' Ζη ν η όζ νλ βα ζ ύ, όζν λ θ αη ν βξάρν ο πςειόο. Γσο νξγπηέο σο έγγηζηα.» ηε λ ηξίηε ελόηεηα παξνπζηάδεη ηνπο δύν άιινπο αλζξώπνπο. Αλππνςία ζη νη ζπλε ρί δνπλ ην έξγν η νπο. Ο ζά λαηνο πα ξνπζηάδεηαη ζα λ κνί ξα πξ νζσ πηθή. Ζ γ ξηά Λνύθαηλα θ αη ν βνζθ όο ηόζν θν ληά ζη ν αηύρεκα είλαη ε ληειώο αλί δενη. Κη εμαθνινύζε ζε ην λ δ ξό κνλ ηε ο. Κη ε γ νιέηα εμ ε θ νινύζεη λα βνιηα ληδάξε εηο ην λ ι η κέλα, θ η ν κηθξόο β νζθ όο ε μεθνινύζε η λα θπ ζά η νλ απιόλ ηνπ εηο ηε λ ζηγήλ η εο λπθηόο. Ζ ηξαγηθόηε ηα ηνπ π εξηζηα ηηθνύ η νλίδεηαη πεξηζζό ηεξν, έκκεζα, κε η ε ζπλέ ρεηα η εο όπνηα ο δσήο. Δλώ ν ζά λαηνο θ αξαδνθεί δίπια καο θ αη αθαηξε ί ηε δσή 10

από άιινπο, ε δωή ζπλερ ίδεηαη γ ηα καο ζα λα κε ζ πλέβεθε η ίπν ηα. Ο ξε αιηζκόο ηνπ δηεγή καηνο ππε ξ βαίλεηαη κε ην πα ξάιν γν ηνπ ζ ξήλνπ ηεο θώθηαο γηα ηε κηθξή Αθ ξηβνύ ια. Καηόξζ σζ ε ν ζπγγξαθέαο λα απνθξύςεη ηε λ πξνζ σπηθή ηνπ ζπγθίλε ζε κε η ε θε λάθε ηνπ ξεαιηζκνύ πξνθαιώληα ο όκσο βαζύηεξν λπγκό ζ ην λ α λαγ λώ ζη ε. Πνιιέ ο θν ξέ ο ν Παπαδηακάληεο ε παλέ ξρεηαη ζην ζέ κα ηνπ ζαλ άηνπ αζ ώωλ παηδηώλ. Αλα θέξνπκε πξ όρεηξα η ν ζάλα ην ηεο Κνύιαο ζηα «Σ ξαγνύδηα ηνπ ζενύ», θαη ηελ «Σειεπηαία βαπηηζηηθηά», πνπ πλίγεηαη ζην πεγάδη Ζ ζύδεπμε εδώ ηεο ζθ ι εξ ήο πξαγκαηηθόηε ηαο κε έλα ζηνη ρείν θαληαζηηθό -πνη εηηθό κεηξηάδεη ην α θόξ εην θ ι ίκα πνπ δεκηνύξγεζε ε ξεαιηζηηθή πεξηγξαθή. Ζ ε πξεκαηηθή πα ξεκβνιή ηε ο θώθ ηαο πε ηπραίλε η θ αη ηε λ θάζ αξζ ε ηνπ ζπκηθνύ. Ζ θαηαθιείδα ηνπ κνηξνινγηνύ ηεο θώθ η αο αν να 'χαν ποτέ τελειωμό / τα πάθια κι οι καημο ί του κόσμου εκπεξηέ ρεη κηα θηινζ νθηθ ή εγθαξηέ ξεζ ε ε παλαιακβάλεη κε άιια ι όγηα ηε ξήζ ε ηνπ αξ ραίνπ ι πξηθνύ: γίνωσκε δ' οίος ρυσμός ανθρώπους έχει».( Γ. Γ. Π α γ α λ ό ς, «Σ ο κ ο η ρ ο ι ό γ η η ε ς θ ώ θ η α ς», Γ η δ α θ η η θ ά δ ο θ ί κ η α, ε θ δ. Π α π α δ ή ο ε. ) Καη όκσο ν Πα παδηακάληε ο δε λ έγξαςε ην δηήγεκα «σο κε έ ρσ λ ειπίδα». Αλ δελ ρά λεη από ηα κάηηα ην π «ην λ θ ή πν λ εθεί λν λ ηεο θ ζνξάο», απηό θ αζόινπ δε λ πξ έπεη λα καο θ άλεη λα ην λ ζεσξ ήζ νπκε παξάιιειν, α ο πνύκε, ηνπ Καξπσηάθε. Ο δεύηεξνο εί λαη απειπηζκέ λ νο γ ηα ηε λ ύπαξμε, ν π ξώηνο γ ηα ηε λ επηπρία - ε δηα θν ξά είλαη ηξνκαρηηθά κεγάιε. Αλ δε λ η ε δ νύκε, θ ηλδπ λεύνπκε λα ζπγρύζνπκε ηα αζύγρπ ηα, θ αη ηό ηε ζα θ νβόκαζηε λα δηα - β άζνπκε ζηα παηδηά ηνλ πην ειπηδνθό ξν λενέ ιιελα ζπγγ ξα θέ α. Ο Καξπσηάθεο δε λ βιέπεη από πάλσ η νπ αλνηρηό νπξαλό, ελώ ν Πα παδηακάληε ο, θαη ζηη ο πην ζθ νηεη λέ ο αθόκα ώξεο, δε λ αηζζάλε ηαη νξθά ληα. Ούηε βπζίδεηα η ζη ε καύξε ζάιαζζα η νπ κεδε λ όο. Σνλ ί δην θ αηξό πνπ γ ξάθηεθε Σν κνηξνιόγη η εο θ ώθ ηαο γ ξά θη εθαλ θ αη η α πνηήκα ηα γ ηα ηηο Πα λα γ ίεο ηε ο θ ηάζνπ. Με άιια ι όγηα «ν θ ή πν ο ηεο θ ζνξά ο» είλαη κεγάινο, όρ η όκ σο θ αη απε - ξηόξη ζη νο -απηή εί λαη ε γ λ ώζε θαη ε πί ζ ηε ηνπ Παπα δηακάλη ε. Σν κνηξν ιόγη ηε ο θώθηαο είλαη α ξηζηνπ ξγεκ αηηθό δηήγεκα, δελ κ πνξν ύκε ό κωο λ α ην δηαβάδνπκε ζ η α παηδηά απν θνκκέ λν από ηνλ ππόινη πν Πα παδηακά λ ηε. Ελωξίο εηο ηνλ Παξάδεηζνλ Ζ κηθξά θ όξε, ε Αθξηβνύια, πνπ έρεη μ εθιεθηεί από ηε λ επη η ήξε ζε ηε ο κάλα ο η εο θ αη, ράζε ηνπ θεγγαξηνύ, ράλεη ην δξόκν θ αη ρά λε ηαη ζη ν θ ύκα, είλαη ε ζπγθεθα ι αίσζε ηεο Σ ειεπηαίαο βαπηη ζηηθ ήο π νπ πλίγεθε ζη ν πεγάδη, ηνπ βξέθνπο π νπ η ν θ εδεύ νπλ κέζα ζ ηα ρη ό ληα ( Ζ ζπ ληέθ ληζζα), ηνπ παη δηνύ π ν π πεζαίλεη αβνήζ εην (Ο πν ι ηηη ζκόο εηο η ν ρσ ξίνλ), ησ λ θ νξη η ζηώλ πνπ π λίγεη ε Φξαγθνγηαλλ νύ, όισλ ησ λ επώλ π κσλ θ αη αλώ λπκσλ πα ηδη ώλ ην π Παπαδηακάληε πνπ καξαί λ νληαη πξ ν ηνύ λ' αλζίζνπλ. Γηαηί ηάρα ν Παπαδηακάληε ο μαλα πηάλεη θ άζε η όζ ν ην ζέκα ηνύ ην ηνπ ζαλά ηνπ ησ λ πα ηδηώλ; Από ςπρηθή δηαζηξ νθή ή α πό ηε λ ε πηζπκία λ α αξηηώζεη αη ζζ εηηθά ην έ ξγν η νπ, όπσ ο θαί λεηαη λα πη ζηεύεη ν Σέιινο Άγξαο; Ο Παπαδηακά λη εο όκ σο, όπσ ο όινη μέ ξνπκε, δελ έ γξα θε ε ξήκελ ηεο πξα γκαηη θόηε ηαο. Καη ε πξαγκαηηθόηεηα εί λαη πσο ζην λ θ αηξό ηνπ - όπσ ο θ αη ζε όινπο ηνπο θ αηξνύ ο - πέζαηλα λ θ αη παηδηά θ αη θόξεο θ αη παιηθάξηα. Ο Παπαδηακάληε ο δελ κπνξνύ ζε λα ζ θαιίζεη ηα κάηηα γ ηα λα κε βιέπεη ηνπο λεθξνύο. Γελ είδε η ν Αηγαίν θ αη ηνλ ήιην ηνπ σ ο ληθεηή η νπ ζαλά ηνπ. Ο ήιηνο θ άπν ηε βαζηιεύεη, έξρεηαη ην ζθ ν ηάδη ε ζάιαζζα η νπ Αηγαίνπ ζθ νηε ηληά δεη, γ ίλε η αη ν ηάθνο ηε ο Αθξηβνύιαο. Γηαηί όκσο απηό ο ν ζά λαηνο ηνπ θ ν ξη ηζη νύ, κέζα κά ι ηζηα ζε ηό ζε νκνξθηά; Απ ά ληεζε δελ ππάξρεη ζην Μ νηξνιόγη. Έρεη δνζεί όκωο λωξίηεξα. Η Αθξηβνύ ια είλαη έ λα από ηα παηδηά «ηα νπνία είρελ επδνθήζεη λα θαιέ ζεη ελωξίο εηο ηνλ παξάδεη ζνλ πιε ζίνλ ηνπ Τηνύ ηεο ηνπ εηπόληνο: "" Αθεηε ηα παη δία έ ξρεζζαη πξνο κε, θα η κε θωιύεηε απη ά", ε Πα λαγία ε Γιπ θν θηινύζ α». Εδώ ν Άγ ξ αο έ ρεη δίθην; «είλ' ν Θεόο πνπ η' αλ αθ α ιεί από ηνλ θόζκν ηνύην...». * Σ α π α ρ α π ά λ ω α π ο ζ π ά ζ κ α η α π ρ ο έ ρ τ ο λ η α η α π ό η ο β η β ι ί ο : Κ Δ Η Μ Δ Ν Α Ν Δ Ο Δ Λ Λ Ζ Ν Η Κ Ζ Λ Ο Γ Ο Σ Δ Υ Ν Η Α Γ Τ Μ Ν Α Η Ο Τ - Λ Τ Κ Δ Η Ο Τ, η ε ύ τ ο ς 3 Π Δ Ε Ο Γ Ρ Α Φ Η Α, β η β ι ί ο η ο σ θ α ζ ε γ ε η ή, Ο Δ Γ Β, έ θ δ ο ζ ε β, 1 9 8 7, ζ. 22-55. 11