Β. Το ισχύον νοµικό καθεστώς στην Ελλάδα ιδιαίτερα



Σχετικά έγγραφα
Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Εισήγηση: «Παρενόχληση στην εργασία και διακρίσεις λόγω φύλου: οι επιπτώσεις στο εργασιακό περιβάλλον»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ 2012

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντάκτης ομάδας

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ /12/ Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών κατά την άσκηση αυτοτελούς επαγγελματικής δραστηριότητας

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

Εργατικό Δίκαιο (Ι) 2 ο Φροντιστηριακό Μάθηµα Η προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών. Εισηγητής: δρ Δηµήτρης Γούλας

Ομιλία Δημάρχου Αμαρουσίου Γιώργου Πατούλη Έναρξη λειτουργίας Γραφείου Ενημέρωσης ΑΜΕΑ

Βία κατά των γυναικών: Ένα διαχρονικό πρόβλημα, πολλές όψεις

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4078, 24/3/2006

Θέµα εργασίας. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας (Εφετείο Λάρισας408/2002)

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΆΡΘΡΟ 1 ΣΚΟΠΟΣ. (άρθρο 1 και άρθρο 12 της οδηγίας)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Έκθεση της Αρχής Ισότητας μετά από καταγγελία για μη πρόσληψη εγκύου σε έκτακτη θέση Τεχνικού στο Γενικό Χημείο του Κράτους λόγω της εγκυμοσύνης της.

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Βία κατά των γυναικών ένα αρχαίο ζήτηµα που ανθεί και στον 21 αιώνα. Θεοφανώ Παπαζήση

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΦΥΛΕΤΙΚΟΣ ΣΕΞΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ

Πανευρωπαϊκή έρευνα. ΣΗΜΕΙΩΜΑ / 5 Μαρτίου 2014 Βία κατά των γυναικών

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

στήριξε το «φύλο» σου!

ΣΎΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΏΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΌΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΈΜΗΣΗ ΤΗΣ ΒΊΑΣ ΚΑΤΆ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΏΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΉΣ ΒΊΑΣ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΔΕΙΚΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΠΡΑΞΕΙΣ ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΙ ΒΙΑΣΜΟΥ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

Ο ρόλος του Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως στην προώθηση της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών

«Οι Δημόσιες Πολιτικές Εναρμόνισης Οικογενειακής και Επαγγελματικής Ζωής: Μια κριτική αξιολόγηση»

ΘΕΜΑ : Γνωμοδότηση της Νομικού Συμβούλου της Δ.Ο.Ε. για την απεργία αποχή από τις διαδικασίες της αξιολόγησης

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Η Σεξουαλική Παρενόχληση στο Ελληνικό Ποινικό Δίκαιο (Ν. 3488/2006)*

Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών. «Προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων και καταπολέμηση της έμφυλης βίας»

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. Σύσταση Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0011(COD) της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

Η κατοχύρωση της αρχής της ισότητας στην ελληνική έννομη τάξη. i) Το γενικό συνταγματικό πλαίσιο της αρχής της ισότητας

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΣΧΕΤΑ ΑΠΟ ΦΥΛΕΤΙΚΗ Ή ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Συντάχθηκε απο τον/την el.pi. Κυριακή, 14 Νοέμβριος :08 - Τελευταία Ενημέρωση Κυριακή, 14 Νοέμβριος :23

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ «ΣΥΜΦΩΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ» Α' - ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Τετάρτη 23 Μαΐου, «Τίποτα δεν είναι καλό ή κακό η σκέψη το κάνει έτσι», όπως. διαπίστωσε ο Άμλετ στο ομώνυμο έργο του Shakespeare, όταν

Γενικά. Ερευνητικοί στόχοι. Μεθοδολογία. Νοέµβριος 2012

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Κώδικας Επαγγελματικής Πρακτικής

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

Στόχος µας. η ουσιαστική. ισότητα των φύλων ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ & ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 183 «για την αναθεώρηση της (αναθεωρημένης) σύμβασης για την προστασία της μητρότητας,»

ΚΑΡΤΕΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Ποιο άτομο θεωρείται παιδί;

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3610, 7/6/2002

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Ευρωπαϊκό Κέντρο Καταναλωτή Ελλάδας

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν A. Η Δέσμευση της Διοίκησης...3. Κυρίαρχος Στόχος του Ομίλου ΤΙΤΑΝ και Κώδικας Δεοντολογίας...4. Εταιρικές Αξίες Ομίλου ΤΙΤΑΝ...

Γιούλη Τραγουλιά Δικηγόρος ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΧΑΡΑ ΖΕΡΒΑ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

Εργασιακά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα της γυναίκας εν μέσω οικονομικής κρίσης

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

Η διαφορετικότητα είναι μια σύνθετη έννοια, η οποία δεν θα πρέπει να συγχέεται με την έννοια της ποικιλομορφίας.

Κυρίες και Κύριοι, Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την τιμή που μου κάνετε να απευθύνω χαιρετισμό στο συνέδριό σας για την «Οικογένεια στην κρίση», για

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Ιανουαριος Κωνσταντίνα Μοσχοτά. Αντιπρόεδρος Καταφυγίου Γυναίκας

μεταναστευτικό ζήτημα θετικό βήμα το εγχείρημα της συγκέντρωσης της σχετικής νομοθεσίας σε ενιαίο κείμενο νόμου.

Πολιτική Προστασίας του παιδιού. Συλλόγου Φίλων Εθελοντών της Ε.Π.Α.Θ. Γενικές αρχές

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθηµα τεκµηρίωσης και δεν δεσµεύει τα κοινοτικά όργανα

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

: Trier (Germany) : The fight against discrimination Η ΜΑΧΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

Ισότητα Ισοµισθία στοχώροεργασίας. Μάρτιος 2010

Παλιό Νέο: Τάσεις και στάσεις στην Ελλάδα σήμερα

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

Κώδικας Επαγγελματικής Πρακτικής

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

Transcript:

ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ 81 Στην ουσία, ο βέλγος νοµοθέτης επέλεξε να συµπεριλάβει την απαγόρευση της σεξουαλικής παρενόχλησης στη γενικότερη απαγόρευση των διακρίσεων, χρησιµοποιώντας την έννοια του κινήτρου του δράστη όταν αυτό εκφράζεται µία έµφυλη αρνητική συµπεριφορά απέναντι στο θύµα. Βεβαίως δεν πρόκειται για τον ίδιο τύπο ποινικής αξιολόγησης της πράξης, στο βαθµό που το κίνητρο στην εν λόγω περίπτωση ορίζεται το µίσος, η περιφρόνηση ή η εχθρότητα απέναντι στο θύµα και όχι απαραίτητα η απαίτηση για απόκτηση εύνοιας σεξουαλικού χαρακτήρα. Εντούτοις, και στο βελγικό δίκαιο όπως και στο γαλλικό η ποινικοποίηση της σεξουαλικής παρενόχλησης εκτείνεται σε όλο το φάσµα των διαπροσωπικών σχέσεων και όχι µόνο στην απασχόληση. Συµπέρασµα Μέσα από την παραπάνω ανάλυση καταδεικνύεται ότι η τυποποίηση της σεξουαλικής παρενόχλησης µπορεί να λάβει διαφορετικές µορφές ανάλογα τις προτεραιότητες, τη νοµική παράδοση ή τους στόχους του κάθε εθνικού νοµοθέτη. Όλα όµως τα εθνικά παραδείγµατα, στα οποία ενδεικτικά αναφερθήκαµε, επιδιώκουν µέσα από την ποινικοποίηση της εν λόγω συµπεριφοράς την εµπέδωση της προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του προσώπου και την καταπολέµηση των έµφυλων διακρίσεων στην εργασία και στην παροχή υπηρεσιών. Κοινό σηµείο σύγκλισης των παραπάνω εθνικών παραδειγµάτων αποτελεί η βούληση των νοµοθετών να κατανοµάσουν ένα υπαρκτό κοινωνικό πρόβληµα, να αναγνωρίσουν την κοινωνική απαξία που εκφράζει η συγκεκριµένη πράξη και να επιβεβαιώσουν ότι η συµπεριφορά αυτή πρέπει να θεωρείται απαράδεκτη στη σύγχρονη κοινωνία - και για τούτο τιµωριτέα- στο βαθµό που προσβάλλει το έννοµο αγαθό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, και διαιωνίζει την εκµετάλλευση και τη διακριτική µεταχείριση εις βάρος των θυµάτων και ιδιαίτερα των γυναικών. Η ποινικοποίησή της εν λόγω συµπεριφοράς, χωρίς να λύνει το πρόβληµα της ισότητας ή των κοινωνικών αναπαραστάσεων σχετικά µε το ρόλο της γυναίκας αποδεικνύεται χρήσιµη τουλάχιστον ως προς ένα σηµείο: προσδίδει νοµιµοποιητική βάση στη διεκδίκηση συγκεκριµένου δικαιώµατος και εποµένως απελευθερώνει τη δύναµη του λόγου των θυµάτων. Β. Το ισχύον νοµικό καθεστώς στην Ελλάδα ιδιαίτερα Στην Ελλάδα, η σεξουαλική παρενόχληση αυτή καθ αυτή δεν έχει τυποποιηθεί ποινικά. Συνεπώς, δεν έχει προσδιοριστεί από τον ποινικό νοµοθέτη το συγκεκριµένο έννοµο αγαθό που προσβάλλεται και δεν υπάρχει ποινικός ορισµός της εν λόγω συµπεριφοράς. Προφανώς ο νοµοθέτης έκρινε µέχρι σήµερα και παρά την κοινοτική υποχρέωση της Ελλάδας ότι η ποινικοποί-

82 Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ηση της προσβολής δεν είναι απαραίτητη για την οµαλή κοινωνική συµβίωση και για την προστασία των δικαιωµάτων των θυµάτων ή ότι άλλες διατάξεις του ποινικού, εργατικού ή αστικού δικαίου προσφέρουν ένα επαρκές πλέγµα προστασίας, ώστε να µην χρειάζεται περαιτέρω ποινική τυποποίηση. Η ανάλυση του ισχύοντος νοµικού καθεστώτος στην Ελλάδα µπορεί να καταδείξει την αναγκαιότητα ποινικής αναγνώρισης της εν λόγω συµπεριφοράς, στο βαθµό που η ελληνική Πολιτεία όφειλε, βασει των σχετικών Οδηγιών της ΕΕ, να εναρµονίσει την νοµοθεσία της µέχρι το 2005. 1. Η κατοχύρωση της ίσης µεταχείρισης στην εργασία Στην Ελλάδα ο Ν1414/84 αποτελεί σηµείο αναφοράς για την προστασία και τη θεσµοθέτηση της ισότητας των δύο φύλων. Καθιερώνει και προστατεύει την αρχή της ίσης µεταχείρισης ανδρών και γυναικών σχετικά µε την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελµατική εκπαίδευση και τις συνθήκες εργασίας. Σύµφωνα µε το νόµο αυτό «απαγορεύεται κάθε διάκριση µε βάση το φύλο του εργαζοµένου όσον αφορά τους όρους, τις συνθήκες εργασίας και την επαγγελµατική του εξέλιξη και σταδιοδροµία». Το άρθρο 12 ορίζει ότι ο εργοδότης που παραβαίνει τις διατάξεις του νόµου αυτού τιµωρείται µε πρόστιµο από 20.000 δρχ. έως 300.000 δρχ. χωρίς να θίγονται οι ισχύουσες ποινικές διατάξεις που προβλέπονται σε άλλους νόµους. Στο σύνολό του ο παραπάνω νόµος ρυθµίζει πράξεις ή παραλείψεις του εργοδότη που µπορεί να αποτελούν διάκριση των δύο φύλων, χωρίς όµως να γίνεται αναφορά στην ανάγκη προστασίας της προσωπικότητας των εργαζοµένων ανεξαρτήτως φύλου. Ωστόσο, ο όρος «σεξουαλική παρενόχληση» δεν έχει απασχολήσει την ελληνική νοµοθεσία. 140 Η σεξουαλική παρενόχληση ως αντικοινωνική συµπεριφορά που παραβιάζει την ίση µεταχείριση και προσβάλλει την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του ατόµου αντιµετωπίζεται από την ελληνική νοµοθεσία έµµεσα µε διατάξεις που συναντώνται τόσο στον Αστικό όσο και στον Ποινικό Κώδικα, οι οποίες όµως ούτε κατονοµάζουν, ούτε ρυθµίζουν την εν λόγω συµπεριφορά. 140 Τριανταφυλλόπουλος Κ., Σκέψεις για τη Νοµική Αξιολόγηση του Φαινοµένου της Σεξουαλικής Παρενόχλησης, ΝοΒ 1999, 696. Στο συγκεκριµένο άρθρο αναλύεται και ετυµολογικά ο όρος ως διατάραξη της ησυχίας κάποιου.

ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ 83 Πιο συγκεκριµένα σε περίπτωση που εργοδότης προσβάλλει την προσωπικότητα εργαζοµένου και η πράξη αυτή είναι παράνοµη ή αποτελεί καταχρηστική άσκηση διευθυντικού δικαιώµατος, τότε ο/η θιγόµενος/η µπορεί να ζητήσει την καταδίκη του εργοδότη σε καταβολή χρηµατικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αλλά και την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο µέλλον (άρθρα 281, 57, 59, 914, 932 ΑΚ). Αλλά και στο σηµείο αυτό, οφείλουµε να παρατηρήσουµε ότι η σεξουαλική παρενόχληση ως όρος, συµπεριφορά ή προσβολή είναι απούσα από το λεξιλόγιο του έλληνα νοµοθέτη. 2. Η κατάχρηση δικαιώµατος (άρθρο 281 ΑΚ) Σηµαντική θέση στη νοµολογία των εργατικών διαφορών κατέχει το άρθρο 281 ΑΚ, το οποίο οριοθετεί την κατάχρηση δικαιώµατος, προκειµένου να χαρακτηριστεί παράνοµη και καταχρηστική η καταγγελία της σύµβασης εργασίας εκ µέρους του εργοδότη. Το παραπάνω άρθρο ορίζει ότι «η άσκηση του δικαιώµατος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος». Η απόλυτη ελευθερία στην άσκηση του δικαιώµατος, για την εξυπηρέτησή του, βρίσκεται σε αντίθεση µε την αποστολή του, που συνδέεται και επηρεάζεται από τη φύση, έκταση και αξία των συµφερόντων εκείνου κατά του οποίου προβάλλεται η άσκηση. Είναι αδιάφορο επίσης ποια υπήρξαν τα ελατήρια κατά την άσκηση του δικαιώµατος ή εάν η κατάχρηση του δικαιώµατος οφείλεται ή όχι σε υπαιτιότητα του δικαιούχου. Αρκεί η διαπίστωση ότι αντικειµενικά ο δικαιούχος κατά την άσκηση του δικαιώµατός του υπερέβη τα υπό των εν λόγω κριτηρίων επιβαλλόµενα όρια. Σύµφωνα µε την ερµηνεία 141 του άρθρου 281 ΑK κατάχρηση υπάρχει όταν η άσκηση του δικαιώµατος υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα επιβαλλόµενα από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή του κοινωνικού ή οικονο- µικού σκοπού του δικαιώµατος. Καθίσταται λοιπόν σαφές πως η διάταξη προκειµένου να προσδιορίσει τα όρια πέρα από τα οποία απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώµατος ως καταχρηστική, θέτει τέτοιου είδους κριτήρια τα οποία αποτελούν αόριστες νοµικές έννοιες, το περιεχόµενό τους δηλαδή 141 Γεωργιάδης Α. Σταθόπουλος Μ., Αστικός Κώδιξ, Τοµ. Ι Γενικαί Αρχαί, 1978, Αθήνα, Αφοί Π. Σάκκουλα. 142 idem, ό.π., 321.

84 Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ εξειδικεύεται νοµολογιακά σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά. 142 Το γεγονός αυτό διευρύνει τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του δικαστή, αυξάνει την τυχόν επιρροή των προσωπικών του βιωµάτων και αντιλήψεων στη λήψη της απόφασης, και τέλος καθιστά δυσχερέστερο τον χαρακτηρισµό µιας πράξης ως σεξουαλική παρενόχληση. Καθίσταται δε ακόµα πιο δυσχερής η αντικει- µενική αξιολόγηση των πραγµατικών περιστατικών καθόσον στην πλειοψηφία των περιπτώσεων σεξουαλικής παρενόχλησης δεν υπάρχουν µαρτυρικές καταθέσεις. 143 Επιπλέον, ακόµη και όταν η συµπεριφορά του δικαιούχου υπερακοντίζει τα αντικειµενικά όρια, αυτό δεν προϋποθέτει αναγκαία ότι από την άσκηση του δικαιώµατος δηµιουργείται κατάσταση µε αφόρητες συνέπειες για τον οφειλέτη. Κατά συνέπεια δεν τεκµαίρεται ότι υπάρχει κατάχρηση δικαιώµατος. Στο σηµείο αυτό είναι δυνατόν να τεθεί το ερώτηµα µε ποιον τρόπο είναι δυνατόν να παρασχεθεί στον εργαζόµενο δικαστική αποκατάσταση ή επανόρθωση έστω και όταν η απόλυσή του από την εργασία δεν επιφέρει καµία σηµαντική οικονοµική ή επαγγελµατική συνέπεια τέτοια ώστε να χαρακτηρίζεται «αφόρητη συνέπεια». 3. Η θέση της ελληνικής νοµολογίας Η ελληνική Νοµολογία δεν έχει να επιδείξει πληθώρα υποθέσεων στο ζήτηµα της σεξουαλικής παρενόχλησης. Και τούτο γιατί στο ποινικό πεδίο η σεξουαλική παρενόχληση αντιµετωπίζεται ως εξύβριση µε λόγο ή µε έργο (361 ΠΚ) ή ως προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας (337 ΠΚ). Στο πεδίο του αστικού και του εργατικού δικαίου υπάρχουν ελάχιστες δηµοσιευµένες αποφάσεις, που αναφέρονται άµεσα στο θέµα, επιχειρώντας να διατυπώσουν έναν ορισµό και αφορούν σε περιπτώσεις πολιτών που έχουν προσφύγει στην ελληνική Δικαιοσύνη καταγγέλλοντας ότι έχουν πέσει θύµατα σεξουαλικής παρενόχλησης εκ µέρους των εργοδοτών τους. Από την αρµόδια Γραµµατεία Γυναικών της ΓΣΕΕ υποστηρίζεται 144 ότι «η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί ένα θέµα ταµπού. Γι αυτό δεν υπάρχουν πολλές καταγγελίες και σπάνια οι καταγγελίες που υπάρχουν βλέπουν το φως της δηµοσιότητας». Ειναι σκόπιµο για την κατανόηση της νοµολογιακής ερµηνείας να αναλύσουµε διεξοδικά δύο απο τις δηµοσιευµένες αποφάσεις. 143 Παπαρρήγα- Κωσταβάρα Κ., Η Σεξουαλική Παρενόχληση στους χώρους εργασίας, ΝοΒ 1995, 617. 144 Τα Νέα 24.4.1997.

ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ 85 Σύµφωνα µε την 3623/1997 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα προσελήφθη την 1.11.1995 ως δακτυλογράφος σε συνδικαλιστική οργάνωση. Από την άνοιξη του έτους 1996 ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συµβουλίου της οργάνωσης άρχισε να την παρενοχλεί σεξουαλικά, αρχικώς υπαινικτικά και κατόπιν αξιώνοντας τη σύναψη ερωτικής σχέσης µαζί της, δηµιουργώντας σε βάρος της κλίµα πίεσης και δυσµενούς εργασιακού περιβάλλοντος. Στις 3.3.1997 το Διοικητικό Συµβούλιο της οργάνωσης κατήγγειλε την εργασιακή σύµβαση της ενάγουσας ελλείψει αρµονικής συνεργασίας. Η ενάγουσα ισχυρίστηκε όµως ότι ο πραγµατικός λόγος ήταν το ότι απέκρουσε τις ερωτικές προτάσεις του Προέδρου του Δ.Σ. Κατά συνέπεια η καταγγελία της εργασιακής της σύµβασης ήταν άκυρη και καταχρηστική. Στο σκεπτικό της εν λόγω απόφασης το δικαστήριο επικαλείται τον πιο πάνω αναφερθέντα ορισµό της σεξουαλικής παρενόχλησης που περιέχεται στην από 27.11.1991 Σύσταση 92/131/ΕΟΚ της Επιτροπής. Ωστόσο σε µια προσπάθεια ανάλυσης της πράξης δεν καταφέρνει να διαγράψει µε σαφήνεια τα επιµέρους χαρακτηριστικά της (και εδώ αναφαίνονται οι συνέπειες από την έλλειψη νοµοθετικά κατοχυρωµένου ορισµού που να οριοθετεί την εν λόγω συµπεριφορά). Προσεγγίζει τη σεξουαλική παρενόχληση ως φαινόµενο που εµφανίζει δύο βασικές, όπως τις χαρακτηρίζει, όψεις. Η πρώτη έγκειται στο ότι ένα πρόσωπο επιδιώκει την ικανοποίηση της γενετήσιας ορµής του και η δεύτερη στο ότι φαινοµενικά επιδιώκει την ικανοποίηση αυτή, αλλά στην πραγµατικότητα, αυτό αποτελεί πρόσχηµα και µέσο εξυπηρέτησης άλλου ή άλλων απώτερων στόχων. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι το δικαστήριο εκλαµβάνει τη σωµατική (φυσική) επαφή ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της σεξουαλικής παρενόχλησης, αποτυγχάνει όµως να προσδιορίσει σαφώς τις γενεσιουργές αιτίες της εν λόγω συµπεριφοράς και τον ακριβή της στόχο. Δέχεται ακόµα ότι το στοιχείο της επανάληψης είναι απαραίτητο όπως επίσης και το ότι αυτή η επαναλαµβανόµενη συµπεριφορά θα πρέπει να δηµιουργεί σε βάρος του παρενοχλούµενου πίεση, η οποία θα αναιρεί την ελευθερία βούλησης του και θα τον εξαναγκάζει ουσιαστικά, σε αντιδράσεις και ενέργειες στις οποίες υπό καθεστώς ελευθέρας βουλήσεως δε θα κατέφευγε. Σηµαντικό είναι επίσης το γεγονός πως δίδεται βάρος στο στοιχείο της εκ- µετάλλευσης της κατεχόµενης από τον παρενοχλούντα ισχυρότερης ιεραρχικά θέσης στην εργασία. Δέχεται δηλαδή το δικαστήριο ότι η ιεραρχική σχέση µεταξύ παρενοχλούντος και παρενοχλούµενου µπορεί να λειτουργήσει εκβιαστικά για τον παρενοχλούµενο και υφιστάµενο ταυτόχρονα.

86 Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ Τονίζεται στην απόφαση ότι η σεξουαλική παρενόχληση αντιβαίνει στα χρηστά ήθη και στη δηµόσια τάξη διότι αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας και συγκεκριµένα της τιµής και της ελευθερίας του παρενοχλούµενου και προκαλεί, ως εκ τούτου, ηθική αυτού βλάβη και δικαίωµα ικανοποίησης αυτής. Αναφορικά δε µε την εκδήλωση της σεξουαλικής παρενόχλησης από τον ισχυρότερο λόγω θέσεως εργασίας ήτοι τον εργοδότη ή ευρύτερα τον προϊστάµενο διευκρινίζεται ότι αποτελεί κατάχρηση δικαιώµατος υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ. Παρατηρούµε λοιπόν ότι, αντίθετα µε τη νοµοθεσία, η νοµολογία δεν αντιµετωπίζει τη σεξουαλική παρενόχληση ως έκφραση διάκρισης λόγω φύλου, αλλά αναγνωρίζει ότι πρόκειται για πράξη η οποία προσβάλλει την προσωπικότητα του παρενοχλούµενου. Στην πρωτόδικη αυτή απόφαση είναι σηµαντικό να αναφέρουµε ότι συµµετείχαν στη δίκη ως προσθέτως παρεµβαίνοντες υπέρ της ενάγουσας η δευτεροβάθµια συνδικαλιστική οργάνωση «Εργατικό Κέντρο Αθηνών» και η Γ.Σ.Ε.Ε.- το δικαστήριο δέχτηκε την αγωγή. Το Εφετείο και ο Αρειος Πάγος όµως ανέτρεψαν αυτό το δεδοµένο. Το Εφετείο Αθηνών -απόφαση υπ αριθµ. 5789/1998- δεν αποδέχτηκε την ύπαρξη του στοιχείου της ανεπιθύµητης και προσβλητικής συµπεριφοράς και αυτό γιατί η ενάγουσα είχε αναπτύξει κοινωνικές και οικογενειακές σχέσεις µε τον εναγόµενο. Ορίζει επίσης τη σεξουαλική παρενόχληση ως «ανεπιθύµητη συµπεριφορά σεξουαλικής φύσης που θίγει την αξιοπρέπεια του µισθωτού κατά την εργασία». Από την πλευρά του ο Αρειος Πάγος απόφαση υπ αριθµ. 1655/1999- χωρίς να εκφέρει ένα συγκεκριµένο ορισµό απορρίπτει τη θέση του Εφετείου ότι αποκλείεται σεξουαλική παρενόχληση όταν η εργαζόµενη διατηρεί κοινωνικές και οικογενειακές σχέσεις µε το άτοµο που την παρενοχλεί. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι τα τρία δικαστήρια αναγνωρίζουν ότι η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας του παρενοχλούµενου εκ µέρους του εργοδότη. Ορθό είναι επίσης να γίνει αναφορά και στην 743/1999 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία δέχεται ότι η καταγγελία συµβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι άκυρη ως καταχρηστική καθώς αντίκειται ευθέως στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι έγινε λόγω εκδίκησης εκ µέρους του εργόδοτη εναντίον της ενάγουσας η οποία αρνήθηκε να ενδώσει στις σεξουαλικές προτάσεις του πρώτου.

ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ 87 Από την παραπάνω ανάλυση παρατηρούµε ότι η νοµολογία δεν έχει καταλήξει σε ένα ορισµό της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία, αν και θεωρούµε σηµαντικό το γεγονός ότι αναγνωρίζεται σαφώς ότι η σεξουαλική παρενόχληση συνιστά µία ανεπιθύµητη συµπεριφορά σεξουαλικής φύσης που θίγει την αξιοπρέπεια του µισθωτού κατά την εργασία. Αυτή η αναγνώριση µπορεί να αποτελέσει τη βάση για µία περαιτέρω οριοθέτηση του προβλήµατος από τον ποινικό νοµοθέτη. 4. Η θέση της ΓΣΕΕ Από την πλευρά της η νοµική υπηρεσία της ΓΣΕΕ, υιοθετώντας τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει εκδώσει το υπ αριθµ 5842Ν έγγραφο µε το οποίο υποστηρίζει ότι θα πρέπει να θεωρηθούν ως σεξουαλικές παρενοχλήσεις οι συµπεριφορές εκείνες που έστω και αν δεν περιέχουν τα στοιχεία του ποινικού αδικήµατος της εξύβρισης µε έργο ή δεν αποβλέπουν στον εξαναγκασµό σε εύνοια σεξουαλικού χαρακτήρα µε το φόβο κυρώσεων ή την ελπίδα ωφεληµάτων, ωστόσο εµπεριέχουν διάκριση λόγω του φύλου και υποτίµηση του εργαζοµένου ή της εργαζόµενης ως σεξουαλικού αντικειµένου. 145 Ορίζεται επίσης ότι προκειµένου να θεωρηθεί µια συµπεριφορά ως σεξουαλική παρενόχληση πρέπει να είναι ανεπιθύµητη. Το στοιχείο της ανεπιθύµητης συµπεριφοράς είναι άλλωστε αυτό που διαχωρίζει την προσβολή από τη φιλική συναδελφική συµπεριφορά ή από την εκδήλωση ερωτικού ενδιαφέροντος που δεν είναι κατά ανάγκην προσβλητικό. Τονίζεται επίσης ότι η έκφραση της δυσαρέσκειας ή της ενόχλησης δεν χρειάζεται να είναι ρητή. Θα πρέπει να συνάγεται από τη συνολική του/ της στάση απέναντι στις αµφισβητούµενες συµπεριφορές, να λαµβάνεται δε υπόψη και η ιεραρχική σχέση µεταξύ του προσώπου που παρενοχλείται και του παρενοχλούντος. Θα πρέπει να λαµβάνεται ακόµα υπόψη ότι µε βάση παρωχηµένες αντιλήψεις που έχουν επιβιώσει, πολύ συχνά η σεξουαλική παρενόχληση αντιµετωπίζεται ως κάτι φυσιολογικό και χωρίς σηµασία, αν όχι και ως αυτονόητη συνθήκη. Αναφέρεται επίσης στο εν λόγω έγγραφο ότι η σεξουαλική παρενόχληση οδηγεί σε υποβάθµιση του εργασιακού κλίµατος και αναιρεί το δικαίωµα του εργαζοµένου ή της εργαζόµενης να αξιολογείται ώστε να γίνεται σεβαστός/ή λόγω της εργασιακής του/της συµπεριφοράς και µόνον, ανεξάρτητα από το φύλο, τις πεποιθήσεις, τη θρησκεία ή την εθνικότητα. 145 ΕΕΔ, Το. 57, 1998, 623.

88 Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ Αναγνωρίζεται επίσης ότι όταν η σεξουαλική παρενόχληση εκδηλώνεται από προϊστάµενο/η ενέχει λόγω της υπηρεσιακής εξάρτησης και το στοιχείο του εξαναγκασµού του υφιστάµενου εργαζόµενου/ης σε ανοχή αυτής της συµπεριφοράς, η οποία αν προερχόταν από ισόβαθµο/η συνάδελφο θα µπορούσε ευχερέστερα να αποκρουσθεί. Παρατηρούµε για µια ακόµα φορά ότι στο ελληνικό θεσµικό πλαίσιο η σεξουαλική παρενόχληση δεν αντιµετωπίζεται σαφώς ως µια πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια του ατόµου. Αντίθετα, λαµβάνεται ως δεδοµένο πως η πράξη δηλώνει διάκριση λόγω φύλου. Κάνοντας λόγο για διάκριση και όχι για προσβολή της αξιοπρέπειας έµµεσα τονίζεται και διαιωνίζεται η άνιση µεταχείριση ανδρών και γυναικών τόσο εντός όσο και εκτός του εργασιακού χώρου. Μοιάζει οξύµωρο το σχήµα να γίνεται από τη µια πλευρά λόγος για ισότητα των δύο φύλων και από την άλλη η προστασία της αξιοπρέπειας ή της προσωπικότητας να αγνοείται. Με το να αντιµετωπίζεται η σεξουαλική παρενόχληση αποκλειστικά ως διάκριση λόγω φύλου αναγνωρίζεται έµµεσα ότι η εφαρµογή της αρχής της ίσης µεταχείρισης θα µπορούσε να αντιµετωπίσει επαρκώς το φαινόµενο. Θεωρούµε ότι πρέπει να διατυπωθεί ευκρινώς ότι το ζήτηµα που τίθεται από συµπεριφορές σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία δεν αφορά κύρια αλλά συµπληρωµατικά την άνιση µεταχείριση. Η άνιση µεταχείριση και οι διακρίσεις εις βάρος των θυµάτων συνιστούν συνέπειες της προσβολής της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας τους. Το έννοµο αγαθό που προσβάλλεται προτίστως από συµπεριφορές σεξουαλικής παρενόχλησης είναι η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, γεγονός που επιφέρει ως συνέπεια στο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων την άνιση ή διακριτική µεταχείριση εις βάρος του θύµατος της προσβολής. Στην κατεύθυνση αυτή, οι Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συµβάσεις Εργασίας των ετών 1993 και 2000-2001 περιέχουν άρθρα που αναφέρονται στην ισότητα των δύο φύλων και στην υποχρέωση προστασίας της προσωπικότητας των εργαζοµένων. Στο άρθρο 11 η Σύµβαση του 1993 αναγνωρίζει την αρχή της ισότητας των δύο φύλων στην εργασία όπως αυτή προσδιορίζεται από το Σύνταγµα την εθνική και κοινοτική νοµοθεσία καθώς και τους διεθνείς κανόνες εργασίας. Συµφωνούν δε τα µέρη της Σύµβασης να συµβάλλουν από κοινού τόσο στην προώθηση της ίσης µεταχείρισης και ίσων ευκαιριών µεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία όσο και στη λήψη µέριµνας για αξιοπρεπή µεταχείριση και συµπεριφορά στους χώρους εργασίας σε ζητήµατα που συνδέονται µε το φύλο τους.

ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ 89 Προβλέπεται επίσης η σύσταση Επιτροπής,αποτελούµενης από τρία µέλη κάθε πλευράς των συµβαλλοµένων µερών και από τα δύο φύλα, η οποία θα παρακολουθεί την εφαρµογή της νοµοθεσίας που διασφαλίζει την ίση µεταχείριση των εργαζοµένων ανδρών και γυναικών. Η Επιτροπή θα ανακοινώνει τις διαπιστώσεις της στις διοικήσεις των συµβαλλοµένων µερών και θα προτείνει συγκεκριµένα µέτρα για την εξάλειψη κάθε άνισης µεταχείρισης στον τοµέα της αρµοδιότητας της στις εργασιακές σχέσεις. Η σύσταση της παραπάνω Επιτροπής ανακοινώνεται στα πλαίσια που θέτει η από 27.11.1991 Σύσταση 92/131/ΕΟΚ της Επιτροπής για την προστασία της αξιοπρέπειας γυναικών και ανδρών στην εργασία, η οποία ζητούσε από τα κράτη µέλη να λάβουν µέτρα για την υλοποίησή της Σύστασης εντός τριών ετών από την ηµεροµηνία έκδοσής της. Επίσης στο άρθρο 17 της Σύµβασης του 2000-2001 οι συµβαλλόµενες εργοδοτικές οργανώσεις ορίζουν τις υποχρεώσεις που προκύπτουν για τις επιχειρήσεις από το νοµοθετικό πλαίσιο καθόσον αφορά την προστασία της προσωπικότητας των εργαζοµένων. 5. Το ισχύον καθεστώς κατά τον Ποινικό Κώδικα Ο Ποινικός Κώδικας, όπως έχει ήδη διευκρινιστεί δεν τυποποιεί τη σεξουαλική παρενόχληση. Θεωρείται ότι η εν λόγω συµπεριφορά καλύπτεται ποινικά και τιµωρείται, ανάλογα µε τα πραγµατικά περιστατικά, ως εξύβριση µε λόγια ή µε έργα (361, 361Α ΠΚ), ως προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας (337 ΠΚ), ή ως ασέλγεια µε κατάχρηση εξουσίας (343 ΠΚ). Βεβαίως, καµία από τις παραπάνω διατάξεις δεν ανταποκρίνεται στην έννοια της σεξουαλικής παρενόχλησης, ούτε προσφέρεται για τη διατύπωση ενός ποινικού ορισµού της εν λόγω πράξης. Και τούτο για τούς παρακάτω λόγους: α) η εξύβριση δεν µπορεί να συµπεριλάβει τη σεξουαλική παρενόχληση στο βαθµό που την περιορίζει σε προσβολή της τιµής του άλλου µε έργο ή µε λόγο. Σύµφωνα µε τον Ι. Μανωλεδάκη, η προσβολή αυτή «µεταβάλλει στο χειρότερο, µειώνει την κοινωνική παράσταση συγκεκριµένου ανθρώπου». 146 Εντούτοις, η σεξουαλική παρενόχληση δεν έχει ως αντικείµενο της προσβολής την κοινωνική παράσταση του θύµατος (µπορεί να µην γίνει ποτέ γνωστή), αλλά την αξιοπρέπειά του ως ανθρώπου και την ελευθερία επιλογής του στο πεδίο της σεξουαλικότητας του. Εποµένως το άρθρο 361 146 Μανωλεδάκης Ι., Ερµηνεία κατ άρθρο του ειδικού µέρους του Ποινικού Κώδικα, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1996, 126.

90 Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΚ δεν καλύπτει επαρκώς την «επιφάνεια» της σεξουαλικής παρενόχλησης, ενώ αντίθετα µάλλον υποβιβάζει τη σοβαρότητα και την κοινωνική και ποινική απαξία της πράξης. β) η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας αναφέρεται και αυτή στο έννοµο αγαθό της τιµής, 147 προστατεύει την αξιοπρέπεια στο πεδίο της γενετήσιας ζωής, αλλά προϋποθέτει βάναυση προσβολή της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, δηλαδή µία «ιδιαίτερα αγενή, σκαιά µε τραχύτητα» 148 συµπεριφορά. Μία τέτοια συµπεριφορά δεν µπορεί να ανταποκρίνεται πάντα σε σεξουαλική παρενόχληση, στο βαθµό, επίσης, που το άρθρο 337 ΠΚ αναφέρεται σε πράξεις ή χειρονοµίες που ενέχουν σωµατική επαφή δράστη και θύµατος. Η σεξουαλική παρενόχληση δεν εκδηλώνεται απαραίτητα µε σωµατική επαφή (αγγίγµατα). Η επαναλαµβανόµενη πίεση, ο εκβιασµός, οι φορτικές προκλήσεις, ή οι απειλές για δυσµενέστερη εργασιακή µεταχείριση σε περίπτωση άρνησης εκ µέρους του θύµατος αρκούν για να στοιχειοθετηθεί η σεξουαλική παρενόχληση. Εποµένως ούτε αυτή η διάταξη καλύπτει επακριβώς την υπό εξέταση έννοια. γ) Η ασέλγεια µε κατάχρηση εξουσίας συνιστά ένα ξεχωριστό ποινικό µέγεθος, που δε σχετίζεται απαραίτητα µε τη σεξουαλική παρενόχληση, καθώς προϋποθέτει διενέργεια από το δράστη δηµόσιο υπάλληλο ασελγούς πράξης (343 ΠΚ). Κατά τον Ι. Μανωλεδάκη ασελγής πράξη είναι «οποιαδήποτε πέρα από τη συνουσία συναφής µ αυτήν ερωτική πράξη, στην οποία συµµετέχει το γεννητικό όργανο του ενός και άλλο όργανο του σώµατος του άλλου». 149 Η τυποποίηση αυτή υπερβαίνει σαφώς τα όρια της σεξουαλικής παρενόχλησης και δεν ανταποκρίνεται στην πλειονότητα των περιστατικών που µπορούν να τη στοιχειοθετήσουν. Εποµένως οι εξετασθείσες ποινικές διατάξεις δεν αποδεικνύονται ικανές να καλύψουν πλήρως την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση της πράξης της σεξουαλικής παρενόχλησης. Και αυτό είτε γιατί αναφέρονται γενικά σε φραστική προσβολή, είτε γιατί απαιτούν σωµατική επαφή ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, 150 είτε γιατί δεν συνδέουν αυτοτελώς τη σεξουαλική παρενόχληση µε την προσβολή της γενετήσιας ή σεξουαλι- 147 Μανωλεδάκης Ι., Το έννοµο αγαθό, Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1998, 201. 148 Μανωλεδάκης Ι., Ερµηνεία κατ άρθρο του ειδικού µέρους του Ποινικού Κώδικα, ό.π. 102. 149 idem, 114-115. 150 Κάκκαλης Π., Κουράκης Ν., Μαγγανάς Α., Φαρσεδάκης Ι., Ποινικός Κώδικας, 1995, Τοµ. ΙΙ, Αθήνα, Νοµική Βιβλιοθήκη.

ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ 91 κής ελευθερίας και αξιοπρέπειας και επιπλέον δεν έχουν ως πεδίο αναφοράς τον εργασιακό χώρο. Οι παραπάνω παρατηρήσεις καταδεικνύουν την κατά προσέγγιση και ανεπαρκή διαχείριση του προβλήµατος από το ισχύον ποινικό δίκαιο και τους κινδύνους που υπάρχουν για την ασφάλεια των δικαιωµάτων από την ασάφεια ή την έλλειψη ποινικού ορισµού σχετικά µε το ζήτηµα της σεξουαλικής παρενόχλησης. Αν πράγµατι είναι άγνωστη η εν λόγω έννοια για το ελληνικό ποινικό δίκαιο τότε δεν θα πρέπει να τιµωρείται αυτή η συµπεριφορά. Αντίθετα, αν τιµωρείται, τούτο δεν θα πρέπει να γίνεται υπό την κάλυψη άλλης νοµοθετικής ρύθµισης, στο βαθµό που έτσι παραβιάζεται η συνταγµατικά κατοχυρωµένη αρχή της nullum crimen nulla poena sine lege. 151 Στο πλαίσιο αυτό κρίνουµε αναγκαία τη διατύπωση πρότασης ποινικοποίησης της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία, στο βαθµό που θεωρούµε ότι η ποινική αναγνώριση του προβλήµατος θα κατοχύρωνε αποτελεσµατικότερα τα δικαιώµατα των θυµάτων και θα αποσαφήνιζε την ύπαρξη του όρου στο ελληνικό ποινικό δίκαιο. Γ. Πρόταση ποινικοποίησης της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία Προτείνεται η εισαγωγή στο δέκατο ένατο Κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα, περί εγκληµάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας νέου άρθρου 337Α µε την ακόλουθη διατύπωση: «Όποιος, µε ανεπιθύµητες χειρονοµίες ή προτάσεις ερωτικού χαρακτήρα, εκµεταλλευόµενος µία σχέση εργασίας ή παροχής υπηρεσιών, ασκεί σε άλλον, κατά τρόπο επαναλαµβανόµενο, πιέσεις, διατυπώνει απειλές σχετικά µε το εργασιακό καθεστώς αυτού ή σχετικά µε την ικανοποίηση νόµιµου δικαιώµατός του ή διαµορφώνει µε πρόθεση σε βάρος του άλλου δυσµενείς εργασιακές συνθήκες λόγω φύλου, µε σκοπό ή αποτέλεσµα να εξαναγκάσει τον άλλο σε πράξη ή ανοχή πράξης ερωτικού χαρακτήρα τι- µωρείται µε φυλάκιση µέχρι ενός έτους ή µε χρηµατική ποινή». Τα βασικά στοιχεία του ορισµού της σεξουαλικής παρενόχλησης, όπως διαµορφώνονται στην παραπάνω πρόταση είναι: α) Η σεξουαλική παρενόχληση είναι µια ανεπιθύµητη για τον παρενοχλούµενο συµπεριφορά. 151 Βλ. Παρασκευόπουλο Ν., Οι έννοιες των ηθών και της ασέλγειας στα εγλκήµατα κατά των ηθών, Θεσσαλονίκη, 1979, 155 επ.

92 Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ β) Η εν λόγω ανεπιθύµητη συµπεριφορά συνίσταται σε χειρονοµίες ή προτάσεις ερωτικού χαρακτήρα από την πλευρά του δράστη. γ) Εκδηλώνεται µε την άσκηση πιέσεων, τη διατύπωση απειλών και τη διαµόρφωση, µε πρόθεση, δυσµενών εργασιακών συνθηκών λόγω του φύλου του θύµατος. δ) Τελείται από δράστη ο οποίος εκµεταλλεύεται µια σχέση εργασίας ή παροχής υπηρεσιών που τον συνδέει µε το θύµα. ε) Ο δράστης µέσω των πιέσεων και των απειλών έχει ως σκοπό να εξαναγκάσει το θύµα σε πράξη ή ανοχή πράξης ερωτικού περιεχοµένου Προστατευόµενο έννοµο αγαθό της παραµένει η γενετήσια ελευθερία, κύριο αντικείµενο προστασίας του 9ου κεφαλαίου του ΠΚ. 152 Ουσιαστικά, η γενετήσια ελευθερία εµπεριέχει τη σεξουαλική αξιοπρέπεια του ανθρώπου και την ελευθερία της επιλογής του στο πεδίο των ερωτικών σχέσεων. Η σεξουαλική παρενόχληση δεν παραβιάζει στο πλαίσιο της σηµερινής κοινωνίας µόνο κάποιους κυρίαρχους κανόνες ηθικής ή την ιδέα που έχει ο µέσος άνθρωπος για την καθαρότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία ως ανεπιθύµητη καταπιεστική και εκβιαστική συµπεριφορά συνιστά µία διάκριση λόγω φύλου, προσβάλλει την αξιοπρέπεια του άνθρωπου και υποβιβάζει τον εργαζόµενο σε σεξουαλικό αντικεί- µενο, ακριβώς επειδή, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το θύµα εξαρτάται από τον δράστη. Η ανεπιθύµητη αυτή συµπεριφορά βρίσκει έδαφος να αναπτυχθεί λόγω της εκµετάλλευσης εκ µέρους του δράστη της θέσης που κατέχει ή της εξάρτησης που υπάρχει µεταξύ δράστη και θύµατος, στο πλαίσιο της εργασίας ή σε αυτό της παροχής υπηρεσιών Η εκµετάλλευση έχει την έννιοα της κατάχρησης από το δράστη των υφιστάµενων σχέσεων εξάρτησης µε το θύµα, στο πλαίσιο της εργασίας ή της παροχής υπηρεσιών, προκειµένου να επιτύχει τον σκοπό του, δηλαδή τον εξαναγκασµό του θύµατος σε πράξη ή σε ανοχή πράξης ερωτικού χαρακτήρα. Στο σηµείο αυτό πρέπει να σηµειώσουµε ότι δεν επιλέγουµε την αυστηρή ιεραρχική σχέση δράστη-θύµατος (προϊστάµενος-υφιστάµενος), γιατί αυτό θα περιόριζε αναιτιολόγητα το πεδίο εφαρµογής της εν λόγω διάταξης. Η κοινωνική διάσταση του φαινοµένου σήµερα καθιστά κατανοητό ότι αρκεί ο δράστης να εκµεταλλευτεί τη θέση που κατέχει ή τα καθήκοντα του που του 152 Μανωλεδάκης Ι., Το έννοµο αγαθό, ό.π., 202.

ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ 93 έχουν ανατεθεί για να εκβιάσει το θύµα διαµορφώνοντας σε βάρος του δυσµενείς συνθήκες εργασίας, µε σκοπό να κάµψει την αντίστασή του και να το εξαναγκάσει σε πράξη ή σε ανοχή πράξης ερωτικού χαρακτήρα. Από την πλευρά του θύµατος, η οποιαδήποτε µορφή εργασιακής σχέσης, αλλά και συνεργασίας αρκεί για να δηµιουργήσει κάποια µορφή λειτουργικής εξάρτησης που να καθιστά τον παρενοχλούµενο ιδιαίτερα εκτεθειµένο σε τέτοιου είδους προσβολή. Η εξάρτηση µπορεί υπάρξει όχι µόνο στις σχέσεις εργοδότη- εργαζοµένου, αλλά επίσης µεταξύ δηµοσίου οργάνου και πολίτη ο οποίος επιδιώκει την θεµιτή ικανοποίηση κάποιου δικαιώµατος, ιατρού και νοσηλευτικού προσωπικού, εκπαιδευτού και εκπαιδευόµενου κ.λπ. Και τούτο γιατί η σχέση εξάρτησης εντάσσεται στο πλαίσιο οποιασδήποτε δηµόσιας, δηµοτικής, κοινοτικής ή ιδιωτικής υπηρεσίας ή άλλης απασχόλησης. Η σεξουαλική παρενόχληση διαπράττεται µε την άσκηση κατά τρόπο επαναλαµβανόµενο φορτικών πιέσεων, τη διατύπωση απειλών ή τη δια- µόρφωση µε πρόθεση σε βάρος του θύµατος δυσµενών εργασιακών συνθηκών λόγω φύλου. Οι ανεπιθύµητες χειρονοµίες ή προτάσεις, καθώς και οι πιέσεις µπορούν να λάβουν τη µορφή φορτικών προ(σ)κλήσεων για σύναψη ερωτικής σχέσης ή για τέλεση σεξουαλικής πράξης, αγγιγµάτων, ψυχολογικών πιέσεων, οχλήσεων, αποστολής ερωτικών επιστολών ή µηνυµάτων, παρακολούθησης ή τηλεφωνικών οχλήσεων. Πρέπει δε οι πιέσεις να είναι φορτικές για να καταδειχθεί ο σοβαρός χαρακτήρας της προσβολής που υφίσταται το θύµα (δεν γίνονται για αστεϊσµό) και επαναλαµβανόµενες για να στοιχειοθετηθεί, µετά την πρώτη απόκρουσή τους, η εµµονή του δράστη στην παρενόχληση. Η διατύπωση απειλών έχει σχέση µε την αναγγελία ενδεχόµενου κινδύνου (π.χ. απόλυση) ή επικείµενου κακού σε περίπτωση άρνησης του θύµατος. Η διαµόρφωση, µε πρόθεση σε βάρος του θύµατος δυσµενών εργασιακών συνθηκών, λόγω φύλου συνιστά αφενός το εκβιαστικό-ανταλλακτικό στοιχείο της σεξουαλικής παρενόχλησης, που αποσκοπεί στην κάµψη της αντίστασης του θύµατος και αφετέρου τη διάκριση που υφίσταται το θύµα λόγω φύλου. Στοιχειοθετεί ένα µέσο εξαναγκασµού του θύµατος σε πράξη ή σε ανοχή πράξης ερωτικού χαρακτήρα, στο βαθµό που η ανταλλακτική σχέση εµπεριέχει την υπόσχεση βελτίωσης των συνθηκών εργασίας ή παροχής υπηρεσιών, αν το θύµα υποκύψει στις πιέσεις και αντίθετα δυσµενούς µεταχείρισης (π.χ. µετάθεση σε άλλη υπηρεσία, αλλαγή ωραρίων εργασίας,

94 Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ άρνηση προαγωγής, υποβιβασµό, αλλά και εχθρική ή ταπεινωτική συµπεριφορά, απόρριψη σε εξετάσεις κλπ) σε περίπτωση που εµµένει στην άρνηση παροχής σεξουαλικής χάρης. Η διάκριση λόγω φύλου έχει την έννοια της παραβίασης της αρχής της ίσης µεταχείρισης, στο βαθµό που το θύµα δεν θα είχε υποστεί την ανεπιθύ- µητη συµπεριφορά εκ µέρους του δράστη, αν ήταν διαφορετικού φύλου ή αν δεν ενδιέφερε ερωτικά το δράστη λόγω του φύλου του. Η διαµόρφωση σε βάρος του θύµατος δυσµενών εργασιακών συνθηκών πρέπει να γίνεται µε πρόθεση εκ µέρους του δράστη και να µην οφείλεται σε σφάλµα ή αδυναµία του θύµατος να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, ή να αντικρούσει διαφορετικά τις ανεπιθύµητες χειρονοµίες ή προτάσεις του δράστη. Τέλος ο επιδιωκόµενος εξαναγκασµός του θύµατος σε πράξη ή σε ανοχή πράξης ερωτικού χαρακτήρα µπορεί να είναι ο κύριος σκοπός του δράστη ή απλά το αποτέλεσµα των ανεπιθύµητων χειρονοµιών ή προτάσεών του. Τούτο σηµαίνει ότι η σεξουαλική παρενόχληση, είτε ως σκοπός, είτε ως αποτέλεσµα της συµπεριφοράς κατατείνει στον εξαναγκασµό του θύµατος σε τέλεση ή ανοχή τέλεσης σεξουαλικής πράξης, σύναψης ερωτικής σχέσης, αλλά ακόµα και ανοχής αγγιγµάτων, προσβλητικών σχολίων ερωτικού χαρακτήρα ή άλλων προκλήσεων. Υπό τη διατύπωση αυτή θεωρούµε ότι η σεξουαλική παρενόχληση οριοθετείται µε σαφήνεια σε σχέση µε άλλα εγκλήµατα και αποκτά συγκεκριµένο ποινικό µέγεθος συµβάλλοντας στην εµπέδωση της ασφάλειας των δικαιωµάτων στους χώρους της εργασίας ή της παροχής υπηρεσιών. Σίγουρα η ποινικοποίηση της εν λόγω συµπεριφοράς δεν θα λύσει δια µαγείας ένα υπαρκτό πρόβληµα που η ίδια η κοινωνία στην πλειονότητά της αντιµετωπίζει συχνά µε µία ένοχη σιωπή, αν όχι µε µία ιδιότυπη ανοχή. Η ποινικοποίηση όµως θα θέσει τα όρια της απαγόρευσης και αυτά της προστασίας των δικαιωµάτων σε εργασιακές σχέσεις απαλλαγµένες από συµπεριφορές που προσβάλλουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Θεωρούµε ότι, ακόµη και αν η ποινικοποίηση των συµπεριφορών δεν αποτελεί πανάκεια για την αντιµετώπιση οποιασδήποτε συµπεριφοράς, η απελευθέρωση και η αναγνώριση του διεκδικητικού και καταγγελτικού λόγου των θυµάτων για την προστασία της αξιοπρέπειας στην εργασία και της ελευθερίας της επιλογής στο πεδίο της σεξουαλικότητας, αντισταθµίζει επαρκώς την απώλεια µέρους της ατοµικής ελευθερίας που συνεπάγεται η ποινικοποίηση µιας συµπεριφοράς. Άλλωστε, η ελευθερία στην προσβολή συνιστά η ίδια προσβολή στις κατακτήσεις του σύγχρονου νοµικού πολιτισµού µας.

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ 95 IV. Πολιτικές πρόληψης της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία Οι πολιτικές πρόληψης και αντιµετώπισης της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας έχουν άµεση σχέση µε το ερµηνευτικό πλαίσιο του ζητήµατος, τους αιτιολογικούς παράγοντες, τη φαινοµενολογία του και εντάσσονται σε συγκεκριµένο κοινωνικοπολιτισµικό πλαίσιο αναφοράς. Ωστόσο, η βασική διάκριση των πολιτικών πρόληψης σε πρωτογενές, δευτερογενές και τριτογενές επίπεδο εκτιµούµε ότι πρέπει να ακολουθηθεί και να ενταχθεί στο ευρύτερο ερµηνευτικό πλαίσιο της (αν)ισότητας των φύλων. Η έννοια του «κοινωνικού φύλου» τόσο ως κοινωνικού θεσµού (που εµπεριέχει δοµή, εννοιοδοτήσεις, σηµασίες, πρακτικές, ταυτότητες, συµπεριφορές, διαφορετικούς «λόγους») όσο και ως κοινωνικής κατασκευής (social construction) αποτελεί το βασικό ερµηνευτικό εργαλείο για τη σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο της εργασίας. Συνεπώς, οι όποιες πολιτικές πρόληψης και αντιµετώπισης προκειµένου να είναι αποτελεσµατικές στο χωροχρόνο, θα πρέπει να εστιάζονται στην άµβυνση των ανισοτήτων και την καθιέρωση της ισότητας των φύλων σε όλους τους τοµείς. Η ιστορία της θεσµικής αναγνώρισης του φαινοµένου διαφοροποιείται µεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. 153 Στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 70, η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο της εργασίας αναγνωρίσθηκε ως παραβίαση των πολιτικών δικαιωµάτων και ως διάκριση φύλου στην Πράξη των Πολιτικών Δικαιωµάτων του 1964 (Tittle VII of the Civil Rights Act of 1964), ενώ στην Ευρώπη η συµπεριφορά αυτή ποινικοποιήθηκε, ανδεικνύοντας όλες τις διαστάσεις και τις συνέπειες της εγκληµατικής ενέργειας, τόσο ως προς τους δράστες όσο και τα θύµατα. Στην Ευρώπη, η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο της εργασίας αποτελεί µια µορφή προσβολής της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και παραβίασης της ισότητας. Οι διαφοροποιήσεις µεταξύ των δύο ηπείρων σε ότι αφορά τις διαδικασίες αναγνώρισης, θεσµοθέτησης και αντιµετώπισης του φαινοµένου αποτελούν καθεαυτές το αντικείµενο µιάς ξεχωριστής συγκριτικής µελέτης. Ωστόσο, στο επίπεδο της πρόληψης και της αντιµετώπισης παρατηρούµε κοινές παραµέτρους και πρακτικές. 153 Για εκτεταµένη ανάλυση των διαφοροποιήσεων µεταξύ ΗΠΑ και Γαλλίας, βλ. Saguy G., Abigail J.,. What is sexual Harassment? From Capitol Hill to the Sorbonne. University of California Press., 2003.

96 Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ Οι πρόσφατες προσεγγίσεις σχετικά µε το σχεδιασµό και την υλοποίηση στρατηγικών πρόληψης και αντιµετώπισης εστιάζονται στο πεδίο των επιχειρήσεων και των σχέσεων µεταξύ υπαλλήλων και εργοδοτών. Πρόκειται για εταιρικές πολιτικές πρόληψης που αναφέρονται σε πρακτικές όψεις της καθηµερινότητας της εργασίας. Το κέντρο βάρους για την πρόληψη τόσο στις ΗΠΑ όσο και την Ευρώπη µετατοπίζεται και από ευθύνη της πολιτείας ή του κράτους γίνεται ευθύνη των επιχειρήσεων και των εργοδοτών. Στο επίπεδο της πολιτείας η θεσµοθέτηση της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο της εργασίας εκλαµβάνεται ως εκπληρωθείσα υποχρέωση, µέσα από τη νοµική ρύθµιση του ζητήµατος, είτε αστική είτε ποινική. Στο εργασιακό επίπεδο, οι επιχειρήσεις είναι υπεύθυνες για την εφαρµογή πρακτικών και στρατηγικών πρόληψης του φαινοµένου. Οι δείκτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τη σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας, οι οποίοι διαµορφώθηκαν από την δανική προεδρία το 2004, είναι ενδεικτικοί. Στην απόφαση του Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, 154 (όπου γίνεται µνεία στο θεσµικό ευρωπαϊκό πλαίσιο που οριοθετεί την παρακολούθηση της εφαρµογής της Πλατφόρµας Δράσης του Πεκίνου, την εξαγωγή δεικτών αξιολόγησης για άλλα θέµατα που αφορούν την ισότητα των φύλων που έχει προηγηθεί, τις βασικές αρχές του gender mainstreaming, τις ευρωπαϊκές πολιτικές για την απασχόληση) περιγράφονται οι τρεις δείκτες για την σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο της εργασίας και προτρέπονται τα κράτη µέλη να λάβουν µέτρα για την πρόληψη και την αντιµετώπιση του φαινοµένου. Οι τρείς δείκτες της δανικής προεδρίας, οι οποίοι προέκυψαν από την εµπειρική διερεύνηση του φαινοµένου στα κράτη µέλη στο πλαίσιο της προηγούµενης προεδρίας από την Ιρλανδία, είναι ποσοτικοί και ποιοτικοί, εµπεριέχουν τη διάσταση του φύλου και αφορούν τον προσδιορισµό: α) του αριθµού των εργαζοµένων που καταγγέλλουν περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο της εργασίας, ως ποσοστό του συνολικού αριθµού του εργατικού δυναµικού, β) του αριθµού των ιδιωτικών και δηµοσίων επιχειρήσεων που έχουν θεσµοθετήσει πολιτικές πρόληψης της παρενόχλησης στο χώρο εργασίας, και γ) του αριθµού των ιδιωτικών και δηµοσίων επιχειρήσεων που έχουν θεσµοθετήσει διαδικασίες επιβολής κυρώσεων για τους δράστες στο εργασιακό τους περιβάλλον. Προς αυτή λοιπόν την κατεύθυνση, η ευθύνη της πρόληψης της σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο βαραίνει πρωταρχικά τους εργοδότες, προκύπτει δε από ρητές συνταγµατικές διατάξεις προστατευτικές του δικαιώµατος της ελευθερίας και της απαλλαγµένης από κάθε µορφή 154 Συµβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, 25 Νοεµβρίου 2004 (έγγραφο 15204/04).

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ 97 βίας, αξιοπρεπούς διαβίωσης. Στις Η.Π.Α., τη Νότια Αφρική, την Ινδία και στην πλειονότητα των Κρατών-µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι εργοδότες υποχρεώνονται ή ενθαρρύνονται από το νοµοθετικό πλαίσιο να λάβουν µέτρα πρόληψης και αντιµετώπισης της σεξουαλικής παρενόχλησης στο εργασιακό περιβάλλον. 155 Τα µέτρα αυτά περιλαµβάνουν: την ανάπτυξη και δηµοσιοποίηση µιας εταιρικής πολιτικής για τη σεξουαλική παρενόχληση, την υποστήριξη ενός αποτελεσµατικού µηχανισµού αναφοράς, διερεύνησης και καταγραφής περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης, την εποπτεία, την εκπαίδευση και παρακολούθηση των διευθυντών, προϊστάµενων και υψηλόβαθµων στελεχών κυρίως, αλλά και των εργαζο- µένων γενικότερα. Στον Ευρωπαϊκό Κώδικα εφαρµογής µέτρων καταπολέµησης της σεξουαλικής παρενόχλησης που υιοθετήθηκε το 1992, αναγνωρίζεται ότι «η διαδικασία διαχείρισης των καταγγελιών περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης πρέπει να θεωρείται ως µια µόνο συνιστώσα µιας διευριµένης στρατηγικής για τη διαχείριση του προβλήµατος. Ο πρωταρχικός στόχος πρέπει να είναι η πρόληψη µέσα από την επιδίωξη της αλλαγής συµπεριφορών και στάσεων απέναντι στη σεξουαλική παρενόχληση». 156 Στις Η.Π.Α. η νοµοθεσία δίνει τη δυνατότητα στους εργοδότες να αναπτύξουν µια θετική αµυντική πολιτική απέναντι σε συγκεκριµένες απαιτήσεις που συνδέονται µε τη σεξουαλική παρενόχληση, ως µέρος µιας ευρύτερης στρατηγικής πρόληψης και αντιµετώπισης του φαινοµένου. 157 Συγκεκριµένα, ένας εργοδότης µπορεί να αναπτύξει µια αµυντική πολιτική απέναντι σε έναν ισχυρισµό παρενόχλησης από έναν προϊστάµενο που καλλιεργεί ένα αντιδεοντολογικό, εχθρικό περιβάλλον εργασίας, αποδεικνύοντας έτσι ότι: α) ο εργοδότης αναλαµβάνει υπεύθυνα τη φροντίδα της πρόληψης και ορθολογικής επανόρθωσης κάθε βλάβης που προκαλείται από παρενοχλητικές συµπεριφορές, β) ο εργαζόµενος, αδικαιολόγητα απέτυχε να εποφελη- 155 Στο παράρτηµα παρατίθεται ένα εκπαιδευτικό εργαλείο για τις επιχειρήσεις προκειµένου να ευαισθητοποιηθούν και να αναπτύξουν µηχανισµούς πρόληψης και αντιµετώπισης της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο της εργασίας. 156 Ευρωπαϊκός Κώδικας «Πρακτικές και µέτρα καταπολέµισης της σεξουαλικής παρενόχλησης» που περιλαµβάνεται στη Σύσταση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (27.11.1991) για την προστασία της αξιοπρέπειας ανδρών και γυναικών στο εργασιακό περιβάλλον, Official Journal L 049, 1-8 (24/2/1992). 157 29 Code of Federal Regulations Ch. XIV(7-1-00 Edition), Section 1604.11.

98 Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ θεί από την προληπτική ή επανορθωτική πολιτική που εφαρµόζει η εργοδοσία για να αποφύγει οποιαδήποτε βλάβη. Η ανάπτυξη και εφαρµογή µιας εταιρικής πολιτικής για την σεξουαλική παρενόχληση, περιλαµβάνει µηχανισµούς έρευνας, εκπαίδευσης και καταγγελίας σχετικών περιστατικών, ενώ ταυτόχρονα, αποτελεί απόδειξη ότι η εργοδοσία ανταποκρίθηκε στην υποχρέωσή της για προληπτική µέριµνα. Σύµφωνα µε τον Καναδικό Εργατικό Κώδικα, 158 οι εργοδότες είναι υποχρεωµένοι να αναπτύξουν και να εφαρµόσουν µια εταιρική πολιτική κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης, η οποία θα πρέπει να περιλαµβάνει τα ακόλουθα: τον ορισµό της σεξουαλικής παρενόχλησης, σύµφωνα µε τον εργατικό κώδικα την αποδοχή της αρχής ότι κάθε εργαζόµενος/ -η έχει το δικαίωµα σε µια απαλλαγµένη από παρενοχλητικές συµπεριφορές εργασία την αποδοχή της αρχής ότι κάθε εργοδότης οφείλει να λαµβάνει όλα τα πειθαρχικά µέτρα που κρίνει απαραίτητα απέναντι σε κάθε πρόσωπο που είναι υπό την εργοδοτική του ευθύνη και παρενοχλεί σεξουαλικά οποιονδήποτε εργαζόµενο/ -η µια έκθεση στην οποία θα περιγράφεται η διαδικασία που ακολουθείται σε περίπτωση καταγγελίας περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης, που θα πρέπει να κοινοποιείται στην εργοδοσία την αποδοχή της αρχής ότι η εργοδοσία δεν θα αποκαλύπτει σε κανέναν το όνοµα του προσώπου που αναφέρει µια παρενοχλητική συµπεριφορά, ή τις συνθήκες που συνδέονται µε την καταγγελία, µε εξαίρεση τις περιπτώσεις που κάτι τέτοιο κρίνεται αναγκαίο προκειµένου να διερευνηθεί η υπόθεση ή να εφαρµοστούν πειθαρχικά µέτρα την ενηµέρωση των εργαζοµένων για τις διατάξεις της Καναδικής Νοµοθεσίας υπέρ της διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωµάτων που αφορούν στη σεξουαλική παρενόχληση και των δικαιωµάτων που έχουν οι εργαζόµενοι ώστε να ζητήσουν επανόρθωση / αποζηµίωση βάσει νοµοθεσίας. Συµπερασµατικά, οι προτάσεις που αφορούν στην πρόληψη και αντιµετώπιση του φαινοµένου της σεξουαλικής παρενόχλησης στο εργασιακό περιβάλλον επικεντρώνονται στους εξής άξονες: 158 Division XV.1, Canadian Labour Code.

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ 99 καθιέρωση µιας εταιρικής πολιτικής κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης ορισµός της παρενόχλησης και καθιέρωση επανορθωτικής πολιτικής διαδικασίες πρόληψης/ εκπαίδευσης ανθρώπινου δυναµικού σύστηµα διερεύνησης / εξέτασης υποθέσεων σεξουαλικής παρενόχλησης σύστηµα αναφορών περιστατικών παρενοχλητικής συµπεριφοράς διορισµός επιτροπής εξέτασης των αναφορών µηχανισµοί άτυπης αναφοράς / παροχής πληροφόρησης και συµβουλών πειθαρχικές διαδικασίες επανορθωτικά, της βλάβης που προκάλεσε η παρενόχληση, µέτρα. Σε κάθε περίπτωση, η αντίδραση απέναντι στα φαινόµενα σεξουαλικής παρενόχλησης, οφείλει, προκειµένου να είναι αποτελεσµατική, να είναι πολύπλευρη και να περιλαµβάνει πλήθος παρεµβατικών στρατηγικών, ικανών να απαντήσουν σε κάθε µορφή βίας. Υπό αυτή την έννοια, η διαµόρφωσης µιας προλητικής πολιτικής θα πρέπει να: διερευνά τα αίτια εκδήλωσης βίαιης συµπεριφοράς και όχι µόνο τις συνέπειες αυτής της συµπεριφοράς είναι στοχευµένη, διότι δεν µπορεί να αντιµετωπιστεί µε τον ίδιο τρόπο κάθε µορφή βίας περιλαµβάνει πολλαπλούς τύπους αντίδρασης είναι άµεση και ενεργοποιεί τους µηχανισµούς της αντανακλαστικά είναι µακροχρόνια και περιλαµβάνει σύστηµα µεταπαρακολούθησης (follow up), καθώς οι ίδιες οι συνέπειες της βίας έχουν µακροχρόνιο χαρακτήρα.

100 Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ V. Η εµπειρική διερεύνηση του φαινοµένου: 1η πανελλήνια επιδηµιολογική έρευνα Α. Η ταυτότητα της έρευνας 1. Αντικείµενο και στόχοι της έρευνας Αντικείµενο της έρευνας που διεξήχθη το Δεκέµβριο του 2003, υπό την επιστηµονική διεύθυνση των συγραφέων, ήταν η καταγραφή της συχνότητας εµφάνισης του φαινοµένου της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας µε θύµατα τις γυναίκες. Η µελέτη εστιάζεται στην περιγραφή του φαινοµένου, στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, καθώς και στη σχέση µεταξύ δράστη και θύµατος παρενόχλησης. Στόχος της έρευνας είναι η πρώτη περιγραφή του φαινοµένου της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία, σε εθνικό επίπεδο. Αποτελεί µια πρωτότυπη έρευνα, καθώς στην Ελλάδα δεν έχει πραγµατοποιηθεί αντίστοιχη επιδηµιολογική έρευνα. Επιµέρους στόχοι της έρευνας είναι η µελέτη αφενός του είδους της παρενόχλησης που υφίστανται οι γυναίκες, αφετέρου των δεικτών-παραγόντων που ενοχοποιούνται για την εµφάνιση του φαινοµένου. Η έρευνα στοχεύει, επίσης, στην εξέταση της στάσης και της αντίδρασης των γυναικών απέναντι στη σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία. Τέλος, προσβλέπει στην εισήγηση προτάσεων για την ανάπτυξη της πρόληψης και την αντιµετώπιση του φαινοµένου στο πλαίσιο σχεδιασµού και εφαρµογής ενεργητικών πολιτικών για την προώθηση της ισότητας των δύο φύλων. Για τη διαµόρφωση των ερευνητικών υποθέσεων ελήφθησαν υπόψη οι θεωρητικές και ερµηνευτικές προσεγγίσεις σχετικά µε την σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο της εργασίας, όπως προκύπτουν από τη διεθνή βιβλιογραφία. Σε αυτό το πλαίσιο διατυπώθηκαν υποθέσεις στηριζόµενες σε µια συνολική εκτίµηση των παραγόντων-δεικτών, οι οποίοι ενοχοποιούνται για την εµφάνιση του φαινοµένου. 2. Μεθοδολογία και στάδια της έρευνας Η εν λόγω έρευνα εντάσσεται στις περιγραφικές επιδηµιολογικές έρευνες (descriptive, cross-sectional ή prevalence studies). Σε αυτού του είδους τις έρευνες, επιδιώκεται η διερεύνηση του επιπολασµού ενός φαινοµένου στο γενικό πληθυσµό της χώρας και τα αποτελέσµατα τους έχουν στατικό χαρα-

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ 101 κτήρα. 159 Οι συγκεκριµένες έρευνες, µε βάση τη συχνότητα εµφάνισης του φαινοµένου, µπορούν να συµβάλουν: α) σε µια πρώτη απεικόνιση του φαινοµένου, β) στη διερεύνηση ορισµένων παραγόντων που συνδέονται µε την ύπαρξή του, γ) στην αξιοποίηση των αποτελεσµάτων σε συνδυασµό µε µεθόδους ποιοτικής προσέγγισης, δ) στη στάθµιση των αναγκών του πληθυσµού και ε) στην έµµεση εκτίµηση των παρεχόµενων υπηρεσιών. 3. Το δείγµα της έρευνας Τον πληθυσµό της έρευνας αποτέλεσαν ενήλικες, εργαζόµενες γυναίκες, ηλικίας 18 ετών και άνω, σε πανελλήνιο επίπεδο. Το µέγεθος του δείγµατος ήταν 1200 γυναίκες. Το δείγµα ήταν αντιπροσωπευτικό του πληθυσµού σε πανελλήνια κλίµακα. Η αντιπροσωπευτικότητα εξασφαλίστηκε µε την ικανοποιητική διασπορά του δείγµατος στους νοµούς της χώρας και την κατάλληλη κάλυψη της κοινωνικής σύνθεσης των επιλεγοµένων περιοχών (µεγάλα και µικρά αστικά κέντρα). Συγκεκριµένα, στο δείγµα περιελήφθησαν περιοχές του Λεκανοπεδίου Αττικής, του Πολεοδοµικού Συγκροτήµατος Θεσσαλονίκης και µεγάλα και µικρά αστικά κέντρα. Από τις νησιωτικές περιοχές της χώρας επιλέχθηκε η Κρήτη. 160 Η επιλογή του δείγµατος έγινε µε τη µέθοδο της πολυσταδιακής τυχαίας δειγµατοληψίας. 161 159 Βλ. σχετικά, Τριχόπουλος Δ., Επιδηµιολογία. Αρχές, µέθοδοι, εφαρµογές. Αθήνα, Επιστη- µονικές Εκδόσεις Γρ. Παρισιάνος, 1982, 44. 160 Το στατιστικό σφάλµα του δείγµατος ήταν ±2,8 για ερωτήσεις διχοτοµικές σε διάστηµα εµπιστοσύνης 95%. Με αυτό το δεδοµένο η πιθανότητα απόκλισης είναι µικρή, καθώς το συγκεκριµένο διάστηµα θεωρείται ως το πιο ασφαλές για την εξασφάλιση εµπιστοσύνης στο αποτέλεσµα και ένταξης των τιµών στην καµπύλη χωρίς ανωµαλίες. 161 Για τη διαδικασία σχεδιασµού της πολυσταδιακής τυχαίας δειγµατοληψίας, βλ. αναλυτικά, Τζωρτζόπουλος Π., Οργάνωση και διεξαγωγή δειγµατοληπτικών ερευνών. Αθήνα, Οικονοµικό Πανεπιστήµιο, 1991, 182-184. Στη συγκεκριµένη έρευνα ο πληθυσµός που µελετήθηκε χωρίστηκε σε δύο στρώµατα µε βάση τις προς διερεύνηση περιοχές (αστικές, ηµι-αστικές). Από κάθε στρώµα επιλέχθηκαν ορισµένες περιοχές µε τυχαία διαδικασία και στη συνέχεια επιλέχθηκαν τα οικοδοµικά τετράγωνα κάθε περιοχής. Τα σηµεία που συ- µπεριλήφθηκαν κληρώθηκαν τυχαία από το σύνολο του αντίστοιχου τύπου σηµείων της χώρας, µε πιθανότητα ανάλογη της πυκνότητας του πληθυσµού και σύµφωνα µε τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ε.Σ.Υ.Ε. Για την επιλογή των σηµείων εκκίνησης οι Δήµοι αντιστοιχήθηκαν πλήρως σε τυχαίους αριθµούς και τα σηµεία εκκίνησης κατανεµήθηκαν ανάλογα µε τον πληθυσµό. Στον κάθε Δήµο κληρώθηκαν τυχαίοι αριθµοί, οι οποίοι καθόρισαν ακριβώς τη διασταύρωση που αντιστοιχούσε στο κάθε σηµείο εκκίνησης. Για την επιλογή των ερωτώµενων, ο/ η ερευνητής/ -τρια ξεκίνησε από το οικοδοµικό τετράγωνο που στον χάρτη του ήταν σηµειωµένο µε τον αριθµό (1) και ακολούθησε πορεία αντίστοιχη µε την πορεία των δεικτών του ρολογιού κάνοντας τον γύρο του τετραγώνου. Εφόσον έγινε η πρώτη συνέντευξη, άφηνε τέσσερα σπίτια και κτυπούσε την αµέσως επόµενη πόρτα. Συνέχισε µε τον ίδιο τρόπο µέχρι την ολοκλήρωση του πρώτου οικοδοµικού τετραγώνου. Στη συνέχεια περνούσε στο επόµενο.

102 Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ 4. Μέθοδος της έρευνας Για τη συλλογή των στοιχείων χρησιµοποιήθηκε η µέθοδος των δοµηµένων συνεντεύξεων µε συµπλήρωση ερωτηµατολογίου µέσης διάρκειας 30 λεπτών. Για τις συνεντεύξεις χρησιµοποιήθηκαν γυναίκες-συνεντεύκτριες µε εµπειρία στη διεξαγωγή κοινωνικών ερευνών στο πεδίο. Η συγκεκριµένη επιλογή έγινε για να διευκολυνθεί η δηµιουργία κλίµατος εµπιστοσύνης µεταξύ υποκειµένου και συνεντεύκτριας, η ενθάρρυνση των υποκειµένων, ώστε να αναφέρουν περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης 162 και για να αποφευχθούν µη ειλικρινείς απαντήσεις. Πριν από την έναρξη της διεξαγωγής της έρευνας στο πεδίο, πραγµατοποιήθηκε συνάντηση εκπαίδευσης των συνεντευκτριών που συµµετείχαν στη συλλογή των στοιχείων στην Αθήνα και στην περιφέρεια. Την ευθύνη για την εκπαίδευση είχαν η συντονίστρια του έργου και τα µέλη της ερευνητικής οµάδας. Σκοπός αυτής της συνάντησης ήταν η ενηµέρωση των συνεντευκτριών για τους στόχους της έρευνας, τη δοµή και το περιεχόµενο του ερωτηµατολογίου, καθώς και η ανταλλαγή απόψεων σχετικά µε τη στάση τους απέναντι στις ερωτώµενες και το χειρισµό πιθανών «δύσκολων» συ- µπεριφορών-περιπτώσεων κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων. Επίσης, πριν από την εφαρµογή του ερωτηµατολογίου στο πεδίο, πραγ- µατοποιήθηκε πιλοτική έρευνα, προκειµένου να διερευνηθούν και να εντοπιστούν πιθανές αδυναµίες ή ελλείψεις του ερευνητικού εργαλείου. Η πιλοτική έρευνα διεξήχθη κατά το διάστηµα δύο ηµερών στο πεδίο µε συνεντεύξεις από τις συνεντεύκτριες και από την ερευνητική οµάδα µε τη µέθοδο της προσοµοίωσης. Από αυτήν τη «δοκιµαστική» φάση, προέκυψαν χρήσιµες παρατηρήσεις, οι οποίες συµπεριελήφθησαν στο ερωτηµατολόγιο, µε στόχο τη δηµιουργία εργαλείου που χαρακτηρίζεται από πληρότητα, εγκυρότητα και αξιοπιστία. Η έρευνα στο πεδίο διεξήχθη το Δεκέµβριο του 2003. Επίσης, έγινε τυχαίος έλεγχος σε ποσοστό τουλάχιστον 20% των συµπληρωµένων ερωτη- µατολογίων και έλεγχος πληρότητας και συνοχής των ερωτηµατολογίων στο σύνολο του δείγµατος. 162 Σχετικά µε το ρόλο των ερευνητών στην εξασφάλιση της συνεργασίας των γυναικών και στην ενθάρρυνσή τους να αναφέρουν περιστατικά βίας, ή/ και σεξουαλικής παρενόχλησης κατά τη διεξαγωγή ερευνών, βλ. Hagemann-White C., European Research...ό.π.