ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

Σχετικά έγγραφα
Η πρόσληψη της Καινής Διαθήκης στη λογοτεχνία και την τέχνη

Η πρόσληψη της Καινής Διαθήκης στη λογοτεχνία και την τέχνη

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Διδακτική της Λογοτεχνίας

ΚΟΙΝΈΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΡΏΠΗ ΧΩΡΊΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΈΣ ΓΡΑΜΜΈΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΙΑΣ

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)

Πέντε Προτάσεις Αντιμετώπισης των υσκολιών στην Ανάγνωση

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Ο γραπτός λόγος στην αναπηρία. Ε. Ντεροπούλου

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»


Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Προγράμματος. Εκπαίδευση μέσα από την Τέχνη. [Αξιολόγηση των 5 πιλοτικών τμημάτων]

Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ: ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Μουσεία και Εκπαίδευση (υποχρεωτικό 3,4 εξ.) Προσδοκώμενα αποτελέσματα: Στη διάρκεια του μαθήματος οι φοιτητές/τριες

Διδακτική δραστηριότητα Α Γυμνασίου

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

Πρόσληψη του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Το μυστήριο της ανάγνωσης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

1. Γένεση, καταβολές καιεξέλιξητηςπε

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ 21 / Εισαγωγή στην αρχαία Ελληνική και Πρώιμη Βυζαντινή Λογοτεχνία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

Ενίσχυση των σχέσεων και της συνεργασίας ανάμεσα στα σχολεία και στους εκπαιδευτικούς. Στηρίζεται στην ενεργητική παρουσία των συμμετεχόντων, στην

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

ΠΡΟΣ : ΚΟΙΝ.: Ι. ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

Εκπαίδευση στην Προσωποκεντρική & Focusing-Bιωματική Συμβουλευτική/Ψυχοθεραπεία

Γ Γυμνασίου: Οδηγίες Γραπτής Εργασίας και Σεμιναρίων. Επιμέλεια Καραβλίδης Αλέξανδρος. Πίνακας περιεχομένων

«Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» Γ ημερήσιου και Γ και Δ εσπερινού ΓΕΛ

ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ. Σκεπτικό της δραστηριότητας Βασική ιδέα του σεναρίου

Πειραματικό εργαστήρι στη βιωματική μάθηση και στη σχολική θρησκευτική αγωγή

Τρόπος αξιολόγησης των μαθητών/-τριών στις ενδοσχολικές εξετάσεις: προαγωγικές, απολυτήριες και ανακεφαλαιωτικές

Μετανάστευση, πολυπολιτισμικότητα και εκπαιδευτικές προκλήσεις: Πολιτική - Έρευνα - Πράξη

Τα φύλα στη λογοτεχνία Τάξη: Α Λυκείου

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

Διδακτική των Φυσικών Επιστημών στην Προσχολική Εκπαίδευση

Γλαύκη Γκότση, Δρ. Ιστορίας της Τέχνης

ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ

Μια εισαγωγή στην έννοια της βιωματικής μάθησης Θεωρητικό πλαίσιο. Κασιμάτη Κατερίνα Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΑΣΠΑΙΤΕ

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Το παιδί ως αναγνώστης: Τα στάδια ανάπτυξης της ανάγνωσης και η σημασία της στην ευρύτερη καλλιέργεια του παιδιού

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Το ζήτημα της πλάνης στο Σοφιστή του Πλάτωνα

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Τα Διδακτικά Σενάρια και οι Προδιαγραφές τους. του Σταύρου Κοκκαλίδη. Μαθηματικού

Η θεωρία της αναγνωστικής ανταπόκρισης και η διδασκαλία της δημιουργικής γραφής: Θεωρία και πράξη.

Η πρόσληψη της Καινής Διαθήκης στη λογοτεχνία και την τέχνη

Προσεγγίζοντας παιδαγωγικά τη γλώσσα της σύγχρονης τέχνης με τη χρήση πολυμεσικών εφαρμογών: Η περίπτωσης της Mec Art του Νίκου Κεσσανλή

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

Κείμενα και συγγραφείς της νεοελληνικής λογοτεχνίας

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

12 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ στην εκπαιδευση

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

Η ανάδυση της ανάγνωσης και της γραφής: έννοια και σύγχρονες απόψεις. Ευφημία Τάφα Καθηγήτρια ΠΤΠΕ Πανεπιστήμιο Κρήτης

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Μ Ε Τ Α Π Τ Υ Χ Ι Α Κ Η Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτο-ρύθμιση

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

III_Β.1 : Διδασκαλία με ΤΠΕ, Γιατί ;

Θεοδωράκης, Γ., & Χασάνδρα, Μ. (2006). Θεσσαλονίκη. Εκδ. Χριστοδουλίδη

Το μάθημα των Νέων Ελληνικών στα ΕΠΑΛ: Ζητήματα διδασκαλίας και αξιολόγησης. Βενετία Μπαλτά & Μαρία Νέζη Σχολικές Σύμβουλοι Φιλολόγων 5/10/2016

Υπεύθυνη Επιστημονικού Πεδίου Χρυσή Χατζηχρήστου

15/9/ ποίηση & πεζογραφία στρέφονται προς νέες κατευθύνσεις Νέα εκφραστικά μέσα

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Χ Ρ Η Σ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Σ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ (ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΙΑ)

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΛΟΓΟΣ, ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ: 2013-2014 ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Η αλληλεπίδραση κειμένου-αναγνώστη στα εφηβικά μυθιστορήματα του Βασίλη Παπαθεοδώρου υπό το πρίσμα της θεωρίας της Αισθητικής Ανταπόκρισης του W. Iser» ΟΝΟΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ: Πούλιου Παναγιώτα Α. Μ: 373 ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: Πολίτης Δημήτρης Πάτρα, 2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Περίληψη...5 Abstract 5 Προλογικό σημείωμα....7 Α ΜΕΡΟΣ 1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ 1.2. Προβληματική της μελέτης.....9 1.3. Στόχοι της μελέτης...10 1.4. Περιορισμοί του υλικού της μελέτης...11 1.5. Μέθοδος της μελέτης... 13 1.6. Διασαφήνιση όρων.. 15 2 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ WOLFGANG ISER 2.1. Ο ρόλος του αναγνώστη στη λογοτεχνία.... 18 2.2. Οι επιρροές της θεωρίας της Αισθητικής Ανταπόκρισης του Iser... 20 2.2.1. Η Φαινομελογία του Edmund Husserl. 21 2.2.2. Η Φαινομελογική Αισθητική Θεωρία του Roman Ingarden.... 23 2.3. Η Θεωρία της Πρόσληψης..... 26 2

3 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ WOLFGANG ISER 3.1. Θεωρητικές Αρχές... 30 3.2. Η πράξη της ανάγνωσης και η παραγωγή του νοήματος... 30 3.3. Η αλληλεπίδραση μεταξύ κειμένου-αναγνώστη...... 32 3.3.1. Ο ρόλος της φαντασίας στην αλληλεπίδραση κειμένου-αναγνώστη.. 36 3.3.1.1. Πραγματικότητα και Φαντασία. 36 3.3.1.2. Η μυθοπλασία ως προέκταση του εαυτού μας... 40 3.4. Η έννοια της διάδρασης. 43 3.4.1. Ο υπονοούμενος αναγνώστης.. 43 3.4.1.1. Περιπλανώμενο βλέμμα και διάκενα...... 45 3.4.1.2. Άρνηση και Δομή Αποφατικότητας.47 3.4.2. Το λογοτεχνικό ρεπερτόριο... 51 3.4.2.1. Η έννοια της απροσδιοριστίας και τα κενά 52 3.4.3. Οι λογοτεχνικές στρατηγικές... 55 3.4.3.1. Η σχέση βάθος-προσκήνιο... 56 3.4.3.2. Η αρχή θέμα-ορίζοντας.57 Β ΜΕΡΟΣ 4 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ W. ISER ΣΤΑ ΕΦΗΒΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ 4.1. Εισαγωγικά... 58 4.2. Διάδραση... 59 3

4.2.1. Ο υπονοούμενος αναγνώστης... 59 4.2.1.1. Εναλλαγή οπτικής γωνίας της αφήγησης 59 4.2.1.2. Αρνήσεις.. 66 4.2.1.2.1. Πρωτοβάθμιες Αρνήσεις 66 i) Ματαίωση προοπτικών του αναγνώστη. 66 ii) Άρση λογοτεχνικών συμβάσεων και στερεοτύπων... 83 4.2.1.2.2. Δευτεροβάθμιες Αρνήσεις...86 i) Αποστροφή του αφηγητή προς τον αναγνώστη...... 86 4.2.2. Το λογοτεχνικό ρεπερτόριο... 95 4.2.2.1. Κενά απροσδιοριστίας..... 95 i) Ρήγματα στο συνταγματικό άξονα.. 96 ii) Συνύπαρξη φανταστικών στοιχείων με στοιχεία της πραγματικότητας.. 109 iii) Σημεία αμφισβητούμενης συνεκτικότητας... 116 iv) Ανοικειώσεις... 120 4.2.3. Οι λογοτεχνικές στρατηγικές: σχέση βάθος-προσκήνιο και αρχή θέμαορίζοντα... 127 5 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ. 139 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.. 143 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ..... 148 4

Περίληψη Η παρούσα διπλωματική εργασία επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στη μελέτη του φαινομένου της αλληλεπίδρασης μεταξύ κειμένου-αναγνώστη υπό το φως της θεωρίας της Αισθητικής Ανταπόκρισης του Wolfgang Iser. Στο πλαίσιο της εργασίας καταβάλλεται μια προσπάθεια ανάδειξης των θεωρητικών αρχών του Iser, προκειμένου να προβληθεί η δυναμική τους και να ελεγχθεί ο βαθμός αλληλεπίδρασης μεταξύ κειμένου και αναγνώστη στα εφηβικά μυθιστορήματα του Βασίλη Παπαθεοδώρου που επιλέχθηκαν για την εφαρμογή της θεωρίας της Αισθητικής Ανταπόκρισης. Η εργασία χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος εκτίθεται η προβληματική της έρευνας, οι στόχοι, οι περιορισμοί του υλικού της μελέτης, η μέθοδος που ακολουθείται και οι επιρροές που δέχτηκε ο Iser για τη διαμόρφωση του θεωρητικού του μοντέλου. Στη συνέχεια παρουσιάζεται διεξοδικά η θεωρία της Αισθητικής Ανταπόκρισης του Iser, με έμφαση στους άξονες που τη διαρθρώνουν δηλαδή: υπονοούμενος αναγνώστης, λογοτεχνικό ρεπερτόριο, λογοτεχνικές στρατηγικές αλλά και στην έννοια της διάδρασης που συνιστά τον πυρήνα της. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας παρουσιάζονται τα ευρήματα από την εφαρμογή της θεωρίας στα επιλεγμένα μυθιστορήματα και εξετάζεται, σύμφωνα με τους άξονες της θεωρίας του Iser, η επικοινωνία κειμένουαναγνώστη κατά τη διάρκεια της λογοτεχνικής διαδικασίας. Στο τέλος της παρούσας διπλωματικής εργασίας συνοψίζονται τα συμπεράσματα από την εφαρμογή του θεωρητικού μοντέλου του Iser. Abstract The present thesis focuses on the study of the phenomenon of 'interaction' between the text and the reader in the light of Wolfgang Iser's Theory of Aesthetic Response. An effort has been made to showcase the theoretical principles of Iser in order to highlight its dynamics, and examine the degree of 'interaction' between the text and the reader in the teenage novels of Vasilis Papatheodorou, which have been selected to apply the Theory of Aesthetic 5

Response. The thesis consists of two parts; The first part analyzes research problems, objectives, limitations of the study, the used methodology and the influence that Iser had in order to form his theoretical model. Then Iser's Theory of Aesthetic Response is thoroughly presented focusing on its structuring axes such as the 'implied reader', 'literary repertoire', and 'literary strategies', as well as the 'interaction' which constitutes its core. In the second part of the thesis, the findings of the application of the Theory in the selected novels are presented, and the communication which develops between the text and the reader during the reading process is examined according to the main axes of Iser's Theory. Finally, the conclusions that are obtained from the study are stated in the last chapter. 6

Προλογικό σημείωμα Έχοντας ως γνώμονα τη θεωρία της Αισθητικής Ανταπόκρισης του Wolfgang Iser, η παρούσα διπλωματική εργασία επιχειρεί να διερευνήσει τη διάδραση μεταξύ του αναγνώστη και του κειμένου στα εφηβικά μυθιστορήματα του Βασίλη Παπαθεοδώρου. Αναφορικά με τη δομή της εργασίας, αυτή διαρθρώνεται σε δυο μέρη. Στο πρώτο μέρος περιλαμβάνονται τα εισαγωγικά και το θεωρητικό πλαίσιο. Αρχικά, ιχνηλατείται ο ρόλος του αναγνώστη στο πέρασμα των χρόνων και παρουσιάζονται οι θεωρητικές αρχές των Edmund Husserl και Roman Ingarden, οι οποίοι επηρέασαν με καθοριστικό τρόπο τη διαμόρφωση της θεωρίας του Iser. Στη συνέχεια, γίνεται λόγος για τη Θεωρία της Πρόσληψης, ώστε να διαγραφεί συνολικά η θεωρητική πορεία του Iser. Το θεωρητικό πλαίσιο της συγκεκριμένης μελέτης ολοκληρώνεται με την παρουσίαση της θεωρίας της Αισθητικής Ανταπόκρισης του W. Iser. Η ερευνητική ενότητα καταλαμβάνει το δεύτερο μέρος της εργασίας, στο οποίο εφαρμόζεται το θεωρητικό μοντέλο του Iser στα επιλεγμένα μυθιστορήματα του Παπαθεοδώρου. Εδώ παρουσιάζονται τα ευρήματα της μελέτης, κατανεμημένα σε κεφάλαια που διαμορφώνονται σύμφωνα με τους άξονες της θεωρίας του Iser, δηλαδή: υπονοούμενος αναγνώστης, λογοτεχνικό ρεπερτόριο, λογοτεχνικές στρατηγικές. Στο τέλος της εργασίας συνοψίζονται τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την εφαρμογή της θεωρίας στα συγκεκριμένα λογοτεχνικά κείμενα, ενώ, ακολουθούν η σχετική βιβλιογραφία και το παράρτημα που περιλαμβάνει τις περιλήψεις των μυθιστορημάτων που μελετήθηκαν. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον κ. Δημήτρη Πολίτη, Επίκουρο Καθηγητή στο Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η του Πανεπιστημίου Πατρών, για την επίβλεψη της παρούσας εργασίας. Η συνεχής καθοδήγησή του και ενθάρρυνση για την επίτευξη του βέλτιστου δυνατού αποτελέσματος, καθώς και ο χρόνος που μου αφιέρωσε καθ όλη τη διάρκεια της εκπόνησης, έδρασαν καθοριστικά στην ολοκλήρωση αυτής της διπλωματικής εργασίας. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω και τα υπόλοιπα μέλη της Τριμελούς Επιτροπής, την 7

κα Αλεξάνδρα Μουρίκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η του Παν/μίου Πατρών, και τον κ. Λεωνίδα Σωτηρόπουλο, Καθηγητή στο Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η του Παν/μίου Πατρών, για τη συμμετοχή τους στη διαδικασία υποστήριξης της εργασίας μου. 8

Α ΜΕΡΟΣ 1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Εισαγωγικά Στην παρούσα εργασία μελετάται και αναλύεται το φαινόμενο της αλληλεπίδρασης κειμένου-αναγνώστη στα εφηβικά μυθιστορήματα του Παπαθεοδώρου υπό το πρίσμα της θεωρία της Αισθητικής Ανταπόκρισης του W. Iser. Η συγκεκριμένη θεωρία εντάσσεται στο πλαίσιο των Αναγνωστικών Θεωριών που βασική τους αρχή έχουν την ενεργητική συμμετοχή του αναγνώστη στην αναγνωστική διαδικασία, ο οποίος και θεωρείται ο βασικός νοηματοδότητης του λογοτεχνικού κειμένου. 1.2. Προβληματική της μελέτης Ο Iser, έχοντας δεχθεί επιρροή από τη Φαινομενολογία 1 και κυρίως από τον Edmund Husserl, διατύπωσε τη θεωρία του εστιάζοντας στη λογοτεχνία και δίνοντας έμφαση στη συνείδηση του αναγνώστη κατά την ανάγνωση, δηλαδή στο πώς οι αναγνώστες οικειοποιούνται ένα κείμενο με βάση το ρεπερτόριό τους και στο πώς ανταποκρίνονται σε αυτό. Η έννοια της διάδρασης είναι το βασικό στοιχείο της θεωρίας της Αισθητικής Ανταπόκρισης και θα διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στην παρούσα μελέτη. Το ενδιαφέρον, λοιπόν, της συγκεκριμένης μελέτης εστιάζεται ακριβώς σ αυτή την επικοινωνία του αναγνώστη με το κείμενο, ανιχνεύοντας όλα εκείνα τα στοιχεία που συντελούν στην πραγμάτωση αυτής της επικοινωνίας. Μελετούμε πώς το κείμενο επικοινωνεί με τον αναγνώστη και πώς οδηγούμαστε δυνητικά σε αυτή την επικοινωνία ως αναγνώστες. Όπως 1 Ως όρος η Φαινομενολογία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη φιλοσοφική γραμματεία το 18 ο αι. από το Johann Heinrich Lambert, προκειμένου να δηλωθεί ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον αισθητό κόσμο μέσω των αισθήσεων (Πελεγρίνης, 2005: 615). 9

χαρακτηριστικά αναφέρει ο Iser (1974: 282) 2, αν ο συγγραφέας αποκαλύψει όλη την εικόνα στον αναγνώστη του, τότε ο αναγνώστης θα χάσει το ενδιαφέρον του, καθώς δε θα χρειαστεί να αναπτύξει τη φαντασία του. Σαφώς και ένας ανυποψίαστος αναγνώστης θα είναι αρκετά δύσκολο να ξεκλειδώσει όλες τις πτυχές του κειμένου, όμως η θεωρία της Αισθητικής Ανταπόκρισης δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στο ρόλο του αναγνώστη αλλά και στο ρόλο που διαδραματίζει το κείμενο. Ο αναγνώστης και το κείμενο καλούνται μέσω της αναγνωστικής διαδικασίας να συνεργαστούν για την αποκάλυψη του νοήματος. Η θεωρία της Αισθητικής Ανταπόκρισης του Iser παρουσιάζει μια ιδιαίτερη δυναμική που δεν έχει αξιοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό στον ελλαδικό χώρο και θα θέλαμε να προβάλουμε τη δυναμική της αυτή. Είναι μια διαδραστική θεωρία, η οποία ταιριάζει περισσότερο σε διαδραστικά κείμενα όπως είναι τα εφηβικά μυθιστορήματα. Γι αυτό το λόγο καταλήξαμε στην επιλογή των εφηβικών μυθιστορημάτων του Παπαθεοδώρου, του οποίου η τολμηρή γραφή και η κριτική ματιά στα γεγονότα που εκθέτει στα βιβλία του προκαλούν τον αναγνώστη να πάρει θέση και να συμμετάσχει και ο ίδιος ενεργά στη νοηματοδότηση του κειμένου. 1.3. Στόχοι της μελέτης Βασικός στόχος της παρούσας μελέτης είναι αφενός να δοκιμαστεί η αξιοπιστία της θεωρίας της Αισθητικής Ανταπόκρισης, εφαρμόζοντας την σε διαδραστικά κείμενα, και αφετέρου να προβληθεί η δυναμική των λογοτεχνικών κειμένων, ελέγχοντας το βαθμό αλληλεπίδρασης μεταξύ κειμένου και αναγνώστη. Ο Iser, στη θεωρία του, δίνει πρωτεύουσα σημασία στον όρο αλληλεπίδραση (διάδραση) κατά τη λογοτεχνική διαδικασία, γι αυτό και θα εστιάσουμε αναλυτικά στις διανοητικές διεργασίες που συντελούνται στη συνείδηση του αναγνώστη κατά την πράξη της ανάγνωσης, ώστε να δούμε τον τρόπο με τον οποίο οδηγείται, τελικά, στην πραγμάτωση του κειμένου. Επιπλέον, πρόκειται να εξετάσουμε το ενδεχόμενο μιας πιο διευρυμένης διδακτικής προσέγγισης των λογοτεχνικών κειμένων, μέσα από 2 Όπου δε δηλώνεται διαφορετικά, η μεταφραστική απόπειρα είναι δική μου. 10

την προβολή της θεωρίας του Iser στα επιλεγμένα εφηβικά μυθιστορήματα, προσπαθώντας να αναδείξουμε μια διαφορετική οπτική. Η θεωρία της Αισθητικής Ανταπόκρισης αντιμετωπίζει τον αναγνώστη ως βασικό νοηματοδότη του λογοτεχνικού κειμένου, καθώς δίνει έμφαση όχι στο πώς και στο τι λέει το κείμενο, αλλά στο πώς το διαβάζει ο αναγνώστης, τονίζοντας με αυτό τον τρόπο τη διάσταση της αισθητικής του ανταπόκρισης (Iser, 1991: 26). Παράλληλα, το θεωρητικό μοντέλο του Iser μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο δημιουργική προοπτική την ανάγνωση της λογοτεχνίας, καθώς ο αναγνώστης καλείται να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο καθ όλη τη διάρκεια της αναγνωστικής διαδικασίας. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, λοιπόν, ο μαθητής θα πρέπει να νοείται ως ενεργό υποκείμενο, ο οποίος διαβάζει το κείμενο και προσπαθεί «να το συμπληρώσει», για να δομήσει το νόημα. Επομένως, κάθε αναγνώστης θα πρέπει να εμπλακεί ενεργά στον κόσμο του κειμένου, προκειμένου να έχει μια ολοκληρωμένη επαφή με αυτό και να διασώσει την ατομική του αίσθηση από τη συνάντηση με το λογοτεχνικό κείμενο, γεγονός που μπορεί να αξιοποιηθεί διδακτικά με ποικίλους τρόπους. 1.4. Περιορισμοί του υλικού της μελέτης Έχοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα που διακρίνει τη θεωρία της Αισθητικής Ανταπόκρισης, ότι δηλαδή εφαρμόζεται αρτιότερα σε διαδραστικά κείμενα λόγω του ότι ο αναγνώστης σε αυτά τα κείμενα οφείλει να βιώσει τη σχέση του με το κείμενο ως διάδραση και να νιώσει ενεργό υποκείμενο, καταλήξαμε στην επιλογή μυθιστορημάτων του Παπαθεοδώρου. Ο Παπαθεοδώρου είναι ένας βραβευμένος συγγραφέας που έχει επιδοθεί στη συγγραφή κυρίως εφηβικών μυθιστορημάτων και, διαπιστωμένα, αναδεικνύει το ρόλο του αναγνώστη στα βιβλία του. Τα μυθιστορήματα που επιλέχθηκαν απευθύνονται αποκλειστικά σε εφήβους και είναι τα εξής: Οι 9 Καίσαρες (2004), Χνότα στο τζάμι (2007), Στη διαπασών (2009), Άλφα (2009) και Οι άρχοντες των σκουπιδιών (2012). Στα συγκεκριμένα μυθιστορήματα ο συγγραφέας ασχολείται με δύσκολα κοινωνικά θέματα, όπως ο ρατσισμός, η μετανάστευση, το κοινωνικό περιθώριο, η βία (ψυχολογική και σωματική), κ.ά. Δε διστάζει να θίξει στις ιστορίες του φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας και να μιλήσει για όλα όσα 11

συμβαίνουν στους δύσκολους καιρούς που βιώνουμε. Και στα πέντε μυθιστορήματά του οι ήρωες είναι παιδιά και έφηβοι που αντιμετωπίζουν την κοινωνία και τις επιταγές της. Από τη μια πλευρά έχουμε τους ήρωες που παρασύρονται σε μη αποδεκτές από την κοινωνία πράξεις, ενώ από την άλλη έχουμε τους ήρωες που προσπαθούν να αλλάξουν εμπράκτως την κατάσταση γύρω τους. Σε κάθε περίπτωση ο Παπαθεοδώρου προβάλλει μέσα από το έργο του όλα εκείνα τα ζητήματα που απασχολούν τον έφηβο και τον καλεί να αναστοχαστεί, να προβληματιστεί και τελικά να ενεργοποιηθεί παίρνοντας κι ο ίδιος θέση. Παράλληλα, όμως, θίγει και άλλα θέματα, όπως: το σχολείο, η φιλία, η μοναξιά, τα όνειρα των παιδιών για ένα καλύτερο μέλλον, κ.ά. Επομένως, και τα πέντε μυθιστορήματα ποικίλουν θεματικά. Αξίζει να επισημανθεί ότι ο τρόπος με τον οποίο καταπιάνεται με κάθε θέμα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς εμπλέκει συχνά το φανταστικό στοιχείο με το πραγματικό, με αποτέλεσμα να οξύνει τη φαντασία και να προκαλεί τον αναγνώστη να αποκρυπτογραφήσει τα νοήματα που καλύπτονται από το πέπλο της φαντασίας. Το υλικό της μελέτης αποτελούν, λοιπόν, εφηβικά μυθιστορήματα. Το εφηβικό μυθιστόρημα ως μυθιστορηματικό είδος συνδυάζει στοιχεία "προκλητικά" για έναν αναγνώστη, όπως αποστροφή του αφηγητή προς τον αναγνώστη, εναλλαγή οπτικής γωνίας της αφήγησης, συνύπαρξη φανταστικών στοιχείων με ρεαλιστικά στοιχεία, ανοικειώσεις, άρση λογοτεχνικών συμβάσεων και στερεοτύπων, καθώς και ματαιώσεις των αναγνωστικών προοπτικών. Όλα αυτά τα στοιχεία μπορούν να αποκαλυφθούν μόνο με την ενεργητική συμμετοχή του αναγνώστη, την οποία προβάλλει το θεωρητικό εργαλείο που χρησιμοποιούμε, αφού είναι ιδιαίτερα λειτουργικό στα εφηβικά μυθιστορήματα που ζητούν την ενεργή αναγνωστική εμπλοκή. Φυσικά, και η συμμετοχή του αναγνώστη είναι απαραίτητη σε οποιοδήποτε κείμενο, όμως, στα εφηβικά μυθιστορήματα οι κειμενικές δομές απαιτούν την ενεργότερη συμμετοχή του, παρακινώντας τον να εμπλακεί ενεργά στην αναγνωστική διαδικασία, για να δομήσει το νόημα. 12

1.5. Μέθοδος της μελέτης Οι αρχές της θεωρίας της Αισθητικής Ανταπόκρισης συνιστούν τη μεθοδολογική βάση της παρούσας εργασίας. Στη διάρθρωση των ευρημάτων της μελέτης μας θα χρησιμοποιήσουμε τους άξονες υπονοούμενος αναγνώστης, λογοτεχνικό ρεπερτόριο, λογοτεχνικές στρατηγικές, τους οποίους διαγράφει ο Iser στο θεωρητικό του μοντέλο. Η έννοια της αλληλεπίδρασης αναγνώστη-κειμένου αποτελεί το βασικό πυρήνα της θεωρίας του Iser. Στο σημαντικότερο έργο του, The Act of Reading: A Theory of Aesthetic Response (1978), υποστηρίζει ότι ο ρόλος του αναγνώστη στην ερμηνεία του κειμένου είναι καθοριστικής σημασίας, ενώ, θεωρεί ότι το κείμενο έχει μια αντικειμενική δομή, ακόμη κι αν αυτή πρέπει να συμπληρωθεί από τον αναγνώστη. Το λογοτεχνικό κείμενο, λοιπόν, καθοδηγεί τον αναγνώστη και τον καλεί να συμπληρώσει όλα εκείνα τα κενά απροσδιοριστίας που αφήνει ο συγγραφέας, ώστε να συμμετάσχει ενεργά στην παραγωγή νοήματος και να γίνει συνδημιουργός του. Η εξέταση αυτής της διάδρασης θα πραγματοποιηθεί στα επιλεγμένα μυθιστορήματα μέσω των όρων υπονοούμενος αναγνώστης, λογοτεχνικό ρεπερτόριο και λογοτεχνικές στρατηγικές. Ο υπονοούμενος αναγνώστης, σύμφωνα με τον Iser, ορίζεται ως κειμενική οντότητα ή θέση αλλά και ως διαδικασία παραγωγής νοήματος (ρόλος) (Iser, 1978: 36). Ο αναγνώστης, δηλαδή, τοποθετείται σε μια θέση από την οποία έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει το νόημα προς το οποίο έχει κατευθυνθεί από τις προοπτικές του κειμένου (Iser, 1978: 38). Με την έννοια λογοτεχνικό ρεπερτόριο υποδηλώνεται το «περιεχόμενο» του λογοτεχνικού κειμένου και συγκροτείται από κοινωνικές και πολιτισμικές νόρμες μαζί με λογοτεχνικές αναφορές ή νύξεις που έχουν ενσωματωθεί στο κείμενο (Iser, 1978: 86). Μέσω αυτού θα εξετάσουμε τον τρόπο ανάπτυξης των θεμάτων που προβάλλονται στα επιλεγμένα μυθιστορήματα. Κατά τη διάρκεια της αναγνωστικής διαδικασίας ο αναγνώστης οφείλει να αναγνωρίσει και να επεξεργαστεί τις κειμενικές υποδείξεις, ώστε να διαμορφώσει άποψη για το κείμενο, παρά το γεγονός ότι το κείμενο θα προσπαθεί να του ανοικειώσει τις υποθέσεις του. Το λογοτεχνικό ρεπερτόριο, λοιπόν, κατευθύνει τον αναγνώστη να κατανοήσει τη συνολική εικόνα του έργου. Όσον αφορά τις λογοτεχνικές 13

στρατηγικές, αυτές θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αναφέρονται στην εξωτερική μορφή του λογοτεχνικού κειμένου, αφού ο αναγνώστης συναντιέται μέσω αυτών με το κείμενο (Iser, 1978: 86). Επίσης, στη μελέτη μας θα εξετάσουμε, έχοντας ως βάση πάντα την έννοια της διάδρασης, όλα εκείνα τα κενά απροσδιοριστίας που υπάρχουν στα υπό εξέταση μυθιστορήματα και, παράλληλα, θα κρίνουμε το ρόλο που διαδραματίζουν στην εξέλιξη της πλοκής. Ο Iser υπογραμμίζει ότι τα κενά ενισχύουν την επικοινωνία ανάμεσα στον αναγνώστη και στο κείμενο (Iser, 1978: 167). Παράλληλα, συμπληρώνοντας αυτά τα κενά στο συνταγματικό άξονα, η προοπτική του αναγνώστη διαφοροποιείται και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αναθεώρηση παλαιότερων απόψεών του, συντελείται δηλαδή μια άρνηση (Iser, 1978: 200). Επομένως, η επαφή με το ανοίκειο που υπάρχει στο λογοτεχνικό κείμενο οδηγεί στον έλεγχο των εμπειριών και, συνακόλουθα, στην αυτογνωσία. Άρα, μέσω της αλληλεπίδρασης, η οποία συντελείται με την πράξη της ανάγνωσης, κείμενο και αναγνώστης θα οδηγηθούν στην πραγμάτωση του λογοτεχνικού έργου. Έχοντας ως μεθοδολογική βάση, λοιπόν, τη θεωρία της Αισθητικής Ανταπόκρισης θα εξετάσουμε όλα αυτά τα στοιχεία που συγκροτούν τη θεωρία του Iser στα επιλεγμένα μυθιστορήματα. Οι τρεις όροι που αναφέρθηκαν παραπάνω (υπονοούμενος αναγνώστης, λογοτεχνικό ρεπερτόριο, λογοτεχνικές στρατηγικές) θα αποτελέσουν τους άξονες μας κατά την εφαρμογή της θεωρίας, καθώς θεμελιώνουν τη βασική έννοια της διάδρασης. 14

1.6. Διασαφήνιση όρων Αλληλεπίδραση-Διάδραση: Η συγκεκριμένη έννοια αποτελεί τη βάση της θεωρίας της Αισθητικής Ανταπόκρισης. Ο Ιser (2000: 195), επισημαίνοντας το δυνητικό χαρακτήρα του κειμένου, υποστηρίζει ότι η ενεργοποίησή του είναι απόρροια μιας αλληλεπίδρασης μεταξύ κειμένου-αναγνώστη Για να επιτευχθεί, δηλαδή, η πραγμάτωση του κειμένου, θα πρέπει ο αναγνώστης να αναπτύξει μια ουσιαστική επικοινωνία με το κείμενο και αυτό θα συμβεί μόνο με τη συμμετοχή του στη νοηματοδότηση. Σύμφωνα με τον Iser (2000: 201), τα κενά επιτελούν σπουδαίο ρόλο στην παραγωγή του νοήματος αλλά και στη σύγκλιση κειμένου και αναγνώστη, καθώς αφυπνίζουν τον τελευταίο και τον καλούν να τα συμπληρώσει. Με αυτό τον τρόπο ο αναγνώστης ξεκινά την επικοινωνία του με το κείμενο. Ο Iser εισήγαγε τον όρο κενό επιχειρώντας να εξηγήσει ότι οι όψεις που αναπαριστώνται στα κείμενα συχνά διασπώνται από κενά (Iser, 1978: 182). Με τη συγκεκριμένη έννοια εννοεί οτιδήποτε προκαλεί διάσπαση της κειμενικής συνοχής (Iser, 1978: 167). Ακόμη, η διάδραση των δύο πόλων ενισχύεται και με το περιπλανώμενο βλέμμα του αναγνώστη. Ο Iser (2000: 202) υποστηρίζει ότι κάθε κείμενο έχει τέσσερις προοπτικές: των προσώπων, του αναγνώστη, του συγγραφέα και της πλοκής. Με την έννοια περιπλανώμενο βλέμμα θέλησε να τονίσει τη δυνατότητα που έχει ο αναγνώστης να μεταπηδά από τη μια προοπτική στην άλλη και να αντιλαμβάνεται εσωτερικά το κείμενο. Αναγνώστης-Υπονοούμενος Αναγνώστης: Η έννοια του αναγνώστη φαίνεται να απασχολεί ιδιαιτέρως τους θεωρητικούς. Από την αρχαιότητα μέχρι και τις μέρες μας πολλοί ερευνητές έδειξαν ενδιαφέρον για την επίδραση της λογοτεχνίας πάνω στον αναγνώστη. Ως τις αρχές του 20 ου αιώνα το κέντρο βάρους στη λογοτεχνική επικοινωνία κατείχε ο συγγραφέας, στη συνέχεια βρέθηκε στο επίκεντρο το κείμενο μέχρι που από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα ο ρόλος του αναγνώστη κερδίζει την πρωτοκαθεδρία (Παρίσης, 2007: 12). Το «υποκείμενο της πρόσληψης», όπως το χαρακτηρίζει ο Jauss, αποκτά πλέον έναν ενεργό ρόλο κατά της διάρκεια της αναγνωστικής διαδικασίας και επιβάλλεται ως νοηματοδότης του λογοτεχνικού κειμένου (Τζιόβας, 2003: 224). Κατά τον Iser, ο πραγματικός αναγνώστης ενεργοποιείται από τον 15

υπονοούμενο αναγνώστη. Ο Iser (1978: 38) εισήγαγε τη συγκεκριμένη έννοια ορίζοντάς την ως ένα σύστημα ενδοκειμενικών περιορισμών που καθοδηγούν τον πραγματικό αναγνώστη να προσλάβει το κείμενο με συγκεκριμένο τρόπο. Ο υπονοούμενος αναγνώστης είναι σε θέση, δηλαδή, να πραγματώσει όλες τις δυνατότητες του κειμένου. Είναι ένας αναγνώστης που περικλείει όλες εκείνες τις απαραίτητες προϋποθέσεις, ώστε να επιτευχθεί η πραγμάτωση του κειμένου. Αναγνωστικές Θεωρίες: Από τη δεκαετία του 60 και μετά η κυριαρχία του κειμένου κλονίζεται και το κριτικό ενδιαφέρον μετατοπίζεται προς τον αναγνώστη. Θεωρητικοί όπως ο Μ. Riffaterre, η L. M. Rosenblatt, ο N. Holland, ο W. Iser, κ.ά., υποστηρίζουν ότι η μεν ανάγνωση ισοδυναμεί με την πραγμάτωση του λογοτεχνικού κειμένου, η δε βίωσή της ισοδυναμεί με αυτή την ίδια τη λογοτεχνική εμπειρία (Πολίτης, 1996: 23). Οι αναγνωστικές θεωρίες που αναπτύσσονται στοχεύουν στον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του αναγνώστη και στην πριμοδότησή του κατά τη λογοτεχνική διαδικασία. Στο πλαίσιο των αναγνωστικών θεωριών ανήκει και η θεωρία της Αισθητικής Ανταπόκρισης του Iser. Ανταπόκριση: Η ανταπόκριση είναι αυτό που συμβαίνει στον αναγνώστη κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Για τον Iser η ανταπόκριση του αναγνώστη συνιστά κομβικό σημείο ως προς τη νοηματοδότηση του κειμένου, καθώς αυτό που υπογραμμίζει ότι έχει σημασία δεν είναι το πώς και το τί λέει το κείμενο αλλά το πώς ανταποκρίνεται ο αναγνώστης σε αυτό, όταν το διαβάζει (Iser, 1991: 26). Λογοτεχνικό ρεπερτόριο: Ο όρος αυτός υποδηλώνει αυτό που η παραδοσιακή ορολογία ονομάζει «περιεχόμενο» και εσωκλείει εξωκειμενικές, ιστορικές και πολιτισμικές αναφορές. Το περιεχόμενό του απαρτίζεται από θέματα της λογοτεχνικής παράδοσης και της πραγματικότητας. Κατά τον Iser (1978: 80), αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία του λογοτεχνικού ρεπερτορίου συμβάλλουν στην πυροδότηση του διαλόγου μεταξύ κειμένου-αναγνώστη, αφού συνθέτουν κατευθυντήριες γραμμές για τη νοηματοδότηση του λογοτεχνικού κειμένου. 16

Λογοτεχνικές στρατηγικές: Η έννοια αυτή θεωρείται ως η εξωτερική μορφή του λογοτεχνικού κειμένου. Διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο τόσο στην οργάνωση του λογοτεχνικού ρεπερτορίου όσο και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες το υλικό αυτό επικοινωνείται (Iser, 1978: 86). Ο Iser περιγράφει δύο κύριες λογοτεχνικές στρατηγικές: τη σχέση βάθος-προσκήνιο και την αρχή θέμα-ορίζοντας. Πρόσληψη: Η «Σχολή της Κωνσταντίας», με βασικούς εκπροσώπους το W. Iser και το H.R. Jauss, υποστήριξε τη στροφή του κριτικού ενδιαφέροντος στην ανάγνωση και στην πρόσληψη των λογοτεχνικών κειμένων, αντικρούοντας τις μέχρι τότε παραδοσιακές μεθόδους, οι οποίες έδιναν έμφαση στην παραγωγή των κειμένων και στην εξέταση των μορφολογικών χαρακτηριστικών τους (Holub, 2004: 445). 17

2 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ WOLFGANG ISER 2.1. Ο ρόλος του αναγνώστη στη λογοτεχνία Στην προσπάθειά μας να δώσουμε ένα σαφή ορισμό για τη λογοτεχνία το σίγουρο είναι ότι δύσκολα θα μπορέσουμε να είμαστε όσο το δυνατό πιο πλήρεις. Το ίδιο ισχύει και για τον όρο Θεωρία της Λογοτεχνίας. Αρκετοί θεωρητικοί διστάζουν να δώσουν ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, καθώς υποστηρίζουν ότι τέτοιοι όροι είναι αρκετά «ευλύγιστοι» στην κοινή τους χρήση και ποικίλουν από εποχή σε εποχή και από πολιτισμό σε πολιτισμό (Hawthorn, 1993: 5). Ο λόγος, βέβαια, για τη λογοτεχνία ξεκινάει από την κλασική αρχαιότητα. Ο Πλάτων με την Πολιτεία (10 ο βιβλίο) και ο Αριστοτέλης με την Ποιητική, ήταν οι πρώτοι που προσέγγισαν θεωρητικά τον όρο λογοτεχνία (Βελουδής, 2004: 63). Στο πέρασμα των χρόνων, ο όρος συνέχισε να απασχολεί τους θεωρητικούς. Αν θέλουμε να δώσουμε ένα σχετικό ορισμό, ο Γ. Βελουδής (2004: 56) αναφέρει: «τα έντεχνα αισθητικά φορτισμένα και αξιολογημένα μνημεία μιας ή περισσότερων εθνικών και γλωσσικών κοινοτήτων». Ωστόσο, η έννοια λογοτεχνία μετασχηματίζεται διαρκώς και, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Jonathan Culler (2003: 54), «Η λογοτεχνία είναι θεσμός που επιβιώνει εκθέτοντας και ασκώντας κριτική στα ίδια τα όριά του». Όμως, η λογοτεχνία δεν είναι μια αυθύπαρκτη οντότητα, περιβάλλεται από τρεις άξονες: το κείμενο, το συγγραφέα και τον αναγνώστη. Αυτοί οι τρεις πυλώνες του λογοτεχνικού φαινομένου συγκρούονται και αλληλοσυμπληρώνονται, ενώ, ανάλογα με την εποχή, κάποιος κυριαρχεί. Αναφορικά με το ρόλο του αναγνώστη αυτός γνώρισε πολλές αλλαγές στο πέρασμα των χρόνων, αφού από την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή αυτός ήταν που διαρκώς έχανε ή έβρισκε την ταυτότητά του κατά τη διάρκεια του λογοτεχνικού φαινομένου. 18

Η έννοια του αναγνώστη και ο ρόλος του στη λογοτεχνία απασχολούν τους ερευνητές από την αρχαιότητα. Όπως μαθαίνουμε από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και το Λογγίνο, η προσοχή της λογοτεχνίας εστιαζόταν στο σύνολο των επιδράσεων που μπορούσαν να ασκηθούν πάνω στο αναγνωστικό κοινό, στη συμμετοχή του στη λογοτεχνική διαδικασία και στη μέθεξή του (Τζιόβας, 2003: 226). Σε αντιπαράθεση με την αρχαιότητα, το κίνημα του Ρομαντισμού καταδικάζει σε απόλυτη αδράνεια το αναγνωστικό κοινό, προβάλλοντας το ρόλο του συγγραφέα. Το λογοτεχνικό έργο αποτελεί πλέον επώνυμο προϊόν του συγγραφέα, κάτι που κατά την Αναγέννηση δεν ίσχυε, αφού οι δημιουργοί καλύπτονταν από την ανωνυμία τους (Τζιόβας, 2003: 227). Ο συγγραφέας αντιμετωπίζεται σαν Θεός, ενώ ο αναγνώστης ζει στην αφάνεια. Δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον για τη μέθεξή του αναγνώστη, επειδή αυτός ο συντηρητικός τρόπος προσέγγισης είχε αναγάγει το λογοτεχνικό έργο σ ένα παράθυρο στη ψυχή του συγγραφέα (Ήγκλετον, 1989: 173). Το προφίλ του «θέσφατου» συγγραφέα αρχίζει να χάνει τη δυναμική του και από τις αρχές του 20 ου αι. επέρχεται η σταδιακή εκθρόνισή του. Ο Ρωσικός Φορμαλισμός και η Νέα Κριτική άνοιξαν το δρόμο για την πτωτική πορεία του υποκειμένου της γραφής, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στην ενδοκειμενική αισθητική, δηλαδή στη μελέτη του έργου αποκομμένη από τη βιογραφία του συγγραφέα (Βελουδής, 2004: 374). Ιδιαίτερα ο Roland Barthes με το κείμενο του Ο Θάνατος του Συγγραφέα παρατηρεί ότι η έννοια του συγγραφέα είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο. 3 Ο Γάλλος θεωρητικός (1988: 143) αναφέρει σχετικά με το θέμα: «Ξέρουμε ότι για να αποδώσουμε στη γραφή το μέλλον της, πρέπει να αντιστρέψουμε το μύθο της: η γέννηση του αναγνώστη πρέπει να εξαγορασθεί με το θάνατο του Συγγραφέα». Στη δεκαετία του 60 ο Στρουκτουραλισμός επικρατεί στη Θεωρία της Λογοτεχνίας, υποστηρίζοντας την έννοια της «δομής» του λογοτεχνικού έργου. Για τους δομιστές το «κείμενο» προσεγγίζεται ως ένα κλειστό, αυτάρκες και αυτορυθμιζόμενο σύστημα (Βελουδής, 2004: 252). Ωστόσο, αργότερα (δεκαετίες 1970 και 1980) ο Στρουκτουραλισμός πλήττεται από τις επιθέσεις των αποδομιστών, με κύριο εκπρόσωπο το Deridda, ο οποίος παραγνωρίζει το γεγονός ότι το πραγματικό νόημα στο «λόγο» βρίσκεται στην 3 Θεωρεί ότι προκύπτει από την σύζευξη του αγγλικού εμπειρισμού, του γαλλικού ορθολογισμού και, τέλος, της μεταρρύθμισης που καθιέρωσε το γόητρο του ατόμου (Τζιόβας, 2003: 207). 19

«εφαρμογή» του έξω από αυτό (Βελουδής, 2004: 237-238). Συνεπώς, ο Αποδομισμός πλήττει την αυτονομία του κειμένου, προσανατολίζεται στον αναγνώστη και αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή αποχώρηση κειμένουσυγγραφέα από το προσκήνιο και την "αποκάλυψη" του παραγκωνισμένου έως τότε αναγνώστη. Στον 20 ο αιώνα, λοιπόν, συντελείται στη Θεωρία της Λογοτεχνίας η μεγάλη «αλλαγή του παραδείγματος» 4 : το πέρασμα από το συγγραφέα στον αναγνώστη. Αναπτύσσονται οι αναγνωστικές θεωρίες, οι οποίες έχουν ως αφετηρία τους τον αναγνώστη και την προβολή του κατά τη λογοτεχνική διαδικασία. Ο αναγνώστης ανασύρεται από την αφάνεια του και επιβάλλεται ως νοηματοδότης του λογοτεχνικού κειμένου (Τζιόβας, 2003: 224). Το ζητούμενο πλέον δεν ήταν να ειπωθεί το τι αναφέρουν τα κείμενα αλλά το πώς ανταποκρίνεται ο αναγνώστης σε αυτά (Iser, 1991: 26). Θεωρητικοί όπως ο Μ. Riffaterre, η L. M. Rosenblatt, o H. R. Jauss, o W. Iser διαμορφώνουν το θεωρητικό τους πλαίσιο γύρω από το ρόλο του αναγνώστη και συμβάλλουν στον επαναπροσδιορισμό του. Όμως, όπως είναι φυσικό, αυτές οι θεωρίες παρουσιάζουν ομοιότητες και διαφορές μεταξύ τους. Παρ όλα αυτά, ο αναγνώστης αποτελεί το συνδετικό κρίκο για όλες. Αναφορικά με τη θεωρία της Αισθητικής Ανταπόκρισης του W. Iser, η οποία αποτελεί το βασικό εργαλείο της έρευνας μας, και αυτή ανήκει στις αναγνωστικές θεωρίες. Ο Iser, όμως, εξελίσσει τη θεώρηση του, εξετάζοντας την επικοινωνιακή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε κείμενο και αναγνώστη κατά τη λογοτεχνική διαδικασία. 2.2. Οι επιρροές της θεωρίας της Αισθητικής Ανταπόκρισης του Iser Σε αυτό το υποκεφάλαιο θα αναφερθούν οι θεωρητικοί εκείνοι που με το έργο τους συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση των θεωρητικών απόψεων του Iser. Έτσι, λοιπόν, ο Iser αν και αρχικά συνυπάρχει στα πλαίσιο της Θεωρίας της Πρόσληψης με το Jauss στο γεγονός της πριμοδότησης του 4 Ο όρος «Παράδειγμα» αναφέρεται στο βιβλίο Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων του Thomas S. Kuhn. Σύμφωνα με τον Kuhn (1981: 26) o όρος υποδεικνύει «το σύνολο των πεποιθήσεων, των αναγνωρισμένων αξιών και των τεχνικών που ασπάζονται τα μέλη μιας δεδομένης ομάδας επιστημών». Σχετικά με το θέμα αυτό ο Iser υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε αλλαγή παραδείγματος μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο αναδρομικά (Ιser, 1991: 26). 20

αναγνώστη κατά τη λογοτεχνική διαδικασία, εντούτοις, διαφοροποιείται σε κάτι που πραγματικά έχει αρκετό ενδιαφέρον. Με τη συγγραφή του κύριου θεωρητικού βιβλίου του The Act of Reading: A Theory of Aesthetic Response (Iser, 1978), ο Iser κατορθώνει να εξελίξει την πρωτογενή Θεωρία της Πρόσληψης. Στην ουσία ξεφεύγει από αυτή τη θεωρία, καθώς δίνει έμφαση όχι στο πώς και στο τί λέει το κείμενο αλλά στο πώς το διαβάζει ο αναγνώστης, καταλήγοντας με αυτό τον τρόπο στη διάσταση της αισθητικής ανταπόκρισης (Iser, 1991: 26). Για να οδηγηθεί, όμως, σε αυτή τη διαφοροποίηση δέχτηκε ασφαλώς κάποιες επιρροές. Το φιλοσοφικό κίνημα της Φαινομενολογίας (αρχές του 20 ου αιώνα) του Edmund Husserl, καθώς και η αισθητική θεωρία του Roman Ingarden, άσκησαν βασική επίδραση στον Iser (Holub, 2004: 456). 2.2.1. Η Φαινομελογία του Edmund Husserl Οι βάσεις της φαινομενολογικής φιλοσοφίας τίθενται στις περίφημες Λογικές Έρευνες του Edmund Husserl, ένα έργο που κυκλοφόρησε σε δύο μέρη, το 1900 και το 1901 αντίστοιχα, και το οποίο θεωρείται ως το πρώτο πραγματικά φαινομενολογικό έργο (Sokolowski, 2000: 223). Σε αυτό το έργο ο Husserl ανέπτυξε τη δική του μέθοδο και, πλέον, ο όρος ταυτίζεται με το όνομά του (Holub, 2004: 405). Σύμφωνα με το Husserl, κύριο μέλημα της φιλοσοφικής έρευνας είναι το περιεχόμενο της συνείδησης και όχι ο εξωτερικός κόσμος (Husserl, 1964: 13). Ο Husserl αξίωσε τη δημιουργία μιας φιλοσοφίας, η οποία θα ήταν η επιστήμη της συνείδησης και της σχέσης της με τον κόσμο, υποστηρίζοντας ότι η γνώση των αντικειμένων και η επιστημονική αλήθεια εξαρτώνται από τον άνθρωπο και από την τάση της συνείδησης να αποδίδει το δικό της ξεχωριστό νόημα στο περιεχόμενο της εμπειρίας (Husserl, 1964: 24). Δηλαδή, μια επιστήμη της οποίας αποκλειστικός σκοπός θα είναι να αποσαφηνιστεί η βασική φύση της γνώσης (Husserl, 1964: 24). Η φαινομενολογία είναι μια περιγραφική μέθοδος κατά το Husserl, καθώς περιγράφει το περιεχόμενο των εμπειριών και των παραστάσεων μας, οι οποίες σαφώς και προέρχονται από γεγονότα του εξωτερικού κόσμου, στα οποία όμως δεν έχουμε πρόσβαση (Πελεγρίνης, 2005: 1322). Επομένως, η 21

συνείδηση μας καταγράφει ενεργητικά τα εξωτερικά φαινόμενα, δημιουργώντας αλληλεξαρτήσεις μαζί τους και ό,τι δεν ενυπάρχει σε αυτήν δεν υπάρχει και στην πραγματικότητα και το αποκλείει (Τζιόβας, 2003: 240). Για να οδηγηθεί η συνείδησή μας στην αυτογνωσία, θα πρέπει σύμφωνα με τον Husserl, να αποδεσμευθεί από τους εξωτερικούς παράγοντες, φυσικούς και κοινωνικούς. Μόνο τότε θα είναι σε θέση να οικειοποιηθεί τα αντικείμενα (Βαλλιάνος, 2000: 237). Για το Husserl, τα αντικείμενα αντιμετωπίζονται ως ένας προσυλλογιστικός κόσμος, που για να αιτιολογηθούν και να συνδεθούν απαιτείται ο ενεργητικός ρόλος της συνείδησης, η οποία θα τα κρίνει και θα τα αναλύσει (Πελεγρίνης, 2005: 616). Αυτή ακριβώς είναι η Θεωρία της Αποβλεπτικότητας (Intentionalität) του Husserl, κατά την οποία καθετί που λέμε αποβλέπει σε μια αντικειμενική πραγματικότητα, η συνείδηση δεν είναι παθητική αλλά προσλαμβάνουσα, είναι συνείδηση κάποιου πράγματος, κατευθύνεται προς το αντικείμενο ή στοχεύει σε αυτό (Holub, 2004: 408). Η Θεωρία της Αποβλεπτικότητας εκφράστηκε σε δύο βασικές θέσεις του Husserl: πρώτον, στην ανάλυση της κατηγοριακής διάρθρωσης και, δεύτερον στο ότι πράγματι αποβλέπουμε στα πράγματα κατά την απουσία τους (Sokolowski, 2000: 228). Αναφορικά με την κατηγοριακή θεωρία, o Husserl υπογραμμίζει ότι, όταν διαρθρώνουμε, συσχετίζουμε ή συνθέτουμε τα πράγματα, δε ρυθμίζουμε μόνο τις εσωτερικές μας ιδέες αλλά διαρθρώνουμε και τα ίδια τα πράγματα στον κόσμο (Sokolowski, 2000: 228). Για παράδειγμα, οι κρίσεις μας αποτελούν τη βεβαιωτική διάρθρωση των αντικειμένων που πράγματι δίνονται στην εμπειρία μας (Sokolowski, 2000: 228). Επιπρόσθετα, μέσω της Θεωρίας της Αποβλεπτικότητας ο Husserl τονίζει ότι η ανθρώπινη νόηση είναι σε θέση να υπερβαίνει το παροντικό και να αποβλέπει στο απόν, καθώς δεν ισχύει ότι πάντα ασχολούμαστε μόνο με τις άμεσες παρουσίες, αφού όταν αναφερόμαστε σε κάτι που δεν είναι ορατό και άμεσο στην πραγματικότητα μιλάμε για μια έννοια του πράγματος (Sokolowski, 2000: 229). 22

2.2.2. Η Φαινομελογική Αισθητική Θεωρία του Roman Ingarden Στη φαινομενολογική θεωρία της λογοτεχνίας αυτή η συνείδηση για την οποία μίλησε ο Husserl βρίσκεται στο πρόσωπο του αναγνώστη, ο οποίος θα δώσει υπόσταση στο κείμενο, συμπληρώνοντας τα κενά του κειμένου (Τζιόβας, 2003: 240). Σύμφωνα με τους θεωρητικούς της φαινομενολογίας στο λογοτεχνικό έργο διακρίνουμε δύο πόλους: τον καλλιτεχνικό, ο οποίος αναφέρεται στο κείμενο που έχει παραχωρηθεί από το συγγραφέα, και τον αισθητικό πόλο, ο οποίος αποτελεί την πραγμάτωση του κειμένου από τον αναγνώστη, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται το κείμενο (Τζιόβας, 2003: 240-241). Ο πρώτος που διατύπωσε αυτή τη γνώμη ήταν ο Πολωνός Roman Ingarden (Cassedy, 1990: 189). Ο επόμενος θεωρητικός, λοιπόν, από τον οποίο επηρεάστηκε ο Iser, είναι ο Ingarden, ο οποίος μελέτησε ζητήματα αισθητικής από τη σκοπιά της φαινομενολογίας και υπήρξε μαθητής του Edmund Husserl. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ingarden (1973β: 3): «Όλοι μας σχεδόν καθημερινά ασχολούμαστε με κείμενα, τα οποία άλλοτε μας συγκινούν, μας συναρπάζουν και άλλοτε δε μας προσελκύουν. Εκφέρουμε άποψη γι αυτά, τους ασκούμε κριτική και μοιάζουν τόσο φυσικά όπως ο αέρας που αναπνέουμε. Μα όταν ερωτηθούμε για το τι είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο δυσκολευόμαστε να δώσουμε μια ικανοποιητική και ακριβή απάντηση και αυτό ισχύει ακόμη και για τους ίδιους τους θεωρητικούς, οι οποίοι διαφωνούν ο ένας με τον άλλο ως προς τον ορισμό του». Πιο συγκεκριμένα, όπως αξιολογεί ο Holub (2004: 413), ο Ingarden υποστήριξε ότι τα λογοτεχνικά έργα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ιδεατά, επειδή μεταβάλλονται σε κάθε ανάγνωση, αλλά ούτε και πραγματικά, επειδή είναι κατασκευασμένα και δεν έχουν εμπειρική ύπαρξη. Επίσης, τόνισε ότι ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι δύσκολο να το καθορίσουμε, επειδή εξαρτάται από το ενέργημα της συνείδησης και μπορεί να υπάρξει ως αισθητικό αντικείμενο μόνο όταν γίνεται αντικείμενο ανάγνωσης (Ingarden, 1973β: 117-127). Σύμφωνα με τον Ingarden, το λογοτεχνικό κείμενο αποτελείται από τέσσερα στρώματα (Ingarden, 1973β: 30). Το πρώτο στρώμα περιέχει τους «λεκτικούς φθόγγους» (Wortlaute), ήχους λέξεων, το δεύτερο περιλαμβάνει 23

τις «μονάδες σημασίας» διαφόρων εντολών (Bedeutungseinheiten), δηλαδή λέξεις και περιόδους προτάσεων και είναι το πιο σημαντικό επίπεδο, καθώς συγκροτεί το σκελετό του έργου (Ingarden, 1973β: 30). Στο τρίτο στρώμα συναντούμε τις «σχηματοποιημένες όψεις» (schematisierte Anssichten) που αποτελούν την προετοιμασία για τα «αναπαριστώμενα αντικείμενα» (dargestellte Gegenstände), δηλαδή το τέταρτο και τελευταίο επίπεδο (Ingarden, 1973β: 30). Ο Holub (2004: 414-415) υπογραμμίζει ότι κατά τον Ingarden το λογοτεχνικό έργο δεν έχει πραγματικές όψεις αλλά μόνο σχηματοποιημένες, οι οποίες μπορούν να οριστούν ως η σχηματική δομή κάθε συγκεκριμένης όψης ενός πράγματος, και αποτελούν προβολές των μονάδων σημασίας. Αναφορικά με το τέταρτο στρώμα, αυτό περιλαμβάνει όλα όσα αναπαριστώνται στο κείμενο (πρόσωπα, πράξεις των χαρακτήρων, συνθήκες, κ.ά.). Όπως επισημαίνει ο Holub (2004: 415-416), o Ingarden θέτει μια προβληματική γι αυτά τα αντικείμενα, καθώς αναφέρει ότι δεν μπορούμε να τα θεωρήσουμε πραγματικά αλλά ούτε και ιδεατά, δεν ανήκουν στον πραγματικό χρόνο και χώρο, αλλά ούτε υπάρχουν και σε κάποιον ιδεατό χρόνο και χώρο. Γι αυτό το λόγο ορίζει τον «αναπαριστώμενο χώρο» που μοιάζει δομικά με τον πραγματικό, αλλά είναι περιορισμένος, και τον «αναπαριστώμενο χρόνο», ο οποίος δεν έχει τη γραμμική ακολουθία του πραγματικού χρόνου, αφού δύναται να κάνει αναλήψεις και προλήψεις (ενώ ο πραγματικός χρόνος επικεντρώνεται στο παρόν) (Holub, 2004: 416). Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ingarden (1973β: 31): «Αυτή η πολλών στρωμάτων φύση της δομής δεν εξαντλεί την ιδιόμορφη ουσία του λογοτεχνικού έργου. Θα εξακολουθεί να είναι απαραίτητη στον αναγνώστη, για να ανακαλύψει ποιο δομικό στοιχείο προκαλεί κάθε λογοτεχνικό έργο να έχει μια αρχή και ένα τέλος και, παράλληλα, του επιτρέπει να ξετυλίγεται κατά την αναγνωστική διαδικασία σε συγκεκριμένη έκταση από την αρχή ως το τέλος». Αυτά τα τέσσερα στρώματα υποδηλώνουν, όπως κρίνει ο Cassedy (1990: 188), την πορεία που χαράζει ο αναγνώστης κατά την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου, καθώς σε αυτή του την πορεία αντιμετωπίζει διάφορα επίπεδα, στα οποία είναι ενσωματωμένο το νόημα του κειμένου. Από τη μεμονωμένη λέξη ως και τα πιο περίπλοκα στρώματα ο αναγνώστης 24

προσπαθεί να συνδέσει και να συμπληρώσει όλες τις καταστάσεις που υπάρχουν στον κόσμο του κειμένου (Cassedy, 1990: 188). Σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση του θεωρητικού μοντέλου του Iser άσκησε και η άποψη του Ingarden περί των χασμάτων απροσδιοριστίας (Unbestimmtheitsstellen) που αναφέρει ότι περιέχουν τα κείμενα. Ενώ, δηλαδή, τα πραγματικά αντικείμενα είναι προσδιορισμένα απ όλες τις πλευρές και δίχως αμφισημία (Ιngarden, 1973β: 246), τα αντικείμενα που αναπαριστώνται στα λογοτεχνικά κείμενα εμφανίζουν «θέσεις απροσδιοριστίας». Σε κάθε λογοτεχνικό κείμενο έχουμε σύμφωνα με τον Ingarden τα «αναπαριστώμενα αντικείμενα», τα οποία, όμως, επειδή ακριβώς δεν μπορούν να θεωρηθούν εξολοκλήρου ρεαλιστικά και αυτόνομα, προκαλούν κάποια απροσδιοριστία που ο αναγνώστης καλείται να συμπληρώσει. Αυτή η δραστηριότητα ονομάζεται «συγκεκριμενοποίηση» (Κonkretisation) (Ingarden, 1973α: 53). Η δραστηριότητα της «συγκεκριμενοποίησης» είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη νοηματοδότηση του λογοτεχνικού κειμένου, καθώς ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η πραγματοποίηση και η «συγκεκριμενοποίηση» των όψεων κατά την ανάγνωση είναι καθοριστικός για την αισθητική κατανόηση του λογοτεχνικού έργου (Ingarden, 1973α: 56). Ο αναγνώστης συνήθως συμπληρώνει μη συνειδητά τα κενά απροσδιοριστίας, αφήνοντας στη φαντασία του ελεύθερη πρόσβαση, για να συγκεκριμενοποιήσει με νέα στοιχεία όσα αντικείμενα χρειάζονται αποσαφήνιση (Ingarden,1973α: 53). Η δραστηριότητα της «συγκεκριμενοποίησης» είναι μια ατομική διαδικασία που επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες, όπως οι προσωπικές εμπειρίες, η ευαισθησία, η φαντασία και η αντίληψη, και αυτά τα στοιχεία κατά συνέπεια διαφέρουν από αναγνώστη σε αναγνώστη (Ingarden,1973α: 58). Τόσο ο Ηusserl όσο και ο Ingarden εμπλούτισαν με τις θεωρητικές τους απόψεις το φιλοσοφικό κίνημα της φαινομενολογίας και αποτέλεσαν βάση για τις θεωρητικές αρχές των μεταγενέστερων θεωρητικών. Ο Iser ήταν ίσως εκείνος ο θεωρητικός που με το έργο του κατάφερε να επεκτείνει με ξεχωριστό τρόπο τις φαινομενολογικές ιδέες, διαμορφώνοντας τη θεωρία της Αισθητικής Ανταπόκρισης. 25

2.3. Η Θεωρία της Πρόσληψης Πριν από την αναλυτική παρουσίαση της θεωρίας του Iser, κρίνεται σκόπιμο να περιγραφεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο μορφοποιήθηκε η θεωρία του. Η θεωρία, λοιπόν, της Αισθητικής Ανταπόκρισης, αναδύθηκε από τη Θεωρίας της Πρόσληψης, η οποία διατυπώθηκε το 1960 από δύο εκπροσώπους της «Σχολής της Κωνσταντίας», το ρομανολόγο Hans Robert Jauss και τον αγγλιστή Wolfgang Iser (Βελουδής, 2004: 243). Όπως επισημαίνει ο Holub (2004: 445), με τον όρο πρόσληψη η «Σχολή της Κωνσταντίας» θέλησε να προβάλει το ρόλο του αναγνώστη κατά την αναγνωστική διαδικασία, υπογραμμίζοντας ότι η πρόσληψη των λογοτεχνικών κειμένων προέχει της παραγωγής τους και της εξέτασής τους. Ο Jauss έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία της λογοτεχνίας και επηρεάστηκε από την ερμηνευτική θεωρία, καθώς και από τις θεωρητικές απόψεις του Hans-Georg Gadamer (Holub, 2004: 456). Συγκεκριμένα, αναγνώρισε ότι η ιστορικότητα των έργων δε θα πρέπει να συνίσταται αποκλειστικά στην εκφραστική τους λειτουργία αλλά και στην επίδραση που ασκούν στην ανθρωπότητα (Jauss, 1995: 45). Ακόμη, τόνισε τη σημασία που πρέπει να δείχνουμε στη σχέση που έχουν τα έργα μεταξύ τους, και την εξέταση της ιστορικής συνοχής τους στις αλληλεπιδράσεις παραγωγής και πρόσληψης (Jauss, 1995: 45). Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά (1995: 45): «Η λογοτεχνία και η τέχνη τότε μόνο θα αποκτήσουν μια ιστορία που θα έχει το χαρακτήρα του δυναμικού γίγνεσθαι, όταν η διαδοχή των έργων δε θα καθορίζεται μόνο βάσει του υποκειμένου που παράγει αλλά και βάσει του υποκειμένου που καταναλώνει βάσει της αλληλεπίδρασης συγγραφέα και κοινού». Με την πολυσυζητημένη του μελέτη «Η ιστορία της λογοτεχνίας ως πρόκληση για τις γραμματολογικές σπουδές» (1967) ο Jauss (1995: 25-91) άνοιξε ένα νέο δρόμο για την ιστορία της λογοτεχνίας, εκπροσωπώντας την Αισθητική της Πρόσληψης 5, και, προσπαθώντας να δώσει μια ιστορική διάσταση στην κριτική του αναγνώστη (Selden, Widdowson, Brooker, 5 Όπως επισημαίνει ο Holub (2004: 447): «Ο Jauss ονόμασε αυτή την ανανεωτική προσέγγιση Rezeptionsästhetik. Στην ευρύτερη της έννοια μπορούμε να τη νοήσουμε ως ένα μέρος της μετατόπισης της μελέτης της λογοτεχνίας από την ενασχόληση με τους συγγραφείς και τα κείμενα στη μέριμνα για την πρόσληψη και την ανάγνωση». 26

2005:50), θεσπίζει τον ορίζοντα των προσδοκιών που αποτελεί το σύνολο της λογοτεχνικής περιουσίας του αναγνώστη ή αλλιώς το σύνολο της «αισθητικής εμπειρίας» του (Βελουδής, 2004: 244). O ορίζοντας των προσδοκιών, δηλαδή, περιγράφει όλα εκείνα τα κριτήρια που χρησιμοποιούν οι αναγνώστες, προκειμένου να κρίνουν λογοτεχνικά κείμενα οποιασδήποτε χρονικής περιόδου (Selden κ.ά., 2005: 50). Όπως παραθέτει ο Hawthorn (1993: 211), για το Jauss (1974: 18) υπάρχουν τρεις συντελεστές του ορίζοντα των προσδοκιών ενός αναγνώστη: «Κατ αρχήν, από τα οικεία δεδομένα ή την ενδογενή ποίηση του είδους δεύτερον, από τις υποδηλούμενες σχέσεις με οικεία έργα των λογοτεχνικο-ιστορικών συμφραζομένων και τρίτον, από την αντίθεση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία Ο τρίτος συντελεστής περιλαμβάνει τη δυνατότητα που έχει ο αναγνώστης ενός καινούργιου έργου να το προσλάβει όχι μόνο μέσα στο στενό ορίζοντα των λογοτεχνικών προσδοκιών του αλλά και μέσα στον ευρύτερο ορίζοντα της εμπειρίας της ζωής του». Πιο αναλυτικά, όπως αναφέρει ο Jauss (1995: 94), η Αισθητική της Πρόσληψης προσπάθησε να διακρίνει τους δύο ορίζοντες της πρόσληψης και της επίδρασης τον ένα από τον άλλο, προκειμένου να οριστεί ο τρόπος που διαπλέκονται κατά το γίγνεσθαι της λογοτεχνικής εμπειρίας οι δομές επίδρασης του έργου τέχνης και οι αισθητικές νόρμες των ερμηνευτών του. Για να μπορέσει να θεωρηθεί η ερμηνεία ως μια επικοινωνιακή διαδικασία θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η αμοιβαία εξάρτηση ανάμεσα στην πρόσληψη και στην επίδραση, ενώ τότε μόνο αποκαθίσταται ο ενεργητικός ρόλος που αναλογεί στον αναγνώστη (Jauss, 1995: 94). Για το Jauss οι αισθητικές της πρόσληψης παύουν να ασχολούνται πλέον με την ανίχνευση ενός κειμένου πίσω από αυτό που δηλώνεται, και προσπαθούν να προσδιορίσουν το νόημα ενός κειμένου ως σύγκλιση της δομής του έργου και της δομής της ερμηνείας του (Segers,1979: 84). Σχετικά με το Jauss ο Τ. Ήγκλετον (1989: 134) αναφέρει: «Σκοπός του έργου του είναι η δημιουργία ενός νέου είδους λογοτεχνικής ιστορίας που θα έχει ως επίκεντρο όχι τους συγγραφείς, τις επιδράσεις και τις λογοτεχνικές τάσεις αλλά τη λογοτεχνία, όπως ορίζεται και ερμηνεύεται κατά τις διάφορες περιόδους της ιστορικής πρόσληψης». 27

Ο επόμενος θεωρητικός της «Σχολής της Κωνσταντίας» είναι ο W. Iser, ο οποίος εκπροσωπεί τη θεωρία της Αισθητικής Ανταπόκρισης. Ο Iser κατόρθωσε να προκαλέσει εντύπωση στην επιστημονική κοινότητα από το πρώτο μελέτημά του Indeterminacy and the reader s response 6, το οποίο είχε αρχικά τη μορφή διάλεξης στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντίας, όπου δίδασκε όπως και ο Jauss (Holub, 2004: 456). Με τον όρο ανταπόκριση νοείται η αντίδραση από την πλευρά του αναγνώστη, δηλαδή, αυτό που μας συμβαίνει κατά τη διάρκεια της αναγνωστικής διαδικασίας, και σύμφωνα με το Hawthorn (1993: 32) ξεκινάει σ εκείνο το σημείο της αναγνωστικής διαδικασίας που ο αναγνώστης περνάει από το να βρίσκει στο να χρησιμοποιεί το νόημα των λέξεων και των προτάσεων μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο. Ως προς την εστίαση στη σχέση κειμένου-αναγνώστη, λοιπόν, παρατηρούμε ότι και οι δύο συμφωνούν, καθώς και οι δύο μερίμνησαν γι αυτή τη μετατόπιση. Ωστόσο, οι μέθοδοι που ακολούθησε ο καθένας τους παρουσίαζαν αποκλίσεις, με αποτέλεσμα να επέλθουν σημαντικές διαφορές ανάμεσά τους. Στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου The Act of Reading: A Theory of Aesthetic Response (1978) 7, ο Iser υποστηρίζει ότι πίσω από τον όρο Αισθητική της Πρόσληψης λανθάνουν δύο διαφορετικές κατευθύνσεις: πρόσληψη-αισθητική επίδραση. Η μεν πρόσληψη επικεντρώνεται σε κοινωνιολογικές και ιστορικές μεθόδους, ενώ η αισθητική ανταπόκριση εργάζεται με ενδοκειμενικές μεθόδους. Αναφέρει σχετικά : «Η θεωρία της Πρόσληψης, με τη στενή έννοια, αξιοποιεί τις ιστορικές μαρτυρίες, στις οποίες εκδηλώνονται οι στάσεις και οι αντιδράσεις του αναγνωστικού κοινού κατά την υποδοχή του κειμένου η θεωρία της αισθητικής επίδρασης, από την άλλη μεριά, επιχειρεί να διαπιστώσει τις κειμενικές δομές που καθοδηγούν τον αναγνώστη κατά την επεξεργασία του κειμένου, να διασαφηνίσει δηλαδή με ποιο τρόπο τα κείμενα ενεργοποιούν τις ικανότητες των αναγνωστών τους» (Iser, 1991: 29). Επιπλέον, μια ευδιάκριτη διαφορά ανάμεσα στους δύο θεωρητικούς είναι πως το Jauss τον απασχολεί ο μακρόκοσμος της πρόσληψης του λογοτεχνικού 6 Ο πρωτότυπος τίτλος: Die Appellstruktur der Texte» (1970) 7 Σε ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά: Η πράξης της ανάγνωσης: Μια θεωρία της Αισθητικής Ανταπόκρισης. 28

κειμένου, εξετάζοντας ζητήματα σε ευρύ κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο, όπως για παράδειγμα την ιστορία της αισθητικής εμπειρίας που τη μελετά σε μια μεγάλη ιστορική ακτίνα (Holub, 2004: 456-457). Σε αντίθεση ο Iser επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στο μικρόκοσμο της ανταπόκρισης του αναγνώστη στο κείμενο, χωρίς να αποκλείει κοινωνικούς και ιστορικούς παράγοντες, οι οποίοι είναι εγκιβωτισμένοι σε λεπτομερείς κειμενικές προσεγγίσεις (Holub, 2004: 456-457). 29

3 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ W. ISER 3.1. Θεωρητικές Αρχές Στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζονται οι θεωρητικές αρχές της θεωρίας της Αισθητικής Ανταπόκρισης του Iser, προκειμένου να αναδειχτεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή διαμορφώθηκε. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στους άξονές της (υπονοούμενος αναγνώστης, λογοτεχνικό ρεπερτόριο, λογοτεχνικές στρατηγικές), οι οποίοι συνιστούν το διαδραστικό πρότυπο πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η δομή του συγκεκριμένου θεωρητικού εργαλείου. 3.2. Η πράξη της ανάγνωσης και η παραγωγή του νοήματος Για τον Iser, η διαλεκτική σύγκλιση του κειμένου με τον αναγνώστη αποτελεί τη βασική προϋπόθεση ύπαρξης του λογοτεχνικού έργου. Εστιάζει στον τρόπο που ανταποκρίνεται ο αναγνώστης, όταν διαβάζει κάποιο λογοτεχνικό κείμενο, και όχι μόνο στο πώς το προσλαμβάνει. Το κέντρο βάρους, λοιπόν, μετατοπίζεται από το κείμενο στη διαδικασία της ανάγνωσης 8 (Holub, 2001: 146). Ο εκπρόσωπος της Αισθητικής Ανταπόκρισης, έχοντας λάβει υπόψη τις θέσεις του Ingarden, χαρακτηρίζει την αναγνωστική διαδικασία ως «ορειβασία», κατά τη διάρκεια της οποίας ο αναγνώστης θα πρέπει να είναι δεκτικός σε νέες ιδέες, έτοιμος να θέσει υπό αμφισβήτηση τις απόψεις του και να επιτρέψει την τροποποίησή τους (Τζιόβας, 2003: 241). Η πράξη της ανάγνωσης κατέχει το σπουδαιότερο ρόλο στη θεωρία του, καθώς υποστηρίζει ότι αποτελεί το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη, είναι εκείνη η διαδικασία που κάνει δυνατή την επικοινωνία τους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Iser (2000: 195), στην ανάγνωση κάθε λογοτεχνικού κειμένου κεντρικό ρόλο έχει η αλληλεπίδραση ανάμεσα στη 8 «Έχω περιγράψει το κείμενο και την ανάγνωση ως διαδικασία, επειδή αρνούμαι να καθηλωθώ σε μια μόνο οπτική-εκείνη του συγγραφέα, του κειμένου ή του αναγνώστη», δηλώνει ο Iser (1991: 33). 30