ΗΜΕΡΙΔΑ Η Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση ως εργαλείο άσκησης Περιβαλλοντικής πολιτικής Τετάρτη 25 Απριλίου 2007 Αίθουσα Αντιπροσωπείας ΤΕΕ - 5ος Όροφος «Ζητήματα εφαρμογής της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης στην Ελλάδα» Σπύρος Παπαγρηγορίου, Διευθύνων Σύμβουλος ENVECO A.E. Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ Μηχανικός Περιβάλλοντος Dipl., MSc. Οικονομολόγος Περιβάλλοντος MLitt.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 αρχές 1970, οπότε και εμφανίστηκαν οργανωμένα σχέδια και πρωτοβουλίες σε διεθνές επίπεδο για την προστασία του περιβάλλοντος, αυτή εξελίχθηκε σε έναν από τους βασικούς πυλώνες σχεδιασμού και ανάπτυξης. Κατά την περίοδο αυτή, και με την προοδευτικά όλο και μεγαλύτερη ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης στο βασικό σύστημα αρχών και αξιών που διέπουν όλες τις επιμέρους τομεακές πολιτικές, αναπτύχθηκαν σημαντικά εργαλεία για τη διασφάλιση της διαχείρισης για την προστασία του περιβάλλοντος. Αυτά αφορούν στο σύνολο σχεδόν των βασικών περιβαλλοντικών μέσων (φυσικό περιβάλλον, νερά, ατμόσφαιρα, ακουστικό περιβάλλον, έδαφος κλπ.) και διακρίνονται σε προληπτικά εργαλεία, σε κατασταλτικά εργαλεία - μέτρα, καθώς και σε δράσεις που σχετίζονται με την παρακολούθηση της ποιότητάς τους. Στα προληπτικά εργαλεία ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής: Προσδιορισμός και θεσμοθέτηση ορίων εκπομπών από βιομηχανικές και συναφείς δραστηριότητες για όλους τους τύπους των αποβλήτων. Προσδιορισμός και θεσμοθέτηση ορίων ηχητικής στάθμης για μηχανήματα κλπ. Διερεύνηση και επιλογή της Βέλτιστης Διαθέσιμης Τεχνολογίας (ΒΑΤ) για πλήθος παραγωγικών τομέων με βασικό κριτήριο την προστασία του περιβάλλοντος. Θεσμοθέτηση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης για πλήθος έργων και δραστηριοτήτων μέσα από την εκτίμηση και αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους και τον προσδιορισμό σχετικών περιβαλλοντικών όρων τόσο για τη φάση υλοποίησης όσο και για τη φάση λειτουργίας τους. Παράλληλα με τα παραπάνω, και για τη διευκόλυνση καθορισμού και εφαρμογής τους, προσδιορίστηκαν όρια ποιότητας για τα βασικά περιβαλλοντικά μέσα ανάλογα με τη χρήση και τη λειτουργία (πχ. ποιότητα νερού που προορίζεται για πόσιμο, ποιότητα νερών κολύμβησης κλπ.). Στο ίδιο πλαίσιο καταρτίστηκαν και εφαρμόζονται γενικά, αλλά και στοχευμένα, προγράμματα παρακολούθησης της ποιότητας των περιβαλλοντικών μέσων. Ακόμα ένα σημαντικό εργαλείο προληπτικού χαρακτήρα είναι η διαδικασία δημοσιοποίησης που συνδέεται και συνοδεύει την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων. Με την σύμβαση του Aarhus (1997), την οποία επικύρωσε η Ευρωπαϊκή Ένωση, η συμμετοχή των πολιτών ξεφεύγει πλέον από το πλαίσιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης και επεκτείνεται σε τομείς σχεδιασμού και 1
προγραμματισμού (π.χ. Οδηγία 2000/60 για την προστασία των υδατικών πόρων και συμμετοχή στη διαδικασία εκπόνησης και θεσμοθέτησης των σχεδίων διαχείρισης σε επίπεδο λεκάνης απορροής). Στα κατασταλτικά εργαλεία ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής: Ο έλεγχος είτε οργανωμένα και σε ευρύ πλαίσιο (inspectorate) είτε μεμονωμένα, όπως π.χ. σε περιπτώσεις διαπιστωμένων παραβάσεων ή καταγγελιών. Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη τόσο ως μέσο ακύρωσης συγκεκριμένης κανονιστικής πράξης για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος όσο και για την επιβολή ποινών σε περιπτώσεις διαπιστωμένης περιβαλλοντικής βλάβης. Η υιοθέτηση της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» ως βασικής αρχής οριζόντιου χαρακτήρα σε όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες. Η αναγνώριση αστικής ευθύνης για περιβαλλοντική ζημία, μετρήσιμης και δυσμενούς, δηλαδή, μεταβολής φυσικού πόρου που προκύπτει ως άμεση ή έμμεση συνέπεια επαγγελματικών ή άλλων δραστηριοτήτων. Η πολυετής εφαρμογή της εκ των προτέρων εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την κατασκευή και λειτουργία έργων και δραστηριοτήτων έχει αποδείξει τη σημασία του εργαλείου αυτού για την προστασία του περιβάλλοντος, μέσω του προσδιορισμού των πιθανών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από έργα και δραστηριότητες και της λήψης επιβολής μέτρων για την πρόληψη - ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων αυτών. Στον ευρωπαϊκό χώρο, η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων από διακριτά έργα και δραστηριότητες ουσιαστικά θεσμοθετήθηκε το 1985 βάσει της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ (Οδηγία EIA) αρχικά και της 97/11/ΕΚ στη συνέχεια. Στην Ελλάδα το βασικό θεσμικό πλαίσιο για την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων καθορίστηκε από το νόμο 1650/86 και την Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) 69269/5387/90 (ΦΕΚ 678Β 25/10/90), όπως τροποποιήθηκαν στη συνέχεια από το νόμο 3010/2002 και τις ΚΥΑ Η.Π 15393/2332 (ΦΕΚ 1022 Β 5/8/2002) και ΚΥΑ Η.Π. 11014/703/Φ104 (ΦΕΚ 332Β 20/3/2003), καθώς και την KYA 37111/2021/2003 (ΦΕΚ B 1391/29.9.03), όπως ισχύουν σήμερα. Η εμπειρία της τελευταίας εικοσαετίας ανέδειξε την ανάγκη για την ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης (ως εργαλείο πρόληψης) σε ανώτερα και προγενέστερα στάδια λήψης αποφάσεων και σχεδιασμού σχεδίων και προγραμμάτων, που διαμορφώνουν τα επιμέρους έργα και δραστηριότητες. Την ανάγκη αυτή ήρθε να καλύψει η Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου για την 2
Εκτίμηση των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ορισμένων Σχεδίων Προγραμμάτων, ή αλλιώς Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση (ΣΠΕ). Η συγκεκριμένη οδηγία αποτελεί σημαντικό υποστηρικτικό εργαλείο, προληπτικού χαρακτήρα, που φιλοδοξεί να επεκτείνει την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και τη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου κοινού και των φορέων εκπροσώπησής του, σε λειτουργίες και διαδικασίες ανώτερου επιπέδου (σχέδια και προγράμματα). Η διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης (ΣΠΕ) θεσμοθετήθηκε στην χώρα μας με την ΚΥΑ 107017/28.8.2006 (ΦΕΚ 1225/Β/5-9-2006). Με την Οδηγία της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης (ΣΠΕ) Οδηγία 2001/42/ΕΚ επιχειρείται να αντιμετωπισθεί το γεγονός ότι με βάση το μέχρι σήμερα πλαίσιο, σχέδια και προγράμματα: Είναι πιθανό να προκαλούν άμεσα αρνητικές επιπτώσεις σε τομείς του περιβάλλοντος, δίχως αυτό να διερευνάται και να αξιολογείται με θεσμικό τρόπο κατά τη διαδικασία σύλληψης και ωρίμανσής τους. Προσδιορίζουν και ουσιαστικά «κλειδώνουν» σειρά έργων και δραστηριοτήτων με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, αφαιρώντας σημαντικά περιθώρια ευελιξίας και εναλλακτικών δυνατοτήτων από τη μεταγενέστερη φάση περιβαλλοντικής αδειοδότησης καθενός ξεχωριστά. Είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό «κλειστά» στη δημόσια ζύμωση και σε πολλές περιπτώσεις διακρίνονταν από «στεγανά» στη συμμετοχή και στην ενημέρωση. Σύμφωνα με το Άρθρο 1 στόχος της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ είναι «η υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος και η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών ζητημάτων στην προετοιμασία και θέσπιση σχεδίων και προγραμμάτων με σκοπό την προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης, εξασφαλίζοντας ότι, σύμφωνα με την παρούσα Οδηγία, θα γίνεται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για ορισμένα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον». Το άρθρο 1, λοιπόν, θεσπίζει δύο στόχους για την εκτίμηση και αξιολόγηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων: 1) Μια υψηλότερου επιπέδου προστασία περιβάλλοντος σε προγενέστερο επίπεδο από εκείνο των έργων και δραστηριοτήτων 2) Ενσωμάτωση περιβαλλοντικών θεωρήσεων στην προετοιμασία και θέσπιση σχεδίων και προγραμμάτων με σκοπό την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης. Αν και η ιδέα της στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης είναι απλή και καθαρή στη 3
σύλληψή της, η εφαρμογή της Οδηγίας θέτει τα κράτη μέλη μπροστά σε σημαντικές προκλήσεις. Η Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση είναι μία νέα σχετικά πρακτική διεθνώς, η οποία υιοθετείται και αναπτύσσεται από πολλές χώρες ταυτόχρονα τα τελευταία χρόνια και για το λόγο αυτό δεν έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα μία ξεκάθαρη προσέγγιση υιοθέτησης της οδηγίας από το κάθε κράτος μέλος. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα περισσότερες από 50 προτάσεις κατευθυντήριων οδηγιών για την εφαρμογή της καλύπτοντας τόσο τη χωρική (εθνικός, περιφερειακός, τοπικός σχεδιασμός) όσο και την τομεακή (μεταφορές, χωροταξία, γεωργία, αλιεία κλπ) της διάσταση. Η υπάρχουσα εμπειρία δείχνει ότι κατά τη διαδικασία εφαρμογής είναι δυνατό να προκύψουν περίπλοκα θέματα ερμηνείας και χρειάζεται να προσαρμοστεί στις ιδιαιτερότητες και συνθήκες της κάθε χώρας. Παρόλα αυτά, από τη μέχρι σήμερα εφαρμογή της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης διεθνώς υπάρχει ομοφωνία για το σημαντικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει στην προώθηση των αρχών της αειφορίας και στην καλύτερη πληροφόρηση κατά την λήψη αποφάσεων που αφορούν σε σχέδια και προγραμμάτων με δυνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Η Οδηγία 2001/42/ΕΚ απαιτεί από τα κράτη μέλη τα παρακάτω: Καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας, δηλαδή να αποφασιστεί για ποια σχέδια και προγράμματα εφαρμόζεται η οδηγία. Για το λόγο αυτό απαιτείται ενδεχομένως η πρόβλεψη διαδικασίας «προελέγχου» (screening) για να διαπιστωθεί αν συγκεκριμένα σχέδια ή/και προγράμματα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Καθορισμό των διοικητικών διαδικασιών για την περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση καθώς και την έγκριση των σχεδίων και προγραμμάτων. Περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων ο προσδιορισμός των αρμόδιων αρχών, το επίπεδο σχεδιασμού του σχεδίου ή προγράμματος όπου θα εφαρμόζεται η διαδικασία, κα. Καθορισμό του περιεχομένου, της έκτασης και του επιπέδου λεπτομερειών της περιβαλλοντικής μελέτης και εξειδίκευση, όπου είναι εφικτό, του περιεχομένου της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης (ΣΠΕ). Καθορισμό των σταδίων όπου θα γίνονται διαβουλεύσεις, των αρχών και «εταίρων» που θα συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις, καθώς και της συμμετοχής του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Καθορισμό των δόκιμων τρόπων παρακολούθησης και ελέγχου των επιπτώσεων (monitoring) από την εφαρμογή σχεδίων και προγραμμάτων. Σύμφωνα με το Άρθρο 2 [β] της οδηγίας ως «εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων 4
νοείται η εκπόνηση περιβαλλοντικής μελέτης, η διεξαγωγή διαβουλεύσεων, η συνεκτίμηση της περιβαλλοντικής μελέτης και των αποτελεσμάτων των διαβουλεύσεων κατά τη λήψη αποφάσεων καθώς και η παροχή πληροφοριών σχετικά με την απόφαση, σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 9.» Συνεπώς, η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει των διατάξεων της Οδηγίας είναι μία διαδικασία που περιλαμβάνει 5 διακριτά στάδια: Στάδιο 1: Καθορισμός του πεδίου και των στόχων της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης (ΣΠΕ), προσδιορισμός της υφιστάμενης κατάστασης και της εμβέλειας (scope) της ΣΠΕ. Στάδιο 2: Διερεύνηση και επεξεργασία εναλλακτικών λύσεων και κατ αρχήν ποιοτική εκτίμηση επιπτώσεων Στάδιο 3: Εκπόνηση της μελέτης Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης Στάδιο 4: Διαβούλευση επί του προτεινόμενου σχεδίου ή προγράμματος και της συνοδευτικής περιβαλλοντικής μελέτης. Στάδιο 5: Διαμόρφωση προγράμματος παρακολούθησης των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την υλοποίηση του σχεδίου ή προγράμματος. Στο διάγραμμα που ακολουθεί παρουσιάζεται ενδεικτική περαιτέρω ανάλυση των σταδίων της διαδικασίας ΣΠΕ, όπως προκύπτει από την εμπειρία άλλων κρατών μελών της ΕΕ. Σημειώνεται ότι η ανάλυση αυτή αποτελεί τα βήματα ενός «ιδανικού» σεναρίου προσέγγισης της ΣΠΕ ενός σχεδίου ή προγράμματος και προϋποθέτει σημαντική εμπειρία, οργάνωση και ωριμότητα τόσο των φορέων που εμπλέκονται στο σχεδιασμό, όσο και των εταίρων που λαμβάνουν μέρος στη διαβούλευση. ΣΠΕ Στάδια και αντικείμενα Σκοπός Στάδιο Α: καθορισμός του πεδίου εφαρμογής και των σκοπών, καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης και επιλογή του πεδίου ανάλυσης (scoping) Προσδιορισμός άλλων σχετικών σχεδίων, προγραμμάτων και στόχων περιβαλλοντικής προστασίας Για να καθοριστεί το πώς το σχέδιο ή πρόγραμμα επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες, για να προταθούν τρόποι αντιμετώπισης ανασταλτικών παραγόντων και για να διευκολυνθεί ο προσδιορισμός των στόχων της ΣΠΕ. Συλλογή πληροφοριών βάσης Εντοπισμός θεμάτων περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος Για να προκύψει τεκμηριωμένη βάση για πιθανά περιβαλλοντικά προβλήματα, την εκτίμηση των επιπτώσεων, και την παρακολούθηση: συμβολή στην ανάπτυξη των στόχων της ΣΠΕ. Συμβάλλει στην εστίαση και οργάνωση των επόμενων σταδίων της ΣΠΕ, περιλαμβανόμενων της ανάλυσης των πληροφοριών βάσης, του καθορισμού των στόχων της ΣΠΕ, εκτίμησης και αξιολόγησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και διαμόρφωσης του προγράμματος παρακολούθησης. 5
ΣΠΕ Στάδια και αντικείμενα Ανάπτυξη στόχων ΣΠΕ Διαβούλευση για την εμβέλεια της ΣΠΕ Σκοπός Για να προκύψουν τα εργαλεία μέσα, με βάση τα οποία θα αναλυθούν και εκτιμηθούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις του σχεδίου ή προγράμματος και των εναλλακτικών λύσεων. Για να εξασφαλιστεί ότι η ΣΠΕ καλύπτει τις πιθανές σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις του σχεδίου ή προγράμματος. Στάδιο Β: Ανάπτυξη και βελτίωση εναλλακτικών λύσεων και εκτίμηση επιπτώσεων Εξέταση των στόχων του σχεδίου ή προγράμματος έναντι των στόχων της ΣΠΕ Ανάπτυξη εναλλακτικών λύσεων Εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου ή προγράμματος, συμπεριλαμβανομένων των εναλλακτικών λύσεων Αξιολόγηση των επιπτώσεων του σχεδίου ή προγράμματος, συμπεριλαμβανομένων των εναλλακτικών λύσεων Αντιμετώπιση αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων Πρόταση μέτρων για την παρακολούθηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά τη φάση υλοποίησης του σχεδίου ή προγράμματος Για τον εντοπισμό πιθανών συνεργειών ή αντιφάσεων ανάμεσα στους στόχους του σχεδίου ή προγράμματος και στους στόχους της ΣΠΕ και για βοήθεια στην ανάπτυξη εναλλακτικών λύσεων. Για ανάπτυξη και βελτίωση εναλλακτικών λύσεων του σχεδίου ή προγράμματος. Για να προβλεφθούν οι σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις του σχεδίου ή προγράμματος και των εναλλακτικών λύσεων. Για να αξιολογηθούν οι εκτιμηθείσες επιπτώσεις του σχεδίου ή προγράμματος και των εναλλακτικών λύσεων και να συμβάλει σε πιθανή βελτιστοποίηση του σχεδίου ή προγράμματος. Για να εξασφαλιστεί ότι οι αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις έχουν προσδιορισθεί και έχουν εξετασθεί πιθανά μέτρα αντιμετώπισής τους. Για να αναλυθούν λεπτομερώς οι παράμετροι, βάσει των οποίων θα εκτιμηθεί η περιβαλλοντική επίδοση του σχεδίου ή προγράμματος. Στάδιο Γ: Σύνταξη της περιβαλλοντικής μελέτης Σύνταξη της περιβαλλοντικής μελέτης Για να παρουσιαστούν οι προβλεφθείσες περιβαλλοντικές επιπτώσεις του σχεδίου ή προγράμματος, συμπεριλαμβανόμενων των εναλλακτικών λύσεων, σε μορφή κατάλληλη για διαβούλευση και χρήση από τις εκτελεστικές αρχές. Στάδιο Δ: Διαβούλευση επί του σχεδίου ή προγράμματος (κατ αρχήν σχέδιο) και την περιβαλλοντική μελέτη Διαβούλευση με το κοινό και τους αρμόδιους φορείς για το κατ αρχήν σχέδιο του σχεδίου ή προγράμματος και την περιβαλλοντική μελέτη Εκτίμηση σημαντικών αλλαγών Για να δοθεί στο κοινό και στους αρμόδιους φορείς η δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους για τα ευρήματα της περιβαλλοντικής μελέτης και να συγκεντρωθούν περισσότερες σχετικές πληροφορίες μέσω των απόψεων και των «ανησυχιών» του κοινού επί της περιβαλλοντικής διάστασης του σχεδίου ή προγράμματος. Για να εξασφαλιστεί ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις τυχόν σημαντικών αλλαγών στο κατ αρχήν σχέδιο ή πρόγραμμα έχουν εκτιμηθεί και συνυπολογιστεί. Τελικές αποφάσεις και παροχή πληροφοριών Για την παροχή πληροφοριών για το πώς η περιβαλλοντική μελέτη και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων έχουν ληφθεί υπόψη στην επιλογή της τελικής μορφής του προς υιοθέτηση σχεδίου ή προγράμματος. 6
ΣΠΕ Στάδια και αντικείμενα Σκοπός Στάδιο Ε: Παρακολούθηση των σημαντικών επιπτώσεων στο περιβάλλον από την υλοποίηση του σχεδίου ή προγράμματος Ανάπτυξη στόχων και μεθόδων παρακολούθησης Ανταπόκριση σε αστοχίες Για την παρακολούθηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του σχεδίου ή προγράμματος και να προσδιορισθούν ενδεχόμενες αστοχίες στην προηγηθείσα εκτίμησή τους. Προετοιμασία για την κατάλληλη αντίδραση όπου έχουν προσδιορισθεί αστοχίες. Με βάση τα παραπάνω και λαμβάνοντας υπόψη τα υπάρχοντα δεδομένα σχεδιασμού στη χώρα μας εκτιμάται ότι ενδεικτικές εγγενείς δυσκολίες σχετίζονται πιθανώς με τους εξής παράγοντες: Έλλειμμα προγραμματισμού σε ικανό βάθος χρόνου σε πολλές δημόσιες αρχές και φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με αποτέλεσμα να «βαφτίζονται» ως σχέδια και προγράμματα ad hoc συνονθυλεύματα (σύνολα) προγραμματιζόμενων επιμέρους έργων. Έλλειμμα εμπειρίας της κεντρικής διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης στον ολοκληρωμένο σχεδιασμό και στην εκπόνηση συνεκτικών και συγκροτημένων σχεδίων και προγραμμάτων αποσπασματική αντιμετώπιση θεμάτων που εμπίπτουν σε ευρύτερο πλαίσιο σχεδιασμού και προγραμματισμού. Δαιδαλώδης οργάνωση φορέων παραγωγής σχεδίων και προγραμμάτων που ξεκινά από την κεντρική διοίκηση και διαχέεται σε άλλες μεν περιπτώσεις στην περιφέρεια και στους δύο βαθμούς τοπικής αυτοδιοίκησης σε άλλες δε περιπτώσεις σε φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν εξελιχθεί ή τείνουν να εξελιχθούν σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Α.Ε.) που ανταγωνίζονται ιδιωτικές επιχειρήσεις. Έλλειμμα εμπειρίας και παράδοσης συγκροτημένου διαλόγου συμμετοχής του κοινού και των φορέων εκπροσώπησής του σε περιβαλλοντικά ζητήματα, καθώς και συμμετοχής στελεχών της Διοίκησης σε διαδικασίες διαβούλευσης οιουδήποτε τύπου. Διάχυση ευθυνών και σύγκρουση αρμοδιοτήτων σε πολλούς φορείς της Διοίκησης με αποτέλεσμα την εμφάνιση πρόσθετων δυσχερειών στο σχεδιασμό, στην υλοποίηση και στην παρακολούθηση σχεδίων και προγραμμάτων. Ελλείμματα στην κατανόηση της αναγκαιότητας ύπαρξης ουσιαστικού εναλλακτικού σχεδιασμού και της πιθανότητας απόρριψης ή τροποποίησης του προτεινόμενου σχεδιασμού λόγω περιβαλλοντικών προβλημάτων. Πολλαπλά επίπεδα σχεδιασμού και επομένως παραγωγής σχεδίων και προγραμμάτων, αλληλοεπικαλυπτόμενα και αλληλοεπηρεαζόμενα μεταξύ τους, με εμφανή προβλήματα στη διάκρισή τους, τα οποία αν κριθούν «με το γράμμα 7
του νόμου» θα έπρεπε να υπόκεινται όλα σε ΣΠΕ. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα μεγάλης κλίμακας καθυστερήσεις στην οριστικοποίηση και εφαρμογή τους λόγω των αλλεπάλληλων ΣΠΕ. Από την άλλη πλευρά τυχόν «παράκαμψη» ή «παρέκκλιση» από την εφαρμογή της διαδικασίας ΣΠΕ είναι βέβαιο ότι θα συναντούσε προβλήματα νομιμότητας με δικαστικές εμπλοκές είτε στο επίπεδο κανονιστικών πράξεων έγκρισης του σχεδίου ή προγράμματος είτε ακόμη και στο επίπεδο πράξεων της Διοίκησης που αφορούν την αδειοδότηση ή/και υλοποίηση επιμέρους έργων που προκύπτουν ως αποτέλεσμα του συγκεκριμένου σχεδίου ή προγράμματος. Σημαντικότατες ελλείψεις προσωπικού της Διοίκησης με εμπειρία στην εκτίμηση και αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων γενικά, με πιθανότατο αποτέλεσμα τη σημαντική καθυστέρηση αν όχι ακύρωση σχεδιασμού. Ελλείμματα στην δυνατότητα εφαρμογής προγραμμάτων παρακολούθησης και επαναξιολόγησης του τελικώς εγκεκριμένου σχεδίου ή προγράμματος και τήρησης των σχετικών προβλέψεων της Οδηγίας. Σημαντικό έλλειμμα πρωτογενούς πληροφορίας και στοιχείων βάσης σε ικανό βάθος χρόνου για την υφιστάμενη κατάσταση περιβάλλοντος στην πλειοψηφία των βασικών περιβαλλοντικών μέσων. Η μέχρι σήμερα εφαρμογή της Οδηγίας στην Ελλάδα είναι περιορισμένη και αφορά κατά κύριο λόγο Επιχειρησιακά Προγράμματα της προγραμματικής περιόδου 2007-2013, καθώς και ειδικά χωροταξικά πλαίσια. Πρέπει να σημειωθεί δε ότι καμία διαδικασία ΣΠΕ δεν έχει ολοκληρωθεί, αφού στην καλύτερη περίπτωση αυτή βρίσκεται στη φάση της διαβούλευσης επί της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ). Μέσα από την εμπειρία εκπόνησης από την εταιρεία μας ΣΜΠΕ για αρκετά Επιχειρησιακά Προγράμματα στην Ελλάδα και την Κύπρο και έχοντας πρόσφατα αναλάβει για λογαριασμό του ΥΠΕΧΩΔΕ τη Μελέτη για την Εφαρμογή της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου σχετικά με την Εκτίμηση των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ορισμένων Σχεδίων και Προγραμμάτων, θα ήταν σκόπιμο να τεθούν προς συζήτηση κάποια ζητήματα προβληματισμού: 1. Η πολύ συχνά συναντώμενη χωρικού και τεχνικού χαρακτήρα ασάφεια των επιχειρησιακών προγραμμάτων, ως προς τον προσδιορισμό συγκεκριμένων έργων, «καλύπτει» επαρκώς από την πλευρά της ΣΠΕ τα επιμέρους έργα όταν αυτά εξειδικευθούν και προσδιορισθούν επακριβώς στο μέλλον; 2. Αν όχι τότε αυτά υπόκεινται σε επόμενη φάση σε νέα ΣΠΕ ή θα αρκεί η περιβαλλοντική τους αδειοδότηση μέσω της διαδικασίας ΠΠΕΑ και ΕΠΟ; 3. Αν η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι ότι θα πρέπει να ακολουθήσει μία ή περισσότερες νέες ΣΠΕ, τότε ποιος έχει την ευθύνη 8
εκπόνησης της ΣΠΕ όταν από τη φύση του προγράμματος οι τελικοί δικαιούχοι είναι ιδιώτες, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν προβλέπεται ΣΠΕ από ιδιώτες; 4. Πώς αντιμετωπίζονται από πλευράς περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης (ΣΠΕ ή ΜΠΕ) μεγάλης κλίμακας ιδιωτικές επενδύσεις που περιλαμβάνουν πολλά επιμέρους έργα σε μία ή και περισσότερες περιοχές; 5. Έχει πλέον νόημα η διατήρηση της υποχρέωσης ΠΠΕΑ για συγκεκριμένα έργα, τα οποία έχουν σαφώς ορισθεί και περιγραφεί σε επιχειρησιακά προγράμματα ή άλλα σχέδια και προγράμματα, τα οποία έχουν υποστεί επιτυχώς ΣΠΕ ή θα ήταν εύλογη η απευθείας υπαγωγή τους στη διαδικασία ΕΠΟ; 6. Ενδεχόμενη μετά από χρονικό διάστημα ακύρωση της εγκριτικής πράξης της ΣΠΕ συγκεκριμένου σχεδίου ή και προγράμματος οδηγεί σε αυτόματη ακύρωση της(ων) εν τω μεταξύ εκδοθείσας (εκδοθεισών) απόφασης(εων) ΕΠΟ έργου(ων) ή δραστηριότητας(ων) που περιλαμβάνεται(ονται) στο σχέδιο; 7. Έχει ή όχι νόημα η εφαρμογή της διαδικασίας ΣΠΕ για σχέδια και προγράμματα που θεσμικά και από τη φύση τους προβλέπεται να: i. Έχουν κυρίαρχο περιβαλλοντικό χαρακτήρα και καλούνται να ικανοποιήσουν αμιγώς σχεδόν περιβαλλοντικούς στόχους και ii. υπόκεινται σε εκτεταμένη διαδικασία διαβούλευσης και iii. εμπεριέχουν τη διερεύνηση εναλλακτικών λύσεων. Τα Σχέδια Διαχείρισης Υδατικών Πόρων στο πλαίσιο εφαρμογής της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης. 8. Είναι επαρκές το «βάθος» της δημοκρατικής διαδικασίας διαβούλευσης όπως κατ αρχήν προβλέπεται στην Ελλάδα; Το τελικό ερώτημα που προκύπτει είναι: Θα αποτελέσει η ΣΠΕ εργαλείο για τη βελτίωση του σχεδιασμού σε επίπεδο Τεχνικό, Διοίκησης και Κοινωνίας με κέρδος για το περιβάλλον, τη βιώσιμη ανάπτυξη και την ποιότητα ζωής μας Ή Θα εξελιχθεί σε τυπικό, γραφειοκρατικό αναγκαίο κακό που θα λειτουργεί ως πρόφαση περιβαλλοντικής ευαισθησίας με εξαιρετικά αμφίβολο όφελος για το περιβάλλον; 9